Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 369/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

TAKTΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης    369/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 28.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017  έφεση της ηττηθείσας εναγομένης, κατά της οριστικής απόφασης 3028/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, αφού απορρίφθηκε      η από 14.10.2014 αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη “…….”, έγινε δεκτή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη “…….”, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (με κατάθεση στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.9.2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών – ο μήνας Αύγουστος δεν υπολογίζεται για την προθεσμία άσκησης της έφεσης, κατ’ άρθρο 147 §2 του Κ.Πολ.Δ.), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 4.8.2017, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ….´/2017 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….. (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §4 του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 29.9.2017 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, να γίνει η έφεση τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα).

 

ΙΙ.  Οι ενάγουσες, ήδη εφεσίβλητες, με την από 14.10.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014 αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκαν ότι, κατά το χρονικό διάστημα από το 1988 έως και τα τέλη του 1999, η πρώτη εξ αυτών σύναψε με την πρώτη εναγόμενη τις ειδικά αναφερόμενες δύο συμβάσεις δανείου και τρεις πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό. Ότι για τις ανωτέρω συμβάσεις  εγγυήθηκε η δεύτερη από αυτές (ενάγουσες) και συνέστησε ενέχυρο στις ειδικά αναφερόμενες τραπεζικές μετοχές. Ότι, αν και τον Ιούνιο του 1999, συμφωνήθηκε η εκποίηση των ως άνω μετοχών, που ενεχυράσθηκαν, προς εξόφληση του συνόλου των οφειλών της πρώτης (ενάγουσας), η πρώτη εναγόμενη εκποίησε μόνο μέρος αυτών, το οποίο δεν επαρκούσε για την εξόφληση των δανείων και πιστώσεων. Ότι προς εξασφάλιση της πρώτης εναγομένης, το 2000, η δεύτερη (ενάγουσα) συνέστησε ενέχυρο και σε       άλλες τραπεζικές μετοχές κυριότητάς της. Ότι από το 2013 μεταβιβάστηκαν στη δεύτερη εναγόμενη τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της πρώτης εναγόμενης. Ότι οι τελευταίες ενημερώσεις, που τους απέστειλε η πρώτη εναγόμενη, ήταν το έτος 2010 και αφορούσε στα καταβληθέντα μερίσματα     των μετοχών, που ενεχυράσθηκαν, για το έτος 2009 και τις πιστώσεις των  πιο πάνω συμβάσεων έως τις 24.11.2010, έκτοτε δε σταμάτησε να τους ενημερώνει. Ότι, αρχικά τον Ιούνιο του 2013 και στη συνέχεια τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, απέστειλαν στις εναγόμενες εξώδικες δηλώσεις, με τις οποίες ζητούσαν να ενημερωθούν για το ύψος και την κίνηση των λογαριασμών στο πλαίσιο των ανωτέρω συμβάσεων, τον αριθμό των μετοχών και δικαιωμάτων που πωλήθηκαν, τα εισπραχθέντα ποσά από τις πωλήσεις μετοχών και δικαιωμάτων και για το που φυλάσσονταν οι μετοχές που ενεχυράστηκαν, ύστερα από την πώληση του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης      στη δεύτερη. Ότι, κατόπιν της ως άνω αντισυμβατικής και αντίθετης με τα συναλλακτική ήθη συμπεριφοράς των εναγομένων, εξέθεσαν ότι είχαν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την επίδειξη των παραπάνω εγγράφων, τα οποία συντάχθηκαν και προς το συμφέρον τους και πιστοποιούσαν έννομη σχέση μεταξύ αυτών και των τελευταίων, τα αιτούμενα δε έγγραφα βρίσκονταν      στα χέρια των εναγομένων. Κατόπιν τούτων, παραιτούμενες από την από 12.11.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 αγωγή τους, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους επιδείξουν και να τους χορηγήσουν αντίγραφα : α) εγγράφου που να τους πληροφορεί για το ύψος των υπολοίπων των προαναφερόμενων συμβάσεων, την 30.5.2000, β) εγγράφου που να τους πληροφορεί για τον αριθμό των μετοχών της ….. και της ………, που είχαν ενεχυρασθεί και πωλήθηκαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, όπως και του αριθμού των δικαιωμάτων της ……., που πωλήθηκαν από τις ημέρες σύναψης των παραπάνω συμβάσεων δανείων και πίστωσης σε ανοικτό λογαριασμό έως την ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής, γ) βεβαιώσεων πληρωμών μερισμάτων των ετών 2010 έως και 2013, τα οποία διανεμήθηκαν ανά μετοχή ή ανά δικαίωμα των μετοχών της … και της ……, που ενεχυράστηκαν από την πρώτη εναγόμενη και δ) βεβαίωσης για τις πιστώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από τις 25.11.2010 έως την ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής, έναντι εξόδων τόκων, κεφαλαίου και εισφοράς των πιο πάνω συμβάσεων δανείων και πίστωσης σε ανοικτό λογαριασμό, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης των νομίμων εκπροσώπων τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με  την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 361, 1244, 806, 902, 903 του Α.Κ., και 946 του Κ.Πολ.Δ., πλην του παρεπόμενου αιτήματος για την απειλή προσωπικής κράτησης κατά των νομίμων εκπροσώπων των εναγομένων. Περαιτέρω, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη,  έκρινε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και την υποχρέωσε να επιδείξει στις ενάγουσες και να τους χορηγήσει αντίγραφα των αιτούμενων εγγράφων. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται  η δεύτερη εναγόμενη, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε ν’ απορριφθεί η αγωγή και ως προς αυτήν.

ΙΙΙ.  Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα εκθέτει ότι η  αγωγή στρέφεται κατ’ αυτής, ως ειδικής διαδόχου του υποκαταστήματος     που διατηρούσε στην Ελλάδα η πρώτη εναγόμενη – ………., λόγω αγοράς του ενεργητικού και του παθητικού της, ισχυρίζεται δε, όπως και πρωτοδίκως, ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού δεν νομιμοποιείται παθητικά, διότι δεν γίνεται από τις εφεσίβλητες – ενάγουσες ουδεμία μνεία πραγματικών περιστατικών για τις έννομες σχέσεις που επικαλούνται και τις συνέδεαν με την πρώτη εναγόμενη – ……. Ότι επιπλέον, οι ενάγουσες δεν προσδιόρισαν με βάση ποια ιδιότητα υποχρεούται να τους χορηγήσει τα αιτούμενα στοιχεία, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν και οι  ίδιες εάν νομιμοποιείται παθητικά. Ο ως άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας, ο οποίος σημειωτέον συνιστά όχι έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης αλλά άρνηση της αγωγής, ως αμφισβήτηση των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη νομιμοποίησή της (Α.Π. 1397/2006 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 954/1997 Ελλ.Δ/νη 1999, σελ. 339, Εφ.Θεσ. 133/2017 και Εφ.Αθ. 5757/2013 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Πειρ. 1081/2000 Δ.Ε.Ε. 2001, σελ. 307, Εφ.Αθ. 5685/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 526, Νίκας σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία Κ.ΠΟΛ.Δ., Τόμος Ι, άρθρο 68, αρ. 1 και Βασ. Βαθρακοκοίλης Κ.ΠΟΛ.Δ. Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, Αθήνα 1996, Τόμος Α, άρθρο 68 αρ. 96), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι τα αναφερόμενα στοιχεία στην αγωγή ήταν επαρκή για τη νομιμοποίηση της εκκαλούσας – δεύτερης εναγομένης. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, σύμφωνα με την από 26.3.2013 συμφωνία πώλησης στοιχείων που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 3430/12.6.2013 (ΤΑΕ – ΕΠΕ και ΓΕΜΗ) και προσκομίζεται από τις ενάγουσες – εφεσίβλητες, το υποκατάστημα στην Ελλάδα της αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………” έπαυσε την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα και τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της μεταβιβάστηκαν στην …….. Άλλωστε και η ίδια η εκκαλούσα, με τις από 10.1.2018 βεβαιώσεις, που προσκομίζει, συνομολογεί ότι έχει καταστεί ειδική διάδοχος της πρώτης εναγομένης ως προς τα υπό κρίση δάνεια και πιστώσεις σε ανοικτό λογαριασμό. Κρίνοντας όμοια και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης.

ΙV.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 του Α.Κ., όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί               ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αξίωση, εκείνου που επιδιώκει να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου, ασκείται με αγωγή, στοιχεία της οποίας είναι η κατοχή του εγγράφου από τον εναγόμενο και το έννομο συμφέρον που έχει      ο ενάγων για να λάβει γνώση αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση του κατέχοντος να προβεί σε επίδειξη του εγγράφου απορρέει απευθείας        από τη διάταξη του άρθρου 902 του Α.Κ., είναι δηλαδή ενοχή εκ του νόμου (Α.Π. 686/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 776/2005 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 157). Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο άρθρο 902  του Α.Κ. και εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον είναι οι εξής: α) Αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή ερευνάται η πρόθεση που επικράτησε κατά το χρόνο σύνταξης του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Πάντως έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγομένου κατόχου του, β) Αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει, πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο και γ) Αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές μ’ αυτήν διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση σύμβασης (Εφ.Αθ. 673/2009 Ελλ.Δ/νη 2009, σελ. 1474, Εφ.Αθ. 2456/02 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 208 και Εφ.Λαρ. 486/2013 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ωστόσο, ενδέχεται η επίδειξη αυτή να αποτελεί περιεχόμενο συμβατικής δέσμευσης του εναγομένου για την παροχή πληροφοριών στον ενάγοντα στα πλαίσια άλλης, κύριας, συμφωνίας που υφίσταται μεταξύ τους. Τότε, οι διατάξεις των άρθρων 288 επ. και 371 επ. του Α.Κ. επιβάλλουν ότι        η παροχή αυτή του οφειλέτη, για να είναι ορισμένη, πρέπει να έχει ως περιεχόμενο συγκεκριμένα έγγραφα. Η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 §1 του Κ.Πολ.Δ., που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ιδίου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο απόδειξης μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 του Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν απ’ τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα  της παροχής (Α.Π. 776/2005 ό.π., Α.Π. 508/1993 Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 1299, Εφ.Πειρ. 290/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Αθ. 3788/2008 Ελλ.Δ/νη 2009,       σελ. 210, Εφ.Θεσ. 2370/2007 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Εφ.Αθ. 2456/2002      ό.π.). Ειδικότερα, όταν η αξίωση επίδειξης εγγράφων αφορά στα βιβλία      του αντιδίκου του αιτούντος, πρέπει να αναφέρει ειδικώς το ή τα βιβλία που αφορά, να προσδιορίζει με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο (με αναφορά της σελίδας ή της ημερομηνίας εγγραφής) το σημείο τους, το οποίο του είναι χρήσιμο για την απόδειξη των ισχυρισμών του και να εκθέτει, έστω και γενικά, το περιεχόμενο του τμήματος αυτού (ΑΠ 776/2005 ό.π., Εφ.Αθ. 2183/2010 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Εφ.Αθ. 673/2009 Ελλ.Δ/νη 2009, σελ. 1474). Ως περιγραφή του εγγράφου, ικανή για το ορισμένο της αγωγής ή αίτησης επίδειξης, πρέπει να θεωρηθεί εκείνη με την οποία εξατομικεύεται το    έγγραφο, χωρίς να είναι απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου του, γιατί διαφορετικά η άσκηση της σχετικής αξίωσης, πολλές φορές, θα δυσχεραίνεται υπερβολικά (Α.Π. 508/1993 ό.π., Εφ.Αθ. 2456/2002 ό.π., Εφ.Θεσ. 1150/2001 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 524, Εφ.Αθ. 5720/1996 Ελλ.Δνη 1994, σελ. 1299 και Άνθιμος σε Απ. Γεωργιάδη Σύντομη Ερμηνεία Α.Κ., τόμος Ι, άρθρο 902, αρ. 22, σελ. 1748).

  1. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη άλλως ως νόμω αβάσιμη, επειδή δεν προσδιοριζόταν εάν ασκείται κατά την έννοια των άρθρων 902 επ. του Α.Κ. ή 450 επ. του Κ.Πολ.Δ., λαμβανομένων υπόψη και των αναφερόμενων περί ύπαρξης εκκρεμών δικών, στην με αριθμό κατάθεσης …../2013 όμοια αγωγή των εναγουσών, από την οποία παραιτήθηκαν με την υπό κρίση αγωγή τους. Ότι η ύπαρξη εκκρεμούς αντιδικίας αποκλείει την άσκηση αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 902  του Α.Κ. Ότι επιπλέον δεν προσδιόρισε ειδικά και δεν περιέγραψε ακριβώς τα έγγραφα, των οποίων ζητεί την επίδειξη, πολύ περισσότερο μάλιστα, εφόσον πρόκειται περί εμπορικών βιβλίων, οπότε πρέπει να αναφέρει τη σελίδα ή  την ημερομηνία εγγραφής τους, ενώ δεν ζητεί την επίδειξη εγγράφων αλλά την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγομένης έννομες σχέσεις. Ότι, τέλος, δεν αναφέρεται στην αγωγή πώς τα αιτούμενα έγγραφα συνδέονται με τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησής τους και της αγωγής που πρόκειται να ασκηθεί ή έχει ήδη ασκηθεί. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτήματος της αγωγής, τα αιτούμενα έγγραφα αποτελούν τμήμα των εμπορικών βιβλίων της εκκαλούσας, σύμφωνα δε και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, περιγράφονται επαρκώς για το ορισμένο της αγωγής, αφού εξατομικεύονται, χρονικά και κατά περιεχόμενο, τυχόν δε περισσότερα στοιχεία θα δυσχέραιναν υπερβολικά την άσκηση της σχετικής αξίωσης. Επιπλέον, αποτελούν περιεχόμενο συμβατικής δέσμευσης της εναγομένης       – εκκαλούσας για την παροχή πληροφοριών στις ενάγουσες στα πλαίσια άλλων, κύριων, συμβάσεων με τις τελευταίες (δανείων και πίστωσης σε ανοιχτό λογαριασμό), στις οποίες η πρώτη (εκκαλούσα) έχει ήδη υπεισέλθει και κατά συνέπεια, η αγωγή δεν ασκείται στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης με την εκκαλούσα, κατ’ άρθρα 450 επ. του Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον ότι, δεν συντρέχει περίπτωση απαγόρευσης ανακοίνωσης των αιτούμενων εγγράφων, αφού δεν τίθεται θέμα προστασίας των έννομων συμφερόντων της εκκαλούσας.

VΙ.  Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα εκθέτει ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εναγουσών να ζητήσουν την επίδειξη των αιτούμενων εγγράφων, αφού δεν πρόκειται για έγγραφα που συντάχθηκαν προς το συμφέρον τους αλλά αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον της ιδίας, καθώς και ότι τα στοιχεία που αφορούν στην πώληση μετοχών και την είσπραξη μερισμάτων θα μπορούσε να τα πληροφορηθεί από την πρώτη εναγόμενη, καθώς και από τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι  τα αιτούμενα έγγραφα αφορούν όχι μόνο στο συμφέρον της εκκαλούσας – δανείστριας αλλά και σ’ αυτό των εναγουσών – οφειλέτη και εγγυήτριας αντίστοιχα, αφού αποτελούν περιεχόμενο συμβατικής δέσμευσης της εναγομένης – εκκαλούσας για την παροχή πληροφοριών στις ενάγουσες        στο πλαίσιο άλλων, κύριων, συμβάσεων με τις τελευταίες (δανείων και πίστωσης σε ανοιχτό λογαριασμό), στις οποίες έχει ήδη υπεισέλθει. Εξάλλου, όσον αφορά στα στοιχεία που αφορούν στην πώληση μετοχών και την είσπραξη μερισμάτων από την εκκαλούσα, η τελευταία έχει υποχρέωση εκ  του νόμου (άρθρο 1222 εδ. α´ του Α.Κ.) για παροχή λογοδοσίας, ενώ η αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη έχει ήδη απορριφθεί.

VΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος       λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να καταδικαστεί  στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους  και σύμφωνα με τον υποβληθέντα κατάλογο (άρθρα 176, 183, 189 §1, 190 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με  τα άρθρα 63 §1 περ. i στοιχ. α, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 28.9.2017 και         με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2017 έφεση της εκκαλούσας . ……., κατά της οριστικής απόφασης 3028/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από   την ως άνω εκκαλούσα παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και είκοσι (542,20) λεπτών.

 

Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16 Μαΐου 2019.

           Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 28 Ιουνίου 2019.

           Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ