Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 483/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:    483/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η από 28.7.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά της 2564/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την παραπεμφθείσα σε αυτό απ’ το Ειρηνοδικείο Νίκαιας από 23.10.2014 (υπ’ αριθμ. κατ. ……/2014) αγωγή της πρώτης κατά του νυν εφεσίβλητου και δέχθηκε εν μέρει αυτή έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.7.2017 κατόπιν επιδόσεως της εκκαλουμένης στον εφεσίβλητο στις 30.6.2017 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……… στο προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης). Επομένως, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Περαιτέρω, εκτός από την έφεση η εκκαλούσα έχει ασκήσει και τους από 12.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της ίδιας απόφασης, οι οποίοι κατατέθηκαν στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 19.10.2018 και επιδόθηκαν στον εφεσίβλητο στις 26.10.2018 (βλ. την επισημείωση του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή ……. σε αντίγραφο των πρόσθετων λόγων που προσκομίζει ο εφεσίβλητος), ήτοι τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της παραπάνω εφέσεως κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Επειδή οι πρόσθετοι λόγοι, παρά την αυτοτέλεια τους, τελούν σε εξάρτηση από την έφεση και φέρουν σε σχέση με αυτήν παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. Σ. Σαμουήλ, «Η Εφεση – κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. Ε` [2003], § 584, σελ. 240) και δικάζονται υποχρεωτικά μαζί με την έφεση (βλ. Μαργαρίτη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I [2000] υπό άρθρο 520 αρ. 36 σελ. 930), ενώ δεν μπορεί να νοηθεί χωριστή συζήτησή τους (βλ. Ε. Μπαλογιάννη, σε X. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο» 3η εκδ. [2013], υπό άρθρο 520, αρ. 14, σελ. 1043), πρέπει οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι έφεσης να συνεκδικαστούν με την ως άνω έφεση με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών εργατικών διαφορών που εφαρμόσθηκε πρωτοδίκως (άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ), διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης (άρθρα 520 § 2, 524 § 1 και 246 ΚΠολΔ) (βλ. ΜονΕφΠατρ 142/2018, στη Νόμος). Οι ως άνω από 24.10.2018 πρόσθετοι λόγοι έφεσης έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ, οπότε πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του κάθε λόγου.

Με την από 23.10.2014 (με αριθμό κατάθεσης ……/2014) αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας η ενάγουσα υποστήριζε ότι με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από τον εναγόμενο στις 3.4.2014 για να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου στις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του στην Κεντρική Αγορά Αθήνας στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, με ωράριο εργασίας που τύποις συμφωνήθηκε τέσσερις ώρες ημερησίως, επί πενθήμερο και έναντι μηνιαίων αποδοχών 293,04 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα εργαζόταν ημερησίως από ώρα 9.00 π.μ. έως ώρα 9.00 μ.μ. και με αποδοχές 600 ευρώ το μήνα. Ότι στις 25.7.2014 ανακοίνωσε στον εργοδότη της ότι ήταν έγκυος και αυτός την απέλυσε προφορικά, χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου και χωρίς την προσφορά αποζημίωσης απολύσεως, ενώ στις 8.9.2014, της κοινοποίησε με δικαστικό επιμελητή την από 1.9.2014 καταγγελία συμβάσεως εργασίας, προσφέροντάς της ποσό αποζημιώσεως ύψους 646,52 ευρώ, το οποίο όμως υπολείπεται από το νόμιμο. Ότι η απόλυσή της είναι απολύτως άκυρη, καθώς η σύμβασή της καταγγέλθηκε μόνο εκ του γεγονότος της εγκυμοσύνης της, μη συντρέχοντος άλλου σπουδαίου ή μη λόγου, κατά τα αβασίμως υποστηριχθέντα απ΄τον εναγόμενο. Ζητούσε, λοιπόν, να αναγνωρισθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ως παράνομη και καταχρηστική και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 18.200 ευρώ που αντιστοιχεί αφενός σε μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 25.7.2014 έως 25.10.2016 ποσού 16.200 ευρώ με βάση τις πραγματικές μηνιαίες αποδοχές της ύψους 600 ευρώ αφετέρου σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της από την άκυρη απόλυση ποσού 2.000 ευρώ, άλλως χρηματικό ποσό 9.912,08 ευρώ που αντιστοιχεί σε μισθούς υπερημερίας του ίδιου χρονικού διαστήματος με βάση μηνιαίες αποδοχές ύψους 293,04 ευρώ πλέον της ως άνω χρηματικής ικανοποίησης ποσού 2.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 17.400 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποζημίωση λόγω απόλυσης μαζί με μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 25.7.2014 έως 25.10.2016, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε την υπόθεση κατόπιν εκδόσεως της 51/2015 παραπεμπτικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Νίκαιας που είχε κρίνει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, με την 2564/2017 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι η πρώτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας στις 25.7.2014 ήταν άκυρη λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, ενώ απέρριψε το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της δεύτερης από 1.9.2014 καταγγελίας που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 8.9.2014, δεχόμενο ότι η καταγγελία αυτή ήταν έγκυρη, καθώς τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και δεν οφειλόταν αποζημίωση λόγω μη συμπλήρωσης δωδεκάμηνης απασχόλησης, υπαγορεύθηκε δε από σπουδαίο λόγο, ήτοι από την αντισυμβατική και απρεπή συμπεριφορά της εργαζομένης και όχι από το γεγονός της εγκυμοσύνης της, ακολούθως δε υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα μισθούς υπερημερίας μόνο για το διάστημα από 25.7.2014 έως 8.9.2014 ποσού 858 ευρώ, βάσει πραγματικού μηνιαίου μισθού 600 ευρώ.

Ήδη με την από 28.7.2017 έφεσή της και τους από 12.10.2018 πρόσθετους λόγους έφεσης, η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και μη ορθή εφαρμογή του νόμου, κατά το μέρος που με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε έγκυρη η από 1.9.2014 καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας και απορρίφθηκαν τα κονδύλια που η εκκαλούσα ζητούσε με την αγωγή της, ζητεί δε γι’ αυτό την εξαφάνιση της παραπάνω απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

Σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας εγκύου, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1483/1984 όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 άρθρου 36 του ν. 3996/2011, (Φ.Ε.Κ. Α` 170/5.8.2011) «Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων». Εξ άλλου κατά το άρθρο 10 π.δ. 176/1997: “Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων”. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει αφενός μεν ότι η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, αφετέρου δε ότι η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής (βλ. Δημ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Γ’ έκδοση, σελ. 1167, σημείωση 86, Ληξουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 692, Μπακόπουλο, Η καταγγελία, σελ. 8). Σκοπός, εξάλλου, της ανωτέρω αναγγελίας είναι η ενημέρωση της αρμόδιας Υπηρεσίας Εργασίας, προκειμένου αυτή να επιληφθεί συναφών με την καταγγελία συνεπειών, όπως η καταχώρηση της απολυόμενης στον κατάλογο ανέργων, η καταβολή επιδόματος ανεργίας κ.λπ., ενδέχεται δε να δημιουργηθεί και υποχρέωση για αποζημίωση της μισθωτής, που λόγω της παράλειψης αυτής στερήθηκε το επίδομα ανεργίας ( βλ. σχετ. μελέτη Χ.Πετίνη, ΔΕΝ 2003, σελ. 192, Χαρ. Γκούτου-Λεβέντη, Εργατική Νομοθεσία, 1988, σελ. 314, Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, σελ. 681, Αλ. Καρακατσάνη, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995, παρ. 877). Ανάλογη, εξάλλου, ρύθμιση με αυτή του άρθρου 10 παρ. 2,περ. β` του Π.Δ. 176/1997 υπάρχει και στον Ν. 3198/1955 και ειδικότερα στο άρθρο 9 αυτού, σύμφωνα με την οποία ” ο καταγγέλλων την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται όπως, εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόμενο, να αναγγείλη την καταγγελίαν εις την αρμόδιαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας”. Και στην περίπτωση αυτή, η παράλειψη της αναγγελίας, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά μόνο ποινικές και χρηματικές κυρώσεις, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 9 του ως άνω νόμου (ΑΠ 433/2012, ΑΠ 1334/1997 στη Νόμος). Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι στο ως άνω άρθρο 10 του Π.Δ. 176/1997 δεν προβλέπεται προθεσμία κοινοποίησης της καταγγελίας. Περαιτέρω, το έγκυρο της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εγκύου, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση- εκτός κι αν δεν οφείλεται αποζημίωση λόγω μη συμπλήρωσης δωδεκάμηνης απασχόλησης κατ’ άρθρο 17 παρ.5 εδ.α’ του ν. 3899/2010- συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος. Ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία, κατ’ αντικειμενική κρίση, καθιστούν κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Σημειώνεται δε ότι η καλή πίστη δεν απαιτεί με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζόμενης μέχρι τη λήξη των παραπάνω προθεσμιών αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί ν’ αξιωθεί ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζόμενης για την εργασία που συμφωνήθηκε. Έτσι η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Αρκεί και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο, αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη (Α.Π. 668/2016). Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εγκύου εργαζομένης αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας λόγω της για την αιτία αυτή ακυρότητας της καταγγελίας (ΑΠ 954/2018, ΑΠ 308/2011, ΜονΕφΘεσσαλ 1345/2018, στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ………., φίλης της εκκαλούσας-ενάγουσας και ……….., συζύγου του εφεσίβλητου-εναγόμενου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, που περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 51/10-3-2015 Πρακτικά Συνεδριάσεως του παραπάνω Δικαστηρίου, μη λαμβανομένων υπόψη αφενός της υπ’ αριθμ. …../9-12-2014 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του εναγόμενου ……… ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, καθώς δεν αποδεικνύεται κλήση της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη της, αφετέρου της από 4.8.2014 υπεύθυνης δήλωσης του …………, η οποία συντάχθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία στην παρούσα δίκη, πλην όμως οι υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων, κατά το άρθρο 8 του ν. 1599/1986, που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, δεν αποτελούν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, αν συντάχθηκαν, προκειμένου, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, να χρησιμοποιηθούν σε συγκεκριμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη (Ολ.Α.Π. 8/1987, ΑΠ 6/2019 στη Νόμος), τέλος δε απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 3.4.2014, η ενάγουσα προσλήφθηκε από τον εναγόμενο με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος γραφείου και δη ως βοηθός λογιστή-ταμίας στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του τελευταίου, που δραστηριοποιείται στο χονδρικό εμπόριο φρούτων και λαχανικών στην Κεντρική Αγορά Αθήνας, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, …….. Αρχικά και περίπου για διάστημα δεκαπέντε ημερών, η ενάγουσα ήταν συνεπής στις εργασιακές υποχρεώσεις της, χωρίς να έχει δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα με τον εναγόμενο. Στη συνέχεια, όμως, μετά τη γνωριμία της και τη σύναψη δεσμού με εμπορομανάβη που εργαζόταν στη Λαχαναγορά του Ρέντη, κοντά στην επιχείρηση του εναγόμενου και ο οποίος διατηρούσε κατάστημα στη Βαρβάκειο Αγορά, η ενάγουσα άρχισε να παραμελεί την εργασία της. Εγκατέλειπε τη θέση της, κατά το ωράριο εργασίας της, για να κάνει ψώνια και κυρίως για να συναντιέται με το σύντροφό της, ο οποίος την επισκεπτόταν συχνά στο κατάστημα, ενώ δεν επεδείκνυε καλή συμπεριφορά έναντι του προσωπικού της επιχείρησης του εναγόμενου. Σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης …………, συζύγου του εναγόμενου, η οποία βρισκόταν τακτικά στο κατάστημα και έχει ιδία γνώση, τέτοια μη σωστή συμπεριφορά υπήρξε έναντι του απασχολούμενου εργάτη της επιχείρησης, του οποίου τις υπηρεσίες ήθελε η ενάγουσα να χρησιμοποιεί προς το συμφέρον του φίλου της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν προβλήματα στη λειτουργία της επιχείρησης (όπως κατέθεσε η εν λόγω μάρτυρας χαρακτηριστικά «…Είχαμε πρόβλημα με τη δουλειά μας. Έφερνε ο κος ……. ο φίλος της καφάσια στο μαγαζί μας για να πηγαίνει ο εργάτης μου να τα πουλάει σε άλλο μαγαζί για να μοιράζονται τα κέρδη», βλ. 8η σελίδα, τέλος 1ης παραγράφου των υπ’ αριθμ. 51/2015 πρακτικών του Ειρηνοδικείου Νίκαιας). Εξάλλου, τα όσα κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης ………. ότι η ενάγουσα ήταν σωστή στη δουλειά της δεν βασίζονται σε προσωπική της γνώση αλλά στα όσα της μετέφερε η τελευταία και σε δικές της εικασίες (βλ. σελίδα 5, 15η σειρά «Θεωρώ όταν δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ σε μία επιχείρηση χωρίς να είσαι ασφαλισμένη και κάτω από αυτές τις συνθήκες, ναι θεωρώ ότι ήταν συνεπής»). Περαιτέρω, όμως, δεν αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι η ενάγουσα υπεξαιρούσε χρήματα από το ταμείο της επιχείρησης μη αποδίδοντας ρέστα στους πελάτες, όπως της προσήψε ο εναγόμενος με την ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά κατατεθείσα από 25.9.2014 με ΑΒΜ ……… έγκλησή του, η οποία απορρίφθηκε ως προφανώς αβάσιμη με την υπ’ αριθμ. ……/2.10.2017 διάταξη κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, αλλά και συμπεριέλαβε στις προτάσεις του κατ’ ένσταση ο εναγόμενος ως έναν εκ των σπουδαίων λόγων που τον οδήγησαν στην απόφαση να απολύσει την ενάγουσα. Το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται η εν λόγω κατηγορία δεν συνεπάγεται ότι τυγχάνουν αναπόδεικτες οι λοιπές αιτιάσεις που κατ’ ένσταση αποδίδει ο εναγόμενος στην ενάγουσα ήτοι ότι παραμελούσε την εργασία της, απουσιάζοντας από τη θέση της και ότι επεδείκνυε κακή συμπεριφορά έναντι του λοιπού προσωπικού της επιχείρησης. Εντέλει, στις 25.7.2014, με αφορμή κάποιο επεισόδιο στο οποίο ενεπλάκη η ενάγουσα με έναν προμηθευτή της επιχείρησης με το όνομα «…….», ο εναγόμενος την κάλεσε και της ανακοίνωσε ότι την απολύει. Τότε αυτή του απάντησε ότι δεν μπορούσε να την απολύσει γιατί βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Εντούτοις, ο εναγόμενος ενέμεινε στην απόφασή του, εκδιώκοντας την ενάγουσα από το κατάστημα, χωρίς να της επιδώσει έγγραφη καταγγελία. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα προσέφυγε στις 29.7.2014 στην Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας άκυρη απόλυσή της λόγω της εγκυμοσύνης της και μη καταβολή από τον εργοδότη αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση. Την 1.9.2014 συζητήθηκε ενώπιον του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων Νίκαιας η μεταξύ των διαδίκων διαφορά και εκεί η πληρεξούσια δικηγόρος του εναγόμενου υποστήριξε ότι συνέτρεχαν σοβαροί και σπουδαίοι λόγοι κατά την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων της καταγγέλλουσας που προϋπήρχαν της εγκυμοσύνης της και είχαν επανειλημμένως γνωστοποιηθεί σε αυτή, ένεκα των οποίων ο εργοδότης προέβη σε προφορική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, αγνοώντας την εγκυμοσύνη της εργαζόμενης. Δήλωσε δε ότι η επιχείρηση επαναλαμβάνει την καταγγελία και εγγράφως σύμφωνα με το ν. 3198/1955 και ότι προτίθεται να καταβάλλει στην καταγγέλλουσα τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές της, ήτοι το ήμισυ του μηνός Ιουλίου 2014 και ολόκληρες τις αποδοχές του Αυγούστου του ίδιου έτους, το οποίο θα της καταβληθεί μετά την εκκαθάριση από το λογιστήριο μέχρι τις 5.9.2014. Ακολούθως, ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ενημέρωσε την καταγγέλλουσα για το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των εγκύων εργαζομένων, καθώς και ότι δύναται να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από την ημερομηνία απόλυσης. Στη συνέχεια, στις 8.9.2014, ο εναγόμενος κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 1.9.2014 καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία κατήγγειλε εκ νέου τη μεταξύ τους σύμβαση και με την οποία επίσης κάλεσε αυτή να λάβει αποζημίωση ύψους 646,52 ευρώ μέσω πληρωμής της υπ’ αριθμ. .. ……. δίγραμμης επιταγής της Εθνικής Τράπεζας, εκδόσεως την 8.9.2014, η οποία όμως επιστράφηκε στα χέρια του εργοδότη, γιατί είχε εκδοθεί εσφαλμένως εις διαταγή του και αντ’ αυτού της παραδόθηκε σε μετρητά το ποσό των 646,52 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. …/8.9.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο της Αθήνας . …….). Για την υπόθεση ενημερώθηκε και ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος διερεύνησε την υπ’ αριθμ. φακέλου ….. αναφορά της ενάγουσας και εξέδωσε το από 28.11.2014, υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../2014 πόρισμά του κατ’ άρθρο 25 παρ.10 εδ.β’ του ν. 3896/2010. Σύμφωνα με αυτό, η πρώτη προφορική καταγγελία της σύμβασης εργασίας στις 25.7.2014 ήταν άκυρη λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου (έγγραφο, επίκληση σπουδαίου λόγου, κοινοποίηση στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας). Αναφορικά με τη δεύτερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργοδότη προς την εργαζόμενη που έγινε εγγράφως, ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε ότι αφ’ ης στιγμής αναγράφεται στο σχετικό έγγραφο ότι η καταγγελία γίνεται στα πλαίσια του άρθρου 672 Α.Κ. (σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης), εκείνος δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο περιεχόμενο της καταγγελίας, καθότι ο σπουδαίος λόγος ως έννοια νομική ελέγχεται μόνο από τα αρμόδια δικαστήριά, πλην όμως σε κάθε περίπτωση ότι η καταγγελία στις 8.9.2014 έπασχε από τυπική ακυρότητα λόγω μη κοινοποίησής της στο αρμόδιο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης κατά το Π.Δ. 176/1997. Σε συνέχεια των ανωτέρω, ο Συνήγορος του Πολίτη διαβίβασε το πόρισμά του στο αρμόδιο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νίκαιας, εισηγούμενος την επιβολή διοικητικού προστίμου σε βάρος της επιχείρησης του εναγόμενου για παραβίαση των άρθρων 15 παρ.1 ν. 1483/1984, 10 του π.δ. 176/1997 και 14 περ.α’ του ν. 3896/2010 στην περίπτωση της απόλυσης της ενάγουσας. Εντέλει, στις 18.12.2014, ο εναγόμενος επέδωσε στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Νίκαιας-Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας «ΥΠ.Ε.Κ.Α. & Π.» την ως άνω από 1.9.2014 καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση-άτακτη καταγγελία που είχε προεπιδώσει στις 8.9.2014 στην ενάγουσα (βλ. την υπ’ αριθμ. …../18.12.2014 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο της Αθήνας ……….. προς την παραπάνω Υπηρεσία). Ενόψει όλων των ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας, όχι εξαιτίας της εγκυμοσύνης της, αλλά εξαιτίας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της και της κακής απόδοσης στην εργασία της, όπως κατ’ ένσταση (κατ’ ορθή εκτίμηση και όχι με άρνηση όπως αναφέρεται στην εκκαλούμενη) είχε προβάλει ήδη με τις προτάσεις του πρωτοδίκως ο εναγόμενος και επαναφέρει τον σχετικό ισχυρισμό με τις στον δεύτερο βαθμό κατατεθείσες προτάσεις του ως εφεσίβλητος, καθώς με την παρέλευση του πρώτου δεκαπενθήμερου απασχόλησης της και μετά τη σύναψη δεσμού με εμπορομανάβη από τη Λαχαναγορά του Ρέντη, η ενάγουσα εγκατέλειπε συχνά τη θέση εργασίας της κατά τις ώρες λειτουργίας του καταστήματος, για να τον βλέπει και για να κάνει ψώνια, ενώ επεδείκνυε και κακή συμπεριφορά έναντι του προσωπικού, όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση του εργάτη της επιχείρησης του εναγόμενου. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνιστούν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 15 του ν. 1483/1984, καθιστώντας μη ανεκτή για τον εργοδότη τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Η πρώτη καταγγελία της ένδικης σύμβασης που έλαβε χώρα στις 25.7.2014 είναι άκυρη, καθώς έγινε προφορικά και δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, όπως ορίζει ο νόμος κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη. Εντούτοις, η δεύτερη από 1.9.2014 καταγγελία της ίδιας σύμβασης πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου και ήταν έγκυρη, καθώς έγινε εγγράφως με επίδοση αυτής στην εκκαλούσα-ενάγουσα στις 8.9.2014, οπότε και επέφερε τα αποτελέσματά της και στηριζόταν κατά τα ανωτέρω, σε σπουδαίο αντικειμενικά λόγο κατ’ άρθρο 672 ΑΚ που καθιστούσε μη ανεκτή τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης των διαδίκων για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο, ενώ δεν οφειλόταν αποζημίωση απολύσεως αφού η μισθωτή δεν είχε συμπληρώσει δωδεκάμηνο απασχόλησής στον παραπάνω εργοδότη σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.5 εδ.α’ του ν. 3899/2010. Επίσης το γεγονός της καθυστερημένης επίδοσης της καταγγελίας στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας στις 18.12.2014 δεν θα μπορούσε να καταστήσει άκυρη αυτή (βλ. άρθρο 13 του π.δ. 176/1997, όπου προβλέπονται μόνο διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για την τυχόν παράβαση των διατάξεων του εν λόγω διατάγματος). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και επιδίκασε μόνο μισθούς υπερημερίας για το διάστημα μεταξύ της άκυρης και της έγκυρης καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας (από 25.7.2014 έως 8.9.2014) ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα στην υπό κρίση έφεση. Επισημαίνεται ότι για το έγκυρο της καταγγελίας δεν υπήρχε εκ του νόμου υποχρέωση του εργοδότη να αποστείλει προηγουμένως στην εργαζόμενη έγγραφη επίπληξη ή προειδοποίηση, όπως αβάσιμα στην έφεσή της και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα διαλαμβάνει. Επίσης αβάσιμα η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη ότι δέχθηκε πως ο βασικός και ουσιαστικά κύριος λόγος της καταγγελίας ήταν το επεισόδιο με τον προμηθευτή ……., καθώς σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι το επεισόδιο αυτό ήταν απλώς αφορμή για την απόλυση και όχι η αιτία (βλ. 9η σελίδα της εκκαλούμενης απόφασης, 9η σειρά «Στις 24-7-2014, ο εναγόμενος, έχοντας υπόψη του τα ανωτέρω αλλά και εξ αφορμής ενός επεισοδίου που προκλήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και ενός πελάτη της επιχείρησης με το όνομα ………αποφάσισε να απολύσει την ενάγουσα…»), ενώ κατά τα λοιπά στην εκκαλουμένη ορθά εκτιμήθηκαν όλα τα αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών της Επιθεώρησης Εργασίας, του πορίσματος του Συνηγόρου του Πολίτη και των μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 51/2015 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της εφέσεως. Περαιτέρω, αλυσιτελής τυγχάνει ο πρώτος πρόσθετος λόγος έφεσης ότι με την υπ’ αριθμ. …./2.10.2017 διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς με την οποία τέθηκε στο αρχείο η με ΑΒΜ ……… έγκληση του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση και η οποία (διάταξη) εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης ουσιαστικά αντικρούεται το σκεπτικό της τελευταίας ότι η ένδικη σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε όχι λόγω της εγκυμοσύνης της εργαζόμενης, αλλά εξ αιτίας της αντισυμβατικής και απρεπούς συμπεριφοράς της προς τον εναγόμενο, της κακής απόδοσης στην εργασία της, η οποία δεν σχετιζόταν με το γεγονός της εγκυμοσύνης της και του αθέμιτου ανταγωνισμού που επέτρεπε να λαμβάνει χώρα εν απουσία του εργοδότη από οικείο της πρόσωπο εις βάρος της επιχείρησης του εναγομένου. Όπως προεκτέθηκε η εκκαλούμενη απόφαση δεν δέχθηκε ότι υπήρξε υπεξαίρεση χρημάτων από το ταμείο της επιχείρησης του εργοδότη εκ μέρους της ενάγουσας, απορρίπτοντας σιωπηρώς τον ισχυρισμό αυτό που διαλαμβανόταν στις προτάσεις του εναγόμενου σωρευτικά μαζί με τους άλλους λόγους αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης. Ως εκ τούτου, η ως άνω απορριπτική εισαγγελική διάταξη, λαμβανόμενη υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, δεν δύναται να διαφοροποιήσει την επί της ουσίας κρίση αυτού του Δικαστηρίου για την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, όπως αυτός περιγράφεται παραπάνω για την καταγγελία της σύμβασης. Ομοίως αλυσιτελώς προβάλλεται με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης, με τον οποίο επίσης αμφισβητείται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλούμενης απόφασης, ότι θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της εκκαλούσας-ενάγουσας στην Επιθεώρηση Εργασίας η απορριφθείσα αμετακλήτως μήνυση του εφεσίβλητου-εναγόμενου, καθώς όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ως λόγο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας την υπεξαίρεση χρημάτων από την εργαζόμενη, ώστε να ενδιαφέρει ο χρόνος υποβολής μηνύσεως σε βάρος της από τον εργοδότη. Μη απομένοντος άλλου κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους η από 28.7.2017 έφεση και οι από 12.10.2018 πρόσθετοι λόγοι έφεσης. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 σε συνδυασμό με το άρθρο 183 του ΚΠολΔ, καθώς κρίνεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 10 παρ.2 του π.δ. 176/1997 που εφαρμόσθηκε εν προκειμένω σχετικά με το αν εξαρτάται το έγκυρο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εγκύου από την παράλληλη κοινοποίησή της στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας κρίνεται ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. το πιο πάνω αναφερόμενο πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη για το θέμα αυτό).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 28.7.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) έφεση κατά της 2564/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και τους από 12.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της ίδιας απόφασης αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29.8.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ