Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 498/2019

 Έννοια οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων. Η απόφαση του εφετείου που απορρίπτει την έφεση για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, είναι οριστική και δεν ανακαλείται, η δε παρά το νόμο ανάκλησή της ελέγχεται αναιρετικά. Απορρίπτει κλήση με την οποία ζητήθηκε η ανάκληση δευτεροβάθμιας απόφασης που απέρριψε λόγο έφεσης ως απαράδεκτο.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    498 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 308 και 309 του ΚΠολΔ οριστικές και μη υποκείμενες σε ανάκληση από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, το οποίο απεκδύεται από κάθε στη συνέχεια εξουσία (ΑΠ 1051/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1721/2007, Δ 2008.302, ΑΠ 509/1999, Δνη 1999/1711), είναι οι αποφάσεις που, αποφαινόμενες επί κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης περί παροχής δικαστικής προστασίας, περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, ενώ μη οριστικές, υποκείμενες αντιθέτως και υπό όρους κατ’ αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως σε ανάκληση, αποφάσεις είναι όσες εκδίδονται επί υποθέσεων για τις οποίες το δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν είναι ώριμες προς οριστική διάγνωση της επίδικης διαφοράς (ΑΠ 1283/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια του νόμου, η οριστικότητα της αποφάσεως προϋποθέτει τελική διάγνωση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, η οποία είτε γίνεται δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, αφού το δικαστήριο διέλθει όλα τα στάδια της νομικής αξιολόγησής της και καταφαθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος από νομική και ουσιαστική άποψη (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Κ. Μακρίδου], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 308, αρ. 2, σελ. 613, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σελ. 282, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, § 93, αρ. 7, σελ. 627) είτε απορρίπτεται, ακόμα και ως απαράδεκτη, με μόνη δηλαδή τη διάγνωση ότι δε συντρέχει μία από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, χωρίς, ως εκ τούτου, εξάντληση όλων των δυνατών βαθμίδων δικονομικής αξιολόγησής του (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2012, § 38, αρ. 43, σελ. 601), ενώ μη οριστικές αποφάσεις είναι αυτές με τις οποίες το δικαστήριο δεν εκφέρει κάθετη διαγνωστική κρίση επί του αντικειμένου της δίκης (ΑΠ 2072/2014, ΧρΙΔ 2015/361), δηλαδή δεν αποφαίνεται τελειωτικά για το επίδικο δικαίωμα επιδικάζοντας ή απορρίπτοντάς το (ΑΠ 176/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά προωθεί ή διαμορφώνει τη διαδικασία, προετοιμάζοντας την οριστική επίλυση της διαφοράς και διατηρώντας, παράλληλα, την εξουσία να κρίνει επί του υποβληθέντος αιτήματος, όταν αυτό καταστεί ώριμο προς οριστική απόφανση (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283, Κ. Μακρίδου, Έφεση κατά οριστικών και τελειωτικών αποφάσεων επί σωρεύσεως και συνεκδικάσεως αγωγών [άρθρ. 513 παρ. 1 ΚΠολΔ], σε Δνη 2006/979). Από δε το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 294 και 321 ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την οριστική απόφαση περατώνεται η δίκη σε κάθε δικαιοδοτικό βαθμό και, με την εξαίρεση εκείνης που παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο (Λ. Σινανιώτης, Γενικές αρχές των ενδίκων μέσων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 83), καταργείται η εκκρεμοδικία (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 9, σελ. 134), με αποτέλεσμα την ισχύ δεδικασμένου, όταν θα καταστεί απρόσβλητη με τα τακτικά ένδικα μέσα [άρθρο 321 ΚΠολΔ], προς αποτροπή παραγωγής του οποίου, δυσμενούς για τον ίδιο, ο ηττηθείς διάδικος δικαιούται μόνον στην άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ή έφεσης (Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 308, αρ. 4, σελ. 850) και όχι στην υποβολή αιτήσεως περί ανακλήσεώς τους, αφού η ενδοδιαδιαδικαστική δέσμευση που παράγουν αποκλείει τη δυνατότητα αυτή (ΑΠ 1027/1992, Δνη 1994/378), που δεν μπορεί συννόμως να υλοποιηθεί ούτε υπό το μανδύα της ερμηνείας της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ανάκληση (ΑΠ 687/1985, Δ 1987/394). Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό, εφ’ όσον, όμως, αυτό δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για την βασιμότητα του εξεταζόμενου αιτήματος αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας, για την παραδοχή ή την απόρριψή του (ΑΠ 358/2011, ΧρΙΔ 2011/686 = ΧρηΔικ 2011/507). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 309 εδαφ. α ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 αυτού έχει εφαρμογή και στην κατ’ έφεση δίκη, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 513 § 1 περ. β και 553 § 1 περ. β του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απορρίπτει την έφεση για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, είναι οριστική και ως εκ τούτου δεν ανακαλείται (ΑΠ 380/1999, ΝοΒ 2000/949), αφού, κατ’ ανάγκη, επικυρώνει την απόφαση που προσβλήθηκε, με την οποία έγινε δεκτό ή απορρίφθηκε το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο (αγωγή, ανακοπή κλπ), καταργώντας με τον τρόπο αυτό την εκκρεμοδικία στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 318/2004, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, ο.π.), ενώ, παράλληλα, η έρευνα των ίδιων [απορριφθέντων] λόγων εφέσεως προϋποθέτει ανάκληση της οριστικής απορριπτικής απόφασης επί της εφέσεως, που είναι ανεπίτρεπτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 εδαφ. α και 514 ΚΠολΔ (πρβλ ΟλΑΠ 20/2009, ΧρΙΔ 2009/994 = ΕΠολΔ 2009/612 = ΕφΑΔ 2010/449 = Δνη 2010/359). Μάλιστα, η παρά το νόμο ανάκληση της απόφασης αυτής ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αρ. 15 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 644/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός Η αναίρεση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2017, άρθρο 559, αρ. 663, σελ. 443, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, § 119, αρ. 129, σελ. 503, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2018, άρθρο 309, αρ. 15, σελ. 519). Εξάλλου, το αίτημα ανακλήσεως της μη οριστικής απόφασης υποβάλλεται παραδεκτώς στο δικαστήριο που την εξέδωσε από το διάδικο εκείνο που έχει έννομο συμφέρον να ανακληθεί η τελευταία, επειδή βλάπτεται από τις παραδοχές της (ΤριμΕφΠειρ. 665/2018, αδημ.) και β] σε κάθε στάση της δίκης εωσότου εκδοθεί η οριστική απόφασή του (ΑΠ 217/2005, Δνη 2006/451), στάση δε δίκης δημιουργείται και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κατ’ ουσίαν συζήτηση με κλήση διαδίκου (ΑΠ 926/2014, ΧρΙΔ 2015/38, ΑΠ 1450/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι αυτοτελώς. Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και συζήτησης της υπόθεσης, η οποία χωρεί παραδεκτώς μόνο όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται αυτής στα πλαίσια προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας (ΑΠ 1538/2010, ΝοΒ 2011/775, ΑΠ 836/2010, ΝοΒ 2010/2481, ΑΠ 1149/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2005, ΝοΒ 2005/2026 = Δνη 2006/451, ΤριμΕφΘεσ. 38/2011, ΕΠολΔ 2011/240) και τούτο συμβαίνει επειδή κατά την αντίληψη του νομοθέτη η απαγόρευση της αυτοτελούς ανακλήσεως των μη οριστικών αποφάσεων εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης και αποβλέπει στην ταχύτερη διεξαγωγή της (ΑΠ 1515/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υποστηρίζεται, βέβαια, στη νομολογία (ΑΠ 1638/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 649/1996, Δνη 1998/1555 = ΔΕΕ 1996/1085 = Δ 1996/1191, όπου και παρατηρήσεις Σ. Σταματόπουλου, ΤριμΕφΛαρ. 19/2016, Δικογραφία 2016/135) και η άποψη ότι ο σκοπός αυτός δεν παραβλάπτεται και, συνεπώς, ο περιορισμός της αυτοτελούς ανακλήσεως δεν ισχύει στις περιπτώσεις εκείνες που διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του επιδίκου δικαιώματος, στις οποίες η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί στάση δίκης. Πάντως, τα ανωτέρω δεν ισχύουν όταν με την κλήση επανεισάγεται προς συζήτηση οριστική απόφαση της οποίας ζητείται η ανάκληση, αφού τότε η κλήση είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη. Πράγματι, ο δικονομικός νομοθέτης γνωρίζει την κλήση προς συζήτηση ως μέσο για τη συνέχιση μιας εκκρεμούς ακόμα διαδικασίας από τη μια στάση της δίκης στην άλλη και όχι για τη δημιουργία αυτοτελούς διαδικασίας για την επανεξέταση της οριστικής απόφασης, μετά την έκδοση της οποίας άλλωστε και για όσο αυτή δεν έχει ανατραπεί, με την ευδοκίμηση ενδίκου μέσου ασκηθέντος εναντίον της αλλά παραμένει ενεργός, εξακολούθηση της δίκης (κατ’ ουσίαν δε αναβίωση της εκκρεμοδικίας) με απλή κλήση προς συζήτηση δεν είναι δικονομικώς ανεκτή και αν ασκηθεί θα είναι απαράδεκτη (Κ. Παναγόπουλος, Η οριστικότητα της δικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 309 ΚΠολΔ, 1989, σελ. 116), αφού θα συνιστά σαφή καταστρατήγηση, άλλως θεσμική κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος, η οποία απαγορεύεται στα πλαίσια του αστικού δικονομικού δικαίου (Ν. Κλαμαρής, Κλήση προς συζήτηση με αυτοτελές αίτημα, ή με αυτοτελή σκοπό, την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως, σε ΝοΒ 2005/1025 επομ. [1042]), όπως απαγορεύεται και η contra legem ερμηνεία των δικονομικών κανόνων, η οποία, ανεξαρτήτως της εκάστοτε προκαλούμενης εντύπωσης ότι δια της δήθεν άκαμπτης εφαρμογής του νόμου πλήττεται το αίσθημα της δικαιοσύνης και η ίδια η ιδέα του δικαίου, σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποκλείεται (Κ. Τσάτσος, Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου, 1978, σελ. 169 επομ.), ώστε να υπερισχύει πάντοτε η αρχή της θετικότητας του δικαίου, που τίθεται από το νομοθέτη και του οποίου η «διόρθωση» δεν μπορεί να ζητείται από το δικαστή.

ΙΙ. Εν προκειμένω, μετά την έκδοση: Α] της υπ’ αριθμ. 25/2014 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) επί της από 31.5.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../1.6.2011 αγωγής του καλούντος, που στράφηκε εναντίον των καθ’ ων η κλήση με αίτημα αφενός μεν αναγνωριστικό της εις ολόκληρον υποχρέωσης των τριών [3] πρώτων από αυτούς περί καταβολής στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των εκατόν ενενήντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων δεκατριών ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (193.413,64 €) προς ικανοποίηση αξιώσεών του από τη σε εκτέλεση συμβάσεως παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στην πρώτη εναγομένη, εφοπλίστρια των αναφερομένων δύο [2] πλοίων που ανήκαν ανά ένα [1] στην κυριότητα της δεύτερης και της τρίτης εναγομένης και αφετέρου καταψηφιστικό, συνοδευόμενο με αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας και απειλής ποινής έμμεσης εκτέλεσης (προσωπικής κράτησης) σε βάρος των λοιπών δύο [2] εναγομένων, ευθυνομένων εις ολόκληρον αδικοπρακτικώς έναντι του ενάγοντος στην καταβολή του χρηματικού ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €), με την οποία (πρωτοβάθμια απόφαση) και κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος της η αγωγή ως προς μεν τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων απορρίφθηκε ως αβάσιμη, ως προς την πρώτη από αυτούς έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και ως προς τους τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων η συζήτησή της παραπέμφθηκε σε άλλη συνεδρίαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα τακτική διαδικασία, αντί της ειδικής διαδικασίας των εργατικών διαφορών κατά την οποία είχε, εσφαλμένα όπως κρίθηκε, εισαχθεί το αντικειμενικώς στο αγωγικό δικόγραφο σωρευθέν αίτημα καταβολής αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας συνιστάμενης στην έκδοση επιταγής σε διαταγή του ενάγοντος που δεν πληρώθηκε όταν νομοτύπως εμφανίστηκε προς πληρωμή, Β] της υπ’ αριθμ. 362/2018 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία η από 14.3.2014 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../1.4.2014 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./1.4.2014) απορρίφθηκε στο σύνολό της α] ως αβάσιμη κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της δεύτερης και της τρίτης εναγόμενης και β] ως απαράδεκτη και μάλιστα αυτεπαγγέλτως κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον των πρώτης, τέταρτου και πέμπτης των εφεσιβλήτων με αίτημα εξαφανίσεως ως προς αυτούς της εκκαλουμένης, επειδή κρίθηκε i] ότι κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως που αφορούσε την πρώτη εναγόμενη δεν προβλήθηκε λόγος έφεσης, με αποτέλεσμα να μην έχει μεταβιβαστεί ως προς αυτήν η υπόθεση στο δεύτερο βαθμό, ενώ ii] κατά το κεφάλαιό της περί παραπομπής του αποζημιωτικού λόγω αδικοπραξίας αγωγικού αιτήματος κατά των τέταρτου και πέμπτης των εναγομένων ότι η προσβληθείσα απόφαση, που δεν είχε αποφανθεί επί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς του, ήταν μη οριστική και ως εκ τούτου μη υποκείμενη αυτοτελώς σε έφεση, Γ] της υπ’ αριθμ. 148/2019 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου [σε συμβούλιο], με την οποία κρίθηκε ότι λόγοι ευπρέπειας και διαφυλάξεως του κύρους της δικαστικής λειτουργίας επέβαλαν την παραδοχή της δήλωσης που ο εκεί αναφερόμενος Εφέτης Πειραιώς υπέβαλε αρμοδίως μετά τη συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 21ης.2.2019 της από 4.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./5.12.2018 [ένδικης] κλήσεως του εκκαλούντος και ότι, συνεπώς, έπρεπε ο δηλών να εξαιρεθεί από την έκδοση απόφασης επ’ αυτής και για τους λόγους αυτούς διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και, Δ] της από 8.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../8.4.2019 Πράξης του προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ άρθρο 226 § 5 ΚΠολΔ, νομότυπα επανεισάγεται η ως άνω κλήση του, με την οποία ο καλών, επικαλούμενος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε που δεν κράτησε, όπως είχε νόμιμη υποχρέωση και δεν εκδίκασε το ίδιο κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών το αίτημα «…περί προσωπικής κρατήσεως [το οποίο ως μείζον περικλείει αναγκαστικά και υποχρεωτικά το έλαττον δηλαδή την ταυτόχρονη επιδίκαση κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 71 του ΑΚ της εκ της ακαλύπτου επιταγής ως πιστωτικού τίτλου απαιτήσεώς μου] κατά των ως άνω δύο εναγομένων…» [ενν. τους τέταρτο και πέμπτη από αυτούς], αιτιάται την υπ’ αριθμ. 362/2018 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου αποδίδοντάς της τη μομφή ότι παραβίασε και η ίδια τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της § 1 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ και ζητεί την «εκτός στάσης δίκης» ανάκλησή της ως προς τη διάταξή της με την οποία κρίθηκε ότι η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση κατά το προσβληθέν με την έφεση ως άνω κεφάλαιό της ήταν μη οριστική, ώστε να εκδικαστεί το επίμαχο αίτημα προσωπικής κρατήσεως των προαναφερόμενων εναγομένων, επιδικαζόμενης ταυτόχρονα και της απαιτήσεως του καλούντος, ως μέσο για την αναγκαστική εκτέλεση της οποίας υποβλήθηκε το αίτημα αυτό.

ΙΙΙ. Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτό το αίτημα η ένδικη κλήση πάσχει πολλαπλώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Καταρχάς, επειδή ελλείπει το έννομο συμφέρον του καλούντος να ζητήσει την ανάκληση έναντι των λοιπών εκ των καθ’ ων, πλην των δύο [2] φυσικών προσώπων από αυτούς, δηλαδή έναντι των εναγομένων εταιριών, ως προς τις οποίες η τυχόν παραδοχή του αιτήματός του δεν θα επιφέρει διαφοροποίηση, προς όφελος του καλούντος, της νομικής τους θέσεως, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση κατά το πιο πάνω σκέλος της και μόνον, το οποίο δεν σχετίζεται με αυτές. Προεχόντως, όμως, επειδή η ένδικη κλήση στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι η υπ’ αριθμ. 362/2018 απόφαση, κατά το σκέλος της στο οποίο περιελήφθη η παραδοχή περί της μη οριστικότητας της πρωτοβάθμιας απόφασης που παρέπεμψε σε ιδιαίτερη συζήτηση κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία την αντικειμενικώς σωρευθείσα αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία με το παρεπόμενο αυτής αίτημα προσωπικής κρατήσεως των τετάρτου και πέμπτης των εναγομένων και ως προς το οποίο και μόνον ρητώς ζητείται η ανάκλησή της, δεν είναι οριστική, όπως ο καλών υποστηρίζει,  επικαλούμενος ειδικότερα, κατά τρόπο όμως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, ότι «…Είναι δε μη οριστική η … διάταξη της 362/11.06/2018 Αποφάσεως του Υμετέρου Δικαστηρίου ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ για μόνον τον λόγο ότι απεφάνθη περί της (ΠΛΗΜΜΕΛΩΣ διαγνωσθείσας αλλά ΕΥΤΥΧΩΣ ΜΗ ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ εκ μέρους του Υμετέρου Δικαστηρίου) ΜΗ οριστικότητας της … διατάξεως της 25/2014 εκκαλουμένης Αποφάσεως…». Η προϋπόθεση αυτή είναι, όμως, εσφαλμένη, δεδομένου ότι με ρητή διάταξή της περιληφθείσα στο διατακτικό της αλλά και με ειδικές σκέψεις, στο αιτιολογικό της μέρος, διατυπωθείσες με σαφήνεια στα πλαίσια νομικής υπαγωγής, η υπ’ αριθμ. 362/2018 απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο της από 14.3.2014 έφεσης, με τον οποίο προσβλήθηκε για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη και ζητήθηκε η εξαφάνισή της κατά το σκέλος της το παραπεμπτικό σε ιδιαίτερη συζήτηση κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία του αποζημιωτικού αγωγικού αιτήματος και των παρεπομένων του. Με τον τρόπο αυτόν καταργήθηκε η εκκρεμοδικία στο δεύτερο βαθμό, το παρόν Δικαστήριο απεκδύθηκε κάθε εξουσίας να επανέλθει πλέον στην υπόθεση και η κρίση του εκείνη υπόκειται πλέον στον αναιρετικό έλεγχο, στον οποίο και υπό τις προϋποθέσεις του νόμου ο καλών δικαιούται να προσφύγει αν τη θεωρεί εσφαλμένη. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, κρίνεται ότι με την ένδικη κλήση επιχειρείται απαραδέκτως να δημιουργηθεί στάση δίκης, ώστε να αναβιώσει η εκκρεμοδικία επί ζητήματος για το οποίο τα παρόν Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι το απαράδεκτο δεν αίρεται με την επίκληση της θεμελιώδους αρχής της επίκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, προς την οποία το ερευνώμενο αίτημα δεν σχετίζεται. Για την ταχεία περάτωση της επίδικης αντιδικίας ο καλών – ενάγων θα έπρεπε αρχικώς είτε να συμμορφωθεί με την υπόδειξη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και να εισαγάγει με κλήση την αγωγή του, κατά το μη ερευνηθέν μέρος της, σε ιδιαίτερη συζήτηση (και όχι, βέβαια, να ασκήσει νέα αγωγή, όπως στο δικόγραφο της ένδικης κλήσεώς του εσφαλμένα υπολαμβάνει ότι υποχρεώθηκε να πράξει) είτε να ζητήσει τότε την ανάκληση της συναφούς πρωτοβάθμιας κρίσης (με εξαιρετικά, βέβαια, δυσοίωνη πρόγνωση) και στη συνέχεια, αφού επέλεξε την άσκηση εφέσεως κατ’ αυτής, θα έπρεπε να πλήξει την οριστική απόφαση που το Εφετείο εξέδωσε με το προσήκον έκτακτο ένδικο μέσο. Αντ’ αυτού, κατά κατάχρηση των δικονομικών δικαιωμάτων του, υποβάλλει στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αίτημα ανακλήσεως προηγούμενης οριστικής αποφάσεώς του, η παραδοχή του οποίου θα συνιστούσε ευθεία παράβαση του δικονομικού νόμου και θα καθιστούσε άνευ ετέρου την ανακλητική απόφαση αναιρετέα.

  1. IV. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων, για την επιδίκαση των οποίων έχουν υποβάλει αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του καλούντος λόγω της ήττας του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 4.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../5.12.2018 κλήση.

Επιβάλλει σε βάρος του καλούντος τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Αυγούστου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ