Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 410/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Ανακοπή κατά επιταγής προς εκτέλεση. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ως λόγος ανακοπής.

 

Αριθμός Απόφασης:     410      /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα K.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 237/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός δυο ετών από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι κάνεις από τους διαδίκους επικαλείται ούτε αποδεικνύεται από τη δικογραφία ότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (e- Παράβολο με κωδικό …….., το ποσό του οποίου καταβλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς), το οποίο επισυνάπτεται στην από 21/2/2018 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, στην από 17/7/2017 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησε την ακύρωση της από 11/7/2017 επιταγής προς εκτέλεση που του επιδόθηκε την 12/7/2017 παρά πόδας αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. 861/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στους καθ’ ων η ανακοπή επισπεύδοντες, ήδη εφεσίβλητους, το συνολικό ποσό των 2.066,40 ευρώ πλέον τόκων, επειδή οι τελευταίοι καταχρηστικά επέσπευσαν σε βάρος του τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τους ειδικότερους εκτεθέντες στην ανακοπή του λόγους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση του δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 893/2008 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1202/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 535/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 91/2011 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 1603/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 44, 143).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι καθ’ ων είναι σύζυγος και τέκνα και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος το έτος 1994 . ….., αδελφός του οποίου είναι ο ανακόπτων. Οι καθ’ ων αποδέχθηκαν την κληρονομία και απέκτησαν τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που ανήκουν στην κληρονομιαία περιουσία, των οποίων συγκύριος κατά το υπόλοιπό ποσοστό 6/8 εξ αδιαιρέτου είναι ο ανακόπτων. Με την από 21/10/1996 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../1996 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στρεφόμενη κατά του ανακόπτοντος, οι καθ’ ων ζήτησαν τη διανομή, μεταξύ αυτών και του ανακόπτοντος, των περιγραφόμενων στην αγωγή κοινών οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων πολυκατοικίας ευρισκόμενης στην περιοχή «…» Αγίου Νικολάου Αττικής, στην οδό ……., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3357/1997 μη οριστική απόφαση για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν της από 21/6/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 κλήσης του ο ανακόπτων (τότε εναγόμενος) επανάφερε την αγωγή για συζήτηση και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 861/26.1.2016 ήδη τελεσίδικη απόφαση, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο διέταξε την αυτούσια διανομή των οριζόντιων ιδιοκτησιών, υποχρέωσε τους καθ’ ων (τότε ενάγοντες) να καταβάλουν στον ανακόπτοντα το ποσό των 752,10 ευρώ προς εξίσωση των μεριδίων τους και καταδίκασε τον ανακόπτοντα να καταβάλει στους ενάγοντες ως δικαστικά έξοδα το συνολικό ποσό των 1.409,40 ευρώ. Την 15/7/2016 οι καθ’ ων επέδωσαν την απόφαση αυτή στον ανακόπτοντα (υπ’ αριθμ. …./15.7.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), ο οποίος τους απεύθυνε την από 13/9/2016 εξώδικη γνωστοποίηση – δήλωση και πρόσκληση, η οποία τους επιδόθηκε την 19/9/2016 (υπ’ αριθμ. ……../19.9.2016 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα: «Στις 19.7.2016 μου επιδώσατε την υπ’ αρ. 861/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε μετά από Κλήση μου από 21.6.2015. Με την απόφαση αυτή διατάσσεται η διανομή των κοινών διαμερισμάτων της πολυκατοικίας ….. Αθήνα, που βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο Αττικής, περιοχή …., στα οποία είμαστε συνιδιοκτήτες. Παρακαλώ υποδείξτε μου λογαριασμό ή λογαριασμούς σας, για να σας εμβάσω την διαφορά που σας οφείλω με βάση την απόφαση αυτή (συμμετοχή μου στα δικαστικά έξοδα 1.409,40 μείον συμμετοχή σας 752,10 προς εξίσωση των μεριδίων), ώστε να προχωρήσει η διανομή. Την καταβολή αυτή θα την κάνω χωρίς κανένα συμψηφισμό με δικές σας οφειλές από άλλες δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να μου καταβάλλετε και εσείς στο ακέραιο». Παρά όμως το γεγονός ότι ο ανακόπτων με την ως άνω δήλωσή του κάλεσε τους καθ’ ων να συμπράξουν στην εκπλήρωση της παροχής του, την οποία ουδέποτε αρνήθηκε, οι τελευταίοι ουδέν απάντησαν, αλλά μετά την πάροδο περίπου 10 μηνών και συγκεκριμένα την 12/7/2017, του επέδωσαν την από 11/7/2017 παρά πόδας του εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αντιγράφου της υπ’ αριθμ. 861/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλει στους καθ’ ων το πιο πάνω ποσό, πλέον του ποσού των 1.409,40 ευρώ ως έξοδα για την έκδοση του επιδοθέντος αντιγράφου της επιταγής, για την έκδοση απογράφου, για την παραγγελία προς επίδοση και για την επίδοση της επιταγής και συνολικά το ποσό των 2.066,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επιταγής έως την εξόφληση. Η επίδοση όμως της επιταγής προς εκτέλεση και η με βάση αυτής επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος είναι καταχρηστική ως υπερβαίνουσα των ορίων του άρθρου 281του ΑΚ, διότι κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, οι καθ’ ων αντί να γνωστοποιήσουν στον ανακόπτοντα τραπεζικό ή τραπεζικούς λογαριασμούς, ώστε ο τελευταίος να καταθέσει το ποσό των 657,30 ευρώ, που είναι το ποσό που πραγματικά τους οφείλει και οι καθ’ ων τον επιτάσσουν να τους καταβάλει με την επίδικη επιταγή προς πληρωμή, επέσπευσαν σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχουν ουσιαστικά συμφέρον από αυτή, καθώς ο ανακόπτων ήδη είχε πραγματικά και προσηκόντως προσφέρει την παροχή του σε αυτούς, με συνέπεια ο τελευταίος να επιβαρύνεται με το επιπλέον ποσό των 1.409,40 ευρώ ως δικαστικά έξοδα έκδοσης, επίδοσης κ.λ.π. της επιταγής και τόκων υπερημερίας. Συνεπώς η καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς των καθ’ ων δεν συνίσταται στην αδράνειά τους να ασκήσουν το δικονομικό δικαίωμα τους για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος, όπως ισχυρίζονται οι καθ’ ων και αποδέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ούτε στην απόφαση του να αξιώσουν την είσπραξη της απαίτησής τους, αλλά στο γεγονός ότι ενέργησαν έτσι αποκλειστικά και μόνο για να επιβαρύνουν τον ανακόπτοντα με επιπλέον δικαστικά έξοδα και με τόκους υπερημερίας, ενώ ευχερώς θα μπορούσαν να είχαν εισπράξει το πιο πάνω προσφερθέν από το ανακόπτοντα ποσό με μόνη την γνωστοποίηση του τρόπου καταβολής του, αν δεν επιθυμούσαν την κατάθεση του σε τραπεζικό λογαριασμό, με αποτέλεσμα η με τον τρόπο αυτό ικανοποίηση της απαίτησής τους, να μην είναι ανεκτή για τον κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Ο ισχυρισμός των καθ’ ων ότι προέβησαν στην επίδοση της επίδικης επιταγής προς πληρωμή, διότι η πιο πάνω προσφορά του οφειλόμενου ποσού δεν ήταν πραγματική και προσήκουσα αλλά προσχηματική και ότι ο ανακόπτων δεν προτίθετο να καταβάλει το ποσό αυτό, διότι, αν επιθυμούσε την πραγματική εξόφληση της οφειλής του, θα πρόσφερε το οφειλόμενο ποσό σε μετρητά ή με τραπεζική επιταγή ή με την κατάθεσή του στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Από μόνο, δε, το γεγονός ότι ο ανανακόπτων επέλεξε τη μέσω τραπεζικής κατάθεσης εξόφληση της υποχρέωσής του, μέθοδος εξόφλησης χρεών που είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στην καθημερινή συναλλακτική πρακτική, δεν αποτελεί απόδειξη ότι η προσφορά του ήταν φαινομενική και ψευδής. Άλλωστε και στο παρελθόν ο ανακόπτων είχε εξοφλήσει οικονομικές υποχρεώσεις του προς τους καθ’ ων, όπως αποδεικνύεται από τις με ημερομηνία 3/8/2013 αποδείξεις πληρωμής του πρώην πληρεξούσιου δικηγόρου των καθ’ ων, …….., από τις οποίες αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος εισέπραξε από τον ανακόπτοντα, για λογαριασμό των εντολέων του, το συνολικό ποσό των 6.673,84 ευρώ ως εξόφληση επιδικασθέντων ποσών με την υπ’ αριθμ. 140/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και τα υπ’ αριθμ. …/22.6.2015 και …./31/3/2016 παραστατικά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων κατάθεσε στο λογαριασμό της πρώτης των καθ’ ων τα ποσά των 2.010,44 ευρώ και 2.078,71 ευρώ αντίστοιχα που αφορούσαν την αναλογία των καθ’ ων στα έσοδα από τη διαχείριση των τότε κοινών διαμερισμάτων στην πολυκατοικία στην οδό ……… Με δεδομένο επομένως ότι οι επιπτώσεις από τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης θα έχει δυσμενέστερες συνέπειες για τον ανακόπτοντα από αυτές που θα έχει η διακοπή της διαδικασίας για τους καθ’ ων, πρέπει, δεκτού γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου λόγου της ανακοπής που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η επιταγή προς εκτέλεση να κηρυχθεί άκυρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή και η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος δεν είναι καταχρηστική έσφαλε και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ανακόπτων – εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, παρέλκει δε η εξέταση και των λοιπών λόγων της έφεσης.

Κατόπιν αυτών πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η ανακοπή στην ουσία της να γίνει αυτή δεκτή και να ακυρωθεί η από 11/7/2017 επιταγή προς εκτέλεση. Τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ ων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, λόγω της νίκης του, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 100 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 237/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 17/7/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2017 ανακοπής.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 11/7/2017 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 861/2016 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων τη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 11 Ιουλίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ