Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 419/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους (873 ΑΚ). Πότε γίνεται ερμηνεία δικαιοπραξιών κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ. Δεκτή αγωγή. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός Απόφασης:  419/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των άρθρων 34, 35 Α.Κ., 62, 73, 313 παρ. 1 περ. δ΄ Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του Α.Κ., προκύπτει, ότι, αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά τη διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις, που επιχειρούνται μέχρι τη νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας, λογίζονται άκυρες (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ολομ. 31/2009, ΑΠ Ολομ. 27/1987, ΑΠ 1301/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 401/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 672/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 304/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 183/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1625/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1279/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1280/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1058/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 807/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2017 Δημ. Νόμος). Επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου της στον αντίδικο, μεταξύ άλλων, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, από εκείνον, που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, ή από εκείνον, που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να είναι είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων, τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στη δικονομική του θέση, όχι όμως και του ομοδίκου του, έστω και αναγκαίου, είτε και αναγκαστική, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Μπορούν δε οι διάδικοι αυτοί να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας πως η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας, η οποία, κατ’ άρθρο 1847 εδ. α’ του ΑΚ, είναι τετράμηνη και αρχίζει από την επαγωγή της κληρονομίας. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 183/2018 ό.π., ΑΠ 1625/2017 ό.π., ΑΠ 1279/2017 ό.π., ΑΠ 1280/2017 ό.π., ΑΠ 1058/2017 ό.π., ΑΠ 807/2017 ό.π., ΑΠ 241/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 103/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2017 ό.π., ΑΠ 33/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 379/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 288/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 331/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 272/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 194/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 992/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1054/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1562/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 81/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 131/2005 (μεταβ. Κω) (Δημ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τις αιτούσες – καλούσες με αριθμ. πρωτ. …../2015 απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου με αριθμό .., τόμο …, έτους …. του Ληξιάρχου Αμαρουσίου Αττικής, ο εφεσίβλητος, ………., κάτοικος εν ζωή Π. Φαλήρου Αττικής, απεβίωσε, στις 26-12-2015, στο Αμαρούσιο Αττικής, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση από 01/07/2014 έφεσης, η οποία κατατέθηκε, στις 03/07/2014, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …../2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 03/07/2014, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2014 και γνωστοποιήθηκε ο θάνατος αυτού, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 20/10/2016 (βλ. με αριθμ. 28/20-10-2016 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου), οπότε επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης. Εξάλλου, ο ως άνω αποβιώσας, εφεσίβλητος, κατέλιπε πλησιέστερους συγγενείς του και μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, τις θυγατέρες του – αιτούσες – καλούσες, ήτοι τις: 1) ……. και 2) ………, κατοίκους Αθηνών (βλ. το προσκομιζόμενο με αριθμ. πρωτ. …./2016 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Θήρας Κυκλάδων, σε συνδυασμό με το με αριθμ. …../18-09-2018 πιστοποιητικό περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και το με αριθμ. …../18-09-2018 πιστοποιητικό περί μη αποποιήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Νόμιμα φέρεται δε προς συζήτηση η ως άνω από 01/07/2014 έφεση, με την από 19/05/2017 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-05-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-05-2017 αίτηση – κλήση των αιτουσών – καλουσών, θυγατέρων και μοναδικών εξ αδιαθέτων κληρονόμων του ως άνω αποβιώσαντος εφεσιβλήτου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 01/03/2018 και μετ’ αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την οποία δηλώνουν ότι συνεχίζουν τη βιαίως, κατά τ’ ανωτέρω, διακοπείσα δίκη, προβάλλοντας υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς και η οποία, ως εκ τούτου, συνεχίζεται πλέον νόμιμα.

Η υπό κρίση από 01/07/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 03/07/2014, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 03/07/2014, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2014, κατά της με αριθμ. 2821/10-06-2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 27/09/2012 και με αριθμ. …./27-9-2012 αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον εκκαλούντα, ως ηττηθέντα διάδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 19-06-2014 (βλ. σχετ. με αριθμ. …./19-06-2014 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 03-07-2014. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, ο αποβιώσας ……… (αδελφός του ενάγοντος και πατέρας του εναγόμενου), στο παραδοθέν σε αυτόν από 8-9-2003 ιδιόγραφο σημείωμά του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ποσό 300.400 δολαρίων ΗΠΑ, που ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό του (ήτοι του αποβιώσαντος) στην αναφερόμενη Τράπεζα στην Ελβετία, ανήκε στην εδρεύουσα στη Λιβερία μνημονευόμενη εταιρία, η οποία (εταιρία) ανήκε εξ ημισείας σε αυτόν (αποβιώσαντα) και τον ενάγοντα. Ότι ο εναγόμενος, γνωρίζοντας τα ανωτέρω, μετά το θάνατο του ως άνω πατρός του, με την απευθυνόμενη στον ενάγοντα και αποδεχθείσα από αυτόν από 1-11-2005 επιστολή του (το κείμενο της οποίας παρατίθεται αυτολεξεί στην αγωγή), αναγνώρισε εγγράφως την υποχρέωσή του να αποδώσει στον ενάγοντα το ποσό των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, μετά των αναλογούντων τόκων (ήτοι το 50% των 300.000 δολαρίων ΗΠΑ), που ήταν κατατεθειμένο στην προμνησθείσα Τράπεζα και προερχόταν από χρήματα της αλλοδαπής ως άνω εταιρίας, η καταβολή δε προς αυτόν (ενάγοντα) θα γινόταν μόλις θα καθίστατο δυνατή η είσπραξη του ανωτέρω ποσού από τον εναγόμενο ως νομιμοποιούμενο μοναδικό κληρονόμο του ως άνω αποβιώσαντος. Ότι βούληση των μερών ήταν η δημιουργία αυτοτελούς ενοχής, ανεξάρτητης από την αιτία του χρέους, η είσπραξη δε του ανωτέρω ποσού από τον εναγόμενο έλαβε χώρα έως την 20-11- 2005. Ότι ο εναγόμενος αρνείται να του καταβάλει το ως άνω ποσό, καίτοι οχλήθηκε επανειλημμένως προς τούτο και με την επιδοθείσα σε αυτόν, την 23-5-2008, σχετική εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία του. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής του ποσού των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 20-11-2005, άλλως από την 24-5-2008 (επομένη της εξώδικης όχλησης), άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2821/10-06-2014 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 21/11/2013, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε, εφαρμόζοντας ορθώς το νόμο, ότι η εν λόγω αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία (άρθ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτομένης ως αβασίμου της περί του αντιθέτου αιτιάσεως του εναγομένου, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, δοθέντος ότι, εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που είναι αναγκαία για την ύπαρξη αφηρημένης ενοχής, ήτοι σύμβαση έγγραφη με περιεχόμενο την αναγνώριση χρέους κατά τρόπο ανεξάρτητο από τη βασική σχέση και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 873 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, έκανε δεκτή την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) δολαρίων ΗΠΑ, βάσει της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημέρα πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την 24-5-2008 (επομένη επίδοσης της από 23-5-2008 εξώδικης όχλησης) έως την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία καθόρισε στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται, όμως, στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε, όμως, παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ` αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β`, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 878/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 634/2014, ΑΠ 880/2010). Το κύρος της έγγραφης αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης και αρκεί η παροχή να είναι οριστή, ενώ είναι δυνατόν να προστεθεί σ` αυτήν ο περιορισμός της εξαρτήσεως αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση της υπόσχεσης ή της αναγνώρισης της από ορισμένη αιτία οφειλής, έτσι ώστε να δημιουργείται νέα ενοχή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν (ΑΠ 878/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 294/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1279/2012, ΕφΑθ 829/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 72/2018 Δημ. Νόμος). Η δήλωση του οφειλέτη για την αναγνώριση του χρέους ή η υπόσχεση αυτού, είναι απευθυντέα προς το δανειστή και αποτελεί πρόταση για τη σύναψη σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 185 ΑΚ, την οποία πρέπει να αποδεχθεί ο δανειστής, κατά τους όρους των άρθρων 189 επ. ΑΚ, προκειμένου να υπάρξει συντέλεση της σύμβασης. Έτσι, ο ενάγων, που στηρίζει τις αξιώσεις του σε σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, αλλά ανεξάρτητη από την αιτία αυτού, εφόσον στη δήλωση υπόσχεσης ή την αναγνώριση μνημονεύεται η αιτία, πρέπει να επικαλεστεί, εκτός από τη δήλωση του οφειλέτη για την υπόσχεση ή την αναγνώριση από αυτόν του χρέους, που συνιστά την πρόταση για τη σύναψη σύμβασης και την αποδοχή της πρότασης αυτής, αφού η μη γενόμενη ακόμη αποδεκτή πρόταση δεν ιδρύει νέα ενοχή, καθώς και ότι παρά τη μνεία της αιτίας, οι συμβαλλόμενοι θέλησαν ενοχή αφηρημένη, ανεξάρτητη από την αιτία. Ούτε μπορεί η αρχικά θεμελιούμενη σε αιτιώδη ενοχή από τη βασική σχέση, να μεταβληθεί ύστερα με τους αντίστοιχους ισχυρισμούς σε αιτιώδη με αφηρημένη ενοχή, αφού τούτο αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 878/2018 ό.π., ΑΠ 294/2018 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 201 του Α.Κ., αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης), κατά δε το άρθρο 207 παρ.1 του ιδίου Α.Κ. η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωση της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: α) με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, που τέθηκε σε δικαιοπραξία, καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία αυτή και επέρχονται τα αποτελέσματα της, επομένως δε και ότι β) όποιος ασκεί δικαίωμα από δικαιοπραξία, το οποίο εξαρτήθηκε με αυτήν (δικαιοπραξία) από αναβλητική αίρεση, που πληρώθηκε ή που την πλήρωση της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της αίρεσης (πλασματική πλήρωση), αυτός (που ασκεί το δικαίωμα) οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τα ανωτέρω περιστατικά της πραγματικής ή πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης, από την οποία και γεννάται (εξαρτάται) το δικαίωμά του, ως αποτέλεσμα της υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξίας, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω κατά το άρθρο 202 Α.Κ. “αν με την δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση” (ΑΠ 248/2019 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2534/2015 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., με τους οποίους ορίζεται αφενός ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και αφετέρου ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στην δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή δε στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα (ΑΠ 1483/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 354/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 115/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 355/2011, ΑΠ 604/2011). Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004). Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και κάθε μια από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένες, στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο (ΑΠ 518/2018 ό.π., ΑΠ 788/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 ό.π.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (σχετ. ΟλΑΠ 16/1998, ΑΠ 991/2014, ΑΠ 1366/2018 ό.π.). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο, σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ, στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν` αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1366/2018 ό.π., ΑΠ 180/2016, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 1192/2012, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 1125/2011).

Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αποβιώσας, την 18-10-2005, ……… (αδελφός του ενάγοντος και πατέρας του εναγόμενου) (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) ήταν εν ζωή εφοπλιστής και με εγνωσμένη εμπειρία στη ναυτιλία. Επίσης, ο αποβιώσας ήταν, μεταξύ άλλων, μέτοχος της εδρεύουσας στη Λιβερία εταιρίας, με την επωνυμία «………….», έως ότου οι μετοχές του μεταβιβάσθηκαν εν ζωή στον εναγόμενο υιό του, ………….. Μέτοχος στην ως άνω εταιρία διετέλεσε, κατά ποσοστό 50% και ο ενάγων, …………., στη θέση του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, υπεισήλθαν και συνεχίζουν την παρούσα δίκη, ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, οι θυγατέρες του, ………και ………., λόγω του θανάτου του, στις 26/12/2015, στο Αμαρούσιο Αττικής, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ο ανωτέρω, ………, διατηρούσε, μεταξύ άλλων, τραπεζικούς λογαριασμούς σε Τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού, στους οποίους κατατίθεντο και τα κέρδη από την ως άνω εταιρία, όπως ήταν αφενός μεν οι τέσσερις (4) τραπεζικοί λογαριασμοί στην Τράπεζα «……….» στο Λονδίνο, οι οποίοι, κατά το χρόνο θανάτου του, εμφάνιζαν τα εξής υπόλοιπα: 1) Call Deposit HAFICO USD1, 251.451,06 δολάρια ΗΠΑ, 2) Fixed Deposit account, 243.398,45 δολάρια ΗΠΑ, 3) Fixed Deposit account, 184.356,44 λίρες Αγγλίας και 4) Current Account, 34.178,27 λίρες Αγγλίας (βλ. ιδίως την από 4-11-2005 σύμβαση μεσεγγύησης, η οποία, όπως συνομολογείται, συνήφθη μεταξύ του αρχικώς ενάγοντος και του εναγομένου μετά το θάνατο του . ……..), αφετέρου δε ένας τραπεζικός λογαριασμός Discount Bank (……) σε Τράπεζα στην Ελβετία. Λίγες ημέρες μετά τον ως άνω θάνατο του ……., την 1-11-2005, ο αρχικώς ενάγων και ο εναγόμενος, παρουσία Δικηγόρου, συνέταξαν από μία επιστολή έκαστος, με ημερομηνία 1-11-2005, για τη διευθέτηση και μεταβίβαση, έκαστος προς τον άλλον, των κατατεθειμένων στους προαναφερθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς χρημάτων. Ειδικότερα, ο μεν αρχικώς ενάγων, ……, ήδη αποβιώσας, στην από 1-11-2005 απευθυνόμενη στον εναγόμενο ανιψιό του, …………, επιστολή, με τίτλο «. . ….», γνωστοποιούσε προς αυτόν, ότι το 50% των χρηματικών ποσών, που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς της ως άνω εταιρίας στην Τράπεζα «………..», ανήκαν σε αυτόν (ήτοι στον εναγόμενο), προς τον οποίο και ανέλαβε την υποχρέωση να τα μεταβιβάσει, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην επιστολή αυτή, γεγονός που, όπως συνομολογείται, έχει λάβει χώρα. Αυθημερόν (ήτοι την 1-11-2005) ο εναγόμενος συνέταξε, παρουσία Δικηγόρου, και παρέδωσε στον αρχικώς ενάγοντα θείο του, ………., την από 1-11-2005 επιστολή του, η οποία, κατά πιστή αντιγραφή αυτής, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο «…1η Νοεμβρίου 2005, Κύριον ……., Πειραιά. Αγαπητέ …., … Σου γνωρίζω ότι από τον λογαριασμό της …. ποσό δολαρίων ΗΠΑ τριακόσιες χιλιάδες (300.000) προέρχονται από χρήματα της εταιρίας ……….. Συνεπώς μόλις καταστεί δυνατή η είσπραξη του ανωτέρω ποσού από εμένα ως μοναδικού κληρονόμου του πατέρα μου ….. θα σου αποδώσω το πενήντα τοις εκατό (50%) των χρημάτων αυτών ομού μετά των αναλογούντων τόκων. Με εκτίμηση. ………..». Από το ως άνω από 1-11-2005 συνταχθέν από τον εναγόμενο ιδιωτικό έγγραφο, του οποίου η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, προκύπτει εναργώς σαφής δικαιοπρακτική βούληση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, χωρίς ορισμένη αναφορά της αιτίας, για την οποία έλαβε χώρα η υπόσχεση και αναγνώριση αυτή. Συνακόλουθα, πρόκειται για σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία είναι σαφής και για το λόγο αυτό δεν παρίσταται ανάγκη να προσφύγει το Δικαστήριο στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 873 εδ. β’ ΑΚ, ούτε στις ερμηνευτικές αρχές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ήτοι στους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Η σύμβαση δε αυτή ιδρύει αφ’ εαυτής ενοχική υποχρέωση και περιέχει τους όρους εναγώγιμης αξιώσεως, επί πλέον δε, περιέχει, κατά τη βούληση των διαδίκων, αυτοτελή βάση από αναιτιώδη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, ήτοι ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, γεγονός, το οποίο θέλησαν οι συμβληθέντες, οι οποίοι δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή απλού αποδεικτικού μέσου περί της υπάρξεως του χρέους, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, αλλά στη σύσταση νέας αυτοτελούς ενοχής. Ούτε, επίσης, τίθεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ως άνω έγγραφο, που συνιστά, κατά τ’ ανωτέρω, αναιτιώδη αναγνώριση χρέους, οποιαδήποτε γνήσια αίρεση ως προς την αναγνώριση αυτού του χρέους, ήτοι όρος, βάσει του οποίου εξαρτήθηκαν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (άρθ. 201 ΑΚ), αλλά το χρέος αναγνωρίσθηκε από τον εναγόμενο, κατά τα προεκτεθέντα, με τη ρητή γνωστοποίηση προς τον αρχικώς ενάγοντα τόσο της ύπαρξης του λογαριασμού DANAE, όσο και του ακριβούς ποσού, το οποίο αυτός περιελάμβανε. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός περί ύπαρξης αναβλητικών αιρέσεων στην προαναφερόμενη έγγραφη επιστολή του, οι οποίες (αιρέσεις), όπως ισχυρίζεται ο τελευταίος, δεν πληρώθηκαν, λόγω της μη υπάρξεως λογαριασμού στην ως άνω Τράπεζα και της μη εισπράξεως από αυτόν (εναγόμενο), του ποσού των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, ο οποίος (ισχυρισμός) επαναφέρεται με σχετικό λόγο της υπό κρίση εφέσεως, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθώς ο εναγόμενος, δυνάμει της ως άνω αφηρημένης αναγνώρισης του χρέους του, όφειλε να καταβάλει το ποσό αυτό στον αρχικώς ενάγοντα. ΄Αλλωστε, η υλική πράξη της ανάληψης και καταβολής χρημάτων δεν συνιστά έννομη σχέση. Εν συνεχεία, ο αρχικώς ενάγων, με την από 23-5-2008 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκλησή – δήλωσή του, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν (ήτοι στις 23-5-2008) στον εναγόμενο (βλ. σχετ. με αριθμ. …./23-05-2008 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….. της από 23/05/2008 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση), κάλεσε τον τελευταίο να του καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, δυνάμει της ως άνω μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, πλην, όμως, ο εναγόμενος εξακολουθεί να αρνείται την καταβολή του ποσού αυτού, ως προς το οποίο κατέστη υπερήμερος. Δεν είναι δε ανάγκη, όπως προαναφέρθηκε, να προβεί το Δικαστήριο σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της ένδικης δικαιοπραξίας, καθώς δεν ανακύπτει κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούκτων, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του εκκαλούντος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) δολαρίων ΗΠΑ, βάσει της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημέρα πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την 24-5-2008 (επομένη επίδοσης της από 23-5-2008 εξώδικης όχλησης) έως την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τον εναγόμενο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (έγγραφα κλπ), που λαμβάνονται υπόψη του από το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 2821/10-06-2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω του ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 16/07/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ