Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 480/2019

Έφεση κατ’ αποφάσεως που δέχθηκε αγωγή περί καταβολής ανατοκιζόμενων των νόμιμων τόκων υπερημερίας επί κεφαλαιοποιημένων τόκων υπερημερίας, οι οποίοι είχαν επιδικαστεί στον ενάγοντα με προγενέστερη απόφαση επί άλλης αγωγής του και επιδίκασε, πλην των τόκων υπερημερίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής και το ποσό των ήδη επιδικασθέντων τόκων, που δεν είχαν ζητηθεί. Προσβολή της σχετικής κρίσης με πρόσθετο λόγο έφεσης, που είναι παραδεκτός, αν και δεν αντιστοιχεί σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης, επειδή αυτή υπερέβη το αντικείμενο της δίκης, το δε κεφάλαιο των τόκων είναι αναγκαίως συνεχόμενο με το (προσβληθέν με κύριο λόγο) κεφάλαιο του τόκου των τόκων. Εξαφάνιση για το λόγο αυτό της εκκαλουμένης στο σύνολό της, μετά την απόρριψη των λοιπών λόγων της έφεσης, που αφορούσαν α] το ορισμένο της αγωγής, για την πληρότητα της οποίας δεν ήταν αναγκαία η μνεία της τελεσιδικίας της προηγούμενης απόφασης με την οποία επιδικάστηκαν οι τόκοι των οποίων ζητήθηκε ο ανατοκισμός και η πληρωμή και β] την (ορθή) απόρριψη των ενστάσεων παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως απαράδεκτων, επειδή προβλήθηκαν με τις προτάσεις της εναγόμενης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς προφορική πρότασή τους στο ακροατήριο, μολονότι κατά την ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδικάστηκε η αγωγή δεν ήταν υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων. Απαράδεκτη και η επαναφορά των ενστάσεων αυτών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επειδή δεν έγινε επίκληση των λόγων που δικαιολογούσαν τη βραδεία προβολή τους, αφού δεν πρόκειται για προνομιακούς ισχυρισμούς.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      480/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 320/2017 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία η συζήτησή της κηρύχθηκε απαράδεκτη, νομότυπα με την από 16.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../16.11.2017 κλήση του εφεσίβλητου επανεισάγεται η ένδικη από 14.5.2012 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../18.5.2012 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../4.8.2015), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 2680/2009 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών του άρθρου 677 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015 και δέχθηκε στο σύνολό της την από 4.7.2008 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../11.7.2008) του ήδη εφεσίβλητου. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ, χωρίς ανάγκη καταβολής παραβόλου λόγω της φύσεως της διαφοράς που αφορά αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 495 § 4 εδαφ. τελευταίο και 677 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν το πρώτο μετά το Ν. 4055/2012 και το δεύτερο πριν το Ν. 4335/2015) και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι το δικόγραφό της κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.5.2012, την τελευταία δηλαδή ημέρα της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 § 2 του ιδίου Κώδικα (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας, που αφετηριάστηκε στις 19.5.2009 με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, της οποίας δεν επακολούθησε επίδοση. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία.

ΙΙ. Με την πιο πάνω αγωγή του το ενάγον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργώντας καθ’ υποκατάσταση εκ του νόμου της μελετητικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», ζήτησε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς να υποχρεώσει την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία στην έντοκη από της επιδόσεώς της καταβολή, ανατοκιζόμενων, των νομίμων τόκων υπερημερίας επί κεφαλαιοποιούμενων τόκων υπερημερίας ύψους εξήντα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (68.534,30 €), παραχθέντων κατά το χρονικό διάστημα από 31.12.1988 έως 30.12.1992, που αντιστοιχούσαν σε κεφάλαιο πενήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (57.371,53 €), οφειλόμενο στην υποκαθιστάμενη εταιρία ως αμοιβή της για την εκπόνηση μελέτης προσχεδίων διατάξεων, μαζί με τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς, για τη μετασκευή του επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου Λ., της πλοιοκτησίας της εναγομένης και επιδικασθέν στο ενάγον με προηγούμενη απόφαση του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε προγενέστερη αγωγή που είχε ασκήσει με την ίδια ιδιότητά του. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απορρίφθηκαν για τυπικούς λόγους οι ενστάσεις παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προβλήθηκαν, έγινε ακολούθως δεκτή εν μέρει η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στο ενάγον, πρώτον, το συνολικό χρηματικό ποσό των εξήντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (68.286,90 €), δεύτερον, νόμιμους επ’ αυτού τόκους από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και, τρίτον, τα έξοδα της δίκης, τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό ευρώ (2.100 €). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή της η εναγόμενη και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί την εξαφάνισή της, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και τη συνολική απόρριψη της εναντίον της αγωγής.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 520 § 2, 532, 591 § 1 στοιχ. α, 674 § 1, 677 και 681 ΚΠολΔ, όπως οι δύο τελευταίες ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας ο εκκαλών μπορεί να ασκήσει με τις προτάσεις του πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι θα κριθούν παραδεκτοί τότε μόνον όταν με αυτούς προσβάλλονται τα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν πληγεί με την έφεση, καθώς και εκείνα που συνέχονται αναγκαίως με αυτά, διαφορετικά θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Κατά την έννοια του νόμου ως «κεφάλαιο» νοείται η οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό (ή) και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος προς παροχή έννομης προστασίας, που εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 132/2004, ΝοΒ 2004/1547), διαφοροποιούμενο από τα λοιπά ως προς είτε το αίτημα είτε την ιστορική του βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 978/2014, ΧριΔ 2015/35, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343). Επομένως, κάθε κεφάλαιο της εκκαλουμένης αντιστοιχεί σε μια αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) αλλά και εκκρεμοδικία και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1449/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 798/2010, ΕΠολΔ 2010/862, ΑΠ 174/2010, ΔΕΕ 2010/919, ΑΠ 173/2010, ΧρΙΔ 2011/180, ΑΠ 925/1991, ΝοΒ 1992/550). Μάλιστα, για λόγους προστασίας του διαδίκου που θίγεται από το διαδικαστικό σφάλμα του δικαστηρίου γίνεται δεκτό ότι κεφάλαιο δεκτικό προσβολής με έφεση, παρότι δεν αντιστοιχεί σε υποβληθέν αίτημα και ως προς αυτό ουδέποτε παρήχθη εκκρεμοδικία, αποτελεί και η διάταξη της εκκαλουμένης με την οποία επιδικάστηκε ανύπαρκτο αγωγικό αίτημα, όπως συμβαίνει όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπερέβη το αντικείμενο της δίκης και αποφάνθηκε επί αιτήματος που δεν υποβλήθηκε (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 89 – 96, Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, 2000, σελ. 84 – 86, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 17, σελ. 317, Δ. Κράνης, Η έννοια και η σημασία των κεφαλαίων στην πολιτική δίκη, ΕΠολΔ 2018, σελ. 242, σημ. 2). Αναγκαίως συνεχόμενο με τα προσβληθέντα είναι και το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε για παρεπόμενη ή παρακολουθηματική της κύριας απαίτησης αξίωση (ΑΠ 1822/2017, ΑΠ 76/2015, ΜονΕφΠειρ. 471/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 224/2016, ΔΕΕ 2016/355). Υπό την έννοια αυτή, αν κύριο αντικείμενο της δίκης αποτελεί χρηματική απαίτηση, το αίτημα περί τοκοδοσίας αυτής, που συνιστά αξίωση παρεπόμενη της κύριας (ΑΠ 496/2003, Δνη 2003/1339), όπως και η κατ’ αποδοχή αυτού αντίστοιχη διάταξη της απόφασης, συγκροτεί ιδιαίτερο μεν κεφάλαιο (ΑΠ 207/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 174/2010, ΕΕμπΔ 2010/416 = ΔΕΕ 2010/919 = ΕφΑΔ 2010/921 = ΕπισκΕΔ 2010/740 = ΧρΙΔ 2010/709 = ΕΠολΔ 2010/860 = ΝοΒ 2011/300 = Δνη 2011/1392), το οποίο τελεί όμως σε σχέση αναγκαίας συνοχής με το κεφάλαιο που αφορά στην κύρια απαίτηση (ΑΠ 579/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 842/2010, ΕΠολΔ 2010/861). Ομοίως, η κατ’ άρθρο 296 ΑΚ απαίτηση για τόκους εξ ανατοκισμού αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα όχι βέβαια του κεφαλαίου της κύριας απαίτησης αλλά μιας νέας απαιτήσεως την οποία απαρτίζουν οι δεδουλευμένοι κατά τη διάρκεια ενός τουλάχιστον έτους τόκοι αυτής, οι οποίοι, εφόσον η καταβολή τους δεν έχει συμφωνηθεί, μπορούν να αναζητηθούν μόνο με αγωγή, η οποία αποτελεί στην περίπτωση αυτή αναγκαία προϋπόθεση για τη γένεσή τους (ΟλΑΠ 10/2007, ΝοΒ 2008/900, ΑΠ 1825/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 126/2008, Δ 2008/764 = Αρμ. 2008/1365). Επομένως, οι τόκοι τόκων αποτελούν παρεπόμενα των τόκων της κύριας απαίτησης και τελούν σε σχέση αναγκαίας συνοχής προς αυτούς, με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η προσβολή με πρόσθετο λόγο έφεσης του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που επιδίκασε τους τόκους, έστω και αν τέτοιο αίτημα δεν είχε με την αγωγή υποβληθεί, εφόσον με κύριο λόγο έχει εφεσιβληθεί το κεφάλαιο που αφορά στους τόκους των τόκων.

Για το λόγο αυτό κρίνεται εν προκειμένω παραδεκτός ο πρόσθετος λόγος της ένδικης έφεσης, που η εκκαλούσα άσκησε με το δικόγραφο των από 8.5.2019 προτάσεών της, δεδομένου ότι με αυτόν προσβάλλεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο επιδικάστηκαν οι τόκοι επί των οποίων ζητήθηκε τόκος και το οποίο συνέχεται αναγκαστικά με το προσβληθέν με τους κύριους λόγους της έφεσης κεφάλαιό της, με το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της αγωγής για την έντοκη από της επιδόσεώς της καταβολή των ανατοκιζόμενων τόκων. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτός και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενος με την έφεση προς την οποία τελεί σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξή της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής προς συζήτηση και του πρόσθετου λόγου (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).

  1. IV. Από τις διατάξεις των εδαφ. α και β του άρθρου 296 ΑΚ, στις οποίες ορίζεται ότι «Για τόκους κάθε είδους οφείλεται τόκος,  αν  τέτοιος  τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή και στις δύο όμως περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολόκληρου τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση», συνάγεται ότι ο τόκος του (κεφαλαιοποιημένου) τόκου, αν η καταβολή του δεν έχει συμφωνηθεί, επιδιώκεται μόνον μετά την παρέλευση ενός τουλάχιστον έτους καθυστερήσεώς του και μόνον με καταψηφιστική (ΑΠ 517/2011, ΕΠολΔ 2012/645 = Ε7 2013/760) αγωγή, που επιδίδεται αφού λήξει το έτος, δηλαδή αφού έχει συμπληρωθεί κατά την άσκησή της ετήσια (ή μακρότερη, όχι όμως βραχύτερη) χρήση του κεφαλαίου από τον εναγόμενο οφειλέτη και, συνεπώς, εφόσον υπάρχουν δεδουλευμένοι (δηλαδή ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί) τόκοι τουλάχιστον ενός έτους (ΑΠ 1102/2010, ΝοΒ 2010/2261, ΑΠ 1275/2010, ΝοΒ 2011/312 = Δνη 2011/1062 = Ε7 2012/766, ΕφΑθ. 2421/2012, Δνη 2012/853, Γ. Ταμπάκης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 296, αρ. 3 – 5, σελ. 56 – 57, Κ. Σπηλιόπουλος, σε ΕρμΑΚ, τόμος ΙΙ, ημίτομος Α, 1949, άρθρο 296, αρ. 5, σελ. 83). Από τα ανωτέρω συνάγεται επίσης ότι για να είναι ορισμένη η περί ανατοκισμού καθυστερούμενων τόκων αγωγή πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, εκτός των άλλων, σαφή έκθεση: α] του ποσού των δεδουλευμένων τόκων, β] της χρονικής περιόδου της τοκογονίας, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον ενός έτους και γ] της ασκήσεως της αγωγής μετά τη συμπλήρωση του ελάχιστου αυτού χρονικού διαστήματος (ΑΠ 174/2013, ΕφΑΔ 2013/637, ΑΠ 1403/2013, ΑΠ 389/2011, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2319/2009, ΝοΒ 2011/922, ΑΠ 1847/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αναγκαίο στοιχείο του περιεχομένου της ίδιας αγωγής δεν είναι η επίκληση της τελεσίδικης επιδίκασης των τόκων επί των οποίων ζητούνται τόκοι, αφού ο ανατοκισμός λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως αυτής (ΑΠ 67/2000, ΑρχΝ 2000/510 = Δνη 2000/772 = ΝοΒ 2000/1576 = ΕΕΝ 2001/516, ΑΠ 756/2000, ΕΕΝ 2001/839, ΕφΑθ. 5098/2011, Δνη 2012/567, contra ΕφΑθ. 298/1991, ΑρχΝ 1992/490).

Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή απορρίπτοντας το συναφή αμυντικό ισχυρισμό της έκρινε την αγωγή ορισμένη, μολονότι στο δικόγραφό της δε γινόταν επίκληση τελεσιδικίας της αποφάσεως με την οποία επιδικάστηκαν οι τόκοι των οποίων ζητήθηκε ο ανατοκισμός και η πληρωμή, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

  1. V. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 591 § 1 εδαφ. β, στοιχ. β, γ και 256 § 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ, όπως το πρώτο ίσχυε κατά το χρόνο συζητήσεως της υπόθεσης, στις 3.11.2008, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 το άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν προφορικά στο ακροατήριο όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι καταλυτικές ενστάσεις της παραγραφής (ΑΠ 98/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 936/2015, ΝοΒ 2015/1691) και της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 581/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν. Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεώς τους είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, Δνη 2005/689 = Δ 2005/727, ΑΠ 993/2017, ΑΠ 1159/2017, ΑΠ 1162/2017, ΑΠ 127/2016, ΑΠ 206/2016, ΑΠ 1144/2015, ΑΠ 220/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η επ’ ακροατηρίου αναφορά στις οποίες δύναται να αναπληρώσει την προφορική πρόταση των ισχυρισμών στο ακροατήριο μόνο στις διαδικασίες κατά τις οποίες η υποβολή προτάσεων είναι υποχρεωτική (ΑΠ 611/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 258 § 1 και 259 § 1, συνδυαζόμενες προς εκείνη του άρθρου 438 του ιδίου Κώδικα, τα πρακτικά του δικαστηρίου, ως δημόσιο έγγραφο, εφ’ όσον έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμους τύπους, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά ότι έγιναν ενώπιον του συντάκτη τους και ανταπόδειξη δεν επιτρέπεται παρά μόνον με την προσβολή τους ως πλαστών (ΑΠ 147/2011, ΕπιΔικΙΑ 2011/256, ΕφΑθ. 10108/2002, Δνη 2005/274). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εδώ χρόνο, πριν δηλαδή την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προβλήθηκαν στην πρωτόδικη, εκτός αν 1] προτείνονται από τον εφεσίβλητο προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, 2] είναι οψιγενείς, δηλαδή γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και 3] συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΑΠ 1099/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αν δηλαδή πρόκειται για ισχυρισμούς που είτε είναι προνομιακοί, δυνάμενοι να προβληθούν σε κάθε στάση της δίκης ή λαμβανόμενοι υπόψη αυτεπαγγέλτως είτε αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου του διαδίκου που τους προβάλλει είτε, τέλος, δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, μη αναγόμενη σε υπαιτιότητα του διαδίκου. Με δεδομένο ότι η ένσταση παραγραφής δεν περιλαμβάνεται στους προνομιακούς ισχυρισμούς, αφού λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως μόνον υπέρ του Δημοσίου και όχι στις μεταξύ ιδιωτών δίκες (ΑΠ 1087/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ότι το ίδιο συμβαίνει και με την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η οποία τόσο ως προς την έννομη συνέπειά της (έτσι η ΟλΑΠ 472/1983, ΝοΒ 1984/48 και η πάγια έκτοτε νομολογία του Ακυρωτικού) αλλά, σε κάθε περίπτωση, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν, υπόκειται στους περιορισμούς του συγκεντρωτικού συστήματος (ΑΠ 352/2004, ΕΕΔ 2004/852 = ΝοΒ 2005/472 = Δνη 2005/1402, Ν. Νίκας, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ’ έφεση δίκη, 1987, σελ. 110), αφού δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να ορίζει ειδικά ότι ο σχετικός περί αυτής ισχυρισμός μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, ο διάδικος, που ως εκκαλών διατυπώνει τέτοιους ισχυρισμούς, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει στη δευτεροβάθμια δίκη τη συνδρομή των προϋποθέσεων που επιτρέπουν την όψιμη πρότασή τους (ΑΠ 243/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/2011, Ε7 2012/247 = ΔΕΕ 2012/1054, ΑΠ 739/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 462/2008, Δ 2008/850 = ΑρχΝ 2009/472, ΤριμΕφΘεσ. 1491/2014, ΕπισκΕΔ 2014/584, ΕφΑθ. 6359/2009, Δνη 2010/531) και, αν δεν γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό ούτε αποδεικνύονται αμέσως, έχει τις ίδιες υποχρεώσεις ως προς τους λόγους που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή τους. Απαιτείται δηλαδή να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η καθυστερημένη υποβολή των ισχυρισμών του στη δικαστική κρίση οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος ανταποκρίνεται στην νομική έννοια της δικαιολογημένης αιτίας (ΑΠ 999/2010, ΕφΑΔ 2011/79), άλλως αυτοί απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 88/2018, ΑΠ 274/2018, ΤριμΕφΠειρ. 50/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 73, σελ. 727, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 527, αρ. 19, σελ. 951). Το ίδιο ισχύει και ως προς τους ισχυρισμούς που προτάθηκαν μεν στον πρώτο βαθμό, απορρίφθηκαν όμως ως απαράδεκτοι λόγω της καθυστερημένης προβολής τους (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 126/2010, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1927, σελ. 492). Η επαναφορά των ισχυρισμών αυτών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι παραδεκτή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, τις οποίες ο εκκαλών πρέπει να επικαλείται στο εφετήριο (ΑΠ 144/2007, ΝοΒ 2007/1348, ΑΠ 1024/2016, ΤριμΕφΝαυπλ. 506/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου χαρακτήρισε ως απαράδεκτες τις από τα άρθρα 250 περ. 15 και 281 ΑΚ ενστάσεις της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, τις οποίες είχε αυτή περιλάβει στις προτάσεις της, με την αιτιολογία ότι δεν είχαν προβληθεί παραδεκτώς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επειδή δεν εκτέθηκαν εκεί προφορικά. Από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, που πιστοποιούν τις γενόμενες στο ακροατήριο διαδικαστικές πράξεις, προκύπτει ότι κατά την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – τότε εναγομένης ζήτησε την απόρριψη της αγωγής «ως στις προτάσεις της αναλυτικότερα». Από τη διατύπωση αυτή, που παρατίθεται αυτολεξεί, προκύπτει ότι η εκκαλούσα δεν προέβαλε, έστω και επιγραμματικά, τις ενστάσεις της παραγραφής και της καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος και, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, η παράλειψη της προφορικής αναφοράς τους δεν μπορούσε να αναπληρωθεί με παραπομπή στις έγγραφες προτάσεις της ούτε η πρότασή τους ήταν κατά νόμο επιτρεπτό να συναχθεί εμμέσως από αυτές, δεδομένου ότι κατά την ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδικάστηκε η υπόθεση δεν ήταν υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων (άρθρα 238 εδαφ. α και 679 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να απορρίψει ως απαράδεκτες τις συγκεκριμένες ενστάσεις της εναγομένης ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, είναι δε απορριπτέοι οι ειδικότεροι ισχυρισμοί αυτής ως εκκαλούσας και, συγκεκριμένα, ο πρώτος εξ αυτών, με τον οποίο αμφισβητείται η ακρίβεια των όσων αναγράφονται στα επίμαχα πρακτικά, την ελλιπή σύνταξη των οποίων αποδίδει σε παραδρομή του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως αλυσιτελής, αφού η πλήρης αποδεικτική δύναμη των πρακτικών δεν ανατρέπεται χωρίς τη σύγχρονη προσβολή τους για πλαστότητα, όπως δε συμβαίνει εν προκειμένω και ο δεύτερος, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι για την παραδεκτή τους διερεύνηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκούσε η προβολή των εν λόγω ενστάσεων με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις της, ως νομικά αβάσιμος. Απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίνεται ο ίδιος λόγος εφέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο επαναφέρονται στα πλαίσια της έκκλητης δίκης οι ίδιες ενστάσεις της εναγομένης, που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες στον πρώτο βαθμό και, επομένως, θεωρείται ότι προτείνονται το πρώτον τώρα, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει τη συνδρομή λόγου δικαιολογούντος τη βραδεία προβολή τους, περιοριζόμενη στην επιχειρηματολογία που προαναφέρθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι ο χαρακτήρας της, εκ των ανωτέρω, ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος ως δημόσιας τάξης δεν την καθιστά ισχυρισμό αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενο υπόψη, αφού μόνη έχει την έννοια ότι η εφαρμογή της δε μπορεί να αποκλειστεί από την ιδιωτική βούληση (άρθρο 3 ΑΚ), όχι δε και ότι ο περί αυτής ισχυρισμός δεν υπόκειται στους περιορισμούς του συγκεντρωτικού συστήματος (ΕφΑθ. 6359/2009, ο.π., ΕφΑθ. 8233/2004, Δνη 2005/1550). Εκτέθηκε, άλλωστε, ανωτέρω ότι ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι η έννομη συνέπεια της εν λόγω ενστάσεως, όπως και των λοιπών ισχυρισμών που θεμελιώνονται σε κανόνες δημόσιας τάξης, μπορούσε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως και, επομένως, να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, θα ήταν αναγκαίο τα πραγματικά περιστατικά που τη στοιχειοθετούν να έχουν ήδη προταθεί παραδεκτώς κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως, όμως, δε συνέβη εν προκειμένω. Για τους λόγους αυτούς είναι απορριπτέος και ο ειδικότερος ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι λόγω του χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ ως δημόσιας τάξης όφειλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οφείλει δε, όπως εκτιμάται, και το παρόν δευτεροβάθμιο, να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τη συγκεκριμένη ένσταση.

  1. VI. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 296 ΑΚ, που ήδη μνημονεύθηκε, αναφέρεται σε κάθε είδους τόκους και στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της καταλαμβάνει τόσο δικαιοπρακτικούς (συνηθέστατα συμβατικούς) όσο και νόμιμους (ΑΠ 1509/2003, Δνη 2005/1127), εν ευρεία ή στενή εννοία, τόκους (υπερημερίας ή επιδικίας, που βαρύνουν τον υπερήμερο ή και τον ανυπαίτιο οφειλέτη αντίστοιχα, περί των οποίων βλ. Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 12, αρ. 9 – 10, σελ. 797 – 798, τον ίδιο, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 346, αρ. 1, σελ. 245, Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, 2007, § 9, αρ. 23 – 25, σελ. 208 – 209). Το δε αίτημα της αγωγής, με την οποία ζητούνται τόκοι τόκων, είναι η επιδίκασή τους από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού, η οποία διακόπτει τον ανατοκισμό, κατευθύνεται δηλαδή σε παροχή της οποίας το αντικείμενο είναι κατά τη δίκη απροσδιόριστης αξίας, λόγω της φύσης του, αφού είναι άδηλος ο χρόνος κατά τον οποίο θα εξοφληθεί η απαίτηση από τους τόκους που κεφαλαιοποιήθηκαν, ώστε στο εξής να παύσει ο εκτοκισμός τους, που άρχισε με την επίδοση της περί ανατοκισμού αγωγής. Αίτημά της, αντιθέτως, δε μπορεί να είναι η κεφαλαιοποίηση των οφειλόμενων και καθυστερούμενων τόκων ενός τουλάχιστον έτους, ώστε του λοιπού να παράξουν και αυτοί τόκο αλλά η καταψήφιση τόκων υπολογιζόμενων επί των ήδη καθυστερούμενων, δεδουλευμένων, τόκων που κεφαλαιοποιήθηκαν και στο εξής ανατοκίζονται, δεδομένου ότι ο ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν, στο χρόνο δηλαδή παραγωγής των δεδουλευμένων τόκων, επειδή η αναδρομή αυτή θα είχε υπερβολικά επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες και για το λόγο αυτό είναι ανεπιθύμητη για το νομοθέτη (ΟλΑΠ 10/2007, ΝοΒ 2008/900, ΑΠ 1298/2010, ΝοΒ 2010/2262, ΑΠ 1573/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1694/2006, ΧρΙΔ 2007/211, ΑΠ 1559/2004, Δνη 2005/832, ΑΠ 709/1997, Δνη 1998/131, ΕφΑθ. 9104/1999, ΔΕΕ 2000/630). Άλλωστε, αν οι τόκοι των οποίων ζητείται ο ανατοκισμός έχουν επιδικαστεί με άλλη δικαστική απόφαση, ως τόκοι είτε επιδικίας είτε υπερημερίας κατ’ άρθρα 346 και 345 ΑΚ αντίστοιχα, δε μπορούν με μεταγενέστερη αγωγή του δανειστή να αναζητηθούν εκ νέου και, αν τούτο συμβεί, η αγωγή θα αποκρουστεί με την ένσταση εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου, ανάλογα με το βαθμό δικονομικής ωριμότητας της προηγούμενης δικαστικής κρίσης. Επομένως, όπως ο δανειστής που έχει επιτύχει την επιδίκαση της απαιτήσεώς του κατά κεφάλαιο δικαιούται στη συνέχεια να αξιώσει μόνον τους τόκους του κεφαλαίου αυτού (ΑΠ 238/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 670/2003, Δικογραφία 2004/121, βλ. και ΕφΠειρ. 130/1998, ΠειρΝ 1998/73), καθ’ όμοιο τρόπο ο επιτυχών την επιδίκαση της κύριας απαίτησής του εντόκως δανειστής δικαιούται στη συνέχεια να επιδιώξει την καταψήφιση μόνον των τόκων των επιδικασθέντων τόκων.

Στην περίπτωση που κρίνεται, από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν αποδεικνύεται ότι με την υπ’ αριθμ. 3836/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη εφέσεως κατ’ αυτής με την με αριθμό 426/2008 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η εκκαλούσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στο εφεσίβλητο το χρηματικό ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (57.371,53 €) με το νόμιμο τόκο από 31.12.1988 και μέχρι την εξόφληση. Οι τόκοι αυτοί έως την 30η.12.1992 είχαν ανέλθει στο χρηματικό ποσό των εξήντα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (68.534,30 €), το οποίο καταβλήθηκε στο εφεσίβλητο στις 29.1.2009, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. ……./2009 γραμμάτιο εισπράξεως, που το ίδιο εξέδωσε, σε εκτέλεση της ως άνω δικαστικής απόφασης μετά την επίδοση στις 31.7.2008 στην εκκαλούσα επιταγής προς πληρωμή μείζονος χρηματικού ποσού. Για το λόγο αυτό με την ένδικη αγωγή επιδιώχθηκε μόνον ο ανατοκισμός των κεφαλαιοποιηθέντων αυτών τόκων και η πληρωμή τόκου επ’ αυτών για το χρονικό διάστημα από την επίδοσή της και μέχρι την πλήρη εξόφλησή τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε στο ενάγον και ήδη εφεσίβλητο, πέραν των τόκων επί των κεφαλαιοποιημένων, ύψους εξήντα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (68.534,30 €), τόκων του κεφαλαίου της κύριας απαίτησής του (57.371,53 €) και το ποσό των κεφαλαιοποιημένων και ήδη κατά τα ανωτέρω εξοφλημένων τόκων, το οποίο προσδιόρισε σε εξήντα οκτώ χιλιάδες διακόσια ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα λεπτά (68.286,90 €), υπερέβη το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό οριοθετήθηκε με την αγωγή και επιδίκασε πλέον των αιτηθέντων.

VII. Για το λόγο αυτό η εκκαλούμενη απόφασή του πρέπει, κατά παραδοχή του πρόσθετου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί και μάλιστα στο σύνολό της, επειδή, μολονότι η κρίση της περί επιδικάσεως του τόκου των τόκων δεν έχει πληγεί επιτυχώς, είναι αναγκαία για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, MονΕφΘεσ. 1221/2017, ΜονΕφΠειρ. 21/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) η ολική εξαφάνισή της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, συμπεριλαμβανομένης και της περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διατάξεώς της, με αποτέλεσμα να παρέλκει πλέον η έρευνα του τρίτου κύριου λόγου της εφέσεως με τον οποίο επλήγη η διάταξη αυτή. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και αναδικαστεί η αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στο ενάγον νομίμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση επί κεφαλαιοποιημένων και ανατοκιζόμενων νομίμων τόκων υπερημερίας συνολικού ύψους εξήντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (68.286,90 €).

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ