Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 499/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 499/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 21.2.2018  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../21.2.2018 και ………/27.2.2018) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 29.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/29.12.2015) αγωγής, και β) η από 20.3.3018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../20.3.2018 και ………../21.3.2018) έφεση της επίσης εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης των εναγομένων της προαναφερθείσας αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 4409/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Από την υπ’αριθμ. ……/13.3.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες της από 21.2.2018  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21.2.2018 και ……../27.2.2018) έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου, και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη της έφεσης αυτής – ανώνυμη εταιρία (άρθρο 498 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με βάση το χρόνο άσκησης της έφεσης αυτής κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα).  Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016), λαμβανομένου υπόψη του ότι οι εφεσίβλητες τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας του άρθρου 74 του ΚΠολΔ, και όχι αναγκαίας ομοδικίας (του άρθρου 76 του ιδίου Κώδικα), με αποτέλεσμα η απολειπόμενη πρώτη εξ αυτών να μη θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τη δεύτερη, που παραστάθηκε.

Η ανωτέρω έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων κατά της υπ’αριθμ.4409/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος των εφεσιβλήτων εταιριών από 29.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../29.12.2015) αγωγή τους, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτούς διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών τους, απορρεουσών από την παροχή εκ μέρους τους εξαρτημένης ναυτικής εργασίας σε πλοίο υπό την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού και του Πλοιάρχου αντίστοιχα, και, αφενός μεν υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ως εφοπλίστρια και κυρία του εν λόγω πλοίου αντίστοιχα, να τους καταβάλουν, η καθεμία ενεχόμενη εις ολόκληρον, τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά, πλέον τόκων από την επομένη της απόλυσης εκάστου, η μεν πρώτη εναγόμενη απεριόριστα, η δε δεύτερη περιορισμένα διά του πλοίου και μέχρι την αξία του, αφετέρου δε υποχρεώθηκε η τελευταία, ως πλοιοκτήτρια πλέον, λόγω της επακολουθήσασας παύσης του εφοπλισμού του πλοίου, να τους καταβάλει τα επίσης διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.2.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../21.2.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 4.10.2017 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 21.2.2018, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 4.10.2017, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), στρεφόμενη κατά των αναφερομένων στο εφετήριο κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης που βλάπτουν  τους εκκαλούντες, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η επίσης ένδικη από 20.3.3018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../20.3.2018 και ……../21.3.2018) έφεση της ωσαύτως εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης της ανωτέρω αγωγής κατά της ιδίας πρωτόδικης απόφασης, έχει και αυτή ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.3.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/20.3.2018), καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται ότι έχει λάβει χώρα εν προκειμένω επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, ούτε άλλωστε τοιαύτη επίδοση προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 4.10.2017 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 20.3.2018, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 4.10.2017, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), στρεφόμενη κατά των αναφερομένων στο εφετήριο κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες με την από 29.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./29.12.2015) αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως παραδεκτά έτρεψαν εν μέρει το αίτημα αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και, επιπροσθέτως, περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους αγωγικά κονδύλια, στα οποία αφορά, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις τους ζήτησαν, αφενός μεν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εκάστη ενεχόμενη εις ολόκληρον, ως εφοπλίστρια και κυρία αντίστοιχα, του επιβατηγού, οχηματαγωγού, ακτοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία «ΑΤ» μέχρι την 11.6.2015, όταν και έπαυσε ο εφοπλισμός του, η μεν πρώτη απεριόριστα, η δε δεύτερη περιορισμένα διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, καθώς και μόνον η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια αυτού έκτοτε, να τους καταβάλουν, λόγω της επιβίβασής τους, ναυτολόγησης από τον πλοίαρχό του και απασχόλησής τους στο εν λόγω πλοίο, ο μεν πρώτος υπό την ειδικότητα του Β΄ Μηχανικού  κατά το χρονικό διάστημα από 3.10.2014 έως 30.6.2015, όταν και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, κατά τα αναγραφόμενα στο ναυτικό του φυλλάδιο «αμοιβαία συναινέσει» του με τον πλοίαρχο, στην πραγματικότητα όμως συνεπεία καταγγελίας της από τον ίδιο εξαιτίας βαρείας παράβασης από τον πλοίαρχο των καθηκόντων του, ειδικότερα συνισταμένης στη μη καταβολή σ’αυτόν επί μακρόν των δεδουλευμένων αποδοχών του, ο δε δεύτερος υπό την ειδικότητα του Πλοιάρχου κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.8.2013 έως 29.9.2014, όταν και απολύθηκε λόγω αδείας, και από 10.11.2014 έως 28.5.2015, οπότε και ο ίδιος κατήγγειλε τη σύμβασή του επίσης για τον προαναφερθέντα λόγο, αντί συμφωνηθέντος «κλειστού» μηνιαίου μισθού, σε εκτέλεση καταρτισθέντων άτυπα μεταξύ αυτών και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης προσυμφώνων σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, και ενώ το πλοίο από τις 13.10.2014 δεν εκτελούσε πλόες, διότι πραγματοποιούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, και ο πρώτος, όπως και άλλα μέλη του πληρώματος, από τις 19.2.2015 και στο εξής και μέχρι τη λήξη της εργασιακής του σχέσης, τελούσε υπό καθεστώς επίσχεσης εργασίας λόγω της καθυστέρησης στην πληρωμή των οφειλομένων αποδοχών του, και, επομένως, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του, εργασθείς, όμως, κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, επί 12 ώρες ώρες καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες, και επί 11 ώρες κάθε ημέρα κατά το χρονικό διάστημα των επισκευών και μέχρι την από πλευράς του δήλωση επίσχεσης, Α) στον μεν πρώτο, και μόνον η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου από τις 12.6.2015 και στο εξής, 1) το ποσό των 2.046,94 ευρώ, που συνιστά το οφειλόμενο υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 30.6.2015, όταν και έληξε η εργασία του, κατά το οποίο είχε προβεί σε δήλωση επίσχεσης εξ αυτής, και 2) το ποσό των 365,47 ευρώ, ως επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 12.6.2015 μέχρι 30.6.2015, οπότε και λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση, και ενώ είχε παύσει ο εφοπλισμός του πλοίου, που εκτελούσε επισκευές, και ο ίδιος τελούσε σε καθεστώς επίσχεσης εργασίας, ενώ αμφότερες οι εναγόμενες εις ολόκληρον (να υποχρεωθούν να του καταβάλουν), 1) το ποσό των 153,58 ευρώ, που του οφείλεται ως αποζημίωση λόγω της μη χορήγησης σ’αυτόν διανυκτερεύσεων σε κάποιο λιμένα για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 3.10.2014 έως 12.10.2014, όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες, 2) το ποσό των 471,44 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο αμοιβής του για την εκ μέρους του παροχή υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 3.10.2014 έως 12.10.2014, καθώς και το ποσό των 4.149,37 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο αυτό κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 13.10.2014, όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, και εκτελούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, έως 18.2.2015, διότι έκτοτε έπαυσε να εργάζεται, όντας σε επίσχεση εργασίας, 3) το ποσό των 215,68 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014 για το χρονικό διάστημα από 3.10.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και το ποσό των 1.520,20 ευρώ, ως επίδομα Χριστουγέννων του ιδίου έτους, που αναλογεί στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα του έτους αυτού, και δη από τις 13.10.2014, όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, έως και 31.12.2014, 4) το ποσό των 923,78 ευρώ ως επίδομα Πάσχα του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 18.2.2015, κατά το οποίο στο πλοίο εκτελούντο εργασίες επισκευής, και το ποσό των 1.346,99 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα του ιδίου έτους, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 19.2.2015 έως 30.4.2015, κατά το οποίο τελούσε σε καθεστώς επίσχεσης εργασίας, 5) το ποσό των 788,68 ευρώ, ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 11.6.2015, κατά το οποίο είχε προβεί σε δήλωση επίσχεσης εργασίας, και 6) το ποσό των 2.880,38 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, Β) στο δε δεύτερο να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες να του καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, με τις προαναφερθείσες διακρίσεις, 1) το ποσό των 7.145,56 ευρώ ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το ως άνω πλοίο των ειδικότερα διαλαμβανομένων δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 9.6.2014 έως 9..9.2014, 2) το ποσό των 1.947,98 ευρώ ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες σ’αυτόν διανυκτερεύσεις για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.1.2014 έως 29.9.2014, 3) το ποσό των 619,99 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο δώρου Πάσχα του έτους 2014, 4) το ποσό των 506,21 ευρώ, ως διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.5.2014 έως 29.9.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες, και το ποσό των 874,83 ευρώ ως διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της εργασίας του από 10.11.2014 έως 31.12.2014, κατά το οποίο στο πλοίο πραγματοποιούντο εργασίες επισκευής, 5) το ποσό των 3.361,19 ευρώ ως δώρο Πάσχα του έτους 2015, 6) το ποσό των 783,99 ευρώ, ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.5.2015 έως 28.5.2015, και 7) το ποσό των 4.225,46 ευρώ, που του οφείλεται ως αποζημίωση απόλυσης, του καταψηφιστικού σκέλους του αγωγικού αιτήματος ανερχομένου στο συνολικό ποσό των 14.862,51 ευρώ και στο ποσό των 19.465,21 ευρώ για τον καθέναν τους αντίστοιχα, αφετέρου δε ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον, με τις διακρίσεις, που έχουν ήδη αναφερθεί, στο μεν πρώτο 1) το ποσό των 1.251,79 ευρώ, που του οφείλεται ως συμφωνηθείσες δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 3.10.2014 έως 12.10.2014, όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες και το ποσό των 15.352,50 ευρώ, που δικαιούται να λάβει για την ίδια αιτία, και αναλογεί στο χρονικό διάστημα της εργασίας του από 13.10.2014 έως 18.2.2015, όταν στο πλοίο πραγματοποιούντο εργασίες επισκευής, και 2) το ποσό των 14.731,65 ευρώ, ως οφειλόμενο υπόλοιπο των αποδοχών, που δικαιούται να λάβει για το χρονικό διάστημα από 19.2.2015 έως 11.6.2015, κατά το οποίο τελούσε υπό καθεστώς επίσχεσης εργασίας, στο δε δεύτερο 1) το ποσό των 7.206,69 ευρώ, το οποίο του οφείλεται ως συμφωνηθείσες δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.9.2014 έως 29.9.2014, όταν το πλοίο ακόμη εκτελούσε πλόες, και το ποσό των 33.011,46 ευρώ, που αποτελεί το οφειλόμενο υπόλοιπο των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 10.11.2014 έως 28.5.2015, και ενώ το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγιά του και εκτελούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, και 2) το ποσό των 7.357,24 ευρώ ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο των ειδικότερα εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 5.1.2014 έως 6.3.2014, καθώς και το ποσό των 5.272,33 ευρώ, που του οφείλεται για την ίδια αιτία, και αφορά στα διαλαμβανόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, που πραγματοποιήθηκαν κατά τα χρονικά διαστήματα της εργασίας του από 18.4.2014 έως 9.6.2014 και από 9.6.2014 έως 9.9.2014, του αναγνωριστικού σκέλους του αγωγικού αιτήματος ανερχομένου στο συνολικό ποσό των 32.335,94 ευρώ και στο ποσό των 52.847,72 ευρώ για τον καθέναν τους αντίστοιχα, όπως έκαστο των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων αναλυτικά παρατίθεται στο δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα, που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα της απόλυσής τους, στις 30.6.2015 για τον πρώτο και στις 29.9.2014 και 28.5.2015 για το δεύτερο αντίστοιχα, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κυρίως μεν με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις τους ναυτολόγησης, άλλως επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρότητας εν όλω ή εν μέρει των συμβάσεών τους αυτών, με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η υπ’αριθμ. 4409/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες να καταβάλουν στους ενάγοντες, εις ολόκληρον, η δεύτερη περιορισμένα ως κυρία του πλοίου, διά του πλοίου αυτού και μέχρι την αξία του, τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά,  πλέον τόκων, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα από 1.7.2015, ενώ όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα από 29.6.2015 μέχρι την εξόφληση, καθώς και υποχρεώθηκε η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια πλέον του πλοίου, μετά την παύση του εφοπολισμού του, να καταβάλει στους ενάγοντες τα επίσης διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση απόλυσής τους, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται  οι ενάγοντες και η δεύτερη εναγόμενη, που δικάσθηκαν κατ’αντιμωλίαν, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, έχοντας έννομο συμφέρον ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, πλήττοντας αυτήν ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια, που τους βλάπτουν, και αναφέρονται στο δικόγραφο εκάστης. Ειδικότερα: 1) Οι ενάγοντες με την ένδικη από 21.2.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/21.2.2018 και ……../27.2.2018) έφεσή τους προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση, για τους λόγους, που εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί των ειδικότερα διαλαμβανομένων στο εφετήριο κονδυλίων της αγωγής τους (αμοιβή υπερωριακής εργασίας του πρώτου εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως 18.2.2015, κατά το οποίο στο πλοίο πραγματοποιούντο εργασίες επισκευής, αποδοχές του πρώτου κατά το διάστημα της επίσχεσης εργασίας του, αποζημίωση δευτέρου για τη μη χορήγηση διανυκτερεύσεων, αμοιβή δευτέρου για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, επιδόματα εορτών και αποζημίωση απόλυσης, αμφοτέρων), τα οποία είτε απορρίφθηκαν, είτε έγιναν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, καθώς και ως προς την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της τοκοφορίας των ποσών, που τους επιδικάσθηκαν, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής τους και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανακριθεί εξαρχής η αγωγή τους, να γίνει ακολούθως δεκτή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη. 2) Η δεύτερη εναγόμενη με την επίσης κρινόμενη από 20.3.3018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../20.3.2018 και ………./21.3.2018) έφεσή της παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, για τους λόγους, που αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου ξεχωριστά για τον κάθε ενάγοντα, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τα διαλαμβανόμενα στο εφετήριο αγωγικά κονδύλια (ειδικότερα όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα πλήττονται τα κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών του κατά το διάστημα των επισκευών του πλοίου και της επίσχεσης εργασίας του, της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας κατά το διάστημα από 3.10.2014 έως 13.10.2014, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και των επιδομάτων εορτών των ετών 2014 και 2015, ενώ όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα τα κονδύλια των αποδοχών του κατά το διάστημα  της εργασίας του από 10.11.2014 έως 28.5.2015, κατά το οποίο στο πλοίο πραγματοποιούντο επισκευές, των δώρων εορτών των ετών 2014 και 2015, και της αποζημίωσης απόλυσης), καθώς και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί του κονδυλίου της αμοιβής του δευτέρου ενάγοντος για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ως Πλοίαρχος, δρομολογίων εξπρές, το οποίο (προσβαλλόμενο κονδύλιο) με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο, ενώ, όπως ισχυρίζεται, θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως αόριστο, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανακριθεί εξαρχής η αγωγή, ν’απορριφθεί στη συνέχεια στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 της από 6.6.2013 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, υπογράφηκε στις 6.6.2013, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), καθώς και της αμέσως επόμενης του έτους 2014, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, υπογράφηκε στις 8.8.2014, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2011) ρύθμιζε τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων αυτών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 26.8.2013 έως 24.6.2014 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη κατά σειράν (του έτους 2014) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα μετά την 24η.6.2014, αμφότερες οι οποίες ισχύουν εν προκειμένω, η εξ αυτών του έτους 2013 αναφορικά με τις αποδοχές του δεύτερου ενάγοντος, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 14.8.2013 έως 24.6.2014, και η δεύτερη με αυτές, που ανάγονται στο μεταγενέστερο επίδικο χρονικό διάστημα από 25.6.2014 έως 28.5.2015, συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ 371/2016, ΕφΠειρ 53/2013, ΕφΠειρ 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ώρες αντίστοιχα (βλ. ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 200/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011.97). Επομένως, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ.7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από της άφιξης στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β).  Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ’αυτές πρόσθετη αμοιβή, ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή, που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή) προκύπτει και από την αναφερόμενο στην παράγραφο 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού. δηλαδή από την αναχώρηση έως την επιστροφή του. Άλλωστε αν το πλοίο έπρεπε να παραμείνει συνολικά 12 ώρες ημερησίως στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού (6 + 6), τότε δε θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ.α΄του άρθρου (7), αφού κανένα κυκλικό καθημερινό ταξίδι δεν θα είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών (12 ώρες παραμονή στα λιμάνια + 12 ώρες ταξίδι = 24 ώρες). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ.2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7…) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δε γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Εξάλλου, τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του (ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, άλλως, η αγωγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται αυτεπάγγελτα ελλείψει προδικασίας (ΑΠ 53/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να είναι η αγωγή, δια της οποίας διώκεται η επιδίκαση αμοιβής του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος βάσει συλλογικής σύμβασης λόγω εκτέλεσης δρομολογίων «εξπρές» υπό την έννοια της αναχώρησης του πλοίου προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου, ορισμένη, είναι η δρομολογιακή γραμμή, προς εξυπηρέτηση της οποίας καθορίσθηκαν τα εν λόγω δρομολόγια, ο αριθμός των δρομολογίων της εβδομάδας, ο απόπλους του πλοίου από του αφετηρίου ή του λιμένα όπου καταπλέει προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου, η μη συμπλήρωση κατά την διάρκεια ενός πλήρους ταξιδιού συνεχούς παραμονής έξι ωρών εντός ενός των εν λόγω λιμένων, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και, προκειμένου περί πλοίου τοπικών γραμμών, η εκτέλεση δρομολογίων κατά τις νυκτερινές ώρες ή η επέκταση των δρομολογίων κατά τις ώρες αυτές (ΕφΠειρ 237/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ716/2011 ΕΝαυτΔ 2012. 107). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ.1, 224, 335, και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη, ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 1859/2011, ΑΠ 389/2010, 391/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Τέλος, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 216 παρ.1 α και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής (ΕφΘεσ 323/2017 Αρμ.2017.248). Εξάλλου, με την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ ορίζεται “Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους”, ενώ σύμφωνα με εκείνη του άρθρου 525 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα “είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως” και τέλος με εκείνη του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δε μπορεί να μεταβάλει την βάση της αγωγής. Δε μπορεί επίσης να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός που στηρίζει τη βάση της αγωγής απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στον δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή σε καταλυτικούς του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, που μπορούν να προταθούν, μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υπόθεσης συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ.2 και 527 του ΚΠολΔ και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλουν την βάση της αγωγής. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ συνάγεται περαιτέρω ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής ως άνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος ενάγων με την αγωγή του, ζήτησε να του επιδικασθεί πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, δρομολογίων εξπρές κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα χρονικά διαστήματα (υπ’αριθμ.Β2 κονδύλιο του δικογράφου). Ειδικότερα ο ανωτέρω ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής του ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο αρχικά παραθέτει στο δικόγραφο αυτής αναλυτικά τα δρομολόγια, που εκτελούσε κάθε εβδομάδα το πλοίο, και εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, κατά τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή επιμέρους χρονικές περιόδους του διαστήματος από 5.1.2014 έως και 29.9.2014, στο οποίο αφορά το κονδύλιο αυτό, και, επιπροσθέτως, για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής, που διεκδικεί, λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, αναφέρει τις συνολικές ώρες πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα της Σύρου, δηλαδή πριν να συμπληρωθούν 6 ώρες από τον κατάπλου του εκεί, ανά εβδομάδα των χρονικών αυτών περιόδων, και ακολούθως διαιρεί το άθροισμα διά του αριθμού 8, επικαλούμενος ότι το προκύπτον πηλίκο της διαίρεσης αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία ζητά να του καταβληθεί τέτοια αμοιβή, την οποία, για το καθένα εξ αυτών, προσδιορίζει στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, με την περαιτέρω μνεία ότι η διάρκεια εκάστου κυκλικού ταξιδιού του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των 12 ωρών, σύμφωνα με την προηγηθείσα παράθεση των δρομολογίων του. Ενδεικτικά όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 5.1.2014 έως 6.3.2014 (8,99 εβδομάδες), αναφέρει στην αγωγή ότι α) κάθε Πέμπτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 7.00 και αναχωρούσε στις 7.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, και ακολούθως ότι κατέπλεε για δεύτερη φορά εντός της αυτής ημέρας στον ίδιο λιμένα στις 18.00 και απέπλεε στις 18.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, β) κάθε Παρασκευή κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 12.30 και αναχωρούσε στις 13.00, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, γ) κάθε Σάββατο κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 16.00 και αναχωρούσε στις 16.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες και δ) κάθε Κυριακή κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 12.00 και απέπλεε στις 12.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, ότι συνολικά εβδομαδιαίως οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου ανέρχονται σε 27,5 και το πηλίκο της διαίρεσής τους με το 8 (ανέρχεται) σε 3,437 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία υπολογίζει την πρόσθετη αμοιβή, που δικαιούται σε 7.357,24 ευρώ, προσδιορίζοντας τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του στο ποσό των 7.143,27 ευρώ (7.143,27 ευρώ: 30 Χ 3,437 δρομολόγια Χ 8,99 εβδομάδες). Κατά τον ίδιο τρόπο υπολογίζει την αμοιβή, που διεκδικεί, για την εκτέλεση από το ανωτέρω πλοίο δρομολογίων εξπρές, και για τις επόμενες μερικότερες χρονικές περιόδους του επίδικου χρονικού διαστήματος, μέχρι και τις 29.9.2014, δηλαδή αθροίζοντας τις αναφερόμενες ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα της Σύρου ανά εβδομάδα και διαιρώντας το άθροισμα με τον αριθμό 8, επικαλούμενος  ότι το πηλίκο της διαίρεσης αυτής αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, που πραγματοποιούσε το πλοίο εβδομαδιαίως, δι’έκαστο των οποίων δικαιούται το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως τις προσδιορίζει ανά χρονική περίοδο, εφόσον, όπως ισχυρίζεται, η διάρκεια κάθε πλήρους (κυκλικού) ταξιδιού του πλοίου υπερέβαινε τις 12 ώρες, με αποτέλεσμα το γινόμενο του πολλαπλασιασμού της αμοιβής του για τα δρομολόγια αυτού του είδους εκάστης εβδομάδας επί του αριθμού των εβδομάδων κάθε χρονικής περιόδου εκ των διαλαμβανομένων στο δικόγραφο να συνιστά το σύνολο της αμοιβής, την οποία δικαιούται για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο για την αιτία αυτή. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, η αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο είναι αόριστη, και, συνεπώς, απορριπτέα εκ του λόγου αυτού, καθόσον δεν περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της. Και τούτο διότι ο δεύτερος ενάγων για τη θεμελίωση του εν λόγω αιτήματός του, προκειμένου να υπολογίσει τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, που εκτελούσε το ανωτέρω πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, και, συνακόλουθα, την πρόσθετη αμοιβή, που δικαιούται να του καταβληθεί, ισχυρίζεται ότι το πλοίο αναχωρούσε πρόωρα από το λιμένα της Σύρου, δηλαδή πριν συμπληρώσει τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου του σ’αυτόν, χωρίς, όμως, να αναφέρει επιπροσθέτως, ως έδει, τις ώρες κατάπλου του πλοίου στους διάφορους λιμένες προορισμού των δρομολογίων του, τα οποία εναλλάσονταν εντός της εβδομάδας, αλλά και απόπλου του στη συνέχεια απ’αυτούς, ώστε να συνάγεται ο χρόνος της παραμονής του πλοίου εκεί, ει μη μόνον την ώρα της επιστροφής του στη Σύρο την ίδια ημέρα μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του, με αποτέλεσμα ο έλεγχος από το Δικαστήριο της συμπλήρωσης ή μη κατά τη διάρκεια εκάστου δρομολογίου του πλοίου έξι (6) ωρών συνεχούς παραμονής του στους λιμένες προορισμού να καθίσταται εκ των πραγμάτων ανέφικτος, καθώς, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις προαναφερθείσες ΣΣΝΕ και ήδη παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ως δρομολόγια εξπρές, για τα οποία  καταβάλλεται η καθοριζόμενη από τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 33 των ανωτέρω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή) αποπλέει, είτε από το λιμάνι αφετηρίας, είτε, όμως, και από το λιμάνι προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ.3 του ιδίου άρθρου των εν λόγω ΣΣΝΕ), οπότε στη δεύτερη περίπτωση δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 ώρες από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό. Πολλώ δε μάλλον που στην κρινόμενη περίπτωση ο ενάγων με την αγωγή του ζητά να του καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή, αθροίζοντας τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα της Σύρου εβδομαδιαίως, δηλαδή τις υπολειπόμενες του εξαώρου παραμονής του εκεί, με βάση τις οποίες υπολογίζει (διαιρώντας το άθροισμα με τον αριθμό 8) τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, εκτελούσε κάθε εβδομάδα το εν λόγω πλοίο, και για τα οποία αξιώνει αμοιβή, χωρίς, όμως να προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενο της αγωγής του ότι η Σύρος ήταν το λιμάνι αφετηρίας των δρομολογίων του ή ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης του πλοίου. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η αγωγή και ως προς το κονδύλιο αυτό είναι ορισμένη, απορρίπτοντας σιγή τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της δεύτερης εναγομένης, που προβλήθηκαν με τις προτάσεις της, και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει το κονδύλιο αυτό και ως κατ’ουσίαν βάσιμο, εσφαλμένα τις προαναφερθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. Κατόπιν της παραδοχής αυτής παρέλκει ως άνευ αντικειμένου η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο ο δεύτερος εξ αυτών πλήττει την εκκαλουμένη ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, που έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτως ώστε η αγωγή του, ως προς το κονδύλιο αυτό, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή. Τέλος, πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο ανωτέρω ενάγων, το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής του, στον προαναφερθέντα πέμπτο λόγο αυτής, παραθέτοντας αναλυτικά, όπως και στο δικόγραφο της αγωγής, τα δρομολόγια, που εκτελούσε το πλοίο κάθε ημέρα της εβδομάδας, με βάση, όπως ισχυρίζεται, τις καταγραφές του ημερολογίου γέφυρας, αντίγραφο του οποίου επικαλείται και προσκομίζει, ζητά να του καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, καθώς, όπως ισχυρίζεται, το εν λόγω πλοίο, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από 5.1.2014 έως 29.9.2014, κατά το οποίο το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες, και ο ίδιος είχε ναυτολογηθεί και εργάσθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, και συγκεκριμένα εκτελούσε ενδοκυκλαδικά δρομολόγια με λιμάνι αφετηρίας τη Σύρο. Ειδικότερα επικαλείται ότι το ανωτέρω πλοίο είχε κάθε ημέρα της εβδομάδας τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, και δη από το λιμάνι της Σύρου, δηλαδή εκτελούσε περισσότερα από πέντε (5), και δη επτά (7), κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών ενδοκυκλαδικών συγκοινωνιών, διαρκείας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών, με αποτέλεσμα να δικαιούται της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 παρ.7 των ΣΣΝΕ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, για τα επιπλέον των πέντε (5) καθημερινών δρομολογίων την εβδομάδα, ήτοι για δύο (2),  σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, ανερχομένης (της αμοιβής) για το καθένα εξ αυτών στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Επομένως, το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής του απαραδέκτως αξιώνει πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, δρομολογίων εξπρές, όχι διότι, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, το εν λόγω πλοίο, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απέπλεε κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή του ημέρες της εβδομάδας από το λιμένα της Σύρου πρόωρα, δηλαδή προ της συμπλήρωσης έξι (6) τουλάχιστον ωρών από τον κατάπλου του εκεί, επικαλούμενος ειδικότερα ότι το πηλίκο της διαίρεσης του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχώρησής του ανά εβδομάδα διά του αριθμού οκτώ (8) αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, για τα οποία δικαιούται τέτοιας αμοιβής, δηλαδή τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 των εν προκειμένω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, ως εάν το πλοίο αυτό εκτελούσε πέντε (5) ή λιγότερα των πέντε (5) τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα, αλλά διότι το πλοίο αυτό, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, είχε κάθε ημέρα της εβδομάδας τακτικές αναχωρήσεις από το λιμένα της Σύρου, ως λιμένα αφετηρίας του, και δη επτά την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να δικαιούται της αμοιβής αυτής για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, δηλαδή για τα δύο, που χαρακτηρίζονται ως δρομολόγια εξπρές, είτε παρέμεινε στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού επί έξι ώρες, είτε όχι, κατ’επίκληση δηλαδή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, χωρίς μάλιστα να υπολογίζει εκ νέου το ποσό της αμοιβής, που ζητά να του καταβληθεί με βάση αυτόν τον τρόπο προσδιορισμού του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, το οποίο σαφώς διαφοροποιείται του αναφερομένου στην αγωγή. Και τούτο διότι πρόκειται περί δικονομικά ανεπίτρεπτης μεταβολής από τον ανωτέρω ενάγοντα της ιστορικής βάσης της αγωγής του με το δικόγραφο της έφεσής του, εφόσον, ως εκκαλών, επικαλείται άλλα γεγονότα για την κατά νόμο θεμελίωση του συγκεκριμένου αιτήματος, διαφορετικά αυτών, που περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο, με την προσθήκη στο εφετήριο πραγματικών περιστατικών, με τα οποία αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής του με άλλη, καθώς ισχυρισμός, που στηρίζει τη βάση της αγωγής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με την έφεση αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση, και δεν αφορούν σε πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλουν την βάση της αγωγής, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 39, 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης μέλους πληρώματος καταρτίζεται με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη του πλοίου ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, αφορά δε την εργασία του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο. Για να συντελεσθεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται, επιπλέον, η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο και η ανάληψη των καθηκόντων του. Αν η σύμβαση δεν καταχωρηθεί στο ναυτολόγιο είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάσθηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν απ’ αυτή, μεταξύ του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, κατά την οποία συμφωνείται να επιβιβαστεί αυτός στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα και δεν απαιτείται γι’αυτή η τήρηση τύπου (βλ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 27.278, ΕφΠειρ 619/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝ 2002. 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος,  σελ. 297-299). Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314,ΜονΕφΠειρ 50/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Περαιτέρω με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21 /1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ.Α. 182), ορίζεται ότι “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’όσον ήθελον κυρωθή δι αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του (ΜονΕφΠειρ 285/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008,275, ΕφΠειρ.1132/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005,425, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝΔ 1991 226, ΕφΠειρ 844/1994 ΝομΝαυτΤμΕφ-Πειρ 1994-1995 451).  Κατά το κρίσιμο (αγωγικό) χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 1η.1.2014 έως και την 30η.6.2015, στο οποίο ανάγονται οι απαιτήσεις των εναγόντων, τις πάσης φύσης αποδοχές  των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων ρύθμιζε αρχικά η Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2013, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, υπογράφηκε στις 6.6.2013, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 26.8.2013 (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), και στη συνέχεια η αμέσως επόμενη του έτους 2014, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, υπογράφηκε στις 8.4.2014, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2013) ρύθμιζε τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων αυτών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τις 26.8.2013 μέχρι και τις 23.6.2014 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη (του έτους 2014) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα σε σχέση με το επίδικο χρονικό διάστημα από 24.6.2014 έως 30.6.2015 (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΔ 1988/1128 = ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/429), αμφότερες δε αυτές δε διαφέρουν ως προς τις ρυθμίσεις τους, καθώς η επόμενη κατά σειρά Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016 υπογράφηκε στις 16.6.2016,  και κυρώθηκε με τη με αριθμό 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.9.2016 (ΦΕΚ Β΄2796/5.9.2016), οπότε και άρχισε να ισχύει. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, η ισχύς των Σ.Σ.Ν.Ε. για τους τρίτους, αρχίζει  απ’τη δημοσίευση στο ΦΕΚ των Υπουργικών Αποφάσεων, που τις κυρώνουν έστω και εάν σ’αυτές καθορίζεται προγενέστερος χρόνος έναρξης της ισχύος τους (ΜονΕφΠειρ 371/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Σημειωτέον ότι στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014) αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1η.1.2013 και την 1η.1.2014 αντίστοιχα, όμως, ανεξαρτήτως του εάν οι διάδικοι είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψή τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικά, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των προαναφερθεισών Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.), που τις κύρωσαν (γιατί οι ανωτέρω κανονιστικές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δε μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω έλλειψης σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, βλ. ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895). Ειδικότερα, ενόψει του ότι με τη Σ.Σ.Ν.Ε. παράγονται όχι μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις ενοχικού χαρακτήρα (που αναφέρονται στις σχέσεις των ίδιων των συμβαλλόμενων οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών), αλλά, κατά συνταγματική εξουσιοδότηση (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται κανόνες που εφαρμόζονται αναγκαστικά και άμεσα στις σχέσεις τρίτων μη συμβαλλομένων προσώπων (δηλαδή ρυθμίζουν τις ατομικές εργασιακές σχέσεις), δεν μπορεί να έχουν αυτές (Σ.Σ.Ν.Ε.) αναδρομική ισχύ, γιατί, ο κανόνας δικαίου ισχύει για το μέλλον και μόνον ειδική διάταξη νόμου μπορεί να παράσχει στα συμβληθέντα μέρη την εξουσία της αναδρομικής ρύθμισης, όμως, όπως προεκτέθηκε, τέτοια νομοθετική διάταξη δεν υφίσταται, κατά συνέπεια τέτοιος όρος στις Σ.Σ.Ν.Ε. (περί αναδρομικής ισχύος) δεν τυγχάνει εφαρμογής (πρβλ. ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000 967 και βλ. Α. Καρδαρά ΔΕΕ 2008 σελ. 447). Εξάλλου, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ.2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕργΔ 51.1092, ΑΠ 48/1988 ΕΕργΔ 48.315, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων ……….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, κατόπιν απομαγνητοφώνησης, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εναγόμενη υπ’αριθμ………../28.9.2015 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Σε εκτέλεση προσυμφώνου σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα μεταξύ του πρώτου ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου ….. ναυτικού φυλλαδίου, στις 3.10.2014, στον Πειραιά, και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, η οποία κατά το χρόνο εκείνο ασκούσε την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση, ως εφοπλίστρια, του, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού – οχηματαγωγού – ακτοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία «ΑΤ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, ολικής χωρητικότητας 3.934,18 κόρων,  κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, ο πρώτος ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο και ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχό του με την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού. Η εν λόγω σύμβαση ναυτικής εργασίας λύθηκε στις 30.6.2015, όταν και ο ανωτέρω ενάγων, ναυτολογημένος στο πλοίο αυτό συνεχώς έως τότε, απολύθηκε στο Κερατσίνι Αττικής «αμοιβαία συναινέσει» του με τον πλοίαρχο, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Αποδείχθηκε επίσης ότι σε εκτέλεση προσυμφώνου σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε ωσαύτως άτυπα μεταξύ του δεύτερου ενάγοντος, ο οποίος και αυτός τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου ….. ναυτικού φυλλαδίου, στις 14.8.2013, στη Σύρο, και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, υπό την ιδιότητα της εφοπλίστριας του ανωτέρω πλοίου, ο δεύτερος ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν σ’αυτό και ναυτολογήθηκε  με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, απασχολήθηκε δε έκτοτε συνεχώς μέχρι και τις 14.2.2014, όταν και απολύθηκε στο λιμένα του Λαυρίου λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου του πλοίου και μεταφοράς του σε νέο, για να επαναυτολογηθεί αυθημερόν με την ως άνω ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και εργάσθηκε μέχρι και τις 13.8.2014, οπότε και απολύθηκε για τον ίδιο λόγο. Επακολούθησε την ίδια ημέρα (στις 13.8.2014) νέα ναυτολόγησή του με την αυτή ειδικότητα στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε συνεχώς μέχρι και τις 29.9.2014,  όταν και απολύθηκε στο Λιμένα του Λαυρίου λόγω “αδείας”.  Τέλος στις 10.11.2014 επαναυτολογήθηκε στο Λαύριο στο ίδιο πλοίο με την εν λόγω ειδικότητα, και εργάσθηκε έκτοτε σ’αυτό μέχρι και τις 28.5.2015, όταν και απολύθηκε στο λιμάνι του Κερατσινίου κατόπιν καταγγελίας εκ μέρους του της σύμβασης εργασίας του λόγω μη καταβολής οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο, με αποτέλεσμα τη λήξη της εργασιακής του σχέσης. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων των εναγόντων στο ανωτέρω πλοίο, η οποία προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα προσκομιζόμενα αντίγραφα των ναυτικών τους φυλλαδίων, δεν αμφισβητήθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκαν οι ενάγοντες, πραγματοποιούσε ταξίδια σε εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, και συγκεκριμένα εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια, σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, που εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, συνήθως επτά εβδομαδιαίως, με λιμένα αφετηρίας κυρίως τη Σύρο, αλλά και τη Μήλο, την Άνδρο, και το Λαύριο, και με προορισμό διάφορους λιμένες νήσων των Κυκλάδων και το Λαύριο, με πολλές ενδιάμεσες στάσεις σε κάθε δρομολόγιο, μέχρι και τις 13.10.2014, οπότε και διέκοψε τους πλόες του, διότι επιβλήθηκε σ’αυτό απαγόρευση απόπλου, λόγω βλάβης στην αριστερή κύρια μηχανή του, και κατέπλευσε στο Λαύριο, εν αναμονή  έναρξης εκτέλεσης εργασιών επισκευής, μέχρι και τις 20.11.2014, όταν και απέπλευσε με προορισμό το Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου κατέπλευσε αυθημερόν και πρυμνοδέτησε, εξακολουθούσε δε να βρίσκεται ακινητοποιημένο στο συγκεκριμένο σημείο μέχρι και της λήξης των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων. Στις 19.2.2015 ο πρώτος ενάγων, καθώς και άλλα μέλη του πληρώματος του πλοίου, και ενώ αυτό παρέμενε πρυμνοδετημένο στην αυτή θέση στη Δραπετσώνα, άσκησαν δικαίωμα επίσχεσης εργασίας με δήλωσή τους προς την εργοδότριά τους, και εφοπλίστρια τότε του πλοίου/πρώτη εναγόμενη, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση ληξιπροθέσμων αξιώσεών τους σε βάρος της, και δη την πληρωμή δεδουλευμένων αποδοχών τους από τις συμβάσεις ναυτολόγησής τους, όσον αφορά τον προαναφερθέντα ενάγοντα αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από 3.10.2014 έως 18.2.2015, και έκτοτε έπαυσαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με αποτέλεσμα την περιέλευση της πρώτης εναγομένης σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την καταβολή των από πλευράς της οφειλομένων στους ναυτικούς χρηματικών ποσών, που διήρκεσε μέχρι και τις 11.6.2016, οπότε και έληξε ο εφοπλισμός του πλοίου, και η εκμετάλλευση αυτού επανήλθε στη δεύτερη εναγόμενη μέχρι τότε κυρία του πλοίου, η οποία, ως πλοιοκτήτρια πλέον, κατέστη αυτή στο εξής υπερήμερη εργοδότρια του ανωτέρω ενάγοντος, μέχρι και τις 30.6.2015, όταν και έληξε η σύμβαση εργασίας του, και ενώ ακόμη και κατά το χρόνο εκείνο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά εξακολουθούσε να βρίσκεται ακινητοποιημένο στην ίδια θέση στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τη κατάρτιση των αρχικών συμβάσεων ναυτολόγησης των εναγόντων συμφωνήθηκε, επίσης προφορικά, με τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, ότι οι αποδοχές τους και οι λοιποί όροι της εργασίας τους θα καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας των μελών των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, που αφορούν την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού, και του Πλοιάρχου αντίστοιχα, με την οποία προσλήφθηκαν, ενώ η ίδια συμφωνία επαναλήφθηκε και στις επόμενες, επίσης προφορικές, ναυτολογήσεις τους, όπως αναγράφηκε κάθε φορά και στο ναυτικό τους φυλλάδιο και έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, παραδοχή που δεν προσβάλλεται από τους ασκήσαντες εφέσεις διαδίκους, και κυρίως από τους ενάγοντες, που με την αγωγή τους επικαλέσθηκαν συμφωνία τους με την πρώτη εναγόμενη περί “κλειστού” μηνιαίου μισθού. Συμφωνήθηκε, όμως, να τους καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά ως “κλειστή” αμοιβή για υπερωριακή τους απασχόληση καθημερινές και Κυριακές, καθώς και Σάββατα και αργίες, όπερ, άλλωστε, ουσιαστικά συνομολογήθηκε και από τη δεύτερη εναγόμενη στον πρώτο βαθμό κατά την αναφορά στις κατετεθείσες προτάσεις της στο ύψος των μηνιαίων αποδοχών τους, στις οποίες περιλαμβάνονται τέτοια ποσά, και έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τους εκκαλούντες με τις εφέσεις τους, την οποία (ανωτέρω πάγια αμοιβή των υπερωριών) βέβαια, θα εδικαιούντο, κατά την προφορική συμφωνία τους, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον πράγματι απασχολούντο υπερωριακά στο πλοίο και όχι σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως παροχής τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι, ναι μεν η μη πρόβλεψη ιδιαίτερης αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του Πλοιάρχου στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. αντισταθμίζεται από τις κατά πολύ υπέρτερες τακτικές αποδοχές αυτού, που προβλέπονται σ’αυτές, σε σχέση με εκείνες, που προβλέπονται για το υπόλοιπο πλήρωμα, οι οποίες και δικαιολογούνται λόγω της θέσης αυξημένης ευθύνης που κατέχει, ως κυβερνήτης και διοικητής του πλοίου, και του εξ αυτής μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ημερήσιας απασχόλησής του, πλην όμως είναι δυνατή η σύναψη σχετικής συμφωνίας, η οποία να ρυθμίζει το θέμα αυτό, η οποία είναι νόμιμη κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων τόσο στο ενοχικό, όσο και στο εργατικό δίκαιο, δυνάμει της οποίας οι συμβαλλόμενοι έχουν την ευχέρεια προς κατάρτιση οποιασδήποτε σύμβασης με οποιαδήποτε μορφή και περιεχόμενο, αρκεί τούτο να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Και τούτο διότι οι κανονιστικοί όροι των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. που δεν προβλέπουν καταβολή ιδιαίτερης αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του Πλοιάρχου, δεν αποκλείουν την κατάρτιση ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας με ευνοϊκότερους όρους, που προβλέπει την καταβολή τέτοιας αμοιβής, η οποία υπερισχύει των δυσμενέστερων ρυθμίσεων των Σ.Σ.Ν.Ε. Το συμφωνηθέν αυτό πάγιο ποσό αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση ανερχόταν μηνιαίως, για μεν τον πρώτο ενάγοντα σε 234 ευρώ για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, και σε 578,63 ευρώ για την απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που στο σύνολό της θεωρείται υπερωριακή, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, για δε το δεύτερο ενάγοντα σε 1.055,29 ευρώ για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, και σε 1.103,86 ευρώ για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο ανάγονται οι απαιτήσεις των εναγόντων, την ικανοποίηση των οποίων επιδιώκουν με την άσκηση της αγωγής τους (από 1.1.2014 έως 30.6.2015), οι αποδοχές τους ρυθμίζονταν αρχικά από τη Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων του έτους 2013 της ειδικότητας του Β΄Μηχανικού και του Πλοιάρχου αντίστοιχα, και στη συνέχεια από την αμέσως επόμενη κατά χρονολογική σειρά Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014, οι οποίες ουδόλως διαφοροποιούνται από πλευράς ρυθμίσεων, αλλά ταυτίζονται απόλυτα, και εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2013) τυγχάνει εφαρμοστέα για τις αποδοχές τους, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα μέχρι και τις 23.6.2014 (διότι στις 24.6.2014 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη (του έτους 2014) για τις αποδοχές τους, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από 24.6.2014 έως του χρόνου λύσης της εργασιακής σύμβασης αμφοτέρων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων για το χρονικό διάστημα παροχής της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο υπό την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού από 3.10.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο αυτό ακόμη εκτελούσε πλόες, δικαιούται το ποσό των 1.248,37 ευρώ, ως οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του, ενώ ο δεύτερος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1.9.2014 έως 29.9.2014, κατά το οποίο επίσης εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, και για την αυτή αιτία, δικαιούται να λάβει το ποσό των 7.206,69 ευρώ, έναντι του οποίου έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 300 ευρώ και το ποσό των 3.131,37 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 3.778,32 ευρώ, των συμφωνηθεισών κατά τη ναυτολόγηση ενός εκάστου χρηματικών ποσών ως «κλειστή» αμοιβή τους για την υπερωριακή τους απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, και για την εργασία τους κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά τα προεκτεθέντα, συνυπολογιζομένων για τον καθορισμό των μηνιαίων αποδοχών τους, και, συνακόλουθα, για τον προσδιορισμό των ανωτέρω οφειλομένων σ’αυτούς ποσών, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή επί των συγκεκριμένων αγωγικών κονδυλίων να πλήττεται από τους εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, είχε επιφορτισθεί, ως αξιωματικός μηχανής, τελώντας υπό την ανωτέρα και άμεση εποπτεία του Α΄Μηχανικού, με τη συντήρηση και την καλή λειτουργία των μηχανημάτων πρόωσης και των λεβήτων και όλων των μηχανικών εγκαταστάσεων του πλοίου και των οργάνων, εργαλείων, τεμαχίων, και αμοιβών αυτών, καθώς και με τη συντήρηση και την καλή λειτουργία των ηλεκτρικών μηχανημάτων, και όλων εν γένει των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, και του ηλεκτρικού δικτύου του πλοίου, και των οργάνων, εργαλείων, τεμαχίων και αμοιβών αυτών, με τα παντοειδούς φύσης υλικά μηχανής, και την μετά πάσης δυνατής οικονομίας διάθεση αυτών, αλλά και με την τάξη και την καθαριότητα στα διαμερίσματα της μηχανής, ενώ, επιπροσθέτως, συμμετείχε σε εργασίες επισκευής μηχανικής φύσης, που εκτελούντο εν πλω υπό τις οδηγίες του Α΄Μηχανικού, όποτε παρίστατο ανάγκη και υπήρχε τεχνικά η δυνατότητα τέτοιας επισκευής με τα μέσα και το προσωπικό, που διέθετε το πλοίο, ενώ ο δεύτερος ενάγων ως Πλοίαρχος, διαρκούσης της ναυτολόγησής του, κυβερνούσε και διοικούσε το πλοίο, όπως τα καθήκοντα αμφοτέρων αναφέρονται αναλυτικά στο Β.Δ. 683/1980 «Κανονισμός – Εσωτερική Υπηρεσία επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων άνω των 500 κόρων ο.χ». Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 και μέχρι την απόλυσή τους, που έλαβε χώρα για το μεν πρώτο στις 30.6.2015, για το δε δεύτερο στις 28.5.2015 κατά τα προεκτεθέντα, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά βρισκόταν ακινητοποιημένο, αρχικά στο Λαύριο, και ακολούθως στη Δραπετσώνα, λόγω μηχανικής βλάβης, παρότι εξακολουθούσαν να είναι ναυτολογημένοι σ’αυτό και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, καθώς οι συμβάσεις εργασίας τους βρίσκονταν σε ισχύ και δεν είχαν λυθεί, έχοντας επιφορτισθεί o πρώτος εξ αυτών με τη λειτουργία του ατμολέβητα για την προθέρμανση του πετρελαίου, ώστε να λειτουργούν  οι ηλεκτρογεννήτριες του μηχανοστασίου, και να τροφοδοτείται το πλοίο με ρεύμα και ζεστό νερό, εντούτοις δεν εργάσθηκαν υπερωριακά καθημερινές και Κυριακές, ήτοι πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, ούτε κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία εκτελούντο στο πλοίο μόνο εργασίες συντήρησης καταστρώματος και μόνον περιστασιακά επισκευές από εξωτερικό συνεργείο, όπως προκύπτει από τις εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου του πλοίου, αφού αποδείχθηκε ότι τέτοια ανάγκη υπερωριακής απασχόλησής τους ουδόλως παρέστη, λόγω των περιορισμένων αναγκών εκ της ακινησίας του πλοίου, όσον αφορά τη λειτουργία των μηχανικών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων του μηχανοστασίου, για την οποία και ο πρώτος ήταν υπεύθυνος στο πλαίσιο των καθηκόντων της ειδικότητάς του. Κατόπιν τούτου, ο πρώτος εξ αυτών για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 13.10.2014 έως 18.2.2015, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, όπως προεκτέθηκε, δικαιούται ως δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό ποσό των 11.912,59 ευρώ [1689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας του, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3, και ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου + 118,26 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Β΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ (1.689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =118,26 ευρώ) + 35,19 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ + 468,42 ευρώ ως αποζημίωση λόγω του γεγονότος της μη χορήγησης σ’αυτόν των ημερών αδείας, που εδικαιούτο (5 ανά μήνα), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών (1.689,41 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Γ΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ το μηνιαίο επίδομα Κυριακών = 2.061,08 ευρώ Χ 1/22 Χ 5 ημέρες = 468,42 ευρώ μηνιαίως) + 96,05 ευρώ το αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας του (5), το οποίο περιλαμβάνεται στην αποζημίωση της μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., εκ των οποίων στο άρθρο 3 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών καθορίζεται στο ποσό των 19,21 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες αδείας το μήνα = 96,05 ευρώ) = 2.814,22 ευρώ Χ 4,233 μήνες = 11.912,59 ευρώ], μη συνυπολογιζομένης για τον καθορισμό των μηνιαίων αποδοχών του της συμφωνηθείσης κατά τη ναυτολόγησή του «κλειστής» αμοιβής του υπερωριακής εργασίας καθημερινές και Κυριακές, αλλά και Σάββατα και αργίες, εφόσον, όπως έγινε δεκτό, τέτοια εργασία δεν παρασχέθηκε από τον πρώτο ενάγοντα μετά την διακοπή των πλόων του πλοίου στις 12.10.2014. Ούτε βέβαια αποδείχθηκε ότι η κατά τις ναυτολογήσεις του καταρτισθείσα συμφωνία του με την εργοδότριά του/πρώτη εναγομένη περί καταβολής σ’αυτόν μηνιαίως πάγιου ποσού υπερωριών (δηλαδή για εργασία του πέραν του νομίμου ωραρίου κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, και κατά τις Κυριακές, αλλά και για εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) προβλέφθηκε να ισχύει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση, και δη ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του τέτοιας εργασίας, ούτως ώστε και στην περίπτωση αυτή να δικαιούται εύλογα να αξιώσει τέτοιας αμοιβής. Αντίθετα είναι προφανές, κατά την κοινή πείρα και λογική, και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ότι η εν λόγω συμφωνία τους, ερμηνευόμενη με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, ειδικότερα συνίστατο, και μάλιστα εξαρχής κατά την κατάρτισή της, στο ότι ο ανωτέρω ενάγων θα εδικαιούτο μεν την αμοιβή αυτή, υπό την αυτονόητη, όμως, προϋπόθεση ότι πράγματι θα εργαζόταν υπερωριακώς στο πλοίο, διά τούτο άλλωστε και τα ποσά αυτά συμπεριλήφθηκαν καταρχήν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του, που εξέδωσε η πρώτη εναγόμενη, για το προγενέστερο χρονικό διάστημα της εργασίας του, από 3.10.2014 έως 12.10.2014, όταν και το πλοίο ακόμη εκτελούσε δρομολόγια, παρότι δεν του καταβλήθηκαν, και, για το λόγο αυτό, του επιδικάσθηκαν, ομού μετά των λοιπών αποδοχών του, διότι όντως τα εδικαιούτο, κατά τα προεκτεθέντα, όπερ ουσιαστικά συνομολογήθηκε και από τη δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφενός μεν κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του ανωτέρω ενάγοντος, και συνακόλουθα του οφειλομένου σ’αυτόν χρηματικού ποσού για τη συγκεκριμένη αιτία, αναφορικά με το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως 18.2.2015 (κονδύλιο υπό στοιχεία Α1Β΄της αγωγής), κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε πρυμνοδετημένο στη Δραπετσώνα, λόγω επιβολής σ’αυτό απαγόρευσης απόπλου, δε συνυπολόγισε το ποσό των 234 ευρώ (της συμφωνηθείσης πάγιας αμοιβής του για υπερωρίες κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές), αφετέρου δε απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το υπό στοιχεία 4Β κονδύλιο της αγωγής, που αφορούσε σε διαφορά αμοιβής του για τις υπερωρίες του ιδίου χρονικού διαστήματος, διότι δέχθηκε ότι κατά το διάστημα αυτό δεν εργάσθηκε υπερωριακώς, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον πρώτο ενάγοντα με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πλην όμως, παρότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο πρώτος ενάγων κατά το διάστημα των επισκευών του πλοίου δεν απασχολήθηκε Σάββατα και αργίες, διότι λόγω της ακινησίας του πλοίου δεν ανέκυψε τέτοια ανάγκη, εντούτοις κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συμπεριέλαβε και το ποσό των 578,63 ευρώ, ως συμφωνηθείσα «κλειστή» αμοιβή του για εργασία Σαββάτων και αργιών, εσφαλμένα εκτιμώντας με την κρίση του αυτή τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, που αφορά στο συγκεκριμένο ενάγοντα. Αντίθετα ο ίδιος λόγος έφεσης κατά το σκέλος, με το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί συνυπολογισμού στις μηνιαίες αποδοχές του πρώτου ενάγοντος του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, και του προβλεπομένου στην εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. για τους αξιωματικούς μηχανής, μεταξύ δε αυτών και για το Β΄Μηχανικό, ποσού του ειδικού μηνιαίου επιδόματος για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού του πλοίου, πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς ορθά κρίθηκε ότι οφείλεται στον ως άνω ενάγοντα και το συγκεκριμένο ποσό, παρότι το πλοίο βρισκόταν εν ακινησία, διότι και κατά το διάστημα αυτό εργαζόταν στο μηχανοστάσιό του, κατά τα προεκτεθέντα, και προέβαινε σε τέτοιου είδους εργασίες, αν και όχι υπερωριακώς. Αποδείχθηκε επίσης ότι έναντι του ανωτέρω ποσού των 11.912,59 ευρώ, που έγινε δεκτό ότι ο πρώτος ενάγων δικαιούται για την προαναφερθείσα αιτία, έχει ήδη καταβληθεί σ’αυτόν συνολικά το ποσό των 200 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους εκκαλούντες, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 11.712,59 ευρώ (11.912,59 ευρώ – 200 ευρώ). Περαιτέρω, ο δεύτερος ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Πλοιάρχου από 10.11.2014 έως 28.5.2015, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν πρυμνοδετημένο και δεν πραγματοποιούσε δρομολόγια, δικαιούται ως δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό ποσό των 32.360,51 ευρώ [2.857,04 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Πλοίαρχο + 628,55 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Πλοιάρχου, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 414,77 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.12 της ιδίας ΣΣΝΕ ειδικό επίδομα διακυβέρνησης + 792,18 ευρώ ως αποζημίωση λόγω του γεγονότος της μη χορήγησης σ’αυτόν των ημερών αδείας, που εδικαιούτο (5 ανά μήνα), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών (2.857,04 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Πλοιάρχου + 628,55 ευρώ το μηνιαίο επίδομα Κυριακών = 3.485,59 ευρώ Χ 1/22 Χ 5 ημέρες = ευρώ) + 96,05 ευρώ το αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας του (5), το οποίο περιλαμβάνεται στην αποζημίωση της μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., εκ των οποίων στο άρθρο 3 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών καθορίζεται στο ποσό των 19,21 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες αδείας το μήνα = 96,05 ευρώ) =  4.875,7 ευρώ Χ 6,633 μήνες = 32.340,51 ευρώ]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του ανωτέρω ενάγοντος, και συνακόλουθα του οφειλομένου σ’αυτόν χρηματικού ποσού για τη συγκεκριμένη αιτία, αναφορικά με το χρονικό διάστημα από 10.11.2014 έως 28.5.2015, όταν και η σύμβαση εργασίας του έληξε (κονδύλιο υπό στοιχεία Β1Β΄της αγωγής), κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε πρυμνοδετημένο στη Δραπετσώνα, λόγω επιβολής σ’αυτό απαγόρευσης απόπλου, δε συνυπολόγισε το ποσό των 1.055,29 ευρώ (της συμφωνηθείσης πάγιας αμοιβής του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές), αφού δέχθηκε ότι δεν εργάσθηκε υπερωριακώς, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα αυτόν με το δεύτερο λόγο της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πλην όμως, παρότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι και ο δεύτερος ενάγων κατά το διάστημα των επισκευών του πλοίου δεν απασχολήθηκε Σάββατα και αργίες, διότι, λόγω της ακινησίας του πλοίου, δεν ανέκυψε τέτοια ανάγκη, εντούτοις, κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συμπεριέλαβε και το ποσό των 1103,86 ευρώ, ως συμφωνηθείσα «κλειστή» αμοιβή του για εργασία Σαββάτων και αργιών, αλλά και το ποσό των 171,46 ευρώ ως προβλεπόμενο στην εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του πάγιο μηνιαίο επίδομα για την παραλαβή, έλεγχο στοιβασίας, και επίβλεψη φορτοεκφόρτωσης οχημάτων, το οποίο δε δικαούται, αφού το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, και, επομένως, δε μετέφερε οχήματα, και το οποίο, άλλωστε, ούτε και ο ίδιος, στο δικόγραφο της αγωγής του δε συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό του αιτουμένου ποσού, εσφαλμένα εκτιμώντας με την κρίση του αυτή τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, που αφορά στο συγκεκριμένο ενάγοντα. Αποδείχθηκε επίσης ότι έναντι του ανωτέρω ποσού των 32.360,51 ευρώ ευρώ, που έγινε δεκτό ότι ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για την προαναφερθείσα αιτία, έχει ήδη καταβληθεί σ’αυτόν συνολικά το ποσό των 5.300 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους εκκαλούντες, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 27.060,51 ευρώ (32.360,51 ευρώ – 5.300 ευρώ).

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 325, 329, 353 και 656 του ΑΚ, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη, δηλαδή να αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία που συμφώνησαν να του παρέχει, για να εξασφαλίσει την ικανοποίηση ληξιπροθέσμων αξιώσεών του κατά του εργοδότη, και ιδιαίτερα την πληρωμή οφειλομένων αποδοχών, και το εάν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυστροπία ή είναι δικαιολογημένη ή όχι, κρίνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. ΑΠ 197/1995, ΕφΘεσ 611/1995 ΕΕργΔ 1996. 170 και 487, αντίστοιχα). Το δικαίωμα αυτό ασκείται με δήλωση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, ότι παύει να του παρέχει την εργασία του μέχρι να του πληρώσει τις καθυστερούμενες αποδοχές του. Αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δηλαδή δεν καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές, να πληρώσει στον εργαζόμενο, που έχει ασκήσει νομίμως το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, τις αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά. Η υπερημερία του εργοδότη παύει είτε με την καταβολή των οφειλομένων, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο, είτε με νομότυπη καταγγελία της σύμβασης (σχ. ΑΠ 28719/90 ΔΕΝ 35.801, ΑΠ 247/1967 ΕΕργΔ 26, 1504, ΕφΠειρ 484/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 92/2014 Δικογραφία 2015.32, ΕφΘεσ 1130/1998 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο πρώτος ενάγων, και άλλα μέλη του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, στο οποίο είχαν ναυτολογηθεί, προέβησαν στις 19.2.2015, και ενώ ήδη από τις 13.10.2014 το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, διότι είχε επιβληθεί σ’αυτό απαγόρευση απόπλου λόγω βλάβης στην αριστερή κύρια μηχανή του, όντας έκτοτε ακινητοποιημένο, αρχικά στο Λαύριο και στη συνέχεια στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, καθώς πραγματοποιούντο σ’αυτό μέχρι τότε εργασίες συντήρησης καταστρώματος, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, σε επίσχεση εργασίας, με δήλωσή τους προς την εργοδότριά τους/πρώτη εναγόμενη, τότε εφοπλίστρια του πλοίου, που τους προσέλαβε, ότι παύουν να παρέχουν την εργασία τους μέχρι να τους καταβληθούν οι οφειλόμενες αποδοχές τους, με αποτέλεσμα την περιέλευση αυτής σε κατάσταση υπερημερίας, και την υποχρέωση, αρχικά αμφοτέρων των εναγομένων να του καταβάλουν τις αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά, λαμβανομένου πάντως υπόψη του γεγονότος ότι κατά το διάστημα αυτό το πλοίο δεν ταξίδευε, αλλά παρέμενε ακινητοποιημένο, εφόσον εξακολουθούσε η σύμβαση εργασίας του να βρίσκεται σε ισχύ, μέχρι και τις 11.6.2015, της δεύτερης εξ αυτών ως κυρίας του πλοίου, ενεχομένης έως τότε, όταν και έπαυσε ο εφοπλισμός του, εις ολόκληρον με την πρώτη, αλλά περιορισμένα με το πλοίο και μέχρι της αξίας αυτού, και στη συνέχεια μόνον της δεύτερης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας, απεριόριστα, έως και τις 30.6.2015, όταν και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, κατά τα προεκτεθέντα. Σημειωτέον ότι οι μηνιαίες αποδοχές του θα υπολογισθούν με βάση τα οριζόμενα στην ισχύσασα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2014 για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού, συνυπολογιζομένων σ’αυτές α) του ημερησίου αντιτίμου τροφής, που προβλέπεται στο άρθρα 3 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά το διάστημα της επίσχεσης, δεν χορηγείτο στον ανωτέρω ενάγοντα, ο οποίος προσερχόταν στο πλοίο, όντας υπεύθυνος για τη λειτουργία του ατμολέβητα, ώτε να λειτουργούν οι ηλεκτρογεννήτριες του μηχανοστασίου, προκειμένου το πλοίο να τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τροφή σε είδος από τις εναγόμενες (βλ. και τη δοθείσα σε άλλη δίκη ένορκη κατάθεση του ………., σύμφωνα με τον οποίο κατά το διάστημα, που το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, το πλήρωμα λάμβανε τροφή, πλην όμως, όχι από τις εναγόμενες, ως έδει, αλλά από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (Π.Ν.Ο.), και β) του προβλεπομένου στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ για την ειδικότητά του ειδικού επιδόματος συντήρησης του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού του πλοίου, το οποίο θα το εδικαιούτο εάν εργαζόταν κανονικά και δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, παρότι το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ο  ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει για το διάστημα από 19.2.2015 έως την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασής του στις 30.6.2015, κατά το οποίο τελούσε υπό καθεστώς επίσχεσης εργασίας, τις μηνιαίες αποδοχές του, ως εάν εργαζόταν κανονικά, όπως αυτές διαμορφώνονται εκ του γεγονότος ότι το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, και δη δικαιούται τα κάτωθι χρηματικά ποσά: Α) Για το χρονικό διάστημα από 19.2.2015 έως 11.6.2015, κατά το οποίο υπήρχε εφοπλισμός, δικαιούται, ως αποδοχές του για το διάστημα αυτό, για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού, το συνολικό ποσό των 12.544,92 ευρώ [1689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας του, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3, και ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου + 118,26 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Β΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ (1.689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =118,26 ευρώ) + 35,19 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ + 468,42 ευρώ ως αποζημίωση λόγω του γεγονότος της μη χορήγησης σ’αυτόν των ημερών αδείας, που εδικαιούτο (5 ανά μήνα), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών (1.689,41 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Γ΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ το μηνιαίο επίδομα Κυριακών = 2.061,08 ευρώ Χ 1/22 Χ 5 ημέρες = 468,42 ευρώ μηνιαίως) + 96,05 ευρώ το αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας του (5), το οποίο περιλαμβάνεται στην αποζημίωση της μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., εκ των οποίων στο άρθρο 3 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών καθορίζεται στο ποσό των 19,21 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες αδείας το μήνα = 96,05 ευρώ)  + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 3.390,52 ευρώ Χ 3,7 μήνες = 12.544,92 ευρώ]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών του για το ανωτέρω χρονικό διάστημα της επίσχεσης εκ της εργασίας του συμπεριέλαβε και το ποσό του ειδικού επιδόματος για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων, εσφαλμένα, όμως, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δε συμπεριέλαβε στις αποδοχές του το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφής, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με τον τρίτο λόγο της έφεσής του. Εκ του ανωτέρω ποσού έχει ήδη καταβληθεί σ’αυτόν από την πρώτη εναγόμενη το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους εκκαλούντες, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 11.544,92 ευρώ (12.544,92 ευρώ – 1000 ευρώ). Β) Για το χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 30.6.2015 (19 ημερών), όταν και απολύθηκε, κατά το οποίο είχε παύσει ο εφοπλισμός του πλοίου, δικαιούται, ως αποδοχές του για το διάστημα αυτό, όταν και είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, το ποσό των 2.147,32 ευρώ (3.390,52 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές του : 30 Χ 19 ημέρες).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της Σ.Σ.Ν.Ε., των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2013 και 2014, που τυγχάνουν εφαρμοστέες εν προκειμένω, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 των εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε. εξευρίσκεται δια της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Στην προκειμένη περίπτωση η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του πρώτου ενάγοντος ως Β΄Μηχανικού του συγκεκριμένου πλοίου, τα καθήκοντα του οποίου στο πλαίσιο της εν λόγω ειδικότητας έχουν ήδη αναφερθεί, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και το εκάστοτε δρομολόγιο που εκτελείτο, αλλά και τον κάθε φορά όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών. Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι αυτός, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, υποχρεώθηκε να εργασθεί, για την καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών του πλοίου και προς εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, δηλαδή από 3.10.2014 μέχρι και τις 12.10.2014, πέραν του νομίμου ωραρίου του των οκτώ (8) ωρών, όπως συνάγεται ιδίως από το ότι κατά τη ναυτολόγησή του είχε συμφωνηθεί με την τότε εργοδότριά του/πρώτη εναγόμενη να του καταβάλλονται ανελλιπώς και σταθερά, μηνιαίως πάγια χρηματικά ποσά για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες», γεγονός, άλλωστε, που, εμμέσως πλην σαφώς, συνομολογεί και η ίδια η δεύτερη εναγόμενη. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ενόψει ιδίως: α) Των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο σε τακτικές ακτοπλοϊκές γραμμές, και εκτελούσε σε καθημερινή βάση πλόες μεγάλης διάρκειας, που συνήθως υπερέβαιναν τις 12 ώρες, β) της συμφωνίας περί σταθερής καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα συγκεκριμένων χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, όπως αυτό παρατέθηκε, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας αυτού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής του στο πλοίο να μην ταυτίζεται εκ των πραγμάτων με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του μέχρι και τις 12.10.2014, οπότε και το πλοίο διέκοψε την εκτέλεση δρομολογίων και ουσιαστικά παροπλίσθηκε, ανερχόταν σε 12 ώρες. Εξάλλου περί δωδεκάωρης καθημερινής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος κατέθεσε σαφώς και ο εξετασθείς στον πρώτο βαθμό μάρτυρας των εναγόντων ……………, που ήταν επίσης ναυτολογημένος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, και, επομένως, ως αξιωματικός προϊστάμενος της υπηρεσίας μηχανής του πλοίου και του προσωπικού της, και, συνεπώς, και του ενάγοντος, ο οποίος ήταν άμεσος βοηθός του, έχει ίδιαν αντίληψη και προσωπική γνώση επί των συνθηκών λειτουργίας και των αναγκών σε εργαζόμενους ναυτικούς του μηχανοστασίου του συγκεκριμένου πλοίου για την εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του. Επομένως, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσής του από 3.10.2014 και μέχρι και τις 12.10.2014, όταν ακόμη το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες, ο ανωτέρω ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, ήτοι επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Ειδικότερα, ο ανωτέρω ενάγων για το χρονικό διάστημα από 3.10.2014 έως 12.10.2014 για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση επί τέσσερις (4) ώρες κατά τις 6 καθημερινές και τις 2 Κυριακές του διαστήματος αυτού, ήτοι για 8 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 390,72 ευρώ (8 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 12,21 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του Β΄Μηχανικού με βάση την Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014), και επί 12 ώρες κατά τα 2 Σάββατα του ιδίου χρονικού διαστήματος, το ποσό των 270,87 ευρώ (2 ημέρες Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 14,65 ευρώ, που προβλέπεται από την εν λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του  Β’ Μηχανικού  κατά τα Σάββατα και τις αργίες). Έναντι της απαίτησής του αυτής, ανερχομένης συνολικά στο ποσό των 742,32 ευρώ, έχει ήδη επιδικασθεί σ’αυτόν για το υπό στοιχεία Α1 κονδύλιο της αγωγής του, που αφορά στις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα αναλογούντα στο εν λόγω διάστημα ποσά της συμφωνηθείσης κατά τη ναυτολόγησή του πάγιας αμοιβής του για υπερωρίες, το ποσό των 270,87 ευρώ (578,63 ευρώ η συμφωνηθείσα “κλειστή”αμοιβή του για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών μηνιαίως + 234 ευρώ η συμφωνηθείσα «κλειστή» αμοιβή του για τις υπερωρίες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές = 812,63 ευρώ:30 Χ 10 ημέρες = 270,87 ευρώ), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 471,45 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, που το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, εκτελούσε ακόμη πλόες, εργαζόταν ημερησίως επί 12 ώρες, και, επομένως, υπερωριακώς, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, που αφορά στον ενάγοντα αυτόν, απορριπτομένων ως αβασίμων, με την επισήμανση ότι με το λόγο αυτό έφεσης πλήττεται η παραδοχή της εκκαλουμένης, που αφορά στη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ως άνω ενάγοντος, και όχι και οι επιμέρους υπολογισμοί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται για τη συγκεκριμένη αιτία.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014, που εφαρμόζονται κατά το εν προκειμένω επίδικο χρονικό διάστημα απ 1.1.2014 έως 29.9.2014) κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας (ΕφΠειρ 218/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 29.9.2014, κατά το οποίο ο δεύτερος ενάγων ήταν ναυτολογημένος στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, το οποίο τότε εκτελούσε ακόμη δρομολόγια, ενταγμένο σε τακτική ακτοπλοϊκή γραμμή, δε χορηγούντο σ’αυτόν οι ως άνω προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, που και αυτός εδικαιούτο ανά μήνα ως μέλος του πληρώματος, υπό την έννοια ότι δεν του παρεχόταν η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων του πλοίου στους λιμένες, όπου κατέπλεε, να αναχωρεί από το πλοίο και να επιστρέφει σ’αυτό την επόμενη ημέρα για ένα πλήρες εικοσιτετράωρο προς ανάπαυση και αναψυχή. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω διάταξη των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εξαιρεί τον Πλοίαρχο του πλοίου, που και αυτός αποτελεί μέρος του πληρώματος, από την υποχρέωση χορήγησης του προβλεπομένου ανά μήνα αριθμού διανυκτερεύσεων. Το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα ενισχύεται κυρίως διά της προσκομιδής αντιγράφου του ημερολογίου του πλοίου, από το οποίο θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια, ενόψει και της ανάγκης επικύρωσής του από την αρμόδια λιμενική αρχή, η παροχή των αμφισβητουμένων αδειών διανυκτέρευσης, σύμφωνα με τη παράγραφο 3 του άρθρου 16 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, και στο οποίο τέτοιες εγγραφές δεν έχουν καταχωρηθεί, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου του. Λεκτέον ότι η μη χορήγηση των προβλεπομένων διανυκτερεύσεων στο δεύτερο ενάγοντα κατατέθηκε και από τον εξετασθέντα μάρτυρα των εναγόντων, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, . ……, ο οποίος, έχοντας προσωπική αντίληψη, ως ναυτολογηθείς στο ίδιο πλοίο από το μήνα Μάρτιο του έτους 2014 υπό την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, κατέθεσε ότι ο ανωτέρω ενάγων ουδέποτε διανυκτέρευσε εκτός πλοίου, λόγω έλλειψης άλλου προσώπου προς αντικατάστασή του στα καθήκοντά του. Σημειωτέον επίσης ότι η παραδοχή αυτή δεν αναιρείται πειστικά από κάποιο εκ των αποδεικτικών μέσων, που ανταποδεικτικά προσκομίζονται από τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία περιορίζεται στο να αναφέρει αναπόδεικτα ότι ο δεύτερος ενάγων, όπως όλο το πλήρωμα, είχε κατά πάγια τακτική τη δυνατότητα να εξέλθει του πλοίου και να διανυκτερεύσει σε κάποιο εκ των λιμένων, όπου αυτό κατέπλεε και παρέμενε καθόλη τη διάρκεια της νύκτας (Λαύριο, Άνδρο, Σύρο, ή Μήλο), καθώς και να αμφισβητήσει αβάσιμα τη νομιμότητα του συγκεκριμένου κονδυλίου, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι τέτοια υποχρέωση (χορήγησης ορισμένου αριθμού διανυκτερεύσεων ανά μήνα κατά το διάστημα της ναυτολόγησης) δεν προβλέπεται για τον πλοίαρχο, αλλά μόνο για τα λοιπά μέλη του πληρώματος, στο οποίο αυτός δεν περιλαμβάνεται. Επομένως, ενόψει του ότι δεν είχαν ρυθμισθεί οι υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση στον ανωτέρω ενάγοντα των οριζομένων διανυκτερεύσεων σε κάποιο λιμένα (ιδίως αφετηρίας ή προορισμού) των δρομολογίων του πλοίου, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε) για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και για δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες από Ιανουάριο έως και Ιούνιο, η οποία ανέρχεται  στο συνολικό ποσό  των 1.947,98 ευρώ [(2.857,04 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Πλοιάρχου Χ 1/22 Χ 15 διανυκτερεύσεις για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 29.9.2014, ήτοι δύο για καθέναν εκ των μηνών Ιανουάριο έως και Ιούνιο (2 Χ 6 =12) και από μία για καθέναν από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο (συνολικά 3) = 1.947,98 ευρώ]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του ουδόλως αποφάνθηκε επί του συγκεκριμένου κονδυλίου (υπό στοιχεία Β3 της αγωγής) σιγή, επομένως, απορρίπτοντας αυτό, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ανωτέρω ενάγων με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, ενώ η ρητώς απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης ως προς το αντίστοιχο κονδύλιο για τον πρώτο ενάγοντα (κονδύλιο υπό στοιχεία Α3 της αγωγής) δεν προσβλήθηκε από τον τελευταίο με έφεση.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε. σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β` 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δε διήρκησε καθόλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων εορτών λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα του χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 412/2014, ο.π.) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Στην υπό κρίση περίπτωση για επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) οι ενάγοντες δικαιούνται για το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών τους στο ανωτέρω πλοίο, τα κάτωθι αναφερόμενα χρηματικά ποσά: 1) Ο πρώτος ενάγων α) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014 του χρονικού διαστήματος της εργασίας του από 3.10.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες το ποσό των 153,46 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014 του χρονικού διαστήματος της εργασίας του από 13.10.2014 έως 31.12.2014, κατά το οποίο το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του το ποσό των 1.112,05 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έχει ήδη εισπράξει τμηματικά το ποσό των 2.095,48 ευρώ, το ποσό των 100 ευρώ και το ποσό των 150 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται για την αιτία αυτή. Οι ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης δεν πλήττονται από τη δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της, ενώ ο πρώτος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η αμοιβή του για την παροχή υπερωριακής εργασίας, προφανώς αναφερόμενος στο χρονικό διάστημα μετά την 12η.10.2014, όταν και το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, διότι, όπως έγινε δεκτό, έκτοτε δεν εργάσθηκε υπερωριακώς, ενώ για τον υπολογισμό του ποσού του ανωτέρω επιδόματος, που αναλογεί στο προγενέστερο χρονικό διάστημα, έχει όντως συνυπολογισθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η συμφωνηθείσα «κλειστή» αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση. γ) Για επίδομα Πάσχα του έτους 2015, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση διήρκεσε καθόλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως την 30η Απριλίου του έτους αυτού δικαιούται, με βάση τις κάτωθι αναφερόμενες τακτικές και παγίως καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές του, υπολογιζόμενες στις 28.3.2015 (15η ημέρα πριν από το Πάσχα), όταν και αυτός τελούσε σε επίσχεση εργασίας, το ήμισυ αυτών, και δη το ποσό των 1.413,02 ευρώ [1689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας του, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3, και ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου + 118,26 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Β΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ (1.689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =118,26 ευρώ) + 35,19 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ  + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 2.826,05 ευρώ: 2 = 1.413,02 ευρώ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού για την αιτία αυτή των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο  ανωτέρω ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του κατά την αναφορά του τρόπου υπολογισμού του αιτουμένου ποσού του συγκεκριμένου κονδυλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές διαμορφώνονται την 28η.3.2015 (15η ημέρα πριν από το Πάσχα του έτους αυτού), που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό τους, και συνακόλουθα του επιδόματος Πάσχα του ιδίου έτους, συμπεριέλαβε και το ποσό του ειδικού επιδόματος για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και για την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, αλλά και το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφοδοσίας, τα οποία θα εδικαιούτο και εάν κατά το διάστημα αυτό της επίσχεσης της εργασίας του εργαζόταν κανονικά, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει και του ότι δεν παρεχόταν τότε στους ναυτικούς τροφή από τις εναγόμενες, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το υπό στοιχεία 4α λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων, εσφαλμένα όμως συνυπολόγισε στις αποδοχές του και αναλογία υπερωριακής αμοιβής για εργασία Σαββάτων και αργιών, διότι, όπως επίσης έχει αναφερθεί, μετά την 12.10.2014, όταν και το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του, ουδέποτε απασχολήθηκε Σάββατα και αργίες, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανωτέρω εναγόμενη με τον ίδιο λόγο της έφεσής της. Τέλος, ο  πρώτος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η ορθή αναλογία της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. δ) Για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 11.6.2015 (42 ημέρες, ήτοι 2,21 δεκαεννεαήμερα) δηλαδή όταν υπήρχε ακόμη εφοπλισμός, το ποσό των 499,64 ευρώ [1689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας του, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3, και ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου + 118,26 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Β΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ (1.689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =118,26 ευρώ) + 35,19 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ  + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 2.826,05 ευρώ Χ 2/25 =  226,98 ευρώ Χ 2,21 δεκαεννεαήμερα, που αναλογούν στο διάστημα αυτό = 499,64 ευρώ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού για την αιτία αυτή των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο  ανωτέρω ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του κατά την αναφορά του τρόπου υπολογισμού του αιτουμένου ποσού του συγκεκριμένου κονδυλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές διαμορφώνονται την 10η Δεκεμβρίου 2015, που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό τους, και συνακόλουθα του επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους, συμπεριέλαβε και το ποσό του ειδικού επιδόματος για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και για την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, αλλά και το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφοδοσίας, τα οποία θα εδικαιούτο αυτός, ακόμη και εάν κατά το εν λόγω διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του εργαζόταν κανονικά, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει και του ότι δεν παρεχόταν τότε στους ναυτικούς τροφή σε είδος από τις εναγόμενες, και το εν λόγω ποσό πράγματι συνυπολογίζεται σ’αυτές, ως παροχή, καταβαλλόμενη από τον εργοδότη ως νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του ναυτικού, τακτικώς, κάθε μήνα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το υπό στοιχεία 4α λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων. Τέλος, ο  πρώτος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η ορθή αναλογία της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. ε) Για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 30.6.2015 (18 ημέρες) δηλαδή όταν είχε παύσει εφοπλισμός του πλοίου και μέχρι τη λήξη της εργασιακής του σύμβασης, το ποσό των 214,18 ευρώ [1689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας του, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού + 371,67 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3, και ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου + 118,26 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Β΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ (1.689,41 ευρώ ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =118,26 ευρώ) + 35,19 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ  + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 2.826,05 ευρώ Χ 2/25 = 226,08 ευρώ Χ 18/19 = 214,18 ευρώ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού για την αιτία αυτή των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο  ανωτέρω ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του κατά την αναφορά του τρόπου υπολογισμού του αιτουμένου ποσού του συγκεκριμένου κονδυλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές διαμορφώνονται την 10η Δεκεμβρίου 2015, που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό τους, και συνακόλουθα του επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους, συμπεριέλαβε και το ποσό του ειδικού επιδόματος για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και για την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, αλλά και το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφοδοσίας, τα οποία αυτός θα εδικαιούτο και εάν κατά το εν λόγω διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του εργαζόταν κανονικά, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει και του ότι δεν παρεχόταν τότε στους ναυτικούς τροφή από τις εναγόμενες, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το υπό στοιχεία 4α λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων. Τέλος, ο  πρώτος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η ορθή αναλογία της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. 2) Ο δεύτερος ενάγων α) Για δώρο Πάσχα του έτους 2014, το οποίο δικαιούται ολόκληρο, διότι η εργασιακή του σχέση διήρκεσε καθόλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 30.4.2014, δικαιούται το ποσό των 3.571,63 ευρώ, έναντι του οποίου έχει εισπράξει το ποσό των 2.951,64 ευρώ, όπως αναφέρεται και στο ίδιο το δικόγραφο της αγωγής, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 619,99 ευρώ. β) Για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 29.9.2014, δικαιούται το ποσό των 4.434,18 ευρώ, έναντι του οποίου έχει εισπράξει το ποσό των 3.927,97 ευρώ, όπως αναφέρεται και στο ίδιο το δικόγραφο της αγωγής, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 506,21 ευρώ. Οι ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης δεν πλήττονται από τη δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της, ενώ ο δεύτερος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η αμοιβή του για την παροχή υπερωριακής εργασίας, προφανώς αναφερόμενος στο χρονικό διάστημα μετά την 12η.10.2014, όταν και το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, διότι, όπως έγινε δεκτό, έκτοτε δεν εργάσθηκε υπερωριακώς, ενώ για τον υπολογισμό του ποσού του ανωτέρω επιδόματος, που αναλογεί στο προγενέστερο χρονικό διάστημα, έχει όντως συνυπολογισθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η συμφωνηθείσα μηνιαία «κλειστή» αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση Κυριακές και καθημερινές, αλλά και Σάββατα και αργίες. γ) Για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της εργασίας του από 10.11.2014 μέχρι 31.12.2014  (δηλαδή για 52 ημέρες/2,73 δεκαεννεαήμερα), όταν και το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του και δεν εκτελούσε δρομολόγια, δικαιούται το ποσό των 996,72 ευρώ [2.857,04 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Πλοίαρχο + 628,55 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Πλοιάρχου, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 414,77 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.12 της ιδίας ΣΣΝΕ ειδικό επίδομα διακυβέρνησης + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες)  = 4.563,84 ευρώ Χ 2/25 = 365,10 ευρώ Χ 2,73 δεκαεννεαήμερα, που αναλογούν στο διάστημα αυτό= 996,72 ευρώ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού για την αιτία αυτή των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο  ανωτέρω ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του κατά την αναφορά του τρόπου υπολογισμού του αιτουμένου ποσού του συγκεκριμένου κονδυλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές διαμορφώνονται την 10η Δεκεμβρίου 2014, που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό τους, και συνακόλουθα του επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους, συμπεριέλαβε και το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφοδοσίας, το οποίο αυτός εδικαιούτο και κατά το διάστημα αυτό, διότι δεν χορηγείτο τότε στους ναυτικούς τροφή σε είδος από τις εναγόμενες, όπως προεκτέθηκε, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το υπό στοιχεία 4α λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων, εσφαλμένα όμως συνυπολόγισε στις αποδοχές του και τη συμφωνηθείσα κατά τη ναυτολόγησή του «κλειστή» μηνιαία αμοιβή του για εργασία Σαββάτων και αργιών, διότι, όπως επίσης έχει αναφερθεί, μετά την 12.10.2014, όταν και το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του, ουδέποτε αυτός απασχολήθηκε Σάββατα και αργίες, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανωτέρω εναγόμενη με τον ίδιο λόγο της έφεσής της. Τέλος, ο δεύτερος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η ορθή αναλογία της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Έναντι του ποσού αυτού έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 553,68 ευρώ, όπως αναφέρεται και στο ίδιο το δικόγραφο της αγωγής, και έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμα να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 456,96 ευρώ (996,72 ευρώ – 553,68 ευρώ). δ) Για δώρο Πάσχα του έτους 2015, το οποίο δικαιούται ολόκληρο, εφόσον κατά το έτος αυτό η εργασιακή του σχέση διήρκεσε καθόλο το χρονικό διάστημα από 1/1 έως 30/4 του ανωτέρω έτους, δικαιούται, με βάση τις κάτωθι αναφερόμενες τακτικές και παγίως καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές του, υπολογιζόμενες στις 28.3.2015 (15η ημέρα πριν από το Πάσχα), όταν και το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του, το ήμισυ αυτών, και δη το ποσό  των 2.281,92 ευρώ [2.857,04 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Πλοίαρχο + 628,55 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Πλοιάρχου, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 414,77 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.12 της ιδίας ΣΣΝΕ ειδικό επίδομα διακυβέρνησης + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες)  = 4.563,84 ευρώ : 2 = 2.281,92 ευρώ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού για την αιτία αυτή των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο  ανωτέρω ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του κατά την αναφορά του τρόπου υπολογισμού του αιτουμένου ποσού του συγκεκριμένου κονδυλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές διαμορφώνονται την 28η.3.2015 (15η ημέρα πριν από το Πάσχα του έτους αυτού), που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό τους, και συνακόλουθα του επιδόματος Πάσχα του ιδίου έτους, συμπεριέλαβε και το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφοδοσίας, το οποίο αυτός εδικαιούτο και κατά το διάστημα αυτό, διότι δεν χορηγείτο τότε στους ναυτικούς τροφή σε είδος από τις εναγόμενες, όπως προεκτέθηκε, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το υπό στοιχεία 4β λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων, εσφαλμένα όμως συνυπολόγισε στις αποδοχές του και τη συμφωνηθείσα κατά τη ναυτολόγησή του «κλειστή» μηνιαία αμοιβή του για εργασία Σαββάτων και αργιών, διότι, όπως επίσης έχει αναφερθεί, μετά την 12.10.2014, όταν και το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του, ουδέποτε αυτός απασχολήθηκε Σάββατα και αργίες, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανωτέρω εναγόμενη με τον ίδιο λόγο της έφεσής της. Τέλος, ο δεύτερος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η ορθή αναλογία της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. ε) Για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.5.2015 έως 28.5.2015, όταν και η σύμβαση εργασίας του έληξε, δηλαδή για 28 ημέρες (άλλως για 1,73 δεκαεννεαήμερα), όταν και το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του και δεν εκτελούσε δρομολόγια, δικαιούται το ποσό των 631,23 ευρώ [2.857,04 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Πλοίαρχο + 628,55 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Πλοιάρχου, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 414,77 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.12 της ιδίας ΣΣΝΕ ειδικό επίδομα διακυβέρνησης + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής  (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 4.563,84 ευρώ Χ 2/25 = 365,10 ευρώ Χ 1,73 δεκαεννεαήμερα, που αναλογούν στο διάστημα αυτό= 631,23 ευρώ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού για την αιτία αυτή των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο  ανωτέρω ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του κατά την αναφορά του τρόπου υπολογισμού του αιτουμένου ποσού του συγκεκριμένου κονδυλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον υπολογισμό των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές διαμορφώνονται την 10η Δεκεμβρίου 2014, που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό τους, και συνακόλουθα του επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους, συμπεριέλαβε και το ποσό του μηνιαίου αντιτίμου τροφοδοσίας, το οποίο αυτός εδικαιούτο και κατά το διάστημα αυτό, διότι δεν χορηγείτο τότε στους ναυτικούς τροφή σε είδος από τις εναγόμενες, όπως προεκτέθηκε, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το υπό στοιχεία 4γ λόγο της έφεσής της, που τον αφορά, απορριπτομένων ως αβασίμων, εσφαλμένα όμως συνυπολόγισε στις αποδοχές του και τη συμφωνηθείσα κατά τη ναυτολόγησή του «κλειστή» μηνιαία αμοιβή του για εργασία Σαββάτων και αργιών, διότι, όπως επίσης έχει αναφερθεί, μετά την 12.10.2014, όταν και το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του, ουδέποτε αυτός απασχολήθηκε Σάββατα και αργίες, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανωτέρω εναγόμενη με τον ίδιο λόγο της έφεσής της. Τέλος, ο δεύτερος ενάγων με τον έκτο λόγο της δικής του έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ισχυριζόμενος, αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ότι θα έπρεπε για τον προσδιορισμό του να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του η ορθή αναλογία της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαρεία παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται αποζημίωση, η οποία είναι ίση προς το μισθό 15 ημερών και, σε περίπτωση κατά την οποία η λύση της σύμβασης έγινε στην αλλοδαπή, η αποζημίωση διπλασιάζεται, εάν πρόκειται για λιμάνι της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θάλασσας ή της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε σε κάθε άλλη περίπτωση. Βαρεία παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου νοείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ, εκείνη, εξαιτίας της οποίας δε μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο, εμμένοντας στη σύμβαση, αλλά επιβάλλεται η εκ μέρους αυτού καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης. Τέτοια παράβαση συνιστά, μεταξύ των άλλων, και η καθυστέρηση καταβολής στο ναυτικό των αποδοχών του, στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειάς του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής. Η βαρεία παράβαση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται να υπάρχει αποκλειστικά στο πρόσωπο του πλοιάρχου, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 74 ΚΙΝΔ. Αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, εφόσον βεβαίως η παράβαση συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αθέτηση βασικών υποχρεώσεων απέναντι στο ναυτικό (ΕφΠειρ 603/2015, 34/2008, ΕφΠειρ 480/2005 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Ειδικότερα, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον απ’ αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολόγησής του. Στην περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του ναυτικού (ΜονΕφΠειρ 86/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 του ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η με κοινή συναίνεση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απόλυσής του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της σύμβασής του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απόλυσης οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του. Τέλος, σε περίπτωση απόλυσης ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ.α΄του ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’έκαστο μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ 369/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 434/2013 ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013/220). Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 62 παρ.1 του ΚΔΝΔ, “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου”, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολόγησης και η αντίστοιχη της απόλυσης με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1955, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15/2.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως φυλλαδίων ναυτικών κ.λπ.”), κατά δε το άρθρο 105 παρ.2 του ΚΔΝΔ, “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γέφυρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήση την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, τα στοιχεία ταυτότητας κ.λπ.. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και ως προς τις καταχωρίσεις του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης ναυτικού “αμοιβαία συναινέσει”, εφόσον η εγγραφή αυτή έγινε από τον πλοίαρχο και ο απολυόμενος δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 836/2010 αδημ., ΕφΠειρ 456/2008, ΕφΠειρ 977/2003, ΕφΠειρ 474/1997, δημοσίευσης σε ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του πλοιάρχου ότι ο απολυόμενος αποναυτολογείται “κοινή συναινέσει” είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 474/1997 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο δεύτερος ενάγων δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης, ισόποσης με το μισθό 15 ημερών, το ύψος της οποίας ειδικότερα προσδιορίσθηκε στο ποσό των 3.632,20 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72,75,76 και 77 του ΚΙΝΔ, διότι κρίθηκε ότι η σύμβαση ναυτολόγησής του λύθηκε στις 28.5.2015 στο Κερατσίνι Αττικής, κατόπιν καταγγελίας της εκ μέρους του ιδίου, λόγω καθυστέρησης καταβολής σ’αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του, και, ως εκ τούτου, άνευ υπαιτιότητάς του. Ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης, που προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, εξ αυτών, που αφορούν στο συγκεκριμένο ενάγοντα, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, έκρινε ότι η σύμβαση εργασίας του λύθηκε για τον προαναφερθέντα λόγο, και του επιδίκασε ως αποζημίωση απόλυσης το ανωτέρω ποσό, δεχθέν εν μέρει το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσιαστικά βάσιμο, διότι, όπως αποδείχθηκε, αυτός απολύθηκε στο Λιμεναρχείο Πειραιώς με αμοιβαία μεταξύ τους συναίνεση, όπερ αναγράφηκε και στο ναυτικό του φυλλάδιο από το επιληφθέν λιμενικό όργανο, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται κατά νόμο τέτοιας αποζημίωσης, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, καθώς στηρίζεται στη λανθασμένη παραδοχή της ως άνω εκκαλούσας ότι, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο ναυτικό φυλλάδιο του δευτέρου ενάγοντος, η σύμβαση ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο έληξε με κοινή συναίνεση, ενώ στην πραγματικότητα, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από την αντίστοιχη εγγραφή στο ως άνω φυλλάδιο, έληξε κατόπιν καταγγελίας του ιδίου εξαιτίας της καθυστέρησης στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, η οποία (καταγγελία), επομένως, δε δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του. Η ανωτέρω καθυστέρηση, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, συνιστά «βαρεία παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου», όπως η έννοια αυτή προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 74 του Κ.Ι.Ν.Δ., η οποία δεν απαιτείται να συντρέχει αποκλειστικά στο πρόσωπο του πλοιάρχου, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη, αλλά αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη, ή του εφοπλιστή, ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, καθώς συνιστά αθέτηση των βασικών υποχρεώσεών τους απέναντι στο ναυτικό, και η οποία εν προκειμένω, κατά τη διάταξη του άρθρου 75 του ιδίου Κώδικα, ως λόγος καταγγελίας εκ μέρους του δευτέρου ενάγοντος της σύμβασης ναυτολόγησής του, οπωσδήποτε θεμελιώνει αξίωσή του προς καταβολή της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 76 του Κώδικα αυτού αποζημίωσης απόλυσης. Το αποδεικτικό πόρισμα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους του ποσού, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται ο ανωτέρω ενάγων ως αποζημίωση απόλυσης, δεν προσβάλλεται από την δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της, ενώ ο ίδιος ο δεύτερος ενάγων με τον έβδομο λόγο της δικής του έφεσης ισχυρίζεται αβάσιμα ότι δεν έχει συμπεριληφθεί στο ποσό, που του επιδικάσθηκε για την αιτία αυτή, και στο οποίο έχει, εντούτοις, συνυπολογισθεί το ποσό της συμφωνηθείσης «κλειστής» μηνιαίας αμοιβής για εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η ορθή αναλογία της αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, και, συνακόλουθα και των επιδομάτων εορτών, προφανώς εννοώντας ότι δεν έχει συνυπολογισθεί και η συμφωνηθείσα «κλειστή» μηνιαία αμοιβή του για εργασία κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές, διότι, όπως κρίθηκε και από το παρόν Δικαστήριο, κατά το χρόνο της απόλυσής του, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού των παγίων και σταθερών μηνιαίων αποδοχών του, και συνακόλουθα της αποζημίωσης απόλυσης, όταν και το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του και δεν εκτελούσε δρομολόγια, αυτός ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά. Ενόψει των ανωτέρω, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.632,20 ευρώ, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. Αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα λεκτέα τα εξής: Εξαιτίας της ως άνω υπερημερίας, αρχικά αμφοτέρων των εναγομένων, και στη συνέχεια μετά την 11η.6.2015, όταν και  έπαυσε ο εφοπλισμός του πλοίου, μόνον της δεύτερης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας αυτού πλέον, ως προς την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, βαρεία παράβαση των έναντι αυτού καθηκόντων τους ως εργοδοτών του, η οποία δικαιολογεί την καταγγελία της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας του αορίστου χρόνου, αφού οποιαδήποτε αξίωση συνέχισης και εμμονής στη σύμβαση ναυτολόγησης υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, δηλαδή χωρίς επί μακρό χρονικό διάστημα να του καταβάλλονται πλήρεις οι δεδουλευμένες αποδοχές του, θα ήταν αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ναυτικών ηθών, καθόσον οι εναγόμενες παραβίασαν την απορρέουσα από την ένδικη ναυτική σύμβαση βασική, μεταξύ των άλλων, υποχρέωσή τους να του καταβάλουν τις πλήρεις δεδουλευμένες αποδοχές του, ο ανωτέρω προχώρησε σε καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, η οποία, και εξαιτίας τούτου λύθηκε στις 30.6.2015, οπότε και απολύθηκε στο Κερατσίνι Αττικής, και δικαιούται, επομένως, ως αποζημίωση απόλυσης, τις αποδοχές 15 ημερών, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 1.881,77 ευρώ. Ισχυρίζεται η δεύτερη εναγόμενη ότι ο πρώτος ενάγων αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς, όπως προκύπτει από το ναυτικό φυλλάδιό του, το οποίο συντάχθηκε παρουσία εκπροσώπου της λιμενικής αρχής, και στο οποίο αναγράφηκε ως αιτιολογία λύσης της σύμβασης ναυτολόγησής του «αμοιβαία συναινέσει» και, επομένως, δε δικαιούται τέτοιας αποζημίωσης. Η αναγραφή αυτή, ως πράξη της αρμόδιας αρχής, η οποία ουδέποτε ενεργεί συμπαικτικά ή κατά προσποίηση, δεν επιδέχεται καθεαυτή προσβολή για εικονικότητα, εντούτοις, ως προς αυτήν το ναυτικό φυλλάδιο δεν έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του ανωτέρω εγγράφου ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Εν προκειμένω ο ανταποδεικτικώς ερευνώμενος ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εγγραφή αυτή δεν είναι αληθής, αλλά εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απόλυσής του, διότι αυτό που όντως συνέβη είναι ότι ο ίδιος προέβη σε καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, λόγω βαρείας παράβασης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας πλέον, της υποχρέωσής της καταβολής προς αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του, αποδεικνύεται βάσιμος, διότι, πέραν της αποδειχθείσης επί μακρόν υπερημερίας των εναγομένων ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους αυτής, εξαιτίας της οποίας μέλη του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, του ως άνω ενάγοντος συμπεριλαμβανομένου, προέβησαν στις 19.2.2015 σε δήλωση επίσχεσης από την εργασία τους, επιστηρίζεται ιδίως από την προαναφερθείσα ένορκη κατάθεση του ………., συναδέλφου του/ναυτικού στο ίδιο πλοίο, ο οποίος καταθέτει ότι ο ενάγων δεν άντεξε να εργάζεται και να μην αμείβεται και κατήγγειλε τη σύμβασή του, καθώς και ότι είναι σύνηθες να μην αναγράφεται μία τέτοια καταγγελία στο ναυτικό φυλλάδιο του ναυτικού ως λόγος λύσης της εργασιακής του σύμβασης, εν γνώσει του ιδίου, καθόσον στην πράξη ουσιαστικά λειτουργεί αποτρεπτικά στους εργοδότες πλοιοκτήτες ή εφοπλιστές, για τις επόμενες ναυτολογήσεις του, όπερ ουδόλως βέβαια συμβάνει με την αναγραφή περί απόλυσής του «αμοιβαία συναινέσει». Γενεσιουργός, επομένως, αιτία λύσης της εργασιακής σύμβασης του ανωτέρω ενάγοντος ήταν η γενομένη εγγράφως καταγγελία αυτής από τον ίδιο και η αναγραφείσα στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτιολογία «αμοιβαία συναινέσει» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επομένως, εφόσον η σύμβαση ναυτολόγησής του καταγγέλθηκε από τον ίδιο, άνευ παραπτώματός του, δικαιούται κατά τα άρθρα 74 και 75 του ΚΙΝΔ, της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 76 του αυτού Κώδικα αποζημίωσης, ισόποσης με το μισθό του 15 ημερών, εφόσον η καταγγελία έλαβε χώρα στην ημεδαπή. Σημειωτέον ότι το ύψος του επιδικασθέντος για την αιτία αυτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ποσού δεν πλήττεται από τη δεύτερη εναγόμενη με τον ίδιο λόγο της έφεσής της ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς του, ενώ ο πρώτος ενάγων με τον έβδομο λόγο της δικής του έφεσης ισχυρίζεται ότι δεν έχει συμπεριληφθεί στο ποσό, που του επιδικάσθηκε για την αιτία αυτή, η ορθή αναλογία της αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, και, συνακόλουθα και των επιδομάτων εορτών, πλην όμως αβάσιμα, διότι, όπως κρίθηκε και από το παρόν Δικαστήριο, κατά το χρόνο της απόλυσής του, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού των παγίων και σταθερών μηνιαίων αποδοχών του, και συνακόλουθα της αποζημίωσης απόλυσης, όταν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αυτός τελούσε, ήδη από τις 19.2.2015, υπό καθεστώς επίσχεσης εκ της εργασίας του, και, επομένως, ουδόλως εργάσθηκε έκτοτε και στο εξής.

Ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, ήτοι εισφορές προς το ΙΚΑ, ασφαλιστικούς οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, ΟΑΕΔ, Εργατική Εστία, όπως και φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κ.λπ. Τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους. Αντικείμενο δηλαδή της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, ήτοι εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον κρατήσεις, τις οποίες, όπως σημειώθηκε, πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 346/2019, ΑΠ 2126/2007, ΑΠ 135/2003, ΑΠ 1271/2005, ΑΠ 1197/1998, ΑΠ 1107/1998, ΑΠ 1103/1998 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος κατά τις διατάξεις των άρθρων 655 και 341 του ΑΚ ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαρκούσης της σύμβασης διαστήματα, καταβάλλεται στο τέλος κάθε διαστήματος, εντόκως από τη δήλη αυτή ημέρα. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη της. Συνεπώς δήλη ημέρα καταβολής, με μόνη την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρο 345 εδαφ. α΄του ΑΚ), τάσσεται από τον νόμο σε κάθε περίπτωση ο χρόνος λύσης και της σύμβασης ναυτικής εργασίας, και η 21/12 για το επίδομα Χριστουγέννων εάν η σύμβαση ναυτικής εργασίας λυθεί ενωρίτερα (άρθρο μόνο παρ.11 της υπ’αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς», ΦΕΚ Β΄ 1/07.01.1982, βλ.σχετ. ΜονΕφΠειρ 138/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), ενώ η αποζημίωση απόλυσης δε θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από την όχληση και κατά πάσα περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 19/2016, ΕφΠειρ 603/2015, ΕφΠειρ 57/2015, 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011, 271). Κατ’ακολουθίαν των προεκτεθέντων ο πρώτος ενάγων δικαιούται εκ της σύμβασης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο να λάβει από τη δεύτερη εναγόμενη, που άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, το συνολικό ποσό των 29.251,49 ευρώ (1.248,37 ευρώ + 11.712,59 ευρώ  + 11.544,92 ευρώ + 2.147,32 ευρώ + 471,45 ευρώ + 1.413,02 ευρώ + 499,64 ευρώ + 214,18 ευρώ), έναντι του οποίου έχει εισπράξει από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας το ποσό των 18.679,43 ευρώ μικτά, καθώς και από το ΝΑΤ το ποσό των 6.239,73 ευρώ καθαρά, ήτοι συνολικά το ποσό των 24.919,16 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται από την ανωτέρω εναγόμενη η διαφορά ποσού 4.332,33 ευρώ (29.251,49 ευρώ – 24.919,16 ευρώ), κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της εναγομένης αυτής, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας της ανωτέρω ένστασης δεν έχει προσβληθεί με λόγο έφεσης από τους διαδίκους, και, συνεπώς, δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως απ’αυτό το ορισμένο της, ως προς το οποίο απαραδέκτως διατυπώνονται από τους ενάγοντες αιτιάσεις με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό, και όχι με λόγο έφεσης, βλ. σχετ. ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 758/2018 και ΑΠ 806/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επιπροσθέτως οφείλεται στον ανωτέρω ενάγοντα και το ποσό των 1.881,77 ευρώ, που αφορά στην αποζημίωση απόλυσής του. Σημειωτέον ότι αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού, επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών, και όχι στα καθαρά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η δεύτερη εναγόμενη με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της, που αφορά το συγκεκριμένο ενάγοντα. Εξ αυτών το ποσό των 4.332,33 ευρώ οφείλεται να του καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από της λήξης της σύμβασης εργασίας του, που έλαβε χώρα στις 30.6.2015, η οποία αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα καταβολής των αξιώσεων από τη σύμβαση εργασίας, με μόνη την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας, και όχι από την ημέρα, που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως αορίστως αναφέρεται στο διατακτικό της αγωγής, με παραπομπή στα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο, στο οποίο όμως ουδόλως γίνεται μνεία κατά την παράθεση εκάστου κονδυλίου συγκεκριμένου χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας του, ή έστω με παραπομπή στην κατά νόμο προβλεπόμενη δήλη ημέρα καταβολής του (του ποσού, που αφορά στο δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 συμπεριλαμβανομένου, παρότι αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 21.12.2015, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δηλαδή μεταγενέστερα της απόλυσης του πρώτου ενάγοντος, διότι ως προς αυτό απαγορεύεται με την απόφαση του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου να καταστεί δυσμενέστερη η θέση των εναγόντων διά του καθορισμού μεταγενέστερου χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας του, αφού η δεύτερη εναγόμενη με τη δική της έφεση δεν προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο των τόκων των επιδικασθέντων ποσών, ενώ οι ίδιοι με την έφεσή τους ισχυρίζονται – αβάσιμα κατά τα προεκτεθέντα – ότι εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορίσθηκε η ημερομηνία της απόλυσής τους ως χρονικό σημείο για την έναρξη της τοκοφορίας των ποσών που τους επιδικάσθηκαν, ενώ θα έπρεπε να τους επιδικασθούν τόκοι από προγενέστερο χρονικό σημείο, και δη από την ημέρα, που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό), το δε ποσό της αποζημίωσης απόλυσης από την επίδοση της αγωγής, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν είναι εν προκειμένω εκ των πραγμάτων εφικτός ο καθορισμός της τοκοφορίας εκάστου κονδυλίου από τότε που κατά το νόμο κατέστη αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και για τον πρόσθετο λόγο ότι με την πρωτόδικη απόφαση αφαιρέθηκε από το συνολικό ποσό της απαίτησης του ανωτέρω ενάγοντος εκ της σύμβασης ναυτολόγησής του (πλην του ποσού της αποζημίωσης απόλυσης) το συνολικά καταβληθέν σ’αυτόν ποσό από το ΝΑΤ και το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, και δεν καταλογίσθηκε (το ποσό των καταβολών) στα επιμέρους αγωγικά κονδύλια (αν και με την αγωγή προβλήθηκαν περισσότερες αξιώσεις του συγκεκριμένου ενάγοντος, διαφορετικής προέλευσης και θεμελίωσης από τη ναυτολόγησή του στο ανωτέρω πλοίο, και θα έπρεπε, για το ορισμένο και την πληρότητα του περιεχομένου της εν λόγω ένστασης, να διαλαμβάνονται στις προτάσεις της δεύτερης εναγομένης τα καταβληθέντα επί μέρους ποσά για κάθε μία από τις ένδικες αγωγικές αξιώσεις), χωρίς η κρίση αυτή της εκκαλουμένης να πλήττεται από τους διαδίκους, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς το ποσό, που εξακολουθεί να του οφείλεται από κάθε κονδύλιο ξεχωριστά, προκειμένου, ως προς αυτό, να καθορισθεί διαφορετικός χρόνος έναρξης της τοκοφορίας του. Αντίστοιχα το συνολικό ύψος των απαιτήσεων του δευτέρου ενάγοντος εκ της δικής του εργασιακής σύμβασης σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, που άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, ανέρχεται στο ποσό των 37.283,12 ευρώ (3.778,32 ευρώ + 27.060,51 ευρώ + 1.947,98 ευρώ + 619,99 ευρώ + 506,21 ευρώ + 456,96 ευρώ + 2.281,92 ευρώ + 631,23 ευρώ), πλέον του ποσού των 3.632,20 ευρώ, που αυτός δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, έναντι του οποίου εισέπραξε από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας το ποσό των 32.841,42 ευρώ μικτά, καθώς και από το ΝΑΤ το ποσό των 13.649,53 ευρώ καθαρά, ήτοι συνολικά το ποσό των 46.480,95 ευρώ, με αποτέλεσμα ουδέν ποσό να του οφείλεται από τη δεύτερη εναγόμενη, κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της τελευταίας, ως προς την οποία επίσης ισχύουν τα προεκτεθέντα.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν αμφότερες οι ένδικες εφέσεις δεκτές και κατ’ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή ακόμη και ως προς τα μη εκκληθέντα κεφάλαια αυτής, αλλά και ως προς αμφότερες τις εναγόμενες, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, α) όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη, που δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει 1) στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 6.892,09 ευρώ, διότι εκ του ποσού των 31.812,06 ευρώ (1.248,37 ευρώ + 14.161,98 ευρώ + 11.544,92 ευρώ + 2.147,32 ευρώ + 471,45 ευρώ + 1.531,86 ευρώ + 482,55 ευρώ + 223,61 ευρώ), που δικαιούται συνολικά αυτός να λάβει από την ανωτέρω εναγόμενη (κατόπιν παραδοχής της έφεσής του μόνον ως την κρίση της εκκαλουμένης επί των ποσών του υπό στοιχεία Α2 κονδυλίου της αγωγής, που αναφέρεται στις οφειλόμενες προς αυτόν αποδοχές κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του, ενώ ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια η έφεσή του απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να καταστεί τελεσίδικη, ούτε βέβαια μπορεί η ανωτέρω εναγόμενη να ωφεληθεί από την παραδοχή της έφεσης της απλής ομοδίκου της/δεύτερης εναγομένης), έχει εισπράξει το συνολικό ποσό των 24.919,16 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται από την ανωτέρω εναγόμενη η διαφορά (31.812,06 ευρώ – 24.919,16 ευρώ =6.892,9 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από 1.7.2015, καθώς και 2) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.782,07 ευρώ, διότι εκ του ποσού των 53.263,02 ευρώ (3.778,32 ευρώ + 35.500,18 ευρώ + 6.786,04 ευρώ + 619,99 ευρώ + 506,21 ευρώ + 650,71 ευρώ + 2.833,85 ευρώ + 639,74 ευρώ + 1.947,98 ευρώ), που δικαιούται συνολικά να λάβει αυτός από την ανωτέρω εναγόμενη, έχει εισπράξει από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας το ποσό των ευρώ 32.831,42 μικτά, καθώς και από το ΝΑΤ το ποσό των 13.649,53 ευρώ καθαρά, ήτοι συνολικά το ποσό των  46.480,95 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται από την ανωτέρω εναγόμενη η διαφορά (53.263,02 ευρώ –  46.480,95 ευρώ), κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης της πρωτοδίκως προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της εναγομένης αυτής, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, η επί της οποίας κρίση δεν πλήττεται από τους ενάγοντες με την έφεσή τους, κατόπιν παραδοχής της έφεσής του μόνον ως την απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης επί του υπό στοιχεία Β3 κονδυλίου της αγωγής, που αναφέρεται στην αμοιβή του για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ενώ ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια η έφεσή του απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να καταστεί τελεσίδικη, ούτε βέβαια μπορεί η ανωτέρω εναγόμενη να ωφεληθεί από την παραδοχή της έφεσης της απλής ομοδίκου της/δεύτερης εναγομένης), με το νόμιμο τόκο από την 29η.5.2015 (επομένη της λήξης της σύμβασης εργασίας του) μέχρι την εξόφληση, β) όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας ως προς τον πρώτο ενάγοντα, και να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει, εις ολόκληρον με την πρώτη, περιορισμένα διά του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, το ποσό των 4.332,33 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 1.7.2015, καθώς και απεριόριστα (όχι εις ολόκληρον με την πρώτη) το ποσό των 1.881,77 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσής του, με το νόμιμο τόκο από την 31η.12.2015, επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και ν’απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς αυτήν και το δεύτερο ενάγοντα. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι οι εναγόμενες θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στους ενάγοντες τα ανωτέρω ποσά, η δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, διά του εν λόγω πλοίου, και μέχρι την αξία αυτού, παρότι στα επιδικασθέντα ποσά περιλαμβάνονται κονδύλια, ως προς τα οποία το αγωγικό αίτημα έχει, κατά τα προεκτεθέντα, παραδεκτά τραπεί από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, αλλά και κονδύλια, που ανάγονται στο χρόνο, κατά τον οποίο είχε πλέον παύσει ο εφοπλισμός του πλοίου, εκτός από την αποζημίωση απόλυσης, και, επομένως, η δεύτερη εναγόμενη, δεν ήταν μόνον κυρία αυτού, ευθυνόμενη για τις απαιτήσεις εκ του εφοπλισμού του περιορισμένα, διά του πλοίου και μέχρι την αξία του, αλλά πλοιοκτήτρια, ενεχόμενη αυτή και μόνον απεριόριστα προς καταβολή τους, κατά τα αναφερόμενα στην πρωτόδικη απόφαση, καθώς τα ανωτέρω σφάλματα αυτής δεν έχουν προσβληθεί με λόγο έφεσης από τους διαδίκους, και, επομένως, οι αντίστοιχες κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να δύναται αυτό να τις εξετάσει και ν’αποφανθεί διαφορετικά μετά την αποδοχή των εφέσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια, τα οποία καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, εντός των οποίων, όμως, επίσης διακρατείται και εκδικάζεται εξαρχής η υπόθεση από το ίδιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Πλέον συγκεκριμένα, το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά παραδοχήν λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δε δεσμεύεται μεν πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 1344/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, που ηττήθηκαν εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, παρά την παραδοχή της έφεσης της δεύτερης εξ αυτών, μέρος της δικαστικής δαπάνης του πρώτου ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ο οποίος υπέβαλε σχετικό αίτημα, ανάλογη με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, ενώ η δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του δευτέρου ενάγοντος, ως προς την οποία η αγωγή του απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει να προκαταβάλει η πρώτη εφεσίβλητη της από 21.2.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/21.2.2018 και ……/27.2.2018) έφεσης, σε περίπτωση άσκησης εκ μέρους της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσης απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 21.2.2018  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/21.2.2018 και ……../27.2.2018) έφεση και β) την από 20.3.3018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./20.3.2018 και ……./21.3.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4409/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της από 21.2.2018  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21.2.2018 και ………./27.2.2018) έφεσης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη εφεσίβλητη κατά της  παρούσας απόφασης, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις αυτές.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της 29.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../29.12.2015) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή ως προς αμφότερες τις εναγόμενες όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα και ως προς την πρώτη εναγόμενη όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (6.892,09), με το νόμιμο τόκο από την 1η.7.2015, εκ των οποίων το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων τριάντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (4.332,33) εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγόμενη, και τη δεύτερη εναγόμενη, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, περιορισμένα διά του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, το ανωτέρω ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων τριάντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (4.332,33), με το νόμιμο τόκο από την 1η.7.2015 μέχρι την εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και επτά λεπτών (6.782,07), με το νόμιμο τόκο από την 29η.5.2015, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των χιλίων οκτακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (1.881,77), με το νόμιμο τόκο από την 31η.12.2015 μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του πρώτου ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000)

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του δευτέρου ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30-8-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ