Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 428/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                  

Αριθμός απόφασης    428/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση  της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της υπ’ αριθμ.  5402/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία (υπό το νέο σύστημα, ήτοι μετά την εφαρμογή του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 14-2-2018, εντός, δηλαδή, της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 16-1-2018 (βλ. με αρ. ……../16-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, ………), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 535 § 1 ΚΠολΔ).

            Κατά το άρθρο 1822 ΑΚ, το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος, έχοντας  βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Από τη διάταξη αυτή και εκείνη του άρθρου 1820 ΑΚ, προκύπτει ότι ο σύζυγος που επιζεί καλείται στην κληρονομιά του αποβιώσαντος συζύγου με βάση μόνο τη συζυγική του ιδιότητα, την οποία και υποχρεούται να αποδείξει και η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι να γίνει αμετάκλητη η απόφαση για το διαζύγιο (άρθρο 1438 ΑΚ). Η εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως προϋποθέτει α) την άσκηση αγωγής διαζυγίου από τον κληρονομούμενο σύζυγο και β) τη βασιμότητα του λόγου διαζυγίου. Δεδομένου δε ότι με το θάνατο του ενός από τους συζύγους η περί διαζυγίου εκκρεμής δίκη καταργείται (άρθρο 604 ΚΠολΔ) και ότι η περί  διαζυγίου αγωγή, όντας προσωποπαγής, δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του συζύγου που απεβίωσε, κάθε κληρονόμος του συζύγου που απεβίωσε, αλλά και κάθε τρίτος, όπως κάποιος οφειλέτης της αντίστοιχης κληρονομίας, επιδιώκοντας με έννομο συμφέρον να αποκλείσει τον επιζώντα σύζυγο από την κληρονομία, πρέπει να εγείρει αναγνωριστική αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου κατά του επιζώντος συζύγου, χωρίς πάντως να αποκλείεται η έρευνα της βασιμότητας  του λόγου διαζυγίου να γίνει και παρεμπιπτόντως σε δίκη μεταξύ εκείνου και αυτού του επιζώντος συζύγου (ΑΠ 1796/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1815/2009 ΕλΔνη 2009.1506, ΕΑ 618/2007 ΕλΔνη 2007.903, ΕΑ 97/2000 ΕλΔνη 20001.417). Ο αποκλεισμός, έτσι, του κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου, περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος στο εξαίρετο του επιζώντος συζύγου, επέρχεται, αυτοδικαίως, εκ του νόμου, αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα να επιδιώξει τη λύση του γάμου με διαζύγιο, υπό την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο προς τούτο λόγο, δηλαδή νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την αιτηθείσα διάπλαση. Ως νόμιμες αιτίες που  δικαιολογούν τη λύση του γάμου νοούνται οι εκ των άρθρων 1439 και 1440 ΑΚ λόγοι διαζυγίου  (ΑΠ 766/200, ΕΠειρ 2/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 618/2007 ΕλΔνη 2007.903). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1441 § 1 ΑΚ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4055/1-3-2012, «Όταν οι σύζυγοι συμφωνούν για το διαζύγιο, μπορούν να το ζητήσουν με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (συναινετικό διαζύγιο). Για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο, πρέπει ο γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των συζύγων να δηλωθεί στο ακροατήριο, αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο, σε δύο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους έξι τουλάχιστον μήνες … Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δύο χρόνια, η δήλωση της συμφωνίας παύει να ισχύει», ενώ κατά τη διάταξη του ίδιου άρθρου, μετά την αντικατάστασή του από τον ανωτέρω νόμο, «Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους, εφόσον έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κατάρτισή της. Η συμφωνία αυτή υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού … Η κατά τα ανωτέρω έγγραφη συμφωνία, καθώς και το έγγραφο συμφωνητικό που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανηλίκων τέκνων ή τη διατροφή αυτών, εφόσον έχει συμφωνηθεί, υποβάλλονται μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια, όταν απαιτείται, στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο με απόφασή του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επικυρώνει τις συμφωνίες και κηρύσσει τη λύση του γάμου, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις…». Αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 1822 και 1441 ΑΚ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4055/2012, υπήρχε πάγια νομολογία, ότι «ως λόγος διαζυγίου» στην άνω διάταξη του άρθρου 1822 ΑΚ νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1440 ΑΚ διαπλαστικό δικαίωμα του ενός των συζύγων κατά του άλλου να επιφέρει τη λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, ύστερα από άσκηση αγωγής, εκδικαζόμενης κατά την αμφισβητούμενη διαδικασία, ανεξάρτητα από τη βούληση του εναγομένου και ότι  η αναλογική εφαρμογή του άνω άρθρου και στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου προϋπέθετε ότι έχει δημιουργηθεί στην εκούσια δικαιοδοσία, βάσει της υποβληθείσας κοινής αιτήσεως, δικονομική κατάσταση εξομοιούμενη με έγερση αγωγής διαζυγίου, το χαρακτηριστικό γνώρισμά της οποίας είναι ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (δηλαδή το διαζύγιο) θα επέλθει, εφόσον υπάρχει βάσιμος λόγος, ανεξάρτητα από τη βούληση του εναγομένου. Τέτοια δικονομική κατάσταση δημιουργείται επί κοινής αιτήσεως για έκδοση συναινετικού διαζυγίου μόνο μετά και τη δεύτερη ενώπιον του δικαστηρίου δήλωση της συναίνεσης των συζύγων προς έκδοση διαζυγίου. Συνεπώς, μόνον αν ο θάνατος του ενός εξ αυτών επέλθει μετά τη δεύτερη αυτή δήλωση μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής το άρθρο 1822 ΑΚ και να αποκλείσει, βάσει αυτού, το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος (βλ. και ΑΠ 597/2009, ΑΠ 441/2004 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, μετά την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 1441 ΑΚ,  με την παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4055/2012, για τη λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο δεν απαιτείται πλέον ως προϋπόθεση για την απαγγελία του διαζυγίου η εκ μέρους των συζύγων επανάληψη της συναίνεσής τους με δεύτερη κοινή δήλωσή τους, αλλά αρκεί ως προϋπόθεση η μία και μόνη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Υπάρχει, δηλαδή, πλέον λόγος διαζυγίου, όπως απαιτεί η ΑΚ 1822, η οποία, κατά τα άνω, εφαρμόζεται γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή κατ’ αναλογία. (ΟλΑΠ 3/2016, ΑΠ 2081/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 432/1994 ΕλΔνη 1995.173, ΕΠατρ 880/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι στην προκειμένη περίπτωση του άρθρου 1822 ΑΚ τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1844 περί παροχής συγνώμης στον επιζώντα σύζυγο, ότι δηλαδή ο κληρονομούμενος πριν το θάνατό του έδωσε με οποιοδήποτε τρόπο στον επιζώντα σύζυγο συγνώμη (Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές ΚληρονΔ, τ. 1ος, εκδ. 1994, σελ. 205 και 340-341, Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο Ι, εκδ.2004, σελ.249).  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 220 § 1 του ΚΠολΔ οι εμπράγματες αγωγές, μικτές ή περί νομής, που αφορούν ακίνητα, εγγράφονται μετά από αίτηση του ενάγοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας, όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε προθεσμία 30 ημερών, από την κατάθεσή τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Έτσι η αγωγή με την οποία ζητείται η αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος, αν αφορά ακίνητα, πρέπει να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διότι η προστασία των τρίτων, που παρέχει το πιο πάνω άρθρο 220 του ΚΠολΔ, με την εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων επιβάλλεται και στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 1290/2002 ΕλΔνη 43.161, Κ Παπαδόπουλος, Αγωγές ΕμπρΔ, εκδ. 1994, τόμος 1ος , παρ. 244, σελ. 354, αριθ. 7, Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έτος 2000, τόμος Α’, υπό άρθρο 220, αριθ. 6). Η αγωγή, όμως, με την οποία ζητείται ο αποκλεισμός του επιζώντος συζύγου από την κληρονομία του αποβιώσαντος, για βάσιμο λόγο διαζυγίου, δεν απαιτείται να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διότι δεν είναι εμπράγματη αγωγή, μικτή ή περί νομής, ενώ δεν έχει ούτε εμπράγματο χαρακτήρα, καθώς δεν περιέχει δηλαδή αξίωση που απορρέει από προσβολή εμπράγματου δικαιώματος (ΕΑ 2490/2005 ΕλΔνη 2006.585).

Με την από 14-11-2016 ένδικη  αγωγή του ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, ιστορούσε ότι είναι τέκνο του ………, κατοίκου εν ζωή Πειραιά, ο οποίος απεβίωσε στο Χαϊδάρι Αττικής στις 30-6-2016 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ότι ο ανωτέρω αποβιώσας στις 17-7-2010 είχε τελέσει δεύτερο γάμο με την εναγομένη, χωρίς από αυτόν να έχουν αποκτήσει τέκνα. Ότι σε χρόνο προγενέστερο του θανάτου του ο αποβιώσας και η εναγομένη είχαν  υποβάλλει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κοινή αίτηση προς συναινετική λύση του γάμου τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 507/18-2-2015 απόφαση του άνω δικαστηρίου, που απήγγειλε τη λύση του γάμου τους, χωρίς όμως η σχετική δικαστική απόφαση να προλάβει να καταστεί αμετάκλητη, διότι το επόμενο διάστημα της δημοσίευσης της απόφασης ο αποβιώσας πατέρας του εμφάνισε σοβαρότατα προβλήματα υγείας, που επιδεινώθηκαν στην πορεία και οδήγησαν στο θάνατό του, ενώ λίγες ημέρες προ του θανάτου του η εναγομένη άσκησε έφεση κατά της άνω απόφασης. Ότι κατά το χρόνο θανάτου του ο ανωτέρω αποβιώσας κατέλιπε ως μοναδικούς εγγύτερους συγγενείς του τον ίδιο, την αδερφή του ….. (τέκνα από τον πρώτο γάμο του αποβιώσαντος), η οποία έχει ήδη αποποιηθεί την επαχθείσα σε εκείνη κληρονομία, και τη δεύτερη σύζυγο του, ήδη εναγομένη. Ότι η τελευταία αμφισβητεί την ιδιότητα του ενάγοντος ως μοναδικού κληρονόμου της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα του ισχυριζόμενη ότι εκείνη τυγχάνει συγκληρονόμος της ως άνω κληρονομίας, στην οποία περιλαμβάνεται ένα ακίνητο, που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……….., που ανήκε κατά κυριότητα στον αποβιώσαντα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να αναγνωριστεί ότι το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης έχει αποκλειστεί στο σύνολό του (συμπεριλαμβανομένης της νόμιμης μοίρας και του δικαιώματος αυτής στο εξαίρετο), διότι ο κληρονομούμενος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει σχετική αγωγή, καθώς και να καταδικαστεί η τελευταία στα δικαστικά του έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή περιελάμβανε όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο της στοιχεία, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ο βάσιμος λόγος διαζυγίου, κατ’ άρθρο 1822 ΑΚ, συνίστατο στην ήδη εκδοθείσα, πλην όμως όχι αμετάκλητη, απόφαση συναινετικού διαζυγίου, που έλυε το γάμο του κληρονομουμένου και της εναγομένης. Επίσης, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο δεν είχε το χαρακτήρα αναγνωριστικής κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος, ούτε αγωγής περί κλήρου, αλλά αναγνωριστική (άρθρο 70 ΚΠολΔ) του βάσιμου λόγου διαζυγίου για τον αποκλεισμό της εναγομένης από την κληρονομία του αποβιώσαντος και άρα δεν ήταν απαραίτητο να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Πρέπει, συνεπώς, ο πρώτος (υπό στοιχείο Α) λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των πρωτοδίκως προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις με αρ. … και …/17-2-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……., που εξετάστηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλλιθέας, μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. με αρ. …./14-2-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιώς ……..), από τις με αρ. ……../22-2-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………., που εξετάστηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. με αρ. …./17-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω χωρίς, όμως, να έχει παραληφθεί η αξιολόγηση κάποιου για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι τέκνο του …….και της ……. από νόμιμο γάμο τους, που λύθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αρ. 57/10-1-2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ο πατέρας του ενάγοντος απεβίωσε στις 30-6-2016, σε ηλικία 64 ετών, στο νοσοκομείο με την επωνυμία «ΠΓΝ ΑΤΤΙΚΟΝ» στο Χαϊδάρι Αττικής από μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα. Κατά το χρόνο θανάτου του άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς του τα δύο τέκνα του από τον πρώτο γάμο του με την ………., ήτοι τον ενάγοντα και την αδερφή του,  …………, καθώς και την εναγομένη, σύζυγό του από δεύτερο γάμο, που τέλεσε μαζί της στις 17-7-2010 στον Πειραιά, χωρίς να έχουν αποκτήσει τέκνα, πλην όμως η εναγομένη είχε τρεις θυγατέρες από προηγούμενο γάμο της. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους ο αποβιώσας με την εναγομένη ζούσαν σε ιδιόκτητη οικία του πρώτου στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ……….. Η σχέση τους ήταν πολυετής, αφού είχαν γνωριστεί από το έτος 1994, όταν δηλαδή ο αποβιώσας ήταν ακόμη παντρεμένος με τη μητέρα του ενάγοντος. Καθ’ όλο το διάστημα της έγγαμης σχέσης τους έως και το 2014 ανέκυπταν διαρκώς μεταξύ τους σοβαρές διενέξεις, που κάποια στιγμή κατέληξαν σε σφοδρή αντιδικία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να συμβιώσουν κάτω από την ίδια στέγη. Για το λόγο αυτό ο αποβιώσας κατέθεσε την από 18-3-2014 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κατά της εναγομένης, συζύγου του, με την οποία επικαλούμενος ότι η έγγαμη σχέση τους έχει κλονιστεί σοβαρά από υπαιτιότητα της τελευταίας, ζητούσε να διαταχθεί η μετοίκησή της από τη συζυγική οικία-οικογενειακή τους στέγη. Μαζί με την αίτηση αυτή υποβλήθηκε και αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, επί του οποίου εκδόθηκε η με ημερομηνία 21-3-2014 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του ανωτέρω δικαστηρίου, που διέτασσε προσωρινά τη μετοίκηση της εναγομένης από τη συζυγική οικία, χωρίς όμως η τελευταία να συμμορφωθεί προς την δικαστική αυτή διαταγή. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 8η-5-2014 για τη συζήτηση της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων οι εν λόγω διάδικοι συμβιβάστηκαν και συμφώνησε η εναγομένη να μετοικήσει από τη συζυγική οικία με τον όρο να παραλάβει τα απαραίτητα για τη χωριστή εγκατάστασή της κινητά πράγματα και συγκεκριμένα, τα προσωπικά είδη ενδύσεώς της και τον εν γένει εξοπλισμό της (τσάντες, αξεσουάρ, καλλυντικά κλ), τα προσωπικά της έγγραφα, φωτογραφίες, κορνίζες, μία ραφιέρα δαπέδου μήκους 2 μέτρων περίπου, μια συρταριέρα πλαστική χρώματος μπεζ-καφέ, έναν καθρέπτη τοίχου μπρούτζινο διαστάσεων  1 μ Χ 1,60 μ. , μία μεταχειρισμένη ραπτομηχανή, κουρτίνες, σεντόνια, πετσέτες, 2 παπλώματα και εργόχειρα, μπιμπλώ, φορολογικά έγγραφα (τιμολόγια, βιβλία εσόδων-εξόδων ατομικής επιχείρησης της αντιδίκου) και μία ταμειακή μηχανή (βλ. με αρ. 1056/2014 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής η εναγομένη περί την 17-5-2014 μετοίκησε σε άλλη οικία, στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού …….., κυριότητας της θυγατέρας της. Παρά τις αντιδικίες τους έλαβαν από κοινού την απόφαση να λύσουν τον γάμο τους και υπέβαλαν με κοινό δικόγραφο την από 1-7-2014  με αρ. κατάθ. δικογρ. …/…./1-7-2014 αίτηση για τη συναινετική λύση του γάμου τους στις 1-7-2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας). Η αίτηση συζητήθηκε στις 19-1-2015 και οι αιτούντες παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ………. με κοινές προτάσεις και κοινή δήλωση περί ύπαρξης συμφωνίας τους για λύση του γάμου τους. Επί της άνω αιτήσεως εκδόθηκε η με αρ. 507/18-2-2015 απόφαση του ως ανωτέρω  Δικαστηρίου, η οποία και απήγγειλε τη λύση του γάμου τους. Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης, όμως, ο αποβιώσας και η εναγομένη δεν παραιτήθηκαν από τα ένδικα μέσα, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην καταστεί αμετάκλητη, ώστε να παράγεται δεδικασμένο, κατά τα άρθρα 613 και 606 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω απόφασης, ήτοι προ της αντικατάστασής τους με τα άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, παρά την αντίθετη επιθυμία του αποβιώσαντος πατέρα του ενάγοντος, ο οποίος δεν μπόρεσε να δρομολογήσει τις σχετικές προς τούτο ενέργειες, διότι εμφάνισε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση της υπ’ αρ. 507/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο αποβιώσας νοσηλεύτηκε στην πνευμονολογική κλινική του ΠΓΝ ΑΤΤΙΚΟΝ από τις 28-5-2015 έως τις 4-6-2015 λόγω μη παραγωγικού βήχα με παθολογική ακτινογραφία θώρακα και από τον έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι έπασχε από μη μικροκυτταρικό καρκίνο στον πνεύμονα. Εν συνεχεία υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία από τις 15-7-2015 και μέχρι τις 14-12-2015 του χορηγήθηκαν 6 κύκλοι χημειοθεραπείας. Από τις 20-10-2015 μέχρι 3-12-2015 υποβλήθηκε σε τοπική ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πρωτοπαθούς εστίας στο ακτινοθεραπευτικό τμήμα του εν λόγω νοσοκομείου, όμως στις 11-1-2016 διαπιστώθηκαν εγκεφαλικές μεταστάσεις και υποβλήθηκε για το λόγο αυτό σε ακτινοθεραπεία εγκεφάλου από 18-1-2016 έως 25-1-2016 και εν συνεχεία του χορηγήθηκε χημειοθεραπεία 2ης γραμμής από 25-2-2016 έως 7-4-2016  (συνολικά 3 κύκλοι). Ωστόσο, από τον 2ο κύκλο χημειοθεραπείας η υγεία του πατέρα του ενάγοντος παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί εκ νέου στον ίδιο νοσοκομείο από 26-5-2016 έως 6-6-2016 λόγω δύσπνοιας και κοιλιακού άλγους. Από τον απεικονιστικό έλεγχο διαπιστώθηκαν εγκεφαλικές μεταστάσεις, ηπατικές μεταστάσεις και μεταστάσεις στο θώρακα και στους κοιλιακούς λεμφαδένες. Στις 19-6-2016 προσήλθε εκ νέου στο  εν λόγω νοσοκομείο σε βαριά κλινική κατάσταση, με πυρετό, σε κατάσταση αποπροσανατολισμού καθώς και σε ημικωματώδη κατάσταση και απεβίωσε στις 30-6-2016 (βλ. με αρ. πρωτ. ……/9-9-2016 πιστοποιητικό του ΠΓΝ ΑΤΤΙΚΟΝ). Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι στα ιατρικά εργαστήρια για τη διενέργεια του πλήθους των αναγκαίων εξετάσεων αλλά και στο προαναφερόμενο νοσοκομείο για τη διενέργεια των αναγκαίων χημειοθεραπειών και ακτινοθεραπειών ο αποβιώσας μετέβαινε με τον ενάγοντα υιό του, ο οποίος προσκόμισε και όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά και τις ιατρικές εξετάσεις, που συντάχθηκαν (συνολικά 21 στον αριθμό, με ημερομηνίες από 17-9-2015 έως 18-5-2016), ενώ η εναγομένη ουδόλως συμπαραστάθηκε ή ενδιαφέρθηκε. Αυτή έκανε την εμφάνισή της λίγο πριν το Πάσχα του 2016, όταν η υγεία του πατέρα του ενάγοντος είχε πια επιδεινωθεί σε σημαντικό βαθμό, καθώς ο μεταστατικός καρκίνος είχε επηρεάσει τις ζωτικές λειτουργίες του. Τότε εγκαταστάθηκε αυτοβούλως στην οικία του ………, δήθεν για να τον φροντίζει, ενώ στις 27-5-2016 κατέθεσε την υπ’ αρ. κατάθ. ………/27-5-2016 έφεσή της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς κατά της υπ’ αρ. 507/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απήγγειλε τη λύση του γάμου τους, χωρίς όμως να την προσδιορίσει ποτέ και χωρίς να γνωστοποιήσει την ενέργειά της αυτή στον αποβιώσαντα. Στην έφεση ανέφερε ότι οι σχέσεις της με τον αποβιώσαντα είχαν αποκατασταθεί πλήρως και ότι ήδη συζούσαν μαζί στην οικία του αποβιώσαντος στον Πειραιά αρμονικά ως σύζυγοι. Αποτέλεσμα της έφεσης, που ασκήθηκε προτού λυθεί αμετάκλητα ο γάμος τους, είναι ότι η εναγομένη εμφαίνεται πλέον κληρονόμος του αποβιώσαντος, όπως άλλωστε προκύπτει και από το με αρ. …../2-8-2016 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Μοσχάτου-Ταύρου. Σημειωτέον ότι, η αδερφή του ενάγοντος, ………., αποποιήθηκε το μερίδιό της επί της κληρονομίας του ως άνω αποβιώσαντος πατέρα της, με την υπ’ αρ. …./6-10-2016 δήλωσή αποποίησης, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Συνεπώς, ο ενάγων έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί ότι, συνέτρεχε βάσιμος λόγος διαζυγίου για τον αποβιώσαντα πατέρα του, με αποτέλεσμα να αποκλείεται το δικαίωμα της εναγομένης στην κληρονομία  του συζύγου της. Ενόψει δε ότι ο θάνατος του αποβιώσαντος επήλθε μετά την κοινή με την εναγομένη δήλωσή του για έκδοση συναινετικού διαζυγίου, αλλά και μετά την έκδοση της απόφασης, που έλυε το γάμο του με την εναγομένη, τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής το άρθρο 1822 ΑΚ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και, αφού κριθεί ότι υπήρχε βάσιμος λόγος διαζυγίου, να αναγνωριστεί ότι αποκλείεται το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης, στο σύνολό του, επί της κληρονομιαίας περιουσίας του παραπάνω αποβιώσαντος (περιλαμβανομένης της νόμιμης μοίρας και του δικαιώματός της στο εξαίρετο). Η εναγομένη με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο (υπό στοιχεία Γ, Δ και Ε) λόγους της ένδικης έφεσης, όπως ορθώς εκτιμάται το περιεχόμενο τους, επαναφέρει την παραδεκτώς υποβληθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένσταση περί παροχής συγγνώμης από τον αποβιώσαντα προς το πρόσωπό της, με συνέπεια να καθίσταται ο λόγος διαζυγίου μη ενεργός κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της. Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 507/2015 απόφασης που έλυε τον γάμο τους, παρείχε με οποιονδήποτε τρόπο συγνώμη στην εναγομένη και ότι οι σχέσεις τους, μέχρι που αυτός απεβίωσε, είχαν αποκατασταθεί πλήρως, όπως αυτή αβάσιμα διατείνεται. Ειδικότερα, όλες οι ιατρικές εξετάσεις και νοσηλείες του αποβιώσαντος πραγματοποιήθηκαν με τη συμπαράσταση του ενάγοντος υιού του και όχι με τη δική της φροντίδα και συνδρομή, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι η εναγομένη ούτε κατέχει ούτε προσκόμισε έστω και ένα πόρισμα ιατρικής εξέτασης, που να αφορά τον αποβιώσαντα.  Μάλιστα, το διάστημα από 20-10-2015 έως 3-12-2015, κατά το οποίο ο αποβιώσας υποβαλλόταν σε ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πρωτοπαθούς εστίας του καρκίνου, πραγματοποιώντας για το λόγο αυτό 28 συνεδρίες (βλ. με ημερομηνία 3-12-2015 ιατρικό σημείωμα του ιατρού …….., δ/ντή της μονάδας ακτινοθεραπείας του ΠΓΝ ΑΤΤΙΚΟΝ), σε καμία από αυτές δεν ήταν παρούσα η εναγομένη.  Παρά το γεγονός ότι η μάρτυρας της εναγομένης, ……… –η οποία ήταν και το πρόσωπο, μέσω του οποίου έκανε την αρχική γνωριμία ο αποβιώσας με την εναγομένη- ισχυρίζεται ότι το ζεύγος ξανάσμιξε το Νοέμβριο του 2015 μετά από κοινή απόφαση και ότι η εναγομένη ήταν μαζί του μέχρι το τέλος, ενώ τα παιδιά του δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον, η εναγομένη δεν εξηγεί  το λόγο, για τον οποίο δεν συνόδευσε τον αποβιώσαντα στις διενεργηθείσες ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες, και το λόγο, για τον οποίο όλα τα έγγραφα, που αφορούν τη νοσηλεία του συζύγου της προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα και όχι από την ίδια. Άλλωστε, και ουδείς μάρτυρας ανταπόδειξης διευκρινίζει ποιος συνόδευε τον αποβιώσαντα για να υποβληθεί στις χημειοθεραπείες το διάστημα από 20-10-2015 έως 3-12-2015, που υποτίθεται, σύμφωνα με τα κατατιθέμενα από αυτούς, ότι ο αποβιώσας διέμενε στην οικία της θυγατέρας της εναγομένης στο Μοσχάτο, ή  στις 6 ακτινοθεραπείες κατά το διάστημα από 18-1-2016 έως 25-1-2016, καθώς, κατά τα υποστηριζόμενα από τις μάρτυρες ανταπόδειξης ………, τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει. Πέραν τούτου, η κατάθεση της μάρτυρα, ……, και της αδερφής της εναγομένης, ……..,  ότι το διάστημα Νοεμβρίου 2015 έως Ιανουαρίου 2016 η εναγομένη μαζί με τον αποβιώσαντα συμβιούσαν στην οικία της κόρης της εναγομένης, στο Μοσχάτο, έρχεται σε αντίφαση με την κατάθεση του τρίτου  μάρτυρα της εναγομένης, ……..,  που κατοικούσε απέναντι από την οικία του αποβιώσαντος,  και ο οποίος αναφέρει ότι τέλη του 2015 συναντήθηκε με τον αποβιώσαντα στον δρόμο έξωθεν των οικιών τους  και ότι είχε αντιληφθεί την επανασύνδεσή του με την εναγομένη καθώς «την έβλεπε στο μπαλκόνι». Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι φορολογικές δηλώσεις του ζεύγους υποβάλλονταν από κοινού έως και το οικονομικό έτος 2013 (διαχειριστικό έτος 2012), ενώ από το οικονομικό έτος 2014 (διαχειριστικό έτος 2013) και εξής υποβάλλονταν χωριστά. Ομοίως και κατά το έτος 2016, που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ήταν μαζί, η σχετική φορολογική δήλωση (του διαχειριστικού έτους 2015) υποβλήθηκε και πάλι χωριστά. Εξάλλου, ουδόλως προέκυψε ότι η εναγομένη φρόντισε τον αποβιώσαντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποκατασταθούν οι μεταξύ τους σχέσεις, οι δε επισκέψεις της στο νοσοκομείο κατά την προτελευταία νοσηλεία του πατέρα του ενάγοντος,  λόγω επιδείνωσης της υγείας του, υπήρξαν ολιγόλεπτες και είχαν το χαρακτήρα απλής επίσκεψης. Αντίθετα, προέκυψε ότι σε προγενέστερο και πολύ κοντινό με τη μετοίκησή της χρόνο είχε υποβάλει σε βάρος του αποβιώσαντος αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί διατροφή, κατά το άρθρο 1391 ΑΚ, ύψους 400 ευρώ, ισχυριζόμενη ότι ο αποβιώσας βιαιοπραγούσε σε βάρος της και ότι την εξύβριζε, ότι της αποσπούσε χρήματα ακόμη και μέσα από την τσάντα της ότι εκμαύλιζε ερωτικά τόσο την ίδια όσε και άλλες γυναίκες, αλλά ακόμη ότι παρενόχλησε σεξουαλικά και τον ανήλικο εγγονό της. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί συγνώμης και αποκατάστασης της σχέσης της με τον αποβιώσαντα είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος καθώς και οι σχετικοί λόγοι έφεσης. Με βάση τα παραπάνω, από την άλλη,  προέκυψε άνευ αμφιβολίας ότι η εναγομένη προέβη στην υποβολή της έφεσης κατά της με αρ. 507/2015 απόφασης, ώστε να μην καταστεί αμετάκλητη η απόφαση αυτή περί λύσης του γάμου της με τον αποβιώσαντα και να καρπωθεί όλα τα οφέλη μιας τέτοιας ενέργειας, ήτοι αφενός να θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αφετέρου να προβάλει κληρονομικά δικαιώματα σε κινητά, τραπεζικούς λογαριασμούς αλλά και στην ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντος, αφού ήδη έχει επανεγκατασταθεί στην τέως συζυγική οικία και δεν επιτρέπει την είσοδο στον ενάγοντα. Συνεπώς, υφίσταται βάσιμος λόγος διαζυγίου, συνεπεία του οποίου αποκλείεται το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης επί της κληρονομιαίας περιουσίας του ……….. Κατ’ ακολουθίαν η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη και αναγνωρίστηκε ότι έχει αποκλειστεί το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης επί της κληρονομιαίας περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος αυτής στο εξαίρετο, και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των σχετικών λόγων έφεσης ως ουσία αβάσιμων. Ομοίως, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης (υπό στοιχ. ΣΤ), με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 176 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του ηττώμενου διαδίκου, και άρα ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα επέβαλε σε βάρος της ως ηττηθείσας διαδίκου. Με βάση όλα τα παραπάνω, επομένως,  η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. προτελ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 14-2-2018 (αρ. κατάθ. ……../2018) έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 2-7-2019, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 17.-7-2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ