Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 508/2019

Αριθμός 508/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται  να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην  μεν του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η υπόθεση ως εάν αυτός να ήταν παρών ή είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που  μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, επομένως η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών,  είχε συναχθεί δε  σε βάρος του τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας,  μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης,  να ακουστεί και να προβάλει στο Εφετείο  όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014,   ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 67/2016,  ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει, για τα ορισμένο της,  να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν  αυτήν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Κατά δε το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας είναι η ζημία του ενάγοντος, η ζημιογόνος συμπεριφορά του δράστη, δηλαδή πράξη ή παράλειψη αυτού παράνομη και υπαίτια, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με τη ζημία (ΑΠ 1190/2003 ΕλλΔνη 46. 391, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 45. 83, ΕφΠειρ 551/2015, ΕφΛαρ 668/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι κρινόμενες: α) από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2016 και β) από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2016 εφέσεις των πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων  που στρέφονται κατά της υπ΄ αριθμ. 3566/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 1, ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημειουμένου ότι για το παραδεκτό  τους, αφ ενός μεν όσον αφορά τον εκκαλούντα της υπό στοιχ.α έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση του νόμιμου παραβόλου του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, καθότι κρίθηκε ότι στο πρόσωπο του συντρέχουν οι προ’υ’ποθέσεις  για παροχή νομικής βοήθειας,  κατ άρθρο 1 του Ν.3226/2004 αφ ετέρου δε από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ.β έφεσης κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο του άρθρου 495 ΚΠολΔ, ποσού, κατά την άσκησή της,  διακοσίων (200) ευρώ.

Με την από 16.5.2014 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../23.6.2014 αγωγή της που άσκησε η ενάγουσα-εφεσίβλητη κατά των εναγόμενων-εκκαλούντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι οι τελευταίοι (εναγόμενοι) προέβησαν στην περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά και, ειδικότερα, ο πρώτος  απ αυτούς, στις 24.6.2012,  υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, σκότωσε  από πρόθεση  με την άμεση συνδρομή του δεύτερου,  κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στο δικόγραφο, τον ………, ο δε δολοφονηθείς ήταν το μοναδικό τέκνο της. Ισχυρίσθηκε  δε περαιτέρω ότι εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς  των εναγόμενων υπέστη ψυχική οδύνη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ως άνω ιστορικό ζητούσε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 1.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής της οδύνης, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί σε βάρος τους  προσωπική κράτηση, λόγω της αδικοπραξίας τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία,  εξέδωσε, ερήμην του δεύτερου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την προαναφερόμενη με αριθμό 3566/2015 απόφαση, με την οποία, αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, έκανε εν μέρει δεκτή αυτή ως βάσιμη και στην ουσία της, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 300.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.   Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες-εναγόμενοι με τις ένδικες εφέσεις τους και για τους λόγους που εκτίθενται σ αυτές, που συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας,  η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, …….., που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό,  πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολό της -μέσα στα όρια, βέβαια,  που καθορίζονται από την έφεση-, ανεξάρτητα αν είναι βάσιμοι κατ ουσίαν ο λόγοι της εφέσεως και αφού κρατηθεί προς εκδίκαση η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί περαιτέρω η ένδικη αγωγή, ως προς αυτόν, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα αλλά και οι ισχυρισμοί του τελευταίου. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η  κρινόμενη αγωγή είναι  καθ όλα ορισμένη, αφού σε αυτήν αναφέρονται όλα τα εκ του νόμου απαραίτητα στοιχεία, για την περί αδικοπραξίας βάση της,  σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προεκτεθείσα ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης (υπό στοιχ.ΙΙ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τον δεύτερο εκκαλούντα στην ένδικη έφεσή του. Είναι δε και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 346, 481, 914, 926,  932 εδ.γ, 46  και  299 ΠΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς τον ως άνω εναγόμενο,  κατά την τακτική διαδικασία, για να κριθεί αν είναι και ουσιαστικά βάσιμη, σημειουμένου ότι για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή του προσήκοντος τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, καθώς η ενάγουσα τυγχάνει δικαιούχος νομικής βοήθειας, και περαιτέρω να ερευνηθεί η υπό στοιχ.α έφεση  ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρο 533 ΚΠολΔ).

ΙΙΙΙ.  Για  τη στοιχειοθέτηση απλής συνέργειας κατά τον προ’ι’σχύσαντα ποινικό κώδικα και ήδη συνέργειας κατ άρθρο 47 του νέου ποινικού κώδικα  (Ν.4619/2019-ΦΕΚ Α 95/11.6.2019) απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. Η ψυχική συνέργεια συνεπώς συντελείται με παροχή συνδρομής όχι υλικής αλλά διανοητικής φύσεως, με την έννοια ότι ο συνεργός με τη συμπεριφορά του επενεργεί στον ψυχικό κόσμο του δράστη ( ΑΠ 1098/2011, ΑΠ 1616/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙV. Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561  παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Kατά το άρθρο δε 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005). ΄Ετσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΟλΑΠ 10/2017, ΑΠ 65/2019, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΠειρ 354/2016, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008, 67, ΕφΑθ1139/2007, ΕλλΔνη 2007, 885, Γεωργιάδη, σε:  ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές,Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).

Στην προκειμένη περίπτωση,  από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι , που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ),  χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είναι μητέρα του αποβιώσαντος, ………, γεννηθέντος στις 17.8.1975, που ήταν και το μοναδικό της τέκνο. Στις 24-6-2012, ο πρώτος των εναγομένων και ήδη εκκαλών της πρώτης έφεσης, κάτοικος τότε  Άγιου  Ιωάννη Ρέντη,  επί της οδού ………,  περί ώρα 6.00 πμ, εποχούμενος σε ένα δίκυκλο και μαζί με τα σκυλιά του, έφθασε στις αποθήκες της ………. που βρίσκονται στον ίδιο τόπο επί της παρόδου της ………… Εκεί, την ώρα εκείνη, βρίσκονταν και ο ανωτέρω   ……,  υπάλληλος της εταιρίας ………,  που είχε αναλάβει τη φύλαξη του ως άνω χώρου,  ο οποίος είχε έλθει πριν από μερικά λεπτά της ώρας προκειμένου να αλλάξει βάρδια με τον συνάδελφό του … …….., που είχε μόλις ολοκληρώσει τη δική του. Ο τελευταίος δε, είχε ξαναδεί τον πρώτο εναγόμενο στο παρελθόν, ο οποίος είχε ξανάρθει στον χώρο, ως διερχόμενος περαστικός μαζί με τα σκυλιά του και, ενίοτε, κουβέντιαζε μαζί με κάποιον άλλον υπάλληλο της ίδιας εταιρείας, ονόματι ……, περί του κοινού τους ενδιαφέροντος που αφορούσε την αγάπη τους για τα σκυλιά. Πριν από τρεις εβδομάδες, ο συγκεκριμένος υπάλληλος (………) είχε μεταφερθεί από τη διοίκηση της εταιρείας σε άλλο χώρο φύλαξης, στη ………, και τη θέση του στις αποθήκες της …….. είχε καταλάβει ο ………. Ο πρώτος εναγόμενος είχε αντιληφθεί αυτή την αλλαγή και την ημέρα εκείνη (24-6-2012), που είχε έλθει πάλι στις ως άνω αποθήκες, ρώτησε χαρακτηριστικά «ποιος έφαγε τον … ;». Ο …… απάντησε «εγώ» και στο άκουσμα της απάντησης ο πρώτος εναγόμενος  όρμησε προς αυτόν και τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Ο …… προσπάθησε να αμυνθεί στην αιφνιδιαστική επίθεση που δέχθηκε, προτάσσοντας τα χέρια του εμπρός του. Αμέσως επενέβησαν και οι λοιποί παρευρισκόμενοι υπάλληλοι της εταιρείας φύλαξης, ήτοι ο ανωτέρω . ….. και ο . …..,  οι οποίοι και χώρισαν τους δύο άντρες, προκειμένου να σταματήσει εκεί το συμβάν. Ο πρώτος εναγόμενος  αποχώρησε από τον τόπο και  οδηγώντας το δίκυκλό του επέστρεψε  στο σπίτι του. Εκεί βρισκόταν  ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών της δεύτερης έφεσης  φίλος του που τον ανέμενε. Όταν έφθασε στο σπίτι του, αισθάνθηκε ( ο πρώτος εναγόμενος) μειωμένος, χωρίς βέβαια δικαιολογημένη αιτία, επειδή δεν κατάφερε να χειροδικήσει σε βάρος του ……. και έτσι να τον τιμωρήσει επειδή πήρε τη θέση του φίλου του …….. Έτσι αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να σκοτώσει τον …………., προκειμένου να ικανοποιηθεί ο πληγωμένος του εγωισμός. Για το σκοπό αυτό πήρε ένα μαχαίρι από το σπίτι του, το οποίο είδε ο δεύτερος εναγόμενος  και αφού ενημέρωσε τον τελευταίο για το τι είχε συμβεί, του ζήτησε να τον ακολουθήσει, προκειμένου να τον βοηθήσει ώστε να εκτελέσει την ως άνω παράνομη πράξη του, προσέχοντας τα νώτα του, δεδομένου ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας φύλαξης ήταν τρεις και δεν μπορούσε μόνος του να τους αντιμετωπίσει, όπως είχε γίνει προηγουμένως, που τον απώθησαν. Ο δεύτερος  εναγόμενος  χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση και χωρίς να προσπαθήσει να μεταπείσει τον πρώτο, γνωρίζοντας πολύ καλά το τι σκόπευε να κάνει με το μαχαίρι που είχε πάρει, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτόν στην ένδικη έφεσή του, τον ακολούθησε ανεβαίνοντας μαζί του στο δίκυκλο, ως συνεπιβάτης. Όταν έφθασαν στις αποθήκες της .. ….., ο πρώτος εναγόμενος  μαζί με τον δεύτερο απ αυτούς εισήλθαν εντός του κλειστού χώρου υποδοχής των αποθηκών. Εκείνη την ώρα ο .. …… προσπαθούσε να ενημερώσει τηλεφωνικά την εταιρεία φύλαξης για το περιστατικό που είχε προηγηθεί και πριν προλάβει να το κάνει, του επιτέθηκε ο πρώτος εναγόμενος κρατώντας στο χέρι του ένα μαχαίρι και, αιφνιδιάζοντάς τον, άρχισε να τον χτυπά με τη λαβή του μαχαιριού στο πρόσωπο. Καθ’ ο χρόνο γινόταν αυτό, ο δεύτερος  εναγόμενος  βρισκόταν εντός του χώρου υποδοχής και στεκόταν μπροστά στη θύρα εισόδου, την οποία είχε κλείσει προηγουμένως, και με το ογκώδες σώμα του είχε φράξει την είσοδο και έξοδο  οποιουδήποτε επιθυμούσε να εισέλθει ή να εξέλθει απ’ αυτήν. Οι λοιποί παριστάμενοι υπάλληλοι, ήτοι οι ανωτέρω, που βρίσκονταν μπροστά και λοξά δεξιά του δεύτερου εναγόμενου,  απευθυνόμενοι προς αυτόν του είπαν να σταματήσει τον πρώτο εναγόμενο από αυτό που έκανε, πιθανολογώντας ότι, αν συνέχιζε, θα τον σκότωνε. Τότε εκείνος όχι μόνο δεν απέτρεψε τον πρώτο εναγόμενο να συνεχίσει την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του,  αλλά αντίθετα  τους απάντησε «μην ανακατεύεστε γιατί θα πάθετε και εσείς τα ίδια». Έτσι ο πρώτος εναγόμενος  συνέχισε να χτυπά τον ………, υπό τα όμματα του δεύτερου εναγόμενου και των λοιπών υπαλλήλων, οι οποίοι φοβούμενοι αυτούς  (εναγόμενους) δεν επενέβησαν ώστε να σώσουν το συνάδελφό τους,   ώσπου ο τελευταίος έπεσε κάτω και ο πρώτος εναγόμενος βρισκόμενος σε θέση από πάνω του, τού είπε, «θα σε σκοτώσω» και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με το μαχαίρι που κρατούσε τον έπληξε στο λαιμό και στο θώρακα, προκαλώντας του βαρύτατες  σωματικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων αυτός απεβίωσε. Ο πρώτος εναγόμενος  ενήργησε και κατά τη λήψη αλλά και κατά την τέλεση της πράξης του σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ήτοι χωρίς ψυχική υπερδιέγερση, που να τον εμποδίζει να σταθμίσει τα αίτια της πράξης του και τη συγκράτησή του. Δεν προκλήθηκε από τον παθόντα, αφού ο τελευταίος δεν τον χτύπησε, οι δε όλως ελαφρές σωματικές βλάβες που διαπιστώθηκαν στον πρώτο εναγόμενο,  κατά την ιατροδικαστική εξέτασή του, οφείλονται στην ίδια του την πράξη και υπέστη αυτές κατά την προσπάθειά του να σκοτώσει τον ………. Αν,  δε, ο παθών είχε χτυπήσει τον πρώτο εναγόμενο, αυτός θα είχε υποστεί σωματικές βλάβες στο πρόσωπο και στην κοιλιά, που συνήθως προκαλούνται  στον δεχόμενο επίθεση. Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι  τόσο ο ισχυρισμός  του πρώτου εναγόμενου περί προκλήσεώς του από το θύμα όσο και η προταθείσα στην κρινόμενη έφεσή του νόμιμη ένσταση του δεύτερου εξ αυτών (άρθρο 300 ΑΚ) περί συντρέχοντος πταίσματος του ως άνω οικείου της ενάγουσας στην σε βάρος του επίθεση από τον πρώτο εναγόμενο που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατό του. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά  αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος τέλεσε ανθρωποκτονία από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σε βάρος του ………, με τη χρήση μαχαιριού, χωρίς ουδόλως να προκληθεί από τον τελευταίο, ως ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων στην κρινόμενη από 22.4.2016 έφεση του πρώτου εκκαλούντος. Η  δε συμμετοχή του δεύτερου των εναγομένων, ο οποίος, ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων με την παρουσία του παρείχε ψυχική συνδρομή, ενισχύοντάς τον πρώτο εναγόμενο στην πραγμάτωση της παραπάνω  παράνομης πράξης του (ανθρωποκτονίας από πρόθεση) που τέλεσε σε βάρος του οικείου της ενάγουσας,  με βάση και τα προαναφερόμενα στην οικεία  μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙΙ) είναι αυτή του απλού συνεργού του προ’ι’σχύσαντος ποινικού κώδικα και ήδη συνεργού του άρθρου 47 του νέου ποινικού κώδικα. Σημειωτέον ότι σε  βάρος των ως άνω εναγόμενων και σε σχέση με τα όσα διαδραματίσθηκαν στις 24.6.2012, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας για τον πρώτο εναγόμενο και της  άμεσης συνέργειας  στην ανθρωποκτονία από πρόθεση για τον δεύτερο. Κατά την εκδίκαση των σε βάρος τους ως άνω κατηγοριών, με την με αριθμό 163-164-165-166/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά κρίθηκαν ένοχοι των ανωτέρω πράξεων και επιβλήθηκε στον πρώτο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, για την πρώτη πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ  (18) μηνών, για τις υπόλοιπες πράξεις, στον δε δεύτερο  επιβλήθηκε η ποινή πρόσκαιρης  κάθειρξης δέκα πέντε (15) ετών. Μετά από την ασκηθείσα  απ αυτούς έφεση, εκδόθηκε η 53,67,90,91/2018 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς,  με την οποία κρίθηκαν εκ νέου  ένοχοι ο μεν ο πρώτος εναγόμενος για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση καθώς γι αυτή  της παράνομης οπλοχρησίας  (για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας έπαυσε υφ όρον η ασκηθείσα κατ αυτού ποινική δίωξη, κατ άρθρο 8 του Ν.4411/2016), ο δε δεύτερος για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία από πρόθεση που τέλεσε ο πρώτος, κατ επιτρεπτή μεταβολή της σε βάρος του αρχικής ως άνω κατηγορίας, αναγνωρίσθηκε σε αμφότερους η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ και  επιβλήθηκε στον πρώτο απ αυτούς κάθειρξη 20 έτη για την πρώτη πράξη και 8 μήνες για τη δεύτερη και στο δεύτερο ποινή καθείρξεως 12 έτη. Κατόπιν τούτου, απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το υποβαλλόμενο  με την ένδικη έφεσή του αίτημα του δεύτερου εναγόμενου για αναβολή της δίκης, κατ άρθρο 250 ΚΠολΔ μέχρι την περάτωση της σχετικής ποινικής διαδικασίας και δη την έκδοση της προαναφερόμενης ως άνω τελεσίδικης απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς (που προσκομίζεται από την ενάγουσα σε απόσπασμα), πέραν του ότι και ανεξαρτήτως της εκδόσεως της τελευταίας, το παρόν Δικαστήριο και από τα λοιπά ως άνω  αποδεικτικά στοιχεία, μπορούσε να μορφώσει  εδραία δικανική πεποίθηση για την ουσία της διαφοράς και την αδικοπρακτική ως άνω συμπεριφορά των εναγόμενων, χωρίς να είναι απαραίτητη η αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας ως προς τα ανωτέρω αδικήματα, για τα οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, μητέρα του θανόντος, συνδέονταν με αυτόν, όσο ζούσε, με αισθήματα αγάπης και στοργής. Η τελευταία υπέστη έντονη θλίψη και στενοχώρια από την άδικη πράξη των εναγομένων και  περιήλθε σε δεινή ψυχολογική κατάσταση, βιώνοντας την απώλεια ενός αγαπημένου της προσώπου και δη του μονάκριβου γιου της,   ηλικίας, κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η ως  αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων  μόλις 37 ετών, που ήταν  υγιέστατος, ακέραιος ηθικά και ιδιαίτερα αγαπητός από το οικογενειακό και εργασιακό του περιβάλλον. Δικαιούται αυτή, συνεπώς,  ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙV νομικής σκέψης, να αξιώσει από  καθένα από τους εναγόμενους χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση  της ψυχικής οδύνης που αυτή υπέστη  και δη το ποσό των 100.000 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο και 60.000 ευρώ από το δεύτερο απ αυτούς. Τα εν λόγω ποσά κρίνονται εύλογα,  λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙV) και συγκεκριμένα των επί μέρους άδικων πράξεων καθενός από τους εναγόμενους,  του βαθμού του πταίσματος αυτών, των συνθηκών υπό τις οποίες έγιναν οι ως άνω άδικες πράξεις, της έλλειψης οιουδήποτε πταίσματος του οικείου της ενάγουσας στην πρόκληση αυτών, των συνεπειών των πράξεών τους, του βαθμού συγγένειας της ενάγουσας με το θύμα, του μεγέθους της γενομένης προσβολής της ενάγουσας, της θλίψης και της στενοχώριας που αυτή δοκίμασε καθώς   και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (κάκιστης, ενόψει του ότι οι διάδικοι είναι άνεργοι), ενώ  η καταβολή των ποσών αυτών είναι  σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ` αυτήν. Τυχόν μεγαλύτερο ποσό και δη το αιτούμενο από την ενάγουσα ποσό του 1.000.000 ευρώ  θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση των εναγομένων με αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό της ενάγουσας και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως  με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας.

Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν, να υποχρεωθεί  ο πρώτος εναγόμενος  να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης την οποία υπέστη το ποσό των 100.000 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου στο ως άνω ποσό αυτού  των 40 ευρώ το οποίο  της επιδικάσθηκε τελεσίδικα  για την ίδια αιτία από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, στο οποίο παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα  σε βάρος του  πρώτου εναγόμενου,  ο δε δεύτερος, για την ως άνω αιτία,  το ποσό των 60.000 ευρώ, τα εν λόγω δε ποσά  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του  υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα  ως χρηματική της ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη το ποσό των 300.000 ευρώ,  έσφαλε διότι λανθασμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.  Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της κρινόμενης υπό στοιχ.α από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……έφεσης να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή  ως και ουσιαστικά βάσιμη  και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και ως προς αυτόν  στο σύνολό της και δη αναγκαίως  και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης.  Και τούτο διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ` και 191 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο, που εξαφανίζει είτε εν όλω είτε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικώς επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει τα δικαστικά έξοδα για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου (ΑΠ 192/1998, δημοσιευμένη στη Νόμος). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για κατ’ ουσίαν έρευνα,  πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή  η ένδικη από 16.5.2014 και με αριθμό καταθέσεως  ΓΑΚ/ΕΑΚ/….. αγωγή, ως βάσιμη και κατ ουσίαν, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα ο  μεν πρώτος, …….., το ποσό των 100.000 ευρώ, ο δε δεύτερος, …………, το ποσό των 60.000 ευρώ,  τα εν λόγω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Μέρος, τέλος, των δικαστικών εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, από τα οποία απαλλάχθηκε η ενάγουσα, ως δικαιούχος νομικής βοήθειας,  ως και η αποζημίωση του δικηγόρου της, με την οποία κατά νόμο βαρύνεται το Ελληνικό Δημόσιο, θα επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της εν μέρει ήττας τους στη δίκη, επιδικαζόμενα, όμως, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (178 παρ.1,  183,  191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 12 Ν.3226/2004), ως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό,  ενώ  θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2016 εφέσεως που έγινε δεκτή στον ως άνω δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2016 και β) από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2016 εφέσεις κατά της υπ΄ αριθμ. οριστικής 3566/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ, στο σύνολό της, την με αριθμό 3566/2015 απόφαση του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 16.5.2014 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2014 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, τον δε δεύτερο το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ,  τα εν λόγω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων  της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας,  που επιδικάζονται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, το ύψος των οποίων ορίζει σε οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου από τον εκκαλούντα της από 22.4.2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2016 εφέσεως, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ στον τελευταίο. .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   25 Ιουνίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   9 Σεπτεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία -Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Ελένη Τοπούζη, Εφέτες και με Γραμματέα τη Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξουσίων δικηγόρων και της δικαστικής πληρεξουσίας.

O ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ