Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 406/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Οφείλεται διαφορετική αμοιβή στο δικηγόρο για έτερη αγωγή, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο συνταχθέν εργολαβικό δίκης, μεταξύ αυτού και των εντολέων του, έστω κι αν αφορά στο ίδιο ακίνητο. Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει την νόμιμη αμοιβή του, δεν ασκείται καταχρηστικά.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    406 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ. Λ.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2151/7-5-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, καθώς αφορά διαφορά που απορρέει από αμοιβή δικηγόρου (άρθρα 591, 614 παρ.5, 622Α ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1,2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην πρώτη εκκαλούσα, στις 15-5-2018, (βλ.  υπ΄αρ. …. /15-5-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……) και η έφεση ασκήθηκε στις 14-6-2018, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης, δηλ. εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, ενώ ως προς τις λοιπές δυο εκκαλούσες, δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση δε αυτής (7-5-2018) έως την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (παρ.2 άρθρου 518 ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

 

Κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.Α.Π. 17/1995, Ολ. Α.Π. 62/1990, Α.Π 1321/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 62/1990, ο.π, ΑΠ 1321/2014, οπ, ΑΠ 321/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην από 23-1-2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …./2017 αγωγή της, (κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της και όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωσή της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), ότι, δυνάμει προφορικής εντολής, που της χορηγήθηκε από τις εναγόμενες στις αρχές Μαρτίου 2013, ανέλαβε να εκπροσωπήσει τις τελευταίες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ……./2012 αγωγής του ……….., κατ΄αυτών, η οποία αφορούσε στην προβολή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί του αναφερόμενου στην αγωγή ακινήτου. Ότι, ενημέρωσε τις εναγόμενες για το ύψος της νόμιμης αμοιβής της, όπως αυτή καθοριζόταν από τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, ανερχόμενη σε ποσοστό 2% επί της πραγματικής αξίας του ακινήτου,          πλέον προσαύξησης 5% για κάθε μία πέραν της μιας εντολέως.  Ότι, αν και η ενάγουσα κατέθεσε νομότυπα προτάσεις και προσθήκη – αντίκρουση προς απόρριψη της ως άνω στρεφομένης εναντίον των εναγόμενων αγωγής, καθώς επίσης παραστάθηκε για λογαριασμό τους κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο μάλιστα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3923/2013 απόφασής του, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή και επιδίκασε υπέρ των εναγόμενων δικαστική δαπάνη ποσού 10.000 ευρώ, εντούτοις οι εναγόμενες αρνούνται να της καταβάλουν, παρά τις οχλήσεις της,  το σύνολο της δικηγορικής της αμοιβής. Ότι η αμοιβή αυτή ανέρχεται στο ποσό των {10.000 ευρώ (2% επί της πραγματικής αξίας του επίδικου ακινήτου, που ανέρχονταν κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης, σε 500.000 ευρώ) + 1.000 ευρώ (προσαύξηση 5% για κάθε μία περαιτέρω της µιας εντολέως) + 16,50 ευρώ (παράσταση στο ακροατήριο κατά το άρθρο 109 του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι 40 µεταλλικές δραχµές Χ 140 µονάδες, σύµφωνα µε την υπ’ αρ. 12398/9-2-1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης = 5.600 δραχµές (δηλ. 16,50 ευρώ) =} 11.016,50 ευρώ, συν ΦΠΑ 24%. Ότι, εκ του ως άνω ποσού, οι εναγόμενες της έχουν καταβάλει, µόνο το ποσό των 726 ευρώ, καθώς και τον αναλογούντα σε αυτό ΦΠΑ (166,98 ευρώ), οπότε της οφείλουν το υπόλοιπο ποσό των 10.290,50 ευρώ (11.016,50 – 726 ευρώ) ως αµοιβή πλέον του ποσού του Φ.Π.Α ύψους 2.469,72 ευρώ  (10.290,50 Χ 24%) και συνολικά 12.760,22 ευρώ. Ζητούσε δε ακολούθως, η ενάγουσα, να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, η κάθε μία εις ολόκληρο, να της καταβάλουν το ως άνω ποσό των 12.760,22 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 2151/2018), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού ορθώς έκρινε την αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της, και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής τόκων όσον αφορά στο ποσό του ΦΠΑ, από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι, ναι μεν έχει δικαίωμα η ενάγουσα δικηγόρος να ζητήσει την καταβολή του αναλογούντος στην αµοιβή της ΦΠΑ και προ της είσπραξης αυτής και της έκδοσης του σχετικού παραστατικού, αλλά τόκος επί του ποσού αυτού, οφείλεται από την ηµέρα που θα εκδοθεί η σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών και θα παραδοθεί στις εναγόµενες (Εφ.Πατρ. 124/2017, ΕφΑθ 3183/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως προς αυτό δε το κεφάλαιο της, η εκκαλουμένη, δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση. Στη συνέχεια, το ως άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τις εναγόμενες, την κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 10.290,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 2.469,72 ευρώ .

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενες – εκκαλούσες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου τους.

 

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των µαρτύρων των διαδίκων, (ενός από κάθε πλευρά), που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά.

Δυνάµει του από 19-7-2006 ιδιωτικού συµφωνητικού – εργολαβικού δίκης, οι εναγόµενες παρείχαν προς την ενάγουσα – δικηγόρο Πειραιώς, την εντολή να αναλάβει, σχετικά µε οικόπεδο της ιδιοκτησίας τους, το οποίο βρίσκεται στο Διόνυσο, επί της συµβολής των οδών …………, (εμβαδού 1.600 τ.μ κατά τον τίτλο κτήσης, κατά νεότερη δε καταμέτρηση, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον αγρονόμο τοπογράφο μηχανικό …….., 1527,40 τ.μ, σύμφωνα και με το συνταχθέν από Απριλίου 2006 τοπογραφικό του ως άνω μηχανικού, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο υπ’ αρ. …./1962 συµβόλαιο του συµβολαιογράφου Πειραιώς ……., ήτοι τα µε αριθµούς .. και … οικόπεδα του ….  Ο.Τ), το οποίο είχε περιέλθει σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην δικαιοπάροχό τους …….: «Α. τον έλεγχο στο αρµόδιο υποθηκοφυλακείο και Β. την άσκηση αγωγής κυριότητας κατά των ………, καθώς και κατά των τυχόν ειδικών ή καθολικών διαδόχων αυτών, και την εκδίκασή τους σε κάθε δικαστικό βαθµό µέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης µε την οποία θα αναγνωρίζεται το δικαίωµα της συγκυριότητας των εναγοµένων επί του ½  εξ αδιαιρέτου του άνω ακινήτου και κατ’ ισοµοιρία», έναντι αµοιβής που ορίζεται περαιτέρω στο ως άνω συµφωνητικό.

Πράγματι η ενάγουσα, προς εκτέλεση της ως άνω εντολής, συνέταξε και άσκησε ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την υπ’ αρ. κατάθεσης …./12159/2007 αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των νυν εναγόμενων κατά των ………,  για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιµος η 6η-2-2009, ενώ πριν από αυτήν (η ενάγουσα) είχε συντάξει και καταθέσει και άλλες δύο αγωγές κατά των ως άνω προσώπων στο ίδιο δικαστήριο, µε αρ. κατάθεσης ……./2007 και ……./2007, οι οποίες, όµως, είχαν τυπικές παραλείψεις. Ακολούθως, ο ……. άσκησε σε βάρος των εναγόμενων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 3-2-2009 και υπ’ αρ. κατάθεσης ……./2009 αντίθετη αγωγή του (αναγνωριστική κυριότητας). Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα, κατέθεσε στις 6-3-2009, ενώπιον πλέον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών νέα αγωγή,  (µε αρ. κατάθεσης ……/2009), µε όμοιο, με την ανωτέρω αναφερθείσα αγωγή, περιεχόµενο, εκτός από την αξία του ακινήτου, µε την οποία παραιτήθηκε από τις ως άνω αγωγές ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου, έτσι ώστε να συνεδικαστεί αυτή με την αντίθετη παραπάνω αγωγή του ………. και να επέλθει ενιαία κρίση της διαφοράς. Για τις δύο αυτές αντίθετες αγωγές, ορίστηκε αρχικά δικάσιµος, η 6η-10-2009, κατά την οποία µαταιώθηκε η συζήτησή τους και επαναφέρθηκαν µε κλήσεις για τις 23-3-2010 και, μετά από αναβολή, για τις 22-2-2011, οπότε και συζητήθηκαν. Εκδόθηκε δε επ΄ αυτών,  η υπ’ αρ. 3746/19-7-2011 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, µε την οποία έγινε δεκτή η προαναφερθείσα αγωγή των νυν εναγόμενων και απορρίφθηκε η αγωγή του αντιδίκου τους ……… Στις 25-2-2010, ήτοι σε χρόνο µετά την επαναφορά µε κλήση προς συζήτηση των ως άνω αγωγών και πριν την συζήτησή τους στον πρώτο βαθµό, οι διάδικοι συνέταξαν νέο συµφωνητικό – εργολαβικό δίκης, µε το οποίο καταργήθηκε το από 19-7-2006 συµφωνητικό και στο οποίο περιλαµβάνονται οι ίδιες εντολές προς την ενάγουσα, ενώ αναπροσαρµόσθηκε η αµοιβή της, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο συµφωνητικό αυτό και προσδιορίστηκε η αξία του επίδικου ακινήτου στο ποσό των 500.000 ευρώ. Μετά από την σύνταξη του νέου ιδιωτικού συµφωνητικού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, συζητήθηκαν οι αγωγές και εκδόθηκε η υπ’ αρ. 3746/2011 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, ο …… άσκησε, κατά της ως άνω απόφασης, την από 22-12-2011 έφεσή του, που συζητήθηκε στις 10-1-2013 και  η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 1533/29-3-2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την εφετειακή αυτή απόφαση πρόσβαλε ο ανωτέρω αντίδικος των εναγόμενων, με την από 7-10-2013 αίτηση αναίρεσης, η οποία συζητήθηκε στις 4-3-2015 και απορρίφθηκε, επίσης, με την υπ΄αρ. 308/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στις 27-7-2013, δηλ. κατά το χρόνο που είχε ήδη εκδοθεί η ως άνω εφετειακή απόφαση και πριν την άσκηση της αναίρεσης, οι διάδικοι προέβησαν σε αλλαγή – διόρθωση, μόνο όσον αφορά στην ηµεροµηνία (από 25-2-2010 σε 27-7-2013) του παραπάνω συμφωνητικού – εργολαβικού δίκης και µάλιστα η διόρθωση αυτή έγινε επί του ίδιου ακριβώς εγγράφου µε παραποµπή στο περιθώριο αυτού, την οποία υπέγραψαν οι διάδικοι.

Περαιτέρω, ο αντίδικος των νυν εναγόμενων …., πριν ακόμη περατωθεί αμετάκλητα η προαναφερθείσα υπόθεση σχετικά με την οποία υπεγράφησαν τα προαναφερθέντα ιδιωτικά συµφωνητικά – εργολαβικά δίκης, και  συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα που εκκρεμούσε η από 22-12-2011 έφεσή του κατά της υπ’ αρ. 3746/2011 απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άσκησε εις βάρος των εναγόμενων, ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έτερη αγωγή και δη την από 30-5-2012 και µε αριθµό κατάθεσης ……../2012 διεκδικητική κυριότητας, που αφορούσε το ίδιο ακίνητο. Την εκπροσώπηση των νυν εναγόμενων και εναγόμενων και στην ως άνω ασκηθείσα εναντίον τους διεκδικητική κυριότητας αγωγή, ανέλαβε, επίσης, η ενάγουσα, κατόπιν συμφωνίας με αυτούς, διενεργώντας όλες τις απαραίτητες κι ενδεδειγμένες ενέργειες, ως πληρεξούσια δικηγόρος τους, ήτοι τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων και προσθήκης – αντίκρουσης, παράσταση στο δικαστήριο κλπ. Επί της αγωγής δε αυτής εκδόθηκε ευνοϊκή και πάλι για τα συμφέροντα των εναγόμενων – εντολέων τότε της ενάγουσας, απόφαση και συγκεκριμένα η υπ΄αρ. 3923/2013 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  η οποία απέρριψε την εν λόγω αγωγή του ….… και επιδίκασε υπέρ των εναγοµένων δικαστική δαπάνη ποσού 10.000 ευρώ, η οποία εισπράχθηκε για λογαριασμό τους από την ενάγουσα και αποδόθηκε σε αυτούς, όπως συνομολογείται, από τους διαδίκους, ενώ κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε έφεση. Η εντολή στην ενάγουσα από τους εναγόμενους, για την εκπροσώπησή τους στην ανοιγείσα με την παραπάνω δεύτερη αγωγή (διεκδικητική κυριότητας) του αντιδίκου τους δίκη, δόθηκε σε αυτήν προφορικά, χωρίς να συνταχθεί συμφωνητικό ή εργολαβικό δίκης, που να συμφωνείται η αμοιβή της σχετικά με τη συγκεκριμένη αγωγή, οπότε η αμοιβή της ενάγουσας για τις νομικές ενέργειές της ως δικηγόρου σχετικά με την επίμαχη αγωγή, είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη από τον κώδικα περί δικηγόρων.

Οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως και τον ισχυρισμό τους αυτόν επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ότι η αμοιβή της ενάγουσας ως πληρεξούσιας δικηγόρου τους προς αντίκρουση της ανωτέρω ασκηθείσας κατ΄αυτών αγωγής  (με αρ. κατάθεσης ………./2012), περιλαμβάνεται στα συμφωνηθέντα με τα ως άνω εργολαβικά δίκης , αφού αντικείμενο και της ανοιγείσας, με την δεύτερη αυτή αγωγή του αντιδίκου τους, δίκης, είναι το ίδιο ακίνητο, και ουσιαστικά απώτερος σκοπός τους ήταν η αναγνώριση της κυριότητάς τους σε αυτό, πράγμα που βέβαια είχε άμεση σχέση με την αποδοχή ή απόρριψη και της ως άνω αγωγής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός των εναγόμενων – εκκαλούντων δεν ευσταθεί, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένου του παραπάνω λόγου της έφεσης ως αβάσιμου, διότι, μόνο το γεγονός ότι οι δύο αγωγές αφορούσαν το ίδιο ακίνητο, δεν συνεπάγεται ότι η ενάγουσα θα λάμβανε μία ενιαία αμοιβή και δή αυτή που συμφωνήθηκε με το προαναφερθέν εργολαβικό, όσες αγωγές κι αν ασκούσε ο αντίδικος των εντολέων της και για όσες ενέργειες αυτή θα πραγματοποιούσε στα πλαίσια των καθηκόντων της ως πληρεξούσιας δικηγόρου τους. Από τα αναφερόμενα δε στο προαναφερθέν εργολαβικό, δεν συνάγεται κάτι τέτοιο. Συγκεκριμένα αναγράφεται σε αυτό ότι παρέχεται στην ενάγουσα εντολή για  « … Β. την άσκηση αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας κατά των ……….., καθώς και κατά των τυχόν ειδικών ή καθολικών διαδόχων αυτών, και την εκδίκασή τους σε κάθε δικαστικό βαθµό µέχρι την έκδοση αµετάκλητης δικαστικής απόφασης … », δηλ. η εντολή αφορούσε στην από 6-3-2009 και µε αρ. κατάθεσης ……../2009 αγωγή των νυν εναγόμενων ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας, κατά το χρόνο άσκησης της από 30-5-2012 και µε αρ. κατάθεσης ……./2012 νέας αγωγής του ………, είχε ήδη εκδοθεί η υπ’ αρ. 3746/2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου και εκκρεµούσε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η από 22-12-2011 έφεσή του, επί της οποίας κατά το χρόνο εκδίκασης της ως άνω νέας αγωγής, είχε ήδη εκδοθεί και η υπ’ αρ. 1533/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που την απέρριψε. Άλλωστε, η δεύτερη αγωγή μπορεί να αφορούσε το ίδιο ακίνητο, αλλά είχε άλλη νομική και ιστορική αιτία από αυτήν της αγωγής των εναγόμενων στην οποία  αφορούσε το εργολαβικό. Ειδικότερα στην τελευταία, οι εναγόμενοι επικαλούνταν, κτήση κυριότητας με παράγωγο τρόπο, επικουρικά δε με πρωτότυπο, ενώ η επίμαχη αγωγή του ……… είχε ως βάση την κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου, εκ μέρους του, δυνάμει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας. Ανεξάρτητα του ότι το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αυτή λόγω δεδικασμένου, πηγάζοντος από την αναφερθείσα παραπάνω, υπ΄αρ. 1533/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, όπως αναφέρουν οι εκκαλούσες για να ενισχύσουν τον ισχυρισμό τους, η ενάγουσα χρειάστηκε να αντικρούσει μια αγωγή με διαφορετική βάση. Κατά της ως άνω απορριπτικής δε λόγω δεδικασμένου, απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον ως άνω αντίδικο των εναγόμενων, η συζήτηση της οποίας δεν έχει επισπευσθεί μέχρι σήμερα. Εξάλλου, όταν συντάχθηκε το προαναφερθέν από 27-7-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό – εργολαβικό δίκης, στο οποίο ουσιαστικά, κατά τα προεκτεθέντα, άλλαξε η ημερομηνία από το αρχικό της 19ης-7-2006, είχε ήδη ασκηθεί η δεύτερη αγωγή του …….. κατά των εναγόμενων, οπότε θα μπορούσε αυτή να περιληφθεί ρητά στο εργολαβικό, αν κάτι τέτοιο επιθυμούσαν τα μέρη. Επίσης, στην από 1-11-2016 «εξώδικη απάντηση – διαµαρτυρία- πρόσκληση – δήλωση», που απέστειλε η δεύτερη των εναγόμενων, προς την ενάγουσα και επιδόθηκε στην τελευταία στις 2-11-2016, σε απάντηση της προηγηθείσης από 12-10-2016 «εξώδικης πρόσκλησης γνωστοποίησης µε επιφύλαξη παντός δικαιώµατος», που είχε αποστείλει η ενάγουσα, σχετικά με τις αιτούµενες, µε την κρινόμενη αγωγή, αξιώσεις της, η ίδια (δεύτερη των εναγόμενων), κάνει σαφή διαχωρισμό των δύο προαναφερθέντων υποθέσεων. Πιο συγκεκριμένα δε, σχετικά µε την ανοιγείσα µε την από 6-3-2009 και µε αρ. κατάθεσης ……../2009 αγωγή των νυν εναγόμενων, δίκη, αναφέρει ότι «Επειδή η αµοιβή σας, ως προς την αναγνωριστική αγωγή συµφωνήθηκε µεταξύ µας µε εργολαβικό δίκης και για το ύψος της οποίας εκκρεµεί κατά τα ανωτέρω αγωγή σας … » (ενν. την υπ΄αρ. καταθεσης ……/2016), ενώ σχετικά µε την ανοιγείσα µε την από 30-5-2012 και µε αρ. κατάθεσης …../2012 αγωγή του ………, δίκη, ότι «Επειδή για την καταψηφιστική αγωγή η συµφωνία µας ήταν να λαµβάνετε ως αµοιβή σας, τα γραµµάτια προείσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου…». Οπότε, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες- εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ότι δηλ. δεν θα μπορούσαν να διαχωρίζουν τις δύο αυτές αγωγές, προσφέροντας για την πρώτη, την αναγνωριστική αμοιβή στην ενάγουσα 10% της αξίας του ακινήτου και για τη δεύτερη, τη διεκδικητική του αντιδίκου τους, μόνο τα γραμμάτια του Δ.Σ, διαψεύδονται από τα ίδια τα αναφερόμενα στο ως άνω εξώδικη απάντηση της δεύτερης εξ αυτών σε συνδυασμό βέβαια και με τα όσα αναγράφονται στο ανωτέρω συμφωνητικό και όσα προαναφέρθηκαν.

Ας σημειωθεί δε, ότι το εν λόγω εργολαβικό δίκης μεταξύ των διαδίκων, κρίθηκε άκυρο, δυνάμει της υπ΄αρ. 4397/2-10-2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (η έκδοση της οποίας εκκρεμούσε κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), που απέρριψε την υπ΄αρ. κατάθεσης ………/2016 αγωγή της ενάγουσας με την οποία ζητούσε την καταβολή της αμοιβής της για την, στο εργολαβικό, αναφερόμενη υπόθεση και με βάση αυτό. Η ως άνω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, οπότε η ενάγουσα άσκησε εκ νέου την με αρ. κατάθεσης …../2018 αγωγή της, με την οποία πλέον ζητεί την επιδίκαση της ελάχιστης νόμιμης αμοιβής της για την εκπροσώπηση των εναγόμενων και στην υπόθεση που της είχαν αναθέσει με το παραπάνω συμφωνητικό. Τέλος, δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την σχετική ένστασή των εναγόμενων δεν έσφαλε, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι τελευταίες με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους. Ειδικότερα, το ότι η ενάγουσα ζήτησε την αμοιβή της για την επίμαχη υπόθεση για πρώτη φορά εγγράφως με την από 12-10-2016 εξώδικη πρόσκλησή της προς τις εναγόμενες,  δεν καθιστά, άνευ ετέρου, καταχρηστική την άσκηση του νόμιμου δικαιώματός της να αξιώσει την αμοιβή της, αφού δεν συνάγεται από κανένα στοιχείο ότι αυτή αδράνησε, πολύ δε περισσότερο, δεν μπορεί  να θεωρηθεί, ότι οι ενέργειές της, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά των εναγόμενων, δημιούργησαν σε αυτές την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει. Ακόμη, ο ισχυρισμός των εναγόμενων, ότι οι συμφωνίες εντολής που συνήψαν με την ενάγουσα ήταν μόνο έγγραφες, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματός της, πέραν του ότι, όπως αναφέρει η ενάγουσα, είχε προβεί και σε άλλες ενέργειες ως δικηγόρος των εναγόμενων, όπως π.χ στην εκπροσώπησή τους σε ποινικά δικαστήρια, που είχαν ανακύψει από την αντιδικία τους σχετικά με το εν λόγω ακίνητο (βλ. υπ΄αρ. 7314/2014 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, όπου είχε παρασταθεί ως συνήγορος της τότε πολιτικώς ενάγουσας -ήδη πρώτης εκκαλούσας – εναγόμενης), για τα οποία δεν είχε συναφθεί έγγραφη συμφωνία ή εργολαβικό δίκης, αλλά ελάμβανε τη συμφωνηθείσα προφορικά με αυτούς αμοιβή της. Εξάλλου, ούτε η επικαλούμενη, από τις εναγόμενες (προς ενίσχυση του, μη αποδειχθέντος κατά τα ανωτέρω, ισχυρισμού τους, ότι κι η επίμαχη αγωγή περιλαμβάνονταν στο εργολαβικό δίκης), αδυναμία καταβολής της αμοιβής της ενάγουσας, αρκεί για να θεμελιώσει καταχρηστική άσκηση δικαιώματός εκ μέρους της, δεδομένου μάλιστα ότι, αυτές, αφενός μεν διέθεταν κι άλλα περιουσιακά στοιχεία, που πώλησαν με υψηλό τίμημα (βλ. ενδεικτικά από 28-12-2000 περίληψη μεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο Μαραθώνος του υπ΄αρ. …../2000 συμβολαίου πώλησης ακινήτου από τις εναγόμενες, αξίας 35.332.000 δραχμών), αφετέρου δε, έλαβαν το ποσό των 10.000 ευρώ, που τους επιδικάστηκε ως δικαστική δαπάνη, όπως προεκτέθηκε, ενόψει της νίκης τους στην ως άνω αγωγή, την οποία χειρίστηκε η ενάγουσα. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σε εκτέλεση της ως άνω νέας, προφορικώς χορηγηθείσας εντολής, η ενάγουσα κατέθεσε νόμιμα και εµπρόθεσμα προτάσεις και προσθήκη – αντίκρουση προς απόρριψη της επίμαχης, στρεφοµένης εναντίον των εναγόμενων, από 30-5-2012 και με αρ. καταθεσης ……/2012 αγωγής του ……. αγωγής, παραστάθηκε δε για λογαριασµό τους κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δυνάµει της υπ’ αρ. 3923/2013 απόφασής του, απέρριψε την  αγωγή αυτή και επιδίκασε υπέρ των εναγόμενων την προαναφερθείσα δικαστική δαπάνη. Σύµφωνα δε µε τις εφαρµοζόµενες, στην προκειμένη περίπτωση διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), που ίσχυε, κατά τον ως άνω χρόνο ανάθεσης της εντολής και παροχής των αντίστοιχων υπηρεσιών, πριν την κατάργησή του µε το Ν.4194/2013, ισχύοντος µετά την 27-9-2013 (ΦΕΚ Α’ 208/27-9-2013), η δικηγορική αµοιβή της ενάγουσας για τις τελευταίες, ανέρχεται σε 2% επί της πραγµατικής αξίας του επίδικου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης, σύµφωνα µε τα άρθρα 100 παρ. 1 και 107 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι 2% Χ 500.000 ευρώ = 10.000 ευρώ + 1.000 ευρώ (προσαύξηση 5% για κάθε μία πέραν της πρώτης εντολέως, σύµφωνα µε το άρθρο 167 του Κώδικα Δικηγόρων) + 16,50 ευρώ (παράσταση στο ακροατήριο, κατά  το άρθρο 109 του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι 40 µεταλλικές δραχµές Χ 140 µονάδες (βλ.υπ’ αρ. 12398/9-2-1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης), ήτοι 5.600 δραχµές (16.50 ευρώ) και συνολικά 11.016,50 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%. Ο ισχυρισμός δε των εναγόμενων ότι η ενάγουσα εσφαλµένα και καταχρηστικά υπολογίζει για τον καθορισµό της δικηγορικής της αµοιβής την εµπορική αξία του ακινήτου σε 500.000 ευρώ, ενώ αυτή έχει μειωθεί σημαντικά εξαιτίας της επελθούσης, εν τω μεταξύ, οικονομικής κρίσης, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς η μεταγενέστερη αύξηση ή µείωση της πραγµατικής αξίας του αντικειµένου της διαφοράς, δεν λαµβάνεται υπόψη για τον καθορισµό της ποσοστιαίας αµοιβής του δικηγόρου για τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της δίκης (ΑΠ 16/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκτός αυτού, όπως ορθά αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο α) η αξία του ακινήτου υπολογίζεται στο ως άνω ποσό (των 500.000 ευρώ) στην επίμαχη (υπ΄αρ. κατάθεσης ……/2012) αγωγή του ….., χωρίς οι εναγόµενες να έχουν αµφισβητήσει, με τις προτάσεις τους,  την αξία αυτή, Η δε δικαστική δαπάνη των 10.000 ευρώ, που επιδικάσθηκε στις εναγόμενες με την ως άνω υπ΄αρ. 3923/2013 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της αγωγής αυτής, υπολογίστηκε µε βάση την παραπάνω αξία του ακινήτου, (500.000 ευρώ Χ 2% = 10.000 ευρώ). Εξάλλου, κι από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα αγγελίες προσφερόμενων προς πώληση οικοπέδων στην περιοχή που βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο, οι οποίες δημοσιεύθηκαν, σε σχετικές ιστοσελίδες, κατά τα έτη 2015-2016, οι τιμές πώλησης ανάλογων ακινήτων κυμαίνονται στα επίπεδα αυτά.  Έναντι του ως άνω οφειλόµενου ποσού της δικηγορικής αµοιβής της ενάγουσας, οι εναγόµενες της έχουν καταβάλει µόνο το ποσό των 726 ευρώ πλέον ΦΠΑ ποσού 166,98 ευρώ, έτσι όπως αυτό προκύπτει από την προσκοµιζόµενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …../25-4-2013 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, ήτοι συνολικά της έχουν καταβάλει το ποσό των 892,98 ευρώ και, συνεπώς, της οφείλουν για την ανωτέρω αιτία, ως αμοιβή, το ποσό των 10.290,50 ευρώ (11.016,50 – 726), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 2.469,72 ευρώ (ως αναλογούντα ΦΠΑ 24%).

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφαση του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο  και εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα, αβασίμως, υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με την ένδικη έφεσή τους. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, και για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση στις εκκαλούσες, του προβλεπόμενου, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, που οι τελευταίες κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσής τους, παρά την ήττα τους, καθώς αυτό καταβλήθηκε εκ του περισσού, διότι οι  διαφορές που απορρέουν από αμοιβές δικηγόρων, όπως η ένδικη, (άρθρο 614 παρ.5 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ.στ ΚΠολΔ, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 791/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεσή κατά της υπ΄αρ. 2151/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (διαφορές από αμοιβές).       

Δέχεται τυπικά την έφεση .

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης στις, καταθέσασες αυτό, εκκαλούσες.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 11 Ιουλίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ