Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 412/2019

 Αριθμός  412/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,  και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 28-7-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) έφεση των εναγόντων της από 17-6-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2013) αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της με αριθμό 2501/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί στις 31-7-2015, νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η  εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 1-7-2015 (βλ. υπ΄ αριθμ. …….΄/1-7-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..) (άρθρα 495 παρ 1 και 2, 511, 513 παρ 1 β΄, 516 παρ 1, 517 εδ α΄, 518 παρ 1 και 520 παρ 1 του ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ).

 

Κατά το άρθρο 57 του Α.Κ, όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθε ί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του Α.Κ., θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη, που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη, που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως απάτη,εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 386,361, 362 και 363 του Π.Κ.. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο αρθρ. 367 παρ. 1 του Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του, τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος, αφού οι διατάξεις των αρθρ. 361-367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικώς για την ενότητα της εννόμου τάξεως και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 2 του Π.Κ.) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 389/16).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17-6-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ιστορούσαν ότι η πρώτη από αυτούς διατηρεί επιχείρηση με έδρα τη …. Αττικής και με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας και γραφείου ερευνών και ότι στην παραπάνω επιχείρηση συνεργάζεται και ο δεύτερος των εναγόντων σύζυγός της. Ότι δυνάμει έγγραφης σύμβασης που καταρτίστηκε  μεταξύ της προαναφερόμενης επιχείρησης και της εναγομένης (ήδη εφεσίβλητης), η οποία διατηρεί ναυτιλιακή επιχείρηση με έδρα τον Πειραιά, συμφωνήθηκε η παροχή υπηρεσιών προς την τελευταία έναντι της αναφερόμενης στη σύμβαση αμοιβής. Ότι η εναγομένη, δεν ανταποκρίθηκε στις οικονομικές της υποχρεώσεις και ότι, στις 15-3-2015, επιδόθηκε στους ίδιους η με την ίδιο ημεροχρονολογία  εξώδικη δήλωσή της, στην οποία ανέγραφε, όπως το κείμενό της ενσωματώθηκε στο δικόγραφο της αγωγής, ψευδή γεγονότα και συκοφαντικά, η εναγόμενη δε, αν και γνώριζε την αναλήθειά τους, προέβη στη διάδοσή τους, με  σκοπό να πλήξει την τιμή και υπόληψή τους και ότι, εξ αιτίας της ανωτέρω παράνομης και  υπαίτιας συμπεριφοράς, προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους και υπέστησαν ηθική  βλάβη. Ζητούσαν δε με την παραπάνω αγωγή τους να υποχρεωθεί η εναγομένη, με  απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος της ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 150.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από τη προαναφερόμενη παράνομη πράξη τους, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική  τους δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού  έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 914, 919, 920, 932, 345, 346 του ΑΚ, 361, 362, 363 του ΠΚ, 907, 908, 1047 και 176 του ΚΠολΔ,  στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ ουσίαν  αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος των  εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των 3.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτή παραπονούνται με την κρινομένη έφεσή τους οι ενάγοντες,  ήδη εκκαλούντες, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και  ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα  απόδειξης και την χωρίς όρκο εξέταση της εναγομένης (ήδη εφεσίβλητης) και του δεύτερου  ενάγοντος (ήδη εκκαλούντος) στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την  εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, από τις με αριθμούς …../26-2-2015  ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου  Πειραιά ……, που δόθηκαν προς  ανταπόδειξη του ιστορικού της αγωγής μετά από νόμιμη κλήτευση  των εναγόντων με δήλωση-πρόσκληση στο ακροατήριο του  πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  στις 20-2-2015 καθώς και από τις με αριθμούς  .. και …/26-2-2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της  Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που  δόθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης κατά την ανωτέρω συζήτηση της αγωγής και απ΄ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για άμεση απόδειξη είτε για  τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (δεν λαμβάνονται υπόψη  τα έγγραφα, που προσκόμισε  ο …….., όταν έδωσε την ένορκη βεβαίωση), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (αρ. 336 παρ 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη των εκκαλούντων διατηρεί επιχείρηση με έδρα την …. Αττικής και με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας και  γραφείο ερευνών και ότι στην παραπάνω επιχείρηση συνεργάζεται και ο δεύτερος των  εκκαλούντων σύζυγός της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, δυνάμει έγγραφης σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ της προαναφερόμενης επιχείρησης και της εφεσίβλητης, η  οποία είναι  Πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας  με την επωνυμία «………», συμφωνήθηκε η παροχή υπηρεσιών προς την τελευταία έναντι της αναφερόμενης στη σύμβαση αμοιβής. Η συμβατική τους σχέση, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά και λόγω διαφωνίας των διαδίκων ως προς  τις οικονομικές τους δοσοληψίες όταν οι εδώ ενάγοντες –εκκαλούντες ζήτησαν, με ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλαν στην εναγομένη-εφεσίβλητη,  να τους καταβάλει  την  αμοιβή  τους για  τις υπηρεσίες φύλαξης  που της  παρείχαν από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Απρίλιο του έτους 2013. Τότε η εναγομένη-ήδη εφεσίβλητη απέστειλε στους ενάγοντες-εκκαλούντες την από 15-5-2013 εξώδικη δήλωσή της, στην οποία ανέγραφε κατά λέξη τα ακόλουθα:  «όπως πολύ καλά  γνωρίζετε έως την 15-4-2013 έχετε λάβει ο δεύτερος εξ υμών (δηλώνοντας ότι ενεργούσατε για λογαριασμό και κατά συνεννόηση με την πρώτη) από μένα το ποσόν των 684.700 ευρώ περίπου χωρίς την παράδοση εις εμέ των επισήμων παραστατικών. Το εν λόγω ποσό αφορά τάχα δαπάνες προς τρίτους και την αποσόβηση σοβαρών εγκληματικών πράξεων κατ’ εμού και κατά τρίτων, οι οποίοι τάχα ενεπλάκησαν στη ζωή μου (τάχα) προσπάθειά σας να προασπίσετε τα συμφέροντά μου και να διαχειριστείτε το θέμα της προστασίας μου από την κα …. (προστασία που μου παρουσιάσατε κατά τις πληροφορίες σας “ως επιβεβλημένη, αφού κινδύνευε η σωματική μου ακεραιότητα από ήδη σχεδιασμένες κατ’ εμού κακουργηματικές πράξεις) για να εξολοθρεύσετε την ομάδα των δολοφόνων μου, να διαλύεστε το συμβόλαιο θανάτου που τάχα είχε συναφθεί κατ’ εμού, να αποσοβήσετε την απαγωγή ανηλίκου τέκνου υπαλλήλου της Πολεοδομίας Χαλκίδος (που μετά από ενέργειες σας -εν αγνοία μου αλλά με σκοπό την επίτευξη συμβιβασμού μου με την ανωτέρω κυρία – είχε ενεργήσει για επιβολή προστίμου εναντίον της για αυθαιρεσίες στο ακίνητο της), να αποσοβήσετε τη δολοφονία και τους ξυλοδαρμούς σχετικών με τα ανωτέρω υπαλλήλων της Πολεοδομίας, να αποσοβήσετε την απαγωγή μου και την απαίτηση λύτρων για την απελευθέρωσή μου να καταλήξουμε σε συμφωνία συμβιβασμού με την ανωτέρω κυρία (με ενέργειες της οποίας -κατά τους ισχυρισμούς- σας είχαν δημιουργηθεί οι ως άνω παράνομες πράξεις κατ’ εμού και των τρίτων κατά τρόπο ώστε να με αποζημιώσει και για τις δαπάνες που είχα προβεί εις υμάς και για το φόβο και τρόμο που μου προξενήσετε από τα χρήματα που διαθέτει στα νησιά CAYMAN σε λογαριασμό του ο δεύτερος εξ υμών είχατε ανακαλύψει σε ενέργειες σας κτλ κτλ… Όλα τα ανωτέρω και πλήθος άλλων αναληθών παραστάσεων που εντέχνως και με μεθόδευση και με σύστημα και πρωτοφανή πλοκή μου παρουσιάσατε ως αληθή περιστατικά ο δεύτερος εξ υμών Επιθυμείτε δε να λάβετε ακόμη από μένα με κατάθεση στο λογαριασμό που τηρείτε η πρώτη εξ υμών στην Τράπεζα με την επωνυμία .. ……..”” με αριθμό … ΙΒΑΝ Gr …. το επιπλέον ποσόν των 163.836 ευρώ για υπηρεσίες φυλάξεως προς εμέ για τους μήνες Ιανουάριο έως και Απρίλιο έτους 2013. Αφού λάβατε λοιπόν το ως άνω ποσόν των 684.700 ευρώ υπό το καθεστώς ομηρίας μου υπό αναληθών φόβων και καταστάσεων και περιστατικών και στοιχείων και εγγράφων και φωτογραφικών που μου παρουσιάσατε και  αφού σας δήλωσα ρητώς ότι αντιλήφθηκα τις πρακτικές σας και ότι δεν θέλω ούτε να  ξανακούσω καν την ύπαρξη σας, προσπαθώντας να σας αποφύγω έστω και με την ανωτέρω ζημία (ξέρετε ότι το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι η ησυχία μου και η ηρεμία μου, αυτό δε το εκμεταλλευτήκατε για να μου αφαιρέστε το ανωτέρω ποσόν), θεωρώντας ότι με αυτήν έστω θα εξαγοράσω τελικώς την απομάκρυνσή σας από τη ζωή μου, ζητάτε τώρα και την τιμολόγηση υπηρεσιών φυλάξεως προς εμέ προφανώς για την πλήρη κάλυψη των ανωτέρω πράξεων σας, ώστε να δοθεί νομιμοφάνεια σε αυτές και να αποφύγετε τεχνηέντως τις συνέπειες των πραγματικών ως άνω πράξεων σας καλυπτόμενοι υπό το μανδύα της τάχα νόμιμης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας προς εμέ κάνοντας χρήση προφανώς των άνευ ημερομηνίας συμφωνητικών παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που έχετε βάλει να υπογράψω. Επιπλέον βέβαια, ζητάτε και να εξοφληθείτε (!!!) σαν να έχετε κάνει νομίμως τη εργασία σας και να μην έχει συμβεί τίποτα περαιτέρω. Σας καλώ έως αύριο 16-5-2013 και μέχρι ώρα 17.00 να μου χορηγήσετε απόδειξη μη υπάρχουσας οφειλής μου προς υμάς έχοντας σαν τελικό σκοπό να μην σας ξαναδώ στη ζωή μου και να διαφυλάξω την προσωπική μου υγεία και σωματική μου ακεραιότητα. Τονίζω βέβαια ότι δεν επιθυμώ κανενός είδους προσωπική επαφή και συνάντηση μαζί σας, παρά μόνον με τον πληρεξούσιο δικηγόρο σας, με τον οποίο ο δεύτερος εξ υμών με επισκεφτήκατε στο γραφείο μου 13-5-2013 στην προσπάθειάς σας να λάβετε το ως άνω ποσόν και να λήξετε κατά τον τρόπο αυτό την συνεργασία μας υπό καθεστώς πλήρους νομιμότητας και τυπικότητας. Σε διαφορετική περίπτωση το σύνολο του φάκελου που έχω στα χέρια μου μετά των σχετικών στοιχείων και μαρτύρων θα καταθέσω στην Διεύθυνση Οικονομικού εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, γνωστοποιώντας στις αρμόδιες αρχές (μεταξύ των οποίων και σε αυτές που ελέγχουν την νομιμότητα της επιχειρήσεως της πρώτης εξ υμών) την απίστευτη μεθόδευση σας, τις τακτικές σας, την πρωτοφανή κατάσταση, στην οποία έχετε περιπλέξει, τον τρόπο με τον οποίο μου αφαιρέσατε το ως άνω τεράστιο χρηματικό ποσό, τον πόνο και το φόβο που μου προξενήσατε και την εικονική πραγματικότητα στην οποία με εντάξατε, παραπλανώντας με παρουσίαση οικτρών αναληθειών και ιστοριών και στοιχείων κατά τρόπο ώστε να περιέλθω σε απόγνωση και απόλυτο φόβο και πανικό, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση αυτή. Θα γνωστοποιήσω βέβαια τις πρακτικές σας προς προστασία λοιπών ανυποψίαστων τρίτων αλλά και των υπαλλήλων του Δημοσίου που εμπλέξατε στο εν λόγω ζήτημα. Σας τονίζω βέβαια ότι πλέον δεν φοβάμαι τους διάφορους τρίτους που μου παρουσιάζετε ως εχθρούς μου διότι αντιλήφθηκα την κατά εμού πλεκτάνη και για τον λόγο αυτό είμαι αποφασισμένη να προστατευθώ από τις τακτικές σας. Όσον αφορά δε την στάση σας εναντίον μου, έχω φροντίσει ήδη και έχω παραδώσει φακέλους με τα στοιχεία σε ανθρώπους εμπιστοσύνης μου, ώστε σε περίπτωση που υποστώ οποιαδήποτε σωματική ζημία, να προωθήσουν τους φακέλους στις αρμόδιες υπηρεσίες. Ξέρετε δε πως το θέμα δεν είναι οικονομικό για εμένα αλλά μόνο θέμα διασφαλίσεως της υγείας μου και της αξιοπρέπειας μου. Με την ρητή επιφύλαξη παντός εν γένει δικαιώματος μου αρμόδιος δικαστικός επιμελητής να επιδώσει νόμιμα την παρούσα μου προς αυτούς που απευθύνεται προς γνώση τους και για τις έννομες συνέπειες, αντιγράφοντας την ολόκληρη στην έκθεση επιδόσεώς του. Πειραιάς 15-5- 2013 . Οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες απάντησαν με την από 16-05-2013 εξώδικη δήλωσή τους, στην οποία επανέλαβαν ότι διατηρούν σε βάρος της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης απαίτηση ποσού 163.836 ευρώ για παροχή υπηρεσιών φύλαξης από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Απρίλιο του έτους 2013, και αρνήθηκαν ως ψευδή και συκοφαντικά τα όσα αναφέρονται στην ως άνω εξώδικη δήλωση της τελευταίας. Ακολούθως, άσκησαν την ένδικη αγωγή τους, με την οποία ζητούν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, επικαλούμενοι ότι το περιεχόμενο της επίδικης εξώδικης δήλωσης είναι ψευδές και συκοφαντικό και προσβάλλει παράνομα την προσωπικότητά τους. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων, όμως, δεν αποδείχθηκε σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή. Ειδικότερα, η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίζεται ότι γνώρισε τους ενάγοντες μέσω τρίτου προσώπου και ότι ανέθεσε σ’ αυτούς να ερευνήσουν αν η πρώην εργαζόμενη στην εταιρεία <……………,> …………, εργαζόταν σε άλλη εργασία κατά το χρονικό διάστημα, για το οποίο διεκδικούσε με αγωγές την καταβολή μισθών υπερημερίας από την ως άνω πρώην εργοδότριά της. Ο ισχυρισμός αυτός βρίσκεται σε αντιστοιχία με την κατάθεση, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του μάρτυρα των εναγόντων ………, σύμφωνα με την οποία η παροχή υπηρεσιών φύλαξης στην εναγομένη οφειλόταν στην αντιδικία που είχε αυτή με κάποια κυρία. Αντίθετα ο δεύτερος από τους ενάγοντες, ήδη εκκαλών, εξεταζόμενος ως διάδικος χωρίς όρκο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατέθεσε ότι η εναγομένη απευθύνθηκε σ’ αυτούς, προκειμένου να τις παρέχουν 24ωρη φύλαξη με δύο βάρδιες ανά οχτάωρο, επειδή διέτρεχε κίνδυνο από την ομάδα ασφαλείας του αδελφού της. Ο ίδιος δε, προσπαθώντας να συγκεκριμενοποιήσει τον επικαλούμενο κίνδυνο, ανέφερε περιστατικά ασαφή και χωρίς ειρμό. Περαιτέρω, ενισχυτική του ισχυρισμού της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, είναι η κατάθεση του μάρτυρά της Ιωάννη Ψαρόπουλου, ο οποίος, στην με αρ. …../2012 ένορκη βεβαίωσή του, κατέθεσε ότι η εναγομένη του είχε αναφέρει πως είχε μεγάλο πρόβλημα με πρώην εργαζόμενη στην εταιρεία <. ….> και αναζητούσε πληροφορίες για το αν αυτή εργαζόταν παράνομα, κατά το χρονικό διάστημα που ζητούσε ταυτόχρονα μισθούς από την ως άνω εταιρεία καθώς και ότι ο ίδιος , μέσω του γνωστού του ιατρού . …, πληροφορήθηκε τον αριθμό τηλεφώνου του …….., που έκανε ιδιωτικές έρευνες, και τον έδωσε στην εναγομένη. Το γεγονός, άλλωστε, ότι η εναγομένη απευθύνθηκε στους ενάγοντες, μετά από σύσταση του ……., αναφέρουν και οι ίδιοι στην από 16-05-2013 εξώδικη δήλωσή τους προς αυτήν. Εξάλλου, από τις ένορκες  βεβαιώσεις, που έδωσαν οι μάρτυρες της εναγομένης, προκύπτει ότι η τελευταία     ουδέποτε στο παρελθόν είχε προσωπική ασφάλεια, ουδέποτε είχε δεχτεί απειλές για τη ζωή της και ότι για πρώτη φορά          περί  τα τέλη του έτους  2012 μέχρι και τον Απρίλιο του 2013 συνοδευόταν από άνδρες προσωπικής ασφάλειας, ενώ από το μάρτυρα των εναγόντων, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προέκυψε ότι, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα που παρείχαν υπηρεσίες φύλαξης στην εναγόμενη, δεν υπήρξε κάποιο περιστατικό, από το οποίο να κινδύνευσε η τελευταία ούτε διαπιστώθηκε κάποια παρακολούθηση ή ύποπτη κίνηση σε βάρος της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη προέβη στη σύνταξη και επίδοση της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης στους ενάγοντες για την προστασία νόμιμου δικαιώματος της, που θεωρούσε ότι θίγεται, αιτιολογώντας την άποψή της ότι δεν οφείλει σ’ αυτούς το αιτούμενο ποσό των 163.836 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι από υπαιτιότητα της εναγομένης έλαβαν γνώση της ένδικης εξώδικης δήλωσης τρίτα πρόσωπα πέραν του δικαστικού επιμελητή, ο οποίος την επέδωσε, η ενέργεια δε αυτού ανάγεται στον κύκλο των καθηκόντων του, χωρίς ο τελευταίος να δύναται να προβαίνει σε δική του (αρνητική) εκτίμηση των επιδιδόμενων εγγράφων (πρβ. Α.Π. 487 / 2019). Όπως προκύπτει, μάλιστα, από την κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγόντων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το περιεχόμενο της εν λόγω εξώδικης δήλωσης γνωστοποίησαν οι ίδιοι οι ενάγοντες στους υπαλλήλους τους. Κατόπιν των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη διέδωσε σε τρίτους για τους ενάγοντες γεγονότα, που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, ούτε προέκυψε με βεβαιότητα ότι το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσης ήταν ψευδές. Κατά συνέπεια, δεν δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. και 57 και 59 Α.Κ., καθώς δεν αποδείχθηκε παράνομη συμπεριφορά ούτε και υπαιτιότητα αυτής. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες-εκκαλούντες υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 16-05-2013 έγκλησή τους, με βάση το ίδιο κείμενο της ένδικης εξώδικης δήλωσης, ζητώντας την ποινική δίωξη της εφεσίβλητης για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας εκβίασης και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ο εν λόγω Εισαγγελέας, με την υπ’ αριθμ. ……./16 διάταξή του, απέρριψε την έγκληση αυτή ως αβάσιμη, μετά δε την άπρακτη παρέλευση τριμήνου για την άσκηση προσφυγής κατ’ αυτής, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο (βλ. το με αρ. πρωτ. ……/20-07-2016 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών). Επιπλέον των όσων παραπάνω εκτέθηκαν, πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την ήδη αμετάκλητη απαλλαγή της εφεσίβλητης για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που στηριζόταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν και την αποδιδόμενη σ’ αυτήν αδικοπρακτική συμπεριφορά, η κατάφαση της αστικής ευθύνης της τελευταίας θα ήταν αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.2 της ΕΙΔΑ, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν.2642/1997, καθώς θα παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητάς της και θα δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την ανωτέρω απαλλαγή της (βλ. Α.Π. 322/2018, 715/2017, 302/2016). Επομένως, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα της αγωγής και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε που δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με  το σχετικό λόγο της έφεσής τους, την αντένσταση του άρθρου 367 παρ 2 Π.Κ. (βλ. ΑΠ 1216/2014, 1321/2014, 285/2012), την οποία οι τελευταίοι δεν πρόβαλαν σε αντίκρουση της ένστασης του άρθρου 367 παρ 1 ΠΚ που είχε προβάλει η εναγομένη. Η προβολή της εν λόγω αντένστασης για πρώτη φορά στο παρόν Δικαστήριο είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 527 περ 6 ΚΠολΔ, είναι, όμως, αυτή αβάσιμη ουσιαστικά, καθώς από τον τρόπο εκδήλωσης και από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, δεν προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης και συγκεκριμένα προσβολή της προσωπικότητας των εκκαλούντων με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας τους. Οι εκκαλούντες πρόβαλαν με την έφεσή τους  τον ισχυρισμό  περί πλαστογραφίας των αναφερόμενων πινάκων (excel), που φέρονται ότι παραδόθηκαν ιδιοχείρως από αυτούς στην εφεσίβλητη καθώς και το έγγραφο της εντολής φύλαξης, στο οποίο φέρεται να έχει σβήσει η τελευταία κάποια στοιχεία (ημερομηνία σύνταξης, ημερομηνίες και ώρες έναρξης και λήξης κ.λ.π.) και να το έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο σε φωτοτυπία επικυρωμένη από την πληρεξούσια δικηγόρο της. Οι ίδιοι (εκκαλούντες) έχουν υποβάλει και σχετική μήνυση σε βάρος της εφεσίβλητης για το αδίκημα, εκτός των άλλων, της πλαστογραφίας των ανωτέρω εγγράφων. Όσον αφορά στον εν λόγω ισχυρισμό, που παραδεκτά προβάλλεται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 461 ΚΠολΔ., αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθώς οι πίνακες excel δεν φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχουν αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη τους, ούτε έχουν αποσταλεί ηλεκτρονικά, ώστε να αποδεικνύεται η ταυτότητα του εκδότη και, κατ’ αναλογία με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ., να εμπίπτουν στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη τους, σύμφωνα με τα άρθρα 443, 444 και 445 ΚΠολΔ, διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει οριστεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής (βλ. ΕφΑθ 636/2017 ΔΕΕ 2017, 684, 32/2011 ΔΕΕ 2011, 591). Επιπλέον, τα ανωτέρω έγγραφα δεν είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ουσιώδη για τη διάγνωση της προκείμενης υπόθεσης, περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ανέλεγκτα (Α.Π. 190/ 2016, 1834/2007 δημ. ΤΝΠ <νόμος>), ώστε αυτό το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 462 ΚΠολΔ, να αναβάλει τη δίκη ως το τέλος της ποινικής δίκης ή να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, όπως ζητούν οι εκκαλούντες. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 189,190,191 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αποδίδονται στο διάδικο που νίκησε μόνο τα έξοδα, τα οποία ήταν απαραίτητα για την διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης (τέλη χαρτοσήμου, τέλος δικαστικού ενσήμου, αμοιβή του δικηγόρου κ.λπ), ότι ο αϊτών τα έξοδα πρέπει να υποβάλει κατάλογο των εξόδων και ότι αν δεν υποβληθεί τέτοιος κατάλογος, αρκεί και μόνη η υποβολή του σχετικού αιτήματος, για να προβεί το δικαστήριο στην εκκαθάριση των εξόδων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει, από τα άρθρα 58 και 84 Ν.4194 της 25/27-9-2013 (Κώδικας Δικηγόρων), που ισχύει κατά το άρθρο 166 § 3 αυτού από την δημοσίευσή του στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α’ 208/27-9-2013) και εφαρμόζεται στην κρινομένη υπόθεση ως εκ του εδώ κρίσιμου χρόνου της συζήτησης της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (20-2-2015), η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία με τον πελάτη του και αν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή καθορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων. Δύναται όμως η αμοιβή του δικηγόρου να καθορισθεί μεγαλύτερη από τα οριζόμενα με τον Κώδικα Δικηγόρων ποσοστά, και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία του δικηγόρου, την αξία και το είδος της υποθέσεως, τον χρόνο που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις του δικηγόρου, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, τις ειδικότερες περιστάσεις και κάθε είδος δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών (άρθρο 58 παρ. 5 Κώδικα Δικηγόρων) κατά τις διατάξεις του άρθρου 191 Κ.Πολ.Δ., όταν το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά για ολόκληρη την κύρια ή την παρεμπίπτουσα δίκη ή για ένα μέρος της, πρέπει, εφόσον υποβλήθηκε ο κατάλογος εξόδων του άρθρ. 190 του ίδιου Κώδικα, να περιλάβει διάταξη στην απόφασή του για την υποχρέωση πληρωμής των εξόδων, καθορίζοντας και το ποσό τους, όμως και χωρίς την υποβολή του καταλόγου εξόδων το δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή τους, αν υποβλήθηκε αίτημα για την επιδίκασή τους. Εξ άλλου η καταψήφιση του ηττηθέντος διαδίκου στη δικαστική δαπάνη δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, που καθιερώνει το άρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ., είτε πρόκειται για καταψηφιστική είτε για αναγνωριστική αγωγή, ενώ ο συμψηφισμός τους, ολικά ή εν μέρει, κατά το άρθρ. 179 του ίδιου Κώδικα λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας, κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, αφού αφορά εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και συνεπώς κατά το άρθρ. 561 §1 ΚΠολΔ δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 516/2016, ΑΠ 192/2016, ΑΠ 77/2014, ΑΠ 613/2010, ΑΠ 614/2010, ΑΠ 1533/2008). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρωτόδικη απόφαση, απορρίπτοντας την αγωγή των ήδη εκκαλούντων ως ουσία αβάσιμη, τους καταδίκασε να καταβάλουν στην εναγομένη για δικαστική δαπάνη, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Οι εκκαλούντες προσβάλλουν με λόγο της ένδικης έφεσής τους την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ύψος της δικαστικής δαπάνης, που η απόφαση αυτή τους καταδίκασε να καταβάλουν στην εναγομένη με την παραπάνω αγωγή του ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε υπέρμετρα έξοδα, δυσανάλογα με το αντικείμενο της δίκης. Ο προβαλλόμενος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, αφού  υποβλήθηκε από την εναγομένη σχετικό αίτημα, ήσαν οριστέα δια της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 191 Κ.Πολ.Δ.), αποδοτέα κατά τις διατάξεις του άρθρ. 189 Κ.Πολ.Δ. και υπολογιζόμενα ως προς τις παραστάσεις και αμοιβές των πληρεξουσίων δικηγόρων των εναγομένων κατά τα ελάχιστα όρια των άρθρων 58 παρ. 4 περ. α , 63 παρ. 1 , 68 παρ. 1, 84 παρ. 1 και Παράρτημα I περ. Β του Ν 4194/2013- Κώδικα περί Δικηγόρων, τα οποία, μετά από υπολογισμό σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές της αμοιβής για τη σύνταξη προτάσεων της πρώτης συζήτησης με βάση το αντικείμενο της αγωγής (300.000 ευρώ) και της αμοιβής παραστάσεως, υπερβαίνουν το επιδικασθέν σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ποσόν δικαστικής δαπάνης, δηλαδή υπερβαίνουν το επιδικασθέν ποσό των 3.000 ευρώ, ενώ δεν ήταν αναγκαία για την καταδίκη τους στη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων του η επισύναψη καταλόγου με τα έξοδά της, αφού και χωρίς τον κατάλογο αυτό το δικαστήριο προχωρεί, κατά τα προεκτεθέντα, στην εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον για την επιδίκασή τους υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, όπως δεν αμφισβητείται από τους εκκαλούντες και προκύπτει, άλλωστε, και από τις προτάσεις της εφεσίβλητης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ούτε εξ άλλου απαιτείται ειδική αιτιολογία για την καταδίκη του ηττηθέντος διαδίκου στη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων του. Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, η δικαστική δαπάνη, που επιδικάστηκε ειδικότερα στους εναγομένους σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος, δεν υπερβαίνει τα ελάχιστα όρια αμοιβής σύμφωνα με τον εφαρμοζόμενο εν προκειμένω ισχύοντα Κώδικα περί Δικηγόρων. Συνακόλουθα ο παραπάνω λόγος έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή με άλλες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με την παρούσα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσιαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 28-7-2015 (αρθ. εκθ. καταθ. …./2015) έφεση των εναγόντων της από 17-6-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 2501/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την  έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    9 Μαΐου 2019.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  11 Ιουλίου 2019, με άλλη σύνθεση,  λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Γεωργίου Βερούση, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ