Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 479/2019

Αριθμός     479/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή,  Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίσθηκε που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Τ. Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η από 24.4.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2017  έφεση, κατά της με αριθμό 417/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί ανακοπής  κατά διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς εκτέλεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης,  δεν απαιτείται η κατάθεση του νόμιμου παραβόλου του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, καθότι κρίθηκε με την με αριθμό 96/2017 πράξη του Πρωτοδικείου Πειραιώς ότι στο πρόσωπο της εκκαλούσας συντρέχουν οι προ’υ’ποθέσεις  για παροχή νομικής βοήθειας,  κατ άρθρο 1 του Ν.3226/2004, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 26.3.2015 και με αριθμό καταθέσεως …../27.3.2015 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  ζήτησε, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και η από 4.2.2015 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε αυτή (ανακόπτουσα) να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, το ποσό των 51.756,95 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως κατάλοιπο του κλεισθέντος λογαριασμού συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου και της πρόσθετης αυτού πράξης  που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας  και του  μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ……….., υπέρ του οποίου  εγγυήθηκε η ανακόπτουσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του απέρριψε τις σωρευόμενες στο ως άνω δικόγραφο ανακοπές, ήτοι αυτή του άρθρου 632 παρ.1 ΚΠολΔ κατά της διαταγής πληρωμής και του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της επιταγής προς εκτέλεση, επικυρώνοντας την  ως άνω διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται  με την παρούσα έφεσή της η εκκαλούσα-ανακόπτουσα  για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό να γίνει δεκτή η από 26.3.2015 και με αριθμ.καταθ……/2015 ως άνω ανακοπή της.

Ι. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Εξάλλου κατά το άρθρο 482 του ΑΚ. “σε περίπτωση οφειλής, εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του ΑΚ συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ` αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΛαμ 159/2011, όπ.α ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τη χωρίς όρκο κατάθεση της διαδίκου-ανακόπτουσας, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και απ όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό ………/10.04.2008 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου και της από ίδιας ημερομηνίας πρόσθετης σε αυτήν πράξης, η οποία συνήφθη στο Κερατσίνι μεταξύ της καθ ης η ανακοπή Τράπεζας, του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη …….. και της ανακόπτουσας συμφωνήθηκε και χορηγήθηκε στον πρώτο  εξ αυτών (………… ) στεγαστικό δάνειο, ποσού ευρώ πενήντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα τριών και σαράντα εννέα λεπτών (59.833,49€), διάρκειας δεκαπέντε (15) ετών, αρχομένης από την ημέρα της αναλήψεως της πρώτης εκταμιεύσεως και σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στη σύμβαση, τους οποίους αποδέχθηκαν εγγράφως αμφότεροι των ως άνω συμβαλλομένων, η δε ανακόπτουσα, σύζυγος του προαναφερόμενου δανειολήπτη, συμβλήθηκε στην ως άνω σύμβαση ως εγγυήτρια. Με την προαναφερόμενη δε σύμβαση και την πρόσθετη πράξη αυτής, η οποία εγένετο προς συμπλήρωση του περιεχομένου που διαλαμβάνεται στο κύριο σώμα της σύμβασης και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και ένα ενιαίο όλο με αυτήν, συμφωνήθηκαν  μεταξύ άλλων και τα εξής: Η Τράπεζα χορηγεί στον πρωτοφειλέτη δανειζόμενο δάνειο μέχρι του ποσού των 59.833,49 ευρώ με σκοπό την αγορά πρώτης κατοικίας.  Η ανάληψη του δανείου συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί εφάπαξ, σύμφωνα με τον όρο 3.2 της άνω σύμβασης στεγαστικού δανείου, σε συνδυασμό και με τον όρο 5 της από 10.04.2008 πρόσθετης πράξης. Ο οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το δάνειο σε εκατόν ογδόντα (180) ισόποσες, μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, η πρώτη των οποίων θα καταβαλλόταν  ένα (1) μήνα μετά την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμιεύσεως, εκάστη δε των επομένων την αντίστοιχη ημερομηνία εκάστου επόμενου μηνός (όρος 6.1 της σύμβασης δανείου, σύμφωνα και με τον όρο 8 της από 10.04.2008 πρόσθετης πράξης). Το επιτόκιο του δανείου συμφωνήθηκε κυμαινόμενο και ίσο με το άθροισμα του εκάστοτε ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα, που ανακοινώνεται από την ΕΚΤ (Επιτόκιο Αναφοράς), πλέον περιθωρίου και εισφοράς του Ν 128/75, η οποία κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης ανερχόταν σε 0,12%. Το κυμαινόμενο επιτόκιο συναπαρτίζεται από το επιτόκιο αναφοράς, ανερχόμενο κατά την ημέρα υπογραφής της σύμβασης και πρόσθετης πράξης σε 4%, πλέον περιθωρίου 1,4%, επιδοτούμενο από τον Ο.Ε.Κ. κατά ποσοστό 75% και για διάστημα εννέα (9) ετών, αρχομένης της επιδοτήσεως από την ημερομηνία εκταμιεύσεως του δανείου. Η δε επιδότηση του Ο.Ε.Κ. υπολογίζεται επί του τελικού επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και της εισφοράς του Ν. 128/75 (όροι 4.2, 5.2, 5.3, 5.4 της σύμβασης στεγαστικού δανείου, σε συνδυασμό με τους όρους 3 και 4 της από 10.04.2008 πρόσθετης πράξης). Σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής οποιουδήποτε ποσού, για οποιοδήποτε λόγο και αιτία, ή και καταγγελίας της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι ο οφειλέτης θα χρεώνεται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, όχληση ή επιταγή προς πληρωμή ή άλλη ενέργεια για τα καθυστερούμενα ποσά, από την ημερομηνία της καθυστερήσεως μέχρις εξοφλήσεως τους με τόκο υπερημερίας που συνομολογήθηκε ότι θα είναι 2,5 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο ( όρος 9 της σύμβασης).  Σε περίπτωση δε παραβιάσεως οιουδήποτε όρου της σύμβασης, που συμφωνήθηκε ότι όλοι είναι κύριοι και ουσιώδεις  η τράπεζα δικαιούται  να καταγγείλει  και να κηρύξει το δάνειο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, αξιώνοντας την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου κεφαλαίου, των πάσης φύσεως τόκων και επιβαρύνσεων (όρος 15). Συμφωνήθηκε, επίσης,  ότι τα κοινά ή μηχανογραφικά αντίγραφα ή τα αποσπάσματα από τα βιβλία ή στοιχεία της τράπεζας που θα υπογράφονται από οποιοδήποτε όργανό της και εμφανίζουν χρεοπιστώσεις, την κίνηση του ως άνω λογιστικού λογαριασμού και το υπόλοιπο που οφείλεται, θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεών της κατά του οφειλέτου και του εγγυητού και έγγραφο κατάλληλο για την έκδοση διαταγής πληρωμής (όρος 16.2 της σύμβασης δανείου).  Ο εγγυητής δήλωσε ότι  εγγυάται ανεπιφυλάκτως προς την Τράπεζα ως αυτοφειλέτης, την πλήρη, εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση παντός χρεωστικού υπολοίπου του δανείου από κεφάλαιο, τόκους πάσης φύσεως, τυχόν προμήθειες, τέλη και επιβαρύνσεις και κάθε άλλο έξοδο και την εκπλήρωση από τον οφειλέτη όλων των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με τη σύμβαση, που δεσμεύουν παράλληλα και τον ίδιο, ενεχόμενος  εις ολόκληρο με τον οφειλέτη ως αυτοφειλέτης (όρος 20.1 σύμβασης στεγαστικού δανείου). Ο εγγυητής  δήλωσε ακόμα ότι παραιτείται από όλα τα δικαιώματα και όλες τις ενστάσεις  που απορρέουν από τις  διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 866, 867 και 868 του Αστικού Κώδικα και ιδίως από την ένσταση της διζήσεως και του δικαιώματος από το άρθρο 853 του Αστικού Κώδικα να προτείνει κατά της Τραπέζης ενστάσεις του οφειλέτη, τον δεσμεύει αυτοδικαίως κάθε αναγνώριση χρέους, παρούσα ή μέλλουσα, του οφειλέτη προς την Τράπεζα, από την παρούσα σύμβαση, χωρίς άλλη διατύπωση ή κοινοποίηση εκ μέρους της προς αυτόν, παραιτείται έναντι της Τραπέζης του δικαιώματος να ασκήσει τα τυχόν από αναγωγή δικαιώματά του κατά του οφειλέτη ή των άλλων οφειλετών, εφόσον υφίσταται ανεξόφλητο υπόλοιπο της απαιτήσεως της  Τράπεζας από τη σύμβαση ( όρος 20). Στα πλαίσια δε της παραπάνω σύμβασης στεγαστικού δανείου μετά της προσθέτου πράξης αυτής τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ………… λογαριασμός. Η σύμβαση, όμως, αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά, αφού οι ανωτέρω συνοφειλέτες, δανειολήπτης και εγγυήτρια, δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα η καθ ης να προβεί, ως είχε συμβατικό δικαίωμα, κατά τα προαναφερόμενα, στις 10.7.2014 στην καταγγελία της σύμβασης και στο κλείσιμο του λογαριασμού που την εξυπηρετούσε, ο οποίος την ως άνω ημερομηνία, εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο, ως προκύπτει από το προσαγόμενο και επικαλούμενο από την καθ ης αντίγραφο κινήσεως του ως άνω λογαριασμού, το οποίο είναι νόμιμα εξηγμένο από τα τηρούμενα σε ηλεκτρονική μορφή από τους αρμόδιους υπαλλήλους της καθ ης εμπορικά βιβλία της, οι οποίοι βεβαιώνουν την γνησιότητα της εκτύπωσης, 51.756,95 ευρώ, γνωστοποιώντας τούτο στους ανωτέρω συνοφειλέτες,  ως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …./02.10.2014 και …../02.10.2014, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, . …… Τους κάλεσε δε  να της καταβάλουν εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση σε αυτούς της ανωτέρω καταγγελίας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το διαμορφωθέν σε βάρος τους ως άνω κατάλοιπο μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Πλην, όμως, οι ως άνω συνοφειλέτες δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της καθ ης. Για το λόγο αυτό η τελευταία ζήτησε και πέτυχε σε βάρος τους την έκδοση της προσβαλλόμενης με αριθμό …./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τη οποία  επιτάσσονται οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το προαναφερόμενο ποσό των 51.756,95 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ακριβές δε αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής με την από 4.2.2015 επιταγή προς πληρωμή η καθ ης κοινοποίησε στην ανακόπτουσα στις 11.3.2015.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής της, τον οποίο νόμιμα επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται  ότι η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να καταγγείλει την επίδικη δανειακή σύμβαση και να κλείσει το λογαριασμό που τηρούσε για την εξυπηρέτηση της (σύμβασης) είναι καταχρηστική, διότι ενώ η ίδια (ανακόπτουσα) είχε γνωστοποιήσει σ’ αυτήν την δυσμενή οικονομική της κατάσταση, ενόψει του ότι ήταν άνεργη, χωρίς οικονομική υποστήριξη από τον προαναφερόμενο δανειολήπτη σύζυγό της, ο οποίος στο μεταξύ την εγκατέλειψε, και μεγαλώνοντας μόνη της ένα ανήλικο τέκνο με σοβαρά προβλήματα υγείας, η καθ’ ης κατήγγειλε τη σύμβαση και εξέδωσε εις βάρος της την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με απώτερο σκοπό την εκποίηση της πρώτης κατοικίας της, που αποτελεί και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της, χωρίς προηγουμένως να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια διαπραγμάτευσης και είσπραξης της απαιτήσεώς της από τον πρωτοφειλέτη σύζυγό της, ο οποίος διαθέτει μηνιαία εισοδήματα και περιουσία, ικανά να ικανοποιήσουν στο ακέραιο την απαίτησή της, ώστε η ανωτέρω ενέργεια της καθ’ ης να καταγγείλει τη σύμβαση και να σπεύσει στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς προηγουμένως να περιέλθει σε συνεννόηση μαζί της για ρύθμιση της οφειλής της, υπερβαίνει καταφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον έλλειψη συμφέροντος εκ μέρους της δανείστριας τράπεζας δεν μπορεί να υπάρχει όταν αυτή αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα βάσει ρητών όρων  (των υπ’ αριθμ. 9 και 15) της σύμβασης, να εισπράξει την απαίτησή της, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους της – ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο δανειολήπτης πρωτοφειλέτης και η ανακόπτουσα εγγυήτρια είχαν επιδείξει ασυνέπεια ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων ήδη για χρονικό διάστημα τριών (3) περίπου ετών πριν την καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της καθ’ ης, εφόσον ήδη από τα τέλη του έτους 2011 είχαν πάψει να καταβάλουν τις οφειλόμενες δόσεις προς εξυπηρέτηση του δανείου – διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνον αυτή (δανείστρια) μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο όμως που δεν προκύπτει εν προκειμένω από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό. Το γεγονός, εξάλλου,  ότι η καθ ης Τράπεζα  δεν επεδίωξε πρώτα να ικανοποιηθεί από τον πρωτοφειλέτη σύζυγό της, δε δύναται να χαρακτηρίσει καταχρηστική τη συμπεριφορά της, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, αφού, ενόψει της προηγηθείσας νομικής σκέψης,  ο δανειστής, εν προκειμένω, η καθ ης-τράπεζα  δικαιούται κατ’ αρέσκεια ν’ αξιώσει το χρέος από οποιονδήποτε εις ολόκληρον συνοφειλέτη, συγχρόνως ή διαδοχικά, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί η ύπαρξη και των άλλων εις ολόκληρον συνοφειλετών,  πολύ περισσότερο δε που στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα ως εγγυήτρια στην ένδικη δανειακή σύμβαση, είχε παραιτηθεί έναντι της δανείστριας τράπεζας, βάσει του υπ’ αριθμ. 20.2 όρου της δανειακής σύμβασης, από το ευεργέτημα της διζήσεως και από όλα τα δικαιώματα και τις ενστάσεις που απορρέουν από τα άρθρα 853, 858, 862, 863, 866, 867 και 868 ΑΚ.  Αλλωστε, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί αληθινό το γεγονός ότι η ανακόπτουσα αγνοούσε το γεγονός της μη καταβολής των δόσεων του δανείου από τον πρωτοφειλέτη σύζυγό της, το οποίο, κατ αυτήν πληροφορήθηκε για πρώτη φορά το έτος 2012, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η καθ ης η Τράπεζα κράτησε αδιάλλακτη στάση απέναντι στην ανακόπτουσα, σπεύδοντας να προβεί άμεσα στην ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, με την έκδοση διαταγής πληρωμής εις βάρος της, αλλά απεναντίας επέδειξε ανοχή για τουλάχιστον δύο (2) έτη πριν την καταγγελία της δανειακής σύμβασης και την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χρονικό διάστημα στο οποίο ωστόσο η ανακόπτουσα σε ουδεμία καταβολή προέβη προς εξόφληση της οφειλής της και ως εκ τούτου ουδόλως αποδείχθηκε ότι επέδειξε εναντίον της συμπεριφορά εκ της οποίας προκαλείται έντονη η εντύπωση της αδικίας προς αυτήν,  ούτε συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ώστε η άσκησή του από την καθ ης  η ανακοπή να παρίσταται καταχρηστική κατά την ΑΚ 281, ως η ανακόπτουσα αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες, τα ίδια έκρινε  ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι` αυτό, τα αντίστοιχα παράπονα της εκκαλούσας με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, που αναφέρονται στην απόρριψη του ως άνω λόγου και των δύο ανακοπών πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

ΙΙ.     Η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630 του ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε, το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση του αιτούντος και του καθ` ου η αίτηση, τη νομική αιτία ή την έννομη σχέση της πληρωμής, αναφορά στα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση που επιδικάζει, καθώς και το ποσό των χρημάτων ή τον αριθμό των χρεωγράφων, των οποίων διατάσσεται η πληρωμή ή η παροχή. Επομένως, επί διαταγής πληρωμής, με την οποία, ειδικότερα, διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό,  το οποίο αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρήθηκε στα πλαίσια συμβάσεως παροχής πιστώσεως από την αιτούσα δανείστρια τράπεζα στον οφειλέτη ή σε τρίτο με την εγγύηση του οφειλέτη (καθ’ ου η διαταγή πληρωμής) και έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της, ως προς την αιτία της πληρωμής, να αναφέρεται σ’ αυτή, έστω και συνοπτικά ότι το ποσόν του οποίου διατάσσεται η πληρωμή αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Αντιστοίχως, στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής, αρκεί ν’ αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τραπέζης σε έγγραφο προς απόδειξη της απαιτήσεως, το ύψος αυτής, το οριστικό κλείσιμο, η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το επικυρωμένο απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κινήσεως των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της συμβάσεως , αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο κατά τη συμφωνία των διαδίκων αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας, ούτε αναφορά του εκάστοτε, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, εφαρμοσθέντος επιτοκίου (βλ. ΑΠ 1391/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 1512/2006 Αρμ. 2007.399, ΕφΘεσ 2256/2018, ΕΑ 140/2018, ΕΑ 227/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, προβάλλει την ένσταση αοριστίας του δικογράφου της αίτησης βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αλλά και της ίδιας της διαταγής πληρωμής, επικαλούμενη ότι στην  αίτηση της καθ’ ης δεν αναφέρεται η ανάλυση των επιμέρους χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, η διακύμανση του επιτοκίου καθ όλη τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης και ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας που ενσωματώθηκαν στην επιδικασθείσα απαίτηση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, ως ορθά εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον τα άνω στοιχεία, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης,  δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία του περιεχομένου της αιτήσεως και της κατ’ ακολουθίαν αυτής εκδιδομένης διαταγής πληρωμής, για την πληρότητα της οποίας δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κινήσεως των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της συμβάσεως, ούτε αναφορά του εκάστοτε, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, εφαρμοσθέντος επιτοκίου, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού των τόκων υπερημερίας που ενσωματώθηκαν στην απαίτηση. Ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος εφέσεως  (υπό στοιχ.2 στο εφετήριο) τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙΙ α)   Σύμφωνα  με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν 3587/2007, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Περαιτέρω, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου το μεν διατυπώνεται η γενική ρήτρα απαγόρευσης της συνομολόγησης καταχρηστικών ΓΟΣ, το δε παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, οι άνω διατάξεις ενσωματώνουν κατ` ανάγκην και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ  που ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Με βάση την συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, κρίνεται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, όχι κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσής του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά κατά το χρόνο που, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΑΠ Ολ 15/2007). Κατά λογική αναγκαιότητα, και προς το σκοπό ομοιόμορφης νομικής μεταχείρισης ομοίων πραγμάτων, η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση (επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθμ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β` της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν 2251/1994 που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν 2251/1994 αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ` αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι: «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ` αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ του Ν.2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ` άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενόψει των εκτεθέντων: Α) Ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του Ν 2251/1994 Β) Ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (ΑΠ Ολ 15/2013). Επιπρόσθετα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1881/2014,  ΑΠ 1180/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΕΑ 1731/2010, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819). Στο πλαίσιο αυτό, επί προβαλλόμενης με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί, αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω εύλογα απορρίπτεται λόγος ανακοπής μεμονωμένου καταναλωτή κατά εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, όταν ο λόγος αυτός στηρίζεται στην καταχρηστικότητα συγκεκριμένων γενικών όρων, χωρίς, όμως, ο ανακόπτων να διευκρινίζει αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους ή να ισχυρίζεται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς σε συγκεκριμένη περίπτωση και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής. Και τούτο καθόσον το κύρος της διαταγής πληρωμής δεν πλήττεται από το λόγο και μόνο ακυρότητας τυχόν επιμέρους όρων της σύμβασης, αλλά μόνο εφόσον η ύπαρξη των όρων αυτών συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιάγοντας τον μεν ανακόπτοντα σε δυσμενή θέση, τον δε καθού η ανακοπή σε προνομιακή, στην οποία δεν θα είχε περιέλθει, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί στη σύμβαση (ΑΠ 15/2007, όπ.α).  Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαίτηση από κατάλοιπο λογαριασμού, μάλιστα, για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας αυτού (ΑΠ 491/1994,  ΕφΛαρ 317/2010, ΕφΘεσ 317/2009, ΕφΘεσ 794/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αόριστος, συνεπώς θα είναι ο λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων όρων σε δανειακή σύμβαση, εάν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο κατά πόσο επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί (πρβλ. ΑΠ 1313/2007 ΕλλΔνη 2008. 1651, ΕφΑθ 295/2001 ΔΕΕ 2002. 544).

β)  Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1886/2014 ΕΕμπΔ 2015. 328, ΑΠ 1421/2013 ΝοΒ 2014. 341, ΑΠ 330/2012 Αρμ 2012. 1431, ΑΠ 35/2011 ΕφΑΔ 2011. 455, ΑΠ 27/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1109/2015 Αρμ 2015. 2085, ΕφΠειρ 401/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3104/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3632/2013 ΔΕΕ 2013. 1045, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012. 1039, ΕφΘεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010. 332, ΕφΘεσ 3791/2008 ΕφΑΔ 2009. 216). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου και συνεπώς μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (ΑΠ 1658/2008, ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 902/2006, ΑΠ 1094/2006 όλες δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 358/2009 ΔΕΕ 2009. 471). Βάσει της συμφωνίας αυτής τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν αποδεικτική δύναμη (ΕφΑθ 91/2004 ΕΕμπΔ 2005. 104), αποτελούν primafacie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (ΕφΘεσ 509/2005 ΔΕΕ 2005. 977), ειδικότερα δε, στην περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που την ενήργησε, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της, δίχως να απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 589/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 578/2005 ΔΕΕ 2006. 62, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012. 1039), το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρ. 449 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και ειδικότερα εφόσον στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα των βιβλίων), που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αποτυπώνεται η βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας, που πραγματοποίησε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης καθώς και βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (ΑΠ 84/2014,  ΑΠ 1421/2013,  ΑΠ 330/2012,  ΑΠ 1389/2011,  ΕφΘες 2256/2018, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Ως εκ τούτου, ο σχετικός ΓΟΣ σε τραπεζική σύμβαση περί αναγόρευσης του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας σε αποδεικτικό μέσο δεν είναι καταχρηστικός και δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ’ αυτού, δεδομένου ότι δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την πιστώτρια τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρο 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκομιδή ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τον ως άνω ΓΟΣ και υπό την προϋπόθεση ότι κατά τα λοιπά δεν αποκλείεται ρητά το δικαίωμα ανταπόδειξης από μέρους του δανειολήπτη, καθώς διαφορετικά θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων του. Η επιβάρυνση της θέσης του δανειολήπτη για το λόγο ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής και μόνο για ένα έτος από της εγγραφής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 παρ. 1, 448 παρ. 1 εδ β΄ και 453 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, από τον εν λόγω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α΄ του ν. 2251/1994 (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δέλλιος, ο.π., σελ. 297-298). Εάν, όμως, η ως άνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο, και αν μεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης των μερών, είναι άκυρο κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 316/1990, ΝοΒ 1991.555), αν δε είναι προδιατυπωμένος ως γενικός όρος συναλλαγών είναι άκυρος ως καταχρηστικός, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 περ. κζ’ του ν. 2251/1994, διότι περιορίζει υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του δανειολήπτη (ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012. 1039). Η δυνατότητα ανταπόδειξης από μέρους του δανειολήπτη ενισχύεται και από το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 2873/2000, σύμφωνα με το οποίο, οι τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή σχετικής αίτησης να χορηγούν στον αιτούντα δανειολήπτη αντίγραφο του φακέλου του δανείου και λεπτομερή κατάσταση, περιέχουσα όλες τις επιμέρους χρεοπιστωτικές πράξεις και σημειώσεις και την εν γένει εξέλιξη του χρέους. Συνεπώς, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με ανακοπή, κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003. 1297, ΑΠ 722/2000 ΕΕμπΔ 2000. 49, ΕφΠειρ 656/2011 ΔΕΕ 2012. 44).

γ) Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρους, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 430/2005 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ. 227/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑΘ. 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. και ΕφΑΘ. 4424/2012 ο.π., Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η σύμβαση του δανείου που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι οποίοι έχει κριθεί ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί . Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός 1) ο περιληφθείς στην ένδικη σύμβαση δανείου όρος 16.2  με τον οποίο προσδίδεται πλήρης αποδεικτική δύναμη στα αποσπάσματα εκ των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, λόγω σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων και εντεύθεν παραβίασης του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, αλλά και αντιστροφής του βάρους απόδειξης και εντεύθεν παραβίασης του άρθρου 2 παρ. 7 περ. κζ΄ του ν. 2251/1994. Με το ως άνω περιεχόμενο, ωστόσο, ο οικείος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, κατά τα προεκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση (ΙΙΙβ), η περιλαμβανόμενη στη δανειακή σύμβαση ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του δανειολήπτη θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, ο σχετικός δε υπ’ αριθμ. 16.2  όρος στην ένδικη τραπεζική σύμβαση περί αναγόρευσης του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας σε αποδεικτικό μέσο δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994 ούτε αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκόμιση ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τον ως άνω ΓΟΣ. Εξάλλου, η ανακόπτουσα δεν επικαλείται  ότι με την ως άνω συμφωνία αποκλείεται το δικαίωμα ανταπόδειξης από μέρους της. Η επιβάρυνση  δε της θέσης της ανακόπτουσας,  άλλωστε, για το λόγο ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η τράπεζα στην απόδειξη της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 παρ. 1, 448 παρ. 1 εδ β΄ και 453 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, από τον εν λόγω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α΄ του ν. 2251/1994, ως αυτή αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα, απέρριψε το ως άνω λόγο, ορθά κατ αποτέλεσμα έκρινε και ορθά το νόμο εφάρμοσε  και ως εκ τούτου οι σχετικοί λόγοι έφεσης (3β και 3στ στο εφετήριο), με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι  2)  οι όροι 4.2 και 9 με τους οποίους η τράπεζα επιφυλλάσει για τον εαυτό της  το δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου και ότι σε περίπτωση θεσπίσεως  διοικητικά ανώτατου όριου επιτοκίων υπερημερίας θα ισχύει το εκάστοτε ανώτατο επιτόκιο και για τις δύο κατηγορίες τόκων υπερημερίας, αφού αφήνει έτσι το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, επιτρέποντας τον καθορισμό επιτοκίου ακόμα και καθ υπέρβαση των ανώτατων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων.  Με αυτό το περιεχόμενο  οι σχετικοί λόγοι ανακοπής τυγχάνουν απορριπτέοι προεχόντως ως αόριστοι,  ενόψει και της προεκτεθείσας νομικής σκέψης (ΙΙΙα), καθόσον δεν πλήττονται συγκεκριμένα κονδύλια της ένδικης απαιτήσεως, που αφορούν σε παρανόμως χρεωθέντες τόκους, ούτε προσδιορίζει η ανακόπτουσα το νόμιμο ύψος της οφειλής των τόκων με βάση τα ποσοστά των νόμιμων επιτοκίων, που σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται, έπρεπε να επιβληθούν, χωρίς εφαρμογή των κατά τους ισχυρισμούς της ακύρων  ως άνω όρων της σύμβασης. Εν προκειμένω, δηλαδή, δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, διά της οποίας διώκεται πχ η παράλειψη εντοπισθείσας παράνομης συμπεριφοράς, όπου ως κύριο ζήτημα ανακύπτει πράγματι η inabstracto καταχρηστικότητα τυχόν χρησιμοποιούμενου συμβατικού όρου, ανεξαρτήτως της χρήσης του σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, πρόκειται περί δίκης μεμονωμένου καταναλωτή, που επιδιώκει την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, η οποία έχει στηριχθεί σε συγκεκριμένη σύμβαση. Οι όροι της σύμβασης αυτής δεν αρκεί, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, να είναι inabstracto άκυροι για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά θα πρέπει επιπλέον να έτυχαν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, που σημειωτέον ουδόλως η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ ης έκανε χρήση  και από την εφαρμογή των συγκεκριμένων αυτών άκυρων όρων να επήλθε αιτιωδώς συγκεκριμένη οικονομική επιβάρυνση της ανακόπτουσας,  ώστε η διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος. Ως εκ περισσού σημειώνεται ότι με την υπ’ αριθμ. 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ.α`/26-27.12.2006) ορίστηκε ότι δεν επιτρέπεται ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια, ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 δημοσίευση Νόμος). Ως εκ τούτου το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα, απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής, ορθά κατ αποτέλεσμα έκρινε και ορθά το νόμο εφάρμοσε  και ως εκ τούτου οι σχετικοί λόγοι έφεσης (3ζ, η, ι στο  εφετήριο, κατ ορθή εκτίμηση αυτών), με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι 3) ο όρος  22 με τον οποίο ο οφειλέτης και ο εγγυητής παρέχουν τη συγκατάθεσή τους στην καθ ης-τράπεζα να επεξεργάζεται και να διαβιβάζει περαιτέρω σε τρίτους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που αυτοί έδωσαν στην τράπεζα στα πλαίσια της συναφθείσας σύμβασης. Ο λόγος αυτός  είναι  απορριπτέος  ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού, κατά τα προαναφερόμενα ανωτέρω και στην προηγηθείσα υπό στοιχ. ΙΙΙα νομική σκέψη δεν εκτίθεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο αν η καθ ης ενεργοποίησε τον προαναφερόμενο όρο  και, περαιτέρω, ιδίως, με ποιόν τρόπο ο όρος αυτός, που κατά την ανακόπτουσα είναι άκυρος,  επέδρασε στη γένεση ή στο ληξιπρόθεσμο της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής, καθώς και στη διαμόρφωση του τελικώς οφειλόμενου σε βάρος της ποσού,  δεδομένου, κατά τα προλεχθέντα η ύπαρξη άκυρων όρων δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο επιδρούν. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια όσον αναφορά την απόρριψη του ως άνω λόγου ανακοπής, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της έφεσης (υπό στοιχ.3θ) τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα 4) οι όροι 15 και 9 που επιτρέπουν στην καθ ης Τράπεζα να καταγγείλει τη σύμβαση του δανείου σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή 3 διαδοχικών μηνιαίων δόσεων εν όλω ή εν μέρει και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας. Και ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι αφ ενός μεν δεν αναφέρονται οι συνέπειεις της ύπαρξης των ως άνω όρων στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού,δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερόμενα, αφ ενός μεν η ύπαρξη άκυρων όρων δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης αλλά μόνο του μέρους στο οποίο επιδρούν  αφ ετέρου δε ουδόλως αναφέρεται από την ανακόπτουσα ότι η καθ ης ενεργοποίησε τους ως άνω άκυρους όρους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με όμοια αιτιολογία απέρριψε κυρίως τον ως λόγο ανακοπής ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα στο σχετικό λόγο έφεσης ( υπό στοιχ.3ια) τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα 5)  Ο όρος 20 κατά τον οποίο ο εγγυητής παραιτείται από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868 ΑΚ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής που επαναφέρεται από την ανακόπτουσα με σχετικό λόγο εφέσεως ( υπό στοιχ.3δ)  είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού η ανακόπτουσα, που ως εγγυήτρια στην  ένδικη σύμβαση δανείου, ενόψει των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας έχει την ιδιότητα του καταναλωτή και ως εκ τούτου δικαιούται να επικαλεσθεί την καταχρηστικότητα του ως άνω όρου, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω ρήτρα παραιτήσεως  από τα  δικαιώματα που της παρέχουν τα άρθρα 862 έως 868 ΑΚ είναι καταχρηστική ως γενικός όρος συναλλαγών και συνεπώς άκυρη, μόνο το γεγονός αυτό δεν αίρει την ευθύνη της ως εγγυήτρια. Θα έπρεπε επιπλέον να επικαλεσθεί με ορισμένο και ειδικό τρόπο και μία ένσταση, παρεχόμενη από τα ως άνω άρθρα, καθώς και το αποτέλεσμα που η ένσταση αυτή θα επέφερε στην οφειλή της, λ.χ. ένσταση ελευθερώσεώς της από το άρθρο 862 ΑΚ διότι από πταίσμα της τράπεζας έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από τον πρωτοφειλέτη ( βλ.ad hoc ΕφΘεσ 2256/2018, όπ.α). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, έστω και με  εσφαλμένη αιτιολογία, αφού έκρινε  λανθασμένα ότι η ανακόπτουσα ως εγγυήτρια στην επίδικη σύμβαση δανείου  δεν εμπίπτει στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία με την παρούσα, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός   λόγος της έφεσης.6)  ότι παράνομα μετακυλίεται στους συμβαλλόμενους στη σύμβαση η εισφορά του ν. 128/1975, αφού η εν λόγω εισφορά βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι τους δανειολήπτες. Ο εν λόγω λόγος ανακοπής, πέραν της πρόδηλης αοριστίας του, διότι ουδόλως εκτίθεται ποια ήταν η συνέπεια της ύπαρξης του ανωτέρω όρου στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού και αν η καθ ης Τράπεζα ενεργοποίησε τον ως άνω όρο, δεδομένου ότι  ότι η ύπαρξη παράνομων και καταχρηστικών όρων, κατά τα προλεχθέντα,  δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνο του μέρους στο οποίο επιδρούν, ενώ επίσης δεν αναφέρεται και το αμφισβητούμενο ποσό κατά το οποίο αιτείται η αιτούσα την  ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι επί ανακοπής το δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνον αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση αυτού του λόγου,  τυγχάνει απορριπτέος ως  αβάσιμος, αφού σύμφωνα , με όσα προεκτέθηκαν, η μετακύλισή της εισφοράς αυτής στον πιστούχο  είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων, ιδίως  αν ληφθεί υπόψη ότι στην επίδικη σύμβαση πιστώσεως, ως εκθέτει, άλλωστε και η εκκαλούσα-ανακόπτουσα με τον παραπάνω λόγο,  γίνεται ειδική μνεία για τη χρέωση του πιστούχου   με την προαναφερομένη εισφορά, κατά τρόπο που να έχουν ικανοποιηθεί και οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημερώσεως του ιδίου  και των υπέρ αυτού εγγηυηθέντος-ανακόπτουσας περί της αντιστοίχου, αναλαμβανομένης δια της συμβάσεως, υποχρεώσεώς τους ( βλ. όρο 4.2 σύμφωνα με τον οποίο  το επιτόκιο του δανείου είναι κυμαινόμενο και ορίζεται ίσιο με το εκάστοτε ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κυρίας αναχρηματοδοτήσεως (Ε.Κ.Τ) των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα…………….πλέον …………..και της εισφοράς του Ν.128/1975, ανερχομένης σε 0,12%). Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις απορρίπτοντας το σχετικό λόγο ανακοπής, τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα με τον κρινόμενο λόγο εφέσεως (υπ.αριθμ.3ε) τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

 Νέοι λόγοι ανακοπής, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ  και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται πριν τη συζήτηση. Μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και κείνο των τυχόν, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 999/2013, ΑΠ 1632/2013, ΑΠ 1827/2012, ΑΠ 440/2012, ΑΠ 1287/2012, ΑΠ 1999/2010, ΑΠ 1949/2008, ΑΠ 1859/2009, ΑΠ 1949/2008, ΑΠ 192/2006, ΑΠ 339/2006, ΑΠ 192/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα-ανακόπτουσα με σχετικούς λόγους της έφεσής της (υπό στοιχ.3α και γ)  ισχυρίζεται ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί  καθώς  προσκρούουν στις αναφερόμενες διατάξεις του Ν. 2251/1994, και οι όροι της σύμβασης  που προβλέπουν ότι στα βιβλία που τηρεί η καθ ης, στη στήλη της χρεώσεως θα καταχωρούνται οι προμήθειες καθώς και ο όρος που προβλέπει την είσπραξη από την καθ ης εξόδων δανείου. Οι ως λόγοι, που ως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής, ουδόλως προτάθηκαν με αυτήν και περιέχονται, ως έπρεπε, κατά νόμο,  στην τελευταία, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας,  τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

Η ανακόπτουσα περαιτέρω με τον 4ο λόγο της ανακοπής της, που επαναφέρει με τον 4ο λόγο της εφέσεώς της, κατ ορθή εκτίμηση αυτού,  ισχυρίζεται ότι  τα αποσπάσματα από τα εμπορικά της βιβλία που προσκόμισε  η καθ ης, για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, στα οποία αποτυπώνονταν η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, δεν αποδεικνύουν την απαίτησή της, αφού αυτά δεν περιέχουν ούτε αναφέρουν   το ποσό των τόκων και το επιτόκιο χωριστά,  ήτοι  το είδος των χρεωθέντων τόκων και το επιτόκιο υπολογισμού τους και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθότητάς τους από την ανακόπτουσα.  Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος διότι α) κατά τα προλεχθέντα  για την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει δανειακής σύμβασης, αρκεί να επισυνάπτονται στην αίτηση, στα πλαίσια συνομολογημένου μεταξύ των μερών όρου, ως εν προκειμένω,  νόμιμα εξαχθέντα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας αντίγραφα του  τηρηθέντος για την εξυπηρέτησή της λογαριασμού, που αποδεικνύουν την απαίτηση της καθ’ ης,  το οποίο δεν αμφισβητείται ότι συνέβη εν προκειμένω, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά τόσο στην αίτηση όσο και στη διαταγή πληρωμής των κατ’ ιδίαν κονδυλίων του λογαριασμού, πολύ δε περισσότερο, των κατ’ ιδίαν συμφωνιών  μεταξύ των μερών, όπως το επιτόκιο που εφαρμόστηκε, για τη διαμόρφωση των κονδυλίων των τόκων, ενώ επίσης η διαταγή πληρωμής που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί η αναφορά σε αυτήν των δικαιογόνων περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου και τρόπου γέννησής της και δικαιολογούν το συμπέρασμα για την ύπαρξή της, ήτοι το κατάλοιπο του τηρηθέντος λογαριασμού κατά το κλείσιμό του β) διότι δεν είναι αναγκαίο να καταχωρίζεται στην κίνηση των λογαριασμών και να προκύπτει από το απόσπασμα που προσκομίζεται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, το ύψος του επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίζονταν οι τόκοι και εκτοκιζόταν το εκάστοτε εναπομείναν κεφάλαιο, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών (βλ. και ΕφΘεσ 1109/2015 Αρμ 2015.2085, ΕφΠειρ 638/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πολλώ δε μάλλον, που στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από την καθ ης  αποσπασμάτων από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ ης, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης των οποίων από τους αρμόδιους προς τούτο υπαλλήλους της καθ ης που την ενήργησαν,  που, κατά  τα ως άνω συνομολογηθέντα μεταξύ των διαδίκων (όρος 16.2 της σύμβασης), αποτελούν πλήρη απόδειξη  της απαίτησης της καθ ης, έκαστο κονδύλιο τόκων  παρατίθεται λεπτομερώς. Άλλωστε, η ανακόπτουσα δεν αμφισβήτησε συγκεκριμένα κονδύλια τόκων στον τηρηθέντα λογαριασμό, ισχυριζόμενη ότι πάσχουν, διότι οι ορθές περί τόκων χρεώσεις θα έπρεπε να ανέρχονται σε διαφορετικό ύψος, υπολογίζοντας στην τελευταία περίπτωση και το ορθό ύψος αυτών, ώστε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να τυγχάνει ακυρωτέα κατά το υπερβάλλον ποσό των παράνομων τόκων, αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, επειδή από τα προσαγόμενα από την καθ ης αποσπάσματα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά της βιβλία,  δεν προκύπτει  το ύψος του εφαρμοσθέντος επιτοκίου και των υπολογισθέντων κατ’ εφαρμογή αυτού τόκων.  Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που  απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής, με παρόμοιες εν μέρει αλλά ελλιπείς αιτιολογίες που παραδεκτώς συμπληρώνονται με τις αιτιολογίες της παρούσας,  ορθά έκρινε και πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω λόγος εφέσεως ως αβάσιμος.      Με τον 5ο λόγο της ανακοπής της, που η ανακόπτουσα επαναφέρει με τον 5ο λόγο της εφέσεώς της, ισχυρίζεται ότι με την ένδικη δανειακή σύμβαση το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε σε 2,5 μονάδες άνω του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου και ως εκ τούτου από τις 10.4.2008 που συνήφθη η επίδικη δανειακή σύμβαση μέχρι σήμερα καταβλήθηκαν αχρεωστήτως χρηματικά ποσά από παράνομες υπερβάσεις του επιτοκίου υπερημερίας, αφού καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης η υπέρβαση του τόκου υπερημερίας ήταν κατά 0,5 της μονάδας υψηλότερη του νομίμου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού η ανακόπτουσα δεν προσβάλλει, ως έπρεπε για το ορισμένο αυτού, ενόψει της προηγηθείσας νομικής σκέψης, κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο της ένδικης απαίτησης ούτε προσδιορίζει, ως όφειλε, το νόμιμο ύψος της οφειλής των τόκων με βάση τα ποσοστά των νομίμων επιτοκίων, που σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται έπρεπε να επιβληθούν, καθώς δεν αρκεί για το ορισμένο του σχετικού λόγου ανακοπής, η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού, στην οποία αρκείται η ανακόπτουσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση με όμοια με την παρούσα αιτιολογία τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός ως άνω λόγος τη έφεσης.        Τέλος, με τον έκτο  λόγο της ένδικης έφεσης η ανακόπτουσα επαναφέρει τον έβδομο λόγο της ένδικης ανακοπής, ισχυριζόμενη ότι η επίδικη απαίτηση είναι μη εκκαθαρισμένη λόγω ενσωμάτωσης σ αυτήν ποσών παράνομων χρεώσεων και δη παράνομων τόκων, ανατοκισμών ποσών, εισφοράς κλπ με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια και αοριστία στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ως προς τον τρόπο καθορισμού του οφειλόμενου ποσού. Ο λόγος αυτός, τυγχάνει απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος, διότι, κατά τα προλεχθέντα, η ανακόπτουσα δεν προσβάλλει, ως όφειλε, συγκεκριμένο κονδύλιο της ένδικης απαίτησης ούτε προσδιορίζει το νόμιμο ύψος της οφειλής της, αν δε μεσολαβούσε ο παράνομος ανατοκισμών τόκων.  Εξάλλου, και μη νόμιμος τυγχάνει ο ως άνω λόγος αφού, σε κάθε περίπτωση, η  τυχόν ενσωμάτωση στο κεφάλαιο παράνομων χρεώσεων, δεν αναιρεί το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, δύναται όμως να θεμελιώσει σχετικό αυτοτελή λόγο ανακοπής, με τον οποίο πλήττεται η διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των αναφερόμενων ορισμένως και αποδεικνυόμενων παράνομων χρεώσεων, ενώ, το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης δυνάμει της οποίας εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι απαιτείται να λάβει χώρα υπολογισμός ποσών.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, που ομοίως έκρινε, ορθά εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε το συγκεκριμένο λόγο ανακοπής και ως εκ τούτου τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στον ως άνω λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.   Κατά συνέπεια, μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, ενόψει του ότι η εκκαλούσα δεν επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, τον 8ο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα στην ένδικη έφεση τυγχάνουν απορριπτέα και ως εκ τούτου η ένδικη έφεση ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας,  λόγω της ήττας της στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμ. 417/2017  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις 27.8.2019,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ