Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 475/2019

Αριθμός     475/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα    Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση, α) η από 24.10.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./25.10.2017) έφεση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….» και β) η από 7.11.2017, (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……/15.11.2017) έφεση του ………, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης (4131/12.9.2017) και πρέπει να συνεκδικαστούν γιατί είναι συναφείς και έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων, (246 ΚΠολΔ). Οι κρινόμενες εφέσεις, κατά της υπ΄αριθ. 4131/12.9.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών  και έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη  την αγωγή του …… κατά της εταιρίας «……..», ασκήθηκαν νομότυπα κι εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. …./23.10.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας ……., σε συνδυασμό με τους αριθμούς κατάθεσης των συνεκδικαζομένων εφέσεων ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.

Με την από 30.3.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../2016) αγωγή του ο ενάγων – εφεσίβλητος – εκκαλών, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα :  Ότι την 18.6.2002 προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρία, η οποία τυγχάνει βιοτεχνία συσκευασίας τροφίμων, με άτυπη (προφορική) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εργάτης, στην κείμενη στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής βιοτεχνία της εναγομένης, με πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας και επί οκτώ ώρες ημερησίως, ήτοι από 07.00 έως 15.30, με μισή ώρα διάλειμμα, αντί του προβλεπόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ, ημερομισθίου. Ότι ο ίδιος, όντας εφοδιασμένος με άδεια διαμονής προς εργασία, παρείχε τις υπηρεσίες του προσήκοντος και επιμελώς, κάθε υπέρβαση μάλιστα του συμφωνηθέντος και του νομίμου ωραρίου, καθώς εργαζόταν κατά εντολήν των εκπροσώπων της εναγομένης, δύο ώρες πέραν της λήξης του ωραρίου του, και δη από τις 15.30 έως τις 17.30, καθώς επίσης και όλα τα Σάββατα του επίδικου χρονικού διαστήματος, επί δέκα ώρες ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη για την αιτία αυτή αμοιβή. Ότι στις 4.1.2016, η εναγόμενη προέβη σε προφορική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, η οποία τυγχάνει άκυρη, καθώς δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις, (έγγραφος τύπος, καταβολή αποζημίωσης), καθισταμένη ούτως υπερημερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του, ενώ υπέβαλε στον ΟΑΕΔ αναληθή δήλωση περί οικειοθελούς αποχώρησης του ίδιου από την εργασία του. Με βάση τα ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων ζητούσε, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, για την περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη λόγω μη τήρησης των νομίμων προϋποθέσεων, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στις οποίες στηρίζει και το κονδύλιο της αποζημίωσης για την εργασία του κατά τα Σάββατα, κατά κύρια βάση, κατόπιν παραδεκτού και νόμιμου, (223, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), περιορισμού της αγωγής του, με την παραίτηση από τα ημερομίσθια υπερημερίας για το πέραν του χρόνου της συζήτησης της αγωγής χρονικό διάστημα, από μέρος του κονδυλίου του επιδόματος εορτών Πάσχα 2017 και από αυτό του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2017, και τη μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, όπως Α. Αναγνωριστεί η, για τον ανωτέρω λόγο, ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.687,42 € για ημερομίσθια υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2017 έως τις 6.2.2017 και για επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές αδείας του ίδιου χρονικού διαστήματος, καθώς και το ποσό των 332,58 € ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της άρνησης αποδοχής της εκ μέρους του προσφερόμενης εργασίας, καθώς και του τρόπου και του χρόνου κατά τον οποίο τον απέλυσε, εξαιτίας των οποίων προσέβαλε την προσωπικότητα του και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 667,42 €, ως χρηματική ικανοποίηση για την ίδια ως άνω αιτία, επικουρικά δε, σε περίπτωση που η ένδικη καταγγελία κριθεί έγκυρη, να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 2.902,9 €, ως αποζημίωση απόλυσης. Β. Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 980 €, για την εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου, καθ υπέρβαση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.645,65 € για την ίδια ως άνω αιτία, καθώς και για την υπερεργασία και για την κατ’ εξαίρεση υπερωρία  καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως το ποσό αυτό ειδικότερα επιμερίζεται στην αγωγή, όλα δε τ΄ ανωτέρω νομιμοτόκως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και την έκανε εν μέρει δεκτή υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.967,15 €, νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.261,2 € νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εφεσίβλητοι με τις ως άνω κρινόμενες εφέσεις τους και ζητούν, όπως αφού γίνουν δεκτές αυτές, α) να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της (η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη) και β) να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή καθ΄ολοκληρίαν η αγωγή ( ο ενάγων – εφεσίβλητος – εκκαλών). Ως προς τα στοιχεία του ορισμένου της αγωγής, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1  ΚΠολΔ, για να είναι ορισµένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117- 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεµελιώνουν σύµφωνα µε τον νόµο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγοµένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς και γ) ορισµένο αίτηµα. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι τα στοιχεία ου απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και την καταβολή μισθών υπερημερίας σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, η άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ο λόγος της ακυρότητας και η μη αποδοχή από τον εργοδότη της εργασίας την οποία πραγματικά και προσηκόντως προσέφερε ο μισθωτός, (ΑΠ624/2008, 606/2007, 431/2006, ΝΟΜΟΣ). Επίσης,  για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών, που οφείλονται από έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, είναι ο χρόνος της κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι της συγκεκριμένης παροχής και ο χρόνος, για τον οποίο αυτή οφείλεται (ΑΠ 2016/2007, Νόμος).  Στην προκειμένη περίπτωση, εκτίθενται στην  αγωγή, ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το ημερομίσθιο, το είδος της εργασίας, η άκυρη καταγγελία και ο λόγος ακυρότητας αυτής  και η μη αποδοχή από μέρους του εργοδότη της εργασίας του ενάγοντα, την οποία πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο του προσέφερε αυτός, καθώς και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται τα αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια και η αιτία αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή του ενάγοντα ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και  ο σχετικός λόγος της υπό στοιχ. α΄έφεσης κατά το σκέλος αυτού που παραπονείται ότι η αγωγή έπασχε αοριστίας ως προς το κεφάλαιο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντα και την εξ αυτής υποχρέωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, για την κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που έχει ως αίτημα την καταβολή αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές και κατά την έκτη ημέρα αναπαύσεως στην πενθήμερη εβδομάδα εργασίας (δηλαδή κατά τα Σάββατα), αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι ημέρες αυτές (δηλαδή τα Σάββατα και οι Κυριακές) προκύπτουν από το ημερολόγιο, (ΑΠ 505/2018, ΝΟΜΟΣ). Στην κρινόμενη περίπτωση, η εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγομένη παραπονείται ότι η αγωγή ήταν αόριστη (216 ΚΠολΔ), ως προς τα κονδύλια που αφορούν την εργασία του Σαββάτου διότι δεν προσδιορίζεται ποιες ήταν οι ημέρες αυτές του Σαββάτου. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, αρκεί να προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο ενάγων ισχυρίζεται ότι παρέσχε την εργασία του, ενώ ο αριθμός ημερών Σαββάτου προκύπτει από το ημερολόγιο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ισχυρισμό περί αοριστίας της εκκαλούσας της υπό στοιχ. α έφεσης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτού που φορά την αοριστία του κονδυλίου για την ημέρα του Σαββάτου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, σημειώνεται ότι η ύπαρξη βιβλιαρίου υγείας δεν συνιστά στοιχείο του ορισμένου της αγωγής, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη με αλλά ένσταση του εναγομένου, περί ακυρότητας της συμβάσεως, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης (από έγκυρη σύμβαση) και όχι ως αόριστης (ΑΠ 1098/2003 ΕλΔ/νη 2005.125, ΕφΠειρ 728/2015, ΕφΛαμ 28/2009, ΝΟΜΟΣ, Εφ Θεσ. 1025/2006 Αρμ 2006-205), πέραν του ότι η εναγομένη δεν ισχυρίζεται ότι ο ενάγων ήταν χειριστής τροφίμων και ποτών. Περαιτέρω όσον αφορά το σχετικό με την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κονδύλιο πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Μόνη η άκυρη καταγγελία είτε για τυπικούς λόγους, είτε λόγω παράβασης του άρθρου 281 ΑΚ δεν συνιστά καθεαυτή προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ώστε να θεμελιωθεί η αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αν δεν επικαλείται μεταξύ άλλων συγκεκριμένα περιστατικά ως προς τη μείωση της επαγγελματικής του υπόληψης και αξίας (ΕφΑθ. 5592/1999 ΕλΔνη 41.1402). Επίσης η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού δεν αποτελεί καθαυτή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας αυτού, εκτός αν εκδηλώνεται κατά τρόπο που αντιβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ματαίωσης η παρεμπόδισης της αξιοποίησης αποκτηθείσας ειδικότητας του μισθωτού και ηθικής μείωσης λόγω μη απασχόλησης του έναντι των συναδέλφων του η του κοινωνικού συνόλου (ΑΠ 115/1992 Ελ.Δνη 34,310). Ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρει ότι εξ αιτίας της απόλυσής του παρέμεινε άνεργος και αντιμετώπισε προβλήματα επιβίωσης σε δύσκολη οικονομική συγκυρία, παρά το γεγονός ότι καθ΄όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης που τον συνέδεε με την εναγομένη, η συμπεριφορά του ήταν άριστη, ο ίδιος ήταν εργατικός και μάλιστα τις Κυριακές μετέβαινε στα εξοχικά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και τους παρείχε αμισθί διάφορες υπηρεσίες. Όμως τα ανωτέρω περιστατικά, δεν στοιχειοθετούν ηθική βλάβη του ενάγοντος λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, εκ μόνου του γεγονότος ότι η εναγομένη αρνήθηκε την προσφορά των υπηρεσιών του.  Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 ΑΚ,  5 παρ. 1 και 22  παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι,  αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπολήψεως αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 22/2014, ΑΠ 84/2010, ΑΠ 983/2009, ΑΠ 282/2009, ΕφΠειρ 247/2016, ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το εν λόγω κονδύλιο ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε και  ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για το σχηματισμό δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά έστω και αν δεν μνημονεύεται ειδικά, καθώς και των υπ΄αριθ.  ………./3.2.2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………., αντίστοιχα (απόδειξης) και των υπ΄αριθ. ………/18.5.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………………., αντίστοιχα, (ανταπόδειξης),  οι οποίες είχαν προσκομιστεί όλες και στον πρώτο βαθμό και για τη σύνταξη των οποίων οι διάδικοι κλήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως, (βλ. υπ΄αριθ. …./30.1.2017 και …/13.5.2016 εκθέσεις επίδοσης των Δικαστικών Επιμελητριών ……. και ….. ., αντίστοιχα και σύμφωνα με τις διαταξεις των άρθρων 421 – 423 ΚΠολΔ, χωρίς να λαμβάνονται υπ΄όψιν, οι υπ΄αριθ. ……../18.4.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………, οι οποίες προσκομίζονται κατά αρχήν ως νέα αποδεικτικά μέσα (529 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν αφορούν στην αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων που παραδεκτά προσκομίστηκαν από την άλλη πλευρά, (Μαργαρίτης αρ. 422 σημ. 9, σελ. 680, εκδ. 2η τ. Ι, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν προσκομίζει νέες ένορκες βεβαιώσεις εκτός των τριών παραδεκτά προσκομισθέντων στον πρώτο βαθμό τις οποίες επαναπροσκομίζει), ή νέων ισχυρισμών του ενάγοντα, αλλά στην  ανταπόδειξη του αγωγικού  κονδυλίου Β1 αυτής, των 9.241,2 € συνολικά, για την εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου,  για το οποίο η εναγομένη ουδέν  εισέφερε  αποδεικτικά, όπως άλλωστε επεσήμανε και η εκκαλουμένη, (7ο φύλλο, οπίσθια όψη, στιχ. 5 επ.), αν και οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες ήταν κατά το χρόνο της πρωτοβάθμιας δίκης και είναι και σήμερα υπάλληλοι της εναγομένης, απαραδέκτως όμως προσκομίζονται το πρώτον στην παρούσα δίκη και δη  από στρεψοδικία, (529 παρ. 2 ΚΠολΔ), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, πακιστανός υπήκοος, κάτοχος της υπ΄αριθ. …… άδειες διαμονής, ισχύος από 22.7.2013 έως 20.5.2022, προσλήφθηκε, την 18.6.2002, από την εναγομένη εταιρία, η οποία έχει σκοπό την εισαγωγή, επεξεργασία, συσκευασία και εμπορία κάθε είδους τροφίμων και συναφών προς τα τρόφιμα ειδών και ειδικεύεται στη συσκευασία τροφίμων, απασχολούσα, κατά τα τελευταία έτη, περί τα 80 άτομα προσωπικό, με άτυπη (προφορική) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εργάτης, στην κείμενη στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, βιοτεχνία της, με πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας, επί οκτώ ώρες ημερησίως, από 07.00 έως 15.30, με μισή ώρα διάλειμμα, αντί του προβλεπόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα εγσσε, ημερομισθίου. Ο ενάγων εργαζόταν προσηκόντως και ανελλιπώς στην εναγόμενη, έχοντας απουσιάσει ορισμένες φορές, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, μετά από συνεννόηση με την εργοδότρια εταιρεία, προκειμένου να μεταβεί στην πατρίδα του και να επισκεφτεί την οικογένειά του. ΄Οταν ο  ενάγων έφευγε για την πατρίδα του υπέγραφε έντυπο οικειοθελούς αποχώρησης και όταν επέστρεφε στην εργασία του γινόταν εκ νέου πρόσληψη από την εταιρεία. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, που συνήφθη την 18.6.2002, λύθηκε με οικειοθελή αποχώρηση του, την 1.8.2002, λίγες ημέρες δε μετά, o ενάγων επαναπροσλήφθηκε, στις 19.8.2002, η σύμβαση δε αυτή η καταγγέλθηκε από την εναγομένη στις 9.12.2005, με τη σύγχρονη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Ακολούθως έγινε πρόσληψη του ενάγοντος στις 27.3.2008 και αναγγέλθηκε η οικειοθελής αποχώρηση του στις 8.9.2011, εν συνεχεία η εναγομένη επαναπροσέλαβε τον ενάγοντα στις 3.10.2011, ενώ στις 26.7.2013 αναγγέλθηκε ξανά οικειοθελής αποχώρηση του από την εργασία του, στις 3.9.2013 προσλήφθηκε εκ νέου από την εναγομένη και στις 31.7.2015 αναγγέλθηκε Η οικειοθελής αποχώρηση του, η οποία ωστόσο, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν φέρει την υπογραφή του, κατόπιν δε, στις 8.9.2015, έγινε αναγγελία της πρόσληψης του, η οποία επίσης στερείται της υπογραφής του. Η μάρτυρας της εναγομένης, …………, η οποία τυγχάνει λογίστρια της εταιρείας, κατέθεσε ότι ο  ενάγων από το έτος 2014 αρνείτο να υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο της εταιρείας, η κατάθεση της αυτή ωστόσο, δεν κρίνεται πειστική, αφού αφενός δεν προσδιορίζονται από την ίδια, ούτε προσκομίζονται από την πλευρά της εναγομένης συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει, αφετέρου η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τη στάση αυτή του ενάγοντος, αλλά ούτε και την ανοχή της εναγομένης στη δύστροπη αυτή του ενάγοντος. Αντιθέτως, από τη συνδυαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει ότι ο ενάγων δεν ήταν σε γνώση, της τελευταίας τουλάχιστον αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης του, που υποβλήθηκε από την εναγομένη στον ΟΑΕΔ στις 31.7.2015, αλλά ούτε και της από 8.9.2015, πρόσληψής του. Για το λόγο άλλωστε αυτόν, όταν διαπίστωσε στη μισθοδοσία του Δεκεμβρίου 2015 ότι είχε καταβληθεί η αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2015, ποσού 327,5 € και όχι το επίδομα αυτό στο ακέραιο, διαμαρτυρήθηκε στον άμεσο προϊστάμενο του ………. και ζήτησε να μιλήσει με τη λογίστρια της επιχείρησης, προκειμένου να λυθεί μεταξύ τους διαφορά. Κατόπιν της διαμαρτυρίας αυτής του ενάγοντος, ο ως άνω υπάλληλος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, ……., ο οποίος του έδωσε την εντολή να απολύσει τον ενάγοντα. Κατόπιν τούτων, η σύμβαση του ενάγοντα καταγγέλθηκε άτυπα (προφορικά) από τον ως άνω προστηθέντα υπάλληλο της εναγομένης, ο οποίος ανακοίνωσε στον ενάγοντα την απόλυσή του, ο ισχυρισμός δεν της εναγομένης περί οικειοθελούς αποχώρησης του τελευταίου, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, αφενός οι μάρτυρες που εξετάστηκαν επιμέλεια της και κατέθεσαν ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς είναι εργαζόμενοι στην εταιρεία, ήτοι  συνδέονται με αυτή με σχέση εξάρτησης, η οποία σταθμίζεται ως προς την αξιοπιστία τους, αφετέρου δε, αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας και στους κανόνες της λογικής, καθώς η εργασία του ενάγοντος ήταν επί πολλά συναπτά έτη το μοναδικό βιοποριστικό του μέσο, από το οποίο συντηρούσε και την οικογένειά του, γεγονός που δεν δικαιολογεί την αποχώρησή του από αυτή για τον επικαλούμενο από την εναγομένη λόγο, ήτοι λόγω της διαφωνίας του σε σχέση με το χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε ως Δώρο Χριστουγέννων. Ο μάρτυρας δε απόδειξης, θείος του ενάγοντος, κατέθεσε ότι ο τελευταίος δεν είχε κανέναν λόγο να φύγει από την εργασία του και ότι σήμερα αναζητά ακόμη η εργασία στην Ελλάδα. Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ενάγων προσέφυγε άμεσα ενώπιον του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, καταγγέλλοντας οφειλή αποζημίωσης απόλυσης, καθώς και δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων, κατά τη συζήτηση δε της ως άνω προσφυγής του στις 17.2.2016, ο ενάγων παριστάμενος αυτοπροσώπως, προέβαλε ως κύρια διεκδίκησή του την αποζημίωση απόλυσης και διαμαρτυρήθηκε για την υποβολή αναληθούς δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης που υποβλήθηκε από την εναγομένη στις 7.1.2016, χωρίς να φέρει την υπογραφή του. Σημειωτέον, ότι από το υπ΄αριθ. …./47 από  17.2.2016 δελτίο εργατικής διαφοράς προκύπτει ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης δήλωσε ενώπιον του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων ότι κατεβλήθησαν η άδεια και το επίδομα αδείας 2015, επικαλούμενος αντίστοιχα καταθετήρια τράπεζας, (πράγμα που προκύπτει και από τη σχετική ανάλυση τραπεζικού λογαριασμού της Alpha Bank, με ημερομηνία 13.1.2016, ποσό 247,67 € για αποδοχές άδειας 2015 και ποσό 248,34 € για επίδομα άδειας 2015, αλλά και από την ανάλυση τραπεζικού λογαριασμού με ημερομηνία 24.7.2015, όπου κατατέθηκε ποσό 430,47 € για επίδομα άδειας 2015. Επίσης δήλωσε ότι καταβλήθηκε και το Δώρο Χριστουγέννων 2015, χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένο ποσό, χωρίς να προκύπτει σχετική καταβολή και χωρίς να δικαιολογείται γιατί το επίδομα αδείας καταβλήθηκε δύο φορές, (στις 24.7.2015, ποσό 430,47 € και στις 13.1.2016, ποσό 247,67 €), ενώ δεν υπάρχει, ούτε προκύπτει αιτιολογία κατάθεσης για το Δώρο Χριστουγέννων. Στη συνάντηση εκείνη, ο ενάγων δήλωσε ότι διεκδικεί αποζημίωση απόλυσης που συνέβη στις 4.1.2016 και ότι η εναγομένη προχώρησε σε δήλωση οικειοθελούς αποχώρησής του στις 7.1.2016 χωρίς αυτός να έχει δηλώσει ότι παραιτείται, χωρίς ν΄αναφερθεί στο Δώρο Χριστουγέννων, στις αποδοχές και στο επίδομα άδειας 2015, κονδύλια που  δεν ζητούνται με την αγωγή. Επίσης, δεν προσκομίζεται καμία αναλυτική απόδειξη πληρωμής δεδουλευμένων αποδοχών με τις μικτές αποδοχές ως προς το βασικό μισθό και τα επιδόματα, ούτε και το βιβλίο καταχώρησης αδειών, στο οποίο έπρεπε να καταγράφονται οι αποδοχές άδειας και τα επιδόματα άδειας με υπογραφές από ένα έκαστο των εναγομένων, δεδομένου ότι δεν αρκούν τυχόν σχετικές χειρόγραφες αποδείξεις, αν και τα παραπάνω είχαν γίνει αντικείμενο συστάσεων  εκ μέρους του Επιθεωρητή της Επιθεώρησης Εργασίας προς την εναγομένη, (βλ. υπ΄αριθ. ……/2.10.2003 δελτίο ελέγχου, προσκομιζόμενο από την εναγομένη). Ενόψει όλων των ανωτέρω, εφόσον η εναγόμενη δεν τήρησε τις νόμιμες διατυπώσεις της απόλυσης του ενάγοντα, ήτοι έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, διά του προστηθέντος υπαλλήλου της, στις 4.1.2016, με την υποβολή της από 8.1.2016 αναληθούς δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος, τυγχάνει άκυρη, λόγω παράβασης των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του νόμου 2112/1920, του β.δ. 16/18.7.1920 και του ν. 3198/1955, ως προς τις διατυπώσεις απόλυσης εργατοτεχνίτη. Αντίθετα, δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς, όπως προαναφέρθηκε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια ορθώς το νόμο εφάρμοσε και  τις αποδείξεις εκτίμησε  και ο σχετικός 1ος λόγος της υπό στοιχ. α έφεσης κατά το σκέλος αυτού που  αφορά στην εξ ιδίας πρωτοβουλίας και μάλιστα οικειοθελή αποχώρησή του, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Άρα, εφόσον κατά τα άρθρα 174, 281 και 180 ΑΚ, η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται ότι δεν έγινε και αφού κατ΄ επέκταση η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος παραμένει ισχυρή, η εναγόμενη εφόσον έπαψε να καταβάλλει σε αυτόν τις συμφωνηθείσες νόμιμες αποδοχές του πώς εργοδότρια και για το λόγο αυτό το οφείλει τα συμφωνηθέντα ημερομίσθια για το επίδικο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, ο ενάγων κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασής  του, λάμβανε μικτό ημερομίσθιο ποσού 41,47€ και συνεπώς η εναγόμενη του οφείλει ως ημερομίσθια υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 4.1.2016 έως 6.2.2017, εφόσον έως το χρόνο αυτόν δεν είχε άρει την υπερημερία της με κάποιο νόμιμο τρόπο, το συνολικό ποσό των 13.643,63 €, (13 μήνες Χ 25 ημερομίσθια Χ 41,47 € = 13.477,75 € πλέον 4 ημερομισθίων για το μήνα Φεβρουάριο 2017 από 165,88 €).Επίσης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στον ενάγοντα για επίδομα εορτών Πάσχα 2016, το ποσό των 539,11 € το οποίο ζητεί με την αγωγή (αντί του ποσού των 622,05 € που αντιστοιχεί σε 13 ημερομίσθια Χ 41,47 €), σημειωμένου ότι η αναφορά στις προτάσεις για το μεγαλύτερο ποσό των 622,05 € δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και να διευρυνθεί έτσι το αγωγικό αντικείμενο (106 ΚΠολΔ). Επίσης οφείλεται για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2017, του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως και 6.2.2017, το συνολικό ποσό των 191,80 €, (41,47 Χ 4,625), καθώς και για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2016, το ποσό των 1.036,75 €, (41,47 Χ 25 ημερομίσθια), ενώ για επίδομα αδείας 2016 το ποσό των 539,11 €, (41,47 Χ 13 ημερομίσθια) και για αποδοχές αδείας 2016 το ποσό των 1.036,75 €, (41,47 Χ 25 ημερομίσθια). Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν και την ημέρα του Σαββάτου, όπως κατέθεσαν σαφώς, τόσο ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυράς του, όσο και οι ενόρκως βεβαιούντες μάρτυρες αυτού. Σημειώνεται ότι η απασχόληση του ενάγοντα ήταν κυρίως στην αποθήκη της βιοτεχνίας, στην οδό της …. ….., η απασχόληση του διαρκούσε το ίδιο ωράριο, χωρίς ν΄αποδεικνύεται κάτι διαφορετικό από την εναγομένη, η οποία δεν προσκόμισε ούτε σχετικά προγράμματα εργασίας σε σχέση με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα εργασίας του ενάγοντα. Δικαιούται συνεπώς ο ενάγων για την εργασία του αυτή το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, (όπως ζητείται με την αγωγή, χωρίς προσαύξηση), για την εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου, α) στο χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 30.6.2011, το συνολικό ποσό των 980 €, (39,2 Χ 25 Σάββατα), β) για το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως και 31.12.2011, το συνολικό ποσό των 796,6 €, ( 39,83 Χ 20 Σάββατα) και γ) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως και 31.12.2015, το συνολικό ποσό των 7.464,60 €, ( 41,47 Χ 180 Σάββατα) και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 9.241,2 €, (= 980 + 796,6 + 7.464,6). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια κι επιδίκασε το κονδύλιο των 980 € και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 8.261,2 €, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος της υπό στοιχ. α΄έφεσης, κατά το σκέλος που αφορά την εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αντίθετα, δεν αποδείχτηκε βάσιμα ότι εργαζόταν καθημερινά πέραν του νομίμου ωραρίου του, ενόψει του ότι η εναγόμενη απασχολούσε περί τα 80 άτομα προσωπικό και δεν υπήρχε ανάγκη συνέχισης του ωραρίου εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου για τις καθημερινές εργασίες. ΄Αλλωστε, ο ίδιος ο ενάγων δεν ανέφερε τέτοιες αξιώσεις κατά την προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, ούτε και κατά τη συζήτηση επί της σχετικής αίτησής του, όπως προκύπτει από το Δελτίο Εργατικής Διαφοράς και συνεπώς τα κονδύλια της υπερεργασίας και την εξαίρεση υπερωρίας πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τα εν λόγω κονδύλια ως ουσιαστικά αβάσιμα, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός λόγος της υπό στοιχ. β΄έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Εξάλλου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης από το άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου. Αν παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση της διαφοράς και έκδοση αποφάσεως, τότε η απόφαση αυτή είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Έλλειψη αιτήσεως υπάρχει και όταν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, αφού η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ.1α ΚΠολΔ, έχει ως συνέπεια να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα και να αίρονται αναδρομικώς οι συνέπειες της ασκήσεώς της. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με τα άρθρα 223 εδ. β` και 295 παρ.1 εδ. β` ΚΠολΔ, στην περίπτωση του περιορισμού του αγωγικού αιτήματος με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιέχεται στις προτάσεις, αφού ο περιορισμός αυτός θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου που περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η οποία επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις από 6.2.2017 κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της δήλωσε ότι παραιτείται από όλα τα κονδύλια της αγωγής, τα οποία αφορούν αποδοχές υπερημερίας το χρόνο μετά τη συζήτηση της αγωγής, (που έλαβε χώρα στις 6.2.2017) τα οποία δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καίτοι έκρινε νόμιμη και παραδεκτή την κατά τα ανωτέρω παραίτηση, διέλαβε στην εκκαλουμένη, ότι το αίτημα για αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης για καταβολή αποδοχών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά τη συζήτηση της αγωγής και για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία της, πρέπει ν΄απορριφθεί,  ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Εν όψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα προχώρησε σε κρίση για το εν λόγω κονδύλιο και το απέρριψε ελλείψει εννόμου συμφέροντος.  Στη συνέχεια, με την υπό στοιχ. β ως άνω κρινόμενη έφεσή του και τον 1ο λόγο αυτής, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι  δεν έχει έννομο συμφέρον για την αναγνώριση των ως άνω κονδυλίων, (για το χρονικό διάστημα από τη συζήτηση της αγωγής και έπειτα) και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς το κεφάλαιο αυτό, προκειμένου να γίνει δεκτό το εν λόγω κονδύλιο. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η αγωγή πρέπει να θεωρηθεί μη ασκηθείσα λόγω της υφιστάμενης νόμιμης παραίτησης, με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών στέρησε από το δικαστήριο την εξουσία να κρίνει επί του κονδυλίου αυτού, (καταψηφιστικού ή αναγνωριστικού). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός (1ος) λόγος της υπό κρίση β΄έφεσης, να εξαφανιστεί  η εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο αυτό και αφού κρατηθεί να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς το εν λόγω κεφάλαιο, η διάταξη δε αυτή δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα της υπό στοιχ. β έφεσης, διότι μετά την εξαφάνιση δεν δημιουργείται επιβλαβές  δεδικασμένο γι΄αυτόν.Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 655 του ΑΚ., ορίζεται ότι: “Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη”. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της με αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, μισθός είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων, αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα, μεταξύ άλλων και της απασχόλησής του σε ημέρα αργίας ή αναπαύσεως, αφού οι αμοιβές αυτές συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα από την παροχή εργασίας του μισθωτού. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. α` του ΑΚ.  Ως προς την παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου ως έκτη ημέρα, στην περίπτωση που εφαρμόζεται το πενθήμερο σύστημα απασχόλησης και μάλιστα όταν ο μισθωτός απασχολείται τακτικά κατά την ημέρα αυτή, η εργασία  αυτή είναι άκυρη, ως αντικείμενη σε διατάξεις δημόσιας τάξης, ο δε μισθωτός έχει απαίτηση για την εργασία που παρείχε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή ποσό ίσο με το ποσό που ο εργοδότης  θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, (χωρίς να λαμβάνονται υπ΄όψιν οι προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου, δηλαδή χωρίς το συνυπολογισμό επιδομάτων γάμου, προϋπηρεσίας, κλπ.), αφού, κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται ο εργοδότης πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία, (ΑΠ 1391/2018, 66/2007, 845/2005, 804/2003, 760/2003, 659/2003, 1253/2002, Εφ Δωδ 38/2018, ΕφΑθ 210/2018, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η τοκοφορία της αξίωσης για εργασία από την ημέρα του Σαββάτου, αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα κατά τον οποία παρασχέθηκε η εργασία. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε το κονδύλιο των 980 € και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.261,2 € για παρασχεθείσα εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου και αμφότερα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και όχι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η σχετική μηνιαία αξίωση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός (3ος) λόγος της υπό στοιχ. β΄έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.  Εν όψει όλων των ανωτέρω, Α. η  υπό στοιχ. α΄ έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθεί στην εκκαλούσα η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, (176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό και Β. η υπό στοιχ. β΄έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τα κεφάλαια που αφορούν i) στο κεφάλαιο αποδοχών υπερημερίας για το χρόνο μετά τη συζήτηση της αγωγής και ii) στην έναρξη τοκοφορίας του κονδυλίου εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τα κεφάλαια αυτά και ως προς τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, και αφού κρατηθεί η υπόθεση, (η από 30.3.2016 και υπ΄αριθ. κατάθ. …………/31.3.2016 αγωγή) κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο και δικαστεί κατ΄ουσίαν ως προς τα ανωτέρω, α) να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς το υπό στοιχ. i κεφάλαιο και ii) να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, (341 παρ. 1, 345 α, 655, 648, 649, 904 ΑΚ) ως προς  την έναρξη τοκοφορίας του κονδυλίου  της εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου από την 1η ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η παροχή της εργασίας και Α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα,  α) για ημερομίσθια υπερημερίας, το ποσό των 13.643,63 € νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός από τον οποίο οφείλονται, β) για επίδομα εορτής Πάσχα 2016, το ποσό των 539,11 € νομιμοτόκως από την 1.5.2016, γ) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων, το ποσό των 1.036,75 € νομιμοτόκως από την 1.1.2017, δ) για επίδομα εορτής Πάσχα 2017, (αναλογία), το ποσό των 191,80 € νομιμοτόκως από την 1.5.2017, ε) για επίδομα αδείας 2016, το ποσό των 539, 11 € νομιμοτόκως από την 1.1.2017,  στ) για αποδοχές αδείας 2016, το ποσό των 1.036,75 € νομιμοτόκως από την 1.1.2017 και ζ) για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, το ποσό των 980 € νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός από τον οποίο οφείλεται και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, το ποσό των 8.261,20 € νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός από τον οποίο οφείλεται.  Πρέπει επίσης, ως προς την υπό στοιχ. β έφεση, να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης η δικαστική δαπάνη  του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, (176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις  α)  από 24.10.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./25.10.2017) έφεση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» και β)  από 7.11.2017, (υπ΄ αριθ. κατάθ. ………/15.11.2017) έφεση του ………, κατά της υπ΄αριθ. 4131/12.9.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά την από 24.10.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/25.10.2017) έφεση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. …» και απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Επιβάλλει, σε βάρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου – εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 7.11.2017, (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……../15.11.2017) έφεση του ………

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη και ως προς τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης.

Κρατεί και δικάζει την από 30.3.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./2016) αγωγή.

Θεωρεί αυτήν ως μη ασκηθείσα ως προς το κεφάλαιο των αποδοχών υπερημερίας για το χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 17.967,15 €, νομιμοτόκως ως εξής : α) για το ποσό των 13.643,63 € από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός από τον οποίο οφείλονται, β) για το ποσό των 539,11 € από την 1.5.2016, γ) για το ποσό των 1.036,75 € από την 1.1.2017, δ) για το ποσό των 191,80 € από την 1.5.2017, ε) για το ποσό των 539, 11 € από την 1.1.2017,  στ) για το ποσό των 1.036,75 € από την 1.1.2017 και ζ) για το ποσό των 980 € από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός από τον οποίο οφείλονται.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 8.261,2 €, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός από τον οποίο οφείλονται.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του  εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  26 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ