Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 373/2019

Περίληψη

Επί αναίρεσης πολιτικής απόφασης τα παράπονα, που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται απ’ το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης. Αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι. Ολική αναίρεση της απόφασης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά και σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου. Ως πληγέντα κεφάλαια της κατά ένα μέρος αναιρεθείσας απόφασης νοούνται οι οριστικές διατάξεις της, που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως οι περιπτώσεις άσκησης κύριας παρέμβασης, ανταγωγής, παρεμπίπτουσας αγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών. Συναναιρούνται και τα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της. Επιτρεπτή η προβολή πρόσθετων λόγων έφεσης, εφόσον η ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση είναι η πρώτη και υπάρχει η νόμιμη προθεσμία. Απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της έφεσης, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 του ΚΠολΔ. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό) με πλήρη απόδειξη κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Αναιρετικά ανέλεγκτη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή του νέου πραγματικού ισχυρισμού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μια απ’ τις παραπάνω προϋποθέσεις. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει τη διαδικαστική αυτή προϋπόθεση. Στην περίπτωση ανάθεσης απ’ το καταστατικό ή από το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας της εκπροσώπησής της σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή άλλα πρόσωπα ή και σε τρίτο, το πρόσωπο αυτό ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσο ο πληρεξούσιος, όσο κι ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλ’ ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Απ’ τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ΄ και 7β§15 του ν. 2190 προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης της Α.Ε. για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά το διορισμό εκπροσώπων της Α.Ε., δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό – δηλωτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό, αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ’ αυτής οι τρίτοι. Οι διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνουν προς τη διάταξη της §6 του άρθρου 20 του ν. 2190/1920, κατά την οποία οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσης του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ’ εντολή ή κατ’ ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σ’ αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία. Η οργανική εκπροσώπηση της εταιρείας, κατά το άρθρο 18§2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξης ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς. Δεν απαιτείται, ως όρος του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, ούτε επιβάλλεται η ανταπαίτηση που προτείνεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Παραγεγραμμένη απαίτηση μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό, ακόμη κι αν έχει ήδη απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση λόγω της παραγραφής. Ο συμβιβασμός που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο ή κατ’ άλλον από τον οριζόμενο στην §1 του άρθρου 293 ΚΠολΔ τρόπο δεν επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης (άρθρ. 293§2 του ΚΠολΔ), αλλ’ απλώς στηρίζει ανατρεπτική ένσταση κατά της βασιμότητας της αγωγής και κρίνεται κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου. Σε περίπτωση ένστασης εξώδικου συμβιβασμού οφείλει το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση σύμφωνη με το περιεχόμενο του συμβιβασμού. Η σχετική ένσταση, εφόσον ο συμβιβασμός εχώρησε μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επί της διαφοράς, ή αν αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του εφετείου με την έφεση, αλλά και με τους πρόσθετους λόγους αυτής. Η ανώνυμη εταιρεία, μετά τη λύση της εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της. Ο διορισμός κι η αντικατάσταση των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρίας που έχει λυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση υποβάλλονται στην από τις διατάξεις των άρθρων 7α§1 περ. γ΄ και ια΄ και 7⧧13 και 15 του ν. 2190/1920 προβλεπόμενη δημοσιότητα, η οποία δεν είναι συστατική, αλλ’ αποδεικτική και η ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί ν’ αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία αυτή δεν τηρήθηκε, ενώ οι τρίτοι μπορούν να τα επικαλεσθούν έναντι αυτής. Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο. Όταν ασκηθεί αγωγή ή προβληθεί ένσταση κατά ανώνυμης εταιρείας με αντικείμενο την εκπλήρωση υποχρεώσεων αυτής από σύμβαση, αν αμφισβητηθεί το κύρος της σύμβασης λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης της εταιρείας, ο ενάγων (ή ο ενιστάμενος) πρέπει να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και στη συνέχεια ν’ αποδείξει ότι ο αναφερόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος -η μνεία του οποίου δεν είναι απαραίτητη στην αγωγή- εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρεία, είτε διότι ήταν καταστατικό όργανο αυτής, είτε διότι του είχε δοθεί από καταστατικό όργανο η εξουσία συμβατικής εκπροσώπησής της, αντίστοιχα δε το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να διαλάβει στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εξουσία του προσώπου αυτού να εκπροσωπεί την εταιρεία. Σε σύμβαση που καταρτίστηκε χωρίς εξουσία του φερόμενου ως νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί έλλειψης πληρεξουσιότητας διατάξεις του άρθρου 229§1 ΑΚ, δηλαδή το κύρος της σύμβασης εξαρτάται απ’ τη συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας. Ο ισχυρισμός περί έγκρισης παραδεκτά προτείνεται με την προσθήκη στις προτάσεις, μετά την άρνηση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας περί μη νόμιμης εκπροσώπησής της κατά την κατάρτιση της σύμβασης. Το βάρος απόδειξης της έγκρισης φέρει ο ενάγων. Συνεπώς, εάν δεν προτείνει το σχετικό ισχυρισμό ή δεν αποδειχθεί αυτός κατ’ ουσία, η σχετική σύμβαση είναι ανίσχυρη έναντι της αντιπροσωπευόμενης ανώνυμης εταιρείας και δεν παράγει έναντι αυτής αποτελέσματα.

 

Αριθμός  373/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές  Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. O ΚΠολΔ ορίζει: α) στη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1, ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”, β) στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και γ) στη  διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., ότι “στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση”, ενώ στη  διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της, που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια, ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1131/2018,  ΑΠ 1150/2017,  ΑΠ 1326/2012,  ΕφΠειρ 650/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Τα παράπονα, που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 251/2016,  ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 994/2012,  ΑΠ 738/2012 ,  ΑΠ 553/2008, ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΘρ 14/2016,  ΕφΚερκ 2/2016,  ΕφΠειρ 294/2015,  ΕφΛαρ 125/2015, ΕφΘεσ 637/2013,  ΕφΛαρ 216/2013,  ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΑθ 2994/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 251/2016 ό.π., ΑΠ 738/2012 ό.π., ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΘρ 14/2016 ό.π., ΕφΚερκ 2/2016 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΠειρ 294/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π., ΕφΘεσ 637/2013 ό.π.). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 1123/2017, ΑΠ 845/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος). Eν όλω αναίρεση της απόφασης συντρέχει  και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αλλά και σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ( ΑΠ 129/2004, δημοσιευμένη στη Νόμος). Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης, που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ασκήσεως κυρίας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής, επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, τα οποία συναναιρούνται και, επομένως, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Έτσι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετέχουν στην αναιρετική δίκη, επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως, η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια, που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ (ΑΠ 738/2012 ό.π., ΑΠ 129/2004, όπ.α, ΕφΑθ 7478/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος). Οι διάδικοι, ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση, το οποίο, κατά το άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ., λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναιρέσεως, που έκανε δεκτό (ΑΠ 1150/2017 ό.π., ΑΠ 1123/2017 ό.π., ΑΠ 886/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012 ό.π., ΑΠ 63/2009, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΤριμΕφΛαμ 12/2017 ό.π., ΕφΠειρ 305/2016 ό.π). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσαν (ΑΠ 738/2012 ό.π., ΕφΠειρ 250/2016 ό.π., ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΛαρ 125/2015 ό.π.). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “νομικό ζήτημα” θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 923/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 886/2017 ό.π., ΑΠ 534/2015, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 736/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Κατ’ αρχάς, στο δικαστήριο της παραπομπής, οι διάδικοι επανέρχονται δικονομικώς στην κατά τον χρόνο της τελευταίας συζητήσεως υπάρχουσα κατάσταση. Επομένως, από τον προσδιορισμό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του σημείου εκκινήσεως της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής καθορίζονται και οι δικονομικές δυνατότητες αφ’ ενός των διαδίκων (π.χ. για την προβολή νέων ισχυρισμών, την διεξαγωγή νέων αποδείξεων, την άσκηση αντεφέσεως κ.ο.κ.) και αφ’ ετέρου του δικαστηρίου. Η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, ως και η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδείξεων κρίνονται κατά τις γενικές διατάξεις περί εφέσεως (άρθρα 527 και 529 Κ.Πολ.Δ.). Το ίδιο ισχύει και για την προβολή προσθέτων λόγων εφέσεως, εφόσον η ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση είναι η πρώτη και υπάρχει η νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 1326/2012, ΕφΛαρ 216/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ 2003. 145, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π.). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 650/2015, όπ.α, ΕΑ 7478/2013, ΕΑ 4924/2012, ΕΑ 2994/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολό της α)οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.) β)είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ΟλΑΠ 27/2007 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.) και γ)είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 ό.π., Εφ Πειρ 27/2019, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΠειρ 650/2015 ό.π., ΕφΑθ 7478/2013 ό.π., ΕΑ 4924/2012 ό.π., ΕφΑθ 2994/2006 ό.π.).

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α)αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β)αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ)αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ)αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Ενώ έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει, όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό) με πλήρη απόδειξη κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991 ΕλλΔνη 1992. 73, ΑΠ 752/2011, ΑΠ δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας την από 2.1.2007 και με αριθμό καταθέσεως …../31.1.2007 αγωγή της, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι αυτή μέχρι το έτος 2002 είχε πωλήσει στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα διαδοχικώς διάφορες ποσότητες βαμβακόσπορου έναντι των οποίων η τελευταία της κατέβαλε διαδοχικώς και τμηματικώς επίσης διάφορα ποσά και ότι την 31.12.2002 η οφειλή της εναγόμενης προς αυτήν ( ενάγουσα) ανερχόταν στο ποσό των 121.973,49 ευρώ και ότι η σύμβαση αυτή συνήφθη με πρόταση της εναγομένης προς την ενάγουσα προς σύναψη συμβάσεως χρέους, πρόταση που περιεχόταν στην από 3.2.2003 έγγραφη προς αυτήν (ενάγουσα) επιστολή που απηύθυνε ο προϊστάμενος του λογιστηρίου της εναγόμενης κατ’ εντολήν των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης προς την ενάγουσα, την οποία πρόταση και η ενάγουσα αποδέχτηκε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από τις 4.2.2003  (επομένη της ημερομηνίας της ως άνω αναγνώρισης), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, απορρίπτοντας τις προβληθείσες κατ’ αυτής από την εναγόμενη ενστάσεις περί εκκρεμοδικίας και συμψηφισμού, δέχτηκε αυτήν ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτηθέν ποσό με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καταδίκασε δε την εναγόμενη και στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής η ηττηθείσα εναγόμενη άσκησε την από 20.5.2011 και με αριθμ. έκθ. καταθ. …/2011 έφεσή της και τους από 23.4.2012 και με αριθμ. έκθ. καταθ. ΒΑΒ …./2012 πρόσθετους λόγους έφεσης, ζητώντας για τους αναφερόμενους σ’ αυτούς λόγους (έφεση και πρόσθετους) την εξαφάνισή της, με την επιδίωξη να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης στο σύνολό της. Επί της εν λόγω εφέσεως εξεδόθη η με αριθμό 456/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που αφού συνεκδίκασε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, την δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση, επικυρώνοντας έτσι την ως άνω πρωτοβάθμια απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η σε βάρος της εναγόμενης ένδικη αγωγή, κατά τα προαναφερόμενα. Κατά της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης, η ηττηθείσα  εκκαλούσα άσκησε την από 10.9.2014 αίτηση αναίρεσης και τους από 9.1.2015 πρόσθετους λόγους αυτής, με την οποία ζήτησε την αναίρεσή της για τους αναφερόμενους στα ως άνω δικόγραφά της λόγους. Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως και πρόσθετων λόγων εξεδόθη η με αριθμό 852/2017 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η οποία α)αφού απέρριψε ως αβάσιμο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή, τον πρώτο αναιρετικό λόγο της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα-αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ.16 ΚΠολΔ, απέδιδε στην ως άνω 456/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου την πλημμέλεια της λανθασμένης απόρριψης του πρώτου πρόσθετου της εφέσεώς της, με τον οποίο επικαλούνταν ότι υπάρχει  δεδικασμένο που απορρέει από την με αριθμό 790/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, υποστηρίζοντας ότι στη δίκη εκείνη κρίθηκε τελεσιδίκως και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης-εφεσίβλητης-ενάγουσας που αποτελεί και την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής περί αναγνώρισης του επιδίκου χρέους από την εναγόμενη-εκκαλούσα-αναιρεσείουσα, διότι τον ισχυρισμό αυτό η εφεσίβλητη είχε προβάλει υπό τη μορφή αντένστασης προς απόκρουση ένστασης της εκκαλούσας περί παραγραφής της εκεί αξίωσης της εφεσίβλητης, β)δέχτηκε, κατά τα επί λέξει αναφερόμενα, μεταξύ άλλων,  σ’ αυτή  ότι « ………..από την μη ειδική αναφορά του Εφετείου στις παραπάνω …/14.3.2013 και …/4.3.2013 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. αλλά και από τις αιτιολογίες και το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Δικαστήριο, ενόψει και της αντίθετης ουσιαστικής κρίσης στην οποία κατέληξε (κάνοντας δεκτή την αγωγή της αναιρεσίβλητης), έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις …..». Έτσι, χωρίς να ερευνήσει τους λοιπούς λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως και πρόσθετους λόγους αυτής, έκανε δεκτό τον δέκατο λόγο αυτής όπως και τον πρώτο των προσθέτων λόγων αυτής για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολΔ, (μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσεκόμισαν) και κατόπιν τούτου ανήρεσε, κατά τα επί λέξει αναγραφόμενα στο διατακτικό της  «την 456/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως». Ως εκ τούτου, με την από 10.7.2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2017 κλήση της εφεσίβλητης-ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας νομίμως εισάγεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της αναπομπής η από 20.5.2011 έφεση και οι από 23.4.2012 πρόσθετοι λόγοι αυτής της εναγόμενης-εκκαλούσας, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του  Αρείου Πάγου, με την οποία, ενόψει των προαναφερομένων σε συνδυασμό και με την προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ. Ι) αναιρέθηκε στο σύνολό της η, εκδοθείσα επί της ανωτέρω εφέσεως και πρόσθετων λόγων αυτής, με αριθμό 456/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά το κεφάλαιό της που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή  ως νόμω και ουσία βάσιμη η σε βάρος της εναγόμενης ένδικη αγωγή, αφού ο ως αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αλλά και σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της, κατά το σύνολο του ως άνω ενιαίου κεφαλαίου της. Όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, η προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως και των προσθέτων λόγων, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού αυτών, και συνεπώς πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, κατά τα σχετικά προεκτεθέντα στην προηγούμενη μείζονα πρόταση, αφού το εμπρόθεσμο αυτών δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης, μεταβιβάζεται δε η υπόθεση ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο.  Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε  νομοτύπως (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως (άρθρα 144 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, το ίδιο δε και οι ασκηθέντες με το ιδιαίτερο από 23.4.2012 και με αριθμό κατάθεσης ΒΑΒ …../24.4.2012 κατατεθέν δικόγραφο στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι αυτής. Παραδεκτώς δε, ενόψει των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ. Ι), παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη, ασκούνται  ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου της  παραπομπής και οι ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και κοινοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη από 29.1.2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/29.1.2018 πρόσθετοι λόγοι, όλοι δε οι πρόσθετοι λόγοι αφορούν κεφάλαια της ανωτέρω απόφασης που προσβάλλονται με την κρινόμενη  έφεση της εκκαλούσας και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, όπως παρακάτω θα αναφερθεί ειδικότερα (άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν τυπικά δεκτοί και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και να ερευνηθούν περαιτέρω οι περιεχόμενοι στην έφεση και στα ανωτέρω ιδιαίτερα δικόγραφα πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι με την υπό κρίση έφεση και τα ως άνω δικόγραφα των πρόσθετων λόγων αυτής, που άσκησε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτά, ζητώντας η  εκκαλούσα – εναγόμενη να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η σε βάρος της αγωγή της ενάγουσας -εφεσίβλητης.       Η  εναγόμενη-εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της παραπονείται για το ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την νομίμως πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση εκκρεμοδικίας. Συγκεκριμένα αυτή ισχυρίσθηκε  πρωτόδικα ότι η ενάγουσα πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής άσκησε σε βάρος της την υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …../24.12.2002 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών, θεμελιούμενη στην ίδια βιοτική σχέση, καθώς αναφερόταν στην πώληση των ως άνω εμπορευμάτων, την οφειλή του υπολοίπου τιμήματος των οποίων αναγνώρισε, κατά την ένδικη αγωγή η ίδια. Ότι, επί της εν λόγω αγωγής εξεδόθη η με αριθμό 166/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, δεχόμενη, κατ’ ουσίαν ένσταση παραγραφής της σχετικής αξιώσεως, που προέβαλε στην εκεί δίκη η εναγόμενη-εκκαλούσα, μετ’ απόρριψη, ως νόμω αβάσιμης, της προβαλλόμενης από την ενάγουσα αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής, λόγω αναγνωρίσεως του επιδίκου χρέους, με την αιτιολογία ότι η ως άνω αναγνώριση δεν διακόπτει την παραγραφή και δεν επισύρει έννομες συνέπειες, διότι έγινε μετά την  συμπλήρωση της παραγραφής. Ότι κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η ενάγουσα είχε ασκήσει έφεση, η οποία δεν είχε εκδικασθεί, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ως εκ τούτου, κατ’ αυτήν, υφίσταται, για το λόγο αυτό εκκρεμοδικία, εξαιτίας της ως άνω προβληθείσας, κατά την ανωτέρω προγενέστερη δίκη, αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής, ώστε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να αναστείλει την εκδίκαση της προκείμενης αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης επί της εφέσεως της αντιδίκου κατά της με αριθμό 166/2005 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών. Με τον πρώτο πρόσθετο δε λόγο του από 23.4.2012 ιδιαίτερου δικογράφου της ισχυρίζεται ότι υφίσταται δεδικασμένο, πλέον,  που απορρέει από την με αριθμό 790/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της ασκηθείσας ως άνω εφέσεως της ενάγουσας και ως εκ τούτου κρίθηκε τελεσιδίκως και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός της  που αποτελεί και την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής περί αναγνώρισης του επιδίκου χρέους από την εναγόμενη-εκκαλούσα. Ο πρόσθετος λόγος αυτός της έφεσης, ενόψει των προαναφερόμενων στην υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη της παρούσας τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, ενόψει των προαναφερομένων, διατυπώθηκε ως αναιρετικός λόγος στην από 10.9.2014 αίτηση αναίρεσης  (πρώτος λόγος αναίρεσης) και απορρίφθηκε ως αβάσιμος, κατά τα προαναφερόμενα, με την με αριθμό 852/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου. Απορριπτέος, επίσης, ως απαράδεκτος τυγχάνει, ενόψει των προαναφερομένων στην ίδια ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, και ο 1ος λόγος της έφεσης περί εκκρεμοδικίας, ο οποίος απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την με αριθμό 456/2014 αναιρεθείσα απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά το κεφάλαιό της δε αυτό ως προκύπτει από την επισκόπηση της ασκηθείσας κατ’ αυτής από 10.9.2014 αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων δεν προσεβλήθη από την εκκαλούσα -αναιρεσείουσα και ως εκ τούτου ως προς το ως άνω μη αναιρεθέν κεφάλαιο της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Απορριπτέος, εξάλλου, ως απαράδεκτος, ενόψει των προαναφερομένων στην υπό στοιχ. Ι και ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας τυγχάνει και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης που περιέχεται στο ιδιαίτερο από 26.1.2018 δικόγραφο της εκκαλούσας με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται ότι ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συνήφθη η ιστορούμενη στην ένδικη αγωγή σύμβαση αναγνώρισης χρέους, που κατ’ αυτήν (αγωγή) συνήφθη με πρόταση της εναγομένης προς την ενάγουσα προς σύναψη συμβάσεως χρέους, πρόταση που περιεχόταν στην από 3.2.2003 έγγραφη προς αυτήν (ενάγουσα) επιστολή που απηύθυνε ο προϊστάμενος του λογιστηρίου της εναγόμενης, ………., που υπογράφει αυτήν, για λογαριασμό της, η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη καθώς ο εν λόγω υπάλληλος ενήργησε κατά κατάχρηση της χορηγηθείσας σ’ αυτόν πληρεξουσιότητας, καθώς, ως προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων και επικαλουμένων από τους διαδίκους ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικών και τις πρωτόδικες προτάσεις της εκκαλούσας, η τελευταία ουδόλως προέβαλε πρωτοδίκως τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση), ενώ ουδόλως απέδειξε ότι συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση κάποια από τις επικαλούμενες απ’ αυτήν προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ για το παραδεκτό της προβολής του για πρώτη  φορά στην κατ’ έφεση δίκη.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 873 ΑΚ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως.  Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με αυτό το σκοπό. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δι’ αυτής θεσπιζόμενη αυτοτελής και,  κατ’ αρχήν  ετεροβαρής,  σύμβαση από αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους δημιουργείται όταν τα μέρη αποσκοπούν στη δημιουργία υποχρέωσης ανεξάρτητα από την αιτία της υπόσχεσης ή της αναγνώρισης. Το πότε συντρέχει τέτοια περίπτωση είναι ζήτημα πραγματικό (ΑΠ 114/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος). Επίσης, προκύπτει ότι για την έγκυρη κατάρτιση της άνω σύμβασης απαιτείται ο έγγραφος τύπος (συστατικός), έστω και με τη μορφή ιδιωτικού εγγράφου, μόνο για τη δήλωση του οφειλέτη περί αναγνώρισης του χρέους, όχι δε και για την αποδοχή της δήλωσης αυτής από το δανειστή (ΑΚ 158, βλ.  και ΑΠ  40/2006, δημοσιευμένη στη Νόμος). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Ειδικότερα, η ανώνυμη εταιρία, η οποία είναι νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 22 του κωδ. νόμου 2190/1920, από το διοικητικό της συμβούλιο το οποίο ενεργεί συλλογικώς, μπορεί όμως, εφόσον τούτο ορίζεται στο καταστατικό, να ανατεθεί ευθέως από αυτό ή δια του διοικητικού της συμβουλίου η εκπροσώπησή της σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή άλλα πρόσωπα ή και σε τρίτο. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Ο δεσμός του με την εταιρία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ και 7β παρ. 15 του ν. 2190, όπως προστέθηκαν με το Π.Δ. 409/1986, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά το διορισμό εκπροσώπων της Α.Ε., δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό – δηλωτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό, αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ’ αυτής οι τρίτοι. Οι διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνουν προς τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 2190/1920 που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 2339/1995, κατά την οποία οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσης του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ’ εντολή ή κατ’ ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σ’ αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία (ΑΠ 1694/2009, 1187/2000, δημοσιευμένες στη Νόμος). Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρείας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς (ΑΠ 148/2013, Α.Π. 1363/2011, ΑΠ 470/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙV.  Σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθμ. 1 ΑΚ  σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των εμπόρων για εμπορεύματα που χορήγησαν και επομένως και οι αξιώσεις αυτών για καταβολή του τιμήματος από τα πωληθέντα εμπορεύματα. Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και κατέστη δυνατή η επιδίωξή τους (ΑΠ 577/2016, δημοσιευμένη στη Νόμος). Επιπρόσθετα, κατά το άρθρ. 440 ΑΚ, ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, επέρχεται δε ο συμψηφισμός κατά το άρθρ. 441 του ίδιου κώδικα με δήλωση του ενός προς τον άλλο, η οποία επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν, δηλαδή ο συμψηφισμός ενεργεί αναδρομικά. Ειδικότερα, συνάγεται από τα παραπάνω άρθρα, ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της δήλωσης (πρότασης) συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που θα συνυπάρξουν δυο αντίθετες απαιτήσεις με τα προσόντα του συμψηφισμού. Συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο ο δικαιούχος της μιας απαίτησης και οφειλέτης της άλλης έχει το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή η απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά και στο μέτρο που καλύπτονται, είτε γίνει αποδεκτή είτε όχι η πρότασή του από εκείνον στον οποίο απευθύνθηκε. Πρόδηλο είναι, επίσης, ότι ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που προτείνεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη (ΑΠ 844/1999). Περαιτέρω, ορίζει το άρθρ. 443 ΑΚ, ότι σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της. Ως συνύπαρξη των απαιτήσεων πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής νοείται η παράλληλη ύπαρξη και των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώριμη προς συμψηφισμό τους, μπορεί δε να προταθεί σε συμψηφισμό η απαίτηση που παραγράφηκε, ακόμη και αν έχει ήδη απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση λόγω της παραγραφής (ΑΠ 2111/2014, ΑΠ 1626/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Εξάλλου, από το συνδυασμό των  διατάξεων των άρθρων 513, 516, 340, 341, 383 και 385 ΑΚ, συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση πωλήσεως, εάν ο πωλητής εκπληρώσει μερικώς την παροχή του και δεν την ολοκληρώσει, ο αγοραστής έχει ως προς το καθυστερούμενο τμήμα της παροχής δικαίωμα να τάξει εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, δηλών άμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Εάν παρέλθει άπρακτος η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση δια τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει εκ της συμβάσεως όχι όμως να απαιτήσει την παροχή. Τα τελευταία ταύτα δικαιώματα γεννώνται υπέρ του αγοραστή και χωρίς να τάξει προθεσμία προς εκπλήρωση εάν εκ της όλης στάσεως του πωλητή προκύπτει  ότι το μέτρο αυτό θα ήτο άσκοπο (βλ. ΑΠ 1814/2007). Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να αναφέρονται  στην σχετική αγωγή ή στις προτάσεις για το ορισμένο της σχετικής ενστάσεως συμψηφισμού που προτείνεται από τον εναγόμενο που προβάλλει αξίωση αποζημίωσης για την ως άνω αιτία κατά της αγωγικής απαίτησης του δανειστή του, διότι άλλως είτε η αγωγή είτε η εν λόγω ένσταση είναι αόριστη, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας τους για το λόγο αυτό με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά. Το απαράδεκτο δε της αγωγής ή ένστασης λόγω αοριστίας ερευνάται και αυτεπαγγέλτως  από το δικαστήριο  της ουσίας ως αναγόμενο στην προδικασία η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΕφΠειρ 142/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος,  Β.Βαθρακοκοίλη, έκδ.1994, άρθρο 262, σελ.193).

  1. V. Επιπρόσθετα, ο  συμβιβασμός που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο ή κατ’ άλλον από τον οριζόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 293 ΚΠολΔ τρόπο δεν έχει δικονομικά αποτελέσματα δηλαδή δεν επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης (άρθρ. 293 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), αλλά απλώς στηρίζει ανατρεπτική ένσταση κατά της βασιμότητας της αγωγής και κρίνεται κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου (ΑΠ 7071/91 ΕΕΔ 51.750). Σε περίπτωση ενστάσεως εξωδίκου συμβιβασμού οφείλει το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση σύμφωνη με το περιεχόμενο του συμβιβασμού (βλ. σχετ. ΑΠ 824/88, Ελλ.Δ/νη 30.1316, ΕΑ 2158/1983 ΝοΒ 31.693, ΕΑ 9252/88 Ελλ.Δ/νη. 24.103, Ράμμο στην ΕρμΑΚ άρθρο 871 αριθμ. 54, Καυκά, Ενοχ.Δ. άρθρο 871 περ. 2 ε, Μπέη: Πολ. Δικ. άρθρ. 293 αριθμ. 11). Η εν λόγω ένσταση, εφόσον ο συμβιβασμός εχώρησε μετά την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί της διαφοράς, ή αν αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, μπορεί να προταθεί, για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (άρθρ. 527 αρ. 2 και 3 και 269 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) με την έφεση αλλά και με τους πρόσθετους λόγους αυτής (ΕφΠειρ 307/2015, ΕφΠειρ 614/2004, ΕΑ 178/1996, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47α παρ.1β και 3 του κωδικοποιημένου ν. 2190/1920 η ανώνυμη εταιρία λύεται και με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, λαμβανομένη με την απαρτία και πλειοψηφία των άρθρων 29 παρ.3 και 31 παρ.2 του νόμου αυτού, τη δε λύση της ανώνυμης εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση και, μάλιστα, η γενική συνέλευση με την ίδια απόφαση ορίζει και τους εκκαθαριστές, εκτός εάν η λύση επήλθε λόγω πτώχευσης, οπότε ακολουθεί η πτωχευτική διαδικασία. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 47α σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 72 εδ. β΄ , 748 ΑΚ,  73 και 286 εδ. α΄ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η λύση της ανώνυμης εταιρίας για οποιοδήποτε λόγο δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 7α παρ.1 περ. γ΄ και ια΄ και 7β παρ.13 και 15 του ν.2190/1920, συνάγεται ότι στην από τα άρθρα αυτά προβλεπόμενη δημοσιότητα, υποβάλλονται ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρίας, που έχει λυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση, ως προσώπων που ασκούν τη διαχείριση αυτής και έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα, κατά το στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του ίδιου νόμου. Η δημοσιότητα αυτή δεν είναι συστατική, αλλά αποδεικτική, η δε ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία αυτή δεν τηρήθηκε, ενώ οι τρίτοι μπορούν να τα επικαλεσθούν έναντι αυτής (ΑΠ 1082/2004). Περαιτέρω, με το άρθρο 49 παρ.7 του ν. 2190/1920, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του ν.2339/1995, ορίζεται ότι “Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο (ΑΠ 717/2018, δημοσιευμένη στη Νόμος). Τέλος, όταν ασκηθεί αγωγή ή προβληθεί ένσταση  κατά ανώνυμης εταιρείας με αντικείμενο την εκπλήρωση υποχρεώσεων αυτής από σύμβαση, αν αμφισβητηθεί το κύρος της καταρτισθείσης συμβάσεως λόγω ελλείψεως νόμιμης εκπροσωπήσεως της εταιρείας, ο ενάγων (η ο ενιστάμενος) πρέπει να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και στη συνέχεια να αποδείξει, για το κύρος της συμβάσεως, ότι ο αναφερόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος -η μνεία του οποίου δεν είναι απαραίτητη στην αγωγή- εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρεία, είτε διότι ήταν καταστατικό όργανο αυτής, είτε διότι του είχε δοθεί από καταστατικό όργανο η εξουσία συμβατικής εκπροσωπήσεώς της, αντίστοιχα δε το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να διαλάβει στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εξουσία του εν λόγω προσώπου να εκπροσωπεί την εταιρεία. Επί συμβάσεως, η οποία καταρτίστηκε χωρίς εξουσία του φερόμενου ως νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 ΑΚ,  κατά τους ορισμούς της οποίας στην περίπτωση αυτή το κύρος της συμβάσεως εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου (ΑΚ 238), ήτοι συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας. Ο περί εγκρίσεως ισχυρισμός παραδεκτά προτείνεται με την προσθήκη στις προτάσεις, μετά την άρνηση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας περί μη νόμιμης εκπροσωπήσεως της κατά την κατάρτιση της συμβάσεως (ΑΠ 2107/2009, δημοσιευμένη στη Νόμος ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει την έγκριση και όχι το νομικό πρόσωπο την έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεώς του (ΕφΑθ 912/2008, ΕπισκΕΔ 2008 844). Συνεπώς, εάν δεν προταθεί ο σχετικός περί εγκρίσεως ισχυρισμός ή προταθεί και δεν αποδειχθεί κατ’ ουσία, η σχετική σύμβαση είναι ανίσχυρη έναντι της αντιπροσωπευομένης ανώνυμης εταιρείας και δεν παράγει έναντι αυτής αποτελέσματα (ΑΠ 1118/2010,  ΕφΔωδ 121/2015, ΕφΔωδ 46/2014, ΕφΘεσ. 688/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα τα έγγραφα τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εκκαλούσα -εναγόμενη α)με αριθμούς …./18.2.2005 και …./18.2.2005 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και …….., που ελήφθησαν με επιμέλειά της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., μετά από νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης-ενάγουσας, στα πλαίσια άλλης μεταξύ των διαδίκων δίκης και για το λόγο τούτο θα ληφθούν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, β)υπ’ αριθμ. …./4.3.2013 και …./4.3.2013 ένορκες βεβαιώσεις των ιδίων ως άνω μαρτύρων που λήφθηκαν νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας να παραστεί σ’ αυτές (βλ. την με αριθμ. …/ 18.2.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σερρών, …….. και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο παρά τα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη (σημειουμένου ότι το ζήτημα της παραδεκτής προσκόμισης των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων έχει κριθεί με την με αριθμό 852/2017 ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, που ανήρησε, μάλιστα, κατά τα προαναφερόμενα, την ανωτέρω με αριθμό 456/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, λόγω μη ειδικής αναφοράς αυτού στις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις με αποτέλεσμα να μην καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι συνεκτίμησε και αυτές για το σχηματική της δικανικής του πεποίθησης, δεσμευόμενο, ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο, ενόψει των προαναφερομένων στη υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη, από τη συγκεκριμένη αναιρετική απόφαση, κατ’ άρθρο 580 παρ.4 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό και το αναγκαίο της λήψης υπόψη των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων), γ)με αριθμούς … και ../22.1.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ….. και ……., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που παρά τα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη, λήφθηκαν νομότυπα, μετά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, προς αντίκρουση  ισχυρισμών της εφεσίβλητης που προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις της στα πλαίσια της παρούσας δίκης, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης να παραστεί σ’ αυτές (βλ. τη με αριθμό …../17.1.2019  έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……), καθώς και τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εφεσίβλητη α)με αριθμό …./14.1.2019 ένορκη βεβαίωση του …… ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας, ……., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσας  να παραστεί σ’ αυτή  (βλ. την με αριθμό …/8.1.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …… και β)με αριθμό …./22.1.2019 ένορκη βεβαίωση του …….  ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …… που λήφθηκε νομότυπα, μετά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, προς αντίκρουση ισχυρισμών της εκκαλούσας που προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις της στα πλαίσια της παρούσας δίκης, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της τελευταίας να παραστεί σ’ αυτή (βλ. τη με αριθμό …/17.1.2019  έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …..), χωρίς, όμως, να ληφθεί υπόψη η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απ’ αυτήν (εφεσίβλητη) με  αριθμό …/8.7.2016 ένορκη βεβαίωση του ……, ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας, ……., που λήφθηκε με επιμέλειά της, χωρίς, όμως, να προηγηθεί, ως όφειλε, κλήτευση της εναγόμενης -εκκαλούσας να παραστεί σ’ αυτή, γεγονός που την καθιστά ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ( βλ. ΑΠ 320/2012, ΑΠ 184/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη  εταιρία  είναι νόμιμα συσταθείσα από του έτους 1996 ανώνυμη εταιρία, έχουσα ως καταστατικό σκοπό την εμπορία και διάθεση αγροτικών προϊόντων, από δε του έτους 2001 έχει τεθεί σε εκκαθάριση, κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω, η δε εναγομένη-εκκαλούσα είναι επίσης ανώνυμη εταιρία που συστήθηκε από το έτος 1993 και έχει ως αντικείμενο τη βιομηχανοποίηση ελαιούχων σπόρων (βαμβακόσπορου, σογιόσπορου, ηλιόσπορου), την επεξεργασία σπορέλαιων και την παραγωγή ζωοτροφών, οι εταιρίες δε αυτές είχαν αναπτύξει εμπορική συνεργασία συμφυή με το αντικείμενο εμπορίας τους. Στα πλαίσια της εμπορικής αυτής συνεργασίας τους η εκκαλούσα απέστειλε στην εφεσίβλητη το από 3.2.2003 έγγραφό της που είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: «Κύριοι, όπως προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία μας, το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού σας την 31.12.2002 ανερχόταν στο ποσό των 121.973,49 ευρώ. Από τον ελεγκτή της εταιρίας μας, Ορκωτό – ελεγκτή κ. ……., ζητήθηκε να του γνωρίσετε αν συμφωνείτε με το ανωτέρω υπόλοιπο. Παρακαλούμε, λοιπόν, εφόσον συμφωνείτε να υπογράψετε στον προβλεπόμενο κατωτέρω χώρο (1). Αν, όμως, δεν συμφωνείτε παρακαλούμε να αναγράψετε στην πίσω σελίδα της παρούσας στο αντίστοιχο υπόλοιπο που προκύπτει από τα βιβλία σας και τους λόγους της διαφοράς και να υπογράψετε αυτή τη σημείωση σας. Το ένα από τα αντίτυπα της επιστολής αυτής παρακαλούμε να το ταχυδρομήσετε απ’ ευθείας στον Ορκωτό λογιστή- Ελεγκτή κ. …….. «…..» οδός …. ΤΚ …. ΑΘΗΝΑ. Το άλλο αντίτυπο προορίζεται για σας». Κάτω από το ανωτέρω έγγραφο έχει τεθεί η σφραγίδα της εκκαλούσας και η υπογραφή του ……… Ο τελευταίος κατά το χρόνο υπογραφής και σύνταξης του προαναφερόμενου εγγράφου ήταν έμμισθος υπάλληλος, στέλεχος της εκκαλούσας και, ειδικότερα, ήταν ο προϊστάμενος του λογιστηρίου της, όπως και αναγράφεται στο έγγραφο αυτό, ήδη, κατά το χρόνο συζήτησης της παρούσας είναι και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου (βλ. το με αριθμ.πρωτ…./2017 έγγραφο του Γ.Ε.Μ.Η).  Το εν λόγω έγγραφο, ως αποδείχτηκε από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, περιέχει πρόταση της εναγομένης  προς την ενάγουσα προς σύναψη σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους για το αιτούμενο με την προκειμένη αγωγή ποσό των 121.973,49 ευρώ, η σύμβαση δε αυτή καταρτίσθηκε με τη σιωπηρή αποδοχή της εφεσίβλητης, όπως αυτή συνάγεται από την ανεπιφύλακτη παραλαβή του ανωτέρω εγγράφου και την εν συνεχεία άσκηση της κρινόμενης αγωγής και έχει, ως αποτέλεσμα, με βάση τα εκτενώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ. ΙΙΙ), παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα τη γένεση νέας ενοχής σε βάρος της τελευταίας προς πληρωμή της ως άνω αναγνωρισθείσας οφειλής. Σημειωτέον ότι, κατά τα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, για την κατάρτιση της σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, ως η προκείμενη, ο έγγραφος τύπος απαιτείται μόνο για την πρόταση, όχι, όμως, και για την αποδοχή της, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς, παρά τα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, το γεγονός δε ότι η ενάγουσα στην αγωγή της ισχυρίζεται ότι η αποδοχή απ’ αυτή της ως άνω πρότασης ήταν έγγραφη και τέθηκε σε ειδική θέση στην επιστολή, ενώ, κατά τα ως άνω αποδειχθέντα, υπήρξε σιωπηρή αποδοχή της, δεν συνιστά μεταβολή των ισχυρισθέντων απ’ αυτήν, ως αβασίμως επικαλείται η εκκαλούσα, διότι εκείνο που έχει έννομη επιρροή είναι αν υπήρξε ή όχι αποδοχή της πρότασης, ως αποδείχτηκε εν προκειμένω ότι υπήρξε από την ενάγουσα, και όχι ο τρόπος που έγινε η αποδοχή αυτής. Άλλωστε, ρητά αναφέρεται στην αγωγή, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, με την οποία η εναγόμενη-εκκαλούσα αναγνώρισε ότι οφείλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό των 121.973,49 ευρώ, καθώς και ότι με τη σύμβαση αυτή θεμελιώθηκε νέα αξίωση της τελευταίας, ανεξάρτητη της αιτίας, που ήταν η πώληση απ’ αυτήν στην εκκαλούσα βαμβακόσπορου. Και ναι μεν η τελευταία ισχυρίσθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και με την ένδικη έφεσή της και τους πρόσθετους λόγους αυτής ότι η ως άνω επιστολή δεν αποτελεί πρόταση για κατάρτιση συμβάσεως αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, αλλ’ αναφέρεται μόνο στο πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού της ενάγουσας-εφεσίβλητης, κατά τα βιβλία της, ενώ ταυτόχρονα με την επιστολή αυτή εστάλη στην ενάγουσα και δεύτερη πανομοιότυπη επιστολή, στην οποία αναγράφεται οφειλή της ενάγουσας προς την εναγομένη ύψους 140.856,74 ευρώ, ούτως, ώστε, από το συνδυασμό των ανωτέρω δύο εγγράφων να προκύπτει ότι η ίδια δεν απέβλεψε στη δημιουργία αυτοτελούς υποχρεώσεως έναντι της ενάγουσας, αφού μοναδικός σκοπός της αποστολής των εγγράφων αυτών ήταν η πιστοποίηση, σύμφωνα με τον Κ. Β. Σ., της ταυτότητας των εγγράφων παραστατικών του Κ. Β. Σ. στα βιβλία της, πλην, όμως, τα ως άνω υποστηριζόμενα απ’ αυτήν τυγχάνουν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, καθώς από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη τέτοιου αντίστοιχου χρέους 140.856,74 ευρώ της εφεσίβλητης προς την εκκαλούσα ούτε και η αποστολή εκ μέρους της εκκαλούσας και παραλαβή από την εναγόμενη εταιρία τέτοιας επιστολής, κρίση που επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι του ανωτέρω ποσού  ουδέποτε επιδιώχθηκε από την εναγομένη η καταβολή του με την άσκηση σχετικής αγωγής σε βάρος της ενάγουσας. Άλλωστε, κατά την κοινή λογική, σε περίπτωση που υπήρχε οφειλή της ενάγουσας προς την εναγόμενη, λόγω και της προαναφερόμενης οφειλής της τελευταίας προς την πρώτη θα συντασσόταν μία μόνο επιστολή, που θα πιστοποιούσε το μεταξύ τους υπόλοιπο και όχι δύο ως διατείνεται η εναγόμενη.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό της εκκαλούσας που προέβαλε τόσο πρωτόδικα όσο και με τους σχετικούς λόγους της έφεσης και πρόσθετους λόγους αυτής, ότι αυτή δεν δεσμεύεται έναντι της εφεσίβλητης από την ανωτέρω ενέργεια (αποστολή και υπογραφή του από 3.2.2005 εγγράφου για αναγνώριση οφειλής τού ποσού των 121.973,49 ευρώ) του προϊσταμένου του λογιστηρίου της, ο οποίος δεν είναι από τα πρόσωπα που αυτά μόνα, σύμφωνα με το καταστατικό της, έχουν την αρμοδιότητα να τη δεσμεύουν στις προς τα έξω σχέσεις της, ναι μεν, πράγματι, τέτοια αρμοδιότητα, σύμφωνα με το καταστατικό, δεν είχε ο ως άνω προϊστάμενος του λογιστηρίου της, αφού σύμφωνα με το από 1.8.2002 πρακτικό του διοικητικού της συμβουλίου (που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ 9848/26.9.2002) στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εκκαλούσας ……… παρεχόταν η εξουσία μεταξύ άλλων να υπογράφει συμβάσεις – συμφωνητικά αγορών και πωλήσεων εμπορευμάτων κλπ, να παρέχει εγγυήσεις και ενέχυρα, να συνάπτει συμβάσεις δανείων, πιστώσεων με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, πιστώσεως πάσης μορφής και έργων με νομικά και φυσικά πρόσωπα, να κάνει χρήση αυτών και να αποδέχεται την έκδοση εγγυητικών επιστολών από Τράπεζες υπέρ φυσικών και νομικών προσώπων, να εκδίδει υποσχετικές επιστολές, εντολές πληρωμής και να αποδέχεται συναλλαγματικές, γραμμάτια και εν γένει υποχρεώσεις κάθε μορφής και, γενικά, να εκπροσωπεί πλήρως την εταιρία, ως προς όλες αυτές τις δραστηριότητες, και να ασκεί όλες τις εξουσίες του Δ.Σ., όταν αυτό, βάσει του καταστατικού και του νόμου έχει αρμοδιότητα, καθώς και το δικαίωμα να αναθέτει, με έγγραφη εντολή του, σε ένα μέλος ή μη μέλος του Δ.Σ. ορισμένες ειδικά κατονομαζόμενες εξουσίες ή αρμοδιότητες, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ περαιτέρω, στον ανωτέρω Πρόεδρο ή σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του, στο ……., ή  από κοινού σε δύο μέλη του Δ.Σ. ή από κοινού στο ………. και το ……, είχε ανατεθεί η εξουσία να εκπροσωπούν και να δεσμεύουν την εταιρία, αποκλειστικά στα θέματα που αφορούσαν: α)στην έκδοση επιταγών και εντολών προς Τράπεζες για πληρωμές (εμβάσματα) ή κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων, β)στη μεταβίβαση επιταγών γραμματίων, συναλλαγματικών, φορτωτικών εγγράφων σε Τράπεζες προς είσπραξη, προεξόφληση, ενεχυρίαση, πληρωμή κ.λ.π., γ)σε εισπράξεις εντολών, δανείων, πιστώσεων και χρήση πιστώσεων σε ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό από Τράπεζες ως και αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς, δ)σε άνοιγμα πιστώσεων σε Τράπεζες ή υποκαταστήματα αυτών, ε)σε εξουσιοδοτήσεις προς Τράπεζες για αναλήψεις από τους τηρούμενους σε αυτές λογαριασμούς όψεως, δανειακούς, πιστώσεων με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, για διακανονισμούς φορτωτικών και πληρωμή προμηθειών, εξόδων τόκων και πάσης μορφής υποχρεώσεων της εταιρίας, ως και μεταφορές χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούνται από την εταιρία σε ημεδαπές και αλλοδαπές Τράπεζες και στ)συμφωνητικά μισθώσεων κινητών και ακινήτων, συμβάσεις παροχής ενεχύρου και αγοραπωλησιών πρώτων υλών και εμπορευμάτων και παράδοση εμπορευμάτων, για την έκδοση τίτλων αποθήκευσης και παραλαβή αυτών. Πλην, όμως, αποδείχθηκε ότι υπήρχε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εκκαλούσας με την οποία παρεχόταν δικαίωμα σε ανώτερους υπαλλήλους του λογιστηρίου της, όπως ο ανωτέρω ……., να συνάπτουν δικαιοπραξίες με τρίτους, σχετικές με την αναγνώριση, είσπραξη και πληρωμή των χρεών και όσες άλλες απαιτούνται, για τη διεξαγωγή και διεκπεραίωση της ως άνω υπηρεσίας της, στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι συμβάσεις αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους.  Η εν λόγω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εκκαλούσας δεν είχε διατυπωθεί εγγράφως ή με άλλο τρόπο πανηγυρικά ούτε καταχωρήθηκε σε κάποιο πρακτικό του διοικητικού της συμβουλίου, η ύπαρξη όμως αυτής προκύπτει ερμηνευτικά κατά τα άρθρα 173, 200 ΑΚ με βάση την αληθινή βούληση του Δ.Σ., όπως αυτή συνάγεται από την ερμηνεία της εκ των πραγμάτων προκύπτουσας συμπεριφοράς του και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και, ειδικότερα, από το ότι α)η εκκαλούσα αποτελεί επιχείρηση με μεγάλο εύρος κύκλου εργασιών και συναλλαγών, ούτως ώστε να μην είναι εκ των πραγμάτων δυνατόν να ασχολείται το διοικητικό συμβούλιό της ή τα εκπροσωπούντα αυτό,  σύμφωνα με το καταστατικό, μέλη του με κάθε επί μέρους καθημερινή δικαιοπραξία που θα ήταν απαραίτητη για τη διεκπεραίωση της υπηρεσίας της εναγομένης, παρά μόνο με εκείνες τις δικαιοπραξίες που είναι σχετικές με τη διαμόρφωση και χάραξη της οικονομικής πολιτικής και πορείας της επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα οι επί μέρους δικαιοπραξίες να ανατίθενται σε ανωτέρους υπαλλήλους του κάθε τμήματός της (όπως του λογιστηρίου της), β)ο κάθε υπάλληλος που υπέγραφε την επιστολή κατείχε και είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη σφραγίδα της επιχειρήσεως, πράγμα που δεν θα συνέβαινε, αν δεν βάσιζε αυτός το σχετικό δικαίωμά του σε απόφαση και πρακτική του διοικητικού της συμβουλίου, γ)ο ως άνω υπάλληλος υπέγραψε την από 3.2.2005 επιστολή της αναγνωρίσεως χρέους και έθεσε και τη σφραγίδα της εκκαλούσας εταιρίας, πράγμα που δεν θα έπραττε, ούτε θα αναλάμβανε την ευθύνη της αναγνωρίσεως και της υπογραφής, αν δεν είχε τέτοιο δικαίωμα από απόφαση του Δ.Σ., γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα του αναζητούσε ευθύνες η εκκαλούσα εργοδότης του, πράγμα, που όχι μόνο δεν έκανε η τελευταία, αλλά, αντίθετα, πλέον αυτός αποτελεί, κατά τα προαναφερόμενα, και μέλος του Δ.Σ αυτής. Περαιτέρω, από τα ως άνω προαναφερόμενα με στοιχεία β’ και γ’ στοιχεία συνάγεται ότι ο ως άνω ανώτερος υπάλληλος της εκκαλούσας, που υπέγραψε την προκειμένη επιστολή και έθεσε τη σφραγίδα της εκκαλούσας ανήκε σ’ αυτούς που η προαναφερθείσα απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είχε χορηγήσει τέτοιο δικαίωμα συνάψεως και αναγνωρίσεως χρέους, άλλωστε δε οι εμφανιζόμενες στο κοινό και εν γνώσει του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης (ενόψει της προαναφερθείσας αποφάσεως του) εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσης του εν λόγω υπαλλήλου, δηλαδή από το ότι αυτός, με βάση τη σχετική απόφαση του Δ.Σ. υπέγραψε την επιστολή αναγνωρίσεως, έθεσε τη σφραγίδα της επιχειρήσεως και την απέστειλε, ως πρόταση για συμφωνία στην εφεσίβλητη, παρέχουν, σύμφωνα με τα διαμορφωνόμενα στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης, δηλαδή ενόψει της ευρύτητας και του μεγέθους του αντικειμένου της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και του όγκου των συναλλαγών της, εξαιτίας των οποίων και συνηθίζεται η παραχώρηση ευρέων αρμοδιοτήτων σε υπαλλήλους της, την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σε αυτόν (υπάλληλο) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και τη σύναψη σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους. Σημειωτέον, ως προελέχθη και παρά τα όσα αβασίμως διατείνεται η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της η ως άνω απόφαση δεν ήταν αναγκαίο να έχει διατυπωθεί πανηγυρικά, εφόσον, κατά τα προαναφερόμενα,  συνάγεται η βούληση του Δ.Σ. αυτής ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τον ως άνω υπάλληλό της, ούτε απαιτούνταν  έγγραφη πληρεξουσιότητα προς τον ως άνω υπάλληλο, εφόσον αυτός ενεργούσε, εν προκειμένω,  ως όργανο εκπροσώπησης του διοικητικού συμβουλίου της εκκαλούσας ούτε απαιτούνταν έγγραφη ή διατυπωθείσα με πανηγυρικό τρόπο απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, με την οποία να ανατίθεται στον παραπάνω υπάλληλο η εξουσία όπως προβεί στην παραπάνω ενέργεια, ούτε  να αναφέρεται αυτό στο δικόγραφο της αγωγής αλλά αρκούσε, ως αποδείχτηκε εν προκειμένω, ότι ο ……….., ως υπάλληλος της εκκαλούσας ενήργησε εντός του κύκλου των αρμοδιοτήτων του και για λογαριασμό αυτής. Ως εκ τούτου  η εναγόμενη δεσμεύεται από την ανωτέρω συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους και υποχρεούται εξ αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 121.973,49 ευρώ που αναγνώρισε ότι της όφειλε στις 3.2.2003. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες, έκρινε τα ίδια, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα  από την εκκαλούσα με τους σχετικούς  2ο , 3ο και  4ο λόγους  της κρινόμενης εφέσεως, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο και 7ο λόγο του από 23.4.2012 ιδιαίτερου δικογράφου πρόσθετων λόγων, ως και 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο και 8ο λόγο του από  26.1.2018 ιδιαίτερου δικογράφου πρόσθετων λόγων, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτών,  τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Εξάλλου, η εναγόμενη πρότεινε πρωτοδίκως επικουρικώς, ήτοι κατά την περίπτωση που η αγωγική αξίωση της ενάγουσας κριθεί βάσιμη -ισχυρισμό που επαναφέρει με τον 5ο λόγο της κρινόμενης έφεσής της- σε συμψηφισμό προς την ένδικη αυτή απαίτηση της ενάγουσας, ανταπαιτήσεις της ίδιας σε βάρος της, συνολικού ποσού 140.808,34 ευρώ, το οποίο αναλύεται ως εξής: α)στο ισόποσο σε ευρώ ποσό των 3.980.447 δραχμών, ήτοι 11.681,42 ευρώ που αποτελεί, κατ’ αυτήν, οφειλόμενο τίμημα από συμβάσεις πωλήσεως βαμβακόπιτας, δυνάμει των οποίων η ίδια πώλησε και παρέδωσε στην ενάγουσα τα ως άνω εμπορεύματα, κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 1996, εκδοθέντων, προς τούτο, των σχετικών υπ’ αριθμ. …….. τιμολογίων – δελτίων αποστολής, αντιστοίχων ισαξίων σε ευρώ, ποσών 1.042.981, 868.514, 956.966 και 572.098 δραχμών, και με τη συμφωνία της εξοφλήσεως εκάστου αντιστοίχου τιμήματος, εντός μηνός από την έκδοση κάθε σχετικού τιμολογίου, β)σε ποσό 129.126,92 ευρώ, που αφορά σε απαίτηση αποζημιώσεώς της, για ισόποση αποθετική ζημία που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς της, η οποία έχει ως γενεσιουργό λόγο την υπερημερία της ενάγουσας ως πωλήτριας, αρνηθείσας παρανόμως και αντισυμβατικώς την παράδοση των πωληθέντων σ’ αυτήν εμπορευμάτων, καίτοι οχλήθηκε προς τούτο. Ειδικότερα, κατά τα ισχυριζόμενα από την εναγόμενη, ενόψει ανατιμήσεως του βαμβακόσπορου, μετά το Δεκέμβριο του έτους 1996 και, συγκεκριμένα, το Φεβρουάριο και Μάρτιο 1997, από 23,40 ευρώ ανά κιλό, συμφωνηθείσα τιμή πωλήσεως, μεταξύ των διαδίκων, σε 41 ευρώ ανά κιλό, εάν η ενάγουσα εκτελούσε τη σχετική σύμβαση πωλήσεως και παρέδιδε στην εναγομένη τη συμφωνημένη ποσότητα βαμβακόσπορου των 2.500 τόνων, στις 31-12-1996, κατά τους όρους της σύμβασης, η εναγομένη θα μεταπωλούσε την ποσότητα αυτή αποκερδαίνοντας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τη διαφορά ύψους 17,6 ευρώ, και συνολικά ποσό 129.126,92 (2.500. κιλά X 17,6 ευρώ/κιλό) ευρώ, το οποίο, λόγω της υπερημερίας της ενάγουσας περί την παράδοση των ως άνω πωληθέντων, απώλεσε. Ο ως άνω ισχυρισμός, κατά το πρώτο σκέλος του, που αφορά στην ως άνω ανταπαίτηση της εναγόμενης, ύψους 11.681,42 ευρώ, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, ενόψει του ότι η ως άνω φερόμενη προς συμψηφισμό αξίωση της εναγόμενης σε βάρος της ενάγουσας, ως αφορώσα εμπορική απαίτηση, υπέκυψε, με βάση τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη (υπό στοιχ. IV),  σε παραγραφή στις 31.12.2001, ως νομίμως και βασίμως αντέτεινε η ενάγουσα προς απόκρουση της σε βάρος της ως άνω ενστάσεως, κατά το ως άνω σκέλος της, αφού, κατά την εναγόμενη, έκαστο των ποσών που αναφέρονται στα επικαλούμενα απ’ αυτήν τιμολόγια και ανέρχονται συνολικά στο ως άνω ποσό έπρεπε να εξοφληθεί εντός μηνός από την έκδοση εκάστου τιμολογίου (με χρόνο έκδοσης, κατά τα προαναφερόμενα, 27.11.1996, 28.11.1996 και  29.11.1996), και οι αξιώσεις για την αιτία αυτή, λόγω της παραγραφής,  έπαυσαν να υπάρχουν. Η επίδικη εν προκειμένω αξίωση της ενάγουσας γεννήθηκε στις 3.2.2003, όταν και συνετάγη η ως άνω αναφερόμενη επιστολή της εναγομένης στην ενάγουσα. Συνεπώς οι δύο αυτές αξιώσεις δεν συνυπήρξαν ενεργείς και ως εκ τούτου δεν μπορούν οι αξιώσεις της εναγόμενης, για την ως άνω αιτία,  που υπέκυψαν σε παραγραφή, να προβληθούν προς συμψηφισμό, έναντι της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας. Κατά το δεύτερο δε σκέλος του, που αφορά στην, κατά την εναγόμενη,  ανταπαίτησή της σε βάρος της ενάγουσας, ύψους 129.126,92 ευρώ, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος εφ’ όσον η εναγόμενη-εκκαλούσα-αγοράστρια,  δεν επικαλείται  για την αναγκαία, κατ’ άρθρ. 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ πληρότητα της νομικής θεμελίωσης της ένδικης ως άνω χρηματικής της αξιώσεως έναντι της φερομένης ως υπερήμερης  πωλήτριας-ενάγουσας-εφεσιβλήτου,  τη συνδρομή των όρων των άρθρων 383 και 385  ΑΚ, συμφώνως και με εκτεθέντα στην ίδια  ως άνω νομική σκέψη, ήτοι, το γεγονός ότι η εναγομένη, αμέσως μετά την παρέλευση της συμφωνηθείσης ημέρας προς παράδοση των εν λόγω πωληθέντων πραγμάτων, έταξε στην ενάγουσα εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας, συνάμα, ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή, ή, ότι δεν έταξε την προθεσμία αυτή, καθώς, είτε από την όλη στάση της αντιδίκου της, προέκυπτε ότι το μέτρο αυτό ήταν άσκοπο, είτε η ίδια (η εναγομένη), λόγω της υπερημερίας, δεν είχε συμφέρον στην εκτέλεση της συμβάσεως. Συνεπώς, αφού και η εκκαλουμένη, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή, ορθώς τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός 5ος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, τυγχάνει αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος.

Τέλος, η εκκαλούσα με τον πρώτο πρόσθετο λόγο του από 26.1.2018 ιδιαιτέρου δικογράφου πρόσθετων λόγων προτείνει ένσταση συμβιβασμού της ένδικης διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.  Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία κατά τα προαναφερόμενα αρχικώς επικυρώθηκε με την με αριθμό 456/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά της οποίας προσέφυγε η εκκαλούσα με την με αριθμό καταθέσεως …./2014 αίτηση αναιρέσεως και τους από 8.1.2015 πρόσθετους λόγους αυτής και εν αναμονή της εκδόσεως της με αριθμό 852/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (που αναίρεσε τελικά κατά τα ανωτέρω την ως άνω απόφαση αυτού του Δικαστηρίου), οι διάδικοι συμβιβάστηκαν με αμοιβαίες μεταξύ τους υποχωρήσεις και δη  η ενάγουσα περιόρισε την ένδικη απαίτησή της στο ποσό των 61.900 ευρώ, το οποίο και εισέπραξε προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ένδικης απαίτησής της,  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, υπογραφέντος προς πιστοποίηση της εν λόγω σύμβασης του από 23.6.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, μεταξύ αυτής, νόμιμα εκπροσωπούμενης και του ………., ως νόμιμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης εταιρίας, το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει προς απόδειξη της ως άνω συμφωνίας και των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης που απορρέουν απ’ αυτήν.  Όσον αφορά την ένσταση αυτή, η οποία προτείνεται παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και παραδεκτά, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε (υπό στοιχ.V), και είναι νόμιμη (στηριζόμενη στις αναφερόμενες σ’ αυτή νομικές διατάξεις και δη σε αυτή του άρθρου 293 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 871 και 416 ΑΚ), λεκτέα τα εξής: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία ιδρύθηκε με το υπ’ αριθμ. …../29-06-1996 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σερρών ……., το οποίο δημοσιεύτηκε νόμιμα. Στις 20-06-2001 με ομόφωνη απόφαση της Έκτακτης Αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της η εταιρία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση. Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε νομίμως στο υπ’ αριθμ. …./04-07-2001 ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. Εκκαθαριστές διορίστηκαν με την ίδια απόφαση οι: ……… Στις 4-12-2001 παραιτήθηκε από εκκαθαριστής ο ……., και αντικαταστάθηκε από τον ……., κάτοικο Καβάλας. Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ…./13.12.2001 ΦΕΚ, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ. Στις 17-04-2002 παραιτήθηκε από εκκαθαριστής και ο ………, ο οποίος δεν αντικαταστάθηκε από κάποιον, η απόφαση δε αυτή δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. …/22-04-2002, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ. Η περίοδος της εκκαθάρισης που ήταν πέντε έτη βάσει του θεσμικού νόμου περί ανωνύμων εταιριών όπως ίσχυε μέχρι το 2007, έληγε κανονικά στις 2006, αλλά με την με αριθμ. πρωτ. …./26-05-2006 απόφαση της Διεύθυνσης Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών, παρασχέθηκε στην εταιρία άδεια για παράταση της εκκαθάρισης για μια ακόμη πενταετία, όπως προβλεπόταν από το σχετικό νόμο (άρθρο 49 παρ. 6 Ν. 2190/1920) όπως ίσχυε το 2006, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο της εκκαθάρισης. Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε νόμιμα στο υπ’ αριθμ. …/27-07-2006 ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. Στις 18-09-2007 ο …… αντικαταστάθηκε από τον …….., κάτοικο Καβάλας, λόγω θανάτου του πρώτου. Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. …./28-09-2007, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ. Το Δεκέμβριο του 2001 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ …/28.12.2011)  τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας όπου δεν προβλέπεται πλέον περιορισμός στο χρόνο διενέργειας της εκκαθάρισης, όπως πλέον προβλέπει ο θεσμικός νόμος περί “Ανωνύμων Εταιρειών” 2190/1920 μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στις διατάξεις του ο Ν. 3604/2007, ενώ στη συνέχεια η Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγόμενης  ενέκρινε το σχέδιο επιτάχυνσης και αποπεράτωσης της εκκαθάρισης που εκπονήθηκε από τους εκκαθαριστές της, οπότε η εκκαθάριση της εταιρίας συνεχίζεται πλέον χωρίς περιορισμό.  Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) …./28-12-2011. Νόμιμοι εκκαθαριστές της εταιρίας τότε ήταν οι …….., η θητεία των οποίων ανανεώθηκε εκ νέου το 2011 μέχρι το πέρας της εκκαθάρισης με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της 20.6.2011 που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ …../28.12.2011. Ήδη, κατά το χρόνο συζήτησης της παρούσας, η εταιρία εκπροσωπείται μόνο από τον εκκαθαριστή της …….., καθώς με το από 22.5.2017 πρακτικό της έκτακτης αυτόκλητης γενικής συνέλευσής της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων,  η απόλυση/παύση του …….. και η ανανέωση της θητείας μόνο του έτερου ως άνω εκκαθαριστή της. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι κατά το άρθρο 34 του καταστατικού της εναγομένης «Οι εκκαθαριστές, που ορίζει η Γενική Συνέλευση μπορεί να είναι τρεις (3) μέτοχοι ή όχι και θα ασκούν όλες τις συναφείς με την διαδικασία και το σκοπό της εκκαθάρισης αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως αυτές έχουν τυχόν περιορισθεί από τη Γενική Συνέλευση, με τις αποφάσεις της οποίας έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται. Οι αποφάσεις των εκκαθαριστών λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία αυτών (ήτοι ως εκ τούτου, στην περίπτωση που είναι δύο ομόφωνα). Ο διορισμός των εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδίκαια την παύση της εξουσίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των Ελεγκτών. Για τους εκκαθαριστές εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο, ενώ κατά το άρθρο 21 του ως άνω καταστατικού, που αφορά την εξουσία-αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου «1)Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει την Διοίκηση της εταιρικής περιουσίας και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αποφασίζει για όλα τα γενικά ζητήματα που αφορούν την εταιρία μέσα στα πλαίσια του εταιρικού σκοπού, με εξαίρεση εκείνα που σύμφωνα με το νόμο ή αυτό το καταστατικό ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης 2)Η εταιρία με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου και της δεύτερης παραγράφου του επόμενου άρθρου αναλαμβάνει υποχρεώσεις και δεσμεύεται με τις υπογραφές δύο εξουσιοδοτημένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου κοντά στην εταιρική επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο της εταιρίας 3)Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί αποκλειστικά και μόνο εγγράφως να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια), καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρίας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση της ανάθεσης…..». Ως εκ τούτου, ενόψει των ανωτέρω, για το κύρος της ένδικης σύμβασης συμβιβασμού και τη δέσμευση της ενάγουσας -εφεσίβλητης εταιρίας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της εξ αυτού, αυτό, σύμφωνα με το καταστατικό της,  έπρεπε να υπογραφεί και από τους δύο -τότε- εκκαθαριστές της εταιρίας, ήτοι τους ……….και όχι μόνο από τον τελευταίο, ως συνέβη εν προκειμένω και βασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη  η οποία, με τις προτάσεις της,  μεταξύ άλλων, αμφισβήτησε ρητά το κύρος της επίδικης σύμβασης λόγω ελλείψεως νομίμου εκπροσωπήσεώς της και δεσμεύσεώς της εξ αυτού,  επικαλούμενη  ότι αυτό  υπογράφηκε μόνο από τον ένα εξ αυτών, ήτοι τον ………… και όχι, ως έπρεπε, και από τον δεύτερο ως άνω εκκαθαριστή της για την νόμιμη εκπροσώπησή της και δέσμευσή της εξ αυτού. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα αρμόδια όργανα της εφεσίβλητης, εν προκειμένω ο έτερος ως άνω εκκαθαριστής ή η Γενική της Συνέλευση ανέθεσαν στον ανωτέρω συμβληθέντα για λογαριασμό της εφεσίβλητης την εκπροσώπηση της εταιρείας ή του έδωσαν εξουσία να εκπροσωπήσει την εταιρία ειδικά στη συγκεκριμένη σύμβαση. Σε αντίθετη κρίση, δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την εκκαλούσα από 19-9-2007 πρακτικό συνεδρίασης των διαχειριστών-εκκαθαριστών της εφεσίβλητης, από την επισκόπηση του οποίου προκύπτει ότι ο ως άνω εκκαθαριστής (……..) εξουσιοδότησε τον ………. πληρεξούσιό του για κάθε θέμα σχετικό με την εκπροσώπηση της εταιρίας ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου, δημόσιας ή ιδιωτικής αρχής για ορισμό και μόνο πληρεξουσίου δικηγόρου και δεν του χορήγησε πληρεξουσιότητα να εκπροσωπεί και δεσμεύει την εταιρία μόνο αυτός έναντι τρίτων, ως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Ούτε, επίσης, αποδείχτηκε, ως αβασίμως αυτή (εκκαλούσα) υποστηρίζει, ότι κατά το χρόνο σύναψης του ως άνω συμφωνητικού (23.6.2016) μοναδικός εκκαθαριστής και ως εκ τούτου νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ήταν ο ανωτέρω συμβληθείς μαζί της, ………., καθώς ο έτερος ως άνω εκκαθαριστής είχε παραιτηθεί, επικαλούμενη την από 6.3.2015 επιστολή παραίτησής του που προσκομίζει, καθώς ο τελευταίος, ως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 10.3.2015 επιστολή του ιδίου προς τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της, ανακάλεσε την ως άνω παραίτησή του λίγες μέρες αργότερα, δηλώνοντας ότι οι προσωπικοί λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε προκειμένου να απαλλαγεί των καθηκόντων του δεν ισχύουν και είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως εκκαθαριστής. Άρα, ενόψει των προαναφερομένων, κατά το χρόνο που συνήφθη η επίδικη σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού που η εκκαλούσα επικαλείται, εκκαθαριστές και ως εκ τούτου νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας ήταν και οι δύο ως άνω εκκαθαριστές της, που σύμφωνα με το καταστατικό, κατά τα προαναφερόμενα, απαιτείται η ομόφωνη απόφασή τους, άρα και η υπογραφή αμφοτέρων για τη νόμιμη εκπροσώπηση της εφεσίβλητης -ενάγουσας εταιρίας και τη δέσμευσή της στην ένδικη σύμβαση συμβιβασμού. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω σύμβαση εγκρίθηκε έστω εκ των υστέρων από την ενάγουσα εταιρεία. Τουναντίον, η τελευταία αρνούμενη το κύρος αυτής επέδωσε στην εναγόμενη την από 27.3.2017 επιταγή προς εκτέλεση, σημειούμενη παρά πόδας του εκτελεστού απογράφου της προσβαλλόμενης πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία επιτάσσει την εκκαλούσα να της καταβάλει το επιδικασθέν με την ως άνω απόφαση κεφάλαιο των 121.973,49 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων ενώ προχώρησε, κατά τα προαναφερόμενα, στην απόλυση-παύση του ως άνω εκκαθαριστή της, ……….., λόγω της ως άνω παράνομης, αντικείμενης στα συμφέροντά της, συμπεριφοράς του, αφού αυτός υπέγραψε το ως άνω συμφωνητικό, από την επισκόπηση του οποίου προκύπτει ότι η ενάγουσα προς πλήρη εξόφληση της ένδικης απαίτησής της, που κατά το χρόνο εκείνο κατά κεφάλαιο και τόκους ανερχόταν στο ποσό των 220.915,45 ευρώ, έλαβε μόνο το ποσό των 61.900 ευρώ. Ως εκ τούτου, εφόσον η εκκαλούσα, η οποία, κατά την οικεία νομική σκέψη (υπό στοιχ.V) φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε ότι κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης εξώδικου συμβιβασμού (23.6.2016) ο συμβαλλόμενης σ’ αυτήν, ……….., φερόμενος ότι ενεργεί ως νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης εταιρίας,  είχε  πράγματι την εξουσία να εκπροσωπήσει  και δεσμεύσει την  τελευταία  για την ανάληψη υποχρέωσής της από τη σύμβαση αυτή, ούτε ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη ενέκρινε εκ των υστέρων τη σύμβαση ώστε να καταστεί υπόχρεη εξ αυτής, η εν λόγω σύμβαση είναι ανίσχυρη και δεν παράγει αποτελέσματα έναντι της ενάγουσας-εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, ως αυτή βασίμως επικαλείται, παρέλκουσας, ως εκ τούτου, της εξέτασης των λοιπών ισχυρισμών της. Το ανίσχυρο τούτο μπορεί να προταθεί από την ενάγουσα με ένσταση εναντίον παντός, ακόμη και εναντίον καλόπιστου τρίτου, αφού ανάγεται στο κύρος της βουλήσεως της εταιρίας και υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο καταστατικό της, για το οποίο έχουν τηρηθεί όλες οι διατυπώσεις δημοσιότητος, κατά  τα προαναφερόμενα και εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, συνεπώς, και ο ως άνω πρόσθετος λόγος να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης  (και των με τα ως άνω ιδιαίτερα δικόγραφα προσθέτων λόγων) προς εξέταση από το παρόν Δικαστήριο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 20.5.2011 έφεση και οι από 23.4.2012 και 26.1.2018  πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106,176,183,189,190 παρ.3, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  την  από 20.5.2011 και με αριθμό κατάθεσης …../24.5.2011  έφεση και  τους ασκηθέντες με τα  από 23.4.2012 (αριθμό κατάθεσης ΒΑΒ …./24.4.2012) και από 29.1.2018 (αριθμ.εκθ.καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./29.1.2018 ιδιαίτερα δικόγραφα προσθέτους λόγους αυτής.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Μαΐου 2019  και δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ