Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 478/2019

Αριθμός    478 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ελένη Κούφη,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο,  Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα,  E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 2, 242 παρ. 2, 741, 745 και 759 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Όταν δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο διάδικος που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάστηκε στη συζήτηση, δικάζεται ερήμην (ΕφΘεσ 2675/2018, ΕφΠειρ 284/2017, ΕΑ 2495/2017, ΕΑ 11/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, η  κρινόμενη έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά των εφεσιβλήτων-καθ ων η ανακοπή και κατά της υπ` αριθμό 4274/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την εκούσια δικαιοδοσία,  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα,  (άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1 εδ. α` περ. β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1 και 532 ΚΠολΔ), εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση  σ αυτούς της εκκαλουμένης απόφασης χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, αφού οι εκκαλούντες  δεν υποχρεούνται στην καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 1 του ν.δ. από 26.6/10.7.1944 και την αναλογικώς εφαρμοζόμενη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, διάταξη του άρθρου 30 ν.δ. 22.4/16.5.1926  (βλ.και  ΕΑ 2280/2016, δημοσιευμένη στη Νόμος). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ερήμην, όμως,  της τρίτης των εφεσιβλήτων, η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παρότι κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τούτο (βλ. την υπ’αριθμ. …./10.12.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….) αλλά και του 4ου των εφεσιβλήτων, νπδδ με την επωνυμία  ΕΦΚΑ, πρώην ΙΚΑ, το οποίο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο δεν παραστάθηκε προσηκόντως, καθόσον δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, εκπροσωπούμενο από την πληρεξούσια δικηγόρο του, αλλά στις 6.3.2019 προκατέθεσε η τελευταία προτάσεις καθώς και δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά τη συζήτηση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ,  που, σύμφωνα, όμως,  με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, δεν επιτρέπεται, αφού η προκείμενη υπόθεση εκδικάζεται κατά τη  διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Συνεπώς, και το ως άνω εφεσίβλητο το οποίο  κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως με την επίδοση ακριβούς αντιγράφου της έφεσης και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (βλ. την υπ` αριθ…../10.12.2018 έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) θα δικαστεί, κατά τα προαναφερόμενα,  ερήμην. Ωστόσο, το Δικαστήριο, παρά την ερημοδικία των ως άνω εφεσιβλήτων,  θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4  και  754 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Με την ένδικη  από 12.10.2017  και με αριθμό καταθέσεως ……/2017 ανακοπή τους που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζήτησαν  για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, ο προσβαλλόμενος από 15.6.2017 πίνακας διανομής  της πρώτης των καθ ων η ανακοπή-πρώτης εφεσίβλητης, συνδίκου της πτώχευσης της ………., ώστε να αποβληθούν απ αυτόν οι καθ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητοι και να καταταγεί προνομιακά το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, δια των Προ’ι’σταμένων των ΔΟΥ Ε Πειραιά και Κορίνθου, στο συνολικό ποσό των 78.285,42 ευρώ, που προέκυψε από την εκκαθάριση του ενεργητικού της πτώχευσης, αντί του ποσού των 76.785,42 ευρώ που εσφαλμένα διαλαμβάνει ο προσβαλλόμενος πίνακας. Ζητούσαν, επίσης, να διαταχθεί η άμεση εκτέλεση του πίνακα διανομής έτσι ώστε να αποδοθεί άμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως τελεσιδικίας του πίνακα, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ.3 ΚΕΔΕ και να καταδικασθούν οι καθ ων η ανακοπή στη δικαστική τους δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφασή του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την ένδικη ανακοπή.   Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται με την παρούσα έφεσή τους οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες  για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων  από το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ένδικης ανακοπής τους ως βάσιμης και στην ουσία της.

Ι.  Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 58 παρ.3 του ΚΕΔΕ «. Εάν ησκηθή ανακοπή παρά τινος των δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν δύναται να προβή εις καταβολήν προς τους δανειστάς των οποίων η κατάταξις προσβάλλεται διά της Ανακοπής. Κατ` εξαίρεση, αν δικαιούχος των αμφισβητούμενων απαιτήσεων είναι το Δημόσιο, καταβάλλεται αμέσως το σύνολο της καταταγείσης απαίτησής του, η οποία επιστρέφεται ατόκως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μέσα σε δύο μήνες από την επίδοση στη Δ.Ο.Υ. της τελεσίδικης απόφασης που απέβαλε από τον πίνακα την εισπραχθείσα απαίτηση του Δημοσίου. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στους πίνακες κατάταξης δανειστών, που συντάχθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της. Ο χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της επαναβεβαίωσης της αποβληθείσης απαίτησης του Δημοσίου δεν προσμετράται στην προθεσμία παραγραφής της. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται, αναλόγως, και στις πτωχευτικές διανομές, καθώς και σε κάθε άλλη διαδικασία κατάταξης δανειστών, ανεξάρτητα από τις διατάξεις που τη διέπουν.

ΙΙ. Εξάλλου, με τις ακόλουθες διατάξεις του Ν. 3588/2007 – ΠτΚ (οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180, 181 και 182 παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται στις διαδικασίες που άρχισαν μετά την ως άνω θέση σε ισχύ του Πτωχευτικού Κώδικα – ΑΠ 1508/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος), ορίζονται τα ακόλουθα: Με το άρθρο 153 ότι: «1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος, καθώς και κάθε ποσού που εισέπραξε κατά οποιονδήποτε τρόπο για λογαριασμό της πτωχεύσεως. Ο Πίνακας συντάσσεται με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις, σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα. Με άδεια του εισηγητή μπορεί ο σύνδικος να προβεί και σε προσωρινές διανομές. 2. Ο Πίνακας διανομής υποβάλλεται στον εισηγητή, ο οποίος τον κηρύσσει εκτελεστό και τοιχοκολλάται στα γραφεία του. Ανακοίνωση περί της σύνταξης του πίνακα διανομής δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών …..», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 154, που επιγράφεται «Γενικά προνόμια» «Μετά από την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του συνδίκου και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά………….»:  Ως εκ τούτου από τις ήδη αναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι: α) ο σύνδικος συντάσσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος, καθώς και κάθε ποσού που εισέπραξε κατά οποιονδήποτε τρόπο για λογαριασμό της πτωχεύσεως, με βάση τις επαληθευθείσες, κατά την πτωχευτική διαδικασία, απαιτήσεις, δυνάμενος να προβεί και σε προσωρινές διανομές, β) ο πίνακας διανομής υποβάλλεται στον εισηγητή, ο οποίος τον κηρύσσει εκτελεστό και γ) γίνεται από τον σύνδικο η αφαίρεση όλων των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του συνδίκου και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων. Η εν λόγω προαφαίρεση εξόδων μπορεί να αφορά και μελλοντικά έξοδα, που αναμένεται βασίμως να πραγματοποιηθούν κατά την εξέλιξη της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται ότι θα συνεχιστεί, είτε λόγω της προσωρινής συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πτωχού, είτε λόγω της ύπαρξης και άλλης πτωχευτικής περιουσίας που θα εκποιηθεί, είτε λόγω ύπαρξης απαιτήσεων του πτωχού κατά οφειλετών του και διεκδίκησης αυτών, αφού και στις τρεις περιπτώσεις είναι βέβαιο ότι συνεχιζόμενη η διαδικασία της πτώχευσης θα επιβαρυνθεί με έξοδα. Η αναφορά τους στον πίνακα διανομής δεν είναι αναγκαίο να διέπεται από πλήρη εξειδίκευση, η οποία, επί μελλοντικών εξόδων, δεν είναι και εκ των πραγμάτων δυνατή, αλλά αρκεί η αναφορά των ποσών και της αιτίας αυτών και εάν μεν η προαφαίρεση αφορά ήδη πραγματοποιηθέντα έξοδα εναπόκειται στον σύνδικο να εξειδικεύσει τα αντίστοιχα προαφαιρούμενα κονδύλια με την προσκόμιση των σχετικών δικαιολογητικών,  αν δε αφορούν μελλοντικά έξοδα θα πρέπει να αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, η συνδρομή των ανωτέρω συνθηκών (όλων ή ορισμένων εξ αυτών), έτσι ώστε να δύναται να κριθεί δικαιολογημένη, ανάλογη των αναγκών της συγκεκριμένης πτώχευσης και μη υπερβολική η προσβαλλόμενη προαφαίρεση (ΕφΘεσ 1024/2018, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΙΙΙ. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο με το άρθρο 161 παρ. 1 του ΠτΚ, ως η  παρ.1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 15 του  Ν.4446/2016 ( ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) «1. Εντός δέκα (10) ημερών από την επομένη της τελευταίας χρονολογικά δημοσίευσης του άρθρου 153 παράγραφος 2, οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει κατά του πίνακα διανομής ανακοπή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου για λόγους που αναφέρονται στην κατάταξη των πιστωτών. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και κατά των πιστωτών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας». Οι νόμοι δε που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ. σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (Ολ. ΑΠ 21/1994, ΕλλΔ/νη 36.  574, ΑΠ 724/2017, ΑΠ 1625/2008, ΑΠ 1340/2004, ΕφΘεσ 29/2019, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΘεσ 1024/2018, όπ.α, ΕφΑθ 2280/2016, δημοσιευμένη στη Νόμος).

  1. Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745, 751 ΚΠολΔ ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων και ο οποίος επιβάλλει την ενεργό συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, παρέχει στο δικαστήριο, κατ` απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ τη δυνατότητα συμπλήρωσης των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ με τις προτάσεις, αλλά και την ευχέρεια άντλησης κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσης και αυτεπαγγέλτως από άλλα, πέραν από την αίτηση, διαδικαστικά έγγραφα, καθώς και από τις αποδείξεις, και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1374/2005, ΑΠ 41/2003, ΑΠ 52/2000, ΑΠ 1303/1997, ΕφΘεσ 2675/2018, δημοσιευμένη στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νομίμου του ως άνω παρεπόμενου αιτήματος της ανακοπής τους, με το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, ζητούσαν  να διαταχθεί η άμεση εκτέλεση του πίνακα διανομής έτσι ώστε να αποδοθεί άμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο το ως άνω ποσό των 78.285,42 ευρώ, ανεξαρτήτως τελεσιδικίας του πίνακα, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ.3 ΚΕΔΕ.  Το εν λόγω, όμως, αίτημα της ανακοπής, αλυσιτελώς υποβάλλεται, και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέο, δεδομένου ότι αυτό (αίτημα) έχει ως περιεχόμενο τις ενέργειες, στις οποίες, σύμφωνα με την επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες και αναφερόμενη  στην προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη διάταξη,  ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, εν προκειμένω, ο  σύνδικος της πτώχευσης  οφείλει να προβεί, ασκώντας τα νόμιμα καθήκοντά του,  για τα οποία δεν απαιτείται δικαστική επιταγή. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έστω και με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα, απέρριψε το εν λόγω αίτημα της ανακοπής, ουδόλως έσφαλε και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο  της έφεσής τους οι ανακόπτοντες νόμιμα επαναφέρουν τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής τους με τον οποίο βάλλουν κατά του ανακοπτόμενου πίνακα διανομής ζητώντας τη μεταρρύθμισή του διότι κατ αυτούς, η πρώτη των καθ ων-σύνδικος της πτώχευσης εσφαλμένα προαφαίρεσε το ποσό των 1500 ευρώ, που αφορούν κατά τα επί λέξει αναγραφόμενα στον πίνακα «κάλυψη των αναγκαίων εξόδων για την ολοκλήρωση των εργασιών της πτώχευσης, αντίκρουση ανακοπών κατά του παρόντος πίνακα κλπ», αφού αυτά αφορούν μελλοντικά και αβέβαια έξοδα και όχι  ήδη πραγματοποιηθέντα από την σύνδικο έξοδα και ως εκ τούτου σύμφωνα με το άρθρο 154 του ΠτΚ δεν μπορούν να προαφαιρεθούν. Ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού, σύμφωνα με τα εκτενώς αναφερόμενα στην ως άνω υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η προαφαίρεση εξόδων μπορεί να αφορά και μελλοντικά έξοδα, που αναμένεται βασίμως να πραγματοποιηθούν κατά την εξέλιξη της πτωχευτικής διαδικασίας,  ως εν προκειμένω. Και αυτό διότι λόγω της υφής της πτωχεύσεως ως σπονδυλωτής διαδικασίας που σκοπό έχει τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διανομή του ενεργητικού της, κατά σύννομο συνολικά τρόπο, ανακύπτει η ανάγκη κατά τις διανομές να λαμβάνονται υπόψη και οι γεγενημένες, κατά τις εκάστοτε επιμέρους διανομές, υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας από «τα δικαστικά και τα χάριν της διοικήσεως της πτωχεύσεως έξοδα», έστω και αν οι εντεύθεν δαπάνες δεν έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη σύνταξη του πίνακα (βλ.και ΕφΠειρ 254/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος). Σημειωτέον, ότι ως προκύπτει, από τα έγγραφα της δικογραφίας, και δη από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την πρώτη των καθ ων,  σύνδικο της πτώχευσης,  η τελευταία έχει δαπανήσει μετά τη σύνταξη του προσβαλλόμενου πίνακα α)  για επιδόσεις  του τελευταίου  στους ανακόπτοντες και τους λοιπούς των εφεσιβλήτων το ποσό των 241,80 ευρώ, β) για επιδόσεις της προσβαλλόμενης απόφασης στους ως άνω διαδίκους  το ποσό των 260,40 ευρώ γ)  για επιδόσεις της κρινόμενης έφεσης, η συζήτηση της οποίας επισπεύθηκε επιμελεία της στους παραπάνω  διαδίκους το ποσό των 285,20 ευρώ δ)  για παράστασή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το ποσό των 133,93 ευρώ και ε) για παράστασή της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το ποσό των 583 ευρώ και συνολικά 1504,33 ευρώ  (241,80+ 260,40+ 285,20+ 133,93+ 583),  γεγονός που καθιστά απόλυτα δικαιολογημένη και μη υπερβολική την σύννομη, κατά τα προαναφερόμενα, προαφαίρεση απ αυτήν, κατά τη σύνταξη του προσβαλλόμενου πίνακα, του ως άνω ποσού των 1.500 ευρώ για μελλοντικά έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας, που εν τέλει πραγματοποιήθηκαν. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με παρόμοια με την παρούσα αιτιολογία, απέρριψε το ως άνω λόγο ανακοπής, ορθά το νόμο εφάρμοσε  και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς τους οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους, με τον οποίο προσβάλουν τον επίδικο πίνακα διανομής, κατά το μέρος που κατατάσσονται σ αυτόν σύμμετρα η ΔΟΥ Κορίνθου και το τέταρτο των καθ ων η ανακοπή-4ο των εφεσιβλήτων νπδδ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ-ΕΦΚΑ, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του νπδδ με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ»-ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καθόσον, ως ισχυρίζονται, η πρώτη των καθ ων, ως σύνδικος της πτώχευσης εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 156 ΠτΚ, που ρυθμίζει τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων, ως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα, ήτοι μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 8 παρ.14 του Ν.4446/2016, ενώ έπρεπε να την εφαρμόσει με τη μορφή που αυτή είχε κατά το χρόνο κήρυξης της ένδικης πτώχευσης, ήτοι στις 2.8.2013 και συνακόλουθα να κατατάξει μόνο το Ελληνικό Δημόσιο δια των Προ’ι’σταμένων των ΔΟΥ Ε Πειραιά και ΔΟΥ Κορίνθου, στο ποσό των 19.691,03 ευρώ, καθόσον οι απαιτήσεις του προηγούνται σε κατάταξη των απαιτήσεων του 4ου των καθ ων-ΙΚΑ και ήδη ΕΦΚΑ, δυνάμει της προϊσχύουσας και κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης μορφής των άρθρων 154-156 του ΠτΚ, που έπρεπε να εφαρμοστούν εν προκειμένω. Ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην ως άνω ΙΙΙ  νομική σκέψη της παρούσας, οι νόμοι που ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως, είτε επί αναγκαστικής εκτέλεσης είτε επί πτωχευτικής διαδικασίας, ως εν προκειμένω,  αφορούν στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και στον τρόπο που θα ικανοποιηθούν από την ομάδα της περιουσίας, η οποία υπάρχει κατά το χρόνο της κατάταξης, λόγω του ότι συντρέχουν περισσότεροι δανειστές και ως εκ τούτου τα προνόμια που καθιερώνονται κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης ή εν προκειμένω, επί πτώχευσης, κατά το χρόνο της σύνταξης του πίνακα διανομής από την σύνδικο της πτώχευσης. Ως εκ τούτου η πρώτη των καθ ων-σύνδικος της πτώχευσης ορθά  εφάρμοσε κατά τη σύνταξη του από 15.6.2017 πίνακα διανομής τις επίμαχες διατάξεις των άρθρων 154-156 ΠτΚ, ως ίσχυαν αυτές,  μετά την τροποποίησή τους με τους Ν.4336/2005 και 4446/2016. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με παρόμοια αιτιολογία τα ίδια έκρινε και απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Τέλος, οι ανακόπτοντες με τον 4ο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς τους, επαναφέρουν νόμιμα τους 3ο και 4ο λόγους της ένδικης ανακοπής τους, μόνο, όμως, κατά το μέρος τους που αφορούν τους 2η και 3η των καθ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων, με τους οποίους αμφισβητούν τη γένεση, την ύπαρξη, το ύψος και τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεων των τελευταίων που κατετάγησαν στον προσβαλλόμενο πίνακα. Όσον αφορά τους άνω λόγους ανακοπής λεκτέα τα εξής: Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι παριστάμενοι των διαδίκων,   χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723),  αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:   Με την υπ’αριθμ. 4385/02.08.2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης η ………. και διορίσθηκε σύνδικος της πτώχευσης η πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή ……….., δικηγόρος Πειραιώς. Περίληψη της ανωτέρω απόφασης δημοσιεύθηκε την 13.09.2013 στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του ΕΤΑΑ – ΤΑΝ. Στην πτώχευση αναγγέλθηκαν νομίμως και επαληθεύθηκαν οι απαιτήσεις των ακόλουθων πτωχευτικών πιστωτών, ήτοι : 1) του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου α) δια της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά (για λογαριασμό και της Δ.Ο.Υ. Δ’ Πειραιά), με τη με αριθμό πρωτ. ……/02.02.17 αναγγελία για συνολικό ποσό 241.636,31 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, από το οποίο ποσό 146.604,97 ευρώ απολαύει του ειδικού προνομίου της υποθήκης, η οποία έχει εγγραφεί υπέρ της Δ.Ο.Υ. Δ’ Πειραιά στο με αριθμό 25 διαμέρισμα του δώματος του συγκροτήματος πολυκατοικιών ……, εμβαδού 92 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «….» του Δημοτικού Διαμερίσματος ………, είναι δε μεταγεγραμμένη στα βιβλία υποθηκών του Δήμου Περαχώρας Κορίνθου Β’, στον τόμο … και με αριθμό …, β) δια της Δ.Ο.Υ. Κορίνθου, με τη με αριθμό πρωτ. …/16.01.17 αναγγελία για το ποσό των 1.886,01 ευρώ, γ) δια της Δ.Ο.Υ. Κορίνθου, με τη με αριθμό πρωτ. …./29.01.14 αναγγελία για το ποσό των 188,72 ευρώ, 2) της δεύτερης των καθ ων η ανακοπή-εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία «……….. με την από 13.12.13 αναγγελία  της για συνολικό ποσό 154.043.86 ευρώ, το οποίο απολαύει του ειδικού προνομίου της προσημείωσης υποθήκης, η οποία έχει εγγραφεί  δυνάμει της υπ’αριθμ. 3556/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), για το ποσό των 210.000 ευρώ σε ακίνητο της πτωχής και δη στο με αριθμό …. διαμέρισμα του δώματος του συγκροτήματος πολυκατοικιών ……..1, εμβαδού 92 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «….» του Δημοτικού Διαμερίσματος ……, είναι δε μεταγεγραμμένη στα βιβλία υποθηκών του Δήμου Περαχώρας Κορίνθου Β’, στον τόμο …. και με αριθμό …. Η ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση της προαναφερόμενης δεύτερης  των καθ ων η ανακοπή-εφεσίβλητης σε βάρος της πτωχής  προέρχεται από εμπορική συνεργασία μεταξύ τους, στα πλαίσια της οποίας  δημιουργήθηκαν σε βάρος της πτωχής οφειλές για εξασφάλιση των οποίων αφ ενός μεν η τρίτη των καθ ων η ανακοπή ενέγραψε επί του προαναφερόμενου ακινήτου της πτωχής την ως άνω αναφερθείσα προσημείωση υποθήκης αφ ετέρου δε εξέδωσε σε βάρος της την με αριθμό …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η πτωχή επιτάσσεται να της καταβάλει, κατά κεφάλαιο,  το ως άνω αναγγελθέν στην πτώχευσή της ποσό των 154.043,86 ευρώ. Μάλιστα η δεύτερη των καθ ων ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής επέδωσε πριν την κήρυξη της πτώχευσης  δύο φορές στην πτωχή  ήτοι τόσο στις 19.4.2013 όσο και στις 5.7.2013 (βλ. τις με αριθμούς ……../2013 και ……/2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, . …..), ενώ κατ αυτής η πτωχή ουδόλως άσκησε ανακοπή (βλ. το με αριθμ…../2014 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πειραιώς), με αποτέλεσμα, κατ άρθρο 633 παρ.2 ΚΠολΔ η ως άνω διαταγή πληρωμής έναντι αυτής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου 3) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, τρίτης των καθ ων η ανακοπή-εφεσίβλητης με την επωνυμία «Τράπεζα ………» για το ποσό των 144.595,30 ευρώ, το οποίο απολαύει του ειδικού προνομίου της προσημείωσης υποθήκης, που έχει εγγραφεί  για το συνολικό ποσό των 168.900,00 ευρώ, δυνάμει των υπ’αριθμ. 1171/2012 και 1415/2002 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου αντίστοιχα (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Συγκεκριμένα, η  ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση της  τρίτης των καθ ων τραπεζικής εταιρίας σε βάρος της πτωχής απορρέει από τη συναφθείσα μεταξύ τους υπ’ αριθμ. ………/13.06.2002 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις από  26.05.2005 και από 15.05.2007 πρόσθετες πράξεις αύξησης  της πίστωσης  αυτής για εξασφάλιση  της οποίας, η εν λόγω τραπεζική εταιρία  ενέγραψε στις  14.08.2012 και  13.09.2012, αντιστοίχως, δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 1171/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 100.000,0 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων σε δύο ακίνητα και  ειδικότερα σε ένα αγροτικό ακίνητο, ήτοι ένα αγρό με 50 ελαιόδενδρα, που ευρίσκεται στην ειδική θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας Περαχώρας του Δήμου Λουτρακιού Περαχώρας, του τέως Δήμου Περαχώρας, έκτασης 6.827,76 τ.μ., πλήρους κυριότητας της πτωχής και σε μια οριζόντια ιδιοκτησία του έκτου (ΣΤ’) και εβδόμου (Ζ’) ορόφων με στοιχεία ΣΤ – Ζ, συνολικής επιφάνειας 76,10 τ.μ., κείμενη επί της οδού …… αριθμ. ….., στο Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας (θέση ….), πλήρους κυριότητας της ……. και του …………, εγγυητών στην περί ου ο λόγος σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Επιπροσθέτως, προς εξασφάλιση της ιδίας απαίτησης, η ως άνω τρίτη των καθ ων-τράπεζα  ενέγραψε την 21.06.2002 δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1415/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 68.900,00 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων σε ένα ακίνητο της πτωχής, ήτοι στο υπ’ αριθμ. 23 διαμέρισμα του πρώτου (Α υπέρ του ισόγειου ορόφου) με στοιχεία ………… συγκροτήματος οικοδομής, κείμενης στη θέση «…. ή ….» της κτηματικής περιφέρειας ……. του Δήμου ……του τέως Δήμου Περαχώρας, συνολικής επιφάνειας 66 τ.μ., πλήρους κυριότητας της πτωχής. Μάλιστα, για την εν λόγω απαίτηση εκδόθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο της πτώχευσης,  σε βάρος της πτωχής  η υπ’ αριθμ. …./2015 διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της πτωχής και των εγγυητών των συμβάσεων. Επειδή δε η εν λόγω καθ ης η ανακοπή δεν ανήγγειλε την ως άνω απαίτησή της εντός της νόμιμης προθεσμίας αναγγελίας των απαιτήσεων των πιστωτών των πτωχών,  άσκησε ενώπιον του ως άνω αρμόδιου πτωχευτικού Δικαστηρίου την από 27.4.2015 και με αριθμό καταθέσεως ./../2015 ανακοπή της ( κατ άρθρο 92 του ΠτΚ), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2909/2015 απόφασή του, που έκανε δεκτή την ανακοπή της και αναγνώρισε την ως άνω καθ ης τράπεζα πτωχευτική πιστώτρια της παραπάνω πτωχής ……….. για το προαναφερόμενο αναγγελθέν ποσό των 144.595,30 ευρώ. Αναγγέλθηκε, επίσης, το 4ο των καθ ων η ανακοπή-4ο εφεσίβλητο νπδδ με επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» («Ε.Φ.Κ.Α.») – οιονεί καθολικός διάδοχος του νπδδ με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» («ΙΚΑ-ΕΤΑΜ»), με τη με αριθμό πρωτ. ./…..03.09.13 αναγγελία, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη με αριθμό πρωτ. …./15.04.15 αναγγελία για το ποσό των 79.575,30 ευρώ. Ως εκ τούτου, ενόψει των προαναφερομένων,  αποδείχθηκε  α) πως και οι λοιποί, πέραν του Ελληνικού Δημοσίου, ως άνω πτωχευτικοί πιστωτές ανήγγειλαν νομότυπα προς επαλήθευση τις ως άνω απαιτήσεις τους σε βάρος της πτωχής και δη πέραν του 4ου των καθ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων ΕΦΚΑ (την απαίτηση του οποίου δεν αμφισβητούν πλέον οι ανακόπτοντες, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, ως προς αυτό δεν επαναφέρουν με την ένδικη έφεσή τους τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο αμφισβήτησαν τη γένεση, την ύπαρξη, το ύψος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης και αυτού) τόσο  η δεύτερη των καθ ων η ανακοπή-εφεσίβλητη  εντός της οριζόμενης από το άρθρο 90 ΠτΚ, ως ίσχυε αυτό πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015, προθεσμίας των τριών μηνών από την δημοσίευση, την 13.09.13, στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του ΕΤΑΑ – ΤΑΝ της υπ’αριθμ. 4385/02.08.2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης η ………., αφού η αναγγελία της έλαβε χώρα στις 13.12.13 όσο και  η τρίτη των καθ ων Τράπεζα, διά της άσκησης, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, της  προαναφερόμενης ανακοπή της του άρθρου 92 ΠτΚ, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω υπ’αριθμ. 2909/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που έκανε δεκτή την ανακοπή και εξέλεγξε την ένδικη απαίτησή της β) ότι  οι απαιτήσεις της δεύτερης και της τρίτης των καθ’ ων,  παρά τα αβασίμως περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους ανακόπτοντες,  είναι εξοπλισμένες με το ειδικό προνόμιο της προσημείωσης υποθήκης, όπως αυτές βασίμως επικαλέσθηκαν και ο προσβαλλόμενος πίνακας διανομής διαλαμβάνει. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρούται με την παρούσα, τα ίδια έκρινε και απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής ως ουσία αβάσιμους, δεν έσφαλε, αλλά  ορθά το νόμο ερμήνευσε και τις  αποδείξεις εκτίμησε και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός ως άνω λόγος έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα. Σημειωτέον ότι τα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες στον ίδιο ως άνω λόγο έφεσης περί του ότι οι 2η και 3η των καθ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων δεν επικαλέσθηκαν πρωτόδικα κατά τρόπο ορισμένο τους ισχυρισμούς τους περί της ύπαρξης, του είδους και του ύψους των απαιτήσεών τους για τις οποίες κατατάχθηκαν στο προσβαλλόμενο πίνακα και του προνομιακού τους χαρακτήρα, τις οποίες αυτοί αμφισβήτησαν με την ένδικη ανακοπή τους  και παρόλα αυτά δέχτηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αληθή υποτιθέμενα είναι, όπως προεκτέθηκε, στην προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙV νομική σκέψη, χωρίς έννομη επιρροή αφού μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, ενόψει του ανακριτικού συστήματος στην εφαρμοστέα στην ένδικη υπόθεση εκούσια δικαιοδοσία και αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου, από το ως άνω αποδεικτικό υλικό που επικαλέσθηκαν οι προαναφερόμενοι των κ αθ ων η ανακοπή και προσκομίσθηκε απ αυτούς πρωτόδικα αλλά και  το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από την παριστάμενη δεύτερη των καθ ων η ανακοπή, κατ` άρθρο 765 του ΚΠολΔ,  ως συνέπεια του καθιερούμενου ως άνω ανακριτικού συστήματος στην εκούσια δικαιοδοσία και της εν γένει ελαστικότητας της διαδικασίας, αποδείχθηκε, ως και πρωτοδίκως, πλήρως η ύπαρξη των καταταγεισών απαιτήσεών τους και ο προνομιακός τους χαρακτήρας, ως ορθώς δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τα προλεχθέντα, παρά τα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες στον ίδιο ως άνω λόγο έφεσης. Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης, περιλαμβανόμενοι στο δικόγραφο, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων  εφεσιβλήτων,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων,  λόγω της ήττας τους στη δίκη (άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό,  μειωμένα, όμως, κατ’ επιταγή των άρθρων 22 παρ. 1, 3 του ν. 3693/1957, που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 του ν.1738/1987 και 2 της 134423/1992 Κ.Υ.Α. Τέλος, ως προς τους ερημοδικασθέντες 3η και 4ο των εφεσιβλήτων δε θα οριστεί παράβολο ερημοδικίας, καθώς κατά το προαναφερόμενο άρθρο 161 παρ.1 του ΠτΚ, στις δίκες της ανακοπής κατά του πίνακα διανομής, ως η προκείμενη,  δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της 3ης και 4ου των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσίαν την έφεση. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων  τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και δεύτερης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, σε μυστική διάσκεψη,   στον Πειραιά,  στις 25 Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του,  στις  27 Αυγούστου  2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ