Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 491/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκων στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων προς παροχή διευκρινίσεων.

 

Αριθμός απόφασης 491 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Ε.Τ

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η υπό κρίση από 5-3-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./2018) έφεση της εκκαλούσας, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 136/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και απέρριψε εξ ολοκλήρου την από 4-11-2013 (με αύξ. αριθμ. καταθ. …………/2013) αγωγή της ενάγουσας, κατά του εναγομένων, περί απόδοσης ασφαλίστρων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα  (άρθρα 495 § 3 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως το ποσό του παραβόλου που αυτό ορίζει, τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 § 2 του ν.4446/2016, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), δηλαδή εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, αφού δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της από ή προς την εκκαλούσα και έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (σχετ. e-παράβολο με κωδικό ………… και το από 19-3-2018 αποδεικτικό εξόφλησής του από την Εθνική Τράπεζα), ενώ από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη, αφού σημειωθεί ότι, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση (ΑΠ 287/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 929/2014, ΕΦΑΔ 2014.936).

Η εκκαλούσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση,  εξέθετε στην αγωγή της ότι δυνάμει της από 18-2-2005 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο, όπως αυτή τροποποιήθηκε διαδοχικά, η τελευταία ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων κλάδων με τρίτους και την είσπραξη των ασφαλίστρων, ως εντολοδόχος της. Ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θα θεωρούνταν παρακαταθήκη και αυτή θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης αυτής και του νόμου. Ότι κατά την εκτέλεσή της δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρώτης εναγομένης, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 21-3-2011, ύψους 63.703,69 ευρώ, όπως αυτό αποτυπώνεται στα πινάκια παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων αυτοκινήτων, που ενσωματώνονται στην αγωγή, μετά και την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειάς της, και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων, το οποίο δεν της έχει αποδώσει μέχρι σήμερα δια του νομίμου εκπροσώπου της, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής του. Ακολούθως, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις της, να αναγνωριστεί, κυρίως λόγω της μεταξύ τους σύμβασης και της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι της οφείλουν εις ολόκληρον το παραπάνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από τις 31-5-2011 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, ως μέσον εκτελέσεώς της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, απορρίφθηκε -ορθώς- η επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και το παρεπόμενο αίτημα περί προσωπικής κράτησης, ως νομικά αβάσιμα, και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά αυτή, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή της λόγους, αναγομένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, και την αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της. Σημειώνεται ότι για την πληρότητα της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου-και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων- για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων,  απαιτείται και αρκεί, κατ’άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό της προμήθειάς του, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος- ή ο πράκτορας ή ο μεσίτης ασφαλίσεων- όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΑθ 3785/2009  ΔΕΕ 2010.201). Έτσι, η κρινόμενη αγωγή, παρά τα όσα αντιθέτως υποστηρίζουν οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, και όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι πλήρως ορισμένη, αφού σαφώς αναφέρονται σε αυτήν όλα τα παραπάνω στοιχεία.

Περαιτέρω κατά το άρθρο 245 § 1 του ΚΠολΔ-που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση διαδικασία (άρθρο 524 § 1 του ΚΠολΔ) (ΑΠ 917/2010, ΕφΘεσ 2382/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 296/2010 ΕΝαυτ 2010.182), αλλά και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων [Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο) τόμος Β΄, σελ. 141]-το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση. Η, κατά την παραπάνω διάταξη, διατασσόμενη από το δικαστήριο αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο, δεν αποτελεί μεν αποδεικτικό μέσο, από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, αλλά αποσκοπεί σε συνδυασμό με τα άλλα νόμιμα μέσα, στην πληρέστερη διαφώτιση του δικαστηρίου, με την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων από τους διαδίκους, στα τυχόν αμφίβολα και διφορούμενα περιστατικά, που αποτέλεσαν αντικείμενο απόδειξης, ώστε μετά από τη συνεκτίμηση των διασαφήσεων, οι οποίες δόθηκαν, να διαγνωσθεί ασφαλέστερα η διαφορά, αφού, σε διαφορετική περίπτωση της μη δηλαδή δυνατότητας συνεκτίμησης των διασαφήσεων, η διάταξη του άρθρου 245 §  1 ΚΠολΔ θα ήταν κενή περιεχομένου (ΑΠ 396/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 917/2010 ό.π).

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης :  Δυνάμει της υπ’αριθμ. ……. σύμβασης πρακτόρευσης που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στις 18-2-2005, του δεύτερου εναγομένου συμβληθέντος ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη ευρισκόμενη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την υπ’αριθμ. 7/29-3-2011 απόφασή της (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ 3435/2-6-2011),  διόρισε τον δεύτερο εναγόμενο, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, ως ασφαλιστικό πράκτορά της στην περιφέρεια, όπου αυτός δραστηριοποιείτο ήδη επαγγελματικά, αντί προμήθειας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της. Στη συνέχεια με την από 8-1-2010 συμφωνία τους, τροποποιήθηκε η προβλεπόμενη προμήθειά του αναφορικά με τον κλάδο των αυτοκινήτων και των χερσαίων οχημάτων, με έναρξη ισχύος για τα συμβόλαια ή τις πρόσθετες πράξεις που επρόκειτο να εκδοθούν από την 1-2-2010 και εφεξής ενώ με την από 25-5-2010 νεώτερη συμφωνία τους, η σύμβαση τροποποιήθηκε σε σύμβαση συνεργασίας μεσιτείας ασφαλίσεων, χωρίς, ωστόσο, καμία μεταβολή στους όρους της. Άλλωστε, παρ’ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 Α § 1 του ν.1569/1985, ο μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο το οποίο κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού ασκεί διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής που καταβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει από την ασφαλιστική επιχείρηση την έγκριση των ασφαλιζομένων και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, όντας εντολοδόχος του εκάστοτε ασφαλιζόμενου, δεν αποκλείεται, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση, η ασφαλιστική εταιρεία να τον διορίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 211 και 713 επ του ΑΚ, ως πληρεξούσιό της για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και εντολοδόχο, οπότε αυτός, ήτοι ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητά του αυτή, θα αντιπροσώπευε την ενάγουσα στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους (ΑΠ 1329/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), εισπράττοντας παράλληλα για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει ο ίδιος τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων, εκδοθέντων από την ενάγουσα, έχοντας την υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, τα οποία θεωρούνταν ως παρακαταθήκη του ιδίου ευθυνόμενου ως θεματοφύλακα. Επομένως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, είχε την εντολή να εισπράττει και αποδίδει ασφάλιστρα, όντας εντολοδόχος της ενάγουσας, της σύμβασης παρακαταθήκης έχουσας παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Αυτός, κάθε δίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα, το αργότερα έως το τέλος του μήνα αυτού, άλλως θα υπολογιζόνταν επ’αυτού νόμιμος τόκος υπερημερίας και θα στοιχειοθετείτο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης από την ενάγουσα. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους, όφειλε να αποστείλει προς την εταιρεία για ακύρωση, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους, καθώς και εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον όρο 9. Η ακύρωση μπορούσε να γίνει μόνο από την εταιρεία, η οποία και ειδοποιούσε σχετικά τον δεύτερο εναγόμενο, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του. Αν ο ίδιος δεν τηρούσε την προβλεπόμενη διαδικασία, θα υποχρεούτο στην απόδοση ασφαλίστρων. Επίσης, για την περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από οποιοδήποτε μέρος, προβλέφθηκε ότι θα οφείλεται προμήθεια μόνον εφόσον είχαν εκδοθεί τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια και είχαν εισπραχθεί από την εταιρεία τα ασφάλιστρα. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήπτε με την ενάγουσα, εκτός από τα προβλεπόμενα εμπορικά βιβλία, ο δεύτερος εναγόμενος είχε, επίσης, υποχρέωση να τηρεί βιβλίο καταχώρησής τους. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, δεν μπορούσε να προβαίνει σε επιστροφές ασφαλίστρων χωρίς τη γραπτή εξουσιοδότηση της ενάγουσας. Η τελευταία, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του και για την τήρηση των υποχρεώσεών του, είχε την υποχρέωση να του παρέχει προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισπράττονταν πραγματικά και θα αφορούσαν σε ασφαλιστικές συμβάσεις που θα γίνονταν με τη διαμεσολάβησή του, καταβαλλόμενη μετά την απόδοση των ασφαλίστρων, και δεν αναγνωριζόταν στον ίδιο καμία άλλη πρόσθετη απαίτηση. Το ποσοστό αυτής, ανά κλάδο, οριζόταν συγκεκριμένα για ορισμένες περιπτώσεις σε σχετικό πίνακα, που ενσωματωνόταν στη σύμβαση, ενώ για λοιπούς κλάδους της δραστηριότητας της ενάγουσας, ορίστηκε ότι η προμήθεια θα καθορίζεται κατά περίπτωση, μη υπερβαίνουσα, όμως, τα όρια που θα καθόριζαν οι ανάλογες Υπουργικές Αποφάσεις. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών, για τις οποίες η προμήθεια οριζόταν σε συγκεκριμένο ποσοστό, συμπεριλαμβάνετο και η κάλυψη αυτοκινήτων, το οποίο ανερχόταν αρχικά σε 23 % και μετά την πρώτη τροποποίηση, σε 24 %. Συμφωνήθηκε ακόμη ότι ο εναγόμενος, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, είχε την υποχρέωση να αποστέλλει συστημένη επιστολή στην ενάγουσα, σχετικά με τις εγγραφές της στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματά της, άλλως θα θεωρείτο ότι αποδέχεται την ορθότητά τους. Από τη συνεργασία της ενάγουσας με την πρώτη εναγομένη, όπως αυτή εκπροσωπείτο από τον δεύτερο, μέχρι την 1-3-2011, πριν δηλαδή τη θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, φέρεται ότι προέκυψε χρεωστικό υπόλοιπο προς την ενάγουσα, ύψους 63.703,69 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στα πινάκια παραγωγής ασφαλιστικών συμβολαίων αυτοκινήτων, που ενσωματώνονται στην αγωγή. Μεταξύ των πινακίων αυτών περιλαμβάνονται και πινάκια ακυρωθέντων συμβολαίων με αρνητικό πρόσημο. Οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι την 1-2-2010 παραδόθησαν στην υπάλληλο της ενάγουσας, ………….., όλα τα πρωτότυπα συμβόλαια παραγωγής, με τη μεσολάβηση του δευτέρου, που βρίσκονταν σε ισχύ από την 1-5-2010 έως και τις 28-2-2011, γεγονός που βεβαιώνει και ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνεργάτης του δεύτερου εναγομένου, …………., ενώ προσκομίζεται και σχετική χειρόγραφη απόδειξη, όπου η προαναφερθείσα υπάλληλος φέρεται να βεβαιώνει την παράδοση των συμβολαίων θέτοντας την υπογραφή της και το όνομά της, υπό την έντυπη εταιρική επωνυμία. Η ενάγουσα, αν και επαναφέρει τον και πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της περί αρνήσεως της γνησιότητας της υπογραφής της εν λόγω υπαλλήλου, από τις υπεκφεύγουσες αποκρίσεις της στο δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις της, πιθανολογείται ότι υπήρχε πράγματι υπάλληλός της με αυτό το όνομα, γεγονός που δεν αρνείται ρητά, ανεξαρτήτως του εάν ήταν αρμόδια και για την παραλαβή εγγράφων για λογαριασμό της. Επομένως, πιθανολογείται ότι κατ’αρχήν έλαβε χώρα επιστροφή συμβολαίων, χωρίς αυτά να προσδιορίζονται. Οι εφεσίβλητοι μάλιστα διατείνονται ότι και στο παρελθόν είχε λάβει χώρα ακύρωση συμβολαίων, με την παράδοσή τους στην ίδια υπάλληλο. Επίσης, προσκομίζουν (ως σχετ.2) δελτία αποστολής της εκκαλούσας, σε κάθε φύλλο των οποίων υπάρχει πρωτότυπη υπογραφή υπό τη σφραγίδα της, τα οποία αφορούν το χρονικό διάστημα από την 1-5-2010 έως τις 31-5-2011, με ημερομηνία εκτύπωσής τους από τα εμπορικά της βιβλία τις 21-3-2011 και, κατά τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων, απεστάλησαν μετά την προσκόμιση προς ακύρωση όλων των παραπάνω συμβολαίων, προς επιβεβαίωση της ακύρωσής τους. Από την επισκόπησή τους και μόνον, ωστόσο, δεν μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια ούτε και σε βαθμό πιθανολόγησης, το συμπέρασμα ότι πρόκειται πράγματι για ακυρωθέντα συμβόλαια, καθώς σε αυτήν αναγράφονται συμβόλαια τα οποία φέρονται να εκδόθηκαν μετά την επικαλούμενη παράδοση, γεγονός που δεν συνάδει με τη μαζική ακύρωση όλων των συμβολαίων μέχρι την παραπάνω ημερομηνία. Ούτε η μάρτυρας που εξετάστηκε πρωτοδίκως με επιμέλεια της ενάγουσας και της επιδείχθηκαν τα εν λόγω δελτία, απάντησε με σαφήνεια ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ούτε και η ενάγουσα, που δεν αρνήθηκε την αποστολή τους αλλά και τη γνησιότητά τους, διατυπώνει κάποια σχετική παρατήρηση, διατεινόμενη μόνον ότι ακύρωση συμβολαίων την 1-2-2011 ήταν δυνατή μόνο για εκείνα που είχαν εκδοθεί το αργότερο έως την 1-12-2010. Αν, αντιθέτως, επρόκειτο όχι για ακυρωθέντα αλλά για συμβόλαια εν ισχύ, δεν διευκρινίζεται γιατί στη σχετική λίστα δεν έχουν συμπεριληφθεί και τα υπόλοιπα συμβόλαια που περιλαμβάνονται στην αγωγή, αφού τα ασφάλιστρα γι’αυτά οφείλονταν ήδη. Παράλληλα, δεν επεξηγείται από την πλευρά των εναγομένων, ο λόγος της μαζικής επιστροφής όλων ουσιαστικά των συμβολαίων, παραγωγής τους, ούτε και η μη αναγραφή τους σε σχετική λίστα, όπως απαιτούσε η στοιχειώδης επιμέλεια και συνηθίζεται σε συναλλαγές αυτού του είδους, ώστε να μην υφίσταται αμφιβολία για το ποιά ακριβώς συμβόλαια αφορούσε.

Με βάση όσα προεκτέθηκαν, ενόψει των αντικρουόμενων πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, αναγκαία κατά την κρίση του Δικαστηρίου καθίσταται λόγω των ελλιπών διασαφήσεων αυτών, ως προς τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς, χάριν της εντελούς διαγνώσεως της βασιμότητος των λόγων της έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται η κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής, η παροχή διασαφήσεων επί των εν λόγω ισχυρισμών και του πραγματικού υλικού. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα προς τα ανωτέρω, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως και να διαταχθεί όπως εμφανισθούν αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου η εκκαθαρίστρια της ενάγουσας και ο δεύτερος των εναγομένων, προς υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως. Ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων δεν τίθεται, λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-3-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../2018) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 136/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά, την έκδοση οριστικής αποφάσεως.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως της εκκαθαρίστριας και του δεύτερου εναγομένου, προς υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  30-8 2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ