Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 390/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     390/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Κατά το άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011, «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η «τυπική» παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (Α.Π. 579/2018, Α.Π. 546/2014, Α.Π. 1015/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο, που μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 495/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 2042, σ. 513). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (A.Π. 579/2018, Α.Π. 6/2017, Α.Π. 343/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Στην προκειμένη περίπτωση, η από 4-1-2018 και με Γ.Α.Κ. …../5-1-2018 και Ε.Α.Κ. …./5-1-2018 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθ. 779/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της, κατά την τακτική διαδικασία και δέχτηκε κατά ένα μέρος, ως βάσιμη κατ’ ουσία, λόγω της ερημοδικίας της, την από 31-12-2014 και με ΓΑΚ …./31-12-2014 και Α.Κ. …../31-12-2014 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης διενεργήθηκε στις 6-12-2017 (βλ. τη με ίδια ημερομηνία σημείωση επί αντιγράφου της του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …..) και η κατάθεση της έφεσης διενεργήθηκε στις 5-1-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/5-1-2018 σχετική έκθεση της γραμματέως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), καθώς και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1Κ.Πολ.Δ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, χωρίς έρευνα των λόγων έφεσης,  αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν απαιτείται να περιέχεται συγκεκριμένος λόγος έφεσης στο εφετήριο, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό και στηρίχθηκε στο τεκμήριο ομολογίας της, ενώ αυτή με την έφεσή της πλήττει την απόφαση στο σύνολό της, αφού αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς και προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, η δε εκκαλούσα δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της άνω έφεσης έχει καταβληθεί το παράβολο που τάσσεται με την παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015.             Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 Α.Κ.), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (Α.Π. 864/2014, Α.Π. 137/2005, Α.Π. 1920/2008). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 Α.Κ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (Α.Π. 292/2015). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του Α.Κ. προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος (Α.Π. 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 Α.Κ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 Α.Κ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 Α.Κ) όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητος. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητός του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 Π.Κ. (Α.Π. 121/2012, Α.Π. 271/2012, Α.Π. 882/2013, Α.Π. 1216/2014, Α.Π. 1230/2014, Α.Π. 1750/2014, Α.Π. 726/2015). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ’ άρθρο 362 Π.Κ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1  Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (Α.Π. 1662/2005, 1030/2009, 333/2010, 179/2011, 271/2012). Έτσι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του Π.Κ, προκύπτει ότι, αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου (Α.Π. 1394/2017, Α.Π.  395/2013, Α.Π. 2680/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 362 εδ. α’ και 363 εδ. α’ Π.Κ. προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος, αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις («τρίτος» και «δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης») μπορεί να συνδέονται, υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων, πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης (Α.Π. 487/2019, αδημ.).             Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ………., με την προαναφερθείσα αγωγή του, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, εξέθεσε ότι είναι ναυπηγός πλοίων, με πρωτοποριακές ναυπηγήσεις και επισκευές εκατοντάδων τάνκερ και σούπερ τάνκερ στο ενεργητικό του. Ότι από το 1976, λόγω των ιδιοτήτων του αρχικά ως αρχιμηχανικού της εταιρίας «…………..» (συμφερόντων της εφοπλιστικής οικογένειας ………) και στη συνέχεια ως τεχνικού  διευθυντή της ιδίων συμφερόντων εταιρίας «…………..», ανέπτυξε επαφές με ναυπηγεία ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και με ναυπηγεία της Πολωνίας, στα οποία πραγματοποιούνταν εργασίες επισκευών στα δεκάδες πλοία των άνω ναυτιλιακών εταιριών, τον τεχνικό τομέα των οποίων διεύθυνε. Ότι εκμεταλλευόμενος τις άνω επαφές του συνέστησε με τον συνεργάτη του στην εταιρία «…………..» …… την εταιρία περιορισμένης ευθύνης «…….», η οποία από το έτος 1983 εκπροσωπούσε στην Ελλάδα και στην Κύπρο τα πολωνικά ναυπηγεία, λαμβάνοντας προμήθεια για τις επισκευές των πλοίων των άνω εργοδοτριών του εταιριών στα πολωνικά ναυπηγεία «….» και «…..». Ότι το 1984 προσέλαβε ως υπάλληλο της εταιρίας αυτής τον κατά 11 χρόνια νεότερό του αδελφό του ……. (πριν ο τελευταίος νυμφευτεί την εναγόμενη …….), τον οποίο το καλοκαίρι του 1986 διόρισε συνδιαχειριστή της εταιρίας αυτής, λόγω της εμπιστοσύνης που έτρεφε προς το πρόσωπό του. Ότι το ίδιο έτος η άνω εταιρία λύθηκε συναινετικά και ο ίδιος εξαγόρασε το σύνολο του γραφειακού εξοπλισμού της και διατήρησε το δικαίωμα συνέχισης της αντιπροσώπευσης των κρατικών πολωνικών ναυπηγείων «…» για λογαριασμό εταιρίας που επρόκειτο να συστήσει. Ότι ακολούθως, κατόπιν συνεννόησης με τους εκπροσώπους των άνω πολωνικών ναυπηγείων, συνέστησε, κατά παράφραση του λογοτύπου τους, αποκλειστικά με δικό του κεφάλαιο και στην πραγματικότητα για δικό του λογαριασμό, την εταιρία «………» και δ.τ. «……….», με έδρα τον Πειραιά. Ότι σ’ αυτήν εμφανίζονταν τυπικά με ποσοστά συμμετοχής 50% η σύζυγός του …….., 30% ο Ελληνοπολωνός ναυτικός (λιπαντής) …….. και 20% ο αδελφός του ……… (ανθυποπλοίαρχος), καθώς ο ίδιος δεν ήταν δυνατό να εμφανίζεται ως μέτοχος αυτής, λόγω της ανώτατης θέσης που κατείχε στις ναυτιλιακές εταιρίες «…………..» και «…………..». Ότι τον Οκτώβριο 1990 εξεδίωξε τον ………. λόγω οικονομικών ατασθαλιών σε βάρος της άνω εταιρίας του, στην οποία άφησε ως διαχειριστή τον αδελφό του ………, ο οποίος φαίνονταν τυπικά με ποσοστό συμμετοχής 50% και ενεργούσε για λογαριασμό του (ενάγοντος) μέχρι τις 20-2-1997 που απεβίωσε μετά από τροχαίο ατύχημα. Ότι κατά το χρονικό διάστημα 1986 έως και 1993 ο ίδιος, μέσω της άνω ελληνικής εταιρίας αποκλειστικών συμφερόντων του, κατήρτισε με Πολωνικά και Ουκρανικά ναυπηγεία τις αναφερόμενες πέντε συμβάσεις αποκλειστικής αντιπροσώπευσης των ναυπηγείων αυτών σε Ελλάδα, Κύπρο και άλλες χώρες, εξασφαλίζοντας για την άνω εταιρία του προμήθεια 6-9% επί του κόστους των τιμολογίων των στα συγκεκριμένα ναυπηγεία γενόμενων επισκευών των πλοίων των άνω εταιριών «…………..» και «…..», καθώς και άλλων πλοίων που με ενέργειές του κατηύθυνε στα ναυπηγεία αυτά. Ότι η προμήθεια που δικαιούταν η άνω εταιρία του για τις επισκευές των άνω πλοίων στα παραπάνω ναυπηγεία συμφώνησε με τα τελευταία να πιστώνεται από 4-12-1990 στον υπ’ αριθ. …. λογαριασμό συναλλάγματος που διατηρούσε ως ναυτικός ο άνω αδελφός του, με συνέπεια το μεγαλύτερο ποσοστό (90-93%) που πιστώνονταν ο λογαριασμός αυτός από τα παραπάνω ναυπηγεία να μην αφορά στην πραγματικότητα τον εμφανιζόμενο δικαιούχο του (…….), αλλά προμήθειες της άνω εταιρίας του (………..). Ότι το έτος 1992, λόγω της αύξησης των εσόδων της άνω εταιρίας του από τη ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα, ίδρυσε, κατόπιν συμβουλών του τεχνικοοικονομικού συμβούλου του …….. και του δικηγόρου του …….., τη με παρόμοια επωνυμία ναυτιλιακή εταιρία «…….», υπαγόμενη στις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, με καταστατική έδρα στη Λιβερία και εγκατάσταση γραφείων στην Ελλάδα (……….., Πειραιάς), προκειμένου να λειτουργήσει η εταιρία αυτή ως εισπρακτική εταιρία της άνω ελληνικής εταιρίας αποκλειστικών συμφερόντων του, να τύχει η εταιρία αυτή συναλλαγματικών διευκολύνσεων και να αποφύγει τη γραφειοκρατική διαδικασία που ακολουθούνταν για την ελληνική εταιρία του. Ότι προηγουμένως ο ίδιος φρόντισε να ανατεθεί τυπικά στη νεοσυσταθείσα αυτή λιβεριανή εταιρία του η διαχείριση πλοίων ξένης σημαίας (προϋπόθεση απαραίτητη για την εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967) και δη των Φ/Γ πλοίων «SN», «SJ» και «T» που διαχειρίζονταν τότε ο δραστηριοποιούμενος επιχειρηματικά στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. φίλος του και εφοπλιστής Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου, ο οποίος διατήρησε πραγματικά τη διαχείριση των άνω πλοίων, μέσω της εταιρίας συμφερόντων του «………». Ότι το γραφείο της άνω εταιρίας του βρισκόταν στον Πειραιά (……), όπου από το 1986 ήταν και η έδρα της άνω ελληνικής εταιρίας του και όπου από το έτος 1989 συστεγάζονταν και η εταιρία «…….», καταβάλλοντας μίσθωμα στην ελληνική εταιρία του «………». Ότι οι άνω εταιρίες του λειτούργησαν συστεγαζόμενες από το 1989 έως το 1997 χωρίς το παραμικρό πρόβλημα, χωρίς να έχει  καταβληθεί το μετοχικό κεφάλαιο της λιβεριανής εισπρακτικής εταιρίας του, έστω ως προς μια από τις εκατό συνολικά μετοχές της. Ότι ο ίδιος είχε ορίσει τυπικά τον άνω αδελφό του ως εκδοχέα εγγραφής προς απόκτηση μιας εκ των άνω μετοχών της εταιρίας αυτής, καθώς τον εμπιστευόταν περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο. Ότι μετά το θάνατο του τελευταίου στις 20-2-1997, για να στηρίξει οικονομικά και επαγγελματικά τη χήρα του (εναγόμενη), της ανέθεσε καθήκοντα Προέδρου και νομίμου εκπροσώπου στην άνω λιβεριανή  εταιρία του και της χορήγησε δικαίωμα υπογραφής και δέσμευσης της εταιρίας αυτής από κοινού με  συνεργάτη του (……..). Ότι σε συνέχεια τούτου στις 20-3-1997 το διοικητικό Συμβούλιο της άνω λιβεριανής εταιρίας, με πρόεδρο την εναγόμενη, αποφάσισε ομόφωνα για πρώτη φορά την έκδοση των 100 μετοχών της εταιρίας αυτής και τη διανομή τους ως εξής: ο ενάγων το 50%, η εναγόμενη ατομικά το 12% επί του υπολοίπου 50% και η ίδια, για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της ………, της οποίας ασκούσε τότε τη γονική μέριμνα, το 38% επί του υπολοίπου 50%. Ότι έκτοτε η εναγόμενη αναμίχθηκε ενεργά στις δραστηριότητες της άνω εταιρίας και υπέγραφε το σύνολο σχεδόν των εγγράφων της, με συνέπεια να έχει πλήρη γνώση του αποκλειστικά εισπρακτικού χαρακτήρα της. Ότι η εκτέλεση από την εναγόμενη των άνω καθηκόντων της λειτούργησε χωρίς κανένα πρόβλημα από το Μάρτιο 1997 μέχρι την άνοιξη του 1998, οπότε συνάντησε το ναυτιλιακό δικηγόρο και σημερινό σύζυγό της ……….. και άρχισε λυσσαλέο δικαστικό αγώνα εναντίον του (ενάγοντος) και εναντίον κοινών συνεργατών αυτού και του θανόντος συζύγου της, επιχειρώντας να ιδιοποιηθεί την εταιρία αυτή (. . ..) και να εμφανίσει τον ίδιο (ενάγοντα) ως μη έχοντα σχέση με αυτή. Ότι, προκειμένου να στηρίξει τον ψευδή ισχυρισμό της ότι η εταιρία «……» της ανήκει στο σύνολό της και ότι ο ενάγων δεν μετέχει σ’ αυτήν, υπέβαλε σειρά μηνύσεων (από 3-9-1999, 26-7-2000, 23-4-1998 και 1-8-2007) εναντίον αυτού (ενάγοντος), του υιού του ……… και συνεργατών αυτού (ενάγοντος) και του άνω αποβιώσαντος αδελφού του, ισχυριζόμενη: α) ότι δήθεν ο ίδιος (ενάγων) με απατηλά μέσα την  ανάγκασε να αποδεχθεί τη συμμετοχή του κατά 50% στην άνω λιβεριανή εταιρία, β) ότι δήθεν ο ίδιος (ενάγων) είχε συμμετάσχει σε υπεξαγωγή εγγράφων της άνω εταιρίας, γ) ότι δήθεν ο ίδιος (ενάγων) είχε υπεξαιρέσει χρηματικά ποσά άνω των 2.000.000,00 δολ. Η.Π.Α. από την άνω εταιρία, προερχόμενα από εισπράξεις τιμολογίων των πολωνικών ναυπηγείων, ενόψει του ότι από 1-1-1997 έως 30-4-1998 δήθεν αυτή ασκούσε τη διαχείριση των πλοίων «SJ» και «T» και δ) ότι στις 23-4-1998 ο ίδιος (ενάγων) αφαίρεσε εν αγνοία της από κοινούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς με αριθ. 7134355 (δολ. Η.Π.Α.) και 7134371 (γερμανικών μάρκων) ποσά 104.000,00 δολ. Η.Π.Α. και 52.000,00 γερμανικών μάρκων αντίστοιχα, τα οποία δήθεν αφορούσαν προμήθειες της άνω εταιρίας για επισκευές πλοίων που πραγματοποιήθηκαν στα πολωνικά ναυπηγεία. Ότι λόγω της άνω συμπεριφοράς της εναγομένης σε βάρος της άνω εταιρίας του και της αδυναμίας εύρεσης κοινώς αποδεκτών προσώπων να συγκροτήσουν το Δ.Σ. αυτής ο ίδιος, ως εμφαινόμενος μέτοχός της κατά 50%, ζήτησε το 2001 από  τα Δικαστήρια της Λιβερίας τη λύση και εκκαθάρισή της. Ότι μετά από σφοδρή δικαστική αντιδικία με την εναγόμενη, εκδόθηκε στις 16-8-2005 αμετάκλητη απόφαση Δικαστηρίου της Λιβερίας (κηρυχθείσα εκτελεστή στην Ελλάδα με τη με αριθ. 1496/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), η οποία δέχθηκε ότι ο ίδιος συμμετέχει με ποσοστό 50% στην εταιρία, διέταξε τη λύση και εκκαθάρισή της και όρισε εκκαθαριστή το ……., απόφαση την οποία ο ίδιος επέδωσε νόμιμα στην εναγόμενη στις 10-2-2006 και έκτοτε αυτή γνώριζε ότι δεν ήταν αποκλειστική κυρία της λιβεριανής αυτής εταιρίας ούτε νόμιμος εκπρόσωπός της και ότι η εταιρία αυτή εκπροσωπείτο νόμιμα από το δικαστικά διορισθέντα εκκαθαριστή της …….. Ότι παρά την ανάληψη από τον τελευταίο της εκπροσώπησης και εκκαθάρισης της άνω εταιρίας (της οποίας στις 4-7-2000 ανακλήθηκε η άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα με την 3122.1/2368/20/22648 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας) και παρά την απόρριψη από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας) της από 4-7-2000 αίτησης της εναγομένης για παράταση της θητείας της προσωρινής διοίκησης της άνω εταιρίας για ένα ακόμη εξάμηνο, η εναγόμενη συνέταξε τα από 7-11-2000 πρακτικά γενικής συνέλευσης της άνω εταιρίας, σύμφωνα με τα οποία «αποδεικνύεται αναμφίβολα ότι διορίστηκε μοναδική διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπός της». Ότι ακολούθως, επί της από 7-5-2014 αίτησης του εκκαθαριστή της άνω λιβεριανής εταιρίας ……. ενώπιον του αρμοδίου Αστικού Δικαστηρίου της Κομητείας του Μοντσερράδο Λιβερίας να αναγνωριστεί η ακυρότητα και να διαταχθεί η ανάκληση των από 27-3-2012 και 30-1-2014 πιστοποιητικών καλής κατάστασης (goodstanding) αυτής, καθώς και όλων που διατάχθηκαν μετά τη δικαστική λύση της στις 16-8-2005, εκδόθηκε η από 22-9-2014 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού αναγνωρίστηκε η λύση και θέση της εταιρίας αυτής υπό εκκαθάριση, διαπιστώθηκε απλώς ότι δεν επήλθαν τα τυπικά αποτελέσματα της λύσης και εκκαθάρισης αυτής, λόγω μη τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας προς τη διοίκηση με ενέργειες αποκλειστικά της γραμματείας του Λιβεριανού Δικαστηρίου, προκειμένου να καταχωρηθεί η απόφαση λύσης στις αρμόδιες υπηρεσίες της Λιβερίας (διαδικασία που τηρήθηκε εκ των υστέρων, με συνέπεια η από 16-8-2005 απόφαση του άνω Δικαστηρίου της Λιβερίας περί λύσης και θέσης σε εκκαθάριση της άνω εταιρίας να αναφέρεται πλέον ως τελική, δεσμευτική και εκτελεστή στα σχετικά πιστοποιητικά των λιβεριανών αρχών). Ότι περαιτέρω η εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά: α) ατομικά, ως έχουσα την αποκλειστική γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της …….. και ως νόμιμη εκπρόσωπος της άνω λιβεριανής εταιρίας την από 3-2-2003 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2003 αγωγή κατά του ιδίου (ενάγοντος), του …… και του …….., με την οποία ζήτησε για τον εαυτό της και για λογαριασμό της άνω ανήλικης κόρης της και της άνω εταιρίας συνολικό ποσό 7.000.000,00 ευρώ περίπου, μεταξύ των οποίων και 225.612,49 ευρώ ως αμοιβή διαχείρισης των πλοίων «SJ και «T» για το διάστημα από 1-1-1997 έως και 30-4-1998  και β) ως νόμιμη εκπρόσωπος της άνω λιβεριανής εταιρίας την από 11-7-2006 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2006 αγωγή κατά των εταιριών ………. (ιδιοκτητριών των πλοίων «SJ» και «T» κατά το χρονικό διάστημα της τυπικής ανάθεσης της διαχείρισης των πλοίων αυτών στην άνω λιβεριανή εταιρία) και «…….», καθώς και κατά του ………, με την οποία ζήτησε για  λογαριασμό της λιβεριανής εταιρίας το ίδιο ποσό των 225.612,49 ευρώ για την ίδια αιτία, δηλαδή ως έξοδα και αμοιβές διαχείρισης των άνω πλοίων για το διάστημα από 1-1-1997 έως και 30-4-1998, παρότι γνώριζε πως το επιχειρηματικό αντικείμενο της λιβεριανής αυτής εταιρίας δεν είχε σχέση με την άσκηση ουσιαστικής διαχείρισης των πλοίων αυτών. Ότι επί της αμέσως ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 4577/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση σε διαιτησία στο Λονδίνο ως προς την πρώτη εναγόμενη και απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη και μη νόμιμη ως προς τους υπόλοιπους εναγόμενους και στη συνέχεια, μετά από έφεση που άσκησε προσχηματικά στις 29-9-2011 η εναγόμενη, εκδόθηκε η με αριθ. 477/2013 προδικαστική απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που έταξε θέματα απόδειξης για τη νομιμοποίησή της ως νομίμου εκπροσώπου της λιβεριανής εταιρίας, στα οποία αυτή εκδήλωσε στη συνέχεια αδυναμία να ανταποκριθεί. Ότι στα πλαίσια της προεκτεθείσας δικονομικής πρακτικής της που στην πραγματικότητα είχε απώτερο στόχο να παρεμποδίσει την εκκαθάριση της λιβεριανής εταιρίας του από τον διορισθέντα από 16-8-2005 εκκαθαριστή της (ορκωτό λογιστή …….), από την οποία (εκκαθάριση) θα προέκυπτε ο χαρακτήρας της άνω εταιρίας ως καθαρά εισπρακτικής, δηλαδή ότι τα ποσά που εμβάζονταν στους λογαριασμούς της δεν ήταν δικά της χρήματα αλλά των εταιριών του ομίλου «…………..», τις οποίες ως εισπρακτική εταιρία εξυπηρετούσε και παρότι από το Νοέμβριο 2005 (οπότε εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η σχετική απόφαση του άνω Δικαστηρίου της Λιβερίας) και σε κάθε περίπτωση από το Φεβρουάριο 2006 (οπότε της επιδόθηκε η απόφαση αυτή) γνώριζε πως η λιβεριανή εταιρία είχε λυθεί και τεθεί υπό εκκαθάριση, η εναγόμενη εκδήλωσε σε βάρος του (ενάγοντος) αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνιστάμενη ειδικότερα: Α. ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ ΕΝΏΠΙΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΤΕΛΕΤΕΣΜΈΝΗ ΕΝΏΠΙΟΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΑΠΌΠΕΙΡΑ ΕΝΏΠΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, καθόσον προέβη: 1) Στην άσκηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της από 11-7-2006 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2006 άνω αγωγής, με την οποία ζήτησε για λογαριασμό της άνω λιβεριανής εταιρίας και ως νόμιμη εκπρόσωπός της το άνω ποσό των 225.612,49 ευρώ ως δήθεν οφειλόμενη αμοιβή πραγματικής διαχείρισης των πλοίων «SJ» και «T» από 1-1-1997 έως 30-4-1997 και 2) Στην άσκηση ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, για λογαριασμό της άνω λιβεριανής εταιρίας και ως νόμιμη εκπρόσωπός της, της από 28-9-2011 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2011 έφεσής της κατά της 4577/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί τη άνω αγωγής, με την οποία ισχυρίστηκε αναληθώς ότι η άνω λιβεριανή εταιρία «…………..» άσκησε πραγματική διαχείριση των άνω πλοίων και διεκδίκησε το άνω ποσό των 225.612,49 ευρώ ως δήθεν οφειλόμενη αμοιβή διαχείρισής τους για το άνω διάστημα, καίτοι γνώριζε ότι η άνω εταιρία δεν είχε ασκήσει πραγματική διαχείριση επί των πλοίων αυτών και δεν είχε αποδεχθεί ή αναλάβει ευθύνη που συνεπάγεται διαχείριση πλοίων. Και 3) Στην εντολή, ως νόμιμη εκπρόσωπος της λιβεριανής εταιρίας «…………..», στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……… να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της άνω έφεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά στη δικάσιμο της 7-3-2013 (όπως πράγματι παρέστη και κατέθεσε τις από 6-3-2013 προτάσεις της άνω εταιρίας, αλλά και την από 11-3-2013 προσθήκη – αντίκρουση αυτής), χωρίς να νομιμοποιείται να του χορηγήσει την άνω εντολή, αφού η εταιρία αυτή είχε λυθεί και τεθεί υπό εκκαθάριση από τον Αύγουστο του 2005 με αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου της καταστατικής έδρας της (Λιβερία), η οποία, με τη με αριθ. 1496/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα] και η ίδια δεν ήταν νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας αυτής ούτε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (κατάθεση 13-7-2006, επίδοση 21-11-2006) ούτε κατά το χρόνο συζήτησης αυτής (18-2-2008), ούτε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης (28-9-2011) ούτε κατά τη συζήτηση αυτής (7-3-2013), όπως καλώς γνώριζε, αφού από 10-2-2006 της είχε επιδοθεί σε νόμιμη μετάφραση η άνω αμετάκλητη απόφαση λύσης της εταιρίας αυτής. Ότι με τις άνω ενέργειές της η εναγόμενη – κατ’ εντολή της οποίας ασκήθηκαν οι παραπάνω αγωγή και έφεση και παραστάθηκε ο άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της λιβεριανής εταιρίας τόσο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά όσο και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά –  παρέστησε ενώπιον των μελών της σύνθεσης του άνω πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (ναυτικό τμήμα), κατά τις δικασίμους της 18-2-2008 και της 7-3-2013 αντίστοιχα, ψευδή γεγονότα ως αληθή, εν γνώσει του ψεύδους τους, δηλαδή α) ότι δήθεν η ίδια ήταν «Μοναδική διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπος» της εταιρίας «…………..», ενώ γνώριζε ότι δεν είχε την ιδιότητα αυτή και συνεπώς δεν νομιμοποιούνταν να δώσει εντολή σε πληρεξούσιο δικηγόρο να εκπροσωπήσει την εταιρία αυτή ενώπιον των άνω Δικαστηρίων, αφού η εταιρία αυτή είχε λυθεί με τις κατά τα άνω αποφάσεις του αλλοδαπού Δικαστηρίου που της είχαν επιδοθεί και β) ότι δήθεν η ανωτέρω εταιρία άσκησε διαχείριση στα πλοία «S J» και «Τ» κατά την περίοδο από 1-1-1997 έως 30-4-1998 και εξ αυτής διατηρεί αξίωση ποσού 243.260,00 δολ. Η.Π.Α. ή 225.612,49 ευρώ κατά των εταιριών «…….», «……..» και «…….» και κατά του ………, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της, μέσω της εταιρίας αυτής, ή στην εταιρία αυτή, παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερβαίνει τις 120.000,00 ευρώ και ανέρχεται σε 225.612,49 ευρώ. Ότι η  απάτη αυτή (σε βαθμό κακουργήματος) υπήρξε τετελεσμένη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο παραπλανήθηκε ως προς το ότι η ίδια είναι δήθεν νόμιμη εκπρόσωπος της άνω λιβεριανής εταιρίας και παρέπεμψε τη διαφορά μεταξύ της τελευταίας και της εταιρίας «…………» από τη σύμβαση διαχείρισης, την αδικοπραξία και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σε διαιτησία στο Λονδίνο (απορρίπτοντας την αγωγή κατά τα λοιπά), ενώ ήταν σε απόπειρα ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο δεν εξέδωσε εισέτι απόφαση επ’ αυτής. Και Β. ΣΕ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΕ ΒΆΡΟΣ ΤΟΥ, καθότι σε δικόγραφα της άνω λιβεριανής εταιρίας, τα οποία συντάχθηκαν καθ’ υποβολή της (εναγομένης), ενώ φερόταν ως νόμιμη εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, ανέφερε γεγονότα ψευδή, συκοφαντικά και μειωτικά της τιμής και υπόληψής του. Ειδικότερα: 1α)Στο δείκτη 2.28 της 12ης και 13ης σελίδας των από 6-3-2013 προτάσεων της άνω λιβεριανής εταιρίας ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, στα πλαίσια της από 28-9-2011 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2011 έφεσης κατά της 4577/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στα πλαίσια δίκης μεταξύ του …….. και των εταιριών «………», «……….» και «. ………» (δηλαδή στα πλαίσια δίκης στην οποία ο ενάγων ….. δεν ήταν διάδικος), αναφέρεται επί λέξει: «…Στη συνέχεια ο ……., αφού με τα ανωτέρω είχε πετύχει την ανάκληση του γραφείου μας στην Ελλάδα, στην ίδια ανίερη και δόλια προσπάθειά του να εξαφανίσει την εταιρεία μας, κάλεσε την ……, την 23 Νοεμβρίου 2000 στο γραφείο του δικηγόρου του … ., προκειμένου να συμφωνήσει στη λύση και εκκαθάρισή μας μέσω της δικαστικής οδού. Για το λόγο αυτό η ως άνω μοναδική διευθύντριά μας απέστειλε άμεσα την προσαγόμενη και επικαλούμενη Εξώδικη Δήλωσή της, με την οποία ζητούσε από το ……. και τον …….. να σταματήσουν να οδηγούν την εταιρεία μας στο κλείσιμο, καθότι δεν νομιμοποιούνται, καθώς η εταιρεία μας ανήκει αποκλειστικά στην …. . και στη θυγατέρα της, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του μοναδικού ιδιοκτήτη και δημιουργού αυτής ………». 1β) Στο δείκτη 2.29 της 13ης σελίδας των ως άνω προτάσεων αναφέρεται επί λέξει: «…Αντ’ αυτού ο ……. εμφάνισε στη συνέχεια τον εαυτόν του δήθεν ως μέτοχο κατά 50% και ως Αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου…, προσπαθώντας να επιτύχει τη λύση της εταιρείας μας στην Λιβερία και κινήθηκε δικαστικά προς την κατεύθυνση αυτή, αναθέτοντας την υπόθεση σε Λιβεριανό δικηγορικό γραφείο. Επινόησε, λοιπόν, να μας κοινοποιήσει την αίτηση την 31 Ιουλίου 2001, ενώ η δικάσιμος είχε ορισθεί για την 16 Ιουνίου 2001 (ενάμισι μήνα δηλαδή μετά τη δικάσιμο), με προφανή και δόλιο σκοπό την ερημοδικία μας…». 1γ) Στο δείκτη 2.30 της 13ης σελίδας των ως άνω προτάσεων αναφέρεται επί λέξει: «…Το Λιβεριανό Δικαστήριο μετά από σχετική έρευνα, διαπίστωσε την έλλειψη νόμιμης παράστασης του διορισθέντος από το …….. δικηγόρου και για το λόγο αυτό απέρριψε την αίτηση εξ’ ολοκλήρου. Η νέα αίτηση που κατέθεσε στη συνέχεια (2005) ενώπιον των Λιβεριανών Δικαστηρίων, ουδέποτε μας κοινοποιήθηκε, παρά το γεγονός ότι ο ……… εγνώριζε την ακριβή διεύθυνση της ως άνω νομίμου εκπροσώπου και μοναδικής διευθύντριάς μας επί της οδού …….. στη Βουλιαγμένη Αττικής, με προφανή σκοπό την ερημοδικία μας, την οποία επέτυχε. Αποτέλεσμα ήταν με απόφαση του Λιβεριανού Δικαστηρίου να τεθεί η εταιρεία μας σε λύση και εκκαθάριση με το διορισμό του …… ως εκκαθαριστή…». 2α) Στους δείκτες  1.6 και 1.6.1. της 8ης σελίδας της από 11-3-2013 προσθήκης – αντίκρουσης» της εταιρίας «…………..» ενώπιον του Εφετείου Πειραιά στα πλαίσια της ίδιας άνω δίκης, αναφέρεται επί λέξει: «Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ……. ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ …….. ΣΕ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΣ...1.6.1. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι ο …..,  αδελφός του εκλιπόντος συζύγου της νομίμου εκπροσώπου μας ……, προέβη εντελώς αυθαίρετα, παράνομα, κακόπιστα και παραπλανητικά σε υποβολή αίτησης στο κ. Δικαστή του Αστικού Δικαστηρίου της Έκτης Δικαστικής Περιφέρειας της Επαρχίας Μοντσερράδο της Δημοκρατίας της Λιβερίας, προκειμένου να πετύχει με αθέμιτα μέσα την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν απόφασης περί λύσης και θέσης μας σε εκκαθάριση, χωρίς να προβεί σε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ως άνω νομίμου εκπροσώπου μας …….., ως όφειλε, σύμφωνα με τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, γεγονός που είχε ως φυσικό επακόλουθο, η ανωτέρω απόφαση του Λιβεριανού Δικαστηρίου να εκδοθεί ερήμην μας, χωρίς να μας δοθεί καν η δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου, προκειμένου να υπερασπιστούμε τον εαυτόν μας, εξασφαλίζοντας επαρκή άμυνα και κατ’ ακολουθία στερηθήκαμε στη συγκεκριμένη περίπτωση την ευκαιρία να αναπτύξουμε πλήρη και προσήκουσα  Υπεράσπιση…». 2β) Στο δείκτη 1.6.3. της 9ης σελίδας της ως άνω «προσθήκης – αντίκρουσης» αναφέρεται επί λέξει: «…Τούτο συμβαίνει, διότι, ο …… παράνομα προέβη στη λύση και εκκαθάρισή μας και εντελώς παράνομα και παράτυπα προέβη σε διορισμό εκκαθαριστή, διατεινόμενος ότι είναι δήθεν μέτοχος κατά ποσοστό 50% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας μας, καθότι, απέκρυψε από το ανωτέρω Δικαστήριο Λιβερίας, ότι εκκρεμούν δίκες στην Ελλάδα σε σχέση με την ιδιότητά του αυτή…». 2γ) Στο δείκτη 1.6.4. της 9ης σελίδας της ως άνω «προσθήκης – αντίκρουσης» αναφέρεται επί λέξει: «…Στη συνέχεια, το ανωτέρω κατηγορητήριο διαλαμβάνει ότι με τις ως άνω ενέργειές του, ο …. …, επιχείρησε να παραπλανήσει το Δικαστή του ως άνω αλλοδαπού Δικαστηρίου και τούτο διότι απώτερος σκοπός του ήταν η έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν απόφασης, με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους σε βάρος της περιουσίας της αντιδίκου του, ………..». Ότι παρότι η εναγόμενη γνώριζε άριστα την αναλήθεια όσων ψευδών και συκοφαντικών για αυτόν αναφέρονται καθ’ υποβολή της στις προτάσεις και στην προσθήκη της άνω λιβεριανής εταιρίας που εμφανιζόταν να εκπροσωπεί νόμιμα, όπως άλλωστε έχει κριθεί με τις αναφερόμενες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα, σύμφωνα με τα οποία καμία αξιόποινη πράξη δεν τέλεσε αυτός, αυτή τον εμφανίζει ενώπιον τρίτων, που έλαβαν γνώση των ανωτέρω (δικαστές συνθέσεως, γραμματείς, ακροατήριο και λοιπά πρόσωπα), ως άτομο το οποίο δήθεν μετέρχεται δόλιες μεθόδους, προκειμένου η ίδια να ιδιοποιηθεί ξένη περιουσία. Tέλος, ο ενάγων εκθέτει ότι, παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη τον έχει σύρει επανειλημμένα σε δίκες ενώπιον ποινικών δικαστηρίων και έχουν εκδοθεί υπέρ του αμετάκλητες απαλλακτικές αποφάσεις και απαλλακτικά βουλεύματα και παρότι η εναγόμενη γνωρίζει την πραγματικότητα, έχοντας σκοπό, αφενός να προσπορίσει στον εαυτό της και μέσω της φερόμενης ως εκπροσωπούμενης από αυτήν ψευδώς λιβεριανής και λυθείσης προ πολλού εταιρίας παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει τα 120.000,00 ευρώ και αφετέρου να μειώσει αυτόν (ενάγοντα) ως άνθρωπο και επαγγελματία, να τον παραστήσει ως αναξιόπιστο ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων που επιλαμβάνονται των αγωγών και των μηνύσεων ακόμη και σε δίκες που δεν είναι ο ίδιος διάδικος, να τον ταπεινώσει σε τρίτους (δικαστές συνθέσεως, γραμματείς, ακροατήριο και λοιπά πρόσωπα), εξακολουθεί να υποβάλει ψευδείς μηνύσεις και να προβάλει τους ίδιους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς εναντίον του, εμφανίζοντας τον ως ψεύτη, απατεώνα, υπεξαιρέτη αδερφικής περιουσίας και υπεξαγωγέα εγγράφων. Επικαλούμενος δε ότι λόγω της εκτεθείσας ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της σε βάρος του υπέστη ανυπολόγιστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται η εναγόμενη και ο ίδιος δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης και αφού παραδεκτά με το δικόγραφο της αγωγής του δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της από 8-11-2013 με αριθμό κατάθ. …../2013 αγωγής του εναντίον της που εκκρεμεί στο ναυτικό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (άρθρα 294, 295 παρ. 1, 297και 299 Κ.Πολ.Δ.) και ότι επιφυλάσσεται κατά το ποσό των σαράντα (40,00) ευρώ προκειμένου να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στα ποινικά δικαστήρια, ζήτησε: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του, το ποσό των 124.960,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να μην επαναλάβει στο μέλλον ενέργειες και συμπεριφορές συκοφαντικές και μειωτικές της τιμής, της υπόληψης και εν γένει της προσωπικότητάς του, γ) να απαγγελθεί κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση διαρκείας δώδεκα (12) μηνών, λόγω του αδικήματος και ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, δ) να απειληθεί εναντίον της χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ υπέρ του ιδίου για κάθε προσβολή του στο μέλλον, ε) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και στ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά το μέρος της που επιχειρεί θεμελίωση σε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος από ισχυρισμούς της εναγομένης στα άνω δικόγραφά της που ήταν δυσφημιστικοί για το πρόσωπό του επειδή έλαβαν γνώση αυτών δικαστές, γραμματείς, κ.λ.π., διότι, σύμφωνα με νομική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν εντάσσονται στην έννοια του «τρίτου» κατ’ άρθρο 362 εδ. α’ Π.Κ. τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, γραμματείς), οι οποίοι είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των αναφερομένων – καταγγελλομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να προβαίνουν σε ίδια, κατά την προσωπική τους άποψη, εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο, ενώ στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και υπόληψής του με τα άνω δικόγραφα. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της (αφού εκτίθενται με πληρότητα όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932, 346 Α.Κ, 361, 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. και 176, 191 παρ. 2, 947, 1047 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23-7-2015 και ισχύουν από 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου) «1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ. 8 έως 11, 240 έως 312, 591 παράγραφος 1 εδάφιο α’ έως γ’ και 591 παράγραφος 4. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. 2. Η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές γίνεται στις προθεσμίες του εδαφίου β’ της παραγράφου 1». Με βάση τις παραπάνω διατάξεις, που εφαρμόζονται επί των εφέσεων και κατατίθενται μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015, δεν τίθεται πλέον ζήτημα κατάθεσης των προτάσεων κατά τις οριζόμενες στο άρθρο 237 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίες, όπως εν μέρει συνέβαινε στο προϊσχύον δίκαιο (Στ. Πανταζόπουλο, Οι προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις στα ένδικα μέσα, Ε.Πολ.Δ. 2014, 211). Πλέον η κατάθεση των προτάσεων θα πρέπει να έχει λάβει χώρα έως την έναρξη της συζήτησης, ώστε δεν είναι δυνατή η κατάθεσή τους κατά τη διάρκεια ή έως το τέλος αυτής, ούτε δύναται να δοθεί παράταση της προθεσμίας αυτής από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 148 Κ.Πολ.Δ, αφού κατά το τελ. εδ. αυτού δεν ισχύει η δυνατότητα αυτή στις προθεσμίες ένδικων μέσων, ως τέτοια δε πρέπει να νοηθεί και η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων στην κατ’ έφεση δίκη. Αντίθετα, στην κατά παραπομπή διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1γ’ Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση, ώστε συνάγεται από αυτή ότι η κατάθεση των προτάσεων επί των ειδικών διαδικασιών είναι δυνατή έως το τέλος της συζήτησης. Η απόκλιση αυτή θα πρέπει να ερμηνευτεί με τον κανόνα της ειδικότερης διάταξης, ώστε πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν με την έφεση προσβάλλεται απόφαση που δίκασε εφαρμόζοντας ειδική διαδικασία, οι προτάσεις ενώπιον του Εφετείου μπορούν να κατατεθούν έως το τέλος της συζήτησης (Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, υπ’ άρθρο 524, παρ. 1792ζ-ια, σ.σ. 448, 449).            Στην προκειμένη περίπτωση, η συζήτηση της κρινό­μενης έφεσης κατά της 779/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επισπεύδεται από τον εφεσίβλητο, αφού αντίγραφο της από 4-1-2018 και με Γ.Α.Κ. …/5-1-2018 και Ε.Α.Κ. …./5-1-2018 έφεσης, με την με αριθ. ………/8-3-2018 πράξη προσδιορισμού για τη δικάσιμο της 20-9-2018, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε με δική του επιμέλεια στην εκκαλούσα (βλ. την υπ’ αριθ. …./9-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …..). Η τελευταία με την προσθήκη των προτάσεών της ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος, στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, αν και παραστάθηκε, όπως από τα πρακτικό της προκύπτει, εκπροσωπούμενος από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του …… και ………., δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα τα σχετικά αποδεικτικά του έγγραφα, τα οποία κατέθεσε επί της έδρας κατά την ημέρα της μετ’ αναβολή δικασίμου κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση, ήτοι στις 17-1-2019, καίτοι, με βάση τους διαδικαστικούς κανόνες του πρώτου βαθμού, η καταληκτική ημερομηνία κατάθεσής τους ήταν η 27-12-2018, ήτοι 20 ημέρες προ της άνω ρητής δικασίμου και ως εκ τούτου αιτείται αυτά να μη ληφθούν υπόψη. Σύμφωνα, όμως με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε μετά την 1-1-2016 (συγκεκριμένα στις 5-1-2018) και μάλιστα από διάδικο που δικάστηκε ερήμην στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (με συνέπεια να είναι υποχρεωτικά προφορική η συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου), δεν είναι νόμιμος ο άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας περί υποχρέωσης του εφεσίβλητου να καταθέσει τα σχετικά του έγγραφα κατά τις οριζόμενες στο άρθρο 237 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίες, αλλά νομίμως αυτός τα κατέθεσε επί της έδρας κατά την έναρξη της συζήτησης, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου επί των από 16-1-2019 προ­τάσεών του. Κατά συνέπεια, πρέπει τα σχετικά αποδεικτικά του έγγραφα να ληφθούν υπόψη και να απορριφθεί το περί του αντιθέτου αίτημα της εκκαλούσας ως μη νόμιμο.             Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (Α.Π. 1330/2017, Α.Π. 400/2014, ΝΟΜΟΣ), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος (Α.Π. 197/2015 αδημ. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), υπάρχει δηλαδή μεταξύ τους δεσμός προδικαστικότητας (Α.Π. 2182/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (Α.Π. 194/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι, όμως,  δυνατή η αναστολή της δίκης, εάν αυτή έχει ως συνέπεια την παρέλκυση της δίκης για πολλά χρόνια, χωρίς να διευκολύνεται η οικονομία της δίκης και ο σκοπός εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης (Εφ.Πειρ. 419/2018, αδημ, Eφ.Αθ. 1147/2012, ΕλλΔνη 2013, 1092, Εφ.Θεσ. 63/2009, ΕΦ.Α.Δ. 2009, 826).

Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ….. ότι ο ίδιος ήταν αφανής εταίρος σε ποσοστό 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Λιβεριανής εταιρίας και ότι η μεταβίβαση μετά το θάνατο του αδελφού του ……. του άνω ποσοστού μετοχών από την εναγόμενη σ’ αυτόν έλαβε χώρα με νόμιμο τρόπο – που αμφισβητούνται αιτιολογημένα από την εναγόμενη και αποτελούν προδικαστικά ζητήματα για την αγωγή που εξετάζεται, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης – εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί: Α) της από 10-2-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./12-2-1999 αγωγής της νυν εναγομένης …… (ατομικά και ως έχουσας την αποκλειστική επιμέλεια της ανήλικης κόρης της . ….) κατά των …….. και άνω Λιβεριανής εταιρίας (…………..), με την οποία η ……. – επικαλούμενη εξαπάτησή της από το . ….., ο οποίος την παρέσυρε και του μεταβίβασε το άνω ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου της Λιβεριανής εταιρίας – ζητεί, εκτός άλλων, να κηρυχθούν άκυρα: α) Το από 14-3-1997 πρακτικό της συνέλευσης των μετόχων της Λιβεριανής εταιρίας και β) τα πρακτικά του Δ.Σ. αυτής με ημερομηνίες 17-3-1997, 18-3-1997, 20-3-1997 (& ώρας 11:00), 20-3-1997 ( & ώρας 12:00) και 25-6-1998, καθώς και τα πρακτικά του Δ.Σ. αυτής με ημερομηνίες 11-4-1997 & 2-6-1997. Και Β) της από 10-11-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …/15-11-1999 αγωγής του ….. κατά των …….., ελληνικής εταιρίας «……..», λιβεριανής εταιρίας «………….. και πολωνικής εταιρίας «………», με την οποία ο ……. – επικαλούμενος ότι αυτός και ο θανών αδελφός του ….. ήταν μέτοχοι κατά ποσοστό 50% έκαστος της άνω λιβεριανής εταιρίας, στον τραπεζικό λογαριασμό …. της οποίας κατέληγαν οι εισπράξεις από την κοινή επιχειρηματική τους δράση μέσω της άνω ελληνικής εταιρίας – ζητεί να αναγνωριστεί: α) ότι ο ίδιος ήταν εκείνος που από το 1986 μέχρι το θάνατο (Φεβρουάριο 1997) του άνω αδελφού του εξασφάλιζε και κατάρτιζε τις συμβάσεις της άνω ελληνικής εταιρίας με τους κρατικούς φορείς ναυπηγείων της Πολωνίας, β) ότι η συμμετοχή του στην άνω λιβεριανή εταιρία είναι σε ποσοστό 50%, γ) ότι η συμμετοχή του στην άνω ελληνική εταιρία είναι σε ποσοστό 80%, δ) ότι μόνο η ελληνική εταιρία είχε σύμβαση με τα πολωνικά ναυπηγεία «…….» και άρα αυτή είναι η πραγματική δικαιούχος των προμηθειών που απέρρεαν από τη σύμβαση, ε) ότι τα χρήματα που υπήρχαν στους αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς που χρησιμοποιούσε ο ίδιος και ο άνω αδελφός του για τη λειτουργία των άνω εταιριών τους ανήκουν κατά ποσοστό 80% στον ίδιο (λόγω της συμμετοχής του στην Ελληνική ΕΠΕ δια παρένθετων προσώπων και δη της συζύγου του που κατείχε το 50% και του ……. που κατείχε το 30%) και κατά 20% στον ………, στ) ότι του ανήκει το ποσό των 293.875 δολ Η.Π.Α. και 164.000 δολ Η.Π.Α. που κατέθεσε στον λογαριασμό …….., με συνδικαιούχους την …… και τον υιό του ……., ζ) ότι του ανήκει το ποσό των 4.376.481,99 δολ. Η.Π.Α., πλέον των 544.625δολ Η.Π.Α. που ήδη έχει λάβει, ενώ η ……… υποχρεούται να του επιστρέψει τα 351.470,44 δολ Η.Π.Α. και 25.599,39 μάρκα που μη νόμιμα εισέπραξε στο διάστημα από 20-2-1997 έως 30-10-1998 και η) ότι λόγω της υβριστικής, απειλητικής και εκβιαστικής συμπεριφοράς της η άνω λιβεριανή εταιρία απώλεσε τη μοναδική πηγή εσόδων της, δηλαδή αυτή της διαχείρισης πλοίων και ότι ο ίδιος (ως μέτοχος του 50% αυτής) δικαιούται το 50% της αποθετικής ζημιάς που αυτή υπέστη, δηλαδή 57.500 δολ Η.Π.Α. Ήδη Α) επί της από 10-2-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./12-2-1999 άνω αγωγής της …….. εκδόθηκε η με αριθ. 1714/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία Α) υποχρέωσε την ενάγουσα να αποδείξει ότι ο εναγόμενος …….., συνεπικουρούμενος από τον …….., την εξαπάτησαν, διαβεβαιώνοντάς την ψευδώς ότι ο ……. ήταν μέτοχος της Λιβεριανής εταιρίας «…………..» κατά ποσοστό 50%, με αποτέλεσμα να πεισθεί και να υπογράψει τα από 14-3-1997 πρακτικά της συνέλευσης των μετόχων της για τη συγκρότηση του νέου Δ.Σ, β) το από 17-3-1997 πρακτικό του ιδίου Δ.Σ, με το οποίο το τελευταίο συγκροτήθηκε σε σώμα, γ) το από 18-3-1997 πρακτικό του Δ.Σ, με το οποίο έγινε η αναγγελία προς την τράπεζα «AMERICAN EXPRESS» για τον τρόπο κινήσεως των εταιρικών λογαριασμών, δ) το από 20-3-1997 πρακτικό του Δ.Σ, με το οποίο ορίστηκε ως νέος εκπρόσωπος της Λιβεριανής εταιρίας ο ……, ε) το από 20-3-1 πρακτικό του Δ.Σ. με το οποίο διανεμήθηκαν οι μετοχές της άνω εταιρίας και στ) το από 25-6-1998 πρακτικό του Δ.Σ, με οποίο αποφασίστηκε η διακοπή της λειτουργίας της εταιρίας στην Ελλάδα, τα οποία ως άνω πρακτικά δεν θα υπέγραφε αν δεν μεσολαβούσε η εξαπάτησή της και Β) υποχρέωσε τον εναγόμενο . … να αποδείξει ότι ήταν εν τοις πράγμασι μέτοχος της Λιβεριανής εταιρίας. Και Β) επί της από 10-11-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./15-11-1999 άνω αγωγής του ….. (κατά της οποίας η εναγόμενη ……. άσκησε δια των από 23-11-2000 προτάσεών της ανταγωγή για την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος της ανήλικης τότε μοναχοκόρης του θανόντος …….) εκδόθηκε η με αριθ. 4650/1999 εν μέρει οριστική / εν μέρει προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς την ελληνική εταιρία «………» και ως προς την πολωνική εταιρία «…………» ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, υποχρέωσε Α) τον ενάγοντα – αντεναγόμενο …… να αποδείξει ότι συνέστησε μετά του αδελφού του …… για φορολογικούς και μόνο λόγους την τρίτη εναγόμενη Λιβεριανή εταιρία με την επωνυμία «…………..» (με προσδιορισμό ημεροχρονολογίας), την οποία υπήγαγαν στις διατάξεις του Ν. 89/67, μέτοχος της οποίας (I) μετοχής, κατά φαινόμενο μόνο ήταν ο αδελφός του ……, ενώ τοις πράγμασι αυτός ήταν μέτοχος αυτής κατά 50% και ο αδελφός του επίσης κατά 50%. Ότι η Λιβεριανή αυτή εταιρία, που σκοπό είχε ν’ ασχολείται με τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, μεσιτεία και αγοραπωλησίες πλοίων με ελληνική σημαία, εισέπραττε χρήματα ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό μόνον της β’ εναγόμενης εταιρίας «…….», η οποία είχε τη σύμβαση αντιπροσώπευσης με τα Πολωνικά Ναυπηγεία και της οποίας (β’ εναγομένης) ήταν μέτοχος αυτός κατά 80% και ο αδελφός του κατά 20%. Τέλος, ότι αυτός και ο αδελφός του, για τη λειτουργία των επιχειρήσεων και εταιριών τους, στις οποίες αποκλειστικός διαχειριστής τους ήταν ο τελευταίος, χρησιμοποιούσαν τους αναφερόμενους στην άνω αγωγή τραπεζικούς λογαριασμούς και Β) τις εναγόμενες – αντενάγουσες …….. και λιβεριανή «…………..» να αποδείξουν ότι την 27-1-1992 ιδρύθηκε από τον ….. και σύμφωνα με τον Λιβεριανό Νόμο η εταιρία με την επωνυμία «…………..», με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας και πραγματική τον Πειραιά, με αντικείμενο τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, ασφάλιση κ.λ.π. πλοίων με ελληνική σημαία. Ότι την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία (27-1-1992) ο πιο πάνω ιδρυτής και μοναδικός μέτοχος της εταιρίας μεταβίβασε στον αποβιώσαντα την 20-2-1997 σύζυγο της πρώτης τούτων και πατέρα της εκπροσωπούμενης απ’ αυτήν ανήλικης …….. το σύνολο των δικαιωμάτων σε ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο αυτής (εταιρίας). Ότι μετά το θάνατο του ….. τα περιουσιακά στοιχεία του, στα οποία περιλαμβάνεται ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρίας, περιήλθε σ’ αυτές και ειδικότερα την ….. και την ανήλικη κόρη της …… ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του και κατά ποσοστό ¼ ή 25% και ¾ ή 75% αντίστοιχα, ποσοστά τα οποία ουδέποτε μεταβίβασαν σε οποιονδήποτε και δη στον ενάγοντα – αντεναγόμενο …….

Απ’ όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι, από το εάν θα κριθούν ουσιαστικά βάσιμοι ή όχι οι ανωτέρω ισχυρισμοί του ενάγοντος – εναγομένου ……… ότι ο ίδιος είναι αφανής εταίρος σε ποσοστό 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Λιβεριανής εταιρίας και ότι η μεταβίβαση μετά το θάνατο του αδελφού του …… του άνω ποσοστού μετοχών από την εναγόμενη σ’ αυτόν έλαβε χώρα με νόμιμο τρόπο (περιστατικά που αμφισβητεί αιτιολογημένα η ενάγουσα – εναγόμενη ….., επικαλούμενη κληρονομικό δικαίωμα αυτής και της ανήλικης κόρης της σε ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της άνω εταιρίας και εξαπάτησή της από το …. … προκειμένου να του μεταβιβάσει το άνω ποσοστό μετοχών) εξαρτάται και το εάν η ένδικη αγωγή θα γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ή θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην τελευταία νομική σκέψη, το Δικαστήριο ανελέγκτως κρίνει ότι συντρέχει, νόμιμη περίπτωση να αναβληθεί, κατ’ άρθρο 249 του Κ.Πολ.Δ, η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και η έκδοση απόφασης επί της παρούσας δίκης, κατά παραδοχή και σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση των δικών επί των από 10-2-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./12-2-1999 και από 10-11-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …/15-11-1999 άνω αγωγών που ασκήθηκαν απ’ αυτήν και από τον εφεσίβλητο αντίστοιχα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, γεγονός που θα διευκολύνει την οικονομία της δίκης και θα οδηγήσει σε εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης, αφού η συμμετοχή του εφεσίβλητου ως αφανούς εταίρου σε ποσοστό 50% του μετοχικού κεφαλαίου της άνω λιβεριανής εταιρίας και η έγκυρη μεταβίβαση σ’ αυτόν από την εκκαλούσα μετά το θάνατο του άνω αδελφού του του άνω ποσοστού μετοχών της εταιρίας αυτής, αποτελεί πρόκριμα της παρούσας, κατά την έννοια της συγκεκριμένης διάταξης. Τέλος, λόγω της νίκης της εκκαλούσας πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτήν του υπ’ αριθ. …. e-παραβόλου άσκησης έφεσης ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δ.), ενώ δεν συντρέχει λόγος καθορισμού δικαστικών εξόδων, λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της παρούσας (Εφ.Πειρ. 419/2018, ό.α, Μ. Μαργαρίτης, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», έκδ. 2012, σ. 570).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 4-1-2018 και με Γ.Α.Κ. …/5-1-2018 και Ε.Α.Κ. ../5-1-2018 έφεση κατά της με αριθ. 779/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγομένης.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 31-12-2014 και με ΓΑΚ …/31-12-2014 και Α.Κ. …../31-12-2014 αγωγής του εφεσίβλητου ………

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά τη συζήτηση της αγωγής, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί των από 10-2-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./12-2-1999 και από 10-11-1999 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./15-11-1999 αγωγών που ασκήθηκαν από την εκκαλούσα και τον εφεσίβλητο αντίστοιχα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 27-6-2019 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις ..-7-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ