ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 422 /2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ. 2464/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 10-1-2017 (βλ. με ημερομηνία 10-1-2017 σημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών . …. επί του αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 8-2-2017, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Εξάλλου, για το παραδεκτό της άσκησης της δεν απαιτείται η καταβολή του κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ παραβόλου, δεδομένου ότι, δυνάμει της υπ’ αρ. 292/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι εκκαλούσες κρίθηκαν δικαιούχοι νομικής βοήθειας, κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004 (η οποία νομική βοήθεια παρέχεται για κάθε δίκη και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 9 § 3 Ν. 3226/2004, για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 533 και 535 § 1 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941 και 943 ΑΚ συνάγεται ότι, οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι : 1) Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου, 2) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη του περιουσιακού στοιχείου, 3) πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεώς του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μη αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος (ΟλΑΠ 6/2003, ΑΠ 1910/2009 ΕλλΔνη 2011.131), και 5) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (βλ. ΟλΑΠ 15/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 573/2014 ΝοΒ 2014.1901, ΑΠ 1284/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 846/2011 ΕλΔνη 53.1293, ΑΠ 1910/2009, ΕΑ 730/2009 ΝΟΜΟΣ). Εκείνος που ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης πρέπει να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δημιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και να είναι αυτή ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο δικαστήριο, οπότε, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, μπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης (ΟλΑΠ 709/1974, ΑΠ 1654/2008 ΕλΔνη 52.456, ΑΠ 278/2011, ΑΠ 602/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1309/2012 ΕλΔνη 53.818, ΕΑ 147/2009 ΕλΔνη 52.1661). Εξάλλου, ο όρος περί ανεπάρκειας της υπόλοιπης περιουσίας θα πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως και να περιλαμβάνει κάθε μείωση της περιουσίας του οφειλέτη, που οδηγεί σε ολική ή μερική αδυναμία ή δυσχέρεια ικανοποίησης των δανειστών από την επίσπευση εκτέλεσης στα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία (ΑΠ 708/2017, ΑΠ 339/2016, ΕΘ 1946/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 1330/2017 ΕλΔνη 2018.801).
Η ενάγουσα τράπεζα, ήδη εφεσίβλητη, με την από 12-3-2015 (αρ. κατάθ. ……../2015) αγωγή, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγομένων, ήδη εκκαλουσών, εξέθετε ότι, κατά της πρώτης εναγομένης διατηρεί απαίτηση συνολικού ύψους 65.321,46 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 28-6-2012, απορρέουσα από την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση δανείου, που κατήρτισε το έτος 2010 μαζί της, την οποία κατήγγειλε στις 27-6-2012 και για την οποία εκδόθηκε η με αρ. …../2013 διαταγή πληρωμής, που δεν έχει προσβληθεί με ανακοπή. Ότι η πρώτη εναγομένη παρά την ύπαρξη της προαναφερομένης απαιτήσεώς της προχώρησε εν γνώσει της, σε χρόνο μεταγενέστερο της δημιουργίας της (απαίτησης), στην κατάρτιση του υπ’ αρ. …/25-2-2011, νομίμως μεταγεγραμμένου, συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ……., δυνάμει του οποίου μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα της, το δικαίωμα επικαρπίας επί του λεπτομερώς περιγραφομένου στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια, διαμερίσματος, αξίας κατά τον αντικειμενικό προσδιορισμό 21.780 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι η απαλλοτρίωση αυτή έγινε προς βλάβη της περιουσίας της με πρόθεση, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, αφού η υπόλοιπη περιουσία της πρώτης εναγομένης, προσημειωμένη με υποθήκες, δεν επαρκεί για την ικανοποίησή της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε τη διάρρηξη της προαναφερομένης καταδολιευτικής συμβάσεως καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και απαγγέλθηκε η διάρρηξη της επίδικης καταδολιευτικής μεταβίβασης. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους οι εναγόμενες για τους εκτιθέμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (οι εναγόμενες δεν εξέτασαν μάρτυρα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς, ωστόσο να ληφθούν υπόψη τα εξής προσκομιζόμενα από τις εκκαλούσες, ήτοι α) η από 7-6-2017 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση της πρώτης εκκαλούσας και του . …. προς την εφεσίβλητη, β)η από 30-5-2018 και η άνευ ημερομηνίας αιτήσεις των ιδίων προς την εφεσίβλητη τράπεζα, γ)η από 6-11-2017 σύμβαση μεσιτείας του ….. προς τη ……, δ) το με αρ. πρωτ. ……../12-7-2018 έγγραφο της εφεσίβλητης προς τους ανωτέρω αναφερόμενους, ε) η από 10-9-2016 γνωμοδότηση του ……., στ) αγγελίες πώλησης από το διαδίκτυο, ζ) το εκκαθαριστικό σημείωμα φορολ. έτους 2015 του …….., η) ανάρτηση για πληροφορίες του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, θ) εκκαθαριστικό σημείωμα οικον. έτους 2005 του ….., ι) βεβαίωση ακίνητης περιουσιακής κατάστασης της ……., καθόσον δεν γίνεται επίκληση των ανωτέρω εγγράφων με τις προτάσεις τους στο Δικαστήριο αυτό (βλ. με ημερομηνία 5-12-2018 προτάσεις των εκκαλουσών), αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία κατήρτισε, ως δανείστρια, στις 9-7-2010 στο Μαρούσι Αττικής, με την πρώτη εναγομένη, ως πρωτοφειλέτρια, την υπ’ αρ. …….. σύμβαση δανείου μετά του προσαρτήματος Ι αυτής, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην πρώτη εναγομένη δάνειο ποσού 60.000 ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο κίνησης, εξοφλητέο σε 180 συνεχείς μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από 1-10-2010. Το ποσό αυτό εκταμιεύτηκε και μεταφέρθηκε στον τηρούμενο από την τελευταία στην εν λόγω τράπεζα υπ’ αρ. ……..λογαριασμό. Στην προαναφερθείσα σύμβαση συμβλήθηκε ως εγγυητής και ο σύζυγος της πρώτης εναγομένης, ……., μη διάδικος στην παρούσα δίκη, αποδεχόμενος τους όρους της σύμβασης και εγγυώμενος την πλήρη εξόφληση του δανείου, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά της δανειολήπτριας. Επιπλέον, ως πρόσθετη εξασφάλιση της απαίτησης της ενάγουσας από την παραπάνω δανειακή σύμβαση ενεγράφη υπέρ αυτής, δυνάμει της υπ’ αρ. 32799/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συναινετική προσημείωση ποσού 78.000 ευρώ επί των ανηκόντων κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας στην πρώτη εναγομένη και κατά ποσοστό 50% πλήρους κυριότητας στον ……… δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα, επί της με στοιχεία ΥΑΠ-2 αποθήκης υπογείου και επί του με στοιχεία ΙΣ-2 διαμερίσματος ισογείου ορόφου οικοδομής ευρισκόμενης στην Σαρωνίδα Αττικής, μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της Κοινότητας Σαρωνίδας, και δη στη θέση «……», σε οικόπεδο έκτασης 1.260,28 τμ., που συνορεύει γύρωθεν με οδό ….., διόροφη οικοδομή αγνώστων, ιδιοκτησία ……., το υπ’ αρ. …. οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου ιδιοκτησίας αγνώστων, ιδιοκτησία ….., ισόγεια οικία ιδιοκτησίας αγνώστου και ιδιοκτησία …… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, λόγω της μη εξόφλησης των δόσεων των μηνών Ιουνίου 2011 έως και Μαΐου 2012, με την από 28-6-2012 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγομένη στις 17-7-2012, κατήγγειλε την παραπάνω σύμβαση, γνωστοποιώντας σ’ αυτήν το κλείσιμο του τηρούμενου ως άνω λογαριασμού, ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνον εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 63.821,46 ευρώ, καλώντας την ταυτόχρονα να το εξοφλήσει άμεσα και εντόκως από 28-6-2012. Για την απαίτησή αυτή εκδόθηκε στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας, η με αριθμ. …../24-7-2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, ενώ δεν αμφισβητήθηκε και το κεφάλαιο της απαίτησης. Στις 2-9-2013 η ενάγουσα επέδωσε στην πρώτη εναγομένη την από 29-7-2013 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της με αρ. …../2013 διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτασσόταν να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 65.321,46 ευρώ, εντόκως του ποσού των 63.821,46 ευρώ με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 28-6-2012 και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων του δε ποσού των εξόδων εκ 1.500 ευρώ εντόκως από την επίδοση της επιταγής. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, γνωρίζοντας την ανωτέρω οφειλή της προς την ενάγουσα και προβλέποντας ότι μέλλει να επιχειρηθεί εναντίον της περιουσίας της αναγκαστική εκτέλεση, έσπευσε στις 25-2-2011 να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής, δυνάμει του αριθμ. …/25-2-2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ………, που νόμιμα μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος … και α.α. ….), στην δεύτερη εναγόμενη θυγατέρα της, κατά το δικαίωμα επικαρπίας, την με στοιχεία Α1 οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής, που έχει ανεγερθεί σε τμήμα οικοπέδου ευρύτερης επιφάνειας 228,50 τμ., ευρισκόμενου εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου δήμου Πειραιώς και στη θέση «….» με πρόσοψη στην ….., επιφάνειας 112,50 τμ. και συνορεύον βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία …… και εν μέρει με ιδιοκτησία ……., νότια με την πάροδο .. αρ. .., ανατολικά με ιδιοκτησία …. και δυτικά με τμήμα του όλου οικοπέδου ιδιοκτησίας …… Το εν λόγω διαμέρισμα επιφάνειας 72,60 τμ. αποτελείται από χωλ, δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, λουτρό, εξώστη στην πρόσοψη και μικρό εξώστη στον ακάλυπτο χώρο, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 300/1000 και συνορεύει βόρεια με όριο οικοπέδου, νότια μέσω μικρού εξώστη με την πάροδο …, ανατολικά με το ανατολικό όριο του οικοπέδου και δυτικά με το δυτικό όριο του οικοπέδου και η αντικειμενική αξία της επικαρπίας αυτού ανήρχετο σε 21.780 ευρώ. Σημειωτέον ότι, ήδη από αρχές του 2011 η πρώτη εναγομένη προέβλεπε τη αφερεγγυότητά της και την αδυναμία ικανοποιήσεως της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, όπως τούτο συνάγεται αφενός από το γεγονός ότι από τον 2/2011 χρεωνόταν με τόκους υπερημερίας για την εν λόγω απαίτηση (βλ. κίνηση τηρούμενου λογαριασμού), αφετέρου η ίδια παραδέχεται με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι η οικονομική κατάσταση της ίδιας, αλλά και του συζύγου της ιδίως από το 2008 και μετά, που ο τελευταίος απώλεσε την εργασία του, έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη, με το τζίρο της επιχείρησής της, ο οποίος το έτος 2007 ανερχόταν στο ποσό των 107.759,23 ευρώ, να φτάσει το έτος 2010 σε 61.115,99 ευρώ και με καθαρό (ατομικό) εισόδημα για το έτος αυτό μόνο 9.778,56 ευρώ. Αποδείχθηκε εξάλλου, ότι κατά το χρόνο σύνταξης του ανωτέρω συμβολαίου η πρώτη εναγομένη, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αρ. ……/2-6-2010 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., είχε ήδη μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στη δεύτερη εναγομένη και την ψιλή κυριότητα του προπεριγραφόμενου διαμερίσματος της προαναφερόμενης οικοδομής, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο είχε μεταβιβάσει για την ίδια αιτία στην άλλη θυγατέρα της, ………., την ψιλή κυριότητα της με στοιχεία Ι-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) της ίδιας οικοδομής. Επίσης, δυνάμει των υπ’ αρ. ……./7-12-2005 και …./15-9-2006 συμβάσεων στεγαστικού δανείου μετά των προσαρτημάτων αυτών, που είχε καταρτίσει η ενάγουσα τράπεζα με την πρώτη εναγομένη, υπό την ιδιότητα της συνοφειλέτριας, χορηγήθηκαν στην τελευταία δύο δάνεια ποσού 165.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντίστοιχα. Για την εξασφάλιση αποπληρωμής των δανείων αυτών η ενάγουσα είχε εγγράψει, αντίστοιχα, δυνάμει των υπ’ αρ. 47/2006 και 61671/2006 αποφάσεων των Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσημειώσεις υποθήκης ποσού 214.500 ευρώ και 13.000 ευρώ αντίστοιχα στο ποσοστό 1/2 συνιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης επί των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών της στη Σαρωνίδα Αττικής (το υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ανήκει στον σύζυγο της πρώτης εναγομένης, ……..). Και οι συμβάσεις αυτές καταγγέλθηκαν από την ενάγουσα, διότι οι δανειολήπτες δεν υπήρξαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και για τις απαιτήσεις της από τις συμβάσεις αυτές εκδόθηκαν αντίστοιχα οι με αρ. …/22-9-2014 και …/16-4-2014 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες η πρώτη εναγομένη ως συνοφειλέτρια επιτάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα 166.458,80 ευρώ και 10.468,23 ευρώ πλέον δικαστικών εξόδων. Έτσι, μετά τη μεταβίβαση με το προαναφερόμενο με το υπ’ αρ. …../2011 συμβόλαιο του ανωτέρω περιγραφόμενου περιουσιακού της στοιχείου η πρώτη εναγομένη στερείτο πλέον εμφανούς περιουσίας επαρκούς για την ικανοποίηση τα επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, δεδομένου ότι η ιδιοκτησία της στη Σαρωνίδα Αττικής, συνολικής εμπορικής αξίας μη υπολειπόμενης των 165.000 ευρώ, ήταν ήδη προσημειωμένη, μη υπάρχουσας της δυνατότητας αυτή (η περιουσία) να καλύψει εκτός από τις εξασφαλισμένες με αυτήν απαιτήσεις της ενάγουσας και την επίδικη. Έως το χρόνο της άνω απαλλοτριώσεως η απαίτηση της ενάγουσας δεν ήταν εκκαθαρισμένη και δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, ωστόσο τα παραγωγικά της απαίτησης της ενάγουσας περιστατικά είχαν ήδη συντελεστεί από το χρόνο σύναψης της σύμβασης και η ενάγουσα ήταν έκτοτε δανείστρια, με την καταγγελία δε αυτής και το κλείσιμο του λογαριασμού, που έλαβε χώρα πριν από τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, η απαίτηση αυτή απλώς κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (ΑΠ 1475/2010, ΑΠ 1701/2008, ΕΑ 750/2009 ΕλΔνη 50.869). Συνεπώς, η ενάγουσα έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική την ένδικη απαλλοτρίωση, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου. Η πρώτη εναγομένη, άλλωστε, με την προαναφερόμενη απαλλοτρίωση ενήργησε με πρόθεση να βλάψει την ενάγουσα, δηλαδή να στερήσει τη δυνατότητά της να ικανοποιήσει την πιο πάνω απαίτησή της, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των εκκαλουσών ότι δεν υπήρχε δόλος, διότι το εν λόγω ακίνητο είναι παλιό με μικρή αξία και η μεταβίβαση έγινε προς αποκατάσταση της δεύτερης εναγομένης, η οποία παντρεύτηκε το 2016. Επίσης, γνώση της δεύτερης εναγομένης ότι, η γενόμενη από την πρώτη εναγομένη μητέρα της μεταβίβαση σκοπό είχε την μη ικανοποίηση της απαιτήσεως της ενάγουσας, δεν απαιτείται, λόγω του χαριστικού χαρακτήρα της υπό διάρρηξη δικαιοπραξίας. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, έπρεπε να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη η αγωγή της εφεσίβλητης. Εφόσον τα ίδια έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση, δεν έσφαλε, όπως παραπονούνται με τους σχετικούς περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγους εφέσεως οι εκκαλούσες, καθόσον αυτό ορθά εκτίμησε τις προσαχθείσες αποδείξεις, γι’ αυτό και οι σχετικοί λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Συνακόλουθα, και η έφεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 § 1 και 9 του Ν. 3226/2004 προκύπτει ότι η παροχή νομικής βοήθειας στους δικαιούχους αυτής, χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής ένωσης, ύστερα από αίτησή τους, συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στο διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν το δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται, για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις, η απαλλαγή δε περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς, ενώ η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 §§ 1 και 2 του ιδίου νόμου, α) η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα, από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νόμο αυτόν, το Δημόσιο και β) εάν η απόφαση επιβάλλει τα έξοδα, σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το δημόσιο επιδικάζονται υπέρ του δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν εμποδίζει το δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου που έλαβε τη νομική βοήθεια, να επιβάλει σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, η είσπραξη, όμως, αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση πριν παύσουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή της νομικής βοήθειας και βεβαιωθεί τούτο με απόφαση του αρμοδίου δικαστή (ΑΠ 895/2018, ΑΠ 1404/2017, ΑΠ 1403/2012 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση με την υπ’ αρ. …/2017 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και κατά παραδοχή σχετικής αίτησης της πρώτης εκκαλούσας, ……… περί διορισμού συνηγόρου για την άσκηση έφεσης και εκπροσώπησή της στη σχετική δίκη, ορίστηκε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 3226/2004, η δικηγόρος Πειραιά ……, ενώ με την υπ’ αρ. 292/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αμφότερες οι εκκαλούσες κρίθηκαν δικαιούχοι νομικής βοήθειας απαλλασσόμενες από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας, που αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 9 §§ 1-2 Ν. 3226/2004. Ενόψει όμως της ήττας των εκκαλουσών στην παρούσα δίκη, πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης να επιβληθούν σε βάρος τους, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 8-2-2017 (αρ. κατάθ. ……../2017) έφεση τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 2-7-2019, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 16-7-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ