Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 396/2019

Αριθμός      396 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Από την υπ΄ αρ. ……./24-4-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Δημήτρη …….., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (21-2-2019), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η παρισταμένη, μετά της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, εκκαλούσα προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου της, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν.

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην του εκκαλούντος αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (πρβλ. ΑΠ 1906/2008, ΕφΛαμ 94/2011) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (πρβλ. ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005, ΕφΠειρ 92/2013, ΕφΑθ 2142/2011). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 27-3-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄ αρ. 2784/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ), ερήμην της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, επί της από 6-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγής διαζυγίου του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, και την αποδοχή αυτής, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως,  εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, δεν έχει δε παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 7-12-2016, μέχρι την άσκησή της στις 29-3-2018 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα απαλλάχθηκε της υποχρέωσης καταβολής του, κατά το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παραβόλου, με την υπ΄ αρ. 155/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία N. 3226/2004), κριθείσα δικαιούχος παροχής νομικής βοήθειας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 9 του Ν. 3226/2004 (πρβλ. ΑΠ 1658/2017). Ακολούθως, ενόψει του ότι η ανωτέρω εναγομένη με την ένδικη έφεσή της προβάλλει αιτιάσεις και επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικές της βασιμότητάς της, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να γίνει δεκτή και στην ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, ήτοι στο σύνολό της. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ), κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Με την από 6-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή του κατά της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε να λυθεί ο γάµος του µε την εναγοµένη – σύζυγό του, η τελευταία κοινή διαµονή των οποίων ήταν στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εναγομένης και από αποκλειστική δική της υπαιτιότητα, όπως ειδικότερα ισχυρίζεται σ΄ αυτήν (αγωγή), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι΄ αυτόν, καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 2784/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ερήμην της εναγομένης, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, πλην του αιτήματος να λυθεί ο γάμος με την εναγομένη από αποκλειστική υπαιτιότητά της, δέχθηκε αυτήν (αγωγή), απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων νόµιµου θρησκευτικού γάµου, που ιερολογήθηκε, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Ν. Αττικής, την 6-5-2000 και επέβαλε σε βάρος της εναγοµένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 του ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικώς όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο Δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Επομένως, τα δυνάμενα να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό γεγονότα μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποιός εκ των δύο συζύγων δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Υπό την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό περιστατικό αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως του ποιόν εκ των δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και του εάν υπάρχει υπαιτιότητα μόνον στο πρόσωπο του ενός των συζύγων. Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο εάν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου σε ουδεμία περίπτωση επεκτείνεται επί ζητημάτων υπαιτιότητας. Συνέπεια των ανωτέρω παραδοχών είναι ότι η κηρύττουσα τη λύση του γάμου απόφαση δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθ΄ εαυτή των επιμέρους πραγματικών περιστατικών τα οποία επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εφόσον το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322 και 324 του ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του δικαιολογούντος την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (ΕφΠειρ 741/2015, ΕφΠειρ 588/2015). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη αγωγή, παραδεκτά εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρµόδιο (άρθρα 17 αρ. 1, 22 και 39 του ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των γαµικών διαφορών (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ), και είναι νόµιµη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 1 και 2 του ΑΚ, εκτός από το αίτημα να λυθεί ο γάμος από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, που είναι μη νόμιμο, αφού, μετά την τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου με το Ν. 1329/1983, η υπαιτιότητα έπαυσε να αποτελεί προϋπόθεση του διαζυγίου, όπως προαναφέρθηκε, και δεν συνιστά στοιχείο της έννοιας του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσεως (ΑΠ 1301/2005, ΕφΑθ 2700/2011, ΕφΑθ 260/2007).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος …….., που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εκκαλούσας …………., που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, εκτιμώμενες καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (ο ενάγων, ήδη μη παριστάμενος εφεσίβλητος δεν επικαλείται βεβαίως ούτε προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού φωτογραφίες, όπως πρωτοδίκως, ώστε να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο και συνεπώς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, την 6-5-2000, οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόµιµο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, (δεύτερο για τον ενάγοντα και πρώτο για την εναγοµένη). Πριν την τέλεση του µεταξύ τους γάµου, είχαν αποκτήσει δύο (2) τέκνα και ειδικότερα τη ………, που γεννήθηκε την 7-11-1988, ήδη ενήλικη, και την ………., που γεννήθηκε την 4-4-1994, επίσης, ήδη ενήλικη. Ο ενάγων είχε αναγνωρίσει τα ως άνω τέκνα, ως γνήσια δικά του τέκνα, δυνάµει συµβολαιογραφικών πράξεων εκούσιας αναγνώρισης. Αμέσως µετά την τέλεση του µεταξύ τους γάµου, οι διάδικοι απέκτησαν και τρίτο τέκνο, τον ……., που γεννήθηκε την 3-10-2000, εισέτι ανήλικο. Ο ενάγων είχε, ήδη, αποκτήσει από τον πρώτο του γάµο και άλλα τέσσερα (4) ήδη ενήλικα τέκνα. Κατά τη διάρκεια της έγγαµης συµβίωσής τους, οι διάδικοι διέµεναν σε ιδιόκτητη οικία του ενάγοντος, που βρίσκεται στην πολυκατοικία επί της οδού ……. στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Η έγγαµη συµβίωσή τους δεν εξελίχθηκε οµαλά, καθόσον εµφανίστηκαν προβλήµατα στις µεταξύ τους σχέσεις. Ειδικότερα, περίπου κατά το έτος 2012, ο ενάγων εμφάνισε ψυχωσική συνδρομή (F 20) με ψυχοκινητική ανησυχία, λογόρροια, αϋπνία, παραληρηματικές ιδέες δίωξης μεγαλείου, αναφοράς, συσχέτισης θρησκευτικού περιεχομένου, παραμέληση σωματικής υγιεινής και χώρου διαβίωσης. Κατά το έτος 2017 επιδεινώθηκε η συμπτωματολογία με αποδιοργάνωση συμπεριφοράς. Νοσηλεύτηκε δε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής από 15-10-2017 έως 31-10-2017 και από 21-9-2018 έως 2-10-2018. Μετά την πρώτη νοσηλεία λαμβάνει συνεχή φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται σε τακτική βάση στα εξωτερικά ιατρεία του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών. Ενόψει αυτών των προβλημάτων υγείας του ενάγοντος, που εμφανίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε κατά το έτος 2012, επήλθε διάσταση (ψυχική και σωματική απομάκρυνση) μεταξύ των διαδίκων και η εναγομένη συνήψε εξωσυζυγική σχέση µε έτερο άνδρα και δη ……….., τον οποίο γνώρισε στην οικία της αδελφής του, που βρισκόταν στην ίδια πολυκατοικία µε την οικία των διαδίκων. Ακολούθως, η εναγοµένη, μετά την, κατά το έτος 2015, αποχώρησή της, από τη συζυγική οικία, εγκαταστάθηκε πλέον µε τον ανωτέρω άνδρα σε µισθωµένο εκ µέρους του ενάγοντος διαµέρισµα β΄ ορόφου µε αριθµό … του τουριστικού συγκροτήµατος ενοικιαζόµενων κατοικιών στο … Χαλκίδας (παραλία …..), εργαζόµενη σε ταβέρνα, που διατηρούσε στον ίδιο τόπο ο ως άνω σύντροφός της. Πλην, όμως, μετά την πρώτη νοσηλεία του ενάγοντος και συγκεκριμένα κατά τις αρχές Νοεμβρίου 2017 η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων αποκαταστάθηκε, με την εξωτερίκευση της επιθυμίας του ενάγοντος, αλλά και της εναγομένης, για εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης, λόγω της άρσης του ισχυρού κλονισμού αυτής, με την παροχή ουσιαστικά εκατέρωθεν συγγνώμης. Η εναγομένη ήδη, τουλάχιστον, από το Μάιο του 2018, έχει εγκατασταθεί και πάλι στη συζυγική κατοικία επί της οδού …… στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Έκτοτε οι διάδικοι συγκατοικούν κάτω από την ίδια στέγη και η έγγαμη συμβίωσή τους είναι πλέον αρμονική. Έτσι οι διάδικοι επανέκτησαν τη συζυγική επικοινωνία και έχουν πλέον τη συζυγική κατοικία ως επίκεντρο της κοινής διαβίωσης, ήτοι με τη θέληση να έχουν κοινωνία βίου. Επομένως, εφόσον υπάρχει επανασύνδεση των διαδίκων-συζύγων και άρση του κλονισμού από γεγονότα, εκτός άλλων και από αυτό που αφορά το πρόσωπο της εναγομένης, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, ως προς τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας δεν θα διαληφθεί διάταξη στην παρούσα απόφαση, ενόψει του ότι η εκκαλούσα-εναγομένη, που νίκησε, δεν παραστάθηκε πρωτοδίκως και συνεπώς δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, ενώ ως προς τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ενόψει του ότι η εκκαλούσα-εναγομένη, στον παρόντα βαθμό παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, που διορίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ΄ αρ. 155/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία N. 3226/2004), κατά παραδοχή αιτήσεώς της για παροχή νομικής βοήθειας, και, όπως προαναφέρθηκε, νίκησε, πρέπει να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος-ενάγων, στην πληρωμή αυτών (δικαστικών εξόδων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, (άρθρα 106, 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ο εφεσίβλητος ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον εφεσίβλητο το ποσό των 250 ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 27-3-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2784/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ)].

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 2784/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 6-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-εναγομένης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 484,32 ευρώ και επιδικάζει αυτά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας Δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ