Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 392/2019

Αριθμός    392 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τη με αριθμό ……../13.7.2015 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εκκαλών εξέθετε ότι κατέχει την ιδιότητα του οµότιµου ναυπηγού και µηχανολόγου µηχανικού, διδάκτορα ναυπηγού και µηχανολόγου µηχανικού του Πανεπιστηµίου της Τεργέστης, ότι τυγχάνει οµότιµο µέλος του τεχνικού επιµελητηρίου Ελλάδος και ότι συµπεριλαµβάνεται από ετών στους καταλόγους πραγµατογνωµόνων του Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι αφού συμπεριλαμβανόταν στους καταλόγους αυτούς και για το έτος 2014, ορίσθηκε δυνάµει της με αριθμό 628/2014 µη οριστικής αποφάσεως του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγµατογνώµονας προκειµένου να εκπονήσει δικαστική πραγµατογνωµοσύνη για τα διατασσόµενα στην προναφερόμενη απόφαση ζητήµατα, τα οποία εκτενώς αναφέρει στην αγωγή του και να καταθέσει αυτή εντός τριµήνου από της ορκίσεώς του. Ότι η όρκισή του έλαβε χώρα ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 7.10.2014 µετά από αίτηση της πρώτης εναγοµένης ήδη εφεσίβλητης εκκαλούσας και συναινούντων των λοιπών εναγοµένων, όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό …./07.10.2014 Πρακτικό ορκίσεως πραγµατογνώµονα, ενώ στις 29.01.2015 ολοκλήρωσε και κατέθεσε την αιτηθείσα πραγµατογνωµοσύνη, και συντάχθηκε γι’αυτό η με αριθμό …./29-01-2015 έκθεση καταθέσεως, µετά την παρέλευση της δίµηνης παράτασης, που του είχε χορηγηθεί κατόπιν αιτήµατός του από το ανωτέρω δικαστήριο, με τη με αριθμό 628/2014 απόφαση του, προκειµένου να δυνηθεί να ολοκληρώσει την έκθεσή του, λόγω της δυσχερούς φύσεως των θεµάτων που έπρεπε να επιλύσει. Ότι είχε συµφωνήσει µε τους εναγοµένους ήδη εφεσίβλητους δια της εφέσεως του να λάβει αµοιβή για τις παρασχεθησόµενες υπηρεσίες του ύψους 60.000 ευρώ, καταβλητέα εις ολόκληρον από τα διάδικα µέρη, ενώ ήδη έναντι του ποσού αυτού έχει λάβει συνολικό ποσό 18.000 ευρώ, εναποµείναντος υπολοίπου 42.000 ευρώ. Περαιτέρω εξέθετε ότι προς εκπόνηση της πραγµατογνωµοσύνης του, εργάσθηκε από 07.07.2014 έως 29.01.2015, µε εξαίρεση το χρονικό διάστηµα από 1 η έως 17η Αυγούστου έτους 2014, ανελλιπώς επί 9 – 10 ώρες ηµερησίως καθ’ όλες τις εργάσιµες ηµέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή και εποµένως εργάσθηκε 114 ηµέρες κατά το έτος 2014 και 19 ηµέρες κατά το έτος 2015 και συνολικά 133 ηµέρες καθ’ όλο το χρονικό διάστηµα, επί 9 ώρες εκάστη ηµέρα, ήτοι συνολικά 1.197 ώρες. Ότι για την πολύωρη εργασία του αυτή, κατά την οποία απαιτήθηκαν ιδιαίτερα εξειδικευµένες γνώσεις προς παροχή υψηλού επιπέδου επιστηµονικής εργασίας, λαµβανοµένου υπόψη του µεγάλου ύψους δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε του οφείλεται εύλογη και ανταποκρινόµενη στις επιστηµονικές του γνώσεις αµοιβή ύψους 119.700 ευρώ και επικουρικά συμφωνηθείσα αμοιβή ύψους 60.000 ευρώ, έναντι των οποίων έχει λάβει το ποσό των 18.000 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ήδη εφεσίβλητοι δια της εφέσεως του να του καταβάλουν το ποσό των 101.700 ευρώ που συνιστά το υπόλοιπο της εύλογης αμοιβής του και επικουρικά ως υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής του το ποσό των 42.000 ευρώ που δεν του έχει ακόμη καταβληθεί, µε το νόµιµο τόκο υπερηµερίας από 29-1-2015, οπότε και κατέθεσε την πραγµατογνωµοσύνη του, οχλώντας παράλληλα τους εναγόµενους να του καταβάλουν το υπόλοιπο της αµοιβής του, έως την επίδοση της αγωγής και µε το νόµιµο τόκο επιδικίας από της επιδόσεως της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αγωγής κατ’άρθρα 14 παρ. 2, 16 αριθμ. 10, 22, 37 και 40 του ΚΠολΔ και ακολούθως αφού έκρινε ότι έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1,8, 10-15 του ΒΔ/τος της 25-3-1836 καθώς και των άρθρων 340, 345, 346, 480 ΑΚ, τη δέχθηκε κατά ένα μέρος κατ’ουσία ως προς την πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη εκκαλούσα την οποία υποχρέωσε να του καταβάλει το ποσό των 22.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν οι με αριθμό …./2018 (…….) και …./2018 (………) εφέσεις. Με η με αριθμό …/2018 έφεση του ο εκκαλών ενάγων παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού διότι κρίθηκε ότι δεν του οφείλεται η αιτηθείσα εύλογη αμοιβή των 119.700 ευρώ αλλά μόνο αυτή των 40.000 ευρώ και για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου διότι απορρίφθηκε η αγωγή του ως προς τους λοιπούς εναγόμενους (πλην της πρώτης) που δεν προκάλεσαν την ορκωμοσία του αφού η διάταξη του άρθρου 173 παρ. 3 του ΚΠολΔ δεν είναι αναγκαστικού δικαίου και στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε συμφωνήσει με τα διάδικα μέρη αμοιβή ύψους 60.000 ευρώ και εντέλει ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να του επιδικαστεί το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής του δηλαδή 42.000 ευρώ. Με τη με αριθμό …./2018 έφεση της η πρώτη εναγομένη εκκαλούσα και με τους δύο συναφείς λόγους εφέσεως παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, καθώς διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι έγκυρη η πραγματογνωμοσύνη του ήδη εκκαλούντος ενάγοντος και επιδίκασε σε αυτόν αμοιβή καθώς ο ενάγων ήδη εκκαλών πραγματογνώμονας τελούσε υπό κατάσταση συνταξιοδότησης όταν ενεγράφη στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, δεν ήταν εν ενεργεία επαγγελματίας ναυπηγός πραγματογνώμων, παρέβη το καθήκον αληθείας αφού δεν δήλωσε ρητώς ότι είναι συνταξιούχος, δεν εξέδωσε νόμιμη φορολογική απόδειξη για το ποσό των 6.000 ευρώ που αυτή του κατέβαλε και δεν δικαιούτο να επισπεύσει την πραγματογνωμοσύνη μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της αιτήσεως εξαιρέσεως. Ακολούθως ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση της να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή.

Οι κρινόμενες με αριθμούς …./2018 και …./2018 αντίθετες εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 3116/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία περί αμοιβών (άρθρο 677επ ΚΠολΔ) ήδη περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ) αντιμωλία των διαδίκων επί της με αριθμό …../13.7.2015 αγωγής του ενάγοντος ήδη εφεσίβλητου εκκαλούντος, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Να σημειωθεί όμως ότι απαραδέκτως η με αριθμό …../2018 έφεση της εκκαλούσας πρώτης εναγομένης απευθύνεται και κατά των απλών ομοδίκων αυτής εναγομένων ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή του ήδη εκκαλούντος καθώς κατά το άρθρο 516 ΚΠολΔ, δικαί­ωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκη­σαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι τους, οι ειδικοί διάδο­χοι τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι, κατά δε το άρθρο 517 του ίδιου Κώδικα, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθο­λικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλό­μενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφε­ση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απα­ράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύ­πτει ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, δεν είναι αναγκαίο να απευθύνεται η έφε­ση κατά όλων των διαδίκων, εκτός εάν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ` άλ­λου ομοδίκου (ΑΠ 152/2014 δημ. νόμος, ΑΠ 1467/09, ΑΠ 1352/08, ΑΠ 642/07, ΑΠ 1355/05, ΑΠ 1355/05 Δνη 46. 1448, ΕφΠειρ 372/10, ΕφΛαρ 426/07 Νόμος, Μ. Μαργαρίτη στην ΕρμΚΠολΔ Κε­ραμέα – Κονδύλη – Νίκα άρθ. 517 αριθ. 5). Επομένως η με αριθμό …../2018 θα απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους δεύτερο έως έβδομο των εφεσιβλήτων. Περαιτέρω οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 8, 10-15 του ΒΔ/ τος της 25-3-1836, που αναφέρεται στα δικαιώματα των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων κλπ στις πολιτικές δίκες, 16 § 11, 189 § 1, 677 § 3, 678 § 3, 173 § 3 Κ.Πολ.Δ., 677 § 6 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε σε πολιτική δίκη με δικαστική απόφαση δικαιούται αμοιβής, στην καταβολή της οποίας υποχρεούται ο διάδικος, που γνωστοποίησε στον πραγματογνώμονα το διορισμό του και τον προσκάλεσε σε ορκωμοσία και διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης. Και περιλαμβάνεται μεν η αμοιβή αυτή, κατά το άρθρο 189 παρ. 1 (…), μεταξύ των αποδοτέων εξόδων της δίκης τα οποία επιβάλλονται σε βάρος του ηττημένου διαδίκου, τα οποία μπορούν και να συμψηφιστούν εν όλω ή εν μέρει κατά τις διατάξεις των άρθρων 178, 179 ΚΠολΔ, αλλά οι διατάξεις αυτές αφορούν στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις και καθορίζουν τον υπόχρεο διάδικο σε καταβολή των εξόδων της δίκης, η εκκαθάριση ή ο συμψηφισμός των οποίων γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο έχει υπόψη τον διάδικο που προσκάλεσε τον πραγματογνώμονα και υπόχρεο στην καταβολή της αμοιβής του και δεν δημιουργεί υποχρεώσεις των διαδίκων έναντι τρίτων, ούτε επηρεάζει το δικαίωμα του πραγματογνώμονα να απαιτήσει την αμοιβή του από το διάδικο που τον προσκάλεσε προς διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, έστω και αν κατά το χρόνο της άσκησης του δικαιώματος του αυτού έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, που επιβάλλει τα έξοδα της δίκης σε βάρος άλλου διαδίκου, ή τα συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων (ολ. ΑΠ 525/79 ΝοΒ 27.1582, ΑΠ 654/83 Δ 15. 605, ΑΠ 520/78 ΝοΒ 27.380, ΕφΑθ 896/88 Ελλ Δνη 31.588, ΕφΑθ 6377/92, ΕΕργΔ 53.539, Εφ Πειρ 1101/95 ΕλλΔνη 37.1160). Εκ τούτου όμως και δεν καθίσταται ο διάδικος αυτός εντολεύς του πραγματογνώμονα, διότι αυτός υπό τον ισχύοντα ΚΠολΔ δεν ενεργεί σαν εντολοδόχος των διαδίκων αλλά διοριζόμενος από το δικαστήριο κατά την κρίση αυτού (αρθρ. 369, 370, 372 ΚΠολΔ) και εξαιρούμενος για τους ίδιους, όπως και οι δικαστές, λόγους (άρθρο 376 ΚΠολΔ) είναι βοηθός του δικαστή (βλ. Ράμμο, Εγχ. Αστ.Δικ.Δικαίου, τόμ. Β`, έκδ. 1980, παρ. 271, II, σελ. 816, Φραγκίστα-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, έκδοση β` 1978, παρ. 12, 11, σελ. 131 επ, ΕφΘεσ 2955/ 89 ΕλλΔνη 31.1294, ΕφΑθ 7120/81 ΝοΒ 30.74), εντεύθεν και δεν νοείται “ανάκληση” υπό του διαδίκου της προς τοιούτον πραγματογνώμονα “εντολής”, ώστε να μην οφείλεται σ αυτόν η για την εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης παρά την “ανάκληση” προσήκουσα αμοιβή. Ομοίως, δεν νοείται η εκ των προτέρων, μεταξύ του επιμελούμενου τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης διαδίκου και του διορισθέντος πραγματογνώμονα, ιδιαίτερη συμφωνία για το ύψος της αμοιβής τούτου προκειμένου να πραγματοποιήσει την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το δικαστήριο, η οποία αμοιβή, εφόσον για τη διεξαγωγή της απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, προσδιορίζεται από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση ανάλογα με την απασχόληση του και τις ειδικές γνώσεις που απαιτήθηκαν. Εξάλλου αν για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, η αμοιβή και τα έξοδα του πραγματογνώμονα προσδιορίζονται από το δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση, ανάλογα με την απασχόληση του και τις ειδικές γνώσεις που απαιτήθηκαν. Αυτά υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω Β.Δ/τος και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 696/1974 ή άλλου νομοθετήματος με το οποίο ρυθμίζονται θέματα αμοιβής μηχανικών για σύνταξη μελετών κλπ. (ΟλΑΠ 525/1979 ΝοΒ 1979. 1582, ΕφΔωδ 4/2014 δημ. νόμος, ΕφΠατρ 1010/2006, ΑΧΑΝΟΜ 2007.396). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ η αγωγή πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Έτσι στην αγωγή με την οποία αξιώνεται από το μηχανικό, διπλωματούχο ανωτάτης σχολής η πάγια περιοδική αμοιβή που έχει συμφωνηθεί για την παροχή της εργασίας κατ’ άρθρα 677 επομ. ΚΠολΔ πρέπει να εκτίθενται τα στοιχεία που εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση, μεταξύ των οποίων και το είδος της εργασίας και η παροχή αυτής κατά τη σύμβαση καθώς και η ως άνω αμοιβή ως αντάλλαγμα της εργασίας, ώστε να καθίσταται δυνατή η δικαστική κρίση για, τη νομιμότητα του αιτήματος. Η έλλειψη της έκθεσης των γεγονότων αυτών, που αφορά την προδικασία, κατ’ άρθρο 111 παρ. 2 ΚΠολΔ συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 68/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τέλος από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και δύναται και αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή δεν είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή να την απορρίψει με τις διακρίσεις που περιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθ. 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της μη εκδόσεως επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολο ή μερικά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορεί και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις αυτές και εξαιτίας τούτων να την απορρίψει, αρκεί να ζητήσει την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος. Επίσης, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως μερικά ή στο σύνολο κατ’ ουσίαν και κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο, οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 92/2015 δημ. νόμος ΑΠ 40/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλΔνη 42 σελ 209 ΑΠ 12/1992 ΕλΔνη 34 σελ 347, ΕΑ 37/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 8511/2005 ΕλΔνη 47 σελ 531, ΕφΛαρ 621/2007 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαρ 179/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και Σ.Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ 6η έκδοση 2009, 346επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι παντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως πρωτίστως διότι δεν ξεκαθαρίζεται στο δικόγραφο της αν ζητείται και από ποιον διάδικο υπόλοιπο εύλογης  η συμβατική αμοιβή του ήδη εκκαλούντος ενάγοντος. Στο δικόγραφο δε της εφέσεως ο εκκαλών ζητεί πλέον το υπόλοιπο της συμβατικής αμοιβής του. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε και αναφορικά με το εκτιμώμενο ως κύριο αίτημα της αγωγής (εύλογη αμοιβή) δεν εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που να εξειδικεύουν το είδος των εργασιών ώστε να καθιστούν ορισμένη την απασχόληση του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί το άλλο διάδικο μέρος και εδώ οι διάδικοι στο πλαίσιο της αντιδικίας των οποίων διορίστηκε από το Δικαστήριο για να συντάξει και να καταθέσει δικαστική πραγματογνωμοσύνη. Και ναι μεν η αμοιβή του, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας δεν προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 696/1974 ή άλλου νομοθετήματος με το οποίο ρυθμίζονται θέματα αμοιβής μηχανικών για σύνταξη μελετών, δηλαδή δεν χρειάζεται εδώ να αναφέρεται ο προϋπολογισμός του έργου ώστε με βάση το ποσοστό επί του προϋπολογισμού να προκύψει η αμοιβή του, ούτε να χωρίσει τα στάδια της μελέτης του σε προμελέτη, κύρια μελέτη και μελέτη εφαρμογής, πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων ήδη εκκαλών πραγματογνώμων ομότιμος ναυπηγός και μηχανολόγος μηχανικός απλά περιγράφει τα στάδια της αντιδικίας μεταξύ των εδώ εναγομένων και ότι έλαβε το ποσό των 6.000 ευρώ από κάθε διάδικο μέρος και άλλες 6.000 ευρώ στις 12.1.2014 και συνολικά το ποσό των 18.000 ευρώ, αλλά δεν αναφέρει καθόλου στο δικόγραφο της αγωγής του τις εργασίες και στα στάδια αυτών προκειμένου να συντάξει και να καταθέσει την συνταχθείσα τελικά πραγματογνωμοσύνη, για την οποία μάλιστα έλαβε και παράταση προθεσμίας από το Δικαστήριο. Ούτε προκύπτει με ποιο τρόπο προσδιορίζει το ωρομίσθιο του στα 100 ευρώ την ώρα και μάλιστα χωρίς φπα, δεδομένου ότι οι αμοιβές που επιδικάζει το Δικαστήριο είναι πάντοτε μικτές. Οι ώρες που απασχολήθηκε δεν αρκούν για το ορισμένο της αγωγής διότι θα έπρεπε να εξειδικεύει τις παρεχόμενες υπηρεσίες του (σχεδίαση, υπολογισμός τύπων, αυτοψία, έλεγχος πιστοποιητικών κλπ) και τις συνθήκες υπό τις οποίες απασχολήθηκε. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την κρινόμενη αγωγή ως ορισμένη έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ακολούθως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθό μέρος έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Να σημειωθεί ότι και αν εκτιμηθεί ότι ως προς το εκτιμώμενο ως επικουρικό αίτημα της περί καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής από αμφότερα τα διάδικα μέρη η αγωγή ήταν απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη καθόσον όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο διάδικος δεν καθίσταται εντολεύς του πραγματογνώμονα, αφού διορίζεται από το Δικαστήριο και είναι βοηθός του δικαστή. Επομένως, αφού δεν νοείται “ανάκληση” υπό του διαδίκου της προς τοιούτον πραγματογνώμονα “εντολής”, ώστε να μην οφείλεται σ αυτόν η για την εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης παρά την “ανάκληση” προσήκουσα αμοιβή, δεν νοείται και η εκ των προτέρων, μεταξύ του επιμελούμενου τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης διαδίκου και του διορισθέντος πραγματογνώμονα, ιδιαίτερη συμφωνία για το ύψος της αμοιβής τούτου προκειμένου να πραγματοποιήσει την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το Δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ως ορισμένο το κύριο αίτημα της αγωγής και ως νόμω βάσιμο το επικουρικό αίτημα της αγωγης έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, στο οποίο μεταβιβάσθηκε η υπόθεση με την άσκηση των προαναφερόμενων εφέσεων του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος και της πρώτης εναγομένης ήδη εκκαλούσας, έστω και χωρίς ειδικό παράπονο από τα διάδικα μέρη που αμφότερα παραπονούνται για τη μερική παραδοχή της αγωγής στην  ουσία, αιτούμενος ο εκκαλών την ολική παραδοχή κατ’ουσία και η εκκαλούσα την απόρριψη κατ’ουσία στο σύνολο της. Επομένως πρέπει αφού γίνει δεκτή κατ’ουσία η με αριθμό ……  έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και στη συνέχεια, αφού  κρατηθεί η   υπόθεση   (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η με αριθμό …./13.7.2015 αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή ως αόριστη ως προς το κύριο αίτημα της και ως νόμω αβάσιμη ως προς το επικουτικό αίτημα της, καθόσον η απόφαση είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα ενάγοντα και δεν αρκεί η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, διότι οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό. Τέλος, ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης και της απόρριψης της αγωγής παρέλκει, ως έχουσα καταστεί άνευ αντικειμένου πλέον, η εξέταση της βασιμότητας της με αριθμό ……… εφέσεως της πρώτης εναγομένης. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχέρειας που εμφάνισαν ως προς την ερμηνεία τους οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν εν προκειμένω (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων  τις με αριθμούς …../2018 και …./2018 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 31163/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία περί αμοιβών (άρθρο 677επ ΚΠολΔ) ήδη περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ) αντιμωλία των διαδίκων επί της με αριθμό …../13.7.2015 αγωγής

Απορρίπτει τη με αριθμό …../2018 έφεση ως προς τη δεύτερη έως και έβδομο των εφεσιβλήτων

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά τυπικά τις με αριθμούς κατάθεσης …/2018 και …/2018 εφέσεις και   κατ’ουσίαν   την  με αριθμό …./2018 έφεση του ενάγοντος

Εξαφανίζει την 3116/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αριθμό …../13.7.2015 αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   11 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ