Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 439/2019

Αριθμός  439/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.     Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ  “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”.  Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της  (ήδη καταργηθείσης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και ότι ο εκκαλών μπορεί να προβάλει, με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2008, ΑΠ 446/2007, ΑΠ 1015/2005 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 2.1.2018 (ΓΑΚ …./2018 ΕΑΚ …./2018) έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ.  780/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε την από 23.3.2015 (ΓΑΚ/ΑΚ …/…/2015) αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ερήμην της εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε αυτή σύμφωνα με το τεκμήριο ομολογίας εκ της ερημοδικίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, στις 5.1.2018, δηλαδή εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 6.12.2017, όπως προκύπτει από την επισημείωση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ………, επί του επιδοθέντος αντιγράφου αυτής. Συνεπώς πρέπει η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή (αρθ. 511, 513, 516, 517, 518 ΚΠολΔ) και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της εφόσον η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην και με αυτήν η εκκαλούσα επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής,  δικαιουμένης της εκκαλούσας να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Πρέπει επίσης να επιστραφεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο (495 ΚΠολΔ) και περαιτέρω να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να δικασθεί και ερευνηθεί η αγωγή κατά την ίδια διαδικασία ως προς το νόμιμο και βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι ενόψει του ότι η έφεση ασκήθηκε στις 5.1.2018, δηλαδή μετά την 1.1.2016, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από τον ν. 4335/2015, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, επομένως, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των παραγράφων 2 και 1 εδ. β΄του άρθρου 524 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την ανωτέρω τροποποίηση, η κατάθεση των προτάσεων και των σχετικών εγγράφων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα.

  1. II. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μη επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, στις περιπτώσεις των δυο προηγούμενων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57) το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που είχε προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις διατάξεις αυτές αλλά και από άλλες διατάξεις του ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου προκύπτει, ότι η έννομη τάξη προστατεύει την προσωπικότητα του ατόμου με θετικές διατάξεις κατά παντός τρίτου, που την προσβάλλει. Η προσωπικότητα εμφανίζεται εξωτερικά με διάφορες εκφάνσεις ενώ με τη γενική ρήτρα περί της παρανόμου προσβολής της, επιτυγχάνεται ο εντοπισμός αλλά και η διεύρυνση των εκφάνσεων της προσωπικότητας, εκείνων, δηλαδή, που κατά την επιστήμη, τις κοινωνικές και τις συναλλακτικές αντιλήψεις θεωρούνται προστατεύσιμες. Το δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία δικαιώματος, με δική του φυσιογνωμία στο ιδιωτικό δίκαιο. Είναι δικαίωμα, που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, μη περιουσιακό, απόλυτα προσωπικό, εκτός συναλλαγής, αυτοτελές για κάθε πρόσωπο, αμεταβίβαστο και απαράγραπτο, οι ειδικότερες εκδηλώσεις του οποίου εμφανίζονται υπό τύπον «εκφάνσεων» του ενιαίου δικαιώματος. Μάλιστα, στα προστατευόμενα σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις αγαθά εντάσσεται και η τιμή του φυσικού προσώπου, ως εσωτερική αξία του ανθρώπου και ως κοινωνική καταξίωση αυτού (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/2009 ΝΟΜΟΣ). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 57 και 59 είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας και β) η προσβολή να είναι παράνομη, ήτοι να γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με την άσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είτε είναι από την άποψη της έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς την συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη). Όμως, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται και υπαιτιότητα εκείνου, από τον οποίο προέρχεται η προσβολή, η οποία πρέπει να είναι σημαντική (ΑΠ 179/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2011 ΝοΒ 2011.1213, ΑΠ 532/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η προσβολή της προσωπικότητας, κατά κανόνα, συνιστά και αδικοπραξία (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εφόσον πρόκειται για προσβολή απόλυτου δικαιώματος και επομένως μπορεί να ζητηθεί χρηματική ικανοποίηση και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 932 αυτού). Η προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή παράλειψη αυτού προσβάλλεται δικαίωμα του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, όπως αυτές των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, που προστατεύουν την τιμή και την υπόληψη κάθε ανθρώπου. Κατά το άρθρο 362 εδ. α` Π.Κ., “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α` του ίδιου Κώδικα, “αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Δηλαδή απαιτείται άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. Όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα της πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης (ΑΠ 487/2019 Ε’ ποινικό τμήμα – αντιθ. ΑΠ 841/2019 Στ’ ποινικό τμήμα, αμφότερες στην ΤΝΠ “Νόμος”).

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατά προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων  ισχυριζόμενος ότι με τις περιγραφόμενες πράξεις της η εναγομένη προσέβαλε την προσωπικότητά του διότι διέπραξε εναντίον του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης,  ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη αφενός να του καταβάλει ποσό 99.960 ευρώ  ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του επιφυλασσόμενος για περαιτέρω ποσό 40 ευρώ προκειμένου να ασκήσει πολιτική αγωγή ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων αφετέρου να μην επαναλάβει στο μέλλον ενέργειες και συμπεριφορές  συκοφαντικές και μειωτικές της υπόληψης και της προσωπικότητάς του με απειλή χρηματικής ποινής 4.000 ευρώ  για κάθε μελλοντική προσβολή του και να απαγγελθει προσωπική κράτηση ως μέσον εκτελέσεως. Ειδικότερα, ο ενάγων εκθέτει τα ακόλουθα: Η έναρξη της αντιδικίας του με την εναγομένη τοποθετείται στο έτος 1998. Τόσο η εναγομένη όσο και ο ίδιος με αφορμή τις εταιρείες συμφερόντων του με την επωνυμία “… ………” (λιβεριανή εταιρεία) και “……..” (………..) ενεπλάκησαν σε πλήθος ποινικών δικών, άλλοτε με την ιδιότητα του κατηγορουμένου και άλλοτε του εγκαλούντος, επί των οποίων έχουν εκδοθεί τα αναφερόμενα απαλλακτικά και παραπεμπτικά βουλεύματα και έχουν εκδοθεί άλλοτε απαλλακτικές κι άλλοτε καταδικαστικές αποφάσεις, τις οποίες αναφέρει. Η ίδια αντιδικία περιλαμβάνει και πλήθος αστικών δικών μεταξύ των προαναφερομένων φυσικών και νομικών προσώπων, δύο από τις οποίες διεξήχθησαν επί των κάτωθι αναφερόμενων αγωγών. Κύρια πηγή της αντιδικίας είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της προαναφερόμενης λιβεριανής εταιρείας καθώς και το ποσοστό συμμετοχής των διαδίκων τόσο σε αυτή όσο και στην ανωτέρω ελληνική εταιρεία και η συνεπαγόμενη απολαβή από τους διαδίκους των κερδών των εταιρειών αυτών. Συγκεκριμένα, στην ελληνική εταιρεία “……” (………..), που ιδρύθηκε το 1986, συμμετείχαν τυπικά, με ποσοστά συμμετοχής 50% η σύζυγός του ενάγοντος …….., 30% ο Ελληνοπολωνός ναυτικός (λιπαντής) ……… και 20% ο αδελφός του ενάγοντος και σύζυγος τότε της εναγομένης ……..,  (ο οποίος το έτος 1997 απεβίωσε), γιατί ο ενάγων δεν ήταν δυνατό να εμφανίζεται ως μέτοχος αυτής, λόγω της ανώτατης θέσης που κατείχε στις ναυτιλιακές εταιρίες «….» και «. …..». Στην πραγματικότητα, όμως, η εν λόγω εταιρεία ήταν αποκλειστικό δημιούργημά του, ιδρύθηκε μόνο με δικά του κεφάλαια και την διοικούσε ο ίδιος μέσω των ανωτέρω προσώπων. Αντικείμενο δε της δραστηριότητάς της ήταν η σύναψη συμβάσεων αντιπροσωπείας στην Ελλάδα των αναφερόμενων πολωνικών ναυπηγείων για την επισκευή σε αυτά διαφόρων πλοίων τρίτων έναντι προμήθειας. Τον Οκτώβριο του 1990 ο ενάγων εξεδίωξε τον ……….. λόγω οικονομικών ατασθαλιών σε βάρος της άνω εταιρίας του, στην οποία παρέμεινε διαχειριστής ο αδελφός του, …….., ο οποίος φαινόταν τυπικά με ποσοστό συμμετοχής 50% και ενεργούσε για λογαριασμό του (ενάγοντος) μέχρι τις 20-2-1997 που απεβίωσε μετά από τροχαίο ατύχημα. Η δε λιβεριανή εταιρεία  συστήθηκε  το έτος 1992, υπαγόμενη στις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, με καταστατική έδρα στη Λιβερία και εγκατάσταση γραφείων στην Ελλάδα (…………., Πειραιάς), προκειμένου να λειτουργήσει η εταιρία αυτή ως εισπρακτική εταιρία της άνω ελληνικής εταιρίας αποκλειστικών συμφερόντων του, να τύχει η εταιρία αυτή συναλλαγματικών διευκολύνσεων και να αποφύγει τη γραφειοκρατική διαδικασία της ελληνικής εταιρίας. Προηγουμένως, ο ενάγων φρόντισε να ανατεθεί τυπικά στη νεοσυσταθείσα αυτή λιβεριανή εταιρία του η διαχείριση πλοίων ξένης σημαίας (προϋπόθεση απαραίτητη για την εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967) και δη των Φ/Γ πλοίων «STN, «STJ» και «TR» που διαχειριζόταν τότε ο δραστηριοποιούμενος επιχειρηματικά στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. φίλος του και εφοπλιστής .. ….., ο οποίος διατήρησε πραγματικά τη διαχείριση των πλοίων αυτών, μέσω της εταιρίας συμφερόντων του «……». Το γραφείο της λιβεριανής εταιρίας βρισκόταν στον Πειραιά (……..), όπου από το 1986 ήταν και η έδρα της ελληνικής εταιρίας και όπου από το έτος 1989 συστεγαζόταν και η εταιρία «…….», καταβάλλοντας μίσθωμα στην ελληνική εταιρία του «……..». Οι άνω εταιρίες του λειτούργησαν συστεγαζόμενες από το 1989 έως το 1997 χωρίς το παραμικρό πρόβλημα, χωρίς να έχει  καταβληθεί το μετοχικό κεφάλαιο της λιβεριανής εισπρακτικής εταιρίας του, έστω ως προς μια από τις εκατό συνολικά μετοχές της. Ο ίδιος είχε ορίσει τυπικά τον αδελφό του ως εκδοχέα εγγραφής προς απόκτηση μιας εκ των άνω μετοχών της εταιρίας αυτής, καθώς τον εμπιστευόταν. Μετά το θάνατο του τελευταίου στις 20-2-1997, ανέθεσε στην εναγομένη-χήρα τότε του αδελφού του-  καθήκοντα Προέδρου και νομίμου εκπροσώπου της άνω λιβεριανής  εταιρίας του και της χορήγησε δικαίωμα υπογραφής και δέσμευσης της εταιρίας αυτής από κοινού με  συνεργάτη του (………..). Σε συνέχεια τούτου στις 20-3-1997 το διοικητικό Συμβούλιο της λιβεριανής εταιρίας, με πρόεδρο την εναγόμενη, αποφάσισε ομόφωνα για πρώτη φορά την έκδοση των 100 μετοχών της εταιρίας αυτής και τη διανομή τους ως εξής: ο ενάγων το 50%, η εναγόμενη ατομικά το 12% επί του υπολοίπου 50% και η ίδια, για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της …….., της οποίας ασκούσε τότε τη γονική μέριμνα, το 38% επί του υπολοίπου 50%. ΄Εκτοτε η εναγόμενη αναμίχθηκε ενεργά στις δραστηριότητες της ανωτέρω εταιρίας και υπέγραφε το σύνολο σχεδόν των εγγράφων της, με συνέπεια να έχει πλήρη γνώση του αποκλειστικά εισπρακτικού χαρακτήρα της. Η εκτέλεση από την εναγόμενη των ως άνω καθηκόντων της λειτούργησε χωρίς κανένα πρόβλημα από το Μάρτιο 1997 μέχρι την άνοιξη του 1998, όταν γνώρισε το ναυτιλιακό δικηγόρο και σημερινό σύζυγό της …………… και άρχισε δικαστικό αγώνα εναντίον του (ενάγοντος) και εναντίον κοινών συνεργατών αυτού και του θανόντος συζύγου της, επιχειρώντας να ιδιοποιηθεί τη λιβεριανή εταιρία (…….) και να εμφανίσει τον ενάγοντα ως μη έχοντα σχέση με αυτή. Στη συνέχεια της υπό κρίση αγωγής, ο ενάγων αφού περιγράφει διεξοδικά την όλη αντιδικία του με την εναγομένη επικεντρώνεται στους ισχυρισμούς που η εναγομένη προέβαλε με τις προτάσεις της επί των κατωτέρω αναφερομένων δύο αγωγών που η προαναφερόμενη ελληνική εταιρεία “………” (…………), εκπροσωπουμένη από την εκκαθαρίστριά της ΄……., άσκησε, τη μία εναντίον της εναγομένης (την με αριθ.κατ. …./2002 αγωγή) και την άλλη κατά της ανωτέρω λιβεριανής εταιρείας (την με αριθ.κατ. …./2002 αγωγή), εκπρόσωπος της οποίας φερόταν η εναγομένη. Συγκεκριμένα, η προαναφερόμενη ‘……. ως εκκαθαρίστρια της ανωτέρω ελληνικής εταιρείας, άσκησε κατά της ήδη εναγομένης, την από 15.1.2002 (αριθ.κατ. …/2002) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει  το ισόποσο σε ευρώ  ποσό των 3.053.613,71 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο ισχυρίστηκε ότι υπεξαίρεσε η εναγομένη  ως συνδικαιούχος (με τον αποβιώσαντα σύζυγό της) του λογαριασμού στον οποίο αυτό ήταν κατατεθειμένο, ποσό που στην πραγματικότητα ανήκε στην ενάγουσα εταιρεία και προερχόταν από συμβάσεις προμήθειας που αυτή είχε συνάψει με τα αναφερόμενα πολωνικά ναυπηγεία. Η ανωτέρω αγωγή απερρίφθη κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθ. 6482/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την  υπ’ αριθ. 6198/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ο ενάγων άσκησε αναίρεση που έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 1296/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η τελευταία αυτή απόφαση αναίρεσε την ανωτέρω 6198/2009 απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών. (Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι το Εφετείο Αθηνών μετά την εκ νέου συζήτηση της εφέσεως δημοσίευσε την υπ’ αριθ. 4621/2017 απόφασή του με την οποία εξαφάνισε εξ ολοκλήρου την προαναφερόμενη 6482/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τη βάση της από τη σύμβαση παρακαταθήκης. Ακολούθως αναγνώρισε ότι η εναγομένη  ………. υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία το σε ευρώ ισόποσο κατά την ημέρα  της πληρωμής των 2.097.165,83 δολλαρίων ΗΠΑ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής). Εκθέτει στη συνέχεια ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή ότι προς απόκρουση της πρώτης εκ των ανωτέρω υπ’ αριθ. …../2002 αγωγής, η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τις από  2-3-2005 προτάσεις της με τις οποίες προέβαλε τον ψευδή ισχυρισμό ότι τα ποσά του εν λόγω λογαριασμού ανήκαν αποκλειστικά στο σύζυγό της …… καθώς αποτελούσαν το ποσοστό συμμετοχής του (50%) στα κέρδη της ενάγουσας εταιρείας κι ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο λοιπό ποσοστό τα είχε αποδώσει στους ‘….. και … ….  Προέβαλε επίσης τον ψευδή  ισχυρισμό ότι ο σύζυγός της είχε επιτύχει στις 10-4-92 τη σύναψη σύμβασης  αντιπροσώπευσης με τα Πολωνικά ναυπηγεία Γκντανσκ στο όνομα και για λογαριασμό της λιβεριανής εταιρείας. Στις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών από 5.2.2008 προτάσεις της η εναγομένη προέβαλε τον ίδιο ισχυρισμό προσκομίζοντας προς απόδειξη ιδιόγραφο σημείωμα του αποβιώσαντος ………… το οποίο είχε νοθεύσει με διαγραφές τμήματος του περιεχομένου του .  Ότι τους ίδιους ισχυρισμούς επανέλαβε και στις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 26-4-2012 προτάσεις της  επί της  δεύτερης εκ των ανωτέρω από 21.2.2002 (αριθ.κατ. …../2002) αγωγής της ελληνικής εταιρείας κατά της λιβεριανής,  με την οποία η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το ποσό των 1.190.254,35 δολλαρίων ΗΠΑ και το ποσό των 51.151,15 γερμανικών  μάρκων  που αφορούσαν προμήθεια-ποσοστά επί των επισκευών των αναφερομένων στην αγωγή πλοίων για το διάστημα από το 1991 έως τις 15.8.1997, σύμφωνα με τις αναφερόμενες συμβάσεις προμήθειας που είχε καταρτίσει η ενάγουσα εταιρεία με τα πολωνικά ναυπηγεία, ποσά τα οποία εμβάστηκαν από τα πολωνικά ναυπηγεία στην ενάγουσα εταιρεία μέσω της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας που λειτουργούσε ως εισπρακτική. Πιο συγκεκριμένα,  στην επί της  ανωτέρω αγωγής δίκη, η εναγομένη ………… εμφανίστηκε ως νόμιμη εκπρόσωπος της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας και ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της ότι κάθε εταίρος (δηλαδή και ο σύζυγός της)  από τον Δεκέμβριο του 1990 και μετά εισέπραττε τα δικά του κέρδη απευθείας από τα πολωνικά ναυπηγεία στον προσωπικό του λογαριασμό, προσκόμισε δε προς απόδειξη του ισχυρισμού της την από 10-4-1992 σύμβαση-εισπρακτική συμφωνία, δηλαδή αναληθές κατά περιεχόμενο έγγραφο, γιατί αυτή η σύμβαση δεν ήταν σύμβαση αντιπροσώπευσης των πολωνικών ναυπηγείων από τη λιβεριανή εταιρεία αλλά στη σύμβαση αυτή αναφέρεται η λιβεριανή εταιρεία ως εισπρακτική εταιρεία της ελληνικής και ότι το αληθές ήταν ότι τη σύμβαση αντιπροσώπευσης  την είχε καταρτίσει ο ………… Ότι η εναγομένη με τις ανωτέρω προτάσεις της προσκόμισε ψευδή κατάσταση 274 παραστατικών-τιμολογίων στα οποία αναφέρονται μόνο οι αριθμοί τους χωρίς να προσκομίζονται και τα σώματα των τιμολογίων, με σκοπό να εξαπατήσει το Δικαστήριο ως προς τον πραγματικό δικαιούχο των προμηθειών και περαιτέρω ισχυρίστηκε ψευδώς ότι ο ……….. είχε εισπράξει τα ποσά των τιμολογίων που αναφέρονταν στην προαναφερθείσα αναληθή κατά περιεχόμενο κατάσταση ότι έλειπαν αλλά τα οποία στην πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτα και έτι περαιτέρω ισχυρίστηκε πως τα χρήματα δεν υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς γιατί ο ενάγων τα είχε τοποθετήσει σε δικές του εταιρείες. ‘Οτι η αγωγή αυτή απερρίφθη με την 6187/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η εναγομένη με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της ισχυρίζεται ότι η εταιρεία με την επωνυμία “……….” και τον διακριτικό τίτλο “…………”, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ανωτέρω από 21.1.2002 και με αριθμό καταθέσεως ……/2002 αγωγής κατά την ενώπιον του Εφετείου Αθηνών δικάσιμο της 4.5.2017, ισχυρισμός που ο ενάγων δεν αρνείται ειδικότερα. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο ενάγων ότι με τους αναφερόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς σχετικά με την σύσταση, λειτουργία και εκπροσώπηση της λιβεριανής εταιρείας που η εναγομένη προέβαλε ενώπιον των Δικαστηρίων και την προσκόμιση προς απόδειξή τους των αναφερομένων εγγράφων (όπως συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, πιστοποιητικά του Λιβεριανού Δημοσίου, έκθεση της ελεγκτικής εταιρείας …., αλληλογραφία με τα πολωνικά ναυπηγεία), διέπραξε τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης επί δικαστηρίω σε βαθμό κακουργήματος, για τα οποία  ο ενάγων υπέβαλε μήνυση εναντίον της και η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του 25ου Ανακριτή Αθηνών. Ισχυρίζεται τέλος ότι με τους προαναφερόμενους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στις προτάσεις της επί των ανωτέρω δύο αγωγών, η εναγομένη προσέβαλε την προσωπικότητά του γιατί τον εμφανίζει ενώπιον του Δικαστηρίου-Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και Εφετείο Αθηνών ως “ψεύτη”, “απατεώνα”, “υπεξαιρέτη αδελφικής περιουσίας” και “υπεξαγωγέα εγγράφων” και επιχειρεί να τον μειώσει ως κοινωνικό άνθρωπο και επαγγελματία, να τον παραστήσει ως αναξιόπιστο ενώπιον των δικαστηρίων και να τον ταπεινώσει ενώπιον πλήθους τρίτων προσώπων “(ακροατήριο, δικαστές συνθέσεως και λοιπά πρόσωπα)”, όπως επί λέξει αναφέρει στην αγωγή.  Με βάση το ιστορικό αυτό (το οποίο συνοπτικά εκτίθεται στην παρούσα απόφαση καθόσον αναπτύσσεται σε 137 σελίδες της αγωγής, σε πολλά σημεία της οποίας επαναλαμβάνονται τα ίδια περιστατικά και στην οποία ενσωματώνονται σε φωτοτυπία διάφορα έγγραφα), ζητεί ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη αφενός να του καταβάλει ποσό 99.960 ευρώ  ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του επιφυλασσόμενος για περαιτέρω ποσό 40 ευρώ προκειμένου να ασκήσει πολιτική αγωγή ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων αφετέρου να μην επαναλάβει στο μέλλον ενέργειες και συμπεριφορές  συκοφαντικές και μειωτικές της υπόληψης και της προσωπικότητάς του με απειλή χρηματικής ποινής 4.000 ευρώ  για κάθε μελλοντική προσβολή του και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ως μέσον εκτελέσεως.

Σύμφωνα με την άποψη που έγινε δεκτή ανωτέρω, υπό στοιχείο ΙΙ, και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως ορθότερη, η αγωγή, με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα παρίσταται μη νόμιμη, προεχόντως διότι τα δικαστικά πρόσωπα ενώπιον των οποίων ισχυρίζεται ο ενάγων ότι συκοφαντήθηκε (δικαστές- μέλη της συνθέσεως που δίκασαν τις ανωτέρω δύο αγωγές) δεν έχουν την ιδιότητα του “τρίτου” κατά την έννοια των άρθρων 362 και 363 ΠΚ κι επομένως δεν νοείται τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής ούτε της απλής δυσφήμησης ενώπιόν τους, κατά συνέπεια δεν δύναται κατ΄αυτό τον τρόπο να διαπραχθεί προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος. Ενόψει δε του ότι οι αναφερόμενοι από τον ενάγοντα ως ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί περιέχονται, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στις προτάσεις που κατέθεσε η εναγομένη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και στο (πολιτικό) Εφετείο προς απόκρουση των εναντίον της ασκηθεισών αγωγών (της δεύτερης υπό την ιδιότητά της ως εκπροσώπου της εναγομένης λιβεριανής εταιρείας), στην έννοια του “τρίτου” δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε το ακροατήριο, διότι το ακροατήριο στην πολιτική (αστική) δίκη σε καμία περίπτωση δεν δύναται να πληροφορηθεί το περιεχόμενο των προτάσεων των διαδίκων αφού πρόσβαση σε αυτές έχουν μόνο τα δικαστικά πρόσωπα που διεξάγουν τη σχετική δίκη (δικαστές, γραμματείς, δικηγόροι). Δεν αναφέρει δε ο ενάγων στην αγωγή ποια είναι τα “λοιπά πρόσωπα” ενώπιον των οποίων θεωρεί ότι συκοφαντήθηκε και στο σημείο αυτό η αγωγή πάσχει αοριστίας. Σε κάθε περίπτωση, εάν τελικά τα αρμόδια δικαστήρια κρίνουν ότι με τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο, η εναγομένη διέπραξε το αδίκημα της απάτης στο δικαστήριο και της πλαστογραφίας θα υπάρξουν εναντίον της οι προβλεπόμενες ποινικές συνέπειες. Περαιτέρω, ούτε προσβολή προσωπικότητας με τη διάπραξη του αδικήματος της εξυβρίσεως στοιχειοθετείται, προεχόντως διότι οι χαρακτηρισμοί που περιέχονται στην υπό κρίση αγωγή (“ψεύτη”, “απατεώνα”, “υπεξαιρέτη αδελφικής περιουσίας” και “υπεξαγωγέα εγγράφων”) δεν αναφέρει ο ενάγων ότι περιέχονται αυτούσιοι στις προτάσεις της εναγομένης επί των ανωτέρω δύο αγωγών αλλά είναι η δική του ερμηνεία και απόδοση των αρνητικών των αγωγών ισχυρισμών της εναγομένης. ‘Ομως, η άρνηση εκ μέρους του κάθε εναγομένου της εναντίον του αγωγής και το αίτημά του για απόρριψή της ως αβάσιμης δεν συνεπάγεται από μόνη της ότι ο εναγόμενος χαρακτηρίζει τον ενάγοντα “ψεύτη”, “απατεώνα” κ.ο.κ . Τέλος, σε κάθε περίπτωση, πρόδηλον είναι το γεγονός ότι η εναγομένη διατύπωσε στις προτάσεις της τους ανωτέρω ισχυρισμούς, αμυνόμενη κατά των αγωγών, δηλαδή για να υπερασπιστεί τον εαυτό της ασκώντας νόμιμο δικαίωμά της, οι ισχυρισμοί δε αυτοί αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά, η απόδειξη της αλήθειας των οποίων ήταν αντικείμενο της κάθε  επιμέρους δίκης, και δεν αποτελούν κρίσεις που δηλώνουν μομφή για τον ενάγοντα ή χαρακτηρισμούς δυσμενείς γι’ αυτόν και πρόσφορους να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του ούτε έχουν διατυπωθεί καθ’ υπέρβαση του προσήκοντος, αναγκαίου και επιβεβλημένου μέτρου. Τέλος, το αίτημα της αγωγής “να υποχρεωθεί η εναγομένη να μην επαναλάβει στο μέλλον ενέργειες και συμπεριφορές  συκοφαντικές και μειωτικές της τιμής , της υπόληψης και  εν γένει της προσωπικότητας” του ενάγοντος, με απειλή χρηματικής ποινής 4.000 ευρώ για κάθε μελλοντική προσβολή, πάσχει αοριστίας γιατί δεν περιέχει συγκεκριμένες πράξεις από τις οποίες πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να απόσχει δυνάμενες να αποτελέσουν περιεχόμενο διατακτικού αποφάσεως που να επιδέχεται εκτέλεση.

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, γιατί η ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ήταν δυσχερής (179 ΚΠολΔ) ενόψει του ότι περί αυτής πρόσφατα εκδόθηκαν δύο αντίθετες μεταξύ τους αποφάσεις των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου (βλ. ανωτέρω).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

-Εξαφανίζει την  780/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 23.3.2015 (αριθ.κατ. …………./2015) αγωγή.

-Απορρίπτει αυτή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 27η  Ιουνίου 2019   και δημοσιεύθηκε στις 31 Ιουλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    H  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ