Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 360/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  

 

Αριθμός Απόφασης    360/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 5.12.2017 έφεση των ηττηθέντων εναγομένων, κατά της οριστικής απόφασης 3779/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην αυτών, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 2.9.2015 αγωγή της ενάγουσας – Τράπεζας υπό εκκαθάριση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 8.11.2017, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης ………/2017 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο της Αθήνας ……. και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 7.12.2017 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, από τον πρώτο εναγόμενο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 περ. Α στοιχ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ….. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 6.12.2017 βεβαίωση εξόφλησης της Attica bank., αρκούντος ενός μόνο παραβόλου (άρθρο 495 §4 εδ. β΄ του ίδιου Κώδικα). Εξάλλου, επειδή η έφεση αυτή των εναγομένων, που δικάστηκαν ερήμην στον πρώτο βαθμό, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532 και 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ., να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αρκούσης της τυπικής παραδοχής της), μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιούμενων των εκκαλούντων – εναγομένων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα μπορούσαν να προτείνουν και πρωτόδικα (Α.Π. 579/2018 και Α.Π. 546/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, ως προς τη νομική   και ουσιαστική βασιμότητά της (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία.

ΙΙ.  Με την από 2.9.2015 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), η ενάγουσα υπό εκκαθάριση ……., ισχυρίστηκε ότι κατά του πρώτου εναγομένου (ήδη πρώτου εκκαλούντος) διατηρεί απαίτηση ποσού 40.259,41 ευρώ, η οποία προέρχεται από την …./2009 σύμβαση έντοκου δανείου, που του χορήγησε, για κεφάλαιο κίνησης της επιχείρησής του. Ότι, αν και το πιο πάνω δάνειο καταγγέλθηκε από αυτή με την από 7.1.2013 εξώδικη καταγγελία, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο, στις 21.1.2013, ο τελευταίος, το Μάρτιο  του ίδιου έτους, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στις δεύτερη και τρίτη εναγόμενες – κόρες του, τις ειδικά αναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, η  αξία των οποίων ανέρχεται αντίστοιχα σε 23.853,67 και 22.951,38 ευρώ. Ότι στην πράξη του αυτή, ο πρώτος εναγόμενος προέβη, προκειμένου να μην καταστεί εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησής της (ενάγουσας), αφού δεν είχε άλλα αξιόχρεα περιουσιακά στοιχεία και η υπολειπόμενη περιουσία  του δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησής του, γεγονός το οποίο γνώριζαν και οι λοιπές εναγόμενες – κόρες του. Κατόπιν τούτων, ζητεί να διαρρηχθούν οι πιο πάνω μεταβιβάσεις των οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου εναγομένου προς τις δεύτερη και τρίτη εναγόμενες. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία έχει εγγραφεί εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Β´ Κορίνθου, όπως προκύπτει από το από 18.9.2015 πιστοποιητικό αυτού, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 806, 939, 941, 942, 943, 1509 του Α.Κ., 76 και 992 του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα.

ΙΙΙ.   Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 του Α.Κ. προκύπτει ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη,  η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Κατά το επόμενο άρθρο 942       του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία           δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου. Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της άνω διάταξης (του άρθρου 942 Α.Κ.), δηλαδή χαριστική, είναι και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα αφού και αυτή συνιστά απόδοση από ελευθεριότητα. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α´ εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει      τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία. Το γεγονός δε ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 778/2015, Α.Π. 1217/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 818/1998 Ελλ.Δ/νη 1999, σελ. 124). Η δημιουργούμενη εξ αιτίας της γενόμενης           από τον οφειλέτη προς τρίτο απαλλοτρίωσης στοιχείου της περιουσίας, αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (Ολ.Α.Π. 12/2012, Α.Π. 708/2017, Α.Π. 1284/2011, Α.Π. 1800/2008 και Α.Π. 1937/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”), ενώ αδιάφορο είναι, αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει  γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, δηλαδή να έχουν συντελεσθεί       τα παραγωγικά γεγονότα αυτής και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (Ολ.Α.Π. 709/1974, Α.Π. 708/2017, Α.Π. 928/2014,     Α.Π. 1720/2014 και Α.Π. 278/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”). Εξάλλου,       όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 112 §2 του Εισ.Ν.Α.Κ., επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως, είναι απαιτητό μόνο κατά το    οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δηλαδή, το κλείσιμο του λογαριασμού  δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά     αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο), του καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού προστατεύεται με την αγωγή για την απαίτησή του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι   το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική της απαίτησης σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση,       δε, του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η Τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της,   την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας ακολούθως τμηματικά, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες, δε, καταβολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο     του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο (Α.Π. 28/2017 και ΑΠ 1815/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή, εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος,        εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση       του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 1902/2013 και Α.Π. 1475/2010  όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων  939 και 943 του Α.Κ., προκύπτει ότι η με αυτές θεσπιζόμενη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων, που έγιναν από τους οφειλέτες προς βλάβη των δανειστών τους, επέρχεται κατά τόσο μέρος μόνον, καθόσον ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτριώσεως, δηλαδή κατά το μέρος της      που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτησή του, η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά (Α.Π. 846/2011, Α.Π. 479/2005 και Α.Π. 632/2001 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙV.  Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε προς άμεση απόδειξη  είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενώ η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 §4 του Κ.Πολ.Δ.) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Τράπεζα με την επωνυμία “………”, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε   και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, κατ’ άρθρο 68 του ν. 3601/2007, με την απόφαση 85/2013 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1831/2013, ειδικός  δε εκκαθαριστής ορίστηκε, με την απόφαση 182/2016 της ίδιας ως άνω Επιτροπής, η εταιρεία με την επωνυμία “……….”, είχε συνάψει με τον πρώτο εναγόμενο, ……, σύμβαση δανείου. Ειδικότερα, με την με αριθμό …./11.11.2009 σύμβαση δανείου τακτής λήξης, με εγγύηση και επιδότηση επιτοκίου από την εταιρεία με την επωνυμία “………”, χορηγήθηκε στον πρώτο εναγόμενο έντοκο δάνειο ποσού 75.000  ευρώ, για να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο κίνησης της ατομικής επιχείρησης του τελευταίου. Το ως άνω ποσό, που καταβλήθηκε στον πρώτο εναγόμενο, την ίδια ημέρα της υπογραφής της ως άνω σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι θα έπρεπε να εξοφληθεί σε έξι εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.

 

Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η ημερομηνία καταβολής κάθε μίας από τις δόσεις αποτελεί δήλη μέρα, σε περίπτωση δε που παρέλθει η ημερομηνία καταβολής οποιασδήποτε των οφειλόμενων δόσεων, χωρίς ο εναγόμενος αυτός να καταβάλει το σύνολο ή και μέρος του ποσού της δόσης, γίνεται υπερήμερος και το μη καταβληθέν ποσό γίνεται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ακόμη και χωρίς όχληση (όρος 8.2). Τέλος, λόγο καταγγελίας          της σύμβασης, χωρίς την τήρηση προθεσμίας, με μονομερή δήλωση, συμφωνήθηκε ότι θα συνιστά και η πάροδος χρονικού διαστήματος 180 ημερών, κατά το οποίο ο πρώτος εναγόμενος – οφειλέτης θα βρίσκεται σε καθεστώς συνεχούς ληξιπρόθεσμου οφειλής, σχετικά με μη πληρωθείσα δόση του κεφαλαίου του δανείου ή συμβατικών τόκων (όρος 14 περ. γ).          Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε στη δανείστρια Τράπεζα τρεις δόσεις, την τελευταία στις 7.7.2011, ενώ στις 11.11.2011 κατέβαλε μέρος μόνο της δόσης των 12.395,24 ευρώ, ποσού 104,76 ευρώ. Έκτοτε, δεν κατέβαλε κάποιο άλλο ποσό, ούτε για τη δόση      της 11.5.2012, ούτε γι’ αυτή της 12.11.2012, ποσού 12.500 ευρώ η κάθε μία. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 14 της σύμβασης, κατήγγειλε αυτήν, με την από 7.1.2013 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο, στις 21.1.2013. Κατά την ως άνω καταγγελία το οφειλόμενο ποσό του δανείου, που κατέστη ληξιπρόθεσμο   στις 20.12.2012, ανερχόταν στο ποσό των 40.259,41 ευρώ, σύμφωνα και     με το από 15.6.2015 απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της δανείστριας Τράπεζας που, με σχετικό συμβατικό όρο, αποτελεί πλήρη απόδειξη για       την απαίτησή της. Τα ανωτέρω, άλλωστε, δεν αμφισβητούνται από τον  πρώτο εναγόμενο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος, ενώ είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη η ως άνω οφειλή του και μόλις ένα και μισό μήνα  μετά την καταγγελία της ως άνω σύμβασης, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, σε κάθε κόρη του, από μία οριζόντια ιδιοκτησία, κυριότητάς του. Ειδικότερα, με το συμβόλαιο τροποποίησης πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής οριζόντιων ιδιοκτησιών ../8.3.2013        της Συμβολαιογράφου Πειραιά ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τ. Δήμου ….. (Κορίνθου), στον τόμο .. με α.α. …., ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε (α) στη δεύτερη εναγόμενη – …… τον ισόγειο όροφο, διώροφης οικοδομής – αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, αρχικής επιφάνειας 94,37 τ.μ. και (β) στην τρίτη εναγόμενη τον πρώτο όροφο, διώροφης οικοδομής – αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, αρχικής επιφάνειας 107,85 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας η κάθε μία 500/1000 εξ αδιαιρέτου, που ανεγέρθηκε επί οικοπέδου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της δημοτικής κοινότητας …., δημοτικής ενότητας Σαρωνικού του Δήμου Κορινθίων περιφερειακής ενότητας Κορινθίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Εξάλλου, κατά δήλωση του πρώτου εναγομένου η επιφάνεια των παραπάνω οριζόντιων ιδιοκτησιών ήταν μικρότερη από αυτήν που είχε αρχικά υπολογιστεί, ενώ τακτοποιήθηκαν και υπόγειος χώρος γκαράζ 13 τ.μ., αποθήκη, κατ’ επέκταση του ισόγειου ορόφου, επιφάνειας 3 τ.μ. και ισόγεια κεραμοσκεπής αποθήκη  με BBQ στη δυτική πλευρά του οικοπέδου, επιφάνειας 22 τ.μ., με αποτέλεσμα ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του ως άνω συμβολαίου, να προβεί σε τροποποίηση της αρχικής πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας …./1985 του Συμβολαιογράφου Κορίνθου …… Κατόπιν τούτων, (α) ο όροφος του ισογείου αποτελείται από κοινόχρηστο χώρο  15,74 τ.μ. και οριζόντια ιδιοκτησία επιφάνειας 72,69 τ.μ., βεράντα – ημιυπαίθριο χώρο επιφάνειας 16,82 τ.μ., ανοιχτή βεράντα 5 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας  στο οικόπεδο 500/1000 εξ αδιαιρέτου και (β) ο πρώτος  πάνω από το ισόγειο όροφος της οικοδομής αποτελείται από κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο επιφάνειας 14,24 τ.μ. και από οριζόντια ιδιοκτησία επιφάνειας 69,69 τ.μ., με βεράντα – ημιυπαίθριο χώρο επιφάνειας 18,32 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο επίσης 500/1000 εξ αδιαιρέτου. Οι οριζόντιες ιδιοκτησίες αυτές αποτελούσαν τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγομένου και είχαν αντικειμενική αξία 23.853,67 ευρώ η οριζόντια ιδιοκτησία που μεταβιβάστηκε προς τη δεύτερη εναγόμενη και 22.951,38 ευρώ η οριζόντια ιδιοκτησία που μεταβιβάστηκε στην τρίτη εναγόμενη. Κατά το χρόνο που μεταβίβασε τα παραπάνω περιουσιακά του στοιχεία ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε με πρόθεση να βλάψει την ενάγουσα, καθόσον γνώριζε ότι ήταν οφειλέτης του πιο πάνω ληξιπρόθεσμου ποσού (40.259,41 ευρώ) από τη σύμβαση δανείου με την τελευταία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, μόλις ένα και μισό μήνα πριν την ως άνω μεταβίβαση (8.3.2013), είχε καταγγελθεί η σύμβαση δανείου που είχε αυτός συνάψει με την ενάγουσα.

 

Σημειωτέον ότι, κατόπιν αιτήσεως της τελευταίας, στις 31.7.2015, εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής /…/2015 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 8.9.2015, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος διατασσόταν να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω υπόλοιπο ποσό των 40.259,41 ευρώ, από τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου, πλέον τόκων από 22.1.2013 και εξόδων. Ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (9.9.2015) δεν αποδείχθηκε, ούτε ο ίδιος άλλωστε επικαλείται, ότι διέθετε άλλο εμφανές περιουσιακό στοιχείο, εκτός από τις παραπάνω δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, αξίας 23.853,67 και 22.951,38 ευρώ αντίστοιχα. Ενεργώντας, όμως, τις μεταβιβάσεις αυτές ο τελευταίος περιήλθε σε  τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η υπολειπόμενη περιουσία του, μετά την παραπάνω καταδολιευτική απαλλοτρίωση των μοναδικών περιουσιακών του στοιχείων, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση της ως άνω ληξιπρόθεσμης, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (7.6.2017) ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απαίτησης της ενάγουσας, γεγονός το οποίο γνώριζε ο πρώτος εναγόμενος. Τέτοια γνώση δεν απαιτείται και για τη δεύτερη και την τρίτη εναγόμενες – θυγατέρες του τελευταίου, αφού και η γονική παροχή είναι απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία, κατ’ άρθρο 942 του Α.Κ. Περαιτέρω, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και την επίδοση της σε βάρος του διαταγής πληρωμής, συνήφθη, μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, η από 24.9.2015 σύμβαση διακανονισμού της οφειλής του τελευταίου (40.259,41 ευρώ), στην οποία συμπεριλήφθηκαν οι μέχρι τότε οφειλόμενοι τόκοι και έξοδα (υπέρ     της ενάγουσας). Ειδικότερα, συμφωνήθηκε, κατόπιν αιτήματος του πρώτου εναγομένου, να εξοφλήσει την απαίτηση της τελευταίας σε 96 έντοκες μηνιαίες δόσεις των 535,29 ευρώ, καταβλητέες την 30η ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τις 22.9.2015, των δε τόκων υπολογιζομένων     με επιτόκιο 3,68% αντί του επιτοκίου υπερημερίας 6,18%. Επιπλέον, συμφωνήθηκε πως, με την ολοσχερή καταβολή της τελευταίας δόσης, η ενάγουσα θα θεωρήσει την οφειλή πλήρως εξοφλημένη και ότι η παρεχόμενη διευκόλυνση θα ανατραπεί αναδρομικά (από την υπογραφή της), με έγγραφη δήλωση αυτής (ενάγουσας) προς τον πρώτο εναγόμενο, σε περίπτωση καθυστέρησης της πλήρους καταβολής οποιασδήποτε δόσης, οπότε ο τελευταίος θα οφείλει να του καταβάλει αμέσως το σύνολο της οφειλής. Στην περίπτωση αυτή το ποσό που τυχόν θα έχει καταβληθεί, συμφωνήθηκε ότι θα καταλογιστεί σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, που έχει καταρτισθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ή ελλείψει σχετικής σύμβασης, κατ’ άρθρο 423 Α.Κ. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η κατάρτιση της ως άνω σύμβασης διακανονισμού συνιστά τροποποίηση της αρχικής σύμβασης δανείου, μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, με αποτέλεσμα το συμβατικό περιεχόμενο της αρχικής σύμβασης να έχει διαφοροποιηθεί ως προς το ποσό, το χρόνο και τον τρόπο καταβολής του, να οφείλεται δηλαδή αντί του άμεσα καταβλητέου ποσού των 40.259,41 ευρώ, ποσό 535,29 ευρώ μηνιαίως για 96 μήνες, ώστε η απαίτηση της ενάγουσας, τόσο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής όσο και κατά τη συζήτηση αυτής, να μην είναι ληξιπρόθεσμη. Το γεγονός όμως της υπογραφής της σύμβασης διακανονισμού της απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου δεν θα μπορούσε να συνιστά τροποποίηση της σύμβασης δανείου μεταξύ των διαδίκων αυτών, αφού η τελευταία είχε ήδη καταγγελθεί, από τις 21.1.2013. Έτσι, η σύμβαση αυτή διακανονισμού, ερμηνευόμενη όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και αφού ερμηνευθούν οι δηλώσεις βουλήσεως των μερών κατά την αληθινή βούλησή τους και χωρίς προσήλωση στις λέξεις, πρόκειται για μία μεταγενέστερη ρύθμιση της απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος του πρώτου εναγομένου, στην οποία προστέθηκαν οι οφειλόμενοι τόκοι και τα έξοδα αυτής, χωρίς να προκύπτει σαφώς ότι με την ανάληψη της υποχρέωσης αυτής, τα μέρη θέλησαν την αντικατάσταση και την απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης του οφειλέτη (Α.Π. 392/2000 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1346). Πρόκειται δηλαδή, για την ανάληψη μιας νέας υποχρέωσης, η οποία θεωρείται ότι έγινε χάριν καταβολής της αρχικής υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου, η οποία δεν αποσβήνεται, παρά μόνο με την εκπλήρωση της νέας αυτής υποχρέωσής του, ωστόσο η ενάγουσα – δανείστρια οφείλει να επιδιώξει την ικανοποίησή της πρώτα από τη νέα  ενοχή, αποκρουόμενη, εάν πράξει διαφορετικά, με σχετική αναβλητική ένσταση του πρώτου εναγομένου – οφειλέτη (Α.Π. 61/2003 ΔΕΕ 2003, σελ. 795, Α.Π. 1593/2000 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 1321). Επομένως, η απαίτηση της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου ήταν ληξιπρόθεσμη, τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά  το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής. Το

γεγονός ότι το δάνειο είχε ληφθεί με την εγγύηση της εταιρείας “……….”, δεν αίρει, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, την βλάβη του δανειστή, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, πολύ περισσότερο μάλιστα εφόσον από τη σύμβαση εγγύησης δεν δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή (Α.Π. 148/1997 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 101, Εφ.Πειρ. 684/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), διαθέτει επαρκή περιουσία  για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και   μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος. Σημειωτέον ότι οι εναγόμενοι δεν υπέβαλαν ενστάσεις, όπως ισχυρίστηκαν στα πρακτικά της συνεδρίασης      του Δικαστηρίου τούτου. Αορίστως δε, προέβαλαν με τις προτάσεις τους,     ότι είχε προηγηθεί της κατάθεσης της αγωγής προσωπική επικοινωνία και διαβεβαίωση των προστηθέντων υπαλλήλων του ενάγοντος, ότι δεν θα γίνονταν δικαστικές ενέργειες σε βάρος του πρώτου εναγομένου, κάτι το οποίο θα βεβαίωνε με έγγραφη αλληλογραφία, την οποία όμως ο τελευταίος ούτε επικαλέστηκε ούτε προσκόμισε. Ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκαν τα ανωτέρω, για την πληρότητα και το παραδεκτό της ένστασης δεν διατυπώθηκε, ούτε υπάρχει αίτημα για την απόρριψη της αγωγής, λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος (Ολ.Α.Π. 472/1983, Α.Π. 41/2008 στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Α.Π. 2102/2007 Ελλ.Δ/νη   2009, σελ. 425, Α.Π. 1129/2002 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 424 και Α.Π. 769/2000 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 110). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, στο πλαίσιο του ανωτέρω διακανονισμού του με την ενάγουσα έχει καταβάλει, έναντι της απαίτησης, για την οποία ασκήθηκε η αγωγή (40.259,41 ευρώ), κατά το χρονικό διάστημα από τις 21.9.2015 έως     και τις 11.10.2018 το ποσό των 22.463 ευρώ, κάτι το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητείται από το τελευταίο, απομένει δε για την πλήρη εξόφληση της αγώγιμης απαίτησης του, ποσό 17.796,41 ευρώ. Επομένως, δεν θα πρέπει να διαρρηχθούν οι ως άνω μεταβιβάσεις και των δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών, που έγιναν προς τη δεύτερη και την τρίτη εναγόμενες, με το συμβόλαιο …./8.3.2013 της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., αλλά μόνο εν μέρει η μία, που αφορά στην οριζόντια ιδιοκτησία  του πρώτου ορόφου, αξίας 22.951,38 ευρώ, που μεταβιβάστηκε προς την τρίτη εναγομένη. Και τούτο διότι με τη μερική αυτή διάρρηξη της απαλλοτρίωσης το μεν εξασφαλίζεται το ποσό, που απομένει από την αγώγιμη απαίτηση της ενάγουσας (17.796,41 ευρώ), το δε είναι ανάλογη η αξία του απαλλοτριωθέντος αυτού ακινήτου με το ύψος της απαίτησης της τελευταίας (Α.Π. 822/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αφού η διάρρηξη θίγει την απαλλοτρίωση μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή (Α.Π. 1677/2008 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

  1. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη ως προς τον πρώτο και την τρίτη εναγομένους και να καταδικαστούν οι τελευταίοι, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους, στην καταβολή μέρους της δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Αντίθετα, πρέπει ν’ απορριφθεί η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη αυτής, σύμφωνα με το αίτημά της (άρθρα 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), μόνο όμως για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αφού δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, εφόσον δεν παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό. Τέλος, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον πρώτο εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα  (150) ευρώ, που κατέθεσε με το 177854244958 0205 0040 ηλεκτρονικό παράβολο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 5.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3779/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 2.9.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2015 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, …..

Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης        της δεύτερης εναγομένης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και τρίτη εναγομένους.

Απαγγέλλει, υπέρ της ενάγουσας, τη μερική διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που καταρτίσθηκε με το συμβόλαιο τροποποίησης πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής   παροχής οριζόντιων ιδιοκτησιών …./8.3.2013 της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……. και μεταγράφηκε νόμιμα στα   βιβλία μεταγραφών του τ. Δήμου .. (Κορίνθου) στον τόμο … με    α.α. …… και αφορά στην οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου διώροφης οικοδομής, που ανεγέρθηκε επί οικοπέδου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της δημοτικής κοινότητας …, δημοτικής ενότητας Σαρωνικού του Δήμου Κορινθίων,  της περιφερειακής ενότητας Κορινθίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου, αποτελείται δε από κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο επιφάνειας 14,24 τ.μ. και   από οριζόντια ιδιοκτησία επιφάνειας 69,69 τ.μ., με βεράντα – ημιυπαίθριο χώρο επιφάνειας 18,32 τ.μ., έχει δε ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 500/1000  εξ αδιαιρέτου, μέχρι του ποσού των 17.796,41 ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, ……., του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει   τον πρώτο και την τρίτη εναγομένους, στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο          βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16 Μαΐου 2019.

 

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης, στις 25 Ιουνίου 2019.

 

         Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ