Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 476/2019

Αριθμός   476/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του νόμου 2112/1920 : «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του βασιλικού διατάγματος τη 16/18.071920. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του προεδρικού διατάγματος 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας : «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό η ατομική σύμβαση εργασίας». H εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σε αυτή εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του προεδρικού αυτού διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του προεδρικού διατάγματος θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση και διατηρεί αυτή, υπό τον νέο φορέα, την ταυτότητα της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35. 1252, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35(1994).1311, ΑΠ 610/1991 ΕΕργΔ 1992.136, ΑΠ 18/1991 ΕΕργΔ 1992.125, ΑΠ 227/1990 ΕΕργΔ 1990.722, ΑΠ 889/1992 ΕΕργΔ 1993.456, ΑΠ 942/1992 ΕλλΔνη 35(1994).1038). Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 330/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 525/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 14/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1082/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι ο παλαιός εργοδότης χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο διάδοχος του αποκτά την ιδιότητα αυτή, έστω και προσωρινά. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασής. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό (ΑΠ 1319/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 330/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 525/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 14/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλΔ 35.1252, ΑΠ 77/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 14/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 200/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35.1311). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (ΟλΑΠ 5/1994 ό.π., ΑΠ 200/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1468/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1551/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 389/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1002/2004 ΕλλΔνη 2005.445). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα σύμφωνα με την εθνική νομολογία Καθώς επίσης και τη νομολογία του ΔΕΚ, οι αποφάσεις του οποίου ισόδυναμούν με αυθεντική ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου (Σκανδάμης Νικόλαος, «Ευρωπαϊκό Δίκαιο I. – Θεσμοί της ΕΕ – 4. Οργανική υπόσταση της ΕΕ», Αθήνα-Κομοτηνή, έκδοση 2003, σελ. 176) είναι τα εξής στοιχεία : α) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), β) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, γ) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, δ) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, ε) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και στ) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΕφΠειρ689/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Ζερδελής Δημήτριος σε ΔΕΝ 2009.1169 με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του προεδρικού διατάγματος 178/2002 (ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 318/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης, υπό την ισχύ του προεδρικού διατάγματος 178/2002 (όπως και του προγενέστερου προεδρικού διατάγματος 572/1988 – άρθρο 3 παρ. 1, εκδοθέντος σε συμμόρφωση προς την Οδηγία ΕΟΚ 77/187/14.2.1977 «Προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων περί μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων αυτών»), ο παλαιός εργοδότης συνεχίζει να ευθύνεται και μετά την μεταβίβαση για τις υποχρεώσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι την μεταβίβαση, ενώ ο νέος εργοδότης ευθύνεται αποκλειστικά μεν αυτός για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μετά την μεταβίβαση, παράλληλα δε, μαζί με τον παλαιό εργοδότη, χωρίς περιορισμό από το άρθρο 479 του Α.Κ. και για τις αξιώσεις των εργαζομένων κατά του τελευταίου, που είχαν γεννηθεί πριν από την μεταβίβαση (ΕφΑΘ 3156/2002 ΔΕΕ 2003.88, ΕφΑΘ 5341/1999 ΕΕργΔ. 59.271, ΕφΠειρ 833/2001 ΔΕΕ 2002.884). Σε όλες τις περιπτώσεις, οι εργασιακές συμβάσεις ή σχέσεις που ήταν ενεργείς κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως (ΑΠ 318/1998 ΕΕργΔ 1999.355) συνεχίζονται με τον νέο εργοδότη με τους ίδιους όρους και συνθήκες, ανεξαρτήτως της συναινέσεως ή μη των εργαζόμενων (ΟλΑΠ 5/1994 ό.π., ΑΠ 1222/1998 ΕΕργΔ 1999.983). Αναγκαία πάντως προϋπόθεση είναι η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως από τον νέο εργοδότη, χωρίς πραγματική διακοπή, εκτός αν αυτός, μετά την διακοπή, επαναλειτουργήσει, την επιχείρηση, ως την αυτή οικονομική μονάδα (ΑΠ 244/2012, ΑΠ 891/1992 ΕΕργΔ 1993.454), δηλαδή με την θέληση να είναι διάδοχος του αρχικού εργοδότη, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις επαναλειτουργίας επιχειρήσεων, που μεταβιβάστηκαν ενώ η λειτουργία τους είχε προσωρινά διακοπεί λόγω εποχής (ΕφΑΘ 9346/1988 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) ή λόγω ανασυγκροτήσεώς τους (Ληξουριώτης I., ΕΕργΔ 1993.450, Βλαστός Στυλιανός, ΕΕργΔ 1999.982 επ.). Αντιθέτως, δεν υπάρχει διαδοχή εργοδοτών, όταν η επαναλειτουργία της επιχειρήσεως από τον νέο φορέα της γίνεται κατά τρόπο ανεξάρτητο από εκείνον του προηγούμενου φορέα της, με μισθωτούς που προσλαμβάνει με νέες συμβάσεις εργασίας είτε από το παλαιό προσωπικό είτε όχι (ΑΠ 610/1991 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/1992 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 942/1992 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1364/1992, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 647/1996 ΕλλΔνη 39.165). Επίσης, ενδεικτικά, δεν υπάρχει διαδοχή σε περίπτωση απλής εγκατάστασης του νέου εργοδότη στον ίδιο χώρο που ήταν μισθωμένος στην προηγούμενη επιχείρηση ομοειδούς αντικειμένου, (ΑΠ 1184/1990, ΝΟΜΟΣ) και όταν επέρχεται οριστική διακοπή λειτουργίας της παλαιάς επιχείρησης, (ΑΠ 610/1991, 18/1991, ΝΟΜΟΣ) και δεν αρκεί η δυνατότητα του νέου εργοδότη να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησής του μέσω των μεταβιβαζομένων στοιχείων, (Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ. 2001, σελ. 134). Ειδικότερα, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις : α) από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια (ΑΠ 1378/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και β) προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στον εργαζόμενο, του οποίου κατήγγειλε ακύρως την εργασιακή σύμβαση και αρνήθηκε να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες ο παλαιός εργοδότης, δηλαδή πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση της επιχείρησης, αφού το προσωπικό της, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιόν εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε. Επίσης, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό (ΑΠ 1147/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1697/1998 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Η κρινόμενη, από 22.8.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/ 29.8.2017) έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει νικήσασας ενάγουσας, ………, κατά των 1ης και 2ης μερικώς ηττηθέντων – αρχικώς εναγομένων 1) εδρεύουσας στη Νίκαια Αττικής, ετερόρρυθμης εταιρίας  με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………» και 2) της εδρεύουσας στη Νίκαια Αττικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», όπως οι ανωτέρω εταιρίες νόμιμα εκπροσωπούνται, (η έφεση δεν στρέφεται κατά της αρχικώς 3ης εναγομένης . ..) και κατά της υπ΄αριθ. 5227/22.12.2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκε, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης, λαμβανομένου υπ΄όψιν, ότι για τις αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν πριν την 1.1.2016 και δεν επιδόθηκαν, εξακολουθεί και μετά την ανωτέρω ημερομηνία, (1.1.2016), να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης και, δεδομένης της ταυτότητας του λόγου και για την άσκηση έφεσης, ( 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με 24 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, ΟλΑΠ 10/2018), ενώ λόγω του είδους της διαδικασίας, (614 παρ. 3 ΚΠολΔ), δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου έφεσης, (495 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

Με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε  ότι προσλήφθηκε από την 1η εναγομένη εταιρεία και δη από την νόμιμη εκπρόσωπό της, ……….., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τις 28.6.1999, προκειμένου να απασχοληθεί με την ιδιότητα της προϊσταμένης νοσηλευτικού τμήματος, στη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων την οποία και διατηρούσε κατά τον ως άνω χρόνο πρόσληψής της η 1η εναγομένη, στη Νίκαια, με μικτές μηνιαίες αποδοχές 1.524,83 €, δυνάμει της ταυτόχρονης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι πράγματι εργάσθηκε καθ΄όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της και μέχρι τη λήξη αυτής, στις 1.4.2014, λόγω καταγγελίας της σύμβασής της από την 1η  εναγομένη, για την οποία δεν τηρήθηκε ο εκ του νόμου έγγραφος τύπος και δεν της καταβλήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση απόλυσης, ενώ κατά το χρόνο συντέλεσης της ως άνω, συναγομένης εκ των περιστάσεων, και δη λόγω της μη αποδοχής των νομίμως και προσηκόντως παρεχόμενων υπηρεσιών της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη από την 1.4.2014 και εφεξής, καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από την πλευρά της 1ης  εναγομένης, παράλληλα η εναγόμενη της  όφειλε  τις αναλυτικά αναφερόμενες, κατά χρόνο και είδος, διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό με αιτία τη μη καταβολή της αποζημίωσης από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την πλευρά του εργοδότη, (1ης εναγομένης εταιρείας), όπως και των δεδουλευμένων της αποδοχών, η ενάγουσα ζητούσε, με βάση την ως άνω σύμβαση εργασίας της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στις ολόκληρον να τις καταβάλουν το συνολικό ποσό των 39.248,39 €, που αντιστοιχεί στα ειδικότερα κονδύλια για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών και αδείας, αποζημίωση άδειας και αποδοχές υπερημερίας, με αιτία την ακυρότητα της γενομένης και συναγομένης εκ των περιστάσεων απόλυσής της, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών της από την 1η εναγομένη,  από την 1.4.2014 και εφεξής, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλος επικουρικώς, από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής καθώς και τη δικαστική της δαπάνη. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και όπως αναλυτικά αναφέρεται στις έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας που κατατέθηκαν στον πρώτο βαθμό, περιόρισε νόμιμα (295 παρ. 1β, 223, 297 ΚΠολΔ, ΑΠ 315/2010, ΕΠολΔ 2010.734) το αγωγικό αίτημα, διατηρώντας αυτό καταψηφιστικό μέχρι το ποσό των 18.297,96 €, που αντιστοιχεί στις αιτούμενες δεδουλευμένες αποδοχές και κατά το υπόλοιπο ποσό των 20.950,43 €, μετέτρεψε αυτό σε έντοκο αναγνωριστικό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τη 2η  εναγομένη εταιρεία,έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τις 1η και 3η εναγόμενες, τις οποίες υποχρέωσε να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 15.343,77 € και δη νομιμοτόκως, α) ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές για το συνολικό χρονικό διάστημα από 1.4.2013 έως και 30.9.2013, από το τέλος κάθε μήνα κατά τον οποίο έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, β) ως προς το επίδομα Πάσχα 2013, από την 1.5.2013, γ) ως προς την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013, την αποζημίωση άδειας 2013 και το επίδομα αδείας 2013, από τις 31.12.2013 και όλα τα ανωτέρω ποσά μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε εις ολόκληρον τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των 1ης και 3ης των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να τροποποιηθεί η εκκαλουμένη με βάση τους λόγους της έφεσης και να γίνει δεκτή συνολικά η αγωγή της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεις και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων στον πρώτο βαθμό και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και τα οποία χρησιμοποιούνται, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτιμώμενων όλων,  χωρίς να παραλείπεται κανένα, ακόμη κι αν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Η ενάγουσα, προσλήφθηκε από την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “……….”, της οποίας την εμπορική δραστηριότητα συνέχισε έως το χρόνο άσκησης της αγωγής αδιαλείπτως η  1η  των εναγομένων, με νόμιμη εκπρόσωπο και  διαχειρίστρια, την αρχικώς 3η εναγόμενη και μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ……….., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τις 28.6.1999, προκειμένου να απασχοληθεί ως νοσηλεύτρια, η μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων την οποία διατηρούσε η 1η εναγομένη κατά το χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας, όπου και πράγματι εργάστηκε καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της και μέχρι τη λήξη της σχέσης εργασίας που τη συνέδεε με την 1η εναγομένη κατά την οποία η ενάγουσα έφερε την ιδιότητα της προϊσταμένης νοσηλευτικού τμήματος με μικτές μηνιαίες αποδοχές 1.524,83 €, με εβδομαδιαία πενθήμερη απασχόληση σε εναλλασσόμενες βάρδιες με δύο ρεπό εβδομαδιαίως, από 7.00 έως 15.00, ή, από 15.00 έως 23.00, ή, από 23.00 έως 07.00.

Εξάλλου,  αποδεικνύεται ότι η 1η εναγομένη εταιρία, προήλθε μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του καταστατικού (μόνο ως προς τους εταίρους, τα ποσοστά αυτών και τη διάρκεια) της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», που άρχισε να λειτουργεί στον ίδιο χώρο όπου ασκούσε τη δραστηριότητά της η 1η  εναγομένη και με το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας, από την 21.2.1994, μετά δε από αποχωρήσεις εταίρων και αλλαγές ποσοστών συμμετοχής και αφού  μετονομάσθηκε α) από 4.7.1994, σε «…….», β) από 9.11.1998 σε «……….» και διακριτικό τίτλο «……..», γ) από 10.3.2003 σε «……….» και τέλος, δ) από 10.3.2004 σε «……….», με αντίστοιχα ιδιωτικά συμφωνητικά τροποποίησης, νομίμως κατατεθέντα στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχύοντος κατά τα λοιπά του αρχικού, από 21.2.1994 αρχικού καταστατικού, ήτοι χωρίς να μεταβληθεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, δυνάμει της υπ΄αριθ. 337/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί αγωγής των ιδιοκτητών του κτηρίου όπου στεγαζόταν η επιχείρηση της 1ης εναγομένης και είχε εξ αρχής εγκριθεί για τη λειτουργία γηροκομείου, η τελευταία  υποχρεώθηκε α) να αποδώσει ελεύθερη τη χρήση του μισθίου και β) να καταβάλει στους εκμισθωτές το συνολικό ποσό των 88.120,86 €, λόγω  οφειλομένων μισθωμάτων. Με την από 19.10.2012 εξώδικη διαμαρτυρία τους, που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη στις 23.10.2012, (βλ. υπ΄αριθ. ….. έκθεση επίδοσης του Δικ. Επιμελητή Πειραιά . …..), οι εκμισθωτές όχλησαν την 1η εναγομένη να τους παραδώσει το μίσθιο ελεύθερο  προς χρήση, με βάση την ανωτέρω απόφαση, επισημαίνοντας τόσο την ιδιαίτερη, πρακτική και ηθική δυσχέρεια απομάκρυνσης των γερόντων, όσο και το γεγονός ότι δεν έχουν καταβληθεί τα μισθώματα Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2012. Λόγω της καταβολής μόνο του μισθώματος του μηνός Αυγούστου 2012, οι εκμισθωτές κοινοποίησαν νέα εξώδικη διαμαρτυρία, από 19.12.2012, που περιήλθε στην 1η εναγομένη στις 20.12.2012, δηλώνοντας ότι την επομένη, (21.12.2012), θα προέβαιναν σε αναγκαστική εκτέλεση αποβολής της και εγκατάστασης στο μίσθιο των εκμισθωτών. Εν όψει της εξέλιξης αυτής, συντάχθηκε, μεταξύ των εκμισθωτών και της 1ης εναγομένης, το από 21.12.2012 συμφωνητικό λύσης μίσθωσης και απόδειξης παράδοσης και παραλαβής του μισθίου, ωστόσο η ολοσχερής αποχώρηση της επιχείρησης της 1ης εναγομένης συντελέστηκε μέχρι το τέλος Μαρτίου 2013, οπότε έπαυσε και η ουσιαστική  λειτουργία της, (βλ. μεταξύ άλλων, από 17.4.2014 και υπ΄αριθ. κατάθ. ………/25.4.2014 αγωγή της εργαζόμενης ως βοηθού θαλάμου νοσηλεύτριας ……… κατά της 1ης εναγομένης) και η καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και της ενάγουσας. Εν τω μεταξύ, παράλληλα με την όχληση των εκμισθωτών για απόδοση της χρήσης του μισθίου, (τρία χρόνια μετά την έκδοση της εξωστικής απόφασης), οι εκμισθωτές διαπραγματεύτηκαν επιτυχώς  και με τους εκπροσώπους της 3ης εναγομένης εταιρίας, η οποία συστάθηκε στις 20.12.2012, (ΦΕΚ τ. αε & επε 14546 και  από 19.12.2012 ανακοίνωση καταχώρησης ΓΕΜΗ της συμβολαιογράφου …….), με έδρα στον Πειραιά, στην οδό ………., με σκοπό τη μίσθωση του κτηρίου για άσκηση της δραστηριότητάς της στο μίσθιο, (………), μετά την αποβολή της 1ης εναγομένης. Για το σκοπό αυτό, η 3η εναγομένη έλαβε αριθμό μητρώου ΙΚΑ στις 11.1.2013, οπότε προσέλαβε έναν εργαζόμενο και, λίγες ημέρες μετά,  στις 17.1.2013, προσέλαβε 13 ακόμη εργαζόμενους, (νοσηλευτές, τραπεζοκόμο, υπάλληλο γραφείου, φύλακα και διευθυντή), όπως φαίνεται στους από 11.1.2013 και 17.1.2013 πίνακες προσωπικού), προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητά της στο μίσθιο, μετά από την ανακαίνιση αυτού, η οποία δεν άρχισε πριν το μήνα Απρίλιο 2013, λόγω της διαδικασίας αποχώρησης της 1ης εναγομένης και εξελίχτηκε τουλάχιστον μέχρι τις 17.7.2013, οπότε προσέλαβε  άλλους 7 εργαζόμενους, (νοσηλευτές, φύλακα και υπάλληλο γραφείου), όπως φαίνεται στον αντίστοιχο πίνακα προσωπικού, ενώ στις 8.7.2013 δήλωσε μετεγκατάσταση από την αρχική της έδρα στο μίσθιο, (βλ. βεβαίωση ΔΟΥ Δ – ΣΤ Πειραιά), συνεχίζοντας  όμως τις εργασίες ανακαίνισης μέχρι τουλάχιστον το τέλος του μήνα Ιουλίου 2013, (βλ. μεταξύ άλλων το προτελευταίο χρονικά τιμολόγιο αγοράς εξοπλισμού υπ΄αριθ. ……/31.7.2013). Καθ΄όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από το μήνα Απρίλιο έως τουλάχιστον και το μήνα Ιούλιο, η 3η εναγομένη προέβαινε σε ανακαίνιση του μισθίου και δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει ως επιχείρηση, όπως προκύπτει και από τα λοιπά προσκομιζόμενα τιμολόγια αγοράς ειδών εγκατάστασης και εξοπλισμού, όπως λεκάνες, καζανάκια, είδη μπάνιου, νιπτήρες, καλύμματα λεκάνης, σπιράλ λουτρού, διακόπτες, πρίζες, λάμπες, καλώδια, ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, φούρνο, κουβέρτες, επιστρώματα, μαξιλαροθήκες, ταμπέλες, είδη ανελκυστήρα, κλειδαριές, τροχήλατο όχημα μεταφοράς ιματισμού, κομοδίνα, ντουλάπες, κάγκελα κρεβατιού, μοκέτες, χαλιά, πολυμηχανήματα, κλπ., ενώ το τελευταίο προσκομιζόμενο τιμολόγιο (……./2.10.2013) αφορά αγορά τηλεόρασης και βάση αυτής. Η μάρτυρας ανταπόδειξης, αδελφή της αρχικώς 3ης εναγομένης κατέθεσε ότι ο εξοπλισμός της 1ης εναγομένης έμεινε στο μίσθιο κατά την αποχώρησή της και τελικά, εφόσον δεν ανταποκρίθηκε στην αποκομιδή του, αποκομίστηκε από το μίσθιο και πετάχτηκε και «Η …… δεν άφησε κάτι μέσα για να το πάρει η ……»  Τα παραπάνω ήταν σε γνώση της ενάγουσας, ο μάρτυρας της οποίας κατέθεσε ότι από την 1.4.2014, « μία δύο φορές» πριν ακόμη κλείσει η παλιά επιχείρηση, (ενν. της 1ης εναγομένης), «μέχρι και πρότινος», (ενν. πριν τη συζήτηση της αγωγής στις 21.10.2014), αυτή απευθύνθηκε στην 3η εναγομένη ζητώντας εργασία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, όπως καταθέτει η μάρτυράς της, η 1η εναγομένη προέβαινε σε καταγγελίες συμβάσεων ορισμένων εργαζομένων, αναλόγως της οικονομικής δυνατότητάς της  σε καταβολή αποζημιώσεων, (βλ. ενδεικτικά από 30.6.2013 καταγγελία σύμβασης εργασίας της εργαζόμενης ……….. που της κοινοποιήθηκε 18.9.2013, από 23.4.2013 δελτίο εργατικής διαφοράς στο οποίο η πληρεξουσία δικηγόρος της 1ης εναγομένης δηλώνει ότι εφόσον οι εργαζόμενοι απολυθούν θα τους καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, χωρίς να προσδιορίζει χρονικά τις καταβολές, από 27.5.2013 δελτίο όπου αναφέρεται ότι ορισμένοι προσφεύγοντες που έχουν απολυθεί  διεκδικούν διαφορές αποζημίωσης απόλυσης και από 4.11.2013 που αφορά 4 από τους 23 συνολικά εργαζόμενους, (μεταξύ των οποίων και την ενάγουσα),  όπου δηλώνει ότι γίνονται προσπάθειες  καταβολής των οφειλών, σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρα της 1ης εναγομένης ότι «σε κάποιες τα δώσαμε, για 10 – 15 κορίτσια, για τις υπόλοιπες προσπαθούσαμε». Από όλα τα παραπάνω, δεν αποδείχτηκε ότι η 2η εναγομένη εταιρία διαδέχτηκε την 1η εναγομένη, υπό την έννοια ότι συνέχισε την επιχειρηματική δραστηριότητα της 1ης ως οικονομική μονάδα διατηρώντας την ταυτότητά της με το νέο φορέα, ( την 3η εναγομένη) με διαφορετική επωνυμία και νομική μορφή, μετά από μεταβίβαση της 1ης με οποιαδήποτε μορφή. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι μεταβιβάστηκαν και αξιοποιήθηκαν από τη 2η εναγομένη μηχανήματα, εξοπλισμός, άδεια λειτουργίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις, πελατεία  της 1ης εναγομένης,  ενώ από τα 23 μέλη του προσωπικού της 1ης, (βλ. πίνακα προσωπικού  και πίνακα εβδομαδιαίας ανάπαυσης Νοεμβρίου και Μαΐου 2008, αντίστοιχα) μόνο μία εργαζόμενη, ονόματι …… προσελήφθη από τη 2η  στις 17.7.2013, όπως η ίδια συνομολογεί και προκύπτει από τον ως άνω πίνακα προσωπικού, χωρίς να προκύπτει κάτι διαφορετικό.  Η δε πεντάμηνη διακοπή λειτουργίας της δραστηριότητας από το μήνα Απρίλιο μέχρι το μήνα Αύγουστο 2013, πέραν του γεγονότος ότι λόγω της φύσης της ασκούμενης δραστηριότητας (γηροκομείο), σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν συνηγορεί στη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης μετά από 5 μήνες, οφείλεται τόσο στην καθυστέρηση αποχώρησης της 1ης εναγομένης όσο και στην ανακαίνιση που πραγματοποίησε η 2η, χωρίς το γεγονός της απλής εγκατάστασης στον ίδιο χώρο (μίσθιο εγκεκριμένο για λειτουργία γηροκομείου), από τη 2η εναγομένη να σχετίζεται με  τη συνέχιση της λειτουργίας της 1ης εναγομένης. Δηλαδή, σύμφωνα και με τ΄αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν αποδείχθηκε, ότι μεταβιβάστηκαν τόσα και κατά τέτοιο τρόπο επί μέρους στοιχεία της 1ης εναγομένης ώστε τα μεταβιβαζόμενα να διατηρούν οργανική ενότητα και υπό το νέο  φορέα (2η εναγομένη) και να είναι ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεχίζοντας στην πραγματικότητα τη λειτουργία της ίδιας επιχείρησης χωρίς πραγματική διακοπή, προσδίδοντας την ίδια  ταυτότητα στο νέο φορέα. Έτσι, η υπερημερία στην οποία περιήλθε η 1η εναγομένη, δεν συνεχίζεται και δεν καταλαμβάνει τη 2η εναγομένη, η οποία δεν είναι φορέας της επίδικης υποχρέωσης και συνεπώς η αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί ως προς αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως προς τη 2η εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμη, (φύλλο 7 στιχ. 3), έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) με την παρούσα, (αναφέροντας στην οπίσθια σελίδα του 6ου φύλλου αυτής στιχ. 13 προ του τέλους, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση παθητικής νομιμοποίησης της 2ης εναγομένης), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η 1η των εναγομένων προέβη σε μονομερή, άτυπη, (προφορική) καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013, χωρίς να της καταβάλει την αντίστοιχη αποζημίωση απόλυσης, με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα από 23.4.2013, 27.5.2013 δελτία εργατικής διαφοράς που συντάχθηκαν από το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νίκαιας, κατόπιν των από 3.4.2013 και 2.5.2013, αντίστοιχα, προσφυγών της ενάγουσας, (οι οποίες δεν προσκομίζονται), σε συνδυασμό με την από 15.4.2013 πρόσκληση της ίδιας υπηρεσίας προς την 1η εναγομένη – εργοδότιδα για συζήτηση στις 23.4.2013, προκύπτει ότι κατά την 23.4.2013, η ενάγουσα απευθυνόμενη στην ίδια υπηρεσία είχε ζητήσει συζήτηση, μεταξύ άλλων και για 1) μη επίδοση έγγραφου τύπου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και οφειλή αποζημίωσης λόγω απόλυσης και 2) για μη αποδοχή προσφερόμενης εργασίας από 1.4.2013, ενώ η πληρεξουσία δικηγόρος της 1ης εναγομένης δήλωσε ότι οι συμβάσεις των εργαζομένων είναι ακόμη ενεργές. Επίσης, κατά τη δεύτερη συζήτηση στην ίδια υπηρεσία στις 27.5.2013, προκύπτει ότι ορισμένοι εκ των προσφευγόντων είχαν ήδη απολυθεί και ζητούσαν διαφορές αποζημίωσης απόλυσης, ενώ η πληρεξουσία δικηγόρος της 1ης εναγομένης, ενώ δήλωσε ότι γίνονται προσπάθειες για καταβολή των οφειλομένων, δεν προέβη σε συγκεκριμένο χρονικό προσδιορισμό. Τέλος, στην τελευταία συζήτηση της 4.11.2013, κατόπιν της από 25.10.2013 αίτησης της ενάγουσας και άλλων εργαζομένων, για διενέργεια εργατικής διαφοράς, η πληρεξουσία δικηγόρος της 1ης εναγομένης,  δήλωσε ότι μετά την έξωση της επιχείρησης από το κτήριο όπου ασκούσε τη δραστηριότητά της, περιήλθε σε οικονομική αδυναμία και έλλειψη ρευστότητας, επανέλαβε δε ότι γίνονται προσπάθειες να καταβληθούν όλες οι οφειλές προς τους εργαζόμενους, δηλαδή εκτός από τις δεδουλευμένες αποδοχές και οι αποζημιώσεις απόλυσης, τις οποίες ανέφερε για πρώτη φορά. Η μάρτυρας ανταπόδειξης, αδελφή της αρχικώς 3ης εναγομένης, κατέθεσε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αριθ. 5226/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί αγωγής, (από 20.8.2014, υπ΄αριθ. κατάθ. …../2014), της εργαζόμενης …………. κατά των 1ης και 2ης εναγομένων εταιριών, ότι  κατά την προσπάθεια της 1ης εναγομένης να αποπληρώσει τους εργαζόμενους, (όπως και την ενάγουσα), τους είχε δηλώσει ότι θα  προβούν σε διακανονισμό ώστε να ρυθμιστούν οι οφειλές  σε δόσεις, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο 2013. Επίσης, η ίδια μάρτυρας στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά κατέθεσε ότι «Κάναμε προσπάθειες και αφού δεν γινόταν και για λόγους υγείας της αδελφής μου τους καλέσαμε, εγώ το έκανα αυτό και είπα απολύονται αφού δεν μπορεί να γίνει κάτι, το ανακοίνωσα δια λόγου, απόλυση με χαρτιά δεν κάναμε, προσπαθούσαμε». Από τα παραπάνω, (καταθέσεις  μάρτυρα ανταπόδειξης και δηλώσεις πληρεξουσίας δικηγόρου 1ης εναγομένης στο από 4.11.2013 δελτίο εργατικής διαφοράς, περί προσπάθειας καταβολής και αποζημιώσεων απόλυσης), σε συνδυασμό με την αντιφατική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ότι «Από 1.4.2014 πήγαινε και δούλευε, της έλεγαν σήμερα – αύριο δεν της άλλαξαν τη σύμβαση, δεν απολύθηκε» και «τον 3ο 2014 η επιχείρηση …….. δεν υπήρχε νομικά» αποδεικνύεται ότι, η μάρτυρας ανταπόδειξης – αδελφή της νομίμου εκπροσώπου της 1ης εναγομένης,  περί το μήνα Σεπτέμβριο κατέστησε αναμφισβητήτως σαφές στους εργαζόμενους που δεν είχαν απολυθεί έγκυρα ούτε αποζημιωθεί, όπως η ενάγουσα, ότι οι σχέσεις εργασίας τους λήγουν, καθώς δεν είναι δυνατή η αποδοχή των υπηρεσιών τους, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και η ενάγουσα  είχαν αντιληφθεί εν όψει όλων των ανωτέρω περιστάσεων, (άρνηση αποδοχής προσφερομένων υπηρεσιών από τον Απρίλιο 2013, εγκατάσταση νέας επιχείρησης, ανακαίνιση, πρόσληψη νέου, διαφορετικού προσωπικού, δηλώσεις της 1ης εναγομένης ότι γίνονται προσπάθειες καταβολής των οφειλομένων, οι οποίες στην περίπτωση της ενάγουσας δεν απέδωσαν, γι΄αυτό και προέβη στην από 25.10.2013 αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς που η συζήτησή της έλαβε χώρα στις 4.11.2013). Έτσι, από την επομένη ημέρα του τέλους του μηνός Σεπτεμβρίου 2013, εντός του οποίου έλαβε χώρα η λήξη της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας χωρίς τήρηση του έγγραφου τύπου και χωρίς να της καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, μέχρι την 27.8.2014 και 28.8.2014, οπότε επιδόθηκε η κρινόμενη αγωγή, (βλ. υπ΄ αριθ. …../28.8.2014 και …../27.8.2014  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ………), παρήλθε η τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 6 ν. 3198/1955 και το αγωγικό αίτημα καταβολής μισθών υπερημερίας πρέπει ν΄απορριφθεί ως απαράδεκτο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο για μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ως απαράδεκτο, έστω και με ατελή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Μετά τα παραπάνω και εν όψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή ν΄απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) εις βάρος της εκκαλούσας, κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 22.8.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../29.8.2017) έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  26 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ