Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 404/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης    404  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με τις από 3.9.2018 και 10.12.2018 κλήσεις των εφεσίβλητων, η από 20.7.2018 έφεση της εκκαλούσας, μετά τον ορισμό νέας συντομότερης δικασίμου, κατ’ άρθρο 226 §5 του Κ.Πολ.Δ., από την αρχικά ορισθείσα (δικάσιμο) της 19.9.2019.

ΙΙ.  Η από 20.7.2018 έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας – δημοτικής επιχείρησης, κατά της οριστικής απόφασης 2748/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά      την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 6.11.2017 ανακοπή της τελευταίας και τους από 2.4.2018 πρόσθετους  λόγους αυτής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι            δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση      της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495§§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §§1, 2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ δεν κατατέθηκε παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3 του Κ.Πολ.Δ.,   αφού η εκκαλούσα απαλλάσσεται απ’ αυτό, κατ’ άρθρο 276 §1 εδ. γ´ του ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων). Πρέπει, επομένως, η έφεση        να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533        §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙΙ.  Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα – Δημοτική επιχείρηση, με την από 6.11.2017 ανακοπή της και τους από 2.4.2018 πρόσθετους λόγους αυτής, που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 933 §1 και 934 §1α του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτούς λόγους, την ακύρωση της από 1.11.2017 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι αντιγράφου του απογράφου της διαταγής πληρωμής …../2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλει στους καθ’ ων η ανακοπή το ποσό των 186.770,94 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), με την εκκαλούμενη 2748/2018 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους της ανακοπής και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Ήδη, κατά της τελευταίας απόφασης, παραπονείται η ανακόπτουσα με την έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους  σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί η από 1.11.2017 επιταγή προς εκτέλεση.

  1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 §1 του ν. 3068/2002 “Το δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς     τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ – ζ της παρ. 2 του άρθρου 904 του Κ.Πολ.Δ., πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Ο περιορισμός αυτός της έννοιας των αποφάσεων, χωρίς να περιλαμβάνονται και οι λοιποί εκτελεστοί τίτλοι έχει κριθεί αντισυνταγματικός από το ανώτατο ακυρωτικό (Α.Π. 751/2017, Α.Π. 431/2015 και Α.Π. 369/2014 όλες στην  Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επιπλέον, κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 1 §1 του ν. 3068/2002 “Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία ανήκουν εξ ολοκλήρου στο δημόσιο”. Επίσης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του ως άνω νόμου “Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών….”, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου νόμου “Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. επιτρέπεται      μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ.”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 §1 περ. α´ έως δ´ του ν. 4270/2014 “αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης, δημόσιο λογιστικό κλπ.”, όπως οι περ. α´ και γ´ τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 10 §§2 και 3 αντίστοιχα του  ν. 4337/2015, “1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου (οι οποίοι είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 306/41), καθώς και η συστηματική ένταξη σε ενιαίο κείμενο και, κατά περίπτωση, η επικαιροποίηση των ισχυουσών αρχών δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας και των διατάξεων του δημόσιου λογιστικού), οι κάτωθι όροι έχουν την ακόλουθη έννοια: «α. Δημόσιος τομέας: περιλαμβάνει τη Γενική Κυβέρνηση, τα εκτός αυτής νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), καθώς και τις εκτός αυτής δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς του Κεφαλαίου Α´ του ν. 3429/2005, ανεξαρτήτως εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του, β. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει τρία υποσύνολα, εφεξής αποκαλούμενα υποτομείς: της Κεντρικής Κυβέρνησης, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (Ο.Κ.Α.), σύμφωνα με τους κανόνες και τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (Ε.Σ.Ο.Λ.). Οι φορείς εκτός Κεντρικής Διοίκησης, που περιλαμβάνονται στους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης (εφεξής «λοιποί φορείς της Γενικής Κυβέρνησης»), προσδιορίζονται, ανά υποτομέα, από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής         και αποτελούν ξεχωριστά νομικά πρόσωπα που εποπτεύονται από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης ή από Ο.Τ.Α., γ. Υποτομέας της Κεντρικής Κυβέρνησης: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθώς και τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές που έχουν νομική προσωπικότητα, εφόσον τα παραπάνω περιλαμβάνονται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, αλλά δεν ανήκουν στους υποτομείς των Ο.Τ.Α. και των Ο.Κ.Α. δ. Υποτομέας Ο.Τ.Α.: περιλαμβάνει: (αα) τους Ο.Τ.Α., οι οποίοι αποτελούνται από τους Δήμους (O.T.A. A΄ βαθμού) και τις Περιφέρειες (O.T.A. B΄ βαθμού) και (ββ) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που ανήκουν, ελέγχονται ή χρηματοδοτούνται από τους Ο.Τ.Α.
  2. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, η εκκαλούσα, επαναφέροντας τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, ισχυρίζεται ότι, λόγω της ένταξής της στο δημόσιο τομέα (στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης), έπρεπε ν’ ακολουθηθεί, για τη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση από τους εφεσίβλητους, η διαδικασία που προβλέπεται για το δημόσιο, σύμφωνα με το ν. 3068/2002. Ότι κατά το άρθρο 4 §2 του τελευταίου νόμου, η εκτέλεση θα ήταν δυνατή μόνο μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στο Δήμαρχο Πειραιά, ως εκπρόσωπό της. Ότι, εφόσον δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία αυτή, είναι άκυρη η ανακοπτόμενη από 1.11.2017 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού ο νομοθέτης, κατά τη σύνταξη του ν. 3068/2002, όπου ήθελε να συμπεριλάβει στο πεδίο εφαρμογής του και τους Ο.Τ.Α., το έκανε (στην §1 του άρθρου 4 για την αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, ώστε να γίνεται μόνο με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών). Αντίθετα, στην περίπτωση του προνομίου της §2 του ίδιου άρθρου (σχετικά με το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή  ή στον εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ.) δεν θέλησε να περιλάβει και τους Ο.Τ.Α., πολύ περισσότερο την εκκαλούσα δημοτική επιχείρηση – ν.π.ι.δ., αλλά μόνο το δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. (βλ. σελ. 2 της αιτιολογικής έκθεσης στον ιστότοπο www.hellenicparliament.gr). Αντίθετο συμπέρασμα δεν θα μπορούσε να εξαχθεί από τις διατάξεις του Δ.Κ.Κ., που επιφύλασσε για τους ΟΤΑ και ορισμένα άλλα νομικά πρόσωπα τα προνόμια του δημοσίου (άρθρο 304        του τότε ισχύοντος Δ.Κ.Κ. – ν. 410/1995 και ήδη 276 §1 του ισχύοντος – ν. 3463/2006), αφού στην περίπτωση αυτή ο νομοθέτης δεν θα χρειαζόταν να  περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3068/2002 και τους Ο.Τ.Α. Εξάλλου, οι διατάξεις του ν. 3068/2002, λόγω του ειδικού και εξαιρετικού τους χαρακτήρα, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. σχετ. Α.Π. 335/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την υπαγωγή του εκκαλούντος στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, κατ’ άρθρο 14 §1 περ. α´ έως δ´ του ν. 4270/2014, αφού αυτή, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, αφορά στους σκοπούς του τελευταίου νόμου, οι οποίοι είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν επεκτείνει το πλαίσιο εφαρμογής του ν. 3068/2002. Άλλωστε, κατά το χρόνο επίδοσης της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση (2.11.2017), δεν είχε περιληφθεί το εκκαλούν στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, κάτι          το οποίο έλαβε χώρα μεταγενέστερα, με το από 14.11.2017 Δελτίο Τύπου       της ΕΛΣΤΑΤ, όπως προκύπτει από το 216/2.1.2018 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής και Αναπτυξιακής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. Επομένως, δεν θα μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ, αφού       όσοι επίσπευσαν, έως και τις 14.11.2017, αναγκαστική εκτέλεση, μεταξύ των οποίων και οι εφεσίβλητοι, δεν γνώριζαν τούτο. Διαφορετικό συμπέρασμα δεν συνάγεται ούτε από το ότι η ένταξη της εκκαλούσας στο μητρώο φορέων της Γενικής Κυβέρνησης ίσχυσε και για το προγενέστερο του ως άνω δελτίου τύπου της ΕΛΣΤΑΤ χρονικό διάστημα (σύμφωνα με το προσκομιζόμενο, χωρίς ημερομηνία ημερομηνία εκτύπωσης, μητρώο φορέων γενικής Κυβέρνησης ετών 2012 έως 2017), ούτε από την επικαλούμενη από την εκκαλούσα βεβαίωση του άρθρου 26 του ν. 4257/2014 περί επειγουσών ρυθμίσεων αρμοδιότητας του Υπ. Εσωτερικών (Ο.Τ.Α., Δημοτικοί Υπάλληλοι, μισθώσεις κλπ.), που αφορά στη δημιουργία μητρώου επιχειρήσεων των Δήμων και          των περιφερειών, που περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τη σύσταση και                 τη λειτουργία τους και η οποία (βεβαίωση) συνυποβάλλεται από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση στην οικεία Δ.Ο.Υ., μαζί με τη φορολογική         δήλωση της κάθε δημοτικής και περιφερειακής επιχείρησης. Σύμφωνα δε        με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού (σελ. 8 στον ιστότοπο www.hellenicparliament.gr) σκοπός της διάταξης είναι η αντιμετώπιση της πολυδιάσπασης της νομοθεσίας και η πρόβλεψη κυρώσεων, όπως η             μη συμμετοχή της επιχείρησης σε δημόσιο διαγωνισμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του,           έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.

VΙ.  Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης η εκκαλούσα, επαναφέροντας το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, ισχυρίζεται ότι, η υπό κρίση επιταγή προς εκτέλεση πρέπει ν’ ακυρωθεί, λόγω παραβίασης της διάταξης του άρθρου 19 §1 του α.ν. 1715/1951, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., διότι η σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο τη διαταγή πληρωμής …./2017  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε με βάση την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση 351/2017 του Δικαστηρίου τούτου, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση, η οποία αναστέλλει την εκτέλεση. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο διάδικος που πέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση κατά του Δημοσίου ή Ο.Τ.Α., μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου δικαστηρίου. Στην περίπτωση δε αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του α.ν. 1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του α.ν. 1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις (ad hoc Α.Π. 369/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε  τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.

VΙΙ.  Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα, επαναφέροντας        το  λόγο ανακοπής, που περιλαμβανόταν στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένα επιδικάστηκαν σε βάρος της οι τόκοι υπερημερίας που αφορούν στους ιδιώτες, διότι έπρεπε να επιδικαστούν      τόκοι 6%, όπως στο δημόσιο, εφόσον υπάγεται στους φορείς της γενικής κυβέρνησης, αλλά και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 §3 του ν. 3463/2006 (Κ.Δ.Κ.), που αφορά σε όλα τα νομικά πρόσωπα των Ο.Τ.Α. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού η επιδίκαση αυτή των τόκων στηρίζεται στο δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση 351/2017 του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 933 §4 του Κ.Πολ.Δ.), με βάση την οποία εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος (διαταγή πληρωμής …../2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), σύμφωνα με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η εναγόμενη – εδώ εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες – εδώ εφεσίβλητους τα ειδικά αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι σύμφωνα με την §3 του άρθρου 276 του ν. 3463/2006, ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου, μόνο για οφειλές των Ο.Τ.Α. και όχι και για τα λοιπά νομικά πρόσωπα που ορίζονται στην §1 εδ. γ´ του ίδιου άρθρου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της      έφεσης.

VΙΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 69    §1, 68 §§1, 2, 66, 65, 63 §1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183          και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 20.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 έφεση της εκκαλούσας, κατά της οριστικής απόφασης 2748/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.  Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων  των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει για τους τέσσερις πρώτους εφεσίβλητους στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και για τον πέμπτο εφεσίβλητο στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ