Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 389/2019

Αριθμός     389/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπο κρίση  έφεση κατά της  με αριθμό 2149/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (αρ. 511, 513 § 1 Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών (εργατικές διαφορές) με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 17-5-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την δημοσίευση της εκκαλούμενης στις 7-5-2018, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, αλλά ούτε προέκυψε επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και  να ερευνηθεί  κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ακόμα και όταν αυτό συντίθεται από άθροισμα περισσότερων κεφαλαίων. Μάλιστα, ο περιορισμός αυτός συνιστά επιτρεπτή μεταβολή του αιτήματος και συνεπάγεται τη μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 30/2007, ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1314/2009, ΑΠ 1871/2005, ΕφΑΘ 58/2012 δημ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Με την από 3-5-2017  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2017 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εναγομένη, ανώνυμη εταιρία, προσελήφθη από την τελευταία στις 26-10-2015 προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος με την ειδικότητα του μηχανικού αυτοκινήτων στο συνεργείο της στον Πειραιά, υπό καθεστώς πλήρους πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή) και επί οκταώρου ημερησίας απασχόλησης, αντί μηνιαίων τακτικών αποδοχών ύψους 1.150 ευρώ, διεκπεραιώνοντας τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής του εργασίες, οι οποίες άμεσα άπτονται των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων του ως υπαλλήλου της εναγομένης. Ότι η εναγομένη στις 6-12-2016 κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση και του κατέβαλε  αποζημίωση απόλυσης εργάτη και όχι υπαλλήλου, με συνέπεια η καταγγελία να είναι άκυρη. Ότι εκ του λόγου αυτού του οφείλονται  αποδοχές υπερημερίας για το συνολικό χρονικό διάστημα από την επομένη της ως άνω καταγγελίας (7-12-2016) έως και τις 6-12-2018, συνολικού ποσού 32.382,05 ευρώ, αποτελούμενου από τα ειδικότερα κονδύλια των τακτικών μηνιαίων μισθών του και των επιδομάτων ή της αναλογίας επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για το σύνολο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος και τέλος, ότι με την αγωγή του αυτή παραιτείται του δικογράφου της ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου κατατεθείσας με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2017 από 8-2-2017 αγωγής του. Ζητούσε δε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη :α) να  του καταβάλει το ανωτέρω ποσό εντόκως, από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) να αποδέχεται τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, και να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή τουλάχιστον 300 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της να συμμορφωθεί με την απόφαση που θα εκδοθεί, άλλως, γ)  σε περίπτωση, που κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας του έχει λυθεί ή είναι για οποιονδήποτε λόγο άκυρη να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των 2.307,66 ευρώ, ως διαφορά της νόμιμης αποζημίωσης, που δικαιούται, εντόκως από τον χρόνο καταγγελίας (6-6-2016), καθώς και δ) να του χορηγηθεί κατ’ άρθρο 678 παρ.1 και 2 ΑΚ πιστοποιητικό εργασίας και  καταδικασθεί σε χρηματική ποινή 300 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της να το χορηγήσει. Η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος με προφορική δήλωσή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, το περιεχόμενο της οποίας διευκρινίστηκε έτι περαιτέρω με τις προτάσεις της, περιόρισε (άρθρα 591 και 223 ΚΠολΔ) το υπό στοιχείο α’ αγωγικό αίτημα για καταβολή αποδοχών υπερημερίας στο ποσό των 6.602,62 ευρώ,  παραιτούμενη κατά τα ποσά των  910 ευρώ για μισθό Απριλίου 2017, 112,83 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2017, 1.150 ευρώ για μισθό Μαΐου 2017 ,1.150 ευρώ για μισθό Ιουνίου 2017, 1.150 ευρώ για μισθό Ιουλίου 2017, 1.150 ευρώ για μισθό Αυγούστου 2017,16675 ευρώ για 14,5 μισθούς για το χρονικό διάστημα από τη συζήτηση της αγωγής στις 21-9-2017 έως 6-12-2018,  1.197,91 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2017, 598,95 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2018, 575 ευρώ για επίδομα αδείας 2018 και 1.109,74 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018. Επί της  αγωγής  αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία,  την απέρριψε ως αόριστη, διότι, όπως έκρινε, μετά τον περιορισμό των αξιώσεων του ενάγοντος, δεν διατυπώνεται με σαφήνεια η έκταση της αιτούμενης δικαστικής προστασίας, καθόσον δεν διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αφορά,  ούτε αυτός (περιορισμός) επιχειρείται αναλογικά κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται ο ενάγων  με την έφεση του και ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σ` αυτές και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου την εξαφάνιση της ,ώστε να γίνει η αγωγή του  καθ’ολοκληρία δεκτή.

  1. IV. Με τον μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσης του ο ενάγων παραπονείται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε αόριστη την αγωγή του μετά τον περιορισμό του ως άνω κύριου αγωγικού αιτήματος, ο οποίος, ωστόσο, έγινε κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (περιεχόμενο αγωγής και δήλωση περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, προφορικώς στο ακροατήριο και με τις προτάσεις), ο λόγος της έφεσης κρίνεται ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον, μετά τον διατυπωθέντα ως άνω  περιορισμό του αιτήματος,  καθίσταται σαφές, ότι το αντικείμενο της αγωγής έχει περιορισθεί κατά τις αποδοχές υπερημερίας των ειδικότερα αναφερόμενων χρονικών διαστημάτων, ώστε ουδεμία αμφιβολία να  καταλείπεται για την έκταση του εναπομείναντος προς κρίση αγωγικού αιτήματος. Μετά ταύτα η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή,  η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  340, 341, 345, 349, 350, 648, 653, 655, 656 ΑΚ, 1 παρ.1,2 και 3 ν. 1082/1980, 1 παρ.1, 2 και 3, 3 παρ.1, 6, 10 παρ.1 ΚΥΑ Οικονομικών και  Εργασίας 19040/1981, 3 παρ.16 ν. 4504/66 , 176, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 π.δ., όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 2655/1953, “ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικής ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και παν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρακτηρισμό αυτού ή τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Έτσι, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού. Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολούμενων στη βιομηχανική παραγωγή, δεν αρκεί η άσκηση στο χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δυνάμεως, αλλά απαιτείται εξιδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΑΠ 1266/2017, 1405/2014, 90/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 648, 656, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1, 2 και 5 του Ν. 3198/1955 και 1 και 3 του Ν. 2112/1920 προκύπτει, ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει ακύρως την σύμβαση εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και πρέπει να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση, ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως (ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 339/2009, ΑΠ 624/2008, ΕφΑθ 5047/2018  όλες δημ/νες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012). Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της- εργαζόμενος (ΑΠ 624/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  VI. Aπο την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγόμενης, και της ανωμοτί εξέτασης  του ενάγοντος,  στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του,  της με αριθμό …../2017 ένορκης βεβαίωσης του ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, ενάγοντος-εκκαλούντος, (βλ. την με αριθμό …/24-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……..),  της με αριθμό  …./11-6-2018 ένορκη βεβαίωση  του ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου εναγόμενης-εφεσίβλητης (βλ. τη με αριθμό …./29-5-2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….), που προσκομίζεται παραδεκτώς με επίκληση κατ’άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ,   καθώς και τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, λαμβανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι πτυχιούχος του Τμήματος Οχημάτων της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Αλεξάνδρειου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης και κάτοχος από το έτος 2009 άδειας άσκησης επαγγέλματος του τεχνολόγου μηχανικού οχημάτων. Στις 26-10-2015 προσελήφθη από την εναγομένη, ανώνυμη εταιρία, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως μηχανικός αυτοκίνητων με την ιδιότητα του εργάτη στο εξειδικευμένο σε αυτοκίνητα εργοστασίου κατασκευής ….  συνεργείο της στον Πειραιά, υπό καθεστώς πλήρους πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή) και επί οκταώρου ημερησίας απασχόλησης, αντί ημερομισθίου, ποσού 46 ευρώ, και συνολικά 1.196 ευρώ το μήνα (26 ημερομίσθια). Η εργασία του στην επιχείρηση της εναγόμενης συνίστατο στη συντήρηση και επισκευή αυτοκινήτων, τα οποία του παρέδιδε ο  τεχνικός σύμβουλος του συνεργείου (και μη μηχανικός), ………, ο οποίος συμπλήρωνε τη σχετική κάρτα του οχήματος για επισκευή ή συντήρηση κατ’εντολή του πελάτη, ακολούθως δε ο ενάγων, προέβαινε σε  service  των οχημάτων, ή, σε περίπτωση βλάβης τους, εξέταζε, ανάλογα με το είδος αυτής,  τον κινητήρα και τα άλλα συστήματα του οχήματος (φρένα, αναρτήσεις, κιβώτιο ταχυτήτων διαφορικό, σύστημα διεύθυνσης κτλ)  και, αφού διακρίβωνε τη βλάβη, αποσυναρμολογούσε το σχετικό εξάρτημα και το επιδιόρθωνε ή το αντικαθιστούσε με άλλο. Μετά το πέρας δε κάθε επιδιόρθωσης πραγματοποιούσε δοκιμή για να ελέγξει τη καλή λειτουργία του οχήματος. Για τις εργασίες αυτές ο ενάγων χρησιμοποιούσε πολλά ειδικά όργανα και μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας, μεταξύ των οποίων και ειδικό διαγνωστικό μηχάνημα, που είχε προμηθεύσει στο συνεργείο της εναγόμενης η  ……… για τη διάγνωση βλαβών, για τη χρήση των οποίων αυτός είχε παρακολουθήσει ειδικά   σεμινάρια της  ως άνω εταιρίας με δαπάνες της εναγομένης (βλ. το με αριθμό …./23-3-2016 τιμολόγιο Π.Υ ………).  Κατά την εκτέλεση της  εργασίας του ο ενάγων, σε αντίθεση με όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη,  δεν λειτουργούσε κατόπιν υποδείξεων, εντολών ή με βοήθεια του προϊσταμένου του συνεργείου, ………, αλλά με δική του πρωτοβουλία  βάσει της θεωρητικής του κατάρτισης και της εξειδικευμένης εμπειρίας του, ενόψει και της προϋπηρεσίας του, ομοίως ως μηχανικού και εφαρμοστή οχημάτων στη εταιρία με την επωνυμία «……….» για το χρονικό διάστημα από 20-2-2014 έως 31-7-2015. Τα ανωτέρω προκύπτουν αβίαστα από τα όσα ενόρκως βεβαίωσε εξ ιδίας γνώσης και αντιλήψεως ο ……. στη με αριθμό …/2018 ένορκη βεβαίωση του, ο οποίος κατά το χρονικό διάστημα από 15-7-2016 έως 15-1-2017 έκανε τη πρακτική του ως τεχνικός μηχανοτρονικής στο συνεργείο της εναγόμενης, με υπεύθυνο-επιβλέποντα  τον ενάγοντα. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην παροχή της εργασίας του ενάγοντος υπερείχε το πνευματικό στοιχείο (η καταβολή πνευματικής ενέργειας) και όχι το σωματικό στοιχείο (η καταβολή μυϊκής δύναμης) και συνεπώς αυτός είχε την ιδιότητα του ιδιωτικού υπαλλήλου και όχι του εργάτη, παρά τον χαρακτηρισμό αυτού ως εργάτη  στη σύμβαση εργασίας του και την αμοιβή του με ημερομίσθιο. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι στις 6-12-2016 η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και του κατάβαλε για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 375,67 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση εργάτη. Εν τούτοις, σύμφωνα με τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές, ο ενάγων κατά τον χρόνο απόλυσης του είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου και επομένως δικαιούταν αποζημίωση, ποσού 2.683,33 ευρώ (1.150 ευρώ (όπως υπολογίζει τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του βάσει του καταβαλλόμενου ημερομισθίου χ 25 ημερομίσθια) χ 2 –ενόψει της συμπληρώσεως έτους απασχόλησης στην εναγόμενη- πλέον 1/6 για αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας). Κατά συνέπεια, η καταγγελία  της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη  και η εναγόμενη έκτοτε περιήλθε σε υπερημερία, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του (ενάγοντος), στον οποίο και οφείλει να καταβάλει  αποδοχές υπερημερίας, δίχως αυτός να υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία της εργοδότριας του εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως της να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του.  Κατά συνέπεια αυτός δικαιούται για το λόγο αυτό, και μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, κατά τα προαναφερόμενα, τα κάτωθι ποσά :α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2016 126,50 ευρώ (2 ημερομίσθια 46 ευρώ χ 1,32 δεκαεννιαμέρα πλέον αναλογίας επιδόματος αδείας 0,04166, β)  μισθούς υπερημερίας τεσσάρων μηνών από 7-12-2016 έως  6-4-2017, για το μήνα Δεκέμβριο 2016 (20 ημερομίσθια χ 46=) 920 ευρώ, 1150 ευρώ  για μισθό Ιανουαρίου έτους 2017, 1150 ευρώ για μισθό Φεβρουαρίου έτους 2017, 1150 ευρώ για μισθό Μαρτίου έτους 2017 και για μισθό Απριλίου έτους 2017 (5 ημερομίσθια χ 46 ευρώ=) 230 ευρώ, ήτοι συνολικά  4.600 ευρώ, και γ) για επίδομα Πάσχα έτους 2017 486,12 ευρώ [598,95 ευρώ (1150 ευρώ/2 χ προσαυξημένο κατά 0,04166 μείον 112,83 ευρώ] και συνολικά το ποσό των 5.212,62 ευρώ, νομιμοτόκα ως ακολούθως: για μεν τους μισθούς υπερημερίας από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον, στον οποίο αφορά η κάθε επιμέρους αξίωση, για το επίδομα Χριστουγέννων  έτους 2016 από 1-1-2017 και για επίδομα Πάσχα 2017 από 1-5-2017. Η εναγόμενη πρωτοδίκως είχε προβάλει την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων ήταν υπαίτιος για την απόλυσή του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν επαναφέρεται παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Αντιθέτως, η εναγόμενη το πρώτον επικαλείται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου καταχρηστικότητα της  ένδικης αγωγής, διότι  ο ενάγων κατά τον χρόνο άσκησης αυτής εργαζόταν σε άλλον εργοδότη, ενώ η πρόσληψή του από την ίδια με την ειδικότητα του εργάτη είχε ως συνέπεια να αμείβεται περισσότερα  ημερομίσθια το μήνα.  Η ως άνω  ένσταση με αυτό το περιεχόμενο είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον τα προαναφερόμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Και τούτο, επειδή η εκ μέρους του ενάγοντος εξεύρεση απασχόλησης σε άλλον εργοδότη δεν του στερεί τη δυνατότητα να αναζητήσει τις αποδοχές υπερημερίας για το προηγούμενο της νέας πρόσληψης του χρονικό διάστημα (όπως συμβαίνει εν προκειμένω μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος), ενώ σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος εργοδότης δικαιούται να αφαιρέσει κάθε ποσό που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού και ειδικότερα τα ποσά που κέρδισε στον ελεύθερο χρόνο του, τον οποίο θα διέθετε για εργασία προβάλλοντας τη σχετική ένσταση  περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 656 παρ. 1 εδ. β του ΑΚ. Περαιτέρω,  η εκ μέρους του ενάγοντος αμοιβή με περισσότερα ενδεχομένως ημερομίσθια το μήνα, για όσο διάστημα απασχολείτο στην εναγόμενη, δεν αντισταθμίζει την ελλιπή αποζημίωση που έλαβε από αυτήν. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής ο ενάγων είχε ασκήσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 όμοια αγωγή του σε βάρος της εναγόμενης, που επιδόθηκε στη τελευταία στις 15-2-2017 (βλ. τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/15-1-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), δηλαδή εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την ασκηθείσα στις 6-12-2016 καταγγελία, που ορίζεται στο άρθρο  του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, από το δικόγραφο της οποίας αυτός ακολούθως παραιτήθηκε παραδεκτά με δήλωση του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση του στις 2-5-2017, ακολούθως δε άσκησε την ένδικη αγωγή, την οποία επέδωσε στην εναγόμενη στις 25-5-2017 (βλ. τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/25-5-2017 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή) με συνέπεια  να θεωρείται ότι και αυτή έχει ασκηθεί  εντός της ανωτέρω αποσβεστικής προθεσμίας (άρθρο 263 ΑΚ). Τέλος, αναφορικά με το αγωγικό αίτημα  να υποχρεωθεί  η εναγόμενη να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες του ενάγοντος, αυτό πρέπει να απορριφθεί, ενόψει της απασχόλησης αυτού σε άλλη εργοδότρια εταιρία (… ….) δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ήδη από τον Απρίλιο του έτους 2017, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από την οποία δεν δήλωσε ότι προτίθεται να αποχωρήσει. Κατά συνέπεια, η αγωγή  πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως  ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τους ανωτέρω λόγους, το συνολικό ποσό των 5.212,62  ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις ως άνω διακρίσεις.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν κατά ένα μέρος την εναγόμενη, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2149/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα τα κάτωθι ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2016 126,50 ευρώ, β) και για μισθούς υπερημερίας τεσσάρων μηνών από 7-6-2016 έως  6-4-2017, 4.600 ευρώ, και γ) για επίδομα Πάσχα έτους 2017 598,95 ευρώ  και συνολικά το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (5212,62 ευρώ), νομιμότοκα   κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης μέρος  των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ