Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 415/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  415/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Η κρινόμενη από 3.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/10.11.2017 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./9.2.2018 έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2121/2017 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ’αυτό δυνάμει της υπ’αριθμ.402/2016 απόφασης έτερου τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου, στο οποίο είχε παραπεμφθεί με την υπ’αριθμ.20164/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 11-8-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../2010 αγωγή της, σε βάρος της εναγομένης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ], αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ.
  2. II. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα ετερόρρυθμη εταιρεία, εξέθεσε στην από 11.8.2010 αγωγή της ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης αγόρασε από την προμηθεύτρια, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, κινέζικη εταιρεία πρώτη ύλη για την κατασκευή πλαστικών φιαλών εμφιάλωσης, που εμπορεύεται, αντί συνολικού καταβληθέντος τιμήματος με παράδοση στο λιμάνι Θεσσαλονίκης 8.000 δολαρίων ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του ναύλου μεταφοράς και των ασφαλίστρων του φορτίου, την μεταφορά του οποίου η προμηθεύτρια εταιρεία ανέθεσε στην αναφερόμενη κινέζικη εταιρεία, η οποία ανέθεσε στην εναγομένη εταιρεία την μεταφορά τούτου από το λιμάνι Πειραιά στο λιμάνι Θεσσαλονίκης και την παράδοση του στην παραλήπτρια ενάγουσα, προς εκτελωνισμό, εκδοθείσης της αναφερομένης φορτωτικής με μνεία της προπληρωμής του ναύλου από την Κίνα στην Θεσσαλονίκη, πλην όμως, όταν τα εμπορεύματα αφίχθησαν στις 19.4.2010 στον Πειραιά, η εναγομένη απαίτησε από την ενάγουσα την προηγούμενη καταβολή του ποσού των 1.214,75 ευρώ για έξοδα και παρασχεθείσες υπηρεσίες, προκειμένου να ενεργήσει την μεταφορά και παράδοση τους στην Θεσσαλονίκη, εκδίδοντας το αναφερόμενο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών και κατόπιν άρνησης αυτής να το καταβάλει, παρακράτησε παράνομα τα εμπορεύματα αρνούμενη να προβεί στην έκδοση διατακτικής για να διεκπεραιωθεί ο εκτελωνισμός τους, με συνέπεια να της προκαλέσει ζημία. Με αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζήτησε, με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, κατόπιν παραδεκτής παραίτησης από τα υπό στοιχεία β΄ και γ΄ αγωγικά κονδύλια διαφυγόντων κερδών, καθώς και από τα αιτήματα παράδοσης της διατακτικής και του φορτίου και υποχρέωσης της σε καταβολή ποσού 2.000 ευρώ για κάθε μήνα παρακράτησης του, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις πρωτόδικες προτάσεις της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, ως αποζημίωση, αφενός για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας, το ποσό των 6.153 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των εμπορευμάτων κατά τον χρόνο αγοράς, όπως προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, καθώς επίσης το ποσό των 12.000 ευρώ, που απαίτησε, ως αποζημίωση, με εξώδικη όχληση η αναφερόμενη εταιρεία, που είχε προβεί στην παραγγελία 5000 φιαλών, αντί τιμής 3 ευρώ έκαστη, με ημερομηνία παράδοσης στις 30.4.2010, που δεν εκπληρώθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης και επιπλέον το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη στην φήμη και την αξιοπιστία της, από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και συνολικά το ποσό των 28.153 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στα δικαστικά της έξοδα.

III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής, κρίθηκε ότι η συμπεριφορά της εναγομένης εταιρείας, με την ιδιότητα της υποπαραγγελιοδόχου μεταφοράς, υπεύθυνης για την μεταφορά του φορτίου από τον Πειραιά και την παράδοση του στον λιμένα Θεσσαλονίκης στην παραλήπτρια ενάγουσα, που δεν εξέδωσε διατακτική, αλλά παρακράτησε τα εμπορεύματα μετά την εκφόρτωση τους στο λιμάνι Πειραιώς για τη μη πληρωμή των κοστολογηθέντων στο ανωτέρω ποσό υπηρεσιών της, δεν ήταν παράνομη, ενώ η ενάγουσα κατέστη υπερήμερη δανείστρια, καθόσον επέμενε στην έκδοση της διατακτικής και δεν προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα για την πραγματοποίηση της διαμετακόμισης των εμπορευμάτων στην Θεσσαλονίκη, ούτως ώστε να διακόψει την εκτέλεση της υπομεταφοράς από την εναγομένη και να την καταστήσει υπερήμερη, ακολούθως δε απέρρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα ενάγουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

  1. IV. Ως συνδυασμένη (πολύτροπη ή πολύμορφη) μεταφορά πραγμάτων εννοιολογικώς προσδιορίζεται από την ημεδαπή νομολογία και θεωρία, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, η μεταφορά εκείνη, που αφορά εμπορεύματα, που μετατοπίζονται είτε εντός των εθνικών ορίων, είτε από χώρα σε χώρα και η οποία εκτελείται υπό ενιαία σύμβαση με περισσότερα είδη μεταφορικών μέσων σε οποιονδήποτε συνδυασμό τους, στα οποία τα εμπορεύματα μεταφορτώνονται για την εκτέλεση κάθε τμήματος της μεταφοράς (ΕφΠειρ 767/2009 ΔΕΕ 2010/82 = ΕΝαυτΔ 2009/372 = ΕΕμπΔ 2010/320 = ΠειρΝομ. 2010/73, ΕφΘεσ 1878/2004 ΕπισκΕΔ 2004/993, ΕφΠειρ 1168/1997 ΕΕμπΔ 1998/353 = ΕΝαυτΔ 1998/100, ΕφΑθ 8058/1995 ΔΕΕ 1996/293, ΕφΑθ 7715/1995 ΕπισκΕΔ 1996/683, ΕφΠειρ 176/1990 ΕλΔνη 1992/405, Ελ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, Η ευθύνη στη συνδυασμένη μεταφορά εμπορευμάτων [εθνική και διεθνή], 2000, § 2, σελ. 15, § 4, σελ. 26 επομ., η ίδια, Ζητήματα από τη διεθνή συνδυασμένη μεταφορά, σε ΕπισκΕΔ 2001/600 επομ. [602], Χρ. Χρυσάνθης, Η ευθύνη στη συνδυασμένη και μικτή μεταφορά εμπορευμάτων, σε Οδικές Μεταφορές – Σύγχρονα Ζητήματα, 2010, σελ. 187 επομ. [190], Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Η συνδυασμένη μεταφορά εμπορευμάτων στην ελληνική νομολογία, σε ΕπισκΕΔ 2001/585 επομ. [586]). Πρόκειται περί μεταφοράς με χρήση δύο ή περισσοτέρων ειδών μεταφορικών μέσων, που εκτελείται κατ’ αλληλοδιάδοχα τμήματα από περισσότερους μεταφορείς, η υλική δραστηριότητα των οποίων οργανώνεται (συνδυάζεται) από το, νομικό συνήθως, πρόσωπο που αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς και το οποίο διεθνώς αποκαλείται μεταφορέας συνδυασμένης μεταφοράς (multimodal transport operator, ΜΤΟ). Το πρόσωπο αυτό ενεργεί κατ’ επάγγελμα και με σύμβαση, που συνάπτει με τον αποστολέα ή τον παραλήπτη του προς μεταφορά φορτίου, είτε αναδέχεται τη μεταφορά συνολικά και κατ’ αποκοπή για δικό του λογαριασμό, την οποία και εκτελεί μέσω μεταφορέων με τους οποίους συναλλάσσεται ή τους οποίους έχει στις διαταγές του, οπότε ουσιαστικά πρόκειται για εργολάβο μεταφοράς (ΕφΘεσ 553/2008 Αρμ. 2010/367 = ΕΤρΑξΧρΔ 2010/936, ΕφΠειρ 407/2007 ΔΕΕ 2008/213 = ΕΕμπΔ 2008/127, ΕφΠειρ 1019/2005 ΔΕΕ 2006/75 = ΕΕμπΔ 2006/410, ΕφΠειρ 377/2003 ΕΝαυτΔ 2003/267 = ΔΕΕ 2004/65, Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1995/151) είτε αναλαμβάνει την εκτέλεση τμήματος μόνον της μεταφοράς το ίδιο και αναθέτει περαιτέρω την εκτέλεση των λοιπών σε άλλους ανεξάρτητους μεταφορείς συμβαλλόμενο μαζί τους στο δικό του όνομα και για λογαριασμό εκείνου που του ανέθεσε τη συνδυασμένη μεταφορά συντονίζοντας μάλιστα τη δράση τους (Ι.Ρόκας, Αστική ευθύνη στην οδική μεταφορά πραγμάτων, 1984, σελ. 13 επομ.) είτε, χωρίς να εκτελέσει το ίδιο κανένα τμήμα της μεταφοράς, αναλαμβάνει την ανεύρεση των κατάλληλων μεταφορέων και τη σύναψη μαζί τους συμβάσεων μεταφοράς στο όνομα του και για λογαριασμό του πελάτη του (ΑΠ 728/1994 ΕλΔνη 1996/136 = ΔΕΕ 1995/90, ΕφΘεσ 661/2007 ΕπισκΕΔ 2007/819), επιμελούμενο παράλληλα την οργάνωση της όλης μεταφοράς δια της παροχής υπηρεσιών συσκευασίας των εμπορευμάτων, φορτώσεως, μεταφορτώσεως, εκφορτώσεως και αποθήκευσης τους, εκτελωνισμού και παραδόσεως τους στον παραλήπτη (Ελ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, Η ευθύνη στη συνδυασμένη μεταφορά εμπορευμάτων [εθνική και διεθνή], 2000, § 5, ΙΙΙ, σελ. 69 επομ.). Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις ο μεταφορέας συνδυασμένης μεταφοράς (διαμεταφορέας) είναι κατ’ ουσίαν παραγγελιοδόχος μεταφοράς κατά την έννοια των άρθρων 95 επομ. ΕμπΝ (ΕφΠειρ 83/2004 ΔΕΕ 2004/435 = ΠειρΝομ 2004/78 = Δνη 2007/588) και ευθύνεται για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο βαθμό ευθύνης, που ευθύνεται και ο μεταφορέας, ως εγγυητής των πράξεων του (ΑΠ 1795/2012 ΕπισκΕΔ 2013/111, ΕφΠειρ 428/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τον οποίο, όμως, διαφέρει κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος την υλική πράξη της μεταφοράς, ενώ του παραγγελιοδόχου μεταφοράς η κύρια παροχή, που χαρακτηρίζει τη σύμβαση του με τον πελάτη του, είναι η ενέργεια νομικών πράξεων (ΕφΠειρ 1/2010 ΕΝαυτΔ 2010/339, ΕφΠειρ 631/2007 ΕΝαυτΔ 2008/26, ΕφΠειρ 28/2001 ΔΕΕ 2001/401 = ΠειρΝομ. 2001/281 = ΕΕμπΔ 2002/123 = ΕπισκΕΔ 2001/947, Κ. Παμπούκης, Διάκριση της παραγγελίας μεταφοράς από τη μεταφορά, σε ΕπισκΕΔ 1998/171 επομ., Κ. Ρόκα, Η σύμβασις μεταφοράς και η σύμβασις παραγγελίας μεταφοράς, σε Μελέται Εμπορικού Δικαίου, τόμος δεύτερος, 1971, σελ. 504 [506]). Πάντως, εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς με τον παραγγελέα δεν είναι το αν ο πρώτος θα εκτελέσει τη μεταφορά με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά το γεγονός της ενέργειας της μεταφοράς στο όνομα του, η οποία εμφανίζεται έτσι προς τα έξω και, ειδικότερα, προς τον παραγγελέα, ως υπόθεση του παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (ΑΠ 1669/2011 ΕπισκΕΔ 2012/348 = ΕΕμπΔ 2012/866, ΑΠ 304/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 5439/2013 ΔΕΕ 2013/1188, ΜονΕφΑθ 759/2014 ΔΕΕ 2014/264). Η σύμβαση αυτή (σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς δια γης ή δια των εσωτερικών υδάτων) αποτελεί ειδικότερη μορφή της σύμβασης παραγγελίας των άρθρων 90 επομ. του ΕμπΝ (Κλ. Ρούσσου, Η σύμβαση παραγγελίας, σε ΕΕμπΔ 1991/574 επομ., Α. Λουκόπουλου, Η παραγγελία, 1954), οι ρυθμίσεις του οποίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και ως προς το θαλάσσιο τμήμα της συνδυασμένης μεταφοράς, δεδομένου ότι ούτε στον ΚΙΝΔ ούτε στη Σύμβαση Χάγης – Βίσμπυ περιλαμβάνονται διατάξεις για τους παραγγελιοδόχους, που μεσολαβούν στη ναύλωση ή τη θαλάσσια μεταφορά (ΑΠ 928/2011 ΕΕμπΔ 2011/880 = ΧρΙΔ 2012/203 = ΕπισκΕΔ 2012/332 = ΔΕΕ 2012/800, ΑΠ 89/2005 ΕλΔνη 2005/1453, ΤριμΕφΠειρ 112/2012 ΕΝαυτΔ 2012/197 = ΕΕμπΔ 2012/930 = ΔΕΕ 2012/962, ΜονΕφΠειρ 54/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς αναλαμβάνει με σύμβαση που συνάπτει με τον παραγγελέα (συνήθως τον αποστολέα ή φορτωτή των εμπορευμάτων) και έναντι αμοιβής (προμήθειας) να εξεύρει μεταφορέα και να καταρτίσει μαζί του σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων στο δικό του μεν όνομα, για λογαριασμό όμως του αντισυμβαλλομένου του – παραγγελέα (ΑΠ 1319/2011 ΧρΙΔ 2012/524, ΕφΠειρ 715/2012 ΔΕΕ 2013/159, Κ. Παμπούκης, σημείωμα σε ΕπισκΕΔ 2008/766, Σπ. Ψυχομάνης, Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, σε ΕΕΝ 1987/325 επομ. [326]), στον οποίο μεταφέρονται τελικά τα οικονομικά αποτελέσματα της δραστηριότητας του παραγγελιοδόχου με βάση τη σχέση που συνδέει τους συμβαλλόμενους, κατά τρόπον ώστε η μεταφορά των πραγμάτων να πραγματοποιείται με ωφέλεια και δαπάνες του παραγγελέα (Λ.Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, τόμος 1, τεύχος 1, 1984, σελ. 51). Η ίδια σύμβαση, που κατά τη νομική της φύση αποτελεί μίσθωση έργου αλλά και αναλήψεως της επιμέλειας υποθέσεων άλλου, καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών και για την εγκυρότητα της δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου (Σπ.Ψυχομάνης, ο.π., σελ. 327, Ελ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ο.π., σελ. 67, Θ. Μητρούλης, Δίκαιο χερσαίων μεταφορών, 1983, αρ. 404, σελ. 470), επ’ αυτής δε συμπληρωματική εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ΑΚ για τη σύμβαση έργου και την εντολή των άρθρων ΑΚ 681 επομ. και 713 επομ., οι τελευταίες σε συνδυασμό προς το άρθρο 91 ΕμπΝ (Μ. Πατεράκης, Η παραγγελία μεταφοράς, 2002, σελ. 45, Κλ. Ρούσσος, ο.π., σελ. 584), κατά περίπτωση δε, όταν ο παραγγελέας δεν είναι και παραλήπτης, εφαρμόζονται και οι περί συμβάσεως υπέρ τρίτου διατάξεις των άρθρων 410 επομ. του ιδίου Κώδικα (Αλ.Κιάντου –  Παμπούκη, Στοιχεία του δικαίου της χερσαίας μεταφοράς, 1989, σελ. 121), αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια κατ’ άρθρο 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΑΠ 1795/2012 ο.π., ΑΠ 1319/2011 ο.π., ΑΠ 1628/2001 ΕΕμπΔ 2002/66, ΤριμΕφΑθ 353/2015 ΔΕΕ 2015/401 = ΕφΑΔ 2015/242, ΜονΕφΑθ 1598/2015 ΔΕΕ 2015/743, ΜονΕφΑθ 759/2014 ΔΕΕ 2014/264), όπως ακριβώς λειτουργεί, άλλωστε, και η σύμβαση μεταφοράς, όταν ο παραλήπτης δεν είναι συμβαλλόμενος (ΑΠ 1538/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 1130/2011 ΔΕΕ 2011/830, ΕφΑθ 1070/2005 ΔΕΕ 2005/986, Θ.Μητρούλη, Ο παραλήπτης εν τη συμβάσει χερσαίας μεταφοράς, σε ΕΕΝ 1959/838 επομ. [840]). Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, στο πλαίσιο της σχέσης εμπιστοσύνης με τον αντισυμβαλλόμενο του, παραγγελέα, διατηρεί ελευθερία επιλογής του μεταφορέα, του μεταφορικού μέσου και του δρομολογίου και καθορίζει γενικά τον τρόπο και τις λεπτομέρειες της μεταφοράς (ΕφΠειρ 167/2010 ΔΕΕ 2010/826 = ΕΝαυτΔ 2010/172 = ΕΕμπΔ 2010/685, ΕφΑθ 3021/2001 ΕπισκΕΔ 2002/180, ΕφΑθ. 1316/1990, Δνη 1991/187). Επειδή δε η κύρια συμβατική υποχρέωση του κατευθύνεται στη σύναψη συμβάσεως ιδίω ονόματι, δηλαδή στη μη παραγωγή συνεπειών άμεσης αντιπροσώπευσης σε βάρος του παραγγελέα (Α.Λουκόπουλος, ο.π., σελ. 186), ο τελευταίος δεν συνδέεται συμβατικά και δεν ευθύνεται για την αμοιβή των μεταφορέων, με τους οποίους συμβάλλεται ο παραγγελιοδόχος στο δικό του όνομα, αναλαμβάνοντας και την αντίστοιχη υποχρέωση (ΕφΠειρ 240/2004 ΔΕΕ 2004/673). Η παραγγελία μεταφοράς, λόγω του χαρακτήρα της ως αμφοτεροβαρούς σύμβασης (Μ. Πατεράκης, ο.π., σελ. 24), παράγει εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η κύρια υποχρέωση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι η κατάρτιση της σύμβασης μεταφοράς των πραγμάτων με το μεταφορέα, καθώς και η διεκπεραίωση όλων των σχετικών με τη μεταφορά εργασιών, ανάλογα με τις ειδικότερες συμφωνίες του με τον παραγγελέα, όπως λ.χ. η παραλαβή των εμπορευμάτων πριν τη μεταφορά, η συσκευασία και αποθήκευση τους μέχρι την έναρξη της μεταφοράς, η φόρτωση, μεταφόρτωση και εκφόρτωση τους, ο εκτελωνισμός και η κανονική παράδοση τους στον τελικό παραλήπτη, με την οποία περατώνεται η σύμβαση μεταφοράς (ΕφΠατρ 178/1991 ΕλΔνη 1992/1502, Κ.Οικονομόπουλος, Η παράδοση του φορτίου κατά το δίκαιο των μεταφορών, σε ΕΜετΔ 2002/17 επομ.), επομένως και η σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, σύμφωνα άλλωστε με τη φύση και το σκοπό της, ως γνήσιας υπέρ του παραλήπτη, ως τρίτου, κατά τα προαναφερθέντα, συμβάσεως. Με συμφωνία των μερών είναι δυνατόν το βάρος της απευθείας παραλαβής των πραγμάτων στον τόπο προορισμού τους να φέρει ο παραγγελέας, ιδίως αν αυτός είναι ο τελικός παραλήπτης, οπότε περιορίζεται αντίστοιχα η συναφής υποχρέωση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς προς το μεταφορέα (Λ.Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, τόμος 2 – Οι εμπορικές πράξεις, τεύχος 2 – Συμβάσεις, 1991, § 17, ΙΙ, αρ. 4, σελ. 341). Σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς με χρήση εμπορευματοκιβωτίων (containers), πλην αντιθέτου συμφωνίας, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς μεριμνά για την εξεύρεση τους και την συσκευασία του φορτίου εντός αυτών, τα οποία, συνήθως, του παρέχει κατά χρήση ο θαλάσσιος μεταφορέας όχι σε εκτέλεση αυτοτελούς σύμβασης μισθώσεως πράγματος αλλά της ίδιας της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, στα πλαίσια της οποίας η δια θαλάσσης μεταφορά αποτελεί την κύρια παροχή του και η διάθεση των εμπορευματοκιβωτίων τη δευτερεύουσα, που απορροφάται από την πρώτη, με αποτέλεσμα οι εκατέρωθεν παραγόμενες υποχρεώσεις και τα αντίστοιχα δικαιώματα να διέπονται από το νομικό πλαίσιο της κύριας παροχής που χαρακτηρίζει συνολικά τη (μικτή) σύμβαση (ΜονΕφΠειρ 37/2015 ΠειρΝομ 2015/359, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 129, σελ. 176, υποσ. 1, ο ίδιος, παρατηρήσεις κάτω από την ΜΠΠειρ 167/2002 ΝαυτΔνη 2002/136, Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, 1992, σελ. 18, Γ. Σχινά, Μικταί Συμβάσεις, 1962, σελ. 30 επομ.). Έτσι, οφειλέτης του ανταλλάγματος για την κατά τη διάρκεια της μεταφοράς παραχώρηση της χρήσης των εμπορευματοκιβωτίων είναι ο παραγγελιοδόχος, που συμβλήθηκε με το μεταφορέα και όχι ο παραγγελέας, που δε συνδέεται συμβατικά με αυτόν. Αντιστοίχως, ο παραγγελέας υποχρεούται κυρίως μεν να καταβάλει στον παραγγελιοδόχο τη συμφωνημένη ή συνήθη αμοιβή, που μπορεί να συνίσταται είτε στη διαφορά του ποσού που έλαβε από τον παραγγελέα και του καταβληθέντος στο μεταφορέα, είτε σε προμήθεια επί της αμοιβής της μεταφοράς ή της αξίας των μεταφερομένων εμπορευμάτων (ΕφΑθ 1432/1987 ΕΕμπΔ 1988/251, 605 = ΕΜετΔ 3/315 = ΕΜετΔ 4/305) και, δευτερευόντως, αν μεν είναι αποστολέας να παραδώσει το πράγμα προς μεταφορά, αν δε είναι παραλήπτης του φορτίου να το παραλάβει στον τόπο του προορισμού του, σε κάθε δε περίπτωση να παράσχει ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της παραγγελλόμενης σύμβασης, δηλαδή το ναύλο και τα έξοδα στα οποία ο παραγγελιοδόχος υποβλήθηκε για την εκτέλεση των παρεπόμενων εργασιών που διεκπεραίωσε (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ο.α.π., σελ. 127 – 130, Σπ. Ψυχομάνης, ο.π., σελ. 329 – 330, Θ. Μητρούλης, Δίκαιο χερσαίων μεταφορών, 1983, αρ. 409, σελ. 476). Από τις δευτερεύουσες αυτές υποχρεώσεις του παραγγελέα η καταβολή των εξόδων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αμοιβή του μεταφορέα, αν δεν έχουν προκαταβληθεί από αυτόν, κατ’ άρθρο 721 ΑΚ, αποτελεί αντικείμενο εξαναγκαστής απαίτησης του παραγγελιοδόχου, σύμφωνα με το άρθρο 722 του ιδίου Κώδικα, που επιβάλλει υποχρέωση απόδοσης στον εντολοδόχο εκ μέρους του εντολέα του κάθε χρηματικού ποσού, που ο πρώτος κατέβαλε οικειοθελώς με την εύλογη προσδοκία διευκόλυνσης της εκτέλεσης της εντολής (ΤριμΕφΑθ 380/2013 ΕλΔνη 2013/459, ΕφΘεσ 2031/1993 Αρμ. 1995/327) και κατά την κανονική εκτέλεση της, σύμφωνα δηλαδή με το σκοπό και το περιεχόμενο της (ΑΠ 390/2004 NοB 2005/664 = ΔΕΕ 2005/65 = ΕΕμπΔ 2006/55 = Δνη 2005/1656/1680, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος ΙΙ, 2007, § 2, VIII, αρ. 2, σελ. 77, Μ. Καράσης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 722, αρ. 2, 4, 5). Η εκπλήρωση των λοιπών, όμως, υποχρεώσεων του, που είναι παρεπόμενες στα πλαίσια της οφειλόμενης κατά τη σύμβαση ή την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ) συμπράξεως του, ως δανειστή, για την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του οφειλέτη του (παραγγελιοδόχου), δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή, αφού ο παραγγελέας, ως δανειστής, δεν έχει υποχρέωση αλλά μόνο δικαίωμα να δεχθεί την παροχή του οφειλέτη του (Αθ. Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, άρθρο 358, αρ. 1, Λ. Γεωργακόπουλος, ο.α.α, § 17, ΙΙ, αρ. 3, σελ. 340). Έτσι, σε περίπτωση αρνήσεως του να συμπράξει στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη του, για την παράδοση ή την παραλαβή του φορτίου κατά τις παραπάνω διακρίσεις, ο παραγγελέας, εφόσον είναι ταυτόχρονα και αποστολέας ή πραγματικός παραλήπτης του φορτίου, περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή και όχι οφειλέτη, επί της οποίας καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 351 και 358 ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, προσήκουσα πρόσκληση του εκ μέρους του παραγγελιοδόχου, με μονομερή, άτυπη, απευθυντέα και ληψιδεή δήλωση βουλήσεως (Αθ. Κρητικός, ο.π., άρθρο 351, αρ. 6, Μ. Πατεράκης, Ζητήματα Μεταφοράς, 2007, σελ. 202, ο ίδιος, Η παραγγελία μεταφοράς, 2002, σελ. 137 επομ.) και η δεύτερη περιορίζει την ευθύνη του υπερήμερου δανειστή στην αποκατάσταση μόνον των επιπλέον δαπανών του οφειλέτη του, που οφείλονται είτε στην ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής είτε στη φύλαξη και τη συντήρηση της κατά τη διάρκεια της υπερημερίας. Ευθύνη για πλήρη αποκατάσταση της ζημίας του οφειλέτη του παραγγελιοδόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 343 § 1 και 383 ΑΚ, ο παραγγελέας υπέχει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η υποχρέωση παράδοσης ή παραλαβής, ανάλογα, των μεταφερομένων εμπορευμάτων έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικής συμφωνίας μεταξύ τους, η παραβίαση της οποίας τον περιάγει σε θέση υπερήμερου οφειλέτη, αφού τότε δεν βαρύνεται μόνο να συμπράξει στην παράδοση του φορτίου αλλά υποχρεούται σε παράδοση ή παραλαβή του. Εξάλλου, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, όταν αυτή θα εκτελεστεί δια θαλάσσης ή θα περιλάβει και θαλάσσιο τμήμα, υποχρεούται να εκδώσει το κατ’ άρθρα 100 και 101 του ΕμπΝ θαλάσσιο αγωγιαστήριο ή δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς (sea – waybill), το έγγραφο δηλαδή εκείνο που περιέχει απλώς τους όρους της συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, χωρίς να έχει αξιογραφικό χαρακτήρα (λόγος δε για τον οποίο δεν είναι εμπορεύσιμο) και πιστοποιεί την παράδοση του φορτίου από αυτόν στο μεταφορέα (ΤριμΕφΠειρ 223/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να παραλάβει την διατακτική παραλαβής του φορτίου (delivery order), που εκδίδεται από αυτόν (μεταφορέα) στις περιπτώσεις που η παράδοση θα γίνει τμηματικά σε περισσότερους παραλήπτες ή σε χώρο, όπου κατά τη σύμβαση μεταφοράς ο μεταφορέας δεν είναι σε θέση να παραδώσει το φορτίο, επειδή λ.χ. πρέπει να προηγηθεί εντός τελωνειακού χώρου ο εκτελωνισμός του με δαπάνες και ευθύνη του παραλήπτη ή όταν η παραλαβή του φορτίου εκ μέρους του παραλήπτη καθυστερεί, ενώ, ακόμα και όταν δεν διενεργεί τη μεταφορά με ίδια μεταφορικά μέσα, όταν δηλαδή ενεργεί ως συμβατικός και όχι ως πραγματικός μεταφορέας, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς δύναται να εκδώσει διαφορτωτική (combined bill of lading) ή φορτωτική για την παραλαβή των εμπορευμάτων προς αποστολή τους (forwarding bill of lading), καθώς και να παραλάβει τη φορτωτική (bill of lading) που εκδίδει ο θαλάσσιος μεταφορέας (Λ. Γεωργακόπουλος, ο.α.π., § 12, Ε, αρ. 4, σελ. 252 – 253, Ι. Μάρκου, Το δίκαιο της θαλάσσιας φορτωτικής, 2004, σελ. 283 επομ., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 168, αρ. 4, 5 και 6, σελ. 354 – 357). Εάν εκδόθηκε ονομαστική φορτωτική προς παραλαβή του φορτίου νομιμοποιείται ο αναγραφόμενος σ’ αυτήν ως παραλήπτης, όπως και ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του (ΜονΕφΠειρ 209/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 944/2007 ΕΝαυτΔ 2008/15, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2007, σελ. 319 – 320). Εάν η φορτωτική εκδόθηκε εις διαταγήν παραλήπτης είναι ο κομιστής της, που νομιμοποιείται από τον τίτλο (άρθρο 171 § 1 περ. α ΚΙΝΔ), ενώ αν δεν εκδόθηκε, για την παραλαβή νομιμοποιείται ο κύριος των εμπορευμάτων. Εξάλλου, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, στα πλαίσια της ευρείας ελευθερίας δράσης που του αναγνωρίζεται ευθέως από τα άρθρα 684 και 715 ΑΚ και εμμέσως από το άρθρο 98 ΕμπΝ, δικαιούται να υποκατασταθεί στο σύνολο ή μέρος του έργου του από τρίτο πρόσωπο, που αναλαμβάνει με σύμβαση τη μέριμνα για την εκτέλεση του έργου αυτού ενεργώντας για λογαριασμό του αντισυμβαλλομένου του, αρχικού παραγγελιοδόχου μεταφοράς, στο δικό του, όμως, όνομα (ΑΠ 700/2007 ΔΕΕ 2007/825, ΑΠ 475/1999 ΕΕμπΔ 1999/730 = ΕΕΝ 2000/547 = ΕπισκΕΔ 1999/1075). Πρόκειται για τον ενδιάμεσο ή μεσολαβούντα παραγγελιοδόχο μεταφοράς, προς τον οποίον ο αρχικός παραγγελιοδόχος «διευθύνει τας πραγματείας» του σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 98 ΕμπΝ, ο οποίος δεν είναι προστηθείς ή βοηθός εκπληρώσεως του προηγούμενου, αλλά διάδοχος του, επειδή σε αντίθεση προς τον αποκαλούμενο υποπαραγγελιοδόχο (ΕφΑθ 781/1996 ΕΕμπΔ 1996/298, ΕφΑθ 15170/1988 ΕΜετΔ 4/12, ΕφΑθ 10265/1984 Δνη 1985/259, Μ. Πατεράκη, σημείωση κάτω από την ΕφΑθ 7332/1988 ΕΜετΔ 4/103), ενεργεί αυτόνομα, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς εποπτεία από τον αρχικό παραγγελιοδόχο, του οποίου δεν υποχρεούται να ακολουθεί τις υποδείξεις (ΕφΑθ 2749/2006 ΔΕΕ 2006/1050, ΕφΑθ 7111/2006 ΕπισκΕΔ 2007/473, ΕφΑθ 5061/1995 ΕΕμπΔ 1995/396, Χ. Χρυσάνθης, Παραγγελία μεταφοράς και ενδιάμεση παραγγελία μεταφοράς, σε ΕπισκΕΔ 1996/910 επομ., Ελ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, Η ευθύνη στη συνδυασμένη μεταφορά εμπορευμάτων [Εθνική και Διεθνή], 2000, σελ. 68, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Υποκατάστατος παραγγελιοδόχος μεταφοράς, σε ΕπισκΕΔ 1996/699 επομ., Ι. Ρόκας, ο.π., σελ. 16 επομ., Αλ. Καλαντζής, Το δίκαιο των μεταφορών, 1994, σελ. 28). Ειδικότερα, ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος, όταν αναλαμβάνει την εκτέλεση της μεταφοράς στο σύνολο της, υποχρεούται να καταρτίσει τις συμβάσεις μεταφοράς ανευρίσκοντας τους κατάλληλους μεταφορείς και να μεριμνήσει για την παρακολούθηση και διεκπεραίωση της μεταφοράς μέχρι τον τόπο προορισμού του φορτίου και – σε αντάλλαγμα – δικαιούται αμοιβής (προμήθειας) και απολήψεως των εξόδων, στα οποία υποβλήθηκε για την κανονική εκτέλεση της μεταφοράς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 722 ΑΚ. Αντιστοίχως, ο αρχικός παραγγελιοδόχος οφείλει να καταβάλει αμοιβή στον αντισυμβαλλόμενο του και να του παράσχει ό,τι απαιτείται για την προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του, όπως τούτο επιβάλλεται από τις ειδικότερες μεταξύ τους συμφωνίες ή, όταν τέτοιες ελλείπουν, από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ο μεσολαβών παραγγελιοδόχος υποκαθιστά ολικά τον αρχικό παραγγελιοδόχο στην εκτέλεση της παραγγελθείσας συμβάσεως (Ι. Ρόκας, ο.π., σελ. 18), όντας διάδοχος του στο σύνολο των υποχρεώσεών του προς τον παραγγελέα. Για το λόγο αυτό οι υποχρεώσεις που με τη σύμβαση ενδιάμεσης παραγγελίας μεταφοράς αναλαμβάνει ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος μπορεί να είναι λιγότερες από αυτές του παραγγελέα του, αρχικού παραγγελιοδόχου, εφόσον τούτο αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ τους, ποτέ όμως περισσότερες από εκείνες που ο αρχικός παραγγελιοδόχος ανέλαβε έναντι του αρχικού παραγγελέα, τούτο, άλλωστε, θα ήταν οικονομικά ασύμφορο για τον αρχικό παραγγελιοδόχο. Αν, λοιπόν, αυτός ο τελευταίος ανέλαβε, πλην της ανεύρεσης μεταφορέα και της καταρτίσεως σύμβασης μεταφοράς μαζί του στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του παραγγελέα του, την πρόσθετη υποχρέωση να μεριμνήσει μόνο για τη μεταφορά των εμπορευμάτων μέχρι τον τόπο προορισμού τους, όχι όμως και να επιμεληθεί για την παράδοση τους (επειδή λ.χ. αυτά θα παραληφθούν απευθείας από τον παραγγελέα του και πραγματικό παραλήπτη τους), ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος δε μπορεί να ευθύνεται, επιπλέον και για την κανονική παράδοση τους στον τελικό παραλήπτη, δηλαδή στον παραγγελέα του αρχικού παραγγελιοδόχου. Αν, αντιθέτως, ο τελευταίος με τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς ανέλαβε και την υποχρέωση να παραδώσει τα μεταφερθέντα εμπορεύματα στον τελικό παραλήπτη και κύριο τους, όπως συνήθως εύλογα συμβαίνει, την ίδια υποχρέωση υπέχει ο διάδοχος του, ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος μεταφοράς, εκτός αν αυτή περιοριστεί ή παραλλάξει με σύμβαση μεταξύ τους, δυνάμει της οποίας η παράδοση των εμπορευμάτων θα γίνει με τη μέριμνα του ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου όχι στον τελικό παραλήπτη του φορτίου (και κύριο του) αλλά στον αρχικό παραγγελιοδόχο, προκειμένου ακολούθως να παραδώσει εκείνος το φορτίο στον τελικό του παραλήπτη. Πάντως, ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος δε συνδέεται συμβατικά με τον παραγγελέα ούτε με τον τελικό παραλήπτη (και κύριο) των μεταφερομένων εμπορευμάτων, όμως, ο τελευταίος αποκτά δικαιώματα από τη σύμβαση ενδιάμεσης παραγγελίας μεταφοράς, αφού [και] αυτή έχει το χαρακτήρα γνήσιας σύμβασης υπέρ του παραλήπτη ως τρίτου (ΟλΑΠ 33/1998 ΕλΔνη 1998/1262 = ΔΕΕ 1998/990 = ΕΕμπΔ 1998/544 = ΕΕΝ 1998/644 = ΝοΒ 1999/245, ΕφΑθ 8097/2005 ΔΕΕ 2007/916, ΕφΑθ 5736/2004 ΔΕΕ 2005/65, ΕφΑθ 7197/2004 ΕλΔνη 2006/591), στις δε σχετικές διατάξεις των άρθρων 410 επομ. του ΑΚ στηρίζονται και οι όποιες (συμβατικές) απαιτήσεις του έναντι του ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου, όπως και η (συμβατική) έναντι του παραλήπτη ευθύνη του τελευταίου (ΕφΠειρ 658/2017, ΕφΑθ 4350/2008 ΔΕΕ 2009/90). Για την αμοιβή και τα έξοδα του ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου, μεταξύ των οποίων και ο οφειλόμενος στο θαλάσσιο μεταφορέα ναύλος, υπόχρεος παραμένει ο αρχικός παραγγελιοδόχος, αφού αυτός συμβλήθηκε μαζί του ενεργώντας μεν για λογαριασμό του παραγγελέα του (τελικού παραλήπτη) στο δικό του όμως όνομα (ΕφΠειρ 658/2017).

Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 130, 149, 152 και 153 του ΚΙΝΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Μετά την εκφόρτωση ο εκναυλωτής έχει υποχρέωση να παραδώσει το φορτίο στον παραλήπτη αυτού. Τούτο διότι η σύμβαση της ναυλώσεως και της θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων κατά κανόνα αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, σύμβαση υπέρ τρίτου και αυτός έχει δική του αυτοτελή αξίωση να του αποδοθούν τα πράγματα, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι. Εάν εκδόθηκε ονομαστική φορτωτική νομιμοποιείται ο εν αυτή αναγραφόμενος, ως και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος (π.χ. ο εκδοχεύς). Η υποχρέωση προς παράδοση υφίσταται εφ` όσον ο υπόχρεος έχει καταβάλει τον ναύλο και τις λοιπές παροχές (π.χ.λόγω υπεραναμονής, ανθυπερμονής, αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης παραλαβής του φορτίου, καθώς και κάθε είδους δαπάνη που βαρύνει το ναυλωτή κατά νόμο ή από τη σύμβαση). Εάν ο παραλήπτης δεν είναι ο αρχικός οφειλέτης του ναύλου, δηλαδή δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ναυλωτή ή τον φορτωτή, αλλά καθίσταται, σύμφωνα με  το άρθρο 153 ΚΙΝΔ, οφειλέτης αυτού δια της παραλαβής και μόνον, οι προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος επισχέσεως του φορτίου από τον εκναυλωτή (lien) δεν υφίστανται, αφού η οφειλή του παραλήπτη δεν είναι ληξιπρόθεσμος. Αντί του δικαιώματος της επισχέσεως ή της ενστάσεως της μη εκπληρώσεως της συμβάσεως, τα οποία παρέχει το κοινό δίκαιο στον οφειλέτη παροχής που πηγάζει από αμφοτεροβαρή σύμβαση, παρέχεται στον εκναυλωτή ή στον θαλάσσιο μεταφορέα το δικαίωμα της μεσεγγυήσεως, ως μέτρο εξαναγκασμού του ναυλωτή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, το ναύλο και τις λοιπές παροχές. Η υποχρέωση του παραλήπτη να καταβάλει το ναύλο και τα λοιπά έξοδα προϋποθέτει παραλαβή του φορτίου, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά. Εάν ο παραλήπτης δεν έχει παραλάβει το φορτίο δεν έχει υποχρέωση καταβολής του ναύλου (ΕφΠειρ 695/2018, ΕφΠειρ 944/2007 ΤΝΠ “Νόμος”, Κοροτζής Ναυτικό Δίκαιο τομ. 2ος, σελ. 177, 178, 275-278, 289, 290, 292-294).

  1. V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως και της ανωμοτί εξέτασης των διαδίκων, ενώπιον των πρωτοβάθμιων παραπεμπτικών και δικάσαντος Δικαστηρίων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτων αντίστοιχα, τις υπ’αριθμ…. και …../6.6.2012 ένορκες βεβαιώσεις των …. και …….. αντιστοίχως, που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά . ……, με την επιμέλεια της εναγομένης-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας – εκκαλούσας (υπ’αριθ……./1.6.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ………) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β και 352 § 1 και ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 16.3.2010 σύμβασης πωλήσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ της εδρεύουσας στην Καβάλα ενάγουσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» με την ιδιότητα της αγοράστριας και της κινέζικης εταιρείας με την επωνυμία «……………”, ως πωλήτριας, η πρώτη προμηθεύτηκε από την δεύτερη, ως πρώτη ύλη για τις ανάγκες της εμπορίας της εμφιάλωσης αναψυκτικών και νερών, 5.000 πλαστικές προφόρμες τύπου 5 γαλονιών, συσκευασμένες σε 200 χαρτοκιβώτια και παραδοτέες στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, αντί τιμής μονάδος 1,60 δολαρίων ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του ναύλου μεταφοράς και του ασφαλίστρου των εμπορευμάτων (πώληση CIF) και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 8.000 δολαρίων ΗΠΑ. Η ανωτέρω πωλήτρια εταιρεία ακολούθως συνήψε στο όνομα της, αλλά για λογαριασμό της ενάγουσας εταιρίας, τελικής παραλήπτριας των εμπορευμάτων, με την επίσης κινέζικη εταιρεία «………….” σύμβαση παραγγελίας διεθνούς συνδυασμένης μεταφοράς και της ανέθεσε την μεταφορά του εν λόγω φορτίου των 200 κιβωτίων, βάρους 3.700 κιλών, από το λιμάνι Ningbo της Κίνας στον τελικό του προορισμό το λιμάνι Θεσσαλονίκης. Η τελευταία ενεργώντας, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ανέλαβε να διεκπεραιώσει η ίδια, ως μεταφορέας, το θαλάσσιο τμήμα της επίδικης μεταφοράς από το ανωτέρω λιμάνι φόρτωσης στην Κίνα μέχρι το λιμάνι αρχικής εκφόρτωσης στον Πειραιά, ανέθεσε δε περαιτέρω στην πράκτορα της εδρεύουσα στον Πειραιά εναγομένη διαμεταφορική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και ήδη «…………», με σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ τους, την παραλαβή, διαλογή και εκφόρτωση των εμπορευμάτων, καθώς επίσης την διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στον Πειραιά, περαιτέρω δε την χερσαία μεταφορά από το λιμάνι Πειραιώς και την παράδοση τους στην παραλήπτρια ενάγουσα στον τελικό προορισμό, ήτοι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας με την παραγγελέα προμηθεύτρια εταιρεία, η αρχική παραγγελιοδόχος μεταφορέας, ως άνω, κινέζικη εταιρεία, πραγματοποίησε την θαλάσσια μεταφορά από την Κίνα στον Πειραιά των εν λόγω κιβωτίων, που φορτώθηκαν σε εμπορευματοκιβώτιο (container) με άλλα εμπορεύματα στο πλοίο «MSC M”, εκδίδοντας για τον σκοπό αυτό την υπ’αριθμ………./26-3-2010 φορτωτική (bill of landing), με αναφερόμενο αποστολέα-φορτωτή (shipper) την ανωτέρω πωλήτρια εταιρεία και παραλήπτρια (consignee) την ενάγουσα ετερόρρυθμη εταιρεία, λιμάνι εκφόρτωσης τον Πειραιά, τόπο τελικού προορισμού το λιμάνι Θεσσαλονίκης και υπεύθυνο παράδοσης των εμπορευμάτων την εναγομένη εταιρεία, ενώ μνημονεύεται ρητά στο σώμα αυτής ότι ο ναύλος έχει προπληρωθεί (freight prepaid). Eπίσης, διαλαμβάνεται στο περιεχόμενο της ότι η διαλογή του φορτίου θα γίνει στην τελωνειακή αποθήκη ……..και ότι οι τελωνειακές διατυπώσεις μεταφόρτωσης βαρύνουν τον παραλήπτη (Piraeus transshipment custom formalities are on cnee’s account). Στις 19.4.2010 τα εν λόγω εμπορεύματα αφίχθησαν στον Πειραιά και η εναγομένη εταιρεία, με την ιδιότητα του ενδιάμεσου παραγγελιοδόχου και παραγγελιοδόχου παραλαβής και όχι του απλού πράκτορα, επιμελήθηκε, όπως υποχρεούνταν, για την παραλαβή του φορτίου, την προσωρινή εναπόθεση του στην οριζόμενη τελωνειακή αποθήκη, την διαλογή των εμπορευμάτων και την εκφόρτωση τους, ειδοποίησε δε για την άφιξη τους την ενάγουσα εταιρεία με το από 20.4.2010 έγγραφο της, που της απεστάλη με τηλεομοιοτυπία (fax), στο οποίο σημειώνεται ότι ο ναύλος μεταφοράς ανέρχεται σε 270 δολάρια ΗΠΑ και τα τέλη εγγράφων σε 60 ευρώ, η δε παραλαβή της διατακτικής θα λάβει χώρα εντός 2 ημερών από την άφιξη. Εντούτοις, αν και περιλαμβάνονταν στις υποχρεώσεις της εκ της συμβάσεως παραγγελίας με την, ως άνω, αρχική παραγγελιοδόχο μεταφορέα, αφενός δεν μερίμνησε για τον εκτελωνισμό των εισαγομένων εμπορευμάτων, μήτε προέβη στην έκδοση της οικείας διατακτικής παράδοσης (delivery order) για λογαριασμό της ενάγουσας, ως κυρίας των εμπορευμάτων, αφού, κατά νόμο, η παράδοση των εισαγόμενων από το εξωτερικό εμπορευμάτων γίνεται στον νομιμοποιούμενο προς παραλαβή τους μόνον αφού προηγουμένως εκτελωνιστούν και αφετέρου δεν επιμελήθηκε για την μεταφορά τους, όπως της είχε ανατεθεί, από το Τελωνείο Πειραιά στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, που είχε οριστεί, ως τόπος παραλαβής τους από την ενάγουσα, αλλά εξέδωσε το υπ’αριθμ……./20.4.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 1.214,75 ευρώ σε βάρος της ενάγουσας και απαίτησε την εξόφληση του προκειμένου να προβεί στην εκπλήρωση της υποχρέωσης της χερσαίας μεταφοράς των εμπορευμάτων στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, χρεώνοντας για ναύλο τρίτων χωρών το ποσό των 206 ευρώ, ισόποσο των 270 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα λιμένος «groupage” το ποσό των 729 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι 882 ευρώ, για τέλη εγγράφων (documents fee) το ποσό των 60 ευρώ, για πρακτορειακά το ποσό των 40 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι 48,40 ευρώ και για δικαιώματα Διατακτικής το ποσό των 18,15 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και συνολικά το ποσό των 1.214,75 ευρώ. Η ενάγουσα αρνήθηκε να καταβάλει το απαιτούμενο από την εναγομένη ανωτέρω ποσό, ισχυριζόμενη, αφενός ότι ο ναύλος μεταφοράς έχει προπληρωθεί στην Κίνα, όπως και τα ασφάλιστρα του φορτίου και αναφορικά με τα λοιπά κονδύλια για τα έξοδα και την αμοιβή της εναγομένης για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες εκφόρτωσης και διαλογής του φορτίου και τα πρακτορειακά της δικαιώματα, ότι δεν ενέχεται απέναντι της, εφόσον η εναγομένη δεν έχει συμβληθεί μαζί της, αλλά με την πρακτορευομένη εντολέα της μεταφορέα, αξίωσε δε την παράδοση του φορτίου στην Θεσσαλονίκη προθυμοποιούμενη να πληρώσει τα δικαιώματα για την έκδοση της διατακτικής, πλην όμως η εναγομένη ενέμεινε στην πληρωμή όλου του απαιτούμενου ποσού αρνούμενη σε αντίθετη περίπτωση να προβεί στην μεταφορά των εμπορευμάτων και παράδοση τους στον καθορισμένο τόπο. Στην συνέχεια, με το από 30.6.2010 έγγραφο της προς την ενάγουσα την ενημέρωσε ότι, παρεκτός των ανωτέρω, της όφειλε επιπλέον και δικαιώματα αποθήκευσης στη τελωνειακή της αποθήκη, ύψους 479,19 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, καθώς και έξοδα καταστροφής των εμπορευμάτων, που έμελλε να καθοριστούν σε περίπτωση μη παραλαβή τους. Στις επανειλημμένες διαμαρτυρίες και οχλήσεις της ενάγουσας προς έκδοση της σχετικής διατακτικής, ούτως ώστε να προβεί εν τέλει η ίδια στον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων και την παραλαβή τους, αρνιόταν πεισματικά να ανταποκριθεί δηλώνοντας τελικά ότι παρακρατεί οριστικά τα εμπορεύματα και να παύσει να την ενοχλεί. Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η εναγομένη παραγγελιοδόχος παραλαβής και ενδιάμεση παραγγελιοδόχος μεταφοράς, δεν συμμορφώθηκε προς την εκ του νόμου υποχρέωση της προς μεταφορά και παράδοση  του φορτίου στον τόπο προορισμού, ήτοι το λιμάνι Θεσσαλονίκης, στην  νομιμοποιούμενη προς παραλαβή τούτου ενάγουσα. Η τελευταία ετύγχανε νόμιμη κομίστρια της ειρημένης φορτωτικής στην οποία περιέχονταν η ρήτρα «FREIGHT PREPAID» (ναύλος προπληρωθείς)  και  επομένως,  απαλλασσόταν της  υποχρεώσεως  προς καταβολή του ναύλου, ανεξαρτήτως της πράγματι καταβολής ή όχι τούτου από την υπόχρεη προς τούτο ναυλώτρια-φορτώτρια κινέζικη εταιρεία. Περαιτέρω, σύμφωνα  προς  τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, η υποχρέωση της παραλήπτριας ενάγουσας προς καταβολή του ναύλου  και  των  προσθέτων  παροχών  άρχιζε  μετά  την παραλαβή  του  εμπορεύματος  στον τόπο προορισμού, καθόσον προ της τοιαύτης παραλαβής, ο κομιστής της φορτωτικής ουδεμία υποχρέωση υπέχει  έναντι του  εκναυλωτή. Επομένως,  αφού δεν είχε παραλάβει το φορτίο η ενάγουσα δεν είχε υποχρέωση καταβολής του ναύλου και των λοιπών εξόδων, που απαιτούσε η εναγομένη, μη καθισταμένης ληξιπροθέσμου της ειρημένης εις ολόκληρον με την ναυλώτρια υποχρέωσης της. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ότι για την αμοιβή και τα έξοδα της ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου εναγομένης, υπόχρεη παρέμενε η αρχική παραγγελιοδόχος, αφού αυτή είχε συμβληθεί μαζί της ενεργώντας μεν για λογαριασμό της τελικής παραλήπτριας, στο δικό της όμως όνομα, η εναγομένη προς εξασφάλιση των αξιώσεων της, δικαιούνταν μόνο σε δικαστική μεσεγγύηση του φορτίου, σύμφωνα  με το  άρθρο  152  ΚΙΝΔ και όχι σε παρακράτηση του, απορριπτομένων των ισχυρισμών της, που προτάθηκαν πρωτόδικα και επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου περί αποκλειστικής ευθύνης της ενάγουσας και επικουρικά περί συντρέχοντος πταίσματος της, που συνίστανται στην μη προσκόμιση των αναγκαίων κατά τον Τελωνειακό Κώδικα εγγράφων, για την διαμετακόμιση του φορτίου από τον Πειραιά στην Θεσσαλονίκη και την έκδοση της διατακτικής, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αρνήθηκε με οιονδήποτε τρόπο την σύμπραξη της προς εκτελωνισμό και διαμετακόμιση των εισαχθέντων εμπορευμάτων, αντίθετα όλες οι προσπάθειες της για τον σκοπό αυτό αποκρούονταν από την εναγομένη υπό τον όρο εξόφλησης του επίμαχου τιμολογίου. Σημειωτέον, ότι το αρμόδιο τελωνείο διαπιστώνει την ιδιότητα του διασαφιστή, ως νόμιμου παραλήπτη, με βάση είτε τη φορτωτική είτε την διατακτική του πράκτορα.

Κατά συνέπεια, οι  περιγραφόμενες ενέργειες  αυτής,  που αποσκοπούσαν και επέφεραν την ματαίωση της παράδοσης του φορτίου ήταν   παράνομες   και  κατέστησαν την εναγομένη υπόχρεη σε αποζημίωση της δικαιούχου του φορτίου ενάγουσας, απορριπτομένης αφενός της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της, ως ουσιαστικά αβάσιμης και αφετέρου της ένστασης περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην επιλογή της ενάγουσας να υποστεί πολλαπλάσια ζημία και να διεκδικήσει την επίδικη αποζημίωση αντί να καταβάλει το απαιτούμενο από την εναγομένη έλασσον ποσό, ως νόμω αβάσιμη, καθόσον τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης της.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η συμπεριφορά της εναγομένης, την οποία μη ορθά χαρακτηρίζει υποπαραγγελιοδόχο, δεν υπήρξε παράνομη και υπαίτια και ότι εκπλήρωσε την δική της παροχή εκ της συμβάσεως υποπαραγγελίας μεταφοράς, ενώ η ενάγουσα κατέστη υπερήμερη δανείστρια, καθόσον δεν προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα για την πραγματοποίηση της διαμετακόμισης των εμπορευμάτων στην Θεσσαλονίκη, ούτως ώστε να διακόψει την εκτέλεση της υπομεταφοράς από την εναγομένη και να παραλάβει τα εμπορεύματα καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο αυτήν υπερήμερη ως προς την παράδοση των εμπορευμάτων και την περαιτέρω διαμετακόμιση τους, την οποία θα μπορούσε η ίδια να ενεργήσει, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, ερειδομένη μάλιστα κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της υπερημερίας δανειστή στο πρόσωπο της ενάγουσας, επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι μπορούσε να επιδιώξει η ίδια την διαμετακόμιση προσκομίζοντας τα απαιτούμενα έγγραφα και έτσι να διακόψει την εκτελεστέα από την εναγομένη μεταφορά, λαμβανομένου υπόψη ότι η εναλλακτική αυτή δυνατότητα να απαλλάξει την εναγομένη από την εκπλήρωση των υπέρ αυτής υποχρεώσεων της  αναλαμβάνοντας να τις εκτελέσει μόνη της, επαφίονταν στην διακριτική της ευχέρεια και δεν αποτελούσε υποχρέωση της ενάγουσας, άρα δεν συνιστά μη εκπληρωτέα πράξη ή μη σύμπραξη του δανειστή παραλήπτη ή απόκρουση προσήκουσας παροχής της εναγομένης, ώστε να θεμελιωθεί υπερημερία της, μήτε θα μπορούσε να ευδοκιμήσει χωρίς την έκδοση της διατακτικής παράδοσης εκ μέρους της τελευταίας, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της, που διαλαμβάνονται στις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρονται με τις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κρίνονται απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Επομένως,  οι συναφείς ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στην ένδικη έφεση και πλήττουν τα κεφάλαια της εκκαλουμένης αναφορικά με την έλλειψη αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης και την στοιχειοθέτηση υπερημερίας δανειστή στο πρόσωπο της ενάγουσας,  κρίνονται βάσιμοι κατ’ουσίαν.

Εξαιτίας της εκτιθέμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό, που αντιστοιχεί στην πραγματική αξία των παρακρατηθέντων και ουδέποτε παραδοθέντων σ’αυτήν εμπορευμάτων, στον τόπο και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης αυτών, υπολογίζεται δε αυτή κατά τη συνήθη αξία πραγμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας με τα παρακρατηθέντα, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τιμής αγοράς και ανέρχεται στο ποσό των 6.150 ευρώ (5.000 προφόρμες τύπου 5 γαλονιών Χ 1,23 ευρώ τιμή μονάδος).

Εξάλλου, η επικαλούμενη μελλοντική ζημία της, ύψους 12.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εξώδικη και στο μέλλον αγώγιμη σε βάρος της απαίτηση της πελάτιδος της, ………, που διατηρεί επιχείρηση στο …. Θεσσαλονίκης με τον διακριτικό τίτλο «……..”, για αποζημίωση από την ματαίωση της παραγγελίας της για αγορά και εμφιάλωση 5.000 φιαλών των 20 λίτρων, αντί τιμής εκάστης 3 ευρώ, με ημερομηνία παράδοσης στις 30.4.2010, ένεκα της αδυναμίας της ενάγουσας να εκπληρώσει την υποχρέωση της περί παράδοσης των παραγγελθέντων, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, καθίσταται ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, εφόσον ουδόλως προσδιορίζεται με σαφήνεια και πληρότητα η επικαλούμενη ζημία με εξειδικευμένη και αναλυτική μνεία των περιστατικών, που την θεμελιώνουν, ως προς τα επιμέρους κονδύλια, που την αποτελούν, μήτε γίνεται ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της βασιμότητας της και ως εκ τούτου, το κρινόμενο αίτημα επιδίκασης του εν λόγω ποσού, ως αποζημίωση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας.

Περαιτέρω, η ενάγουσα εταιρεία υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της ταλαιπωρίας που δοκίμασε από την αδυναμία εκμετάλλευσης του φορτίου της για τον πορισμό εισοδήματος, αλλά και της δυσφήμησης και μείωσης της εμπορικής της πίστης, αφού συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης επλήγη η αξιοπιστία της στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της προς τους πελάτες της, για την αποκατάσταση της οποίας, η εναγομένη οφείλει σ’αυτήν, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο με βάση το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπαίτιου οργάνου της εναγομένης, καθώς επίσης και την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική κατάσταση των εξ αυτών φυσικών προσώπων.  Επομένως, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας εταιρείας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 11.150 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει η εναγομένη, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, απορριπτομένης κατ’ουσίαν της ένστασης παραγραφής, που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγομένη, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης ή αντέφεση.

  1. VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 11.150 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας- εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από την εκκαλούσα παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2121/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 11.8.2010 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ποσό των έντεκα χιλιάδων εκατόν πενήντα (11.150) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 15 Ιουλίου 2019.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ