Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 484/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:    484/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η από 26.3.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …./2018 και στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) έφεση του ηττηθέντος εν μέρει πρωτοδίκως ενάγοντος κατά της 4162/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών) που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 18.9.2015 (με Γ.Α.Κ. …./2015 και με αριθμό κατάθεσης …./2015) αγωγή και δέχθηκε εν μέρει αυτή, έχει ασκηθεί νομίμως κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14.9.2017 και η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 26.3.2018, χωρίς να αποδεικνύεται, ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση ότι προηγήθηκε επίδοση της εν λόγω απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο. Επομένως, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφαρμοζόμενης της ίδιας διαδικασίας των εργατικών διαφορών, με την οποία εκδικάσθηκε η υπόθεση και στον πρώτο βαθμό (άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ).

Με την ως άνω από 18.9.2015 αγωγή του ο ενάγων υποστήριξε ότι στις 25.10.2010 κατάρτισε με την εναγόμενη εταιρία, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως εργατοτεχνίτης στις εργασίες καθαρισμού πυθμένων από τα υπολείμματα νερού και πετρελαίου πέντε δεξαμενών της εταιρίας με την επωνυμία «……..» στον Ασπρόπυργο Αττικής, τον καθαρισμό των οποίων είχε αναλάβει η εναγόμενη με σύμβαση έργου με την τελευταία. Ότι συμφώνησε να απασχολείται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πέντε ημέρες την εβδομάδα με ημερήσιο ωράριο εργασίας οκτώ ωρών (από 7.00 έως 15.00), αμειβόμενος με μικτό ημερομίσθιο 82,83 ευρώ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους εργασίας της ΕΓΣΣΕ. Ότι ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια παροχής της εργασίας του που σταμάτησε στις 19.2.2011 λόγω τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα, η εναγόμενη τον απασχολούσε καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου και δη όλες τις ημέρες της εβδομάδας, επί δώδεκα ώρες ημερησίως (από 7.00 έως 19.00), χωρίς να τηρεί τις νόμιμες διατυπώσεις για την παροχή υπερωριακής εργασίας, χωρίς να τον αμείβει για την υπερωριακή του απασχόληση και για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και χωρίς να του χορηγεί αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης. Ότι η εργασιακή του σύμβαση διατηρήθηκε σε ισχύ από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι την 11.12.2014, όταν η εναγόμενη κατέθεσε στον ΟΑΕΔ αναγγελία οικειοθελούς του αποχώρησης. Ενόψει των ανωτέρω και μετά τον περιορισμό των αγωγικών κονδυλίων και τη μερική μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, με νομότυπο τρόπο, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 18.815,19 ευρώ για την αμοιβή της υπερεργασίας και της υπερωριακής εργασίας του, διαφορές αποδοχών λόγω εργασίας τα Σάββατα και τις Κυριακές, δώρα εορτών των ετών 2011, 2012 και 2013, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλεται από την εναγόμενη το ποσό των 16.851,23 ευρώ για επιδόματα εορτών του έτους 2014, αποζημίωση αδείας και διαφορές επιδομάτων αδείας για τα παραπάνω έτη, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα λύσης της εργασιακής σχέσης, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επικουρικά και σε περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του θεωρείτο ολικά ή μερικά άκυρη, ο ενάγων ζητούσε τα ίδια ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς η εργοδότρια έγινε πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία και με δική του ζημία κατά το αιτούμενο συνολικά ποσό, το οποίο με βεβαιότητα  θα δαπανούσε για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών από άλλο εργαζόμενο, που θα απασχολούσε με την ίδια ειδικότητα και έτσι είναι υπόχρεη για την απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος σώζεται πραγματικά σε αυτή, ως χρηματικός.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή μόνο ως προς την οφειλή αναλογίας αποζημιώσεως αδείας για το ημερολογιακό έτος 2010, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 331,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2011, ενώ απέρριψε στην ουσία της την αγωγή ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στα σημεία που προσβάλλεται με την έφεση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του, όπως περιορίσθηκε.

Η εφεσίβλητη με τις προτάσεις της επαναφέρει τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει και πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, επαναφέρει τον ισχυρισμό της αοριστίας της αγωγής, επειδή ο ενάγων αναφέρει ότι εργαζόταν στην εταιρία επί ογδόντα τέσσερις ημέρες καθημερινές και επί δεκαπέντε Σαββατοκύριακα εντός του διαστήματος απασχόλησής του από 25.10.2010 έως 19.2.2011, πλην όμως ότι τούτο είναι αναληθές γιατί αυτός επί δεκατρείς ημέρες (από 9 έως 21.1.2011) απουσίαζε λόγω αναρρωτικής άδειας και ότι γι’ αυτό όφειλε για το ορισμένο της αγωγής του να αναφέρει συγκεκριμένες ημερομηνίες που εργάσθηκε Σάββατο, Κυριακή και υπερωριακά. Ο ισχυρισμός αυτός της εφεσίβλητης-εναγόμενης τυγχάνει νόμω αβάσιμος, αφού ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων εργάσθηκε καθ’ όλες τις ημέρες του παραπάνω χρονικού διαστήματος επί δώδεκα ώρες ημερησίως επιτρέπει και στην εναγόμενη να αμυνθεί και στο Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και είναι καθαρά ζήτημα απόδειξης το εάν πράγματι ο ενάγων παρείχε την εργασία του τις ημέρες και με το ωράριο που περιγράφει στο αγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη-εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό της περί εκκρεμοδικίας, η οποία εμποδίζει την πρόοδο της δίκης, επειδή ο εκκαλών-ενάγων με την από 18.12.2012 (υπ’ αριθμ. ……./2012) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που στρεφόταν κατά αυτής, της εταιρίας «……..» και του ………… είχε αιτηθεί: α) να υποχρεωθούν όλοι οι ανωτέρω εναγόμενοι εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τον τραυματισμό του και β) να υποχρεωθεί η εταιρία «………….» να του καταβάλει για το διάστημα από 19.2.2011 έως και 20.6.2013, το ποσό των 55.604,38 ευρώ για απώλεια μισθών, επιδομάτων εορτών και αποδοχών αδείας. Ότι εντέλει επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 316/2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που την απέρριψε στο σύνολό της. Και ο ισχυρισμός αυτός ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος, αφενός γιατί η εναγόμενη παραδέχεται ότι έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επί της πιο πάνω αγωγής, οπότε έληξε η εκκρεμοδικία, χωρίς να υποστηρίζει ότι έχει ασκηθεί έφεση, ώστε να αναβιώσει αυτή (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, άρθρο 222, σελ. 484), αφετέρου γιατί ως προς το κεφάλαιο της προγενέστερης αγωγής που αναφέρεται στο ατύχημα του ενάγοντος δεν υφίσταται ούτε καν κοινή ιστορική και νομική αιτία με την ένδικη αγωγή, ενώ ως προς το κεφάλαιο της προγενέστερης αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης για επιδικασθείσες αποδοχές, επιδόματα κλπ., δεν υφίσταται ούτε ταυτότητα διαδίκων, αφού στην πρώτη αγωγή το σχετικό κονδύλιο αξιώνεται από την εταιρία με την επωνυμία «…………..», δηλαδή νομικό πρόσωπο που δεν είναι διάδικο στην προκείμενη δίκη, αλλά ούτε και κοινή νομική αιτία υπάρχει, αφού η προγενέστερη αγωγή ερείδεται στις διατάξεις της αδικοπραξίας, ενώ η ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, στη σύμβαση εργασίας και κατά την επικουρική στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. σχετικά Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2018, σελ. 383, 384). Τέλος, η εφεσίβλητη επαναφέρει με τις προτάσεις της τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εκκαλούντος-ενάγοντος, γιατί πέραν της προαναφερόμενης αγωγής του, αυτός έχει προβεί σε σωρεία καταγγελιών σε βάρος της ενώπιον του Ι.Κ.Α., οι οποίες τέθηκαν όλες στο αρχείο, ενώ ουδέποτε μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, εκείνος είχε προβάλει ισχυρισμό περί εργασίας του πέραν του νόμιμου ωραρίου και περί υπερεργασίας του, τον οποίο προέβαλε το πρώτον με την αγωγή αυτή, τέσσερα χρόνια και επτά μήνες μετά τον τραυματισμό του και αφού έχουν μεσολαβήσει διάφοροι αντικρουόμενοι μεταξύ τους ισχυρισμοί του τόσο για τον τρόπο που τραυματίσθηκε, όσο και για τις συνθήκες εργασίας του. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει μη νόμιμος και ως τέτοιος ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 2/2019 στη Νόμος). Τέτοια δε συμπεριφορά του εκκαλούντος-ενάγοντος, στην προκειμένη περίπτωση, δεν περιγράφεται από την εφεσίβλητη-εναγόμενη με τις προτάσεις της.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε πλευρά) που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκόμισαν οι διάδικοι, τέλος από την ομολογία της εναγόμενης ότι ο ενάγων εργάσθηκε κάποια Σαββατοκύριακα κατά την περίοδο παροχής εργασίας του, όπως αναλυτικότερα εκτίθεται παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 25.10.2010, ο ενάγων κατάρτισε με εκπρόσωπο της εναγόμενης εταιρίας, στην έδρα της στον Πειραιά, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως εργατοτεχνίτης στις εργασίες καθαρισμού από τα υπολείμματα νερού και πετρελαίου των πυθμένων πέντε δεξαμενών κυριότητας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», στις εγκαταστάσεις της στον Ασπρόπυργο. Συμφωνήθηκε να απασχολείται με καθεστώς πλήρους πενθήμερης απασχόλησης με ημερήσιο ωράριο 8 ωρών και αντί μικτού ημερομισθίου ύψους 82,83 ευρώ. Το γεγονός ότι στο προεκτυπωμένο κείμενο που υπέγραψαν οι συμβαλλόμενοι με τίτλο «ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΟΡΩΝ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Σύμφωνα με την Εργατική Νομοθεσία, το Π.Δ. 156/94 ΦΕΚ Α’ 102/5.7.94 και την Εγκύκλιο 3134/94 του Υπουργείου Εργασίας» αναφέρεται σε κάποιο σημείο «ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ & ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ: ΟΤΑΝ ΠΑΡΙΣΤΑΤΑΙ ΑΝΑΓΚΗ (Σύμφωνα με τον Ν. 435/76 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 26/2/1975) Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ, ΑΡΓΙΕΣ, ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ & ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΩΡΑΡΙΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ (Άρθρο 2 παρ.4 του Ν. 2639/98)» δεν σημαίνει ότι τούτο έγινε για να προϊδεάσει και να δεσμεύσει τον ενάγοντα για υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας του, όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει στην έφεσή του, αλλά είχε καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα για τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου. Περίπου 3 ½  μήνες μετά την έναρξη της απασχόλησής του, στις 19.2.2011, ημέρα Σάββατο, κατά τον καθαρισμό της δεξαμενής ……, ο ενάγων υπέστη ρήξη του έσω μηνίσκου του αριστερού του γόνατου. Έκτοτε αδυνατούσε να παρέχει την εργασία του στην επιχείρηση της εναγόμενης και υπέβαλε σε αυτή διαδοχικές γνωματεύσεις περί ανικανότητας του για εργασία από την αρμόδια επιτροπή αρχικά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη συνέχεια του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας, με τελευταία υποβληθείσα τη με αριθμό πρωτοκόλλου ……/31-7-2013, η οποία ίσχυε μέχρι την 7.9.2013. Από τότε και μέχρι το Δεκέμβριο του 2014, δηλαδή για διάστημα άνω του έτους, ο ενάγων δεν υπέβαλε στην εναγόμενη άλλη τέτοια γνωμάτευση που να δικαιολογεί την απουσία του από την εργασία του, ούτε αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αδυνατούσε κατά το ίδιο διάστημα να εργασθεί, αφού δεν προσκόμισε νεότερη γνωμάτευση περί της ανικανότητάς του για εργασία της ίδιας επιτροπής, η δε εργοδότρια δεν όφειλε να προβεί σε αναζήτηση στοιχείων για την κατάσταση της υγείας του από άλλη πηγή και μάλιστα από την υπ’ αριθμ. …../11.4.2014 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του χειρουργού-ορθοπεδικού ……….. που διενεργήθηκε στα πλαίσια της άλλης αντιδικίας μεταξύ άλλων και των νυν διαδίκων για το φερόμενο εργατικό ατύχημα του ενάγοντος στις 19.2.2011, μετά από άσκηση αγωγής από αυτόν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Από την παραπάνω αδιάφορη στάση του ενάγοντος συνάγεται σαφώς σιωπηρή καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, καθώς παρά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας, απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία του για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να ενημερώσει σχετικά την εργοδότριά του. Η εργοδότρια εταιρία θεώρησε δικαιολογημένα πως η παραπάνω συμπεριφορά του ενάγοντος υπείχε θέση οικειοθελούς αποχώρησής του από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, τούτο δε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφού η στάση αυτή του ενάγοντος καθιστά πέραν των ανεκτών ορίων τη διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ και επιβάλλεται να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς του για τη μονομερή λύση της και μάλιστα αναδρομικά, από το χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγων σταμάτησε να υποβάλλει γνωματεύσεις περί ανικανότητάς του για εργασία στην εναγόμενη. Συνακόλουθα, νόμιμα η τελευταία, στις 11.12.2014, κατέθεσε στον ΟΑΕΔ αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος σύμφωνα με την οποία η σύμβαση εργασίας του θεωρείται ότι έληξε αναδρομικά στις 8.9.2013. Τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει με την έφεσή του (λόγος υπό στοιχείο «4») ο ενάγων ότι ανεξάρτητα από τη νομιμότητα ή την καταχρηστικότητα της δήλωσης αυτής της εναγόμενης εργοδότριας, η αναφορά της ότι ο χρόνος καταγγελίας ανατρέχει στην 8.9.2013, δηλαδή 15 μήνες νωρίτερα, δεν ασκεί έννομη επιρροή επειδή πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, η οποία ισχύει αφότου περιέλθει σε γνώση του αντισυμβαλλόμενου και δεν μπορεί να ανακληθεί μεταγενέστερα τυγχάνουν νόμω αβάσιμα, καθώς εδώ δεν πρόκειται για καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, αλλά για σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργαζόμενου, ο οποίος κατά τον παραπάνω χρόνο δεν ανανέωσε την αναρρωτική του άδεια με την προσκομιδή γνωμάτευσης από την αρμόδια Επιτροπή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με αποτέλεσμα να εκδηλώσει έτσι, τη βούλησή του να μη συνεχίσει τη σύμβαση εργασίας του με την εργοδότρια εταιρία. Επομένως, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τα αγωγικά κονδύλια που συνδέονται με απαιτήσεις από το έτος 2014 πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα, καθώς δεν υφίστατο κατά το χρόνο εκείνο ενεργός σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων. Περαιτέρω, ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι καθ’ όλο το διάστημα που απασχολήθηκε, ήτοι από την πρόσληψή του μέχρι τον τραυματισμό του εργαζόταν δώδεκα ώρες ημερησίως επί επτά ημέρες την εβδομάδα, χωρίς να τηρούνται οι νόμιμες διατυπώσεις για την υπερωριακή του απασχόληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε στην ουσία τους τις ανωτέρω επίδικες αξιώσεις ως αναπόδεικτες, ήδη δε με την έφεσή του ο ενάγων παραπονείται για τη μη ορθή εκτίμηση των προσκομισθέντων από αυτόν αποδεικτικών μέσων. Ωστόσο, αναφορικά με τα προσκομισθέντα από τον ενάγοντα έγγραφα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Οι υπ’ αριθμ. ………. από 4.11.2010, 3.11.2010, 25.11.2010 και 3.12.2010 αντίστοιχα, εκδοθείσες από το τμήμα διακίνησης της εταιρίας με την επωνυμία «………» άδειες εκτέλεσης θερμής εργασίας, δυνάμει των οποίων επιτρεπόταν η είσοδος και η εκτέλεση εργασιών στις εγκαταστάσεις της παραπάνω εταιρίας από το συνεργείο της εναγόμενης εκδίδονταν κάθε φορά στο όνομα του υπεύθυνου του συνεργείου και όχι ατομικά για κάθε εργάτη, έτσι ώστε πράγματι να μην μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι όλα τα μέλη του συνεργείου παρέμεναν καθ’ όλη τη διάρκεια απασχόλησης του συνεργείου στις εγκαταστάσεις της κυρίας του έργου. Επίσης, στην πίσω σελίδα καθεμιάς από τις προαναφερόμενες άδειες εκτέλεσης θερμής εργασίας προβλέπεται παράταση του χρόνου της εργασίας (στις δύο πρώτες άδειες για τέσσερις ώρες και στις δύο τελευταίες μέχρι ώρα 18.45). Ο εκκαλών επικαλείται το στοιχείο αυτό, καθώς και Πίνακες Εισόδου/Εξόδου σε κλειστό χώρο που φέρουν τον διακριτικό τίτλο της κυρίας του έργου, ονόματα εργαζομένων με υπογραφές δίπλα από τις ώρες εισόδου και εξόδου του καθενός από αυτούς από τη δεξαμενή …….. και στο τέλος τη σημείωση «Ο πίνακας αποδίδεται μετά την ολοκλήρωση της εργασίας από τον Υπεύθυνο Συνεργείου στον Εργοδηγό της Περιοχής και αρχειοθετείται μαζί με την άδεια», προκειμένου, σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, αρραβωνιαστικιάς του ενάγοντος ότι αυτός ξεκινούσε τη δουλειά του στις 7.00 π.μ. και την τελείωνε στις 7.00 μ.μ., να υποστηρίξει ότι αποδεικνύεται η καθημερινή του επί δωδεκάωρο απασχόληση. Εντούτοις, η εφεσίβλητη προσκομίζει το από 25.11.2016 έγγραφο του Ειδικού Νομικού Συμβούλου Εργασιακών Θεμάτων της εταιρείας «…………..» σύμφωνα με το οποίο η εταιρεία «δεν τηρεί αρχείο των πινάκων εισόδου-εξόδου σε κλειστό χώρο, οι οποίοι συντάσσονται με ευθύνη των εργολάβων της. Οι πίνακες αυτοί συντάσσονται σε ημερήσια βάση για λόγους ασφαλείας, ώστε σε περίπτωση ανάγκης να είναι άμεσα γνωστός ο αριθμός των εργαζομένων που βρίσκονται σε κλειστό χώρο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ανάγκη αρχειοθέτησης όταν ολοκληρωθεί η ημερήσια εργασία. Τα σχετικά έντυπα είναι ευρέως προσβάσιμα, έτσι ώστε να είναι ευχερής η άμεση συμπλήρωσή τους». Έτσι, αποδεικνύεται ότι ουσιαστικά τα σχετικά έντυπα τα συνέτασσαν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έχουν θέσει τις υπογραφές τους δίπλα στην έναρξη και λήξη της συνεχούς απασχόλησής τους κάθε φορά που έμπαιναν και έβγαιναν από τη δεξαμενή. Ιδίως όμως πρέπει να επισημανθεί ότι από τους ίδιους αυτούς Πίνακες Εισόδου/Εξόδου σε κλειστό χώρο αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι, προφανώς λόγω των δύσκολων συνθηκών εργασίας σε κλειστό χώρο (δεξαμενή που κατά τον ενάγοντα είχε ύψος 30 μέτρων και διάμετρο 60 μέτρων) φέροντας ειδικό εξοπλισμό για την παροχή επίπονης χειρωνακτικής εργασίας, απασχολούνταν συνεχόμενα για περίπου 45 λεπτά της ώρας και ακολουθούσαν διακοπές εργασίας συνήθως 45 λεπτών, οι οποίες ωστόσο δεν μπορούν να θεωρηθούν χρόνος εργασίας. Το Π.Δ. 88/1999, το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 93/104/ΕΚ, ορίζει ως χρόνο εργασίας «κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, για κάθε κατηγορία εργαζομένων» (άρθρο 2). Ωστόσο, δεν περιλαμβάνονται στον χρόνο εργασίας οι διακοπές ή τα διαλείμματα εργασίας αφού κατ’ άρθρο 14 παρ.1 του Π.Δ/τος 27-64-7-1932 «Ώραι εργασίας θεωρούνται αι πραγματικαί τοιαύται, μη συμπεριλαμβανομένων των διακοπών ή διαλειμμάτων εργασίας», εκτός αν υπάρχει ειδική αντίθετη διάταξη (βλ. ΑΠ 1166/2014 στη Νόμος, ΕφΑθ 9298/2003, ΔΕΝ 2005, σελ. 609, Δημήτρη Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδοση 2015, σελ. 529, Χρήστο Καρατζά, Οι Εργασιακές Σχέσεις μετά τις ρυθμίσεις των νέων εργατικών νόμων 2010, έκδοση 2010, σελ. 204 που παραπέμπει στην ΕφΑθ 9298/2003, Αλέξανδρο Καρακατσάνη, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τέταρτη έκδοση, σελ. 124, παρ.197). Έτσι, για παράδειγμα στον Πίνακα Εισόδου/Εξόδου σε κλειστό χώρο της 27.11.2010 που προσκομίζει ο εκκαλών ως «σχετικό 12» στο οποίο φέρεται ο ίδιος να εκτελεί καθήκοντα παρατηρητή ασφαλείας, οι εργατοτεχνίτες του συνεργείου της εναγόμενης με τα ονόματα …… και ….. εμφανίζονται να εργάζονται εντός της δεξαμενής τις ώρες από 8.00 έως 8.45, από 9.15 έως 9.30, από 10.00 έως 10.45, από 11.15 έως 11.50, από 13.30 έως 14.15, από 14.45 έως 15.30, από 16.00 έως 16.45 και από 17.15 έως 18.00. Δηλαδή σε διάστημα 10 ωρών, ο συνολικός χρόνος διακοπής εργασίας τους είναι 3 ώρες και 40 λεπτά,  ο οποίος και δεν υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται υπέρβαση οκτάωρης εργασίας. Το ίδιο σύστημα παροχής εργασίας εντός της δεξαμενής τηρείται και στους υπόλοιπους Πίνακες εισόδου/εξόδου σε κλειστό χώρο που προσκομίζει ο εκκαλών, με αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση να μην προκύπτει για κάθε εργαζόμενο, με τις συχνές διακοπές εργασίας, υπέρβαση ημερησίως του νόμιμου οκτάωρου απασχόλησης, ο δε ενάγων δεν αποδεικνύεται ότι αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα αυτό. Σε όσες δε περιπτώσεις, ο ενάγων εμφανίζεται να εκτελεί καθήκοντα παρατηρητή ασφαλείας, καθήκοντα που σημειωτέον δεν συνάδουν με τα αναφερόμενα στην αγωγή του ότι εργαζόταν ως εργατοτεχνίτης, και πάλι αυτός λογικά παραμένει στη θέση του όσο παραμένουν απασχολούμενοι εντός της δεξαμενής, οι εργατοτεχνίτες του συνεργείου της εναγόμενης, ενώ όταν διακόπτεται η εργασία τους, διακόπτεται και η δική του εργασία (βλ. σχετικά και την κατάθεση της μάρτυρός του ……….. στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά στη σελίδα 6, πρώτη σειρά «Πρέπει να υπάρχει κάποιος να παρατηρεί τη δεξαμενή την ώρα που είχε κόσμο μέσα και εργαζόταν»). Τις συχνές αυτές διακοπές επιβεβαίωσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η ως άνω μάρτυρας του ενάγοντος, η οποία κατέθεσε αναφορικά με το γεγονός αυτό ότι «Οι εργαζόμενοι μέσα στη δεξαμενή έβγαιναν κατά διαστήματα, γιατί έπρεπε σύμφωνα με τον κανονισμό και ήταν και υποχρεωτικό. Έμεναν αρκετές ώρες αλλά όχι συνεχόμενες. Υπήρχαν και πίνακες που έδειχναν πότε μπαίνουν και πότε βγαίνουν. Αυτή την έννοια είχε ο παρατηρητής δηλαδή, να δείχνει πότε μπαίνουν, για πόση ώρα και πότε βγαίνουν». Ενόψει των ανωτέρω, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο πάνω από οκτώ ώρες ημερησίως από την εναγόμενη, εργασία για την οποία εκείνος δεν αμφισβητεί ότι αμειβόταν κατά τα συμφωνηθέντα και κατόπιν τούτου ορθά απέρριψε στην ουσία τους τα σχετικά αγωγικά κονδύλια που συνδέονται με εργασία του πέραν του νομίμου και συμφωνηθέντος ωραρίου του, καθώς και τον συνυπολογισμό αμοιβής για τέτοια εργασία ως προσαύξηση στα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα, οι δε υπό στοιχεία «1» και «4» λόγοι εφέσεως με τους οποίους ο εκκαλών-ενάγων υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι από την πρόσληψη του στις 25.10.2010 έως τις 21.1.2011, ο ενάγων απασχολείτο επί επτά ημέρες την εβδομάδα, όπως αυτός ισχυρίζεται, αξιώνοντας αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, καθώς και τις σχετικές εκ του νόμου προσαυξήσεις. Εάν υπήρχε τέτοια συστηματική παραβίαση του εργατικού δικαίου εκ μέρους της εναγόμενης, ασφαλώς ο ενάγων θα προσήγαγε κάποιον μάρτυρα από τα συνεργεία της εναγόμενης ή θα λάμβανε, έστω, κάποια ένορκη βεβαίωση συναδέλφου του που θα επιβεβαίωνε τους αγωγικούς ισχυρισμούς του. Κατ’ εξαίρεση, ως προς την απασχόληση του εκκαλούντος-ενάγοντος κατά τα Σαββατοκύριακα 22 και 23 Ιανουαρίου 2011, 29 και 30 Ιανουαρίου 2011, 12 και 13 Φεβρουαρίου 2011 και το Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011, υπάρχει ομολογία της εφεσίβλητης-εναγόμενης στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ότι πράγματι τότε εκείνος εργάσθηκε, πλην όμως αυτή υποστηρίζει ότι και πάλι δεν παραβιαζόταν το σύστημα πενθήμερης εργασίας, γιατί δίνονταν ρεπό για όλους τους εργαζόμενους εντός της εβδομάδας. Ειδικότερα αναφέρει ότι κατά το χρόνο που κλήθηκε ο ενάγων να εργασθεί στο έργο καθαρισμού της υπ’ αριθ. ……. δεξαμενής, το έργο έβαινε προς ολοκλήρωση και δεν αρκούσε η οκτάωρη απασχόληση των εργαζομένων στο έργο. Ότι για το λόγο αυτό, η εταιρία προκειμένου να ολοκληρωθεί και παραδοθεί έγκαιρα το έργο, κατάρτισε πίνακα οκτάωρων βαρδιών για όλους τους εργαζόμενους σε αυτό, τον οποίο (πίνακα) κατέθεσε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και ότι οι εργαζόμενοι εργάζονταν, όπως ακριβώς προέβλεπε ο πίνακας, ήτοι σε δύο οκτάωρες βάρδιες (από 7.00 π.μ. έως 15.00 μ.μ. και από 15.00 μ.μ. έως 23.00 μ.μ.), με ωριαία ανάπαυση. Ότι στον ως άνω πίνακα προβλεπόταν εκτάκτως, λόγω ακριβώς της ως άνω αναφερθείσας επιτακτικότητας έγκαιρης παράδοσης του έργου, εργασία και τα Σαββατοκύριακα και εξ αυτού του λόγου προβλεπόταν και ρεπό εντός της εβδομάδας για όλους τους εργαζόμενους. Προσκομίζει δε πρόγραμμα εργασίας από 10/1/2011 έως 28/2/2011 που αυτή κατέθεσε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας με αριθμό πρωτοκόλλου ……/10-1-2011, με το οποίο φέρεται ο ενάγων να απασχολείται μεν τα παραπάνω Σαββατοκύριακα, αλλά και πάλι υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας, λαμβάνοντας με τη συμπλήρωση του πενθήμερου δύο συνεχόμενες ημέρες ανάπαυσης. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει στον ενάγοντα τις οφειλόμενες για τα παραπάνω Σαββατοκύριακα αποδοχές. Σχετικά με την ανάγκη απασχόλησης του ενάγοντος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά τα Σαββατοκύριακα, ο οικονομικός διευθυντής της εναγόμενης ………….. κατέθεσε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη δεξαμενή, ενώ υπήρχε ένα χρονοδιάγραμμα παράδοσης χονδρικά μέχρι τον Μάρτιο του 2011, η εταιρία διαπίστωσε, τον Ιανουάριο, ότι με τους ρυθμούς, με τους οποίους δούλευαν και λόγω της δυσκολίας του έργου, θα αναγκάζονταν να το παραδώσουν με καθυστέρηση με πιθανή την επιβολή σε βάρος τους ποινής από την εργοδότρια, οπότε χρειάστηκε η εναγόμενη να δημιουργήσει διπλές βάρδιες με περισσότερους εργαζόμενους για να παραδώσει έγκαιρα το έργο και ότι κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα η εναγόμενη απασχολούσε εργαζόμενους όχι σε άλλες δεξαμενές, αλλά στη συγκεκριμένη μόνο. Πράγματι, από το πρόγραμμα εργασίας που εγκαίρως κατέθεσε η εναγόμενη στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας προκύπτει ότι απασχολούσε αυξημένο προσωπικό για τις ανάγκες καθαρισμού της εν λόγω δεξαμενής και συγκεκριμένα δεκατρία άτομα, αντί των δέκα που ανέφερε ο μάρτυράς της ότι συνήθως απασχολούσε σε μια δεξαμενή και των έξι-επτά-οκτώ ατόμων που ανέφερε στη δική της κατάθεση η μάρτυρας του ενάγοντος. Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό, ο ενάγων, ο οποίος σημειωτέον είχε λάβει αναρρωτική άδεια από 10 έως και 21.1.2011, εργάσθηκε Σάββατο και Κυριακή 22 και 23.1.2011, έλαβε ρεπό στις 24 και 25.1.2011, πλην όμως στη συνέχεια φαίνεται να εργάζεται συνεχόμενα πρωινή βάρδια (από ώρα 7.00 έως ώρα 16.00) από την Τετάρτη 26.1.2011 μέχρι και την Παρασκευή 4.2.2011. Ακολούθως, κατά το ίδιο πρόγραμμα, ο ενάγων λαμβάνει τέσσερις ημέρες ρεπό (5,6,7,8.2.2011) και από την Τετάρτη 9.2 έως και την Κυριακή 13.2 συμπληρώνει πενθήμερο συνεχούς απασχόλησης, Δευτέρα 14.2 και Τρίτη 15.2 λαμβάνει ρεπό, για να απασχοληθεί και πάλι από την Τετάρτη 16.2 έως και την ημέρα του τραυματισμού του, το Σάββατο 19.2.2011. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι για το Σάββατο 22.1.11 δεν οφείλεται κάποια προσαύξηση, καθώς ήταν η πρώτη ημέρα εργασίας του ενάγοντος μετά από αναρρωτική άδεια και δεν υπήρχε παράβαση της συμφωνηθείσας πενθήμερης απασχόλησης αυτού κατ’ άρθρο 8 του ν. 3846/2010. Για την Κυριακή 23.1.11 οφείλεται το 75% του νόμιμου ημερομισθίου του ενάγοντος, όχι όμως και η ωφέλεια της εργοδότριας βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και του άρθρου 2 παρ.1 του ν. 435/1976 ίσης με ένα ημερομίσθιο λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, δεδομένου ότι ο ενάγων έλαβε ρεπό τις αμέσως δύο επόμενες ημέρες 24 και 25.1.11. Επίσης, το Σάββατο 29.1.2011, ο ενάγων, εργαζόμενος από την Τετάρτη 26.1.11,  δεν είχε υπερβεί το πενθήμερο απασχόλησης για να δικαιούται την αυξημένη αμοιβή του άρθρου 8 του ν. 3846/2010. Για την Κυριακή 30.1.11, ο ενάγων δικαιούται να λάβει τόσο την προσαύξηση του 75% επί του νόμιμου ημερομισθίου λόγω της απασχόλησής του επί 8ωρο, όσο και την ωφέλεια που αποκόμισε η εναγόμενη, καταστάσα αδικαιολογήτως πλουσιότερη, απασχολώντας τον την παραπάνω ημέρα και μη χορηγώντας του αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης την εβδομάδα που ακολούθησε, όπως τη σχετική βάση εμπεριέχει ως επικουρική στην αγωγή του ο ενάγων. Περαιτέρω, το Σάββατο 12.2.11 ήταν η τέταρτη ημέρα απασχόλησης του ενάγοντος μετά το ρεπό της Τρίτης 8.2.2011, οπότε δεν υπήρξε υπέρβαση της πενθήμερης απασχόλησης για να δικαιούται αυτός την αυξημένη αμοιβή του άρθρου 8 του ν. 3846/2010, ενώ για την Κυριακή 13.2.11, o ενάγων δικαιούται μόνο την προσαύξηση του 75% επί του νόμιμου ημερομισθίου για την οκτάωρη απασχόλησή του, όχι όμως και αποζημίωση για μη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, αφού την επόμενη κιόλας ημέρα είχε ρεπό. Τέλος, το Σάββατο 19.2.2011, οπότε και έλαβε χώρα ο τραυματισμός του ήταν η τέταρτη συνεχόμενη ημέρα απασχόλησης για τον ενάγοντα, οπότε δεν του οφείλεται η αυξημένη αμοιβή του άρθρου 8 του ν. 3846/2010.  Περαιτέρω, για τις παραπάνω ημέρες και ως προς τα ποσά που οφείλονται στον ενάγοντα πέραν της συμφωνηθείσας αμοιβής του για πενθήμερη εργασία, η εναγόμενη υποστήριξε με τις προτάσεις της ότι εκείνος έχει λάβει επιπλέον αποδοχές. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν περιέχει τα στοιχεία της ένστασης εξοφλήσεως, ώστε να μπορεί να προβληθεί με ορισμένο τρόπο κατά των σχετικών απαιτήσεων του ενάγοντος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262§1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται, ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. (βλ. ΑΠ 417/2018, στη Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 1221/2017, 1688/2012). Η εναγόμενη δεν προσδιορίζει τα ποσά που κατέβαλε στον ενάγοντα ως προσαύξηση για την εργασία του τις Κυριακές που εργάσθηκε κατά τα ανωτέρω, ούτε το ποσό που του κατέβαλε ως ωφέλεια αυτής για τη μη παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης για την εργασία του την Κυριακή 30.1.2011. Επομένως, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν έχει λάβει και του οφείλονται τα παρακάτω ποσά: Για οκτάωρη εργασία τις Κυριακές 23.1.2011, 30.1.2011 και 13.2.2011 την προσαύξηση του 75% του νόμιμου ημερομισθίου του, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 33,04 ευρώ για το επίδικο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την ισχύουσα τότε Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., ήτοι του οφείλεται το συνολικό ποσό των 74,34 ευρώ (=33,04 ευρώ x 75% x 3). Επίσης, του οφείλεται ως ωφέλεια την οποία αποκόμισε η εναγόμενη σε βάρος της περιουσίας του, καταστάσα έτσι αδικαιολογήτως πλουσιότερη, από την απασχόλησή του την Κυριακή 30.1.2011, χωρίς να του χορηγηθεί αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης το ποσό των 82,83 ευρώ, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργατοτεχνίτη άγαμο, άνευ προϋπηρεσίας, που θα απασχολούσε στη θέση του ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτό το ποσό συνήθιζε να καταβάλλει η εναγόμενη ως ημερομίσθιο σε εργατοτεχνίτες που είχαν ανάλογα εργασιακά προσόντα με τον ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν επιδίκασε τα παραπάνω ποσά έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου εν μέρει δεκτού του υπό στοιχείο «2» λόγου εφέσεως. Περαιτέρω, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η απασχόληση του ενάγοντος τις Κυριακές και τα Σάββατα και μάλιστα τα τελευταία χωρίς να γίνει υπέρβαση της πενθήμερης απασχόλησης, είχε τακτικό χαρακτήρα αλλά αντίθετα πραγματοποιήθηκε εκτάκτως, προκειμένου να ολοκληρωθεί ο καθαρισμός της δεξαμενής ….., εντός του χρονοδιαγράμματος που είχε συμφωνηθεί με την εταιρία «……..», δηλαδή μέχρι τον Μάρτιο του 2011, ώστε η εναγόμενη να αποφύγει την επιβολή σε βάρος της ποινικής ρήτρας για καθυστέρηση. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνυπολογίζεται τέτοιου είδους αμοιβή για την εξεύρεση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον υπό στοιχείο «2» λόγο της έφεσής του τυγχάνουν ουσία αβάσιμα.

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την προβαλλόμενη με τον υπό στοιχείο «4» λόγο έφεσης του εκκαλούντος αιτίαση ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  απέρριψε τα κονδύλια της αγωγής του για αποδοχές και επιδόματα αδείας για τα έτη 2011, 2012 και 2013, με το σκεπτικό ότι οι ημέρες αποχής του ενάγοντος από την εργασία του, λόγω μακροχρόνιας (άνω του μηνός) ασθένειας, συμψηφίζονται με τις ημέρες της κανονικής άδειας, συνεπώς, δεν οφείλεται άδεια και, συνακόλουθα δεν οφείλονται αποδοχές, ούτε επίδομα αδείας, άρα, στην προκειμένη περίπτωση, για το διάστημα της μακροχρόνιας απουσίας του, λόγω ασθενείας, ο ενάγων δεν δικαιούται αποδοχές και επίδομα αδείας, πρέπει να εκτεθούν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ.1 του α.ν. 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 2 αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 1346/1983, η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.15 του ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ν.δ. 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής (ή “αναπαύσεως”), με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται “κανονική άδεια” για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφ’ ενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελεύθερου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται, μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται και, παράλληλα, να καταβάλει τις αποδοχές των ημερών αδείας σαν ο εργαζόμενος να είχε δουλέψει κανονικά. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει, ως υποκατάστατο της άδειας, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αναψυχής αυτουσίως. Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε ελαφριά αμέλεια), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή υπέρ του εργαζόμενου, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 902/2017 στην ΤρΝομΠληρ Νόμος). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του α.ν. 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος λαμβάνεται υπ’ όψη προς εξεύρεση του αριθμού των ημερών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως κανονική άδεια, δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε από την εργασία του στην υπόχρεη επιχείρηση, επειδή αντιμετώπισε σχετικώς βραχείας διαρκείας ασθένεια (ή στράτευση, απεργία, ανταπεργία ή ανώτερη βία, που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα). Και σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, ως βραχείας διαρκείας ασθένεια θεωρείται εκείνη που διαρκεί ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη, τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων ετών, τέσσερις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα ετών και έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δεκαπέντε ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι όταν η απουσία λόγω ασθενείας υπερβεί τα ως άνω, κατά περίπτωση, όρια, χαρακτηρίζεται ως μακράς διαρκείας, δεν υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για το κρίσιμο έτος και, κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο, καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας την οποία, άλλως, θα δικαιούταν ο εργαζόμενος και την οποία απομειώνει. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.5 του α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν. 1346/1983, “αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω (βλ. σκέψη αρ.2), συνάγεται ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλαδή με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε ούτε αποδοχές αδείας δικαιούται, διότι αυτές νοούνται αποκλειστικά ως παρακολούθημα της κανονικής άδειας “που του οφείλεται” (κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, η οποία υπονοεί αναγκαία ότι σε περίπτωση που δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται ούτε αποδοχές αδείας, έτσι η ΟλΑΠ 1139/1974, άλλως η ΟλΑΠ 27/2004, αμφότερες χωρίς ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εκδοθείσες σε υποθέσεις που δεν φαίνεται να συνδέονταν με λύση της σχέσεως εργασίας). Προς την ερμηνεία αυτή συνάδουν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ.1 εδ. α’ και παρ.8 του α.ν. 539/1945, όπως η τελευταία προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν.δ. 4547/1966, σύμφωνα με τις οποίες (σε νεοελληνική απόδοση) “κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν εάν εργαζόταν κατά τον αντίστοιχο χρόνο στην υπόχρεη επιχείρηση” και “οι αποδοχές αδείας μαζί με το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας αναψυχής”. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 (σε νεοελληνική απόδοση) “όσοι απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται κάθε έτος επίδομα αδείας ίσο προς το σύνολο των αποδοχών που καθορίζονται από τον α.ν. 539/1954 ή άλλες διατάξεις για τις ημέρες της άδειας αναπαύσεως με αποδοχές, τις οποίες ο καθένας δικαιούται, με τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό ή δεκατριών εργάσιμων ημερών, γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο […]. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας αναπαύσεως του μισθωτού”. Οπότε, και πάλι συνάγεται ότι το επίδομα αδείας, όπως και οι αποδοχές αδείας, αποτελεί παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής, τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται σε συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και καταβάλλεται “ομού” μετά των αποδοχών αδείας, κατά την έναρξη της κανονικής άδειας. Και εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι εφ’ όσον ο μισθωτός δεν δικαιούται άδεια αναψυχής, ούτε αποδοχές αδείας ούτε επίδομα αδείας δικαιούται. (ΑΠ 1050/2018, στη Νόμος, που παραπέμπει όμως το ζήτημα αυτό ως εξαιρετικής σημασίας στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ΑΠ 337/1990, ΔΕΝ 1991, σελ. 219).

Ενόψει των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση που ο ενάγων έπαψε να εργάζεται στην επιχείρηση της εναγόμενης από τις 19.2.2011, καθώς λάμβανε διαδοχικές αναρρωτικές άδειες που τις ανανέωνε μέχρι τις 8.9.2013, οπότε σταμάτησε να υποβάλει στην εργοδότριά του γνωματεύσεις περί ανικανότητάς του για εργασία από τη αρμόδια επιτροπή του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. καταγγέλλοντας έτσι, σιωπηρά τη σύμβαση εργασίας του, υπερέβη σε απουσία τον ένα μήνα, οπότε αυτός δεν δικαιούται άδεια αναψυχής, ούτε αποδοχές και επίδομα αδείας για τα έτη 2011, 2012 και 2013 που συνδέονται άμεσα με αυτή, αφού η απουσία του λόγω ασθενείας, χαρακτηρίζεται ως μακράς διαρκείας, δεν υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για τα κρίσιμα έτη και, κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο του ενός μήνα (εφόσον αυτός δεν είχε κλείσει στην παραπάνω εργοδότρια τέσσερα χρόνια απασχόλησης), καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας την οποία, άλλως, θα δικαιούταν ο εργαζόμενος και την οποία απομειώνει. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως αβάσιμα τα παραπάνω αγωγικά κονδύλια ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον υπό στοιχείο «4» λόγο έφεσης τυγχάνουν νόμω αβάσιμα. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι από την προσπάθεια που έγινε για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, συνταχθέντος του υπ’ αριθμ. Δελτίου Διαφοράς …../5-5-2015, οπότε η εναγόμενη πρότεινε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.712,13 ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων αποζημίωση και επίδομα αδείας μέχρι τις 8.9.2013 καθώς και στα πλαίσια της καλής πίστης είκοσι ημερομίσθια καθαρών αποδοχών «σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση οιασδήποτε απαίτησης του προσφεύγοντος από δεδουλευμένα και υπερεργασιακή και υπερωριακή απασχόληση, καθώς και απασχόληση κατά ημέρα ρεπό» κι ενώ αμέσως παραπάνω η εναγόμενη διευκρινίζει ότι «αρνείται ότι ο προσφεύγων πραγματοποίησε υπερωρίες…» δεν συνάγεται εξώδικη ομολογία της εφεσίβλητης-εναγόμενης ότι ο εκκαλών-ενάγων δικαιούται αποδοχές και επιδόματα αδείας για τα έτη 2011, 2012 και 2013 καθώς και αμοιβή για κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, αφού από την ανάγνωση του σχετικού κειμένου προκύπτει ότι σκοπός της προσπάθειας αυτής ήταν να λήξει η μεταξύ των συνολική εργατική διαφορά με εξαίρεση τις αξιώσεις που είχε εγείρει ο νυν ενάγων λόγω του κατά τον ίδιο εργατικού ατυχήματος, με καταβολή ενός μέρους του ποσού που πλέον διεκδικεί με την ένδικη αγωγή ο ενάγων και την συνακόλουθη παραίτησή του από τις υπόλοιπες φερόμενες αξιώσεις του. Επομένως, τα αντίθετα προβαλλόμενα από τον εκκαλούντα με τον υπό στοιχείο «4» λόγο έφεσής του τυγχάνουν ουσία αβάσιμα. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί εν μέρει ως προς το απορριφθέν πρωτοδίκως καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης αμοιβής για εργασία του ενάγοντος ορισμένες Κυριακές και αφού κρατηθεί η αγωγή ως προς το αίτημα αυτό, να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της κατά τα ανωτέρω αναλυτικά διαλαμβανόμενα και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία το συνολικό ποσό των 157,17 ευρώ (=74,34 + 82,83), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως (βλ. ΑΠ 1391/2018, ΜονΕφΠειρ 484/2015 στη Νόμος). Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος-ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης του κατά την έκβαση της δίκης σε βάρος της εφεσίβλητης-εναγόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά, παραμένει σε ισχύ η εκκαλούμενη και δη και ως προς το αναγνωριστικώς επιδικασθέν ποσό για αναλογία αποζημιώσεως αδείας έτους 2010, που δεν μεταβιβάσθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 26.3.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018 και στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) έφεση κατά της 4162/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτή τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την 4162/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς το κεφάλαιο για αμοιβή λόγω εργασίας κατά την ημέρα της Κυριακής.

Κρατεί και δικάζει ως προς το αμέσως παραπάνω κεφάλαιο την από 18.9.2015 (με Γ.Α.Κ. …../2015 και με αριθμό κατάθεσης …../2015) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (157,17), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος-ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης-εναγόμενης και ορίζει αυτό στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29.8.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ