Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 432/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν .

Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης και έκταση αυτού.

Μη επιτρεπτή η, με την έφεση,  μεταβολή της βάσης και του αιτήματος της αγωγής.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 432/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου -Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ως άνω κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 5094/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα  (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 προθεσμίας των 30 ημερών, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλουσών (άρθρο 143 παρ.1,2,3 ΚΠολΔ) στις  23-1-2018 (βλ. υπ΄αρ…../23-1-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ………) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 21-2-2018, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης. Έχει κατατεθεί δε από τις εκκαλούσες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3α ΚΠολΔ, το παράβολο του δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου αυτής.

Σύμφωνα με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, “με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση…”. Ακόμη, κατά το άρθρο 525 παρ. 2 ΚΠολΔ “είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη ακόμη και αν συναινεί ο αντίδικος…”, ενώ, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 526 του ίδιου κώδικα “είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη, κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο  λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως” (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 399/2018, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ, άρθρα 522 παρ. 14, 525 παρ. 4,12 και 526 παρ. 1,2,5,11,13).

            Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, 1121, 1045 Α.Κ, οι πραγματικές δουλείες συνιστώνται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη χρησικτησία στα ακίνητα. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1045 Α.Κ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 974 και 975 του ίδιου Κώδικα, για την κτήση πραγματικής δουλείας οδού με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται οιονεί νομή επί εικοσαετία, η οποία προϋποθέτει φυσική εξουσίαση του κυρίου του δεσπόζοντος σε μέρη του δουλεύοντος και θέληση του οιονεί νομέα να ασκεί την εξουσίαση αυτή με διάνοια δικαιούχου, δηλαδή όπως αρμόζει σε κύριο δεσπόζοντος. (ΑΠ 1906/2017, ΑΠ  613/2016, 143/2015, ΑΠ 927/2011, Εφ. Λαρ.478/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Οι ενάγουσες εξέθεταν στην ως άνω από 24-1-2011 και με αριθμό κατάθεσης …../18-2-2011 αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι έχουν αποκτήσει µε παράγωγο τρόπο, δυνάµει των νομίμως μεταγεγραμμένων συµβολαίων γονικής παροχής, που αναφέρονται σε αυτήν, την κυριότητα ενός ακινήτου, που βρίσκεται στη νήσο Αίγινα στη θέση ….. συνολικού εμβαδού 3.837,19 τ.μ και περιγράφεται περαιτέρω σε αυτήν, σε ποσοστό 12,5/100 εξ αδιαιρέτου έκαστη. Ότι η εναγόµενη έχει αποκτήσει και αυτή µε παράγωγο τρόπο, δυνάµει των νομίμως μεταγεγραμμένων συμβολαίων πώλησης και αποδοχής κληρονοµίας, που επίσης αναφέρονται στην αγωγή, την κυριότητα του ίδιου ακινήτου σε ποσοστό 50/100 εξ αδιαιρέτου. Ότι το  έτος 1965, όλοι οι τότε συγκύριοι του ακινήτου, µεταξύ αυτών και οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων, συµφώνησαν µε την υπ΄αρ. …./23-12-1965 συµβολαιογραφική πράξη, που μεταγράφηκε νόμιμα, το χωρισµό της χρήσης του όλου ακινήτου σε τρία τµήµατα, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στην αγωγή. Ότι, τα έτη 1979-1980, ρυθµίστηκε η χρήση του κοινού ακινήτου, µε απόφαση για διάνοιξη κοινής διόδου που λήφθηκε από την πλειοψηφία των συγκυρίων, η οποία διανοίχθηκε µεταξύ των δύο όµορων τµηµάτων, ήτοι µεταξύ του ακινήτου αποκλειστικής χρήσης της δικαιοπαρόχου των εναγουσών και αυτού, που είχαν την αποκλειστική χρήση οι δικαιοπάροχοι της εναγόμενης, όπως αυτή (δίοδος) προσδιορίζεται στην αγωγή και ότι άρχισε έκτοτε να χρησιµοποιείται, µέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής, τόσο από τις ενάγουσες όσο και από την εναγόµενη. Ότι, το έτος 2007, η εναγόµενη άρχισε να αµφισβητεί, προβαίνοντας στις προσδιοριζόμενες με την αγωγή πράξεις, τη συγκυριότητα των εναγουσών επί του όλου ακινήτου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά, καθώς και την ύπαρξη της ως άνω κοινής διόδου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσαν ακολούθως, οι ενάγουσες. 1) να αναγνωρισθεί το δικαίωµά τους για ακώλυτη διέλευση από την προαναφερθείσα κοινή δίοδο, 2) να αναγνωρισθεί η συγκυριότητά τους επί του ενιαίου ακινήτου (των 3.837,19 τ.μ), 3) να αναγνωρισθεί ότι οι ../2007, …/2007 και …/2007 συµβολαιογραφικές πράξεις της συµβολαιογράφου Αίγινας ….., µε τις οποίες επιχειρήθηκε παράνοµη διανοµή – κατάτµηση (του ως άνω ακινήτου) είναι άκυρες, και οδηγούν στην καταστρατήγηση της πολεοδοµικής νοµοθεσίας και καταστροφή του περιβάλλοντος, και 4) να υποχρεωθεί η εναγόµενη να επαναφέρει τα πράγµατα στην προτέρα κατάσταση και να παύσει στο μέλλον να αμφισβητεί εμπράκτως την εξ αδιαιρέτου συγκυριότητά τους στο όλο ακίνητο και το δικαίωμά τους για ακώλυτη διέλευση από την κοινή δίοδο.

Με την από 5-8-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2012 προσεπίκληση, η εναγόμενη στην κύρια αγωγή, προσεπικάλεσε την καθ΄ής η  προσεπίκληση ………., να παρέμβει στην κύρια δίκη προς απόρριψη της αγωγής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Με την από 29-8-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2012 ανταγωγή, η αντενάγουσα (εναγόμενη στην κύρια αγωγή), στρεφόμενη κατά των εναγουσών της κύριας δίκης και της ως άνω καθ΄ής η προσεπίκληση εξέθετε, ότι το Δεκέμβριο του 1965 έλαβε χώρα αρχικά άτυπη διανομή μεταξύ των τότε συγκυρίων του ενιαίου ακινήτου, που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας αγωγής, κατόπιν δε, προς επίρρωση αυτής, συντάχθηκε η προαναφερθείσα υπ΄αρ. …./1965 συμβολαιογραφική πράξη διανομής του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι με βάση τη διανομή αυτή, οι δικαιοπάροχοί της (ήτοι οι αναφερόμενες στην ανταγωγή μητέρα της και θεία της), έλαβαν κοινό τμήμα, το οποίο στη συνέχεια διένειμαν άτυπα τον lούνιο του 1966 και έτσι προέκυψε ένα τμήμα 840,94 τ.μ, και άλλο ένα τμήμα 845,29 τ.μ. που περιγράφονται σ΄ αυτήν. Ότι, έκτοτε, οι δικαιοπάροχοί της, άρχισαν να νέμονται, εν γνώσει όλων των συγκυρίων, τα ως άνω τμήματα του εν λόγω ενιαίου ακινήτου με διάνοια αποκλειστικών κυρίων, όπως και οι λοιποί συγκύριοι έπραξαν με τα δικά τους τμήματα, ασκώντας τις αναφερόμενες στην ανταγωγή πράξεις νομής, ενώ ακολούθως συνέχισαν να νέμονται τα τμήματα αυτά και οι διάδοχοί τους. Ότι, με αυτόν τον τρόπο, η μητέρα της απέκτησε την κυριότητα του παραπάνω τμήματος των 840,94 τ.μ του ευρύτερου ακινήτου, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, αφού ασκούσε τις προαναφερθείσες πράξεις νομής σε αυτό, διανοία κυρίας, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών, μέχρι το θάνατό της στις 12-12-1986, και η αντενάγουσα, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, αποδεχόμενη την κληρονομία με την υπ΄αρ.  …/1994 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αρ. …/2007 πράξη διόρθωσης της συμβολαιογράφου Αίγινας ……., που μεταγράφηκαν νόμιμα, συνέχισε να ασκεί στο εν λόγω ακίνητο τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του, διανοία κυρίας, μέχρι και σήμερα. Ότι, επίσης, η δικαιοπάροχος της – θεία της απέκτησε την κυριότητα του έτερου προαναφερθέντος τμήματος των 845,29 τ.μ, του ενιαίου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, καθώς ασκούσε σε αυτό από το έτος 1966, τις επίσης προσδιοριζόμενες στην ανταγωγή πράξεις νομής, με διάνοια αποκλειστικής κυρίας, για διάστημα πέραν της εικοσαετίας. Ότι, το έτος 1994, μεταβίβασε στον αναφερόμενο στην ανταγωγή, υιό της την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω τμήματος, παρακρατώντας την επικαρπία, με το υπ΄αρ. …/1994 συμβόλαιο γονικής παροχής, της συμβολαιογράφου  Αθηνών …….. όπως αυτό διορθώθηκε με την υπ΄αρ. …./2007 συμβολαιογραφική πράξη διόρθωσης της συμβολαιογράφου Αίγινας ……, που έχουν νομίμως μεταγραφεί και του παρέδωσε τη νομή. Ότι, το έτος  2007, οι ως άνω θεία της και ο υιός αυτής, πώλησαν στην αντενάγουσα, δυνάμει του υπ΄αρ. …/2-7-2007 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου Αίγινας …….. που μεταγράφηκε νόμιμα, το ανωτέρω τμήμα τους των 845,29 τ.μ. και έτσι η αντενάγουσα το απέκτησε με παράγωγο τρόπο. Ότι, οι  δύο πρώτες αντεναγόμενες την έχουν αποβάλει από το τμήμα εμβαδού 46,62 τ.μ. που περιγράφεται στην ανταγωγή και ανήκει στο οικόπεδό της των 840,94 τ.μ,  καθώς επίσης, με την άσκηση της ως άνω κύριας αγωγής τους, αμφισβητούν την αποκλειστική κυριότητα αυτής στα ανωτέρω τμήματα του (προηγουμένως) ενιαίου ακινήτου, ενώ η τρίτη αντεναγόμενη είναι αποκλειστική κυρία έτερου τμήματος του πρώην ενιαίου ακινήτου. Ζητούσε δε ακολούθως, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, απορριπτομένης της κύριας αγωγής, να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία των ανωτέρω δύο οικοπέδων, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα στην κρινόµενη ανταγωγή της, να υποχρεωθούν οι δύο πρώτες αντεναγόµενες- ενάγουσες στην κύρια αγωγή, να της αποδώσουν ελεύθερο το προαναφερθέν επίμαχο τµήµα (46,62 τ.µ.) του οικοπέδου της των 840,94 τ.µ., από το οποίο την απέβαλαν παράνοµα και υπαίτια, να υποχρεωθούν  αυτές να επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και ειδικότερα να υποχρεωθούν να προβούν στην κατεδάφιση της κολώνας που έχουν κτίσει επί της οδού ….., στην αποξήλωση της σιδερένιας πόρτας που έχουν τοποθετήσει σ’ αυτήν, στην αφαίρεση της τσιµεντόστρωσης καθ’ όλο το τµήµα αυτό του οικοπέδου της και στην αποµάκρυνση όλων των υλικών της κατεδάφισης από αυτό, ενώ σε περίπτωση που δεν το πράξουν, να καταδικαστούν να της προκαταβάλουν το ποσό της δαπάνης που ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, προκειµένου να διενεργηθούν οι ανωτέρω πράξεις από την αντενάγουσα.

Τέλος, η ως άνω καθ΄ής η προσεπίκληση, με την από 4-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2013 κύρια παρέμβασή της, κατά όλων των διαδίκων της κύριας δίκης, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του αυτοτελούς οικοπέδου εμβαδού 847,50 τ.μ μετά της εντός αυτού διώροφης οικίας, που περιγράφεται σε αυτήν, την κυριότητα του οποίου απέκτησε με παράγωγο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην κύρια παρέμβαση, που αποτελεί τμήμα του αρχικού μείζονος ακινήτου των 3.837,19 τ.μ, (του οποίου οι ενάγουσες στην κύρια αγωγή ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριες).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, συνεκδίκασε την κύρια αγωγή, την προσεπίκληση, την ανταγωγή και την κύρια παρέμβαση, ερήμην της καθ΄ής η προσεπίκληση και τρίτης αντεναγόμενης και κατ΄αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Απέρριψε την αγωγή ως προς το ως άνω τρίτο αίτημά της περί αναγνώρισης ότι οι υπ ΄ αρ. …/2007, …/2007 και …/2007 ουµβολαιογραφικές πράξεις της συµβολαιογράφου Αίγινας ……., µε τις οποίες επιχειρήθηκε παράνοµη διανοµή – κατάτµηση είναι άκυρες, διότι οδηγούν στην καταστρατήγηση της πολεοδοµικής νοµοθεσίας και καταστροφή του περιβάλλοντος, ως αόριστο, όπως και το αίτημά της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, επίσης ως αόριστο. Ακόμη, απέρριψε την ανταγωγή ως προς την τρίτη αντεναγόμενη ως απαράδεκτη, καθώς και την προσεπίκληση ως μη νόμιμη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν. Ακολούθως δε, αφού έκρινε, κατά τα λοιπά, την αγωγή, την ανταγωγή και την κύρια παρέμβαση, ως ορισμένες και νόμιμες, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ έκανε δεκτές τόσο την ανταγωγή, όσο και την κύρια παρέμβαση, ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά τα επίσης ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται  οι ενάγουσες – αντεναγόμενες, ήδη εκκαλούσες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την ανάκλησή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε ‘’να γίνει δεκτή η αγωγή τους, ως προς το πρώτο αίτημά της περί αναγνώρισης του δικαιώματός τους χρήσης του επίδικου διαδρόμου, δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία’’ .

Από το αιτητικό αυτό της κρινόμενης έφεσης αλλά και από τα αναφερόμενα σε όλο το δικόγραφο αυτής, συνάγεται σαφώς ότι οι εκκαλούσες προσβάλλουν την εκκαλουμένη απόφαση, μόνο ως προς το τμήμα αυτής που απέρριψε την αγωγή τους κι όχι ως προς τα λοιπά κεφάλαια αυτής και ειδικότερα αυτό με το οποίο έκανε δεκτή την ανταγωγή της αντιδίκου τους – εναγόμενης στην κύρια αγωγή. Σύμφωνα δε με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από την έφεση (άρθρο 522 ΚΠολΔ), δηλ. εν προκειμένω, μόνο ως προς την απόρριψη της αγωγής των εναγουσών – εκκαλουσών σχετικά με το ως άνω αίτημά της, ενώ, περαιτέρω, δεν επιτρέπεται στην κατ΄ έφεση δίκη η μεταβολή της βάσης και του αιτήματος της αγωγής (άρθρο 526 ΚΠολΔ).        Στην ένδικη περίπτωση, η αγωγή είχε ως βάση τη συγκυριότητα των εναγουσών – εκκαλουσών στο προαναφερθέν μείζον ακίνητο και σε αυτή (συγκυριότητα) στηρίζονταν και το πρώτο αίτημά της, περί αναγνώρισής του δικαιώματός τους περί ακώλυτης διέλευσης από την επίμαχη κοινή δίοδο, κατόπιν κοινής συμφωνίας το έτος 1980 της πλειοψηφίας των συγκυρίων περί χρήσης αυτής ως διόδου, και όχι στην πραγματική δουλεία διόδου που αποκτήθηκε με έκτακτη χρησικτησία. Τέτοιο αίτημα που να στηρίζεται στην απόκτηση δικαιώματος δουλείας διόδου, δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή, δεδομένου μάλιστα ότι, δουλεία μπορεί να συσταθεί μόνο επί αλλοτρίου πράγματος με βάση την αρχή ‘’ουδενί το ίδιον πράγμα δουλεύει’’, ενώ η δουλεία επί ιδίου πράγματος δεν έχει νόημα, όπως και η δουλεία υπέρ ενός τμήματος του ιδίου κτήματος, ανήκοντος σε έναν ή σε πολλούς εξ αδιαιρέτου, διότι ο κύριος ασκεί καθολική εξουσία επί του ιδίου πράγματος στην οποία περιλαμβάνεται και η μερική της δουλείας (Γ.Μπαλής Εμπράγματον δίκαιον εκδ. 1961 σελ. 271-272, Κ. Βαβούσκος Εμπράγματον δίκαιον εκδ.1986 σελ.329). Ο ισχυρισμός περί κτήσης εκ μέρους των εναγουσών, στο επίμαχο τμήμα, δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, με την αδιάλειπτη χρήση αυτού για διάστημα πέραν της εικοσαετίας, διανοία δικαιούχων διόδου, προβλήθηκε για πρώτη φορά από τις ενάγουσες της κύριας αγωγής, με τις προτάσεις τους, κατ΄ εκτίμηση αυτών, ως αντεναγόμενων στην ανταγωγή της εναγόμενης και μάλιστα επικουρικά, ως αντίκρουση της ανταγωγής αυτής, (όπως αναφέρεται και στην εκκαλουμένη) δηλ. σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι επ΄ αυτού του τμήματος απέκτησε αποκλειστική κυριότητα η δικαιοπάροχος της εναγόμενης – αντενάγουσας και ακολούθως η τελευταία. Γεγονός, όμως, που οι ίδιες (οι ενάγουσες) κατ΄αρχήν αρνούνταν, καθώς υποστήριζαν ότι υφίσταται συγκυριότητα τόσο δική τους όσο και της εναγόμενης, αλλά και της κυρίως παρεμβαίνουσας, επί όλου του ακινήτου και συνεπώς και επί της επίδικης διόδου και όχι αποκλειστική κυριότητα επί επιμέρους τμημάτων του αρχικού ενιαίου ακινήτου, όπως υποστήριζε η εναγόμενη – αντενάγουσα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη. Εφόσον, όμως, με την κρινόμενη έφεση δεν ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς το κεφάλαιό της που έκανε δεκτή την ανταγωγή, δεν μπορεί το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εξετάσει την ενδεχόμενη βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού (ένστασης) των αντεναγόμενων περί σύστασης δουλείας, που προβλήθηκε προς αντίκρουση της ανταγωγής και μπορούσε να οδηγήσει, σε περίπτωση παραδοχής του, στην απόρριψη αυτής, ως προς το σχετικό αίτημά της. Η αντιφατική δε αιτιολογία της εκκαλουμένης, που επικαλούνται οι εκκαλούσες στο δεύτερο λόγο της έφεσής τους, δηλ. ότι, αν και δέχθηκε (στη σελ. 24 και 25 αυτής), ότι οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων αποδέχονταν τη διέλευση αυτών από την εν λόγω δίοδο, ήδη από το έτος 1980 (χωρίς την αμφισβήτηση της αυτοτελούς κυριότητας και νομής εκάστου των όμορων ακινήτων, εκατέρωθεν), εντούτοις απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί κτήσης πραγματικής δουλείας διόδου με χρησικτησία, αφορά, όπως προεκτέθηκε, την ανταγωγή και την αποδοχή αυτής,  από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιγή στην ουσία της, ενώ την είχε κρίνει νομικά βάσιμη, τη σχετική ένσταση των αντεναγόμενων – εναγουσών ήδη εκκαλουσών. Ως προς την οποία (ανταγωγή), όμως, όπως επίσης προεκτέθηκε, δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη, ώστε να μπορέσει το παρόν δικαστήριο να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της ως άνω ένστασης, που προβλήθηκε στα πλαίσια αυτής, (ανταγωγής), ακόμη κι αν πράγματι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την απόρριψη αυτής (ένστασης).

Οι ενάγουσες – εκκαλούσες μεταβάλλουν, για πρώτη φορά, στη δευτεροβάθμια δίκη, με την κρινόμενη έφεσή τους, μη επιτρεπτώς, κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα, τόσο τη βάση και το αίτημα της αγωγής τους ζητώντας ‘’να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως προς το αίτημά της περί αναγνώρισης τους δικαιώματός τους χρήσης του επίδικου διαδρόμου, διακαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία’’ , ενώ κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το πρώτο αίτημα της αγωγής δεν ήταν αυτό, αλλά διαφορετικό και συγκεκριμένα ‘’να αναγνωρισθεί το δικαίωμα των εναγουσών ακώλυτης διέλευσης από την κοινή δίοδο, μεταξύ του τμήματος αποκλειστικής χρήσης της δικαιοπαρόχου τους ……. και του τμήματος της δικαιοπαρόχου της εναγόμενης …….., που συμφωνήθηκε από το έτος 1980 και εφαρμόστηκε (…), το οποίο εκτείνεται και στα δύο όμορα εξ αδιαιρέτου ακίνητα…’’ Δεν τίθεται δε θέμα ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον αντίστοιχο κανόνα δικαίου από το δικαστήριο, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες, διότι εδώ πρόκειται για διαφορετική βάση της αγωγής και διαφορετικό αίτημα, που ούτε επικουρικά είχε πρωτοδίκως αναφερθεί στην αγωγή τους, ούτε και στις προτάσεις επ΄αυτής (παρά μόνο στις προτάσεις τους ως ένσταση, προς αντίκρουση της ανταγωγής, η παραδοχή της οποίας, όμως, με την εκκαλουμένη, όπως πολλάκις αναφέρθηκε, δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση, οπότε δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από το  δικαστήριο τούτο). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αγωγή περιείχε και αίτημα, επικουρικά, περί κτήσης, εκ μέρους των εναγουσών, δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμει ακώλυτης διέλευσης από την επίμαχη εδαφική λωρίδα, πέραν της 20 ετίας, το αίτημα αυτό, πάσχει από αοριστία, διότι δεν συνδυάζεται με την επίκληση του πνευματικού στοιχείου της οιονεί νομής με διάνοια δικαιούχων εμπράγματου δικαιώματος δουλείας διόδου, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω δικαιώματος, αλλά αντιθέτως στην αγωγή αναφέρεται ότι οι ενάγουσες είχαν δικαίωμα νομής στο σύνολο του ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη δίοδος (βλ. Εφ.Λαρ. 478/2003,ο.π).

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, η ασκηθείσα έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 522, 526, 527 ΚΠολΔ και όσα  εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος των εκκαλουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), καθώς επίσης θα διαταχθεί η εισαγωγή του, κατατεθέντος από τις εκκαλούσες, παραβόλου της έφεσης , το δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3εδ.ε ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥ

Δικάζει, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση, κατά της υπ΄αρ. 5094/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του, κατατεθέντος από τις εκκαλούσες, παραβόλου της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Μαΐου 2019  και Δηµοσιεύθηκε στις  24 Ιουλίου  2019, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

             Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ