Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 394/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Διατροφή ανήλικων τέκνων. Νομιμοποίηση γονέα για την άσκηση αγωγής έως την ενηλικίωση του τέκνου. Απορρίπτει ένσταση διακινδύνευσης. Προβολή ισχυρισμών εναγομένου – εκκαλούντος ενώπιον του Εφετείου. Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει. Δέχεται εν μέρει αγωγή.

 

Αριθμός Απόφασης:    394 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 20/04/2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../25-04-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./25-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./25-04-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./25-04-2018, κατά της με αριθμ. 1344/15-03-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα (βλ. σχετ. από 30/03/2018 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς . ……. επί φωτ/φου της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία επιδόθηκε στον εκκαλούντα). Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά των άρθρων 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση– άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 25/07/2017 αγωγή η ενάγουσα, ως ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων της, ………., τα οποία απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, πρώην σύζυγό της, ζητούσε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 765 ευρώ για λογαριασμό των ως άνω ανήλικων τέκνων τους, που διαμένουν μαζί της, ως συμμετοχή του στη μηνιαία σε χρήμα διατροφή τους, ανάλογη με τις συνθήκες της ζωής τους, ήτοι το ποσό των 465 ευρώ για τον …….. και το ποσό των 300 ευρώ για την ……., καθώς στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων και αδυνατούν να αυτοδιατραφούν, ενώ ο εναγόμενος πατέρας τους δύναται, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή, να καλύψει τις διατροφικές τους ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη των μηνιαίων εισοδημάτων του, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής και έως την εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1344/15-03-2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 15-11-2017, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ), αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493, 1496, 1498, 1516 παρ. 2, 340, 341, 345 και 346 Α.Κ., έκανε δεκτή εν μέρει αυτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, υπό την ως άνω ιδιότητά της, ως ασκούσας την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, ………, και για λογαριασμό τους, προκαταβολικά, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως διατροφή τους σε χρήμα, το συνολικό ποσό των τετρακοσίων ογδόντα (480) ευρώ μηνιαίως, ήτοι το ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280,00) ευρώ για τον ……και το ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για τη …….. και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από τη καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ, πέραν του ποσού που αυτός είχε ήδη προκαταβάλλει. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την από 20/04/2018 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./25-04-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./25-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./25-04-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../25-04-2018, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του Α.Κ., προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως, του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1612/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 174/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 541/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1681/2005 ΕλλΔικ 2006.461), προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο (ΕφΛαρ 945/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2518/1995 ό.π., ΕΑ 2176/1989 ΕλλΔικ 33.179). Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωσή του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.λ.π., καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017 ό.π.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1489 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 α΄ Κ.Πολ.Δ, να περιέχονται στην περί τούτου σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα και το χρηματικό ποσό, που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα, διότι το στοιχείο αυτό ανήκει στη βάση ενστάσεως από το άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ, την οποία μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρεώσεώς του προς διατροφή του τέκνου του, ισχυριζόμενος ότι το τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής έναντι και του άλλου γονέα, ο οποίος υποχρεούται να συμβάλει στην διατροφή του τέκνου ανάλογα με τις προσδιοριζόμενες με την ένσταση οικονομικές του δυνάμεις. Επίσης, δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, για το ορισμένο αυτής, οι διατροφικές ανάγκες του τέκνου αναλυτικώς και το ποσό που χρειάζεται για την κάλυψη καθεμιάς, αφού με το συνηθισμένο και εύχρηστο νομικό όρο “διατροφή” νοείται σαφώς το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, δηλαδή για την τροφή, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την ένδυση, την ψυχαγωγία και τη νοσηλεία αυτού, καθώς και για την ανατροφή και την εκπαίδευσή του (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος). Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 884/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 396/2001, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΑΠ 1322/1994 ΕλλΔικ 35.368, ΑΠ 1060/1993 ΕλλΔικ 35 (1994) 1291, ΜονΕφΠειρ 749/2014 Δημ. Νόμος). Αλλά, σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (βλ. σχετ. ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 344/2001 ΕλλΔικ 2002.113, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 37.97, ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΔωδ 95/2006 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1278/2001 Αρμ. 2002.225). Εφόσον, όμως, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις του ιδίου και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΜονΕφΠειρ 432/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΑθ 856/2010 ΕφΑΔ 2011.434, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ 2005.886, ΕφΘεσ 1101/2002 Αρμ 2003.38, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1489, αρ. 10, σελ. 826). Η δαπάνη δε για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υποχρέου, όπως π.χ. από τον μισθό του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό του δανείου, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1663/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 230/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 471/2005 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΚρητ 238/2012 αδημ., ΕφΠειρ 197/2006 αδημ., ΕφΠειρ 158/2006 αδημ., ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 736/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 167/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 596/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 797/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠατρ 394/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2241/2000 Δημ. Νόμος). Οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 2070/2017  Δημ. Νόμος, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔικ 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ι, έκδ. 1998 σελ. 306, 307). Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενα με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο. Αντιθέτως, τα καταλυτικά του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, γεγονότα και οι αντενστάσεις, τα οποία δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει παραδεκτώς τον πρώτο κατά την έκκλητη δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (Ολ. ΑΠ 2/94, ΑΠ 2070/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 537/2015 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1492 Α.Κ., προκύπτει ότι ο εναγόμενος γονέας στη δίκη διατροφής δεν μπορεί να προβάλλει καταρχήν την, από το άρθρο 1487 παρ. 1 Α.Κ., προβλεπόμενη ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όταν πρόκειται για διατροφή ανήλικων τέκνων του, εκτός αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι τα τέκνα μπορούν να στραφούν εναντίον άλλου υποχρέου ή μπορούν να διατραφούν από την περιουσία τους (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 676/2000 ΕλλΔικ 2000.1597, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΜονΕφΠειρ 306/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 198/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 230/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 149/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 195/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 969/2007 αδημ., ΕΘ 1993/2003, Δημ. Νόμος, ΕφΔυτΜακεδ 186/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 174/2001 ΕλλΔικ 2001.746, ΕΑ 9823/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 157/1996 ΕλλΔικ 1997.1614). Εξάλλου, κατά το άρθρο 63 του Κ.Πολ.Δ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νομίμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 του Α.Κ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Όταν η δίκη διεξάγεται δε από το νόμιμο αντιπρόσωπο ανίκανου φυσικού ή νομικού προσώπου, διάδικος, υπέρ και κατά του οποίου ισχύει το δεδικασμένο, είναι ο αντιπροσωπευόμενος και όχι ο αντιπρόσωπος (Β.Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ υπό άρθρο  919 αρ.5). ΄Αρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους δυο γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα (ΑΠ 611/2013 ΤΝΠΔΣΑθ). Αν έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση των  γονέων και το τέκνο έχει αξίωση διατροφής κατά του γονέα, που δεν έχει την επιμέλεια του προσώπου του, την αξίωση αυτή την ασκεί εκείνος που έχει την επιμέλειά του και, αν δεν την έχει κανείς, αυτός με τον οποίο διαμένει το τέκνο (άρθρο 1516 Α.Κ). Επομένως, σε δίκη διατροφής ανηλίκου τέκνου, αν την επιμέλειά του έχει η μητέρα, αυτή έχει την εξουσία να παρίσταται στο δικαστήριο και να το εκπροσωπεί (ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 823/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 511/1989 ΕλλΔνη 31.1270). Διάδικο όμως είναι το ανήλικο τέκνο και όχι η μητέρα του, η οποία απλώς αναπληρώνει την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα (Β.Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ υπό άρθρο 64 αρ.5, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, υπό άρθρο 1489 σημ. 14, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 2003, σελ. 122 επ., ΕΑ 8007/2006 ΕλλΔικ 2007.1455, ΕφΔωδ 197/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2944/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 839/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 10634/1998 ΕλλΔνη 40.1116, ΕΑ 3702/1998 Δημ. Νόμος). Το απαράδεκτο αυτό, που ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, με ελεύθερη απόδειξη, σε κάθε στάση της δίκης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 63 αρ. 17, 18, 21, 23).

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015, ΜονΕφΠειρ 400/2016 Δημ. Νόμος), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 ό.π.). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι, το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι, οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε, με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες δε και σταθμιζόμενες ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός από τους εξετασθέντες, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), από τις φωτογραφίες, που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η …….., η οποία γεννήθηκε το έτος 1969 και ο ……, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1963, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις 12/10/1997, στον Ιερό Ναό Προφήτη Ηλία, στον Πειραιά. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (2) τέκνα, τον ….., που γεννήθηκε στις 28.8.2001 και τη ……. που γεννήθηκε στις 3.9.2004. Ήδη, με τη με αριθμ. 3664/20-07-2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους αμετάκλητα, όπως ειδικώς δεν αμφισβητείται και επικυρώθηκε το από 5/4/2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο οι γονείς των τέκνων συμφώνησαν να αναλάβει η μητέρα την αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, ρύθμισαν δε τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με αυτά, κατά τον αναφερόμενο στο συμφωνητικό αυτό τρόπο. Επίσης, συμφώνησαν να καταβάλλει ο πατέρας των τέκνων στη μητέρα τους, ως διατροφή για λογαριασμό των τέκνων τους, το συνολικό ποσό των 480 ευρώ μηνιαίως, ήτοι το ποσό των 240 ευρώ για κάθε τέκνο, για μια τριετία, αρχής γενομένης από 5/4/2012, ήτοι μέχρι 5/4/2015 και συνολικά το ποσό των 17.283 ευρώ, το οποίο προκατέβαλε ο εναγόμενος κατά την υπογραφή του συμφωνητικού, στο οποίο ρητώς επισήμαναν ότι μετά την τριετία θα προέβαιναν σε αναπροσαρμογή της καταβλητέας διατροφής, είτε αυξητικά είτε μειωτικά, αναλόγως των συνθηκών. Ο εναγόμενος, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, εργαζόταν στην ανήκουσα στην οικογένεια της συζύγου του ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………». Η σύμβαση εργασίας του αυτή καταγγέλθηκε στις 31.10.2011, όταν επήλθε η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Αποχωρώντας ο εναγόμενος έλαβε ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 18.783,33 ευρώ. Στη συνέχεια παρέμεινε άνεργος μέχρι τις 11.6.2012, ενώ έκτοτε άρχισε να εργάζεται, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως οδηγός Γ΄ κατηγορίας (χωρίς κάρτα ψηφιακού ταχογράφου), στο Δήμο Πειραιά, για την αντιμετώπιση εποχιακών αναγκών της καθαριότητας του Δήμου, λαμβάνοντας από την εργασία του αυτή το ποσό των 820 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσο όρο, έως 31/03/2018, οπότε έληξε η σύμβαση εργασίας του (βλ. σχετ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες συμβάσεις εργασίας προσωπικού ορισμένου χρόνου του Δήμου Πειραιά) και ενεγράφη στον Ο.Α.Ε.Δ., λαμβάνοντας σχετικό επίδομα ανεργίας ύψους 340 ευρώ μηνιαίως, έως τη χορήγηση σε αυτόν προσωρινής σύνταξης λόγω αναπηρίας, όπως θ’ αναφερθεί κατωτέρω ειδικότερα. Ο εναγόμενος, όμως, αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, καθόσον έπασχε από ουροθηλιακό καρκίνωμα ουροδόχου κύστεως και στις 13.3.2016 υπεβλήθη σε ρομποτική ριζική κυστεκτομή με λεμφαδενεκτομή άμφω και δημιουργία ειλεοκύστης κατά Bricker στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν. Η ιστολογική εξέταση ανέδειξε διηθητικό ουροθηλιακό καρκίνωμα πλασματοκυτταρρειδούς τύπου. Επίσης, βρέθηκε αδεανοκαρκίνωμα του προστάτη, ενώ υπεβλήθη σε συμπληρωματική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία, έκτοτε δε παρακολουθείται από ιατρούς. Για την αντιμετώπιση της πάθησής του αυτής, ο εναγόμενος δαπάνησε, κατά το έτος 2016, το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ υποφέρει από γενική αδυναμία, κεφαλαγίες, διάχυτα κοιλιακά άλγη και έντονο άγχος, για το οποίο παρακολουθείται από ψυχίατρο, λαμβάνει υποστηρικτική αγωγή (βιταμίνες και υποκατάστατα γευμάτων) και έχει ανάγκη ειδικών υλικών για την περιποίηση της κολοστομίας, στην οποία έχει υποβληθεί, είναι δε αναγκασμένος να δαπανά για παραφαρμακευτικά σκευάσματα το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Επίσης, απαιτείται η τακτική ιατρική του παρακολούθηση και η υποβολή του σε αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις. Όπως προκύπτει δε από την από 17/04/2018 «Γνωστοποίηση αποτελέσματος αναπηρίας», μετά από αξιολόγηση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕ.Π.Α., διαπιστώθηκαν στον εναγόμενο οι κατωτέρω παθήσεις, κατά βαθμό και βαρύτητα: «…Διηθητικό ca ουροδόχου κύστης χειρουργηθέν (3/2016). ΄Εγινε ριζική κυστεοπροστατεκτομή με δημιουργία ειλεοκύστης κατά Bricker. Στην ιστολογική βρέθηκε ca προστάτου. Μετεγχειρητικά υπεβλήθη σε Ακθ/Χμθ χωρίς στοιχεία υποτροπής της νόσου σήμερα. Σακχ. Διαβήτης τύπου ΙΙ υπό αγωγή με δισκία. Μικτή διαταραχή άγχους κατάθλιψης. Από τ’ ανωτέρω προκύπτει ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε 80% … κατά ιατρική πρόβλεψη, από 23/02/2018 έως 28/02/2020. – ποσοστό 10% … οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση…». Δυνάμει δε της με αριθμ. πρωτ. 47838/30-10-2018 απόφασης του Δ/ντή του Υποκαταστήματος Περιφερ. Υποκ/ματος Μισθωτών Αττικής – Πειραιώς – Νήσων, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της με αριθμ. πρωτ. …./03-05-2018 αιτήσεως του εναγομένου, η οποία υπεβλήθη μετά τη δημοσίευση, στις 15-03-2018, της με αριθμ. 1344/2018 εκκαλουμένης αποφάσεως, με αίτημα τη χορήγηση συντάξεως, λόγω αναπηρίας, αποφασίστηκε η καταβολή στον εναγόμενο προσωρινής σύνταξης (άρθρ. 29 Ν. 4387/2016), λόγω αναπηρίας, από 24/05/2018 έως 28/02/2020 ή μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης για την απονομή σύνταξης λόγω αναπηρίας, ύψους 681,7 ευρώ, το μήνα, υποκείμενο σε κράτηση 6% για τον κλάδο ασθενείας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει στην κυριότητά του ένα διαμέρισμα εμβαδού 60,50 τ.μ. ευρισκόμενο στον πρώτο όροφο οικοδομής επί της οδού ……. στη Νίκαια, το οποίο χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του. Συνεπώς, δεν βαρύνεται με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνον με τις δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας του. Είναι, επίσης, κύριος ενός διαμερίσματος, εμβαδού 60,50 τ.μ., που βρίσκεται στο δεύτερο όροφο της ίδιας οικοδομής, δύο ισογείων καταστημάτων, εμβαδών 62 και 73,80 τ.μ. αντίστοιχα, επί της οδού ……., στη Νίκαια Αττικής, μιας μονοκατοικίας, εμβαδού 60 τ.μ., που βρίσκεται στον … Φωκίδας, καθώς και δυο αγροτεμαχίων, εμβαδών 2.000 τ.μ. και 1.500 τ.μ. αντίστοιχα, που βρίσκονται στη Φωκίδα. Ο εναγόμενος, πλην του ως άνω διαμερίσματος, το οποίο χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του, δεν εκμεταλλεύεται κανένα από τα λοιπά ακίνητά του. Τ’ ακίνητα, όμως, τα οποία βρίσκονται στη Νίκαια Αττικής, παρά το γεγονός ότι τυγχάνουν παλαιάς κατασκευής και χρήζουν επισκευών, κρίνεται ότι δύνανται να εκμισθωθούν από τον εναγόμενο, έστω και με μειωμένο μίσθωμα, εν όψει της κατάστασής τους, ώστε να αποφέρουν στον εναγόμενο πρόσθετο εισόδημα, συνολικού ποσού 400 ευρώ μηνιαίως, κατ’ ελάχιστον, όπως ορθώς εκτίμησε και η εκκαλουμένη. Ειδικότερα, το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου επί της οδού ……….. ευχερώς δύναται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να εκμισθωθεί αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 150 ευρώ μηνιαίως, τα δε καταστήματα, στα οποία ο πατέρας του εναγομένου λειτουργούσε κατά το παρελθόν, επί σειρά ετών, επιχείρηση εστιατορίου – ταβέρνας, βρίσκονται σε πεζόδρομο της Νίκαιας, πλησίον άλλων καταστημάτων υγειονομικού και μη ενδιαφέροντος, οπότε δύναται να τα εκμισθώσει αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 250 ευρώ μηνιαίως. Πλην δε των από 26/09/2014 εντολών ανάθεσης ακινήτων σε μεσίτη αστικών συμβάσεων για την πώληση / μίσθωση αυτών, ο εναγόμενος σε ουδεμία άλλη ενέργεια προέβη έκτοτε για την εκμετάλλευση αυτών. Συνεπώς, το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ο εναγόμενος θα εισέπραττε από την εκμίσθωση των ως άνω ακινήτων, αλλά, επιδεικνύοντας αδιαφορία για την υποχρέωση διατροφής των ανήλικων τέκνων του και ενεργώντας έτσι, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη,  απέφυγε να συμπληρώσει το εισόδημά του με το ποσό αυτό, καθώς, επικαλείται την έλλειψη εισοδημάτων του, συνεπεία της μη εκμίσθωσής τους, προκειμένου να αποδείξει την αδυναμία προς διατροφή τους, πρέπει να συνυπολογισθεί, κατ’ άρθρο 288 Α.Κ., στις οικονομικές δυνάμεις του εναγομένου, για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής των τέκνων του, εφόσον από δική του πρωτοβουλία επήλθε μείωση των εισοδημάτων του (βλ. σχετ. ΑΠ 1507/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 432/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 148/2016 Δημ. Νόμος), απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου. Τα λοιπά ακίνητα, ιδιοκτησίας του εναγομένου, δεν αποδεικνύεται ότι δύνανται να αξιοποιηθούν, ώστε να αποφέρουν στον εναγόμενο επιπλέον εισόδημα, λαμβάνονται, όμως, υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών του δυνάμεων. Ο εναγόμενος είναι, επίσης, κύριος ενός παλαιού Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής Toyota, τύπου Corolla, κ.ε. 1332, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 05/05/1998. Επίσης, τον Οκτώβριο του έτους 2017, διατηρούσε οφειλές προς τη φορολογική αρχή, προερχόμενες από ΕΕΤΗΔΕ/ΕΝΦΙΑ, συνολικού ποσού 5.970 ευρώ, χωρίς, ωστόσο να προκύπτει ότι υφίστανται αυτές οι οφειλές και κατά το μεταγενέστερο επίδικο χρονικό διάστημα. Σε κάθε δε περίπτωση, οι οφειλές αυτές δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματα του, αλλά λαμβάνονται υπόψη ως στοιχεία προσδιοριστικά των συνθηκών διαβίωσής του. Συνεπώς, από τ’ ανωτέρω συνάγεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις δεχόμενη ότι από 01/04/2018 το μηνιαίο εισόδημα του εναγομένου ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.220 ευρώ, ενώ, εάν εκτιμούσε ορθώς τις αποδείξεις θα έκρινε ότι από 01/04/2018 και έως τη λήξη του επίδικου χρονικού διαστήματος, τα συνολικά εισοδήματά του μειώθηκαν και ανέρχονται, μηνιαίως, κατά μέσον όρον, στο ποσό των 1.040 ευρώ. Τα λοιπά δε έξοδα διατροφής, ενδύσεως, ψυχαγωγίας του εναγομένου, κ.λπ., είναι τα συνήθη ατόμου της ηλικίας του. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος ούτε βαρύνεται με την κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου, πλην των ως άνω τέκνων του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα τυγχάνει μέτοχος και μέλος της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία διατηρεί, από το έτος 1965, κατάστημα υφασμάτων και λευκών ειδών στο κέντρο του Πειραιά, έχοντας αποκτήσει μεγάλη φήμη, έχει δε εδραιωθεί στην τοπική αγορά. Από την εργασία της αυτή, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, κερδίζει το ποσό των 1.600 ευρώ μηνιαίως κατ’ ελάχιστον, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία φέρεται ζημιογόνα κατά τις πρόσφατες χρήσεις, καθόσον, όπως η ενάγουσα επικαλείται, προβαίνει σε απολήψεις ποσού 800 ευρώ μηνιαίως, μολόνοτι το ποσό αυτό ουδόλως δηλώνεται στην αρμόδια φορολογική αρχή. Εξάλλου, το επικαλούμενο αυτό έσοδο δεν συνάδει με τις συνθήκες διαβίωσής της, καθόσον, όπως ισχυρίζεται, δαπανά για ιδιαίτερα μαθήματα και δίδακτρα φροντιστηρίων των τέκνων της το ποσό των 631 ευρώ μηνιαίως, ενώ αποδείχθηκε ότι απασχολεί περιστασιακά οικιακή βοηθό. Τυγχάνει, επίσης, κυρία ενός διαμερίσματος, εκτάσεως 82 τ.μ., του τετάρτου ορόφου της οικοδομής, που βρίσκεται επί της οδού …………, στο Παλαιό Φάληρο, έτους κατασκευής 1988, το οποίο έχει εκμισθώσει, αντί μηνιαίου μισθώματος 400 ευρώ τουλάχιστον, και όχι του επικαλούμενου ποσού των 190 ευρώ, το οποίο κρίνεται προδήλως αναντίστοιχο προς τη μισθωτική του αξία, ενόψει της καλής του κατάστασης και της περιοχής, στην οποία βρίσκεται. Επομένως, τα μηνιαία έσοδά της ανέρχονται, τουλάχιστον, στο ποσό των 2.000 ευρώ, όπως ορθώς εκτίμησε η εκκαλουμένη. Πέραν των ανωτέρω, τυγχάνει ψιλή κυρία, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ενός πολυτελούς ακινήτου, εμβαδού κύριων χώρων 409 τ.μ. και βοηθητικών 55 τ.μ., με πισίνα, επί γηπέδου, συνολικής εκτάσεως 1.764 τ.μ., που βρίσκεται στο Λαγονήσι, στη θέση ….., καθώς και ενός αγρού εμβαδού 2.000 τ.μ. στην …… Άνδρου, από τα οποία δεν αποκομίζει κάποιο εισόδημα, συνεκτιμώνται, όμως, για τον προσδιορισμό των οικονομικών της δυνάμεων. Διαμένει με τα τέκνα σε διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου της οικοδομής, που βρίσκεται επί της οδού ….. στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, το οποίο έχουν παραχωρήσει σε αυτήν, κατά χρήση, οι γονείς της, για τη διαμονή της ιδίας και των τέκνων της. Συνεπώς, δεν βαρύνεται με δαπάνη καταβολής μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνο με τις δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας του, οι οποίες είναι οι συνηθισμένες και επιμερίζονται μεταξύ αυτής και των διαβιούντων μαζί της ανηλίκων. Επίσης, βαρύνεται με τα συνήθη για την ηλικία της έξοδα διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας κλπ.. ΄Αλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η μητέρα των τέκνων, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα στερούνται εισοδημάτων, περιουσίας και πόρων και αδυνατούν, λόγω της ηλικίας τους και της μαθητικής ιδιότητάς τους, να εργαστούν και ν’ αυτοδιατραφούν. Συνεπώς, ανακύπτει καταρχήν νόμιμη υποχρέωση των γονέων τους για τη διατροφή τους, η οποία περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή τους και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή και εκπαίδευσή τους, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός. Ο …….., κατά το σχολικό έτος 2017-2018, φοιτούσε στη Β’ Λυκείου, σε δημόσιο σχολείο και, κατά το σχολικό έτος 2018-2019, φοιτά στην Γ΄ Λυκείου. Λόγω ειδικών μαθησιακών δυσκολιών, όμως, που παρουσιάζει (διάσπαση προσοχής – δυσλεξία – δυσγραφία – δυσπραξία), συνεπεία των οποίων εξετάζεται προφορικά, κατά τις σχολικές εξετάσεις, ήδη από την Α’ τάξη του Γυμνασίου, παρακολουθεί ιδιαίτερα μαθήματα φιλολογικών και μαθηματικών, λόγω δυσκολίας προσαρμογής του σε αντίστοιχο πολυμελές τμήμα φροντιστηρίου. Για τα μαθήματα αυτά απαιτείται, κατά μέσον όρον, το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, ενώ δεν παρακολουθεί μαθήματα ξένης γλώσσας. Η ανήλικη …….., κατά το σχολικό έτος 2017-2018 φοιτούσε στην Α’ τάξη του Γυμνασίου και, κατά το σχολικό έτος 2018-2019 φοιτά στη Β΄ τάξη του Γυμνασίου, σε δημόσιο σχολείο. Παρακολουθεί, επίσης, παράλληλα μαθήματα Αγγλικής γλώσσας σε φροντιστήριο, αντί μηναίων διδάκτρων ποσού 95 ευρώ. Οι λοιπές δαπάνες διαβιώσεως αμφοτέρων των τέκνων, ήτοι τροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, ιατροφαρμακευτικές και παραθερισμού, είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών της αντίστοιχης ηλικίας. Τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων, διαμένουν με τη μητέρα τους, η οποία ασκεί την επιμέλειά τους, δυνάμει της με αριθμ. 3664/2012 ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην ως άνω κατοικία, η οποία βρίσκεται επί της οδού …….. στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, τη χρήση της οποίας έχουν παραχωρήσει σε αυτήν οι γονείς της. Συνεπώς, νομιμοποιείται η μητέρα τους στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, για λογαριασμό τους (άρθρο 1516 παρ. 2 Α.Κ.), για μεν τον ……., κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι από 06/09/2017 (βλ. σχετ. με αριθμ. …../05-9-2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……) έως την ενηλικίωσή του, στις 28/08/2019, για δε την ανήλικη ….., για το επίδικο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι από 06/09/2017 έως 05/09/2019. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί ειδικώς με την υπό κρίση έφεσή του ούτε το ύψος των διατροφικών αναγκών των ανήλικων τέκνων, αλλά ούτε και το ύψος των εισοδημάτων της μητέρας των τέκνων, όπως έγιναν αυτά δεκτά με την εκκαλουμένη απόφαση, παρά μόνον με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ενώπιον δε του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις προτάσεις του, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτών, είχε αρνηθεί αιτιολογημένα την αγωγή, αμφισβητώντας ότι οι ανάγκες διατροφής των τέκνων του ανέρχονται στο επικαλούμενο από την ενάγουσα ποσό, ισχυριζόμενος ότι ανέρχονται στο ποσό των 700 ευρώ και για τα δύο τέκνα και ότι η ενάγουσα υποχρεούται σε μεγαλύτερη συνεισφορά στην ανάλογη διατροφή των τέκνων τους, λόγω των μεγαλύτερων εισοδημάτων της. Επομένως, με βάση όλα τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες των ανήλικων τέκνων διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες της ζωής τους, απαιτείται, ενόψει και της οικονομικής και προσωπικής κατάστασης των γονέων τους, κατά μέσον όρον, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα για μεν τον …….., το ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 350 ευρώ για δίδακτρα, γραφική ύλη, βιβλία κλπ, 140 ευρώ για διατροφή, 60 ευρώ για ένδυση – υπόδηση, 50 ευρώ για συμμετοχή στις λειτουργικές δαπάνες οίκησης και 50 ευρώ για ψυχαγωγία, για δε τη ……., το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 150 ευρώ για δίδακτρα, γραφική ύλη, βιβλία κλπ., 140 ευρώ για διατροφή, 60 ευρώ για ένδυση – υπόδηση, 50 ευρώ για συμμετοχή στις λειτουργικές δαπάνες οίκησης και 50 ευρώ για ψυχαγωγία. Στο ποσό, που απαιτείται για τη διατροφή τους, πρέπει να συνυπολογιστεί και η παροχή στέγης και προσωπικής εργασίας και φροντίδων της μητέρας τους για την ανατροφή τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ για έκαστο τέκνο. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς, που βαρύνει τους διαδίκους, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητάς τους στο σύνολο των εισοδημάτων, που προαναφέρθηκαν. Με τα δεδομένα αυτά, ο πατέρας των τέκνων πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή των ανήλικων τέκνων του, που προσδιορίζεται με τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, για τον ανήλικο …….., με το ποσό των 280 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και με το ποσό των 260 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως 28/08/2019 και για την ανήλικη ………., με το ποσό των 200 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και με το ποσό των 190 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως 05/09/2019 και όχι με το ποσό των 280 ευρώ για τον ……. και το ποσό 200 ευρώ για τη ………. για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως 05/09/2019, όπως εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις η εκκαλουμένη, καθώς ορθώς εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις μόνον για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως και 31/03/2018. Τα ποσά αυτά, στα οποία ανέρχεται η προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου για έκαστο τέκνο, πρέπει να καταβάλει ο πατέρας τους, ως συμμετοχή του στην ανάλογη τακτική σε χρήμα διατροφή κάθε ανήλικου τέκνου του, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, καθώς, δεν τίθεται σε κίνδυνο, κατά τα ποσά αυτά η δική του διατροφή. ΄Αλλωστε, ο εναγόμενος, ο οποίος είχε ισχυριστεί, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις προτάσεις του, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου των ισχυρισμών του αυτών, ότι αδυνατεί να καταβάλλει ποσό διατροφής μεγαλύτερο των 150 ευρώ για τα δύο ανήλικα τέκνα του, χωρίς κίνδυνο της δικής του διατροφής, ισχυριζόμενος ότι τα δικαιούχα τέκνα μπορούν να διεκδικήσουν διατροφή από την, επίσης, υπόχρεη, μητέρα τους, δεν επαναφέρει παραδεκτά, με την υπό κρίση έφεση, την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής του, για το πλέον του ποσού των 150 ευρώ αιτούμενο ποσό. Ειδικότερα, η ένσταση αυτή, η οποία κρίθηκε με την εκκαλουμένη νόμιμη και απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν επαναφέρεται παραδεκτώς, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με σχετικό λόγο έφεσης, καθώς ο εναγόμενος ισχυρίζεται με την υπό κρίση έφεσή του μόνον ότι θα διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, αμφισβητώντας το ύψος των οικονομικών του δυνάμεων, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς, όμως, να επαναφέρει και τον ισχυρισμό ότι, λόγω της διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής, τα δικαιούχα τέκνα μπορούν να διεκδικήσουν διατροφή από την, επίσης υπόχρεη, μητέρα τους για την καταβολή σε αυτά ποσού πέραν του ποσού των 150 ευρώ της αιτουμένης διατροφής. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι τ’ ανήλικα τέκνα δύνανται είτε να στραφούν εναντίον της μητέρας τους, για ποσό μεγαλύτερο, που αναλογεί στην ως άνω συμμετοχή της στις διατροφικές τους ανάγκες είτε από περιουσία ή εργασία ανάλογη με την ηλικία τους. Κατά τα υπόλοιπα ποσά συμμετέχει και η μητέρα των ανήλικων τέκνων με την παροχή στέγης και την προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησής της, για την περιποίηση και φροντίδα των τέκνων, που συνδέεται με τη συνοίκηση, οι οποίες (υπηρεσίες) αποτιμώνται, όπως προαναφέρθηκε, σε χρήμα, καθώς και με τα εισοδήματα από την εργασία και την περιουσία της, δεκτού γενομένου εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου περί συνεισφοράς της ενάγουσας, στη διατροφή των ανήλικων τέκνων, ο οποίος προβλήθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, κατ’ ορθή εκτίμηση, αποτελεί άρνηση της αγωγής, καθώς με την υπό κρίση αγωγή δεν ζητείται το συνολικό ποσό της διατροφής των τέκνων, αλλά αυτό, που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συνεισφοράς του εναγομένου σε αυτήν, οπότε, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, ο εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των δύο (2) ανήλικων τέκνων τους, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στη διατροφή τους σε χρήμα: α) για τον ανήλικο υιό τους …….., το ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και το ποσό των διακοσίων εξήντα ευρώ (260 ευρώ) μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως 28/08/2019 και β) για την ανήλικη θυγατέρα τους ……., το ποσό των διακοσίων ευρώ (200 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και το ποσό των εκατόν ενενήντα ευρώ (190) μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως και 05/09/2019. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως διατροφή σε χρήμα, το συνολικό ποσό των τετρακοσίων ογδόντα (480) ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό διακοσίων ογδόντα ευρώ (280,00) ευρώ για τον ….. και ποσό διακοσίων (200,00) ευρώ για τη ……. και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από τη καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ, πέραν του ποσού που αυτός είχε ήδη προκαταβάλλει, έσφαλε κατά την εφαρμογή των ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το ύψος των οικονομικών δυνάμεων του εναγομένου και τον προσδιορισμό του αναλόγου, προς τις οικονομικές δυνατότητες εκάστου γονέως, ποσοστού συμμετοχής στη διατροφή τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, δεκτού γενομένου εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού λόγου έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η υπό κρίση έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 1344/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, απόφαση, στο σύνολό της, να κρατηθεί η υπόθεση και να γίνει δεκτή εν μέρει η από 25/07/2017 αγωγή, να υποχρεωθεί δε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στη μητέρα των ανήλικων τέκνων τους, . ……, που γεννήθηκαν στις 28.8.2001 και 3.9.2004 αντίστοιχα, για λογαριασμό τους, ως ασκούσα την επιμέλειά τους, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή των τέκνων, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση: α) για τον ανήλικο υιό τους ……, το ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και το ποσό των διακοσίων εξήντα ευρώ (260 ευρώ) μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως 28/08/2019 και β) για την ανήλικη θυγατέρα τους ……., το ποσό των διακοσίων ευρώ (200 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και το ποσό των εκατόν ενενήντα ευρώ (190 ευρώ) μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως και 05/09/2019. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), πέραν του ποσού, το οποίο έχει ήδη προκαταβληθεί, σύμφωνα με τα κατωτέρω ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 1344/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση,

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 25/07/2017 αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να προκαταβάλλει, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων του, ………, που γεννήθηκαν στις 28.8.2001 και 3.9.2004 αντίστοιχα, στη μητέρα τους, ως ασκούσα την επιμέλειά τους, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή τους, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση: α) για τον ανήλικο υιό τους ……, το ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και το ποσό των διακοσίων εξήντα ευρώ (260 ευρώ) μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως 28/08/2019 και β) για την ανήλικη θυγατέρα τους ……, το ποσό των διακοσίων ευρώ (200 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 06/09/2017 έως 31/03/2018 και το ποσό των εκατόν ενενήντα ευρώ (190 ευρώ) μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01/04/2018 έως και 05/09/2019.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πέραν του ποσού, το οποίο έχει ήδη προκαταβληθεί.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 11/07/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ