Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 388/2019

 Αριθμός   388/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Η υπό κρίση  έφεση κατά της  με αριθμό 2972/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (αρ. 511, 513 § 1 Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 1-12-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την επίδοση της εκκαλούμενης στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα στις 8-11-2017 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………. επι του προσκομιζόμενου επιδοθέντος αντιγράφου). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………./2017 e-παράβολο). Επομένως, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και  να ερευνηθεί  κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας  και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 121/2019, 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει, ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου. Νοείται ως έργο κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και την προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του (ΑΠ 346/2010), η οποία μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ` αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της.  Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, όταν σ` αυτή περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 1287/2018, ΑΠ 883/2011,  ΑΠ 682/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).   ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της  από 4-6-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2015 αγωγής του, όπως αυτή συμπληρώθηκε  με  προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του,  και με τις προτάσεις του, ιστορούσε ότι η εναγόμενη παρέχει υπηρεσίες διαμεσολάβησης στη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων,  ότι ο ίδιος είναι εκτελωνιστής και  με προφορικές συμβάσεις έργου, που κατήρτισε  με την εναγόμενη, αυτή του ανέθεσε κατά το έτος 2013 τον εκτελωνισμό  εμπορευμάτων διαφόρων πελατών της, τους οποίους  αυτός διενήργησε, ότι για την αμοιβή του και τα εκ μέρους του καταβληθέντα έξοδα, που  βαρύνουν την εναγομένη κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, εξέδωσε και της παρέδωσε τα ειδικότερα αναφερόμενα οκτώ συγκεντρωτικά τιμολόγια, τα οποία αφορούν  τους 140 εκτελωνισμούς, που εκτελέστηκαν κατ’εντολή της, για έκαστο των οποίων αυτός δικαιούται για αμοιβή  και έξοδα (κατά τις επιμέρους διακρίσεις) το ποσό των  161,68  ευρώ : και συγκεκριμένα αφορούν 27 εκτελωνισμούς που έγιναν από 1-1-2013 έως 15-2-2013, το πρώτο τιμολόγιο, συνολικής αξίας 4365 ευρώ,  29 εκτελωνισμούς που έγιναν απο  16-2-2013 έως 31-3-2013, το δεύτερο, συνολικής αξίας 4689 ευρώ, 32 εκτελωνισμούς που έγιναν από 1-4-2013 έως 15-5-2013,το τρίτο, συνολικής αξίας 5174 ευρώ, 15 εκτελωνισμούς που έγιναν από 16-5-2013 έως 30-6-2013, το τέταρτο, συνολικής αξίας 2425 ευρώ, 29 εκτελωνισμούς που έγιναν από 1-7-2013 έως 15-8-2013 το πέμπτο, συνολικής αξίας 4689 ευρώ,  35 εκτελωνισμούς που έγιναν από 16-8-2013 έως 30-9-2013 το έκτο, συνολικής αξίας 5659 ευρώ, 13 εκτελωνισμούς που έγιναν από 1-10-2013 έως 15-11-2013 το έβδομο, συνολικής αξίας 2102 ευρώ  και 8 εκτελωνισμούς που έγιναν από 16-11-2013 έως 21 31-12-2013 το όγδοο, συνολικής αξίας 1160 ευρώ. Ζητούσε δε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για το λόγο αυτό το συνολικό ποσό των 30.263 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από 5-8-2014, οπότε την όχλησε σχετικά για την καταβολή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής.   Επί της  αγωγής  αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία,  την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το αιτούμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται  η εναγόμενη με την έφεση της και ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σ` αυτή και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή  καθ’ολοκληρία. IV. Η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της  επαναφέρει τον προβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της για αοριστία της αγωγής, επειδή στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρεται  με σαφήνεια στον εκτελωνισμό ποιών συγκεκριμένων εμπορευμάτων και ποιας κάθε φορά εξαγωγής αφορά κάθε τιμολόγιο. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, απαιτείται  να περιγράφεται επαρκώς το έργο, που συμφωνήθηκε, στοιχείο, που  ελλείπει   εν προκειμένω, καθόσον στην αγωγή αναφέρονται  μόνον  τα εκδοθέντα από τον ενάγοντα (συγκεντρωτικώς) τιμολόγια, που αφορούν περισσότερους εκτελωνισμούς, οι οποίοι ουδόλως εξειδικεύονται κατά χρόνο και  αντικείμενο, δηλαδή δεν αναφέρεται έκαστος εκτελωνισμός (εκ των 140 συνολικώς) σε ποια συγκεκριμένα εξαγωγή εμπορευμάτων αφορά, ώστε να παρέχεται στην εναγόμενη η ευχέρεια της άμυνας. Η αοριστία αυτή δε, δεν θεραπεύεται από τις προσκομιζόμενες διασαφήσεις, που επικαλείται με τις προτάσεις του ο ενάγων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρι­νε ορισμένη την αγωγή καταβολής της εργολαβικής αμοιβής έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ενώ εαν εφάρμοζε προσηκόντως το νόμο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της παραπάνω αοριστίας της. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπο κρίση  έφεση   ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί η αγωγή και, ακολούθως, να απορριφθεί αυτή, ως  αόριστη.   V. Κατά το άρθρο 914 εδ. α` του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο δεχθεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ` ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέσθηκε, διατάσσει, με αίτηση (για την οποία, σημειωτέον, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ΑΠ 291/2005, 188/2003, ΑΠ 678/1999, ΑΠ 1451/1991) εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Για να διαταχθεί δηλαδή η επαναφορά πρέπει, εκτός άλλων, όχι μόνο να γίνει δεκτή η έφεση ολικά ή εν μέρει αλλά το δικαστήριο να απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας, όπως είναι η αγωγή. Αν η απόρριψη είναι μερική, μερική πρέπει να είναι και η επαναφορά (AΠ 563/2011), διότι, στην περίπτωση αυτή, η σχετική αξίωση στηρίζεται στο νόμο αναφορικά μόνο με τα ποσά που καταβλήθηκαν, σε εκτέλεση του μέρους της απόφασης, με το οποίο είχε γίνει δεκτή η αγωγή και μετά την εξαφάνισή της (απόφασης) απορρίφθηκε η αγωγή κατά τούτο (πρβλ. ΑΠ 1207/2017). Περαιτέρω, με την παραδοχή της αίτησης επαναφοράς αποδίδονται στον αιτούντα τα χρηματικά ποσά του κεφαλαίου των τόκων, των δικαστικών εξόδων και η επί του αθροίσματος αυτών καταβολή νόμιμων τόκων, οι οποίοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της απόφασης, που την δέχεται, γιατί, κατ` άρθρο 340 ΑΚ, από τον χρόνο της επίδοσης αυτής καθίσταται υπερήμερος ο εφεσίβλητος, ενάγων, καθ` ου ή ανακοπή ή η κύρια παρέμβαση και επί αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσίβλητος (Ολ.ΑΠ 5/2001, ΑΠ 766/2012). Στα έξοδα που αποδίδονται στον αιτούντα δεν συμπεριλαμβάνονται και αυτά της αναγκαστικής ή της εκούσιας εκτέλεσης, τα οποία οφείλονται με βάση το νόμο (ΑΠ 1195/2018 ,ΑΠ 8/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα  υπέβαλε με τις προτάσεις της  αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της εκτέλεσης της εκκληθείσας  απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάσταση και, συγκεκριμένα, ζήτησε να υποχρεωθεί ο αντίδικός της, να της καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 13.066,44 ευρώ, που κατέβαλε σε  πλήρη και ολοσχερή εξόφληση πλέον τόκων του ποσού  των 10.000 ευρώ, για το οποίο η εκκαλουμένη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή.  Η  αίτηση  είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην ως άνω διάταξη, και  πρέπει  να γίνει μερικώς δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, καθόσον, όπως συνομολογεί  ο ενάγων-εφεσίβλητος στην  επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα με ημερομηνία 7-2-2018 δήλωση του περί άρσης της κατάσχεσης σε συνδυασμό και με την από 25-10-2017 επιταγή προς εκτέλεση, αυτός εισέπραξε αναγκαστικώς με κατάσχεση εις χείρας τρίτου το ποσό των 12.151,44 ευρώ σε εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης (10.000 ευρώ για κεφάλαιο και 2.151,44 ευρώ για νόμιμους τόκους). Κατόπιν τούτου, πρέπει  να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την απόδοση από τον εφεσίβλητο ενάγοντα στην εκκαλούσα – εναγομένη του καταβληθέντος σ` αυτόν ως άνω ποσού, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της παρούσας μέχρι εξοφλήσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Αντιθέτως, τα καταβληθέντα από αυτήν έξοδα της εκτέλεσης, ποσού  915 ευρώ, οφείλονται εκ του νόμου και δεν  περιλαμβάνονται σε αυτά, που δύναται να αναζητήσει με την διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ.   VI. Τέλος,  τα  δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου – ενάγοντος (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως της, πρέπει να διαταχθεί η   απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.                              

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2972/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   του  με αριθμό  ………./2017 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, στην καταθέσασα εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………../2015 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εφεσίβλητο – ενάγοντα να επιστρέψει στην εκκαλούσα -εναγομένη το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εκατόν πενήντα ενός ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών  (12.151,44 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της  αποφάσεως αυτής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων  (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ