Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 387/2019

Αριθμός     387/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  2546/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την  τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  13-9-2011, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την  επίδοση στην εκκαλούσα αντιγράφου  της εκκαλουμένης  απόφασης στις  15-7-2011 (βλ την σχετική επισημείωση επί του προσκομιζόμενου επιδοθέντος αντιγράφου  της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή ……….., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την από 15-1-2009  (αρ. κατάθ. …./2009) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε ότι βάσει δανειακής συμβάσεως, που κατήρτισαν από κοινού με την εναγόμενη, σύζυγο του με  την τράπεζα ΑΣΠΙΣ BANK, τους χορηγήθηκε στεγαστικό δάνειο ποσού 150.000 ευρώ για ανοικοδόμηση οικοπέδου συγκυριότητας τους, για  την αποπληρωμή του οποίου  αυτοί ευθύνονταν  εις ολόκληρον. Ότι ο ίδιος  κατέβαλε αποκλειστικά εξ ιδίων χρημάτων στη δανείστρια Τράπεζα προς εξόφληση της παραπάνω απαίτησης τις δόσεις του δανείου για το διάστημα από 21-6-2004 έως 20-12-2007, συνολικού ποσού  33.207,93 ευρώ, υποκαθιστάμενος ακολούθως στα δικαιώματα αυτής   έναντι της εναγομένης συνοφειλέτριας του. Ότι επιπλέον από αγάπη  προς τη τελευταία   δώρησε  σε αυτήν το καλοκαίρι του 2006 το χρηματικό ποσό των 21.530 ευρώ, προκειμένου να αγοράσει αυτοκίνητο μάρκας DAIHATSU TERIOS 1500 και  ότι η εναγόμενη φάνηκε αχάριστη απέναντι του, συνάπτοντας  εξωσυζυγικές σχέσεις, με συνέπεια  αυτός να ανακαλέσει τη γενόμενη δωρεά  με το από 20-11-2008 εξώδικο του, που  της επέδωσε  στις 8-12-2008. Με βάση  αυτό το ιστορικό ζητούσε να υποχρεωθεί  η εναγομένη να του καταβάλει, αφενός το ποσό των 16.603,98 ευρώ,  που συνιστά την αναλογία της οφειλής της από τις καταβληθείσες δόσεις δανείου, και αφετέρου το ποσό της ανακληθείσας δωρεάς 21.530 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 19-12-2008, οπότε έληγε η προθεσμία που της όρισε με το άνω εξώδικο για την καταβολή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη  και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 30.338,03 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-12-2008. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  η εναγόμενη με την  υπό κρίση έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή  να απορριφθεί  καθ’ολοκληρίαν.  ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 ν. 1329/1983, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 αυτού (ν. 1329/1983), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 ν. 1649/1986, έχει εφαρμογή και επί γάμων που τελέσθηκαν, καθώς και περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983, “αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά”. Από την αδιάστικτη διατύπωση της τελευταίας διάταξης συνάγεται ότι δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ό,τι αυτός απέκτησε από δωρεά του άλλου και δεν αποδίδεται η αύξηση αυτή, ως αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Οτι η έννοια της διατάξεως είναι αυτή, προκύπτει και από το γεγονός ότι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου από δωρεά τρίτου δεν οφείλεται σε συμβολή του άλλου συζύγου και ως εκ τούτου, εξαρχής, δεν περιλαμβάνεται στο πραγματικό του άρθρου 1400 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 114/2016, ΑΠ808/2015, ΑΠ 932/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, οι οποίες συνεκτιμώνται ελεύθερα σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα [απορριπτομένων των αιτιάσεων της εναγομένης, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, η οποία ζητεί να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, αδερφού αυτού, επειδή προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, διότι  δάνεισε το χρηματικό ποσό στον ενάγοντα, την απόδοση του οποίου ζητεί ο τελευταίος με την αγωγή του, καθόσον η εναγόμενη δεν πρότεινε παραδεκτώς ένσταση εξαίρεσης του εν λόγω μάρτυρα πριν ορκισθεί στον πρώτο βαθμό (άρθρο 400 αρ.3 και 403 αρ.2 ΚΠολΔ), αν και τα γεγονότα στα οποία στηρίζει τις αιτιάσεις της (δανεισμό του χρηματικού ποσού, προκειμένου να  καταστεί δυνατή η επίδικη δωρεά  στην εναγόμενη)  της ήταν ήδη γνωστά, ως αναφερόμενα  στο δικόγραφο της αγωγής], την υπ’ αριθμ. …./29-11-2010 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της  συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., για την οποία κλητεύτηκε  νόμιμα ο αντίδικος, ενάγων, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της εναγομένης, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που καταχωρήθηκε στα  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τη με αριθμό …../18-9-2018 ένορκη βεβαίωση  ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, για την οποία κλητεύτηκε  νόμιμα ο αντίδικος, ενάγων (βλ. τη με αριθμό …/11-9-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών ……..), που προσκομίζεται νόμιμα κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ,  και  από τα έγγραφα, που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι προς άμεση απόδειξη ή για να χρησιμοποιηθούν ως δικαστικά τεκμήρια (μεταξύ των οποίων και όσα προσκομίζονται με επίκληση το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), συμπεριλαμβανομένων και των ενόρκων βεβαιώσεων, που επικαλούνται οι διάδικοι, που δόθηκαν για να χρησιμεύσουν σε άλλη δίκη, και συγκεκριμένα αφενός, η με αριθμό …./28-5-2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας, ………., οι με αριθμούς … και …./8-5-2008 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας ……., καθώς και οι με αριθμούς ……../22-5-2008 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών …….., που δόθηκαν (άπασες) στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων, και αφετέρου οι με αριθμό …/31-3-2009 δύο ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας . …, που δόθηκαν στα πλαίσια  της δίκης διαζυγίου των διαδίκων, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (στην ένορκη βεβαίωση γίνεται μνεία της  με αριθμό …./26-3-2009 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………), καθώς και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2, 457 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠολΔ), (ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η προσκομιζόμενη από 17-9-2018 υπεύθυνη δήλωση του ………, ως ανεπίτρεπτο  αποδεικτικό μέσο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι δεν δόθηκε  κατά τον υπο του νόμου οριζόμενο τρόπο και έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη [ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 743/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά το θρησκευτικό τύπο στην Αθήνα την 10-7-1999, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα. Στις 19-3-2004 κατήρτισαν με την τράπεζα με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ BANK» την με αριθμό …../19-3-2004 σύμβαση  δανείου, δυνάμει της οποίας έλαβαν  στεγαστικό  δάνειο, ποσού 150.000 ευρώ, για ανοικοδόμηση οικοπέδου  συγκυριότητας τους κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, για την αποπληρωμή του οποίου  αυτοί ενέχονταν έναντι της τράπεζας εις ολόκληρον, σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης (άρθρο 1. 01). Όπως αποδείχθηκε ο  ενάγων κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων όλες ανεξαιρέτως τις  δόσεις του δανείου για το χρονικό διάστημα από 21-6-2004 έως 20-12-2007,  δηλαδή κατέβαλε συνολικά για την αιτία αυτή το  ποσό των 33.207,93 ευρώ. Οι εν λόγω καταβολές προκύπτουν από την προσκομιζόμενη κίνηση λογαριασμού της δανείστριας τράπεζας, ενώ η εξεταζόμενη στο πρωτοβάθμιο ακροατήριο μάρτυς της εναγόμενης και μητέρα αυτής επιβεβαίωσε το γεγονός ότι ο ενάγων προέβη σε αυτές με δικά του αποκλειστικά χρήματα (βλ. σελ 15 και 19 πρακτικών δημοσίας συνεδρίασης πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Μετά ταύτα αυτός  υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της δανείστριας Τράπεζας έναντι της συνοφειλέτριας του, εναγομένης, η οποία υποχρεούται να του καταβάλει για τον λόγο αυτό το ποσό, που της αναλογεί από τη μεταξύ τους σχέση, δηλαδή 16.603,96 (33.207,93:2) ευρώ. Ήδη δε, μετά την εν μέρει ουσιαστική παραδοχή με την εκκαλουμένη απόφαση της ένστασης συμψηφισμού, που αυτή προέβαλε πρωτοδίκως και έγινε δεκτή, για τις εκ μέρους της γενόμενες καταβολές των δόσεων του δανείου για τα έτη 2008-2009, συνολικού ποσού, 15.021,86 ευρώ, αυτή οφείλει στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία το υπόλοιπο ποσό των 9.093,03 ευρώ. Αναφορικά, όμως, με το έτερο σκέλος της προβληθείσας από την εναγόμενη πρωτοδίκως ένστασης συμψηφισμού, που επαναφέρει  νόμιμα  με λόγο της έφεσης της, και αφορά στην έναντι του ενάγοντος απαίτηση της για απόδοση του ποσού των 3.500 ευρώ, που αυτός φέρεται να εισέπραξε το έτος  2006 για λογαριασμό της ως τίμημα από την πώληση του αυτοκινήτου της, και έκτοτε παρακρατεί, ουδέν αποδείχθηκε. Ειδικότερα,  η εναγόμενη δεν προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της κυριότητας της επί του ως άνω αυτοκινήτου κατά τον χρόνο της επικαλούμενης πώλησης του, ούτε στη προσκομιζόμενη φορολογική δήλωση οικονομικού έτους 2006 (εισοδήματα έτους 2005), που υπέβαλε από  κοινού με τον σύζυγο της, έχει δηλωθεί το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο, μόνη δε η καθόλα αόριστη προς τούτο κατάθεση της μάρτυρα της εναγόμενης,  δεν αρκεί για να δημιουργήσει στο Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού. Ομοίως, εξάλλου, απορριπτέα τυγχάνουν και τα  παρεπόμενα αιτήματα περί επίδειξης εγγράφων, που αυτή υποβάλει με την έφεση της και τις προτάσεις της και ζητεί  όλως αορίστως να υποχρεωθεί ο ενάγων να επιδείξει το έγγραφο της πώλησης του αυτοκινήτου (η κυριότητά της επί του οποίου, ουδόλως αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε), δίχως να προσδιορίζει αυτό ειδικότερα, καθώς και  αντίγραφο της υποβληθείσας  φορολογικής  δήλωσης  του ιδίου για το οικονομικό έτος 2007,  όπου θα έπρεπε αυτός να έχει δηλώσει το ποσό του τιμήματος, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο επιπλέον ως αλυσιτελώς υποβαλλόμενο, διότι στην περίπτωση  που το τίμημα από την πώληση εισπράχθηκε για λογαριασμό της ιδίας, όπως αυτή ισχυρίζεται, αποτελεί εισόδημα αυτής και όχι του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεχόμενο τα ίδια περιστατικά ορθώς έκρινε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 9.093,03 ευρώ και ο σχετικός όγδοος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η τελευταία υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η εκκαλούσα-εναγόμενη με τις προτάσεις της επικαλείται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ότι κατέβαλε πλέον των προαναφερόμενων ποσών δόσεων του δανείου και τα ποσά των 1500 ευρώ και 7.242.59 ευρώ στις 19-7-2010 και 14-9-2010 αντίστοιχα,  ενώ προσκομίζει  προς τούτο και τα σχετικά παραστατικά (δελτία) κατάθεσης στο λογαριασμό της δανείστριας τράπεζας. Ζητεί δε να συμψηφιστεί η ανταπαίτηση της  για το ήμισυ των εκ μέρους της καταβληθέντων ποσών, που βαρύνει τον ενάγοντα ως συνοφειλέτη,  με την ως άνω ομοειδή ένδικη απαίτηση του. Η ένσταση αυτή  απαραδέκτως προβάλλεται εν προκειμένω με τις προτάσεις της εκκαλούσας, καθόσον θα έπρεπε να προβληθεί είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε των προσθέτων λόγων (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση, 2015, παρ.1895, σελ. 483), και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από το έτος 2005 επήλθε κλονισμός στην αρμονική συμβίωση των διαδίκων, λόγω της μετάβασης του ενάγοντος στο …., προκειμένου να εργαστεί στο πρατήριο καυσίμων, που διατηρούσε εκεί ο αδελφός του. Ειδικότερα, καθ’όλη τη διάρκεια του έτους αυτός διέμενε στο … για τις ανάγκες της εργασίας του και μόνον τα Σαββατοκύριακα επέστρεφε στην Αθήνα για να βρίσκεται με την οικογένεια του, ενώ περί τα τέλη του ιδίου έτους   μίσθωσε και ξεκίνησε να λειτουργεί δικό του πρατήριο υγρών καυσίμων στα …. Πατρών, με συνέπεια οι μεταβάσεις του στην Αθήνα να αραιώσουν ακόμη περισσότερο. Στις 25-4-2006 η εναγόμενη άσκησε σε βάρος του αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων και ζητούσε να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, να της επιτραπεί η μετοίκηση από τη συζυγική οικία και να υποχρεωθεί ο ενάγων να της καταβάλει προσωρινή διατροφή για τα τέκνα τους, συνολικού ποσού 1500 ευρώ.  Ο  ενάγων, που ήθελε να περισώσει τον γάμο του,  κατέβαλε προς τούτο έντονες προσπάθειες και  κατάφερε να μεταπείσει την εναγόμενη, με συνέπεια η συζήτηση της αίτησης  κατά την ορισθείσα δικάσιμο στις 25-5-2006 τελικά να ματαιωθεί. Λίγο δε αργότερα αυτός ενδίδοντας στην πιεστικά προβαλλόμενη επιθυμία της συζύγου του  δέχθηκε να της αγοράσει ένα πολυτελές αυτοκίνητο, αξίας 21.245 ευρώ, και συγκεκριμένα ένα τζιπ εργοστασίου κατασκευής «DAIHATSU», τύπου «TERIOS». Καθόσον, όμως,  ο ίδιος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να καταβάλει εξ ιδίων χρημάτων το τίμημα ζήτησε την συνδρομή του αδερφού του, εξετασθέντος πρωτοδίκως μάρτυρα, ο οποίος δέχθηκε να του δανείσει  το απαιτούμενο ποσό. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων στις 27-6-2006 παρέδωσε στην εναγόμενη το ποσό των  4.000 ευρώ σε μετρητά στην οικία τους, παρουσία του αδελφού του, το οποίο αυτή αμέσως την επόμενη ημέρα 28-6-2006 κατέθεσε στον  τηρούμενο   στην τράπεζα EUROBANK λογαριασμό της πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία «………» ως προκαταβολή για την αγορά του αυτοκινήτου, στις 17-7-2006 κατόπιν συνεννόησης με την εναγόμενη κατέθεσε στο τραπεζικό λογαριασμό του πατέρα της, ……. στην τράπεζα με την επωνυμία «ALPHA BANK»   το ποσό των 3.800 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 800 ευρώ προοριζόταν για την συμμετοχή του στις δαπάνες διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 3.000 ευρώ για καταβολή  έναντι  του τιμήματος  του οχήματος, το οποίο η εναγόμενη στις 19-7-2006 κατέθεσε στο λογαριασμό της πωλήτριας εταιρίας στην ALPHA BANK, ενώ τέλος για την αποπληρωμή του τιμήματος  πλέον εξόδων ο αδερφός του ενάγοντος εξέδωσε  την  με αριθμό ….. επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως 16-8-2006 επι της τράπεζας Αττικής εις διαταγήν της πωλήτριας εταιρίας, ποσού 14.530 ευρώ, που παραδόθηκε στη τελευταία  και  πληρώθηκε κανονικά στις 16-8-2006 (βλ. σχετικά τα προσκομιζόμενα με επίκληση παραστατικά των τραπεζών και την από 2-4-2008 βεβαίωση της πωλήτριας εταιρίας για την εξόφληση του με αριθμό …./20-7-2006 τιμολογίου, αξίας 21.245 ευρώ, με τις προαναφερόμενες καταβολές). Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και δη τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αγοράστηκε το εν λόγω όχημα κατέθεσε εξ ιδίας αντιλήψεως ο αδερφός του ενάγοντος, ο οποίος του δάνεισε και το σχετικό χρηματικό ποσό (21.245 ευρώ), ενώ αυτά επιβεβαίωσαν και γνωστοί της οικογένειας των διαδίκων και συγκεκριμένα οι ……. και ……. στη με αριθμό …../31-3-2009 ένορκη βεβαίωση τους και ο ……… στη με αριθμό …../21-5-2008 ένορκη βεβαίωση του, εκ των οποίων ο μεν ………  βεβαίωσε ότι ήταν παρών σε  συζήτηση του ζεύγους, κατά την οποία η εναγόμενη παραπονούταν για την ζωή που της πρόσφερε ο ενάγων και έθετε ως όρο για να συνεχίσουν να είναι μαζί να της αγοράσει το πολυτελές αυτοκίνητο, ο δε ……., υπάλληλος στην εταιρία εμπορίας αυτοκινήτων, με την επωνυμία «………»,  βεβαίωσε ότι η ίδια η εναγόμενη ήρθε σε επαφή μαζί του ζητώντας πληροφορίες για το μοντέλο αυτοκινήτου «TERIOS» της  εταιρίας «DΑΙΗΑΤSU», και τον πληροφόρησε ότι το τίμημα θα κατέβαλε ο σύζυγος της δανειζόμενος τα  χρήματα από τον αδερφό του, τα οποία αυτή θα επέστρεφε με την πρώτη ευκαιρία, ενώ όταν ρώτησε κατ’ιδίαν τον ίδιο τον ενάγοντα, του οποίου τη κακή οικονομική κατάσταση γνώριζε, για ποιο λόγο προέβαινε σε τέτοια ενέργεια, αυτός του εκμυστηρεύτηκε ότι η εναγόμενη τον απειλούσε ότι θα τον χώριζε.  Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η καταβολή  του χρηματικού ποσού των 21.245 ευρώ από τον ενάγοντα προς την εναγόμενη για την αγορά αυτοκινήτου συνιστά δωρεά, καθόσον έγινε από χαριστική αιτία προς εξομάλυνση των διαταραγμένων προσωπικών τους σχέσεων και σε μία προσπάθεια διασώσεως του γάμου τους, και όχι από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή για λόγους ευπρέπειας, ούτε ως συνεισφορά αυτού στις οικογενειακές ανάγκες για το χρονικό διάστημα από το έτος 2005, όπως διατείνεται η εναγόμενη, καθόσον, όπως  έγινε δεκτό  και με την ως άνω με αριθμό 98/2010  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι διάδικοι  μέχρι την οριστική διάσπαση της έγγαμης σχέσης τους τον Φεβρουάριο του έτους 2008 αντιμετώπιζαν και συνεισέφεραν από κοινού στις οικογενειακές ανάγκες. Συνεπώς, οι σχετικοί έβδομος και ένατος λόγος της έφεσης, με τους οποίους η εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα, επαναφέροντας νομίμως αντίστοιχους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι παρά τις προσπάθειες του ενάγοντος το φθινόπωρο του ίδιου έτους η εναγόμενη ζήτησε τη συναινετική λύση του γάμου τους. Στην πορεία, όμως, και ενώ οι διάδικοι είχαν καταρτίσει το από 20-11-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό επιμέλειας και  διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους, αυτή  μετέβαλε εκ νέου γνώμη με αποτέλεσμα να παραμείνουν μαζί μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2008, οπότε η έγγαμη σχέση τους διακόπηκε οριστικά. Αιτία δε, για αυτό στάθηκε η ανάρμοστη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία επεδίωκε να γνωρίσει άλλους άνδρες μέσω ιστοσελίδας γνωριμιών. Συγκεκριμένα,  περί τα τέλη του έτους 2007 ο ενάγων έχοντας πληροφορηθεί τα ανωτέρω από τρίτα πρόσωπα  εγγράφηκε με το ψευδώνυμο ΄΄………΄΄ στην ιστοσελίδα γνωριμιών, που επισκεπτόταν και η σύζυγος του,  και κατάφερε να την προσεγγίσει ανταλλάσοντας ερωτικά μηνύματα, λίγο καιρό δε αργότερα, τον Φεβρουάριο του έτους 2008 αυτοί συμφώνησαν να συναντηθούν και από κοντά στο καφέ μπαρ με την επωνυμία «……..» στη ….. Πειραιά. Στις 16-2-2008 η εναγόμενη προσήλθε στο προκαθορισμένο ραντεβού και ανέμενε τον ενάγοντα στο εσωτερικό του καταστήματος στον ισόγειο χώρο. Όταν δε, τον αντίκρισε και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί τράπηκε σε φυγή. Τα ανωτέρω  προκύπτουν με σαφήνεια από τα όσα κατέθεσε ο μάρτυς του ενάγοντος, ο οποίος γνώριζε για το ραντεβού των διαδίκων και μετέβη προς τούτο στο κατάστημα-τόπο συνάντησης  μαζί με τον ………., και επιβεβαιώνει, όπως και ο τελευταίος στην ως άνω ένορκη βεβαίωση του, την επεισοδιακή συνάντηση των διαδίκων, ενώ περαιτέρω, αυτά έγιναν  δεκτά και με τη με αριθμό 98/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκρινε τελεσίδικα επί της αγωγής, που άσκησε η εναγόμενη σε βάρος του ενάγοντα, σχετικά με την διατροφή των ανήλικων τέκνων τους (δίχως ωστόσο η κρίση αυτή να αποτελεί δεδικασμένο για την παρούσα υπόθεση, αλλά συνεκτιμάται με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία), ουδεμία δε ανάγκη παρίσταται για την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης αναφορικά με τη διάταξη του χώρου στο ως άνω καφέ και την δυνατότητα οπτικής  και ακουστικής επαφής μεταξύ του ανώγειου και ισόγειου χώρου, όπως αιτείται η εκκαλούσα-εναγομένη. Η προεκτιθέμενη συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία αποτελεί και λόγο διαζυγίου και αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον ενάγοντα-δωρητή, καθόσον αντιβαίνει στις κρατούσες στη κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας, στοιχειοθετεί αντικειμενικά την κατά το άρθρο 505 ΑΚ αχαριστία, που δικαιολογεί την ανάκληση της γενόμενης προς αυτήν δωρεάς, απορριπτομένου ως αβασίμου του τέταρτου λόγου της έφεσης. Για το λόγο αυτό, ο ενάγων  στις  8-12-2008, δηλαδή εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 510 εδ.α ΑΚ ενιαύσιας προθεσμίας, με εξώδικο που κοινοποίησε  στην εναγομένη  (βλ. την με αριθμό …./8-12-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), ανακάλεσε νόμιμα την επίδικη δωρεά για λόγους αχαριστίας και  ζήτησε από αυτήν να του  αποδώσει το δωρηθέν χρηματικό ποσό έως 19-12-2008, όπως και το ποσό των  16.603,98 ευρώ, που είχε καταβάλει πλέον της μερίδας που του αναλογούσε για την αποπληρωμή του τραπεζικού στεγαστικού δανείου, που είχαν λάβει, κατά τα προαναφερόμενα, από κοινού. Επιπλέον δε, άσκησε και αγωγή διαζυγίου σε βάρος της, η οποία συνεκδικάστηκε με την αντίθετη αγωγή της εναγομένης και επ’ αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 477/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κήρυξε τη λύση του γάμου τους. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε η εναγόμενη ήδη στις 26-2-2008, δηλαδή πριν την ανάκληση της δωρεάς, πώλησε το τζιπ αυτοκίνητο  της, αντί τιμήματος 18.000 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση  υπ’αρίθμ. …./26-2-2008 τιμολόγιο της Πειραιώς ……..), που  πλέον αποτελεί τον πλουτισμό της (άρθρο 908 εδ.1 ΑΚ) και το οποίο οφείλει να αποδώσει στον ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 509 ΑΚ), διότι μετά την ανάκληση της δωρεάς  εξέλιπε η νόμιμη αιτία διατήρησης αυτού. Η εναγόμενη με ισχυρισμό της που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει νόμιμα με τον έκτο λόγο της έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του,  ισχυρίζεται ότι έχει επέλθει απόσβεση της υποχρέωσης της για απόδοση του πλουτισμού, διότι αυτός  δεν σωζόταν κατά τον χρόνο επίδοσης σε αυτήν της αγωγής στις 23-1-2009, καθόσον  είχε δαπανηθεί για τις ανάγκες  του κοινού οικογενειακού οίκου των διαδίκων και των δύο ανήλικων τέκνων τους για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2005 έως 16-2-2008,  ενώ προσκομίζει  προς απόδειξη του ισχυρισμού της έγγραφες αποδείξεις του εν λόγω χρονικού διαστήματος. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός αλυσιτελώς εν προκειμένω προβάλλεται, καθόσον αφορά σε δαπάνες, που είχαν ήδη γίνει  πριν την πώληση του αυτοκινήτου, ενώ η εναγόμενη δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει κατά συγκεκριμένο τρόπο ανάλωση του  εισπραχθέντος τιμήματος, μέχρι την επίδοση της αγωγής, ώστε να έχει επέλθει απόσβεση της υποχρέωσης της για απόδοση του επίδικου πλουτισμού της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται με τη παρούσα,  και ο ως άνω  λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον, αυτή με τους δεύτερο και πέμπτο λόγο της έφεσης της νόμιμα επαναφέρει  τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς της, σύμφωνα με τους οποίους,  αφενός ο πλουτισμός της δεν προήλθε άμεσα από την περιουσία του ενάγοντος, ώστε να νομιμοποιείται αυτός ενεργητικά να ζητά την απόδοση του, αλλά από την περιουσία του αδερφού του, ………., που του δάνεισε το αναγκαίο χρηματικό ποσό για την αγορά του αυτοκινήτου της, και αφετέρου αυτός  (πλουτισμός) δύναται να αναζητηθεί μόνον μέσω της αγωγής για συμμετοχή στα αποκτήματα (άρθρο 1400 ΑΚ). Αμφότεροι, όμως, οι ανωτέρω λόγοι τυγχάνουν αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα,  σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,  ο ενάγων δανειζόμενος ατύπως από τον αδερφό του το χρηματικό ποσό (σχέση κάλυψης), που ακολούθως  καταβλήθηκε για την αγορά εκ μέρους της εναγομένης του οχήματος, σε εκπλήρωση της  μεταξύ τους σύμβασης δωρεάς (σχέση αξίας), κατέστη, μετά την ανατροπή της τελευταίας (σύμβασης δωρεάς), ο ίδιος δικαιούχος του αδικαιολόγητου πλουτισμού της εναγομένης, λήπτριας αυτού, και όχι ο αδερφός του, όπως αβάσιμα διατείνεται η τελευταία (βλ. σχετικά και Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ κατ’άρθρο ερμηνεία IV, άρθρο 904, παρ. 72, σελ. 618), έναντι του οποίου ο ενάγων  ενέχεται για την απόδοση του (δανείου). Περαιτέρω, όπως γίνεται νομολογιακά δεκτό, από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ συνάγεται ότι δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ό,τι αυτός απέκτησε από δωρεά του άλλου και δεν αποδίδεται η αύξηση αυτή, ως αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δύναται να αξιώσει με την αγωγή του την απόδοση σε αυτόν του αδικαιολογήτου σε βάρος της περιουσίας του  πλουτισμού  της εναγομένης. Τέλος, η εναγόμενη με τον δέκατο και τελευταίο λόγο της έφεσης της επαναφέρει νομίμως την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, διατεινόμενη ότι   αυτός επέδειξε αδιαφορία για την ίδια και τα τέκνα τους και δεν συνέδραμε ουσιαστικά στις ανάγκες τους  για μεγάλο  χρονικό διάστημα. Η ένσταση αυτή τυγχάνει μη νόμιμη και  απορριπτέα,  διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν εν προκειμένω την έννοια της καταχρηστικότητας. Κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, μετά την ανάκληση της επίδικης δωρεάς, η εναγόμενη   υποχρεούται να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία του πλουτισμού που σωζόταν κατά τον χρόνο επίδοσης σε αυτήν της αγωγής στις 23-1-2009. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των 21.245 ευρώ, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού του  έκτου  λόγου  της εφέσεως κατά το σχετικό σκέλος του. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπο κρίση έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΕφΠειρ 207/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 642, Σαμουήλ έκδοση 2006 σελ.430,431), αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη  και  να υποχρεωθεί η  εναγόμενη να καταβάλει  στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των   27.093,03 ευρώ,   με το νόμιμο τόκο  από 19-12-2008, οπότε οχλήθηκε  για την καταβολή του, απορριπτομένης ως μη νόμιμης της ενστάσεως περί καταχρηστικής άσκησης  δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), που η εναγόμενη προβάλει το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τις προτάσεις της, σύμφωνα με την οποία,  ενώ  οι σχέσεις της με τον ενάγοντα είχαν εξομαλυνθεί κατά το έτος 2011, ενόψει  και  του συμβιβασμού τους  στα θέματα που αφορούσαν στα τέκνα τους (επιμέλεια, διατροφή και επικοινωνία), με συνέπεια η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης να ματαιωθεί κατά τη δικάσιμο στις 16-1-2014,  ο ενάγων αίφνης  με την από 17-7-2017 κλήση του προσδιόρισε εκ νέου την έφεσή της για συζήτηση. Και τούτο διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν στηρίζουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν κατά ένα μέρος την εναγόμενη  λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσία  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2546/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των  είκοσι επτά χιλιάδων ενενήντα τριών ευρώ και τριών λεπτών (27.093,03 ευρώ) με το νόμιμο τόκο  από 19-12-2008.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε χίλια τετρακόσια (1400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ