Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 477/2019

Αριθμός  477/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 30.6.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./5.7.2017) έφεση του πρωτοδίκως μερικώς ηττηθέντος εναγομένου, ………  κατά των εφεσιβλήτων – εναγόντων και της υπ΄αριθ. 2755/7.7.2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (όπως αυτή διορθώθηκε, σύμφωνα με το διατακτικό της υπ΄ αριθ. 4171/19.11.2015  απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου), που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται κοινοποίηση της εκκαλουμένης. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίστηκε το παράβολο έφεσης, (495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από το επισυναπτόμενο  υπ΄αριθ. ……….. e – παράβολο.

Η αρχικώς ενάγουσα, ……., η οποία απεβίωσε στις 3.4.2011 μετά την άσκηση της αγωγής και στη θέση της υπεισήλθαν οι  εκ διαθήκης κληρονόμοι της, ………., όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπείται από τους γονείς της ……. και . … που ασκούν τη γονική της μέριμνα, λόγω της ανηλικότητάς της, (γεν. 24.10.2010)  και ………, άσκησε την από 16.9.2010, (αριθ. κατάθ. …../29.10.2010) αγωγή της  κατά του ήδη εκκαλούντος, λόγω όμως του θανάτου της στις 3.4.2011, δηλαδή πριν από την πρώτη συζήτηση της αγωγής,  στη θέση της υπεισήλθαν και συνέχισαν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, (286α, 290 ΚΠολΔ), οι ήδη εφεσίβλητοι – εκ διαθήκης κληρονόμοι της ως προς το ένδικο ακίνητο, κατά την επικαρπία και την ψιλή κυριότητα αντίστοιχα,  δηλαδή η θυγατέρα της …….. και η θυγατέρα αυτής και εγγονή της αρχικώς ενάγουσας, ……., την οποία, λόγω της ανηλικότητάς της κατά το χρόνο συζήτησης, (γεν. 1.11.2000), εκπροσωπούν οι ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα – γονείς της …….. και ………….  Με την ως άνω αγωγή, η αρχικώς ενάγουσα ισχυριζόταν ότι : Δυνάμει του υπ΄αριθ. …../30.11.2009 προσυμφώνου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., που κατήρτισε με τον εναγόμενο – ήδη εκκαλούντα, ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να της πωλήσει ένα οικόπεδο στη θέση ….. του Δήμου Σαλαμίνας, επιφανείας περίπου 400 τμ με την εντός αυτού ισόγεια οικία επιφανείας 60 τμ, όπως ειδικότερα περιγράφονται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή,  με τους ειδικότερους όρους του προσυμφώνου, έναντι τιμήματος 120.000 €, εκ των οποίων κατά την ημέρα κατάρτισης του προσυμφώνου η ………. κατέβαλε το ποσό των 70.000 € με την αναφερόμενη στην αγωγή επιταγή και ποσό 10.000 € που του είχε προκαταβάλει σε προηγούμενο χρόνο. Ότι με το ως άνω προσύμφωνο συμφωνήθηκε ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτιζόταν εντός  3 μηνών από τη «χορήγηση οικοδομησιμότητας» ως προς το ανωτέρω ακίνητο και ότι τότε, ο μεν εναγόμενος θα είχε προβεί σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες ώστε να εκδοθεί «οικοδομησιμότητα» και να καταστεί δυνατή η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, η δε ……. θα του κατέβαλε το υπόλοιπο τίμημα των 40.000 €. Ότι επίσης συμφώνησαν ότι το παραπάνω ποσό των 80.000 € αποτελεί αρραβώνα, ο οποίος θα επιστρεφόταν διπλάσιος σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί «οικοδομησιμότητα». Ότι κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου, ο εναγόμενος αν και γνώριζε, απέκρυψε ότι το ακίνητο βαρυνόταν πριν από το χρόνο αυτόν με προσημείωση, υποθήκη και αναγκαστική κατάσχεση, όπως ειδικότερα στην αγωγή. Ότι επιπλέον, σε χρόνο μετά την κατάρτιση του προσυμφώνου  και ενώ ο εναγόμενος δεν είχε προβεί στις υποσχεθείσες με το προσύμφωνο προπαρασκευαστικές ενέργειες λήψης «οικοδομησιμότητας», ενεγράφησαν δύο προσημειώσεις και στις 16.7.2010, αναγκαστική κατάσχεση.  Ότι έκτοτε και στις διαμαρτυρίες της …….., ο εναγόμενος αρνείτο κάθε υπαιτιότητά του και ζητούσε από αυτήν την καταβολή ποσού 25.000 €, ώστε να άρει την αναγκαστική κατάσχεση, ενώ υπεξήρεσε το ποσό του αρραβώνα, (80.000 €) και δεν έχει επιστρέψει αυτόν διπλάσιο, σύμφωνα με την περιληφθείσα στο προσύμφωνο σχετική σύμβαση. Με βάση τ΄ανωτέρω, η ……… ζητούσε, όπως το αγωγικό αίτημα παραδεκτά περιορίστηκε σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η οποία επαναλήφθηκε στις κατατεθείσες προτάσεις,  όπως αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει α) το ποσό των 80.000 € που του είχε προκαταβάλει, β) το ποσό του αρραβώνα από 80.000 € και γ) τα έξοδα σύνταξης του προσυμφώνου από 1.261,5 €, ήτοι συνολικά 161.261,5 € για θετική της ζημία και ποσό 50.000 € για ηθική της βλάβη και τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να του επιβληθεί η δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στους κληρονόμους της ενάγουσας που επαναλαμβάνουν εκουσίως τη δίκη στη θέση της αρχικώς ενάγουσας, το ποσό των 163.261,5 € νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του και ζητεί όπως, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική του δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι αυτοτελής και αυθύπαρκτη σύμβαση, με την οποία οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να καταρτίσουν στο μέλλον άλλη ορισμένη σύμβαση και υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για την κύρια σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Αποτελεί δηλαδή ενοχική υποσχετική σύμβαση. Η κύρια υποχρέωση που παράγεται από το προσύμφωνο είναι η υποχρέωση των μερών να συμπράξουν για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, που σκοπείται με το προσύμφωνο. Στο αποτέλεσμα αυτό αποβλέπουν τα μέρη, δηλαδή στην εκπλήρωση του περιεχομένου του προσυμφώνου. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως επιφέρει την απόσβεση της ενοχής από το προσύμφωνο. Γι` αυτό το λόγο η εκπλήρωση της ενοχής σε ορισμένο χρονικό σημείο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ενδιαφέρον ζήτημα γεννάται σε σχέση με τη σημασία, η οποία πρέπει να προσδοθεί στην άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας προς σύναψη της οριστικής συμβάσεως είτε από το ένα είτε από αμφότερα τα συμβληθέντα μέρη στο προσύμφωνο. Στο θέμα αυτό προέχουσα σημασία έχει η βούληση προς τούτο των συμβαλλομένων μερών. Κατ` αρχήν αυτή η προθεσμία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, έχει απλώς το χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής των συμβληθέντων, οπότε η άπρακτη πάροδος αυτής, δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου. Και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής και μέχρι να συμπληρωθεί η εικοσαετής παραγραφή, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής σύμβασης. Οι συμβαλλόμενοι όμως, μπορούν να ορίσουν ρητά ή σιωπηρά ότι η άπρακτη πάροδος της παραπάνω προθεσμίας, ανεξάρτητα από το λόγο που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση καταρτίσεως της οριστικής συμβάσεως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προθεσμία λειτουργεί ως διαλυτική (ΑΚ 210). Η πρακτική σημασία του καθορισμού του χρόνου σύναψης της οριστικής σύμβασης, ο οποίος μπορεί να ορίζεται ρητά ή να προκύπτει σιωπηρά, συνίσταται στο ότι  από το χρονικό εκείνο σημείο η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη. Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το χρόνο κατάπτωσης του αρραβώνα, το κενό αυτό αναπληρώνεται με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 405 ΑΚ περί ποινικής ρήτρας, σύμφωνα με το οποίο η κατάπτωση επέρχεται από την αδυναμία κατά το χρόνο εκπλήρωσης ή μετά από αυτόν, ή από την υπερημερία του οφειλέτη, (ΕφΑθ 1704/2008, ΕφΠατρ 867/2007, ΕφΑθ 4273/2005, ΕφΠειρ 106/1998, ΕφΑθ 12580/1990, ΝΟΜΟΣ), εκτός αν ο δανειστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, οπότε αναιρείται εξ υπαρχής ο ενοχικός δεσμός των μερών από το προσύμφωνο και οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους, όπως και αυτή από τον αρραβώνα.

Περαιτέρω, οι περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων διατάξεις του ΑΚ, κατ` αναλογία, εφαρμόζονται και στο προσύμφωνο, που όπως ήδη έχει αναφερθεί αποτελεί καταρτισμένη αυτοτελή αμφοτεροβαρή σύμβαση, αφού δεν υπάρχει αντίθετη προς τούτο διάταξη (ΑΠ 249/2009, ΑΠ 152/2001, ΕφΑθ 399/2012, ΕφΠατρών 542/2007, ΕφΑθ 224/2007, “Νόμος”, ΕφΠειρ 106/1998 Δ/νη 1999, 429). Επί προσυμφώνου, ως παροχή θεωρείται η σύμπραξη για τη σύναψη της οριστικής συμβάσεως, η οποία αποτελεί κατά κυριολεξία την οφειλόμενη παροχή από το προσύμφωνο (ΕφΑΘ 2969/1998 Αρμ ΝΓ,657).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 του ΑΚ προκύπτει ότι ο αρραβώνας που δίνεται κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, όπως και αυτός που δίνεται προς εξασφάλιση προσυμφώνου, καθώς το προσύμφωνο είναι υπό την ανωτέρω έννοια τέλεια σύμβαση και γεννά τέλεια ενοχή, (ΑΠ 1500/2008, ΕφΠειρ 472/2011 – “Νόμος”, ΕφΑθ 1192/2009, ΕφΑθ 8528/2005, “Νόμος”, ΕφΑθ 3885/2008 ΕλλΔ 2008. 1476, ΕφΑθ 1981/2007 “Νόμος”), μπορεί ανάλογα με το επιδιωκόμενο από τα μέρη με τη σύμβαση σκοπό, είτε να είναι επιβεβαιωτικός της κατάρτισης της συμβάσεως, είτε να έχει την έννοια του επιτιμίου μεταμέλειας, που παρέχει στο συμβαλλόμενο ή στους συμβαλλομένους δικαίωμα να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντάς τον διπλάσιο, είτε να έχει την έννοια της ποινής και να δίνεται για να λειτουργήσει σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της συμβάσεως κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν της ποινικής ρήτρας. Ο αρραβώνας μεταμέλειας, αυτός δηλαδή που δίνεται με τη συμφωνία ότι αυτός που δίνει ή αυτός που τον λαμβάνει μπορούν να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντας τον διπλάσιο, είναι διαφορετικός από τον επιβεβαιωτικό, διότι ο τελευταίος δίνεται προς ενίσχυση της συμβάσεως, ενώ ο πρώτος (μεταμέλειας) προς εξασθένηση και ανατροπή της τετελεσμένης συμβάσεως, γι` αυτό και απαιτείται για τον χαρακτηρισμό αυτού ως αρραβώνα μεταμέλειας να έχει συμφωνηθεί ρητά ή να συνάγεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να έχουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντας αυτόν διπλάσιο (ΑΠ 297/2016, βλ. Ι. Σόντη στην ΕρμΑΚ, άρθρο 402, σελ. 588, αριθμό 30 και Ταμπάκη, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 402, αριθ. 7,8 και 9). Είναι δηλαδή ο αρραβώνας επιτίμιο μεταμελείας (άρθρο 398 ΑΚ), αν οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να έχουν τη διαζευκτική ευχέρεια της εκτελέσεως της συμβάσεως ή της υπαναχωρήσεως από αυτή, η άσκηση του δικαιώματος της οποίας εξαρτάται από μόνη τη δήλωση του δικαιούχου και έχει ως συνέπεια την απώλεια του αρραβώνα ή την απόδοση του διπλασίου (ΑΠ 1339/2011, ΑΠ 2097/2009, 254/1997 , ΕφΛαρ. 325/2004, ΕφΠατρών 36/2001- “Νόμος”). Επίσης, ο αρραβώνας μπορεί να έχει την έννοια της ποινής, που λειτουργεί σε περίπτωση μη εκπλήρωσης, ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης, κατά τρόπο ανάλογο της ποινικής ρήτρας.

Επίσης, κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, το είδος του αρραβώνα εξαρτάται από τη βούληση των μερών. Ο δανειστής οφείλει με την αγωγή του να επικαλεσθεί, όπως και επί ποινικής ρήτρας, τη σύμβαση (κύρια και παρεπόμενη περί αρραβώνα), τις προϋποθέσεις υπερημερίας του οφειλέτη, όπως και τη μη εκπλήρωση ή τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, την οποία όμως (μη εκπλήρωση) δεν υποχρεούται να την αποδείξει, αλλά απόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει ότι εκπλήρωσε την παροχή ή ότι δεν έχει υπαιτιότητα για την καθυστέρηση ή ότι από αναίτια αδυναμία δεν μπορεί να εκπληρώσει την παροχή (ΕφΛαρ. 325/2004, ο.π). Με τη διάταξη του άρθρου 402 του ΑΚ τίθεται ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίο σε περίπτωση αμφιβολίας, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο αρραβώνας θεωρείται ότι δόθηκε προς κάλυψη της ζημιάς από τη μη εκτέλεση της συμβάσεως, δηλαδή θεωρείται αυτός μόνον ποινικός, που λειτουργεί σύμφωνα με άρθρο 403 του ΑΚ κατά τρόπο παρόμοιο προς τη λειτουργία της ποινικής ρήτρας. (ΑΠ 1339/2011, ΑΠ 2097/2009, 254/1997, ΕφΑθ 1704/2008 “Νόμος”, ΑΠ 1118/1993, Δνη 36.1047). Η περίπτωση του αρραβώνα μεταμελείας για μη καταρτισθείσα σύμβαση, ρυθμίζεται και αυτή από την ιδιαίτερη συμφωνία των μερών (αρθ 361 ΑΚ) σε συνδυασμό με τους κανόνες για τις αιρέσεις (αρθ. 201 επ ΑΚ) χωρίς να αποκλείεται και η αναλογική εφαρμογή των περί αρραβώνος διατάξεων του ΑΚ (ΑΠ 2097/2009, ΕφΑθ 2824/2008, ο.π . ΕφΑθ 7059/2004, Δ/νη 46,847). Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το χρόνο κατάπτωσης του αρραβώνα, το κενό αυτό αναπληρώνεται με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 405 ΑΚ περί ποινικής ρήτρας, σύμφωνα με το οποίο η κατάπτωση επέρχεται από την αδυναμία κατά το χρόνο εκπλήρωσης ή μετά από αυτόν, ή από την υπερημερία του οφειλέτη, (ΕφΑθ 1704/2008, ΕφΠατρ 867/2007, ΕφΑθ 4273/2005, ΕφΠειρ 106/1998, ΕφΑθ 12580/1990, ΝΟΜΟΣ), εκτός αν ο δανειστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, οπότε αναιρείται εξ υπαρχής ο ενοχικός δεσμός των μερών από το προσύμφωνο και οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους, όπως και αυτή από τον αρραβώνα.

Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 383, 387, 389 ΑΚ, συνάγεται ότι η δήλωση τη νόμιμης ή συμβατικής υπαναχώρησης, αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία με διαπλαστικό περιεχόμενο, απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο. Δεν υποβάλλεται σε τύπο κι δεν επιδέχεται αίρεση, μπορεί να γίνει ρητώς ή σιωπηρώς με πράξεις οι οποίες δηλώνουν αναμφισβητήτως και εμφανώς σκοπό υπαναχώρησης και έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχές οι οποίες πηγάζουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές τις οποίες έλαβαν κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, (ΑΠ 297/2016, 1759/2009, ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις που εξασφαλίστηκαν με αρραβώνα, ο αναίτιος μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, αν μεν είναι ο δότης του αρραβώνα δικαιούται να δηλώσει υπαναχώρηση, λαμβάνοντας εις διπλούν τον αρραβώνα, εάν δε είναι ο λήπτης του αρραβώνα, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, κρατώντας τον αρραβώνα. Και οι δύο αυτοί δεν αποκλείεται να ζητήσουν την αποκατάσταση κάθε περαιτέρω ζημίας, που θα μειώνεται όμως κατά το ποσό του αρραβώνα. Ετσι, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, η παρεπόμενη συνομολόγηση αρραβώνα, δεν απαλλάσσει τον υπαίτιο για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης και των λοιπών συνεπειών που καθορίζονται από τον ΑΚ για τέτοιον οφειλέτη και εκπίπτεται πάντοτε ο αρραβώνας, (ΕφΠειρ 472/2011, EφΛαρ 363/2002, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση τη ανωμοτί εξέτασης του εναγομένου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης  και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται αναφορά κατωτέρω,  δίχως να εξαιρείται κάποιο από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, όχι όμως και από την από 5.12.2011 επιστολή της Αρχιτέκτονος Μηχανικού …………., που αποτελεί μαρτυρία τρίτου η οποία δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις για την εξέταση μαρτύρων ή τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων και δεν λαμβάνεται καθόλου υπ΄όψιν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 624/2013, ΝΟΜΟΣ),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Δυνάμει του υπ΄αριθ. …./30.11.2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., η αποβιώσασα ενάγουσα κατήρτισε με τον εναγόμενο προσύμφωνο πώλησης, με το οποίο ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να τις πουλήσει ένα οικόπεδο ιδιοκτησίας του, εντός του εγκεκριμένου του Δήμου Σαλαμίνας, στη θέση ….. και στη διασταύρωση των οδών ….. και ………, επιφάνειας περίπου 400 τμ, με εντός αυτού ισόγεια οικία επιφάνειας 60 τμ. Δήλωσε δε στο ανώτερο προσύμφωνο, ότι το ανωτέρω ακίνητο με τα συστατικά και τα παραρτήματα του και με όλα τα δικαιώματα του προσωπικά και εμπράγματα και τις συναφείς αξιώσεις αγωγές και ενστάσεις του τα δικαιώματα για προστασία της νομής και την απόδοση μισθίου και χρήσης υπόσχεται και αναλαμβάνει την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη ή προσημείωση, κατάσχεση οποιασδήποτε φύσης, από προικώο και κληρονομικό δίκαιο και δουλειά οποιασδήποτε φύσης, ελεύθερο από φόρους ή τέλη, εκτός από τις εισφορές σε γη και χρήμα που θα βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την αγοράστρια, ελεύθερο κάθε δέσμευσης, ή υποχρέωσης, ή περιορισμού, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του νδ 1003/1971 περί ενεργού Πολεοδομίας, του ν. 651/1977 και του πδ 129/1982 και ελεύθερο φιλονικίας, διένεξης, αμφισβήτησης και διεκδίκησης και γενικά από κάθε νομικό ελάττωμα και δικαίωμα τρίτου. Το τίμημα αγοράς προσδιορίστηκε στο ποσό των 120.000 € και με την υπογραφή του προσυμφώνου η ενάγουσα κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 70.000 € με επιταγή της τράπεζας Millenium Βank, ήτοι την υπ΄αριθ. ………/30.11.2009 επιταγή, είχε δε καταβάλει και το ποσό των 10.000 €, σε χρόνο προγενέστερο της κατάρτισης του προσυμφώνου. Το υπόλοιπο ποσό των 40.000 €, συμφωνήθηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Αυτό δε, σύμφωνα με το σχετικό όρο του προσυμφώνου, … … … ” θα γίνει μετά τη χορήγηση οικοδομησιμότητας και εντός τριών μηνών από την έκδοση αυτής, υπό την οποία προϋπόθεση τελεί  η ισχύς του παρόντος, δηλαδή, σε περίπτωση μη χορήγησης οικοδομησιμότητας συμφωνείται μεταξύ των μερών ότι θα ακυρώνεται το παρόν προσύμφωνο και θα επιστρέφεται ο άνω αρραβώνας”. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι … … … ” σε περίπτωση μεταμέλειας του πωλητή, αυτός υποχρεούται να επιστρέψει στην αγοράστρια των ως άνω αρραβώνα στο διπλάσιο, καθώς και σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου για λόγους που αναφέρονται στο πρόσωπο του πωλητή, (μη έκδοση σχετικών πιστοποιητικών κλπ. δικαιολογητικών για την έγκυρη κατάρτιση του συμβολαίου), ή αλλιώς, κατ΄ επιλογή της η αγοράστρια θα μπορεί να υπογράψει το οριστικό συμβόλαιο παριστάμενοι και για αυτή την ίδια σαν αγοράστρια και σαν ειδική πληρεξούσια του πωλητή, σαν πωλήτρια με αυτοσύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα…”. Από την ανωτέρω διατύπωση προκύπτει ευθέως και χωρίς ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, γιατί οι σε αυτό περιεχόμενες δηλώσεις δεν είναι διφορούμενες αλλά σαφείς και αναμφίβολες και δεν παρουσιάζουν κενά, οι δε λέξεις από μόνες τους αποτυπώνουν ξεκάθαρα τη βούληση των δηλούντων, (ΑΠ 768/2008, 1299/2008, 1503/2005, ΝΟΜΟΣ), ότι με αυτό οι διάδικοι συμφώνησαν ότι, α) σε περίπτωση μεταμέλειας, (ενν. υπαναχώρησης), του εναγομένου πωλητή, αυτός θα είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τον αρραβώνα στο διπλάσιο στην αγοράστρια – αρχικώς ενάγουσα και β) ότι σε περίπτωση που ο πωλητής καταστεί υπαίτιος για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, λόγω μη έκδοσης των απαραίτητων πιστοποιητικών κλπ. δικαιολογητικών και πάλι  αυτός θα είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τον αρραβώνα στο διπλάσιο στην αγοράστρια. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, τα μέρη συνέστησαν κατά τη βούλησή τους,  εγκύρως, διττή παρεπόμενη αρραβωνική σύμβαση, αφ΄ενός μεν για να ενεργήσει ο αρραβώνας ως επιτίμιο μεταμελείας με σκοπό την εξασφάλιση της κατάρτισης της οριστικής σύμβασης πώλησης, αφ΄ετέρου δε για να ενεργήσει ο αρραβώνας ως ποινική ρήτρα, για την περίπτωση υπαίτιας μη εκπλήρωσης ή μη εκπλήρωσης της σύμβασης εκ μέρους του πωλητή της σύμβασης, αντίστοιχα, με απώτερο σκοπό, η ματαίωση της σύμβασης εξαιτίας συμβατικής υπαναχώρησης ή υπαίτιας μη εκπλήρωσης (ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης) της σύμβασης, να αποτελούσε την αίρεση κατάπτωσης του αρραβώνα, οπότε και μόνο θα διατηρούσε αυτός το χαρακτήρα του ως επιτιμίου μεταμελείας ή ποινικής ρήτρας, καθόσον στην περίπτωση κατάρτισης οριστικής σύμβασης, το ποσό του αρραβώνα θα λειτουργούσε ως προκαταβολή και θα αφαιρούνταν από το τίμημα.  Περαιτέρω, ο  εναγόμενος παρέδωσε στην αποβιώσασα τα κλειδιά της οικίας στην οποία εκείνη εγκαταστάθηκε στηριζόμενες στις διαβεβαιώσεις του εναγομένου ότι το ακίνητο θα νομιμοποιούνταν σύντομα και σε λίγες μέρες θα περιέρχονταν σε εκείνη κατά πλήρη κυριότητα. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος “χορήγηση οικοδομησιμότητας” που αναφέρεται στο προσύμφωνο, αφορά στην έλλειψη οικοδομικής άδειας του πρώτου ορόφου της ως άνω οικίας, επιφάνειας 55,2 τμ, που είχε παράνομα ανεγερθεί στην παραπάνω οικοδομή με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να μεταβιβαστεί αν δεν γινόταν πρώτα η νομιμοποίηση της εν λόγω αυθαίρετης κατασκευής. Για το λόγο αυτόν  στο προσύμφωνο δεν αναφερόταν ο αυθαίρετα ανεγερθείς πρώτος όροφος, το δε πραγματικό αυτό το ελάττωμα είχε γνωστοποιηθεί στην αποβιώσει η αγοράστρια η οποία το είχε αποδεχτεί προσωρινά, ενόψει της διαβεβαίωσης του εναγομένου σύμφωνα με την εκ των υστέρων νομιμοποίησή του. Ωστόσο, ο εναγόμενος δεν ολοκλήρωσε τις διαδικασίες άρσης του ελαττώματος από αποκλειστική υπαιτιότητα του, καθώς δεν είχε εξοφλήσει το απαιτούμενο ποσό για τη νομιμοποίηση της ανωτέρω οικίας, παρά το γεγονός ότι είχε λάβει από την αγοράστρια το εξαιρετικά μεγάλο ποσό των 80.000 €, (βλ. την υπ΄αριθ. 137147 δήλωση ένταξης ακινήτου στις ρυθμίσεις του ν. 4014/2011, από την οποία προκύπτει ότι υπάρχουν ανεξόφλητες δόσεις, ενώ ο εναγόμενος – εκκαλών, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό εξόφλησης αυτών), ούτε άλλωστε προκύπτει ότι κατέβαλε το ποσό αυτό μέχρι σήμερα. Εξάλλου, το μήνα Ιούλιο του 2010, έλαβε χώρα αναγκαστική κατάσχεση της ανωτέρω οικίας, (βλ. υπ΄αριθ. …../14.7.2010 κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …….., για απαίτηση 84.986 € σε βάρος του εναγομένου και υπέρ της εταιρείας “………”, σύμφωνα δε με την υπ΄αριθ. ……/ 14.7.2010 περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, ορίστηκε ως ημέρα διενέργειας πλειστηριασμού του ακινήτου, η 29.9.2010, με εκτιμώμενη αξία αυτού το ποσό των 70.000 €. Ενόψει της εξέλιξης αυτής, η αποβιώσασα αγοράστρια θορυβήθηκε και απευθύνθηκε σε δικηγόρο προκειμένου να ελέγξει τους τίτλους της οικίας στο κτηματολογικό γραφείο και στο υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, εκ του οποίου πληροφορήθηκε για πρώτη φορά, ότι σε βάρος του ακινήτου υπήρχαν οι εγγεγραμμένες εμπράγματες ασφάλειες και ειδικότερα : 1) Η από 8.3.1998, στον τόμο … με αριθμό …,  προσημείωση υποθήκης κατά του εναγομένου και υπέρ της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, δυνάμει της υπ΄αριθ. 3237/1988 απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ποσό 5.000.000 δρχ., 2) η από 5.11.1992, στον τόμο …. με αριθμό …., υποθήκη κατά του εναγομένου και υπέρ του ελληνικού δημοσίου, δυνάμει του υπ΄αριθ. …/1992 εγγράφου του ΣΤ Ταμείου Αθηνών, για ποσό 18.078.311 δρχ. και 3) η από 5.11.1992, στον τόμο … με αριθμό …, αναγκαστική κατάσχεση κατά του εναγομένου και υπέρ του  ΣΤ Ταμείου Αθηνών, δυνάμει της υπ΄αριθ. …./1992 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης  του δικαστικού επιμελητή ….., για ποσό 18.078.311 δρχ. Επιπλέον, ενεγράφησαν μετά την κατάρτιση του προσυμφώνου : 4) Η, με αριθμό καταχώρησης …./12.5.2010, προσημείωση υποθήκης, για ποσό 8.500 €, εκδοθείσα βάσει της υπ΄αριθ. …./26.3.2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά του εναγομένου και υπέρ της εταιρίας “. ………”, 5)  Η, με αριθμό καταχώρησης …/14.7.2010, προσημείωση υποθήκης, για ποσό 100.000 €, κατά του εναγομένου και υπέρ της εταιρίας “…….”,και 6) Η, με αριθμό καταχώρησης …/16.7.2010, αναγκαστική κατάσχεση, σύμφωνα με την παραπάνω κατασχετήρια έκθεση με αριθμό …./14.7.2010, για ποσό 84.986 €, κατά του εναγομένου και υπέρ της εταιρίας “……”, (της οποίας η αποβιώσασα έλαβε γνώση αυθημερόν, ως άνω). Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ως προς την  υπό στοιχ. 1 ως άνω προσημείωση υποθήκης, για ποσό 5.000.000 δρχ., η …. Τράπεζα δηλώνει ότι δεν έχει πλέον απαίτηση εναντίον του εναγομένου, (βλ. σχετική βεβαίωση υπ΄αριθ. …./8.10.2008 της …. Τράπεζας), χωρίς όμως να προκύπτει ότι έχει αρθεί η προσημείωση μέχρι σήμερα.  Επίσης, από τα υπ΄αριθ. … και …. έγγραφα της ΣΤ ΔΟΥ Αθηνών, προκύπτει ότι το χρέος των 18.078.311 δρχ. έχει τακτοποιηθεί και η ανωτέρω Υπηρεσία δηλώνει ότι αίρει την κατάσχεση και συναινεί στην εξάλειψη της υποθήκης που ενεγράφη για την εξασφάλιση αυτής, χωρίς και πάλι να προκύπτει η, με ενέργειες του εναγομένου άρση των σχετικών με τις ασφάλειες αυτές, εγγραφών. Ακόμη, από την από 5.12.2011 «βεβαίωση εξόφλησης οφειλής» που υπογράφεται από τη νόμιμη εκπρόσωπο της εταιρίας «………», προκύπτει ότι από τις 5.10.2010, ο εναγόμενος εξόφλησε την προς την εταιρία αυτή οφειλή του, ποσού 7.500 €, στην οποία αφορά η υπό στοιχ. 4 ως άνω καταχώρηση, χωρίς και πάλι να προκύπτει η, με ενέργειες του εναγομένου,  εξάλειψη της σχετικής ως άνω προσημείωσης.  Επίσης, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο εναγόμενος έχει εξοφλήσει τα υπόλοιπα από τα παραπάνω χρέη του, υπό στοιχ. 5 και 6 ως άνω, ή έχει κάνει ενέργειες για την εξάλειψη και άρση των ανωτέρω ασφαλειών και βαρών επί του ενδίκου ακινήτου μέχρι και σήμερα. Αντίθετα, ο εναγόμενος συνομολόγησε ότι αδυνατεί να καταβάλει τα ανωτέρω χρέη, ιδίως δε να άρει τις συνέπειες της ανωτέρω υπό στοιχ. 6 κατάσχεσης, για την οποία ζήτησε από την αποβιώσασα αλλά και από τους συνεχίζοντες τη δίκη κληρονόμους της το ποσό των 40.000 € που υπολειπόταν ως τίμημα βάσει  του προσυμφώνου, ισχυριζόμενος ότι με το ποσό αυτό θα καλύψει το χρέος που αφορά στην αναγκαστική κατάσχεση, (ποσού 84.986 €), μετά από συνεννόηση με το δανειστή. Σημειωτέον δε ότι τέτοια συνεννόηση με το δανειστή του εναγομένου ουδόλως αποδείχτηκε. η οποία πάντως δεν αποδείχθηκε. Σε κάθε περίπτωση, η αποβιώσασα δεν είχε υποχρέωση να του καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος (40.000 €), πριν συνταχθεί το οριστικό συμβόλαιο, κατά το οποίο το ακίνητο θα της παραδιδόταν ελεύθερο από κάθε χρέος, βάρος κατάσχεση, κλπ., ως άνω. Η υπαιτιότητα του εναγομένου δεν αίρεται από τη μη ανταπόκριση της αποβιώσασας αγοράστριας και των κληρονόμων αυτής και ήδη διαδίκων στο ανωτέρω αίτημα του εναγομένου το οποίο δεν στηρίζεται ούτε στο νόμο, ούτε στη συμφωνία τους, την οποία αυτός δεν τήρησε. Ήδη δε οι οφειλές του ανέρχονται σε ποσό άνω των 1.000.000 €, (βλ. σχετικά υπ΄αριθ. 5373/2017 απόφαση Ειρηνοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε αίτησή του για διευθέτηση των οφειλών του λόγω υπερχρέωσης). Εξάλλου, όπως συνομολογεί και ο εναγόμενος, δεν αποδείχθηκε ότι έχει εξοφλήσει το ποσό (πρόστιμο) που απαιτείται για τη νομιμοποίηση του ακινήτου, δηλαδή δεν έχει αρθεί, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά ούτε και σήμερα,  ούτε το πραγματικό ελάττωμα που περιγράφεται στο ως άνω προσύμφωνο ως «άρση οικοδομησιμότητας» και το οποίο αποτελούσε το περιεχόμενο της αναβλητικής αίρεσης του προσυμφώνου, επίσης δε κατέστη αδύνατη η μεταβίβαση του ακινήτου λόγω της αναγκαστικής κατάσχεσης, (958 παρ. 1 ΚΠολΔ). Έτσι και εάν ακόμη υποτεθεί ότι, ακόμη και μετά την άσκηση αγωγής εκ μέρους της αγοράστριας με την οποία αυτή υπαναχώρησε αναιτίως από τη σύμβαση και ζήτησε τις εκ του προσυμφώνου αξιώσεις της,  υπάρχει προθεσμία εκπλήρωσης και δεν έχει συμπληρωθεί η παραγραφή και ο εναγόμενος μπορεί ακόμη να εκπληρώσει την κύρια σύμβαση, η οριστική μεταβίβαση του ακινήτου, έχει καταστεί αδύνατη λόγω της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης. Τα παραπάνω οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, ο οποίος δεν φρόντισε να ολοκληρώσει τη διαδικασία νομιμοποίησης του ακινήτου καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό για πολεοδομικά πρόστιμα, κλπ., μέχρι σήμερα και πάντως, σε εύλογο χρόνο από την κατάρτιση του προσυμφώνου, (ΑΚ 288), δεδομένου ότι η αγοράστρια έπασχε από ανίατη νόσο (από την οποία και αποβίωσε στις 3.4.2011), γεγονός που ήταν γνωστό στον εναγόμενο, δεν είχε δε υποχρέωση να αναμένει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτού στο διηνεκές, αλλά σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ΄όψιν και τα συναλλακτικά ήθη, εν όψει της προσωπικής τα κατάστασης και του γεγονότος ότι κατέβαλε το ανωτέρω ποσό των 80.000 €, κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου, με την αντίστοιχη εκ του προσυμφώνου υποχρέωση υποχρέωση του εναγομένου, παράλληλα δε ο εναγόμενος, περιήλθε σε αδυναμία παροχής, τόσο αρχική, εφόσον, κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου γνώριζε την ύπαρξη των προαναφερθεισών υπό στοιχ. 1, 2 και 3 προσημείωσης, υποθήκης και αναγκαστικής κατάσχεσης τις οποίες δεν είχε φροντίσει να εξαλειφθούν και να αρθούν και έτσι να διαγραφούν, απέκρυψε δε την ύπαρξή τους από την αντισυμβαλλομένη αγοράστρια, όσο και επιγενόμενης, η οποία προήλθε ιδίως από την αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε στο ακίνητο μετά την κατάρτιση του προσυμφώνου, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι ήρθη μέχρι σήμερα, ματαιώνοντας έτσι, οριστικά, τη μεταβίβαση του ακινήτου, όπως είχε συμφωνηθεί με το προσύμφωνο, «ελευθέρου από κάθε βάρος χρέος, υποθήκη, προσημείωση ή κατάσχεση … … … και γενικά ελεύθερο από κάθε νομικό ελάττωμα ή δικαίωμα τρίτου». Έτσι, ο εναγόμενος κατέστη υπαίτιος για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης έναντι της αγοράστριας, η οποία εν όψει των ανωτέρω, άσκησε την κρινόμενη αγωγή, υπαναχωρώντας από τη μεταξύ τους σύμβαση, χωρίς δική της υπαιτιότητα, εν όψει του χρόνου που διήλθε από την κατάρτιση του προσυμφώνου (30.11.2009), μέχρι την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης (14.7.2010) και δη παρουσία της, η οποία ευλόγως θορυβήθηκε και απευθύνθηκε σε δικηγόρο, ασκώντας την κρινόμενη αγωγή. Συνεπώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κατάπτωση του ποινικού αρραβώνα σε βάρος του εναγομένου, σύμφωνα με το ως άνω προσύμφωνο και οφείλει να αποδώσει το δοθέν σε αυτόν ποσό των 80.000 €  και μάλιστα στο διπλάσιο, ως αρραβώνα. Κατ΄ακολουθίαν δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επεδίκασε το ποσό των 160.000 € (80.000 € στο διπλάσιο), απορριπτομένων των αντιστοίχων λόγων έφεσης ως ουσιαστικά αβασίμων, ήτοι των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου και 6ου λόγων της κρινόμενη έφεσης. Περαιτέρω,  ως ουσιαστικά αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο 7ος λόγος της έφεσης, καθώς, όπως προκύπτει από ιστορικό της αγωγής, ζητείται το συνολικό ποσό των 211.261,5 €, αναλύεται δε κάθε επιμέρους κονδύλιο ανάλογα με την αιτία του, ήτοι 80.000 € ως καταβληθέν ποσό, 80.000 € ως αρραβώνας, 1261,5 € ως έξοδα σύνταξης προσυμφώνου και 50.000 € ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, ανεξαρτήτως του προφανώς εκ παραδρομής αναφερομένου στο αιτητικό αυτής ως συνολικού ποσού των 201.261,5 €, του δικογράφου συνολικά εκτιμωμένου. Επίσης, ως ουσιαστικά αβάσιμος πρέπει ν΄απορριφθεί και ο 8ος λόγος της έφεσης, διότι στις από 17.2.2015 έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας – αρχικής διαδίκου, (σελ. 10 στιχ. 12, 15 και 19 του αιτητικού) αναφέρεται ότι το αιτούμενο ποσό, μετά τη μετατροπή του σε αναγνωριστικό ζητείται νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής).  Ωστόσο, το ποσό των 1.261,5 €, το οποίο κατά την αγωγή αντιστοιχεί στα έξοδα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου και αποτελεί θετική ζημία της αγοράστριας η οποία το κατέβαλε, δεν υπερβαίνει το ποσό του αρραβώνα, αλλά καλύπτεται από αυτόν και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας και δεν είναι αυτοτελώς αποδοτέο. Συνεπώς έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο επιδίκασε το ανωτέρω ποσό ως αποζημίωση στην ενάγουσα. Τέλος, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος της αγοράστριας – αρχικώς ενάγουσας, τα αδικήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης, εν όψει του ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου δεν υποσχέθηκε αυτό ελεύθερο βαρών, κλπ., ή ότι αθεμίτως απέκρυψε ή παρασιώπησε την κακή οικονομική του κατάσταση, από την αγοράστρια, αφ΄ετέρου δε δεν αποδείχτηκε ότι η αγοράστρια είχε ζητήσει την απόδοση του ποσού των 80.000 € πριν από την άσκηση της αγωγής, (αλλά μόνο με αυτήν), ούτε αποδείχτηκε η πρόθεσή του εναγομένου να ιδιοποιηθεί παράνομα το ανωτέρω ποσό. Έσφαλε συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο περί την εκτίμηση των αποδείξεων και επεδίκασε το  ποσό των 2.000 € ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της αγοράστριας. Συνακόλουθα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τον 9ο λόγο της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα κεφάλαια της ζημίας και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που αφορούν στα επιδικασθέντα κονδύλια των 1.261,5 € και 2.000 € αντίστοιχα  και τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων, να κρατηθεί η αγωγή και να δικαστεί κατ΄ουσίαν από το παρόν δικαστήριο ως προς αυτά τα κεφάλαια, τα οποία πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Για την ενότητα όμως της εκτέλεσης πρέπει να επαναδιατυπωθεί το διατακτικό, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στις προαναφερθείσες κληρονόμους της ενάγουσας – αρχικής διαδίκου, το ποσό των 160.000 € και δη νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, όπως ορίζεται ειδικότερα στο  διατακτικό. Τέλος, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των κληρονόμων της αρχικής ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, (178,183 και 191 παρ. 2  ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να επιστραφεί το, αναφερόμενο στην  αρχή της παρούσας,  (υπ΄αριθ. ……….), παράβολο έφεσης, στον εκκαλούντα, (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 30.6.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. …./372) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 2755/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία διορθώθηκε με την υ΄αριθ. 4171/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς τα κεφάλαια που αφορούν στη θετική ζημία και στη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας.

Κρατεί και δικάζει την από 16.9.2010, (υπ΄ αριθ. κατάθ. …../2010) αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στις εκ διαθήκης κληρονόμους της αρχικής ενάγουσας ………, ……. και …….. , το ποσό των εκατόν εξήντα χιλιάδων ευρώ (160.000 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου, μέρος της  δικαστικής δαπάνης των  εκ διαθήκης κληρονόμους της αρχικής ενάγουσας ………, ……… και ………. αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   15 Ιουνίου 2019.

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   26 Αυγούστου 2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Γεωργία Λάμπρου,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ