Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 497/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ασφαλιστική εκκαθάριση-ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου ως εντολοδόχου-ορισμένο αγωγής απόδοσης ασφαλίστρων-αίτημα          επίδειξης εγγράφων

 

Αριθμός απόφασης 497 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η υπό κρίση από 15-6-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../2017) έφεση του εναγομένου, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 702/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δέχθηκε την από 19-12-2016 (με αύξ. αριθμ. καταθ. ………./2016) αγωγή της ενάγουσας, κατ’αυτού, περί απόδοσης ασφαλίστρων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα  (άρθρα 495 § 3 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 § 2 του ν.4446/2016, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), δηλαδή εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, αφού δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της από ή προς τον εκκαλούντα και έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (e-παράβολο με κωδικό . . … και από 15-6-2017 αποδεικτικό εξόφλησης της Τράπεζας Eurobank), ενώ από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη, αφού σημειωθεί ότι, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρων 686επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση (ΑΠ 287/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 929/2014, ΕΦΑΔ 2014.936).

Η εφεσίβλητη, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εξέθετε στην αγωγή της ότι δυνάμει της υπ’αριθμ. …./23-7-2010 σύμβασης  ασφαλιστικού συμβούλου αόριστης διάρκειας, που καταρτίστηκε με τον εναγόμενο, ο τελευταίος ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), να διαμεσολαβεί για λογαριασμό της προκειμένου αυτή να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις με τρίτους, να εισπράττει ο ίδιος και να τις αποδίδει τα ασφάλιστρα. Ότι τα ασφάλιστρα θα θεωρούνταν παρακαταθήκη και αυτός θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης αυτής, που ενσωματώνεται αυτούσια στο κείμενό της, και του νόμου. Ότι κατά την εκτέλεσή της δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εναγομένου προς αυτήν, από εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα παραγωγής του, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-10-2010 έως τις 20-1-2011, ύψους 17.334,72 ευρώ. Ότι η σύμβαση καταγγέλθηκε στις 2-4-2011 για σπουδαίο λόγο, λόγω της οριστικής ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας, οπότε, αν και ο εναγόμενος όφειλε να της αποδώσει το παραπάνω ποσό, ενεργώντας αντισυμβατικά αλλά και παράνομα, το παρακράτησε, ιδιοποιούμενος αυτό άνευ δικαιώματος. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού (τροπής) του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος της οφείλει το παραπάνω ποσό με βάση τη σύμβαση και τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικά εκείνες του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με τον νόμιμο τόκο από τις 2-4-2011 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και την καταδίκη του εναγομένου στα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, απορρίφθηκε -ορθώς- η επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως νομικά αβάσιμη,  και έγινε δεκτή αυτή κατά τα λοιπά, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα το ποσό που προαναφέρθηκε, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή του λόγους, αναγομένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής, για τον λόγο ότι στο δικόγραφό της δεν αναγράφονταν : α) τα μηνιαία αναλυτικά πινάκια-καταστάσεις που τηρούσε η ενάγουσα και στα οποία αποτυπώνονται οι μηνιαίες χρεωπιστώσεις, καθώς από την ύπαρξή τους προκύπτει η τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ τους, με χρέωση των οφειλομένων ασφαλίστρων  και πίστωση των ακυρωτικών, κάθε μήνα, σε περίπτωση ακύρωσης ασφαλιστικών συμβολαίων, τα οποία και θα της επέστρεφε, β) η καρτέλα συνεργάτη ανά μήνα, που τον αφορούσε, το βοηθητικό πινάκιο εμπορικής διαχείρισης με ανάλυση παραγωγής πληρωμών, ώστε να διαπιστωθεί η μηνιαία παραγωγή και οι χρεοπιστώσεις ανά μήνα. Για την πληρότητα, ωστόσο, της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου, για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων,  απαιτείται και αρκεί, κατ’άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό προμήθειας του ασφαλιστικού  συμβούλου, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού συμβούλου, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΑθ 3785/2009  ΔΕΕ 2010.201). Έτσι, η κρινόμενη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού σαφώς αναφέρονται σε αυτήν όλα τα παραπάνω στοιχεία, με την ενσωμάτωση στο δικόγραφό της αναλυτικής συγκεντρωτικής κατάστασης ασφαλίστρων. Από την κατάσταση αυτή προκύπτουν αναλυτικά οι μηνιαίες χρεοπιστώσεις, πλην των πιστώσεων από τα ακυρωθέντα συμβόλαια, τα οποία, όμως, δεν έχουν συμπεριληφθεί ούτε και αρχικά ως χρέωση. Άλλωστε, δεν τίθεται ζήτημα τήρησης μεταξύ των διαδίκων αλληλόχρεου λογαριασμού, και συνεπώς, αοριστίας της αγωγής, για το λόγο ότι δεν περιέχει τα στοιχεία του, καθώς,  κατά τα εκτιθέμενα, δεν υπήρχε δυνατότητα ώστε από τις μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές να μπορούν να προκύψουν οφειλές και για τα δύο μέρη, κατά τρόπο που να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό ποιό από αυτά θα είναι οφειλέτης και ποιό δανειστής (ΕφΘεσ 555/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011.548). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την αγωγή, απορρίπτοντας σιωπηρώς την ένσταση αοριστίας του εναγομένου, ορθά έκρινε, σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, με τις οποίες συμπληρώνεται η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Επίσης, ο εναγόμενος επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυριζόμενος ότι  : α) η ενάγουσα μπορούσε, ενόψει του ορατού και επικείμενου κίνδυνου οριστικής ανάκλησης της άδειάς της, να λάβει μέτρα περιορισμού της ζημίας της, β) η παρέλευση πέντε και πλέον ετών από τη θέση της σε καθεστώς εκκαθάρισης μέχρι και την άσκηση της αγωγής, χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση ή όχλησή του υποδηλώνει κακοπιστία και υπέρβαση των ορίων που θέτει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματός της, γ) η ενάγουσα, προκειμένου να καλύψει τις υποχρεώσεις της προς δανειστές της, προέβη σε πλασματικές εγγραφές στα πινάκια κίνησης ασφαλιστικών της συμβούλων, ώστε να αποδείξει έναντι αυτών ότι διατηρεί και η ίδια απαιτήσεις κατά τρίτων. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μεν υπό στοιχ. γ΄σκέλος του αποτελεί κατ’ουσίαν άρνηση της αγωγής και κατά τα λοιπά ελέγχεται ως μη νόμιμος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν την έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τον εκκαλούντα με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, απορριπτομένων ως αβάσιμων. Αναφορικά με τον προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του εναγομένου περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης, που αυτός επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Η αναγνωριστική αγωγή, όπως εν προκειμένω, με την οποία δεν διώκεται αξίωση, δεν υπόκειται σε παραγραφή αφού, κατ’ άρθρο 247 του ΑΚ, η παραγραφή αναφέρεται στις αξιώσεις. Αν όμως παραγράφηκε η αξίωση την οποία πρόκειται να προπαρασκευάσει η αγωγή αυτή, τότε λείπει το απαιτούμενο για την άσκησή της έννομο συμφέρον, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, και για αυτό είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ΑΠ 1014/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 415/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013.26). Επομένως, ο ισχυρισμός περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, τόσο κατά τη βάση της σύμβασης όσο και της αδικοπραξίας, τυγχάνει μη νόμιμη.

Σε κάθε περίπτωση, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας από τη σύμβαση, δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 1 του ΑΚ, διότι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, δεν αρκεί η ύπαρξη αξίωσης μεταξύ εμπόρων αλλά αυτή πρέπει να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ήτοι τη χορήγηση εμπορευμάτων, την εκτέλεση εργασιών και την επιμέλεια αλλοτρίων υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των γενομένων δαπανών, που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Έτσι, με δεδομένο ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 249, 251, 261 και 263 του ΑΚ, προκύπτει ότι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μία πράξη ή παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται και εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από είκοσι (20) έτη, η αξίωση της ενάγουσας προς απόδοση των ασφαλίστρων, με βάση τη σύμβαση παρακαταθήκης-αλλά και της εντολής, κατά τα αμέσως κατωτέρω εκτιθέμενα-υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από τότε που γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Επομένως, με βάση τους ισχυρισμούς του εναγομένου, περί υποχρέωσης απόδοσης των ασφαλίστρων κάθε διμήνου μέχρι το τέλος του μήνα που ακολουθούσε και ειδικώς για το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2010 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, η αξίωσή της για την καταβολή τους γεννήθηκε αυτή την ημερομηνία (31-12-2010), ενώ για το επόμενο δίμηνο Δεκεμβρίου 2010-Ιανουαρίου 2011, η αξίωσή της γεννήθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου 2011 και μέχρι την άσκηση της αγωγής, που ολοκληρώθηκε με την επίδοσή της στον εναγόμενο στις 30-12-2016 είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας. Επίσης, αναφορικά με τη βάση της αδικοπραξίας, παρότι συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι ο εναγόμενος ευθύνεται ως θεματοφύλακας,  αυτό δεν αναιρεί την ιδιότητα του ουσιαστικά, ως εντολοδόχου της ενάγουσας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 518/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, στοιχειοθετείται στη συγκεκριμένη περίπτωση το αδίκημα της υπεξαίρεσης, στην κακουργηματική της μορφή του άρθρου 375 § 2 του ΠΚ, που υπόκειται κατ’άρθρο 111 § 2 του ΠΚ σε εικοσαετή παραγραφή, επομένως, και για την αξίωση της ενάγουσας κατά τη βάση της αδικοπραξίας, ισχύει η μακρότερη αυτή παραγραφή (άρθρο 937 § 2 του ΑΚ). Βάσει, επομένως, όσων προεκτέθηκαν, αφού η αξίωσή της δεν έχει παραγραφεί, αυτή δεν στερείται και εννόμου συμφέροντος στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης :  Δυνάμει της από 23-7-2010 σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη ευρισκόμενη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την υπ’αριθμ. 7/29-3-2011 απόφασή της,  εκπροσωπούμενη από τους ορισθέντες με σχετικές αποφάσεις της ως άνω Επιτροπής, ασφαλιστικούς εκκαθαριστές της- αρχικά, τον ……. στη συνέχεια τον ……….. και ήδη, μετά τη λήξη της θητείας του τελευταίου, τη . ……., ως επόπτρια ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που φέρεται ότι διορίστηκε με την υπ’αριθμ. 208/29-11-2016 απόφαση της εν λόγω Επιτροπής- ανέθεσε στον εναγόμενο, τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους, για λογαριασμό της, εντός της περιφέρειάς του δηλαδή στην περιοχή της Κορίνθου. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος, θα δεχόταν αιτήσεις-προτάσεις τρίτων που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, στους ασκούμενους από την ενάγουσα κλάδους, σύμφωνα με τους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα, τις ειδικές εντολές και οδηγίες αυτής, τους κανονισμούς και τα εκάστοτε υποχρεωτικά τιμολόγια, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τις διατάξεις των οικείων νόμων, διατηρώντας το δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας και με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Επίσης, είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει ο ίδιος τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων, εκδοθέντων από την ενάγουσα, έχοντας την υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, τα οποία θεωρούνταν ως παρακαταθήκη, του ιδίου ευθυνόμενου ως θεματοφύλακα. Επομένως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, είχε την εντολή να εισπράττει και αποδίδει ασφάλιστρα, όντας εντολοδόχος της ενάγουσας, της σύμβασης παρακαταθήκης έχουσας παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Αυτός, κάθε δίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα, το αργότερα έως το τέλος του μήνα αυτού, άλλως θα υπολογιζόνταν επ’αυτού νόμιμος τόκος υπερημερίας και θα στοιχειοθετείτο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης από την ενάγουσα. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους, όφειλε να αποστείλει προς την εταιρεία για ακύρωση, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους, καθώς και εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί ασφάλιστρα, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον όρο 9. Η ακύρωση μπορούσε να γίνει μόνο από την εταιρεία, η οποία και ειδοποιούσε σχετικά τον εναγόμενο. Αν ο ίδιος δεν τηρούσε την προβλεπόμενη διαδικασία, θα υποχρεούτο στην απόδοση ασφαλίστρων. Τέλος, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους, είχε υποχρέωση να υποβάλλει στην εταιρεία αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήπτε με την ενάγουσα, εκτός από τα προβλεπόμενα εμπορικά βιβλία, είχε υποχρέωση να τηρεί βιβλίο καταχώρησής τους. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, δεν μπορούσε να προβαίνει σε επιστροφές ασφαλίστρων χωρίς τη γραπτή εξουσιοδότηση της ενάγουσας. Η τελευταία, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του και για την τήρηση των υποχρεώσεών του, είχε την υποχρέωση να του παρέχει προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισπράττονταν πραγματικά και θα αφορούσαν σε ασφαλιστικές συμβάσεις που θα γίνονταν με τη διαμεσολάβησή του, καταβαλλόμενη μετά την απόδοση των ασφαλίστρων και δεν αναγνωριζόταν στον ίδιο καμία άλλη πρόσθετη απαίτηση. Το ποσοστό αυτής, ανά κλάδο, οριζόταν συγκεκριμένα για ορισμένες περιπτώσεις σε σχετικό πίνακα, που ενσωματωνόταν στη σύμβαση, ενώ για λοιπούς κλάδους της δραστηριότητας της ενάγουσας, ορίστηκε ότι η προμήθεια θα καθορίζεται κατά περίπτωση, μη υπερβαίνουσα όμως τα όρια που θα καθόριζαν οι ανάλογες Υπουργικές Αποφάσεις. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών, για τις οποίες η προμήθεια οριζόταν σε συγκεκριμένο ποσοστό, συμπεριλαμβάνετο και η κάλυψη αυτοκινήτων, που καθορίστηκε σε 20 %. Συμφωνήθηκε ακόμη ότι ο εναγόμενος, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, είχε την υποχρέωση να αποστέλλει συστημένη επιστολή στην ενάγουσα, σχετικά με τις εγγραφές της στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματά της, άλλως θα θεωρείτο ότι αποδέχεται την ορθότητά τους (όρος 22). Ειδική, επίσης, αναφορά έγινε στην καταγγελία και στις περιπτώσεις που το σχετικό δικαίωμα αναγνωριζόταν είτε στην ενάγουσα είτε στα συμβαλλόμενα μέρη, με ρητή πρόβλεψη ότι ο εναγόμενος υποχρεούτο, μεταξύ άλλων, να της αποδώσει το χρεωστικό υπόλοιπο, όπως αυτό αποτυπωνόταν στα εμπορικά της βιβλία, καθιστάμενος έκτοτε υπερήμερος. Σε εκτέλεση της έγγραφης αυτής σύμβασης, ο εναγόμενος παρέδωσε στον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα, ήδη συνταξιούχο ασφαλιστικό πράκτορα, σε ημερομηνία πλησιόχρονη της υπογραφής της σύμβασης που δεν διαπιστώθηκε επακριβώς, λίστα των πελατών του, από ασφάλειες αυτοκινήτων, τα οποία ήταν ασφαλισμένα ήδη για τις έναντι τρίτων προκαλούμενες ζημίες σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, δυνάμει συμβάσεων που έληγαν το επόμενο διάστημα, βάσει της οποίας η ενάγουσα εξέδωσε δικά της πλέον ασφαλιστήρια στο όνομα πελατών του, μετά τη λήξη των συμβολαίων τους με άλλες εταιρείες. Πέραν της λογικής παραδοχής ότι ο εναγόμενος δεν θα μπορούσε να έχει προβεί σε μια τέτοια ενέργεια αν δεν είχε έλθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους πελάτες του, το γεγονός αυτό το παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς και  ο ίδιος στο δικόγραφο της έφεσής του. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι, λόγω της μη τήρησης των συμφωνηθέντων εκ μέρους της ενάγουσας για αυξημένη προμήθειά του και μείωση των ασφαλίστρων των πελατών του, προκειμένου αυτοί να έχουν κίνητρο μεταφοράς των συμβολαίων τους στην ίδια, αρνήθηκε να παραλάβει τα συμβόλαια, διότι είχε «εκτεθεί» πλέον στους πελάτες του. Συνεπώς, ουσιαστικά διαμεσολάβησε για τη διαβίβαση των αιτήσεων-προτάσεων αυτών στην ενάγουσα, ανεξαρτήτως του ότι δεν προσκομίστηκαν ούτε έγινε επίκληση ότι απεστάλησαν τέτοιες έντυπες αιτήσεις, υπογεγραμμένες από αυτούς. Ο ισχυρισμός του ότι αρνήθηκε τελικώς τη συνεργασία με την ενάγουσα διότι αυτή δεν τήρησε την προαναφερθείσα συμφωνία τους επίσης δεν πιθανολογήθηκε. Άλλωστε, σε αυτή την περίπτωση, ειδικά για την προμήθειά του, όφειλε να μην αποδεχθεί εξ αρχής τον σχετικό όρο της σύμβασης, ενώ οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη συμφωνία θα φρόντιζαν τα συμβαλλόμενα μέρη να διατυπωθεί και γραπτώς, όπως συνηθίζεται στις συναλλαγές αυτού του είδους, προκειμένου να μην υφίσταται αμφισβήτηση ως προς τα δικαιώματα του εναγομένου. Η διαμεσολάβησή του δε δεν αναιρείται από το γεγονός της τυχόν μη παραλαβής των ασφαλιστηρίων από τον ίδιο αλλά της αποστολής τους απ’ευθείας στους ασφαλισμένους, δοθέντος μάλιστα ότι, παρά την επικαλούμενη δυσαρέσκειά του, ουδέποτε απευθύνθηκε προς την ενάγουσα, έστω και δι’απλής επιστολής, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί. Πέραν αυτού, υπό τη δική του εκδοχή, απώλεσε σημαντικές προμήθειες πελατών του, και δη εκείνων που φέρονται ότι συνήψαν συμβάσεις ασφαλίσεως αυτοκινήτων με την ενάγουσα, γεγονός για το οποίο επίσης δεν διαμαρτυρήθηκε στην ενάγουσα. Τέλος, σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας που εξετάστηκε με επιμέλειά της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τον Φεβρουάριο του έτους 2011 του εστάλη εξώδικη καταγγελία-δεν προσκομίζεται-λόγω της υφιστάμενης οφειλής του, για το χρονικό διάστημα από την 1-10-2010 έως τις 20-1-2011, η οποία, αφαιρουμένης της προμήθειάς του και των καταβολών προς την ενάγουσα, είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 17.334,72 ευρώ, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Εκείνος δεν προέβαλε καμία αντίρρηση, ούτε επικοινώνησε με το αρμόδιο τμήμα της, ενώ είναι βέβαιον ότι του αποστέλλονταν μηνιαίες εκκαθαριστικές καταστάσεις, τις οποίες θα έπρεπε να είχε αμφισβητήσει εγγράφως. Επομένως, το παραπάνω χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο, όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση που ενσωματώνεται στην αγωγή, το εισέπραξε ο ίδιος και δεν το απέδωσε στην ενάγουσα, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής του. Αν πράγματι, όπως ισχυρίζεται, δεν είχε πράγματι εισπράξει τα επιμέρους ποσά ασφαλίστρων, όφειλε, σύμφωνα με τον όρο 9 της σύμβασης, να αποστείλει εντός διμήνου από την ημερομηνία παραλαβής τους τα προς ακύρωση συμβόλαια στην εταιρεία ή αν δεν τα είχε παραλάβει ο ίδιος, να την ενημερώσει αναφέροντας και τους λόγους της μη είσπραξης, προκειμένου να ακολουθήσει ακύρωσή τους, πλην όμως ούτε αυτό έπραξε, με αποτέλεσμα ο σχετικός ισχυρισμός του να ελέγχεται ως μη ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα. Ούτε επίσης, προσκόμισε αντίγραφο του βιβλίου όπου καταχωρούσε τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνάπτονταν με τη διαμεσολάβησή του, για να διαπιστωθεί αν για τους πελάτες που αναγράφονται στην κατάσταση της ενάγουσας έχουν γίνει αντίστοιχες καταχωρίσεις για το ίδιο χρονικό διάστημα. Επομένως, το σύνολο της οφειλής του εναγομένου προς την ενάγουσα, για μη αποδοθέντα ασφάλιστρα, που αποτελεί ταυτόχρονα και προϊόν υπεξαίρεσης εκ μέρους του, ανέρχεται στο προαναφερθέν ποσό των 17.334,72 ευρώ. Συνεπώς, ορθώς αξιολογώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο λόγος της έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, όπως αυτός εξειδικεύεται, με τους επιμέρους πρώτο-κατά το οικείο σκέλος του- τρίτο και τέταρτο λόγο εφέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Τέλος, ως προς το στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 450 § 2 και 451 § 1 του ΚΠολΔ επανυποβληθέν παραδεκτώς αίτημα του εναγομένου περί προσκόμισης από την ενάγουσα, στο πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης : α) των παραστατικών, από τα οποία προκύπτει η δήθεν παραλαβή των επίδικων ασφαλιστηρίων συμβολαίων από τον ίδιο, β) των παραστατικών από τα οποία προκύπτει η είσπραξη των ασφαλίστρων από αυτόν, γ) της από Φεβρουαρίου εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης και δ) κατάστασης των ακυρωθέντων συμβολαίων των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2011, αυτό τυγχάνει μη νόμιμο εφόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται την κατοχή τους από την εφεσίβλητη, αντιθέτως μάλιστα για τα υπό στοιχ. α), β) και γ) έγγραφα αμφισβητεί την ύπαρξή τους, ενώ αναφορικά με το υπό στοιχ. δ) έγγραφο, αλυσιτελώς προτείνεται, εφόσον το χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδόθηκαν έως τις 20-1-2011.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί ακολούθως η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1ια), 68 § 1, 69, 84 § 2  και παράρτημα Ι στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-6-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/2017) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 702/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30-8.-2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ