Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 438/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     438/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 10-9-2018 και με Γ.Α.Κ. …/11-10-2018 και Ε.Α.Κ. …/11-10-2018 έφεση των ολικά ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων κατά της με αριθ. 2208/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων, επί της από 22-12-2016 και με Γ.Α.Κ. …/23-12-2016 και Ε.Α.Κ. …./23-12-2016 αγωγής των εναγόντων, με την οποία αυτοί, με επίκληση των διατάξεων περί αδικοπραξιών, ζητούν να καταδικαστούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν τα αναφερόμενα ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της υπόθεσης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11-10-2018 (με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …/11-10-2018) προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα) αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 8-5-2018, αφού η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 17-4-2018, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της  καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.)

Με την από 22-12-2016 και με Γ.Α.Κ. …/23-12-2016 και Ε.Α.Κ. …/23-12-2016 αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες ………. εκθέτουν ότι ο πρώτος είναι πατέρας, η δεύτερη μητέρα και ο τρίτος αδελφός του ……., ο οποίος σκοτώθηκε την 4-1-2015 από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων (Κράτους της Λιβύης και Λιβυκής εταιρίας «……..»), όταν το υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιο A. στο οποίο επέβαινε ναυτολογημένος ως δόκιμος μηχανής, ενώ ήταν αγκυροβολημένο περίπου δυο ναυτικά μίλια έξω από το λιμένα DERMA της Λιβύης, δέχθηκε παράνομα επίθεση, με ρίψη ρουκετών από αέρος, από αεροσκάφος της πολεμικής αεροπορίας του πρώτου εναγομένου, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι το άνω δεξαμενόπλοιο, πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η εταιρία «…….» που εδρεύει στους νήσους Μάρσαλ και διαχειρίστρια αυτού η εταιρία «……» που εδρεύει στην Αθήνα, κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ναυλωμένο στη δεύτερη εναγόμενη Λιβυκή εταιρία πετρελαιοειδών προκειμένου να εκτελεί συνεχόμενα ταξίδια μεταφοράς πετρελαίου από τους λιμένες φόρτωσης Zarvia, Marsa El Brega και Tobruk προς τους λιμένες εκφόρτωσης Derna, Khoms, Misurata και Benghazi, απάντων ευρισκομένων εντός της επικράτειας του πρώτου εναγομένου. Ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, που ελέγχεται απόλυτα από το Λιβυκό δημόσιο, όφειλε με βάση το ναυλοσύμφωνο να εξασφαλίζει ότι οι άνω λιμένες στους οποίους θα προσέγγιζε το πλοίο θα ήταν ασφαλείς γι’ αυτό, για το πλήρωμα και για το φορτίο. Ότι η ίδια γνώριζε ότι η ευρύτερη περιοχή όπου έλαβε χώρα το ανωτέρω ατύχημα ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο θέατρο συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων για τον έλεγχο της εξουσίας στη Λιβύη και ότι κατά την προσέγγιση του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα υπήρχε κίνδυνος αεροπορικής επίθεσης από την πολεμική αεροπορία του πρώτου εναγομένου, σε περίπτωση που θεωρούνταν ότι το πλοίο μετέφερε όπλα, πυρομαχικά ή άλλα εφόδια για την αντίπαλη παράταξη. Ότι συνακόλουθα όφειλε η δεύτερη εναγόμενη είτε να μην κατευθύνει το πλοίο στον άνω λιμένα (Derna), είτε να εξασφαλίσει ότι η προσέγγιση, παραμονή και αναχώρησή του απ’ αυτό θα γινόταν σε συνθήκες ασφαλείας, ενημερώνοντας έγκαιρα το αρχηγείο της πολεμικής αεροπορίας του πρώτου εναγομένου ότι ήταν η ναυλώτρια του πλοίου και ότι η αγκυροβολία του στον άνω λιμένα αποσκοπούσε μόνο στην εκφόρτωση πετρελαίου για λογαριασμό της. Ότι η ίδια είχε και νόμιμη υποχρέωση λήψης μέτρων επιμελείας απέναντι στο πλοίο ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε κίνδυνος για τη ζωή των μελών του πληρώματός του, καθώς εκείνη  το κατηύθυνε στο συγκεκριμένο λιμένα, έχοντας μάλιστα ενημερωθεί προηγουμένως από τον πλοίαρχο αυτού ότι στις 19-9-2014 μια ή δυο βόμβες πολεμικών αεροσκαφών του πρώτου εναγομένου είχαν ριφθεί σε απόσταση δυο περίπου ναυτικών μιλίων από το σημείο του άνω λιμένος όπου αυτό ήταν αγκυροβολημένο και ανέμενε να εισέλθει στη θέση πρόσδεσης για εκφόρτωση. Ότι νόμιμη υποχρέωση λήψης μέτρων επιμέλειας απέναντι στο πλοίο είχε και το πρώτο εναγόμενο, ο χειριστής του πολεμικού αεροσκάφους του οποίου ενήργησε είτε με δική του πρωτοβουλία λόγω απειρίας / πλημμελούς εκπαίδευσης / απειθαρχίας, είτε δέχτηκε εντολές των προϊσταμένων του στο Αρχηγείο Πολεμικής Αεροπορίας του πρώτου εναγομένου για απροειδοποίητη προσβολή του πλοίου από αέρος, με άμεση πρόθεση να προκαλέσει το θάνατο μελών του πληρώματός του, παρότι δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι το πλοίο εμπλεκόταν αμέσως ή εμμέσως στην πολεμική αντιπαράθεση και ενώ βρισκόταν σε σημείο της αιγιαλίτιδας ζώνης της Λιβύης όπου το πρώτο εναγόμενο δεν είχε απαγορεύσει προσωρινά τη διέλευση για λόγους ασφαλείας. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου του υιού τους οι δύο πρώτοι και του αδερφού του ο τρίτος: α) το ποσό των 400.000,00 ευρώ σε έκαστο των δυο πρώτων και β) το ποσό των 200.000,00 ευρώ στον τρίτο, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησαν να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων, η με αριθ. 2208/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή και ως προς τις δυο εναγόμενες ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω Δικαστηρίου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, έγινε δεκτό: α) ότι το πρώτο εναγόμενο Λιβυκό κράτος απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας, διότι κατά την αντίληψη της ελληνικής έννομης τάξης η αποδιδόμενη σ’ αυτό συμπεριφορά αποτελεί κυριαρχική πράξη του και δεν υπάγεται στη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, ούτε προέρχεται από ιδιωτικού δικαίου σχέσεις και β) ότι και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία δεν δύναται να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου: 1) με βάση της έδρα της (άρθρο 25 παρ. 2 Κ.ΠολΔ), αφού αυτή φέρεται ότι εδρεύει στην Τρίπολη της Λιβύης, όπου ασκείται η πραγματική της διοίκηση, 2) με βάση τον τόπο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη [άρθρο 35 Κ.Πολ.Δ. και διατάξεις Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που ήδη αντικαταστάθηκε με τον Κανονισμό 1215/2012 της Ε.Ε. «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»)], αφού η δεύτερη εναγομένη φέρεται να έχει πραγματική έδρα στην Τρίπολη της Λιβύης και το ζημιογόνο γεγονός να έλαβε χώρα στο λιμένα Derma της Λιβύης, 3) με βάση τον τόπο κατοικίας των εναγόντων (Κηφισιά), όπου αυτοί αισθάνθηκαν θλίψη και στεναχώρια ως συνέπεια του ανωτέρω επελθόντος στην αλλοδαπή θανάτου του οικείου τους, διότι κρίθηκε ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ο τόπος αυτός ως ο τόπος όπου επήλθε η ζημία των εναγομένων και 4) με βάση λόγους δημοσίας τάξεως, διότι ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι το πρώτο εναγόμενο αποτελεί ένα ασύντακτο πολιτικά και διοικητικά κράτος, με επικίνδυνη ή και αδύνατη για τους ενάγοντες την προσφυγή στη δικαιοσύνη, προβλήθηκε αόριστα, ενώ τέτοια κατάσταση του πρώτου εναγομένου δεν αποτελεί γεγονός πασίδηλο κατά την έννοια του άρθρου 336 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ούτε είναι σε γνώση του Δικαστηρίου. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες, έχοντες έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθέντες διάδικοι, με την κρινόμενη έφεσή τους, ζητώντας, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής τους ως βάσιμης κατ’ ουσία και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της ως βάσιμη κατ’ ουσία.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κ.Πολ.Δ. (που είναι εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση, αφού το πρώτο εναγόμενο δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν συντρέχει περίπτωση διεθνούς αποκλειστικής δικαιοδοσίας κατά τον Κανονισμό ΕΚ 1215/2012), στη δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας αρκεί να συντρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (22-26 Κ.Πολ.Δ.) ή ειδική (27-40 Κ.Πολ.Δ.) δωσιδικία. Έτσι, υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων όταν ο εναγόμενος κατοικεί (22 Κ.Πολ.Δ.) ή διαμένει (23 Κ.Πολ.Δ.) στην Ελλάδα (εφόσον βέβαια δεν έχει κατοικία στην αλλοδαπή), όταν η εναγόμενη εταιρία έχει την πραγματική της έδρα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα ή έχει ιδρύσει στην Ελλάδα γραφεία με χαρακτήρα de facto υποκαταστήματος (άρθρο 25 Κ.Πολ.Δ.), όταν ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου την κατοικία του ή τη διαμονή του στην Ελλάδα (άρθρο 30 Κ.Πολ.Δ.), όταν έχει ασκηθεί συναφής αγωγή στην Ελλάδα (άρθρο 31 Κ.Πολ.Δ.), όταν ο τόπος καταρτίσεως ή εκπληρώσεως της δικαιοπραξίας είναι η Ελλάδα (άρθρο 33 Κ.Πολ.Δ.), όταν το ποινικό αδίκημα τελέσθηκε στην Ελλάδα (άρθρο 35 Κ.Πολ.Δ.), όταν κάτοικος αλλοδαπός ενάγεται στην Ελλάδα μαζί με κάτοικο ημεδαπής ή με άλλον ομόδικο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει ειδική δωσιδικία (άρθρο 37 Κ.Πολ.Δ.), όταν υπάρχει στην Ελλάδα περιουσιακό στοιχείο του εναγομένου (άρθρο 40 Κ.Πολ.Δ.), αλλά και όταν η δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων επιβάλλεται από λόγους δημοσίας τάξης, επειδή υφίσταται αδυναμία προσφυγής στο φυσικό Δικαστή και η απόκρουση της ημεδαπής δικαιοδοσίας θα αναιρούσε ουσιαστικά την έννομη προστασία του διαδίκου (Νίκα, σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 3, αριθ. 1, σ. 21, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πατρ. 137/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων οι αλλοδαποί που απολαύουν του δικαιώματος της ετεροδικίας, εκτός αν πρόκειται για διαφορές του άρθρ. 29 Κ.Πολ.Δ. Τα πρόσωπα τα οποία απολαύουν του προνομίου της ετεροδικίας καθορίζονται από τη διεθνή σύμβαση της Βιέννης της 18ης Απριλίου 1961, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.δ. 503/1970, κατά πάσα δε αρχή του διεθνούς δικαίου το προνόμιο της ετεροδικίας έχουν οι αλλοδαπές πολιτείες, εφ’ όσον όμως ενεργούν ως κράτη (jure imperium), δηλαδή υπό την κυβερνητική τους ιδιότητα. Αντίθετα, όταν η αλλοδαπή πολιτεία ενεργεί στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή όταν δεν ενεργεί ως κράτος, αλλά ως δημόσιο (fiscus), δεν έχει το προνόμιο της ετεροδικίας, διότι στην περίπτωση αυτή δεν ασκεί πολιτειακή – κυβερνητική εξουσία, αλλά ενεργεί ως ιδιώτης (Εφ.Αθ. 1822/1992, ΕλλΔνη 34, 166, Σπυροπούλου, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 4η , παρ. V2 –ΙV, Μπέης, Πολ.Δικ, τ. Ι, 31-2, σ. 151). Πάντως η οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά τις κρατούσες στο διεθνές δίκαιο αρχές, ανήκει στον εγχώριο νομοθέτη, γιατί κατά το υφιστάμενο στάδιο, στο πεδίο σχέσεων της διεθνούς κοινότητας δεν υπάρχει υπερπολιτειακός νομοθέτης και συνεπώς, το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για πράξη άσκησης πολιτειακής εξουσίας που εκφράζει την κυριαρχία του κράτους ή για πράξη που αναφέρεται σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, κρίνεται κατά την lex fori από τα δικαστήρια της πολιτείας που επιλαμβάνονται της σχετικής διαφοράς, σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο (Α.Π. 1398/1986, Ελλ.Δνη 28, 1029), το οποίο όμως επηρεάζεται από τις διεθνείς συμβάσεις και από την εκεί διεθνή πρακτική, επικρατούντος του όρου της αμοιβαιότητας (Φραγκίστα, Ερμ. ΑΚ, Αρ. 126, εδ. 1,2). Δεν αποκλείεται όμως να κριθεί ότι ελλείπει η διεθνής δικαιοδοσία και για πράξεις ή ενέργειες της αλλοδαπής πολιτείας που ενεργεί ως fiscus, αν με τις δικαστικές ενέργειες είναι δυνατόν να επέλθει προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων του εναγομένου κράτους, οπότε το τελευταίο απολαύει και στις περιπτώσεις αυτές του προνομίου της ετεροδικίας (Εφ.Λαρ. 374/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 Κ.Πολ.Δ, τα δικαστήρια ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία.

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην ανωτέρω αγωγή, αποδίδονται στο πρώτο εναγόμενο κράτος της Λιβύης παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του που έλαβαν χώρα στη Λιβύη και συνδέονταν με την ενάσκηση πολιτειακής δημόσιας εξουσίας του (jure imperium), αφού η επικαλούμενη επίθεση με ρουκέτες πολεμικού αεροσκάφους του στο δεξαμενόπλοιο στο οποίο επέβαινε ναυτολογημένος ο οικείος των εναγόντων, ενώ αυτό ήταν αγκυροβολημένο έξω από λιμένα του πρώτου εναγομένου που δεν είχε καθοριστεί απ’ αυτό ως ζώνη προσωρινής απαγόρευσης διέλευσης για λόγους ασφαλείας, έγινε στα πλαίσια της κυριαρχικής δράσης του, στην αιγιαλίτιδα ζώνη του, μέσω της πολεμικής του αεροπορίας και όχι στα πλαίσια δράσης του ως δημοσίου (fiscus) στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Κατά συνέπεια το πρώτο εναγόμενο απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας, το οποίο και επικαλείται έναντι των εναγόντων και συνακόλουθα τα Ελληνικά Δικαστήρια στερούνται ως προς αυτό διεθνούς δικαιοδοσίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίον οι ενάγοντες αρνούνται ότι το πρώτο εναγόμενο απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι αυτό, ως ελέγχον απόλυτα τη ναυλώτρια του πλοίου δεύτερη εναγόμενη, ενήργησε εν προκειμένω στα πλαίσια σχέσης ιδιωτικού δικαίου, κατά την αθέτηση της συμβατικής  υποχρέωσης της τελευταίας να ειδοποιήσει έγκαιρα το αρχηγείο της Πολεμικής του Αεροπορίας ότι δεν υπήρχε λόγος το άνω πλοίο να θεωρηθεί ύποπτο και να αποτελέσει στόχο επίθεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, η δεύτερη εναγόμενη εδρεύει στην Τρίπολη της Λιβύης όπου ασκείται η πραγματική διοίκηση αυτής, ενώ το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ανωτέρω οικείου των εναγόντων επήλθε στο λιμένα της Derma της Λιβύης όπου η δεύτερη εναγόμενη φέρεται να προέβη εξολοκλήρου στην αξιόποινη πράξη της (παράλειψη λήψης μέτρων ασφαλείας του πλοίου που θα απέτρεπαν την επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος της προσβολής του από μαχητικό αεροσκάφος του πρώτου εναγομένου, για τη λήψη των οποίων η δεύτερη εναγόμενη είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από τη σύμβαση ναύλωσης του άνω πλοίου). Συνεπώς, δεν θεμελιώνεται δωσιδικία της έδρας της (άρθρο 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ούτε δωσιδικία του αδικήματος (άρθρο 35 Κ.Πολ.Δ.), αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τόπος όπου εκδηλώθηκε η ζημία από το αδίκημα εκείνος με τον οποίον ο δράστης δεν έχει ψυχικό σύνδεσμο (Νίκα, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 35, αριθ. 4, σ. 87) ή όπου επήλθε έμμεση ή απώτερη ή εξ αντανακλάσεως ζημία, ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (Α.Π. 1738/2009, Α.Π. 1551/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΔΕΚ 11-1-1990, Dumez, Συλλ.Νομ. 1990, Ι-49, ΔΕΚ 27-10-1998, Reunion europeenne SA, Συλλ.Νομ. 1998, Ι-6511, Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 35, αριθ. 6, σ. 88), όπως ο επικαλούμενος τόπος κατοικίας των εναγόντων (Κηφισιά Αττικής), όπου αυτοί αισθάνθηκαν θλίψη και στενοχώρια από το θάνατο στη Λιβύη του ανωτέρω οικείου τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίον οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου λόγω της δωσιδικίας του αδικήματος, διότι το μοναδικό αρχικό και άμεσο ζημιογόνο αποτέλεσμα από την αδικοπραξία των εναγομένων επήλθε στην Κηφισιά Αττικής όπου οι ίδιοι κατοικούν, ενόψει και του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν οι ενάγοντες, το πρώτον με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ότι υφίσταται εν προκειμένω διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων για λόγους δημόσιας τάξης, επειδή η Λιβύη δεν συνιστά συντεταγμένη και οργανωμένη πολιτεία λόγω εμπόλεμης κατάστασης από τον εμφύλιο μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων για τον έλεγχο όλης της χώρας, με συνέπεια να είναι επικίνδυνη και συνεπώς αδύνατη η προσφυγή τους στα αρμόδια Δικαστήρια της Τρίπολης της Λιβύης, όπου είναι αναγκαία η μετάβασή τους με τους μάρτυρές τους για να υποστηρίξουν την αγωγή τους. Aνεξάρτητα όμως από την αοριστία του άνω ισχυρισμού τους, επειδή δεν αναφέρουν εάν έπαυσαν να λειτουργούν τα Δικαστήρια της Τρίπολης της Λιβύης λόγω της εμπόλεμης σύρραξης και για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποφευχθεί η μετάβαση των ιδίων και των μαρτύρων τους στα Δικαστήρια αυτά προς υποστήριξη της αγωγής τους, ο άνω ισχυρισμός τους είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι η επικαλούμενη διάλυση των πολιτικών, διοικητικών και συνακόλουθα και δικαστικών δομών στο πρώτο εναγόμενο δεν διασταυρώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο απ’ αυτά που εισφέρθηκαν στη δίκη, κυρίως από τους ενάγοντες, οι οποίοι φέρουν και το δικονομικό βάρος απόδειξης του άνω ισχυρισμού τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το πρώτο εναγόμενο εμφανίζεται κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο να συνάπτει και να εκτελεί, μέσω κρατικών εταιριών του, οικονομικές συμφωνίες που επιφέρουν τα σκοπούμενα από τα μέρη αποτελέσματα, όπως η παραπάνω σύμβαση ναύλωσης, ήτοι εμφανίζεται να διατηρεί συγκροτημένη κρατική λειτουργία και οικονομική δραστηριότητα, όπως επιβεβαιώνεται και από τα εξής στοιχεία που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι: α) το από 28-11-2016 φύλλο της ηλεκτρονικής εφημερίδας «……..», στο οποίο περιγράφεται η επίσκεψη του Έλληνα υπουργού εξωτερικών στην Τρίπολη της Λιβύης δυόμισι περίπου μήνες πριν την άσκηση της αγωγής, προκειμένου να έχει συνομιλίες με τον πρωθυπουργό της αναγνωρισμένης από τους διεθνείς οργανισμούς  – κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA) και τον Υπουργό Εξωτερικών, β) το υπ’ αριθ. πρωτ. …./28-1-2019 ειδικό πληρεξούσιο του επισήμου συμβολαιογράφου της περιφέρειας του Εφετείου της Τρίπολης Λιβύης ………, με το οποίο ο αναπληρωτής πρόεδρος της διεύθυνσης δικαστικών υποθέσεων του κράτους της Λιβύης ……. εξουσιοδοτεί έλληνες δικηγόρους να εκπροσωπήσουν τους εναγόμενους στην παρούσα δίκη, γ) την υπ’ αριθ. …/4-1-2019 βεβαίωση προς το Δικαστήριο τούτο του Επιτετραμμένου της Πρεσβείας της Λιβύης ….. περί του ότι το αμέσως ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. …../28-1-2019 ειδικό πληρεξούσιο είναι έγκυρο σύμφωνα με τους νόμους της Λιβύης και μπορεί νομίμως να χρησιμοποιηθεί για την εκπροσώπηση του Λιβυκού κράτους και της Εθνικής Εταιρίας πετρελαίου της Λιβύης στην παρούσα δικαστική διαφορά, καθώς επίσης και ότι ο υπογράφων το άνω ειδικό πληρεξούσιο ……….., με την ιδιότητά του ως Αναπληρωτής Πρόεδρος της Διεύθυνσης Δικαστικών υποθέσεων του κράτους της Λιβύης, ενεργεί ως νόμιμος εκπρόσωπος του Λιβυκού κράτους και της Εθνικής Εταιρείας πετρελαίου της Λιβύης και έχει την αρμοδιότητα και την εξουσιοδότηση να τους εκπροσωπεί στα αλλοδαπά δικαστήρια και δ) τις υπ’ αριθ. 149/2015 και 1937/2017 αποφάσεις του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στις οποίες το αναιρεσίβλητο κράτος της Λιβύης εμφανίζεται να εκπροσωπείται από έλληνες πληρεξούσιους δικηγόρους. Περαιτέρω, δεν αποτελεί πασίδηλο κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 336 παρ. 1 K.Πολ.Δ, η επικαλούμενη από τους ενάγοντες αδυναμία τους να προσφύγουν στα αρμόδια Δικαστήρια της Τρίπολη Λιβύης λόγω διάλυσης των σχετικών κρατικών δομών του πρώτου εναγομένου από την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ διαφόρων αντιμαχόμενων ομάδων, καθώς δεν είναι τόσο πασίγνωστη τέτοια κατάσταση των Δικαστηρίων της Τρίπολης της Λιβύης, ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι είναι αληθινή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε κατ’ ουσία τον άνω ισχυρισμό των εναγόντων, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνακόλουθα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ηττηθέντες ενάγοντες με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της εξαιρετικά δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν για τη διαπίστωση της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων, ιδίως με βάση τη δωσιδικία του αδικήματος (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες, όπως προκύπτει από το με κωδικό ……… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση κατά της με αριθ. 2208/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Και            Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.            Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 11-7-2019 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 31-7-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ