Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 423/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                  

Αριθμός απόφασης   423  /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση  της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 896/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις  21-2-2011,  καθόσον από  τα  προσκομιζόμενα  έγγραφα δεν  προκύπτει,

ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοσή της (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 535 § 1 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, ιστορούσε ότι η εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών ΑΕ» έχει από το νόμο το προνόμιο λειτουργίας και διαχείρισης των χώρων της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΚΑΑ) καθώς και εφοδιασμού της εσωτερικής κατανάλωσης με οπωροκηπευτικά εντός του Λεκανοπεδίου Αττικής, ενώ η χονδρική πώληση πατατών, κρεμμυδιών και σκόρδων διενεργείται υποχρεωτικά μέσα από τους χώρους της. Ότι η εναγομένη, σύμφωνα με τις αναλυτικά παρατιθέμενες νομοθετικές διατάξεις,  διαθέτει και το αποκλειστικό μονοπώλιο εκμίσθωσης των χώρων  της ΚΑΑ στους ενδιαφερόμενους χονδρεμπόρους, συνεταιριστικές οργανώσεις και μεμονωμένους παραγωγούς για την άσκηση του εμπορίου τους.  Ότι, επίσης, με βάση την καθιερούμενη από τις αναφερόμενες στην αγωγή νομοθετικές διατάξεις διαδικασία εκμίσθωσης, αποκλείεται κάθε νέα επιχείρηση από τη δυνατότητα μίσθωσης κενού καταστήματος εντός της ΚΑΑ. Ότι με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη νομοθετημένη απαγόρευση χονδρικής πώλησης των ανωτέρω προϊόντων  εκτός της ΚΑΑ, γίνεται κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της εναγομένης στον τομέα διακίνησης, εμπορίας και διαθέσεως των προϊόντων αυτών, θέτοντας κάθε νέα επιχείρηση σε δυσμενή ανταγωνιστική θέση. Ότι η ίδια, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα παραγωγής, συντήρησης συσκευασίας, τυποποίησης και εμπορίας οπωροκηπευτικών προϊόντων, κυρίως πατατών, κρεμμυδιών και καρότων, και που, προς το σκοπό αυτό,  πραγματοποίησε επένδυση  ύψους  άνω των 150.000.000 δραχμών, ζήτησε από την εναγομένη αρχικά με την από 11-11-1994 αίτησή της και στη συνέχεια με τις από 3-5-1995 και 23-8-1995 όμοιες αιτήσεις της την εκμίσθωση κενού καταστήματος εντός της ΚΑΑ. Ότι, αν και στο διάστημα των δύο τελευταίων αιτήσεων υπήρχαν τα αναφερόμενα κενά καταστήματα εντός της ΚΑΑ, η διοίκηση της εναγομένης, κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της, αρνήθηκε να της εκμισθώσει κάποιο, προκειμένου να τα διαθέσει σε χονδρεμπόρους, που διέθεταν και άλλο κατάστημα εντός της ΚΑΑ. Ότι η συμπεριφορά αυτή της εναγομένης, η οποία συνιστά αδικοπραξία, της προξένησε την προσδιοριζόμενη στην αγωγή αποθετική ζημία συνολικού ύψους 705.125.000 δραχμών  καθώς και ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Ότι ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε αγωγή με παρόμοιο ως άνω περιεχόμενο, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ,   επί της οποίας, κατόπιν αναιρέσεως, εκδόθηκε η με αρ. 3490/2005 απόφαση, του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε ότι η άρνηση του εναγομένου Οργανισμού να προβεί σε εκμίσθωση καταστήματος προς  αυτήν (ενάγουσα) δημιουργεί διαφορά ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά. Ζητούσε δε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 2.216.067,50 ευρώ (αντιστοιχούντος σε 755.125.000 δραχμές, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την άσκηση της αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ένδικη αγωγή με την από 15-3-200 με ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που άσκησε η εναγομένη εταιρεία κατά του Ελληνικού Δημοσίου – μη διάδικο στην παρούσα δίκη-  απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, έκρινε ότι η προσεπίκληση είναι άνευ αντικειμένου και την παρεμπίπτουσα αγωγή ως απορριπτέα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, συμψηφίζοντας τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της ανωτέρω απόφασης, και μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την ένδικη αγωγή, παραπονείται η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με τους λόγους της έφεσής της, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της.

I.Στο άρθρο 1 του ΒΔ 143/1963 «περί οργανώσεως της λειτουργίας της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών» (που είχε εφαρμογή κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης και ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης) ορίστηκαν μεταξύ άλλων τα εξής : «1. Η, περί ης η παρ. 1 του άρθρ. 6 του Νομ. 3475/1955 ‘‘περί τυποποιήσεως νωπών αγροτικών προϊόντων και ιδρύσεως Κεντρικών και Τοπικών αγορών αυτών’’,  Κεντρική αγορά χονδρικής πωλήσεως νωπών προϊόντων της περιφερείας της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης αποτελεί Νομικόν  Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμίαν ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ ΑΘΗΝΩΝ, κοινωφελούς χαρακτήρος λειτουργούν κατά τας παραδεδεγμένας αρχάς της ιδιωτικής οικονομίας με γνώμονα το γενικότερον δημόσιον συμφέρον και έχον ως έδραν τον Άγιον Ιωάννην τον Ρέντην Αττικής. Απολαύει διοικητικής και οικονομικής αυτοτελείας τελεί δε υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου. 2. Έργον του Οργανισμού είναι η λειτουργία της εν τη ως άνω περιοχή ανεγερθείσης Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, προς τον σκοπόν της επωφελεστέρας δια την παραγωγήν και την κατανάλωσιν διακινήσεως, εμφανίσεως, εμπορίας κλπ οπωροκηπευτικών, πτηνοκομικών και ανθοκομικών προϊόντων. 3. Προς επίτευξιν των εν παρ. 2 του παρόντος σκοπών ο Οργανισμός Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών α) θέτει εις την διάθεσιν των εν τη περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης πάσης φύσεως επιχειρήσεων χονδρικής εμπορίας οπωροκηπευτικών, πτηνοκομικών και ανθοκομικών προϊόντων, των Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων της Χώρας και των μεμονωμένων παραγωγών, τας εγκαταστάσεις της ως είρηται Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών ως και τας υπηρεσίας αυτής τας συνδεομένας με την διακίνησιν, διαλογήν, συσκευασίαν, συντήρησιν και εμπορίαν έναντι μισθώματος είτε δικαιώματος, είτε τέλους, αναλόγου προς το κόστος αυτών, β)… 4. Η κατά την προηγούμενην παράγραφον διάθεσις χώρων, εγκαταστάσεων κλπ ενεργείται αποκλειστικώς δι’ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού κατά τα ειδικότερον εν αρθρ. 10 του παρόντος οριζόμενα». Στο δε άρθρο 10 του ιδίου ΒΔ/τος ορίστηκαν  τα εξής : «1. Από της ενάρξεως της λειτουργίας της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, η εν τη περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης χονδρική πώλησις των οπωροκηπευτικών, ανθοκομικών και πτηνοκομικών προϊόντων εις τους λιανοπωλητάς επιτρέπεται συμφώνως τω άρθρ. 6 παρ. 3 του Νομ. 3475/1955 ’’περί τυποποιήσεως νωπών αγροτικών προϊόντων και ιδρύσεως Κεντρικών και Τοπικών Αγορών αυτών’’ μόνον εντός του χώρου αυτής. Προς τούτο, οι Υπουργοί Γεωργίας και Εμπορίου, δια κοινής αποφάσεώς των, καθορίζουν την ημερομηνίαν ενάρξεως και απαγορεύουν, εντός τακτής προθεσμίας από της κοινοποιήσεως σχετικής ειδοποιήσεως εις τους ενδιαφερομένους, την άσκησιν της χονδρικής εμπορίας  οπωροκηπευτικών, ανθοκομικών και πτηνοκομικών προϊόντων, εκτός του εν άρθρ. 7 παρ. 1 καθοριζομένου χώρου της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών. 2. Τα καταστήματα του Οργανισμού Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών εκμισθούνται εις τους ενδιαφερομένους δι’ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, εκδιδομένης κατόπιν εγγράφου αιτήσεως των ενδιαφερομένων προ τον Οργανισμόν…». Κατ’ εφαρμογή του ως άνω άρθρου 10 του ΒΔ 143/1963 εκδόθηκε η με αρ. 38711/2244/1965 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου (Β’ 130), με την οποία καθορίστηκε η 15-3-1965 ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, η οποία με το άρθρο 1 § 1 του ΠΔ 228/1989 (Α’ 109) μετονομάστηκε σε Κεντρική Αγορά Αθηνών (Κ.Α.Α), και απαγορεύτηκε από την ημερομηνία αυτή και εφεξής η χονδρική εμπορία οπωροκηπευτικών προϊόντων εκτός του χώρου της αγοράς αυτής. Με το άρθρο 1 § 2 του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος ορίστηκε ότι, μέσω της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών διακινούνται νωπά προϊόντα, φυτικά και ζωικά, και ξερά ή επεξεργασμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 §§ 1 και 2 του ΝΔ 159/1969 (Α’ 63) ορίστηκε ότι,  «1. Αι συμβάσεις μισθώσεως των καταστημάτων και λοιπών χώρων, ως και πάσαι αι συμβάσεις των Κεντρικών Λαχαναγορών Αθηνών και Θεσσαλονίκης καταρτίζονται, κατόπιν προηγούμενης αποφάσεως του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Διοικητικού Συμβουλίου, εγγράφως, του εγγράφου τύπου έχοντος συστατικόν χαρακτήραν. 2. Επιφυλασσομένων των ειδικότερων ρυθμίσεων του παρόντος Νόμου, δια Κανονιστικών αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων των Κεντρικών Λαχαναγορών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ρυθμίζονται ο τρόπος, οι όροι και αι προϋποθέσεις μισθώσεως και αναμισθώσεως των καταστημάτων των αγορών τούτων». Εξάλλου, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 της Α2-8730/1990 κοινής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου «Όροι και προϋποθέσεις σύναψης νέων μισθώσεων και ανανέωση μισθωτικών συμβάσεων των καταστημάτων οπωροκηπευτικών στον ΟΚΑΑ και ΟΚΑΘ» (Β’ 545) ορίστηκαν τα ακόλουθα : «1. Τα κενά καταστήματα και οι κενοί χώροι διάθεσης οπωροκηπευτικών των Κεντρικών Αγορών Αθηνών (ΚΑΑ) και Θεσσαλονίκης (ΚΑΘ) εκμισθώνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων  σε : α) Ιδιώτες εμπόρους οπωροκηπευτικών και ιδιωτικές εμπορικές επιχειρήσεις οπωροκηπευτικών. β) Συνεταιριστικές οργανώσεις, οργανώσεις παραγωγών ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις του Δημοσίου Τομέα. 2. Το ΔΣ κάθε Κεντρικής Αγοράς καθορίζει, στην αρχή του έτους με κανονιστική απόφαση που θα ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, για την εκμίσθωση των κενών καταστημάτων και λοιπών χώρων, τα κριτήρια και την αξιολόγηση αυτών, όπως : α) την υποδομή και τον τζίρο για τους εντός της Αγοράς μισθωτές, και β) την υποδομή, τον τζίρο καθώς και τα απαραίτητα κατά περίπτωση δικαιολογητικά για τις εκτός Αγοράς επιχειρήσεις, που ικανοποιούνται εφόσον υπάρχουν κενά και αδιάθετα καταστήματα μετά την ικανοποίηση των εντός Αγοράς μισθωτών….3. Με απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων των ΟΚΑΑ και ΟΚΑΘ  καθορίζεται η αναλογία ποσοστού της διαθέσεως των κενών, μεταξύ των μισθωτών ενός (1) ή μισού (1/2) καταστήματος που ζητούν αύξηση μίσθιου χώρου ενός (1) ή μισού (1/2) κατ/τος ως και μισθωτών θέσεων υποστέγων, ράμπας (Σ) και δεματικών που ζητούν ένα (1) ή μισό (1/2) κατάστημα…». Στην δε παρ. 3 του άρθρου 7 της ίδιας ως άνω υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι, «Για την ανανέωση των συμβάσεων ή τη σύναψη νέων, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση προς τον Οργανισμό μαζί με τα παρακάτω δικαιολογητικά, που πρέπει να έχουν εκδοθεί τον τελευταίο μήνα προ της υποβολής τους….». Η πιο πάνω υπουργική απόφαση στη  συνέχεια καταργήθηκε κατά το μέρος της, που αφορά την ΚΑΑ, με το άρθρο 12 της Α2-2330/1995 κοινής απόφασης του Υπουργού Γεωργίας και του Υφυπουργού Εμπορίου «Όροι και προϋποθέσεις εκμίσθωσης και ανανέωσης μισθώσεως καταστημάτων εμπορίας οπωροκηπευτικών, κρεάτων και λοιπών χώρων της ΚΑΑ» (Β’ 600), με το άρθρο 1 της οποίας ορίστηκαν τα εξής : «Τα κενά καταστήματα εμπορίας οπωροκηπευτικών και κρεάτων και οι λοιποί κενοί χώροι της ΚΑΑ εκμισθώνονται : 1. Τα μισά (1/2) κενά καταστήματα, σε μισθωτές του άλλου μισού καταστήματος, εφόσον δεν έχει λυθεί η μίσθωση του μισθωτού αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο. 2. Το κάθε ένα ολόκληρο κενό κατάστημα : Σε συνεταιριστικές, εμπορικές, γεωργικές και κτηνοτροφικές επιχειρήσεις, που εμπορεύονται ή  παράγουν γεωργικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα, καθώς και σε μισθωτές της ΚΑΑ μέχρι και ενός ολοκλήρου καταστήματος ή τεσσάρων (4) θέσεων υποστέγων ή Σ ράμπας ή χώρων δεματικών. Ι. Δικαιούχοι κατά σειρά προτεραιότητας είναι οι παραπάνω    επιχειρήσεις, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που πραγματοποίησαν το  μεγαλύτερο ετήσιο κύκλο εργασιών (τζίρο) από την πώληση οπωρ/κών ή   κτηνοτροφικών προϊόντων ή παραγωγικές πωλήσεις αντιστοίχων προϊόντων    κατά την εκάστοτε τελευταία διετία.  ΙΙ. Κατ’ εξαίρεση και μόνο για τους σημερινούς μισθωτές μισού  καταστήματος ή δύο (2) θέσεων υποστέγων ή δύο (2) θέσεων Σ ράμπας ή  θέσεων δεματικών, εκμισθώνεται το 50% των εκάστοτε υπαρχόντων ολόκληρων κενών κατ/των κατά σειρά προτεραιότητος, στις επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών κατά την εκάστοτε τελευταία διετία και με την προϋπόθεση παραίτησής τους από τους παραπάνω μίσθιους χώρους τους. Σε περίπτωση ύπαρξης μονού αριθμού κενών    κατ/των, προτιμούνται οι δικαιούχοι της κατηγορίας αυτής. ΙΙΙ. Σε καμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν γίνεται εκμίσθωση, αν  ο τζίρος της εκάστοτε τελευταίας διετίας είναι μικρότερος των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών.   3. Οι κενές θέσεις υποστέγων ή Σ ράμπας, κατά προτεραιότητα σε όμορους μισθωτές και μεταξύ περισσοτέρων ενδιαφερομένων,  εκμισθώνονται στους έχοντες τον μεγαλύτερο τζίρο, ο οποίος δεν πρέπει να είναι μικρότερος των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών. Για  την εκμίσθωση των κενών θέσεων της Σ Ράμπας προηγούνται στη σειρά προτεραιότητας ανεξαρτήτως τζίρου οι επιχειρήσεις που κατέχουν αξιόλογες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις συσκευασίας – τυποποίησης και συντήρησης  κρεμμυδιών και πατάτας. 4. Αν μετά την εξάντληση των δικαιούχων των παραπάνω, κατά περίπτωση κατηγοριών, παραμένουν οποιοιδήποτε κενοί χώροι, τότε γίνεται εκμίσθωση αυτών στους δικαιούχους της άλλης κατηγορίας…..7. Οι αιτήσεις για μίσθωση κενών χώρων, καθώς και τα απαραίτητα  δικαιολογητικά, που θα καθοριστούν με απόφαση του ΔΣ του ΟΚΑΑ, υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, τον Δεκέμβριο και Ιούνιο κάθε  χρόνου.  Το ΔΣ του ΟΚΑΑ, μέσα στον επόμενο μήνα Ιανουάριο ή Ιούλιο αντίστοιχα, επικυρώνει τους πίνακες των δικαιούχων, κατά σειρά   προτεραιότητας και η ισχύς τους είναι διάρκειας έξι (6) μηνών και αφορούν κενούς χώρους που υπάρχουν από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο   και από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο αντίστοιχα. Κατ’ εξαίρεση κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας οι μήνες υποβολής των αιτήσεων και    επικύρωσης των πινάκων των δικαιούχων από το Δ.Σ. ορίζονται οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος αντίστοιχα…». Οι παραπάνω διατάξεις, που θεσπίζουν την αποκλειστική διάθεση των προαναφερόμενων προϊόντων από την ΚΑΑ καθώς και οι σχετικές με την εκμίσθωση των καταστημάτων εντός της αγοράς αυτής, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, δεδομένου ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται με αυτές ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό και δικαιολογούνται από λόγους εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας του κοινωνικού συνόλου, αφού η ανάγκη ασφαλούς και αποτελεσματικού ελέγχου από τα αρμόδια όργανα στον ευαίσθητο τομέα των οπωροκηπευτικών είναι απαραίτητη, προκειμένου να διασφαλιστεί και διατηρηθεί η ομαλή διαμόρφωση των τιμών και η αμφίπλευρη προστασία παραγωγών και καταναλωτών, καθώς και η πάταξη της αισχροκέρδειας και φοροδιαφυγής. Οι ανωτέρω διατάξεις, εξάλλου, δεν αντίκεινται ούτε στα άρθρα 85, 86 και 89 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός για τους ίδιους ανωτέρω λόγους, που δεν αντίκεινται και στο Σύνταγμα, αφετέρου το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο για την πώληση των νωπών αγροτικών προϊόντων επηρεάζει το εμπόριο των ειδών αυτών μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια και μάλιστα σε μέρος αυτής και δεν είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας, κατά οποιονδήποτε τρόπο, αφού και οι αλλοδαπές κοινοτικές επιχειρήσεις μπορούν να διαθέσουν τα όμοια προϊόντα τους υπό προϋποθέσεις όχι λιγότερο ευνοϊκές από τις ισχύουσες και για τις ημεδαπές επιχειρήσεις (ΣτΕ 1038/2006).

II.Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Ν. 703/1977 «περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού», [σημειωτέον ότι ο Ν. 703/1977 έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 51 του Ν. 3959/2011 ’’Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού» (ΦΕΚ Α’ 93/20-4-2011), πλην όμως το άρθρο 2 αυτού είναι ταυτόσημο με το καταργηθέν άρθρο 2 του Ν. 703/1977], το οποίο περιέχει διατάξεις ανάλογες με αυτές του άρθρου 82 της κωδικοποιημένης ΣυνθΕΚ, ορίζει ότι απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της δεσπόζουσας θέσης τους, στο σύνολο ή σε μέρος της αγοράς της χώρας. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται ιδίως α)…. β)…. γ) στην εφαρμογή άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως την αδικαιολόγητη άρνηση πωλήσεων, αγορών ή άλλων συναλλαγών, κατά τρόπο ώστε ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, δ)….». Ακόμη, το άρθρο 2α του ιδίου νόμου προβλέπει ότι, «Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδία στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων». Με βάση τα παραπάνω γίνεται δεκτό ότι η δεσπόζουσα θέση (ή κατοχή υπερβάλλουσας οικονομικής ισχύος) μιας επιχείρησης προϋποθέτει καταρχήν ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς. Στις περιπτώσεις που το μερίδιο αγοράς είναι ιδιαίτερα υψηλό και διατηρείται παράλληλα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό αποτελεί, εκτός εξαιρέσεως, αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης. Επιπρόσθετα απαιτείται, όπως η επιχείρηση έχει την πραγματική δυνατότητα μονομερούς επηρεασμού των όρων της αγοράς, δηλαδή, όταν η θέση της επιτρέπει να παρεμποδίζει τη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού και να διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη επιχειρηματική συμπεριφορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές, τους πελάτες και τους καταναλωτές. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μπορεί να απορρέει και από το συνδυασμό διάφορων παραγόντων, οι οποίοι, αν θεωρηθούν αυτοτελώς, δεν πιστοποιούν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης, όταν όμως συνδυασθούν μεταξύ τους οδηγούν στη δημιουργία της, όπως προπάντων είναι η οικονομική δύναμη και η τεχνολογική υπεροχή της επιχείρησης σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές της, το εύρος των προϊόντων και το μερίδιο των ανταγωνιστών της στην ίδια αγορά, καθώς και δυνατότητα πρόσβασης, αλλά και επιβίωσης εκεί νέων ανταγωνιστών. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 703/1977 δεν απαγορεύουν πάντως την κατοχή ή την απόκτηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, αλλά μόνο την καταχρηστική εκμετάλλευσή της, χωρίς, ωστόσο, οι διατάξεις αυτές να προσδιορίζουν τα στοιχεία, που καθιστούν την επιχειρηματική συμπεριφορά καταχρηστική, περιοριζόμενες στην ενδεικτική μόνο αναφορά ορισμένων μορφών καταχρηστικής συμπεριφοράς, οι οποίες, εφόσον προέρχονται από επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης της και είναι ex lege παράνομες, εκτός αν συντρέχουν κατ’ εξαίρεση σπουδαίοι λόγοι, οι οποίοι στο πλαίσιο των αντιτιθέμενων συμφερόντων των παραγόντων της αγοράς δικαιολογούν τη συμπεριφορά αυτή. Για τη διαπίστωση έτσι της ύπαρξης καταχρηστικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς κρίσιμος είναι ο σκοπός του Ν. 703/1977, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της οικονομικής ελευθερίας των τρίτων αλλά και του ίδιου του συστήματος της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης κρίνεται με βάση την αντικειμενική συμπεριφορά της, εφόσον αυτή της επιτρέπει να επιβάλλει τους όρους της στις συναλλαγές και να επηρεάζει τη διάρθρωση της αγοράς, στην οποία, λόγω της παρουσίας της, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος και η επιχείρηση αυτή, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους απ’ αυτές, που εφαρμόζονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού σε προϊόντα ή υπηρεσίες, που αποτελούν το αντικείμενο των εμπορικών της δραστηριοτήτων, παρεμποδίζει τη διατήρηση του επιπέδου του εναπομένοντος ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του. Συνεπώς, νομικά κρίσιμη είναι η επιχειρηματική συμπεριφορά καθεαυτή και όχι τα κίνητρα ή οι σκοποί της, που έχουν επιβαρυντικό ή αναλόγως ελαφρυντικό ρόλο. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, κατά το άρθρο 2 του Ν. 703/1977 εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με συγκεκριμένη αγορά, η οποία οριοθετείται είτε ως προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες (σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών) είτε γεωγραφικώς (σχετική γεωγραφική αγορά). Ως σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών νοείται εκείνη που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες, που θεωρούνται ομοειδή και εναλλάξιμα από τη σκοπιά της ζήτησης ή της προσφοράς λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής τους και της χρήσης, για την οποία προορίζονται, με βασικό δηλαδή κριτήριο τη λειτουργική εναλλαξιμότητά τους, ενώ ως σχετική γεωγραφική αγορά νοείται η περιοχή, μέσα στα όρια της οποίας δραστηριοποιούνται και ανταγωνίζονται οι επιχειρήσεις ως πωλητές ή αγοραστές των διαθέσιμων ομοειδών και εναλλάξιμων προϊόντων ή υπηρεσιών (ΑΠ 1286/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5605/2012 ΕΕμπΔ 2013.490, ΕΑ 2093/2006 ΝΟΜΟΣ). Η παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 703/1977 συνιστά παράνομη συμπεριφορά κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι άλλοι όροι της διατάξεως αυτής (υπαιτιότητα, από δόλο ή αμέλεια, και ουσιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσης ζημίας), ο τρίτος, που ζημιώνεται, έχει αξίωση για αποζημίωση. Ακόμα, η διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, διευρύνει την έννοιά της καταχρήσεως δικαιώματος, ώστε δεν περιορίζεται η έννοια αυτή, όπως στο άρθρο 281 ΑΚ, στην άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος εκ του νόμου ή της δικαιοπραξίας, αλλά καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη εκ της γενικής ατομικής ελευθερίας, τις λεγόμενες «φυσικές ευχέρειες», δηλαδή τις εξουσίες, που απολαύει κάθε πρόσωπο με ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας. Κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αυτοτελούς αδικοπραξίας, που επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευομένου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αί­σθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας, είναι προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, η οποία από πρό­θεση επιχειρήθηκε ή και από παράλειψη αυτού (ΟλΑΠ 10/1991 ΝΟΜΟΣ). Προϋποθέσεις για να ιδρυθεί αγώγιμη αξίωση κατά τη διάταξη αυτή του άρθρου 919 ΑΚ είναι: α) Συμπεριφορά κάποιου αντικείμενη στα χρηστά ήθη, στις επιταγές δηλαδή της επικρατούσας κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής και στις θεμελιώδεις ηθικές και οικονομικές αντιλήψεις του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, β) πρόθεση και πρόκληση ζημίας του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του ζημιώσαντος και της ζημίας (ΑΠ 119/2013, ΑΠ 855/2011, ΑΠ 1042/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2093/2006 ΔΕΕ 2006.757, ΕΠειρ 110/2005 ΠειρΝομ 2005.154). Συνε­πώς, κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 ΑΚ είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου αν­θρώπου (ΟλΑΠ 10/1991 Νόμος), σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων (ΟλΑΠ 396/1975, ΑΠ 119/2013, ΑΠ 900/2011 Νόμος). Ειδικότερα, αντίθεση προς τα χρηστά ήθη -κατά την κρατούσα άποψη- υπάρχει, όταν η ανταγωνιστική ενέργεια προσκρούει στο αίσθημα και στις ιδέες του εκάστοτε, κατά γενική αντίληψη, ορθώς, δικαίως και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου εντός του συναλλακτικού κύκλου, όπου λαμβάνει χώρα η πράξη (ΕΑ 5136/2005 ΔΕΕ 2005.939, ΕΑ 698/2003 ΕλΔνη 45.1064, Ν. Ρόκας, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, εκδ. 1975, σελ. 28). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη δια­πίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη όχι μεμονωμένα τα αίτια, που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του (τυχόν) αντισυμβαλλομένου – «θύματος», για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφα­νώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογι­κή σχέση (ΑΠ 119/2013, ΑΠ 900/2011, ΑΠ 1652/2006 ΝΟΜΟΣ). Στην αναζήτηση του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυ­τήν (ΑΠ 900/2011 ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου δε να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει η ανωτέρω αντί­θεση προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει κατά τις περιστάσεις η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρει­ας, όπως λ.χ. της φυσικής ευχέρειας για την κατάρτιση ή μη συμβάσεως στα πλαί­σια του άρθρου 361 ΑΚ, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ζημιώσαντος, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθη­καν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού, και όλες οι επί μέρους περι­στάσεις πραγματώσεως της συμπεριφο­ράς, θετικής ή αρνητικής (ΑΠ 2067/2013, ΑΠ 1942/2013 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης του τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξεως ή παραλείψεως, από την οποία επήλθε η ζημία (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 2067/2013, ΑΠ 1942/2013, ΕΛαρ 448/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια, εξάλλου, της αποκαταστατέας ζημίας περιλαμβάνεται και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΑΠ 1497/2009 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 2 του Ν.703/1977, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της «επιχειρήσεως» καλύπτει κάθε φορέα, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, προβαίνει δηλαδή σε προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά με ανάληψη των συναφών με την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας οικονομικών κινδύνων ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς, που τη διέπει, ή τον τρόπο χρηματοδότησής της, ακόμη δηλαδή και αν τελεί υπό καθεστώς δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 125/2009). Επομένως, κριτήριο για τον εάν ένας φορέας συνιστά «επιχείρηση», υπό την έννοια του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, η φύση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Το γεγονός, δε, και μόνον ότι ένας φορέας διαθέτει, για την άσκηση ενός μέρους των δραστηριοτήτων του προνόμια συνδεόμενα με την οργάνωση των δραστηριοτήτων υπό καθεστώς μονοπωλίου (αποφ.ΔΕΚ της 11-11-1986, υποθ. 226/1984, σκ.9,  αποφ. ΔΕΚ της 31-5-2005, C-438/2002, σκ.12, 32-35,  αποφ. ΔΕΚ της 24-10-2002, C-82/2001, σκ.74-76) δεν εμποδίζει το χαρακτηρισμό του ως «επιχειρήσεως» και την υπαγωγή του στις

διατάξεις περί προστασίας του ανταγωνισμού. Στην παραπάνω έννοια της επιχείρησης περιλαμβάνεται και η δημόσια επιχείρηση, μεταξύ των οποίων και εκείνες, οι οποίες λειτουργούν για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, είναι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (ΕΠΑ 486/VI/2010 ΔΕΕ 2010.1037). Επίσης, και ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου  μπορεί να αποτελέσει «επιχείρηση», κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 703/1977, στην περίπτωση που η συγκεκριμένη ενέργειά του, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, δεν γίνεται βάσει εξουσιοδοτικής διατάξεως, στην οποία καθορίζονται κριτήρια δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 125/2009 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα, ο οποί­ος δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, οι δρα­στηριότητες που εμπίπτουν στην άσκηση των προνομιών δημόσιας εξουσίας, ενώ το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας δι­αθέτει, για την άσκηση ενός μέρους των δραστηριοτήτων του, προνόμια δημόσιας εξουσίας δεν εμποδίζει το χαρακτηρι­σμό του ως επιχειρήσεως ως προς τις λοιπές οικονομικές δραστηρι­ότητές του (βλ. και σχετικές αποφάσεις του ΔΕΚ, της 19-1-1994, C – 364/92, SAT Fluggesellschaft mbH κατά Eurocontrol Συλλογή 1994, σ. Ι-43, σκέψεις 30 και 31, της 1-7-2008, C-49/07 Μοτοσυκλετιστική Ομοσπονδία Ελλάδος ΝΠΙΔ (ΜΟΤΟΕ) κατά Ελληνικού Δημοσίου, σκέψεις 24-26 και 46, Συλλογή της Νομολογίας του Δι­καστηρίου 1994 σελ. Ι-00043 και Συλλογή της Νομολογίας 2008 σελ. Ι-04863, αντιστοίχως, ΕΛαρ 448/2014, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση,  εκτιμώντας ορθώς τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατι­κά, που συγκροτούν το ιστορικό της,  και με τα οποία επιχειρείται η θεμελίωση του αιτητικού της, κρίνεται, σύμφωνα και με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη, κατά το μέρος που επιχειρείται μ’ αυτήν η θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης εταιρείας στις διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. 703/1977 και 914 ΑΚ, ενόψει του ότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, και αληθή υπο­τιθέμενα, δεν πληρούν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δεν δικαιολογούν αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, που να δημιουργεί ευθύνη της προς αποζημίωση σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις. Τούτο διότι, κατά τα επικαλούμενα στο δικόγραφο της αγω­γής, η εκ μέρους της εναγομένης εταιρεί­ας αρμοδιότητα, στη γεωγραφική περιοχή της ευθύνης της, για τη  λειτουργία της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών και τη διάθεση των χώρων της προς χονδρική πώληση νωπών προϊόντων –συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων, που εμπορεύεται η ενάγουσα εταιρεία- ανάγεται στη δραστηριότητά της ως φορέας ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, που έχει παραχωρηθεί νομοθετικά σε αυτήν για τη γεωγραφική περιοχή της περιφέρειας Αττικής και κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητάς της δεν είναι επιχείρηση κατά την έν­νοια του δικαίου ανταγωνισμού, η δε κατά τον ως άνω τρόπο ασκούμενη δραστηριό­τητά της, η οποία θεσμοθετείται ειδικά από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, δεν υπάγεται στις διατάξεις περί προστασίας του ανταγωνισμού. Περαιτέρω, η επικαλούμενη στο δι­κόγραφο της αγωγής συμπερι­φορά της εναγομένης εταιρείας να αρνηθεί, σε απάντηση της από 11-11-1994 αίτησης της ενάγουσας, την εκμίσθωση καταστήματος εντός της ΚΑΑ  λόγω ύπαρξης ενδιαφέροντος από εντός της αγοράς επιχειρήσεις, αλλά και η εκ νέου άρνηση της ίδιας στις από 3-5-1995 και 23-8-1995 αιτήσεις της ενάγουσας να της εκμισθώσει κάποιο από τα υπάρχοντα κενά καταστήματα λόγω προνομιακής διάθεσής τους σε εγκατεστημένους εντός της ΚΑΑ χονδρεμπόρους, δεν πληρεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το πραγματικό της νομικής έννοιας του άρθρου 919 ΑΚ, ήτοι της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς από την οποία προκλήθηκε ζημία ηθελημένη στην ενά­γουσα εταιρεία, κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώσει το αγωγικό αίτημα για αποζημίωση από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της (με βάση την ΑΚ 919). Τούτο διότι, η επικαλούμε­νη ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης εταιρείας,  εκδηλωθείσα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο, στα πλαίσια της λειτουργίας της ως φορέ­ας δημόσιας εξουσίας, που ήταν επιφορ­τισμένη να μεριμνά για τη λειτουργία  της ΚΑΑ, προς το σκοπό της επωφελέστερης για την παραγωγή και την κατανάλωση διακίνησης  των οπωροκηπευτικών προϊόντων, χωρίς να γίνεται ταυτόχρονη επίκληση επιπλέον περιστατικών (σχετικά με το σκοπό, τις μεθόδους της εναγομένης και τις ειδικότερες συνθήκες, που έλαβε χώρα η άρνηση εκμίσθωσης καθώς και σχετικά με τη συνδρομή στο πρόσωπο της ενάγουσας των κατά νόμο απαραίτητων προϋποθέσεων για την παραχώρηση χώρου εντός της ΚΑΑ), δεν αντίκειται στο σύνολό της, κατά αντικειμενική κρίση, σύμ­φωνα με την αντίληψη του σκεπτόμενου με χρηστότητα και σωφροσύνη κοινωνι­κού ανθρώπου, στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο και επομένως δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, όπως αυτά νοούνται κατά το άρθρο 919 ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστή­ριο, που απέρριψε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει οι λόγοι έφεσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. προτελευτ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-2-2014 (αρ. κατάθ.  ……./2014) έφεση κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 2-7-2019, δημοσιεύτηκε

δε στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 16.-7-2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ