Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 503/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως     503/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

          Ι. Εισάγονται προς συζήτηση: 1α) η από 5.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ../…./5.2.2018) , 1β) το από 20.9.2018 δικόγραφο πρόσθετων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ …/2018  ΕΑΚ …./2018) καθώς και 2α) η από 2.2.2018 έφεση (ΓΑΚ …/ΕΑΚ …./5.2.2018) και 2β) το από 7.1.2019 δικόγραφο πρόσθετων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ …./2019 και ΕΑΚ …./2019). Οι ανωτέρω εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι στρέφονται κατά της υπ΄αριθ. 4914/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την από 19.01.2015 (ΓΑΚ/ΑΚ ………./2015) αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών καθώς και κατά της συνεκκαλουμένης μη οριστικής υπ’ αριθ. 3897/2015 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, παρόλο που δεν απευθύνονται ρητώς εναντίον της (αρθ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ), και πρόδηλον είναι ότι πρέπει να συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ). Οι υπό κρίσεις εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της τελευταίας καθόσον δεν προκύπτει επίδοσή της. Ομοίως, οι πρόσθετοι λόγοι έχουν ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επίδοση αυτού, στον αντίδικο εκάστου, τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση της εφέσεως (αρθ. 520 παρ. ΚΠολΔ-βλ. …..΄/24.9.2018 και …..΄/7.1.2019 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών  ……. και  …………, αντιστοίχως), αφορούν δε κεφάλαια της εκκαλουμένης που έχουν προσβληθεί με τις εφέσεις.  Πρέπει επομένως οι εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι να γίνουν τυπικώς δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 495επ, 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή και κατά προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων εξέθεσε τα ακόλουθα: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίσθηκε στις 22.09.2000, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του Επίκουρου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «Σ.», που εκείνη την εποχή ανήκε στην εταιρία «……», φέρουσα πλέον την επωνυμία « ………..» και εφοπλίζετο απ’ αυτή. Από την πρόσληψή του και μέχρι τις 26-9-2000, δηλαδή επί πέντε συνολικά ημέρες, παρείχε κανονικά την εργασία του επί του πλοίου. Στις 26-09-2000, το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά για να εκτελέσει το δρομολόγιο «Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Εύδηλος – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου – Λειψοί». Όμως, κατά την προσέγγιση στη νήσο Πάρο προσέκρουσε με όλη του την ταχύτητα στις ευρισκόμενες έξωθεν του λιμένος αυτής βραχονησίδες «Πόρτες», με αποτέλεσμα μετά από λίγη ώρα να βυθιστεί, υπό τις συνθήκες που αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή. Το ναυάγιο αυτό προκλήθηκε από ενδεχόμενο δόλο άλλως ενσυνείδητη αμέλεια των προστηθέντων οργάνων της πλοιοκτήτριας, εξαιτίας των υπαίτιων πράξεων και παραλείψεών τους, όπως αυτές ειδικότερα περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής. Ισχυρίζεται επίσης ότι το εν λόγω ναυάγιο προκλήθηκε εξαιτίας των αναφερόμενων παραβάσεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για την ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος των πλοίων. Ο ενάγων διασώθηκε μεν αλλ’ εξαιτίας του τρόμου και της ψυχικής ταλαιπωρίας που βίωσε κατά το ναυάγιο υπέστη σοβαρότατο κλονισμό της ψυχικής του υγείας, βαρύτατης μορφής κατάθλιψη και ψυχωσική συνδρομή, εξαιτίας των οποίων κατέστη ανίκανος προς εργασία, η ανικανότητά του δ’ αυτή είναι μόνιμη και διαρκής, εξέλιξη που διαγνώσθηκε μεταγενέστερα του ναυαγίου, αρχικώς το έτος 2001 και οριστικώς το έτος 2004. Την 1-11-2000 προέβη στην κατάρτιση συμβιβασμού ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με την εναγομένη, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκλήθηκε εξαιτίας της ψυχικής δοκιμασίας στην οποία υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ναυαγίου και των συνθηκών επιβιώσεώς του από αυτό. Δυνάμει του ανωτέρω συμβιβασμού, ο οποίος περιέχεται στα υπ’ αριθ. 203/2000 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πειραιώς οποίου εισέπραξε το καθαρό ποσό του 1.700.000 δρχ.  παραιτούμενος ταυτόχρονα από οποιαδήποτε άλλη αξίωσή του από το ένδικο ναυάγιο. ‘Ομως, κατά το χρόνο του ανωτέρω συμβιβασμού, αφενός αγνοούσε ότι τα προβλήματα στην ψυχική του υγεία δεν ήταν παροδικά αλλά μόνιμα κι ότι θα εξελίσσονταν έτσι ώστε να καταστεί ανίκανος για εργασία, αφετέρου η εναγομένη του είχε δημιουργήσει την πεποίθηση δια του εκπροσώπου της ότι έχει υπογράψει ένα απλό πρακτικό συμβιβασμού με την εταιρεία που αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου, κι ότι εάν υπέγραφε τον συμβιβασμό θα τον επαναπροσλάμβανε και θα τον στήριζε οικονομικά. Όταν αργότερα, λόγω του ως άνω ναυαγίου, εκδηλώθηκαν περαιτέρω προβλήματα στην ψυχική του υγεία, τα οποία δεν θεραπεύονταν από την φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε, η εναγομένη, επικαλούμενη τον συμβιβασμό, αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. ΄Ομως, ο καταρτισθείς συμβιβασμός αφορά στην αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης μόνο για την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη κατά τη νύκτα του ναυαγίου και δεν καταλαμβάνει και τις ένδικες αξιώσεις του, δηλαδή την ηθική του βλάβη  και την απώλεια εισοδήματος από τη βλάβη της υγείας του και την εξ αυτής μόνιμη και πλήρη ανικανότητά του προς εργασία, καθόσον αυτός κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού δεν γνώριζε ποια ήταν η πραγματική κατάσταση της υγείας του, η δε ανωτέρω δυσμενής εξέλιξη αυτής διαπιστώθηκε σε μεταγενέστερο του συμβιβασμού χρόνο, αρχικά τον Ιούλιο 2001, όταν νοσηλεύθηκε στην ψυχιατρική κλινική “………..” με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και οριστικά το έτος 2004, όταν  διαπιστώθηκε αφενός το μη αναστρέψιμο της παθήσεώς του αφετέρου η πλήρης και μόνιμη ανικανότητά του προς εργασία ,  όλα δε τα ανωτέρω δεν ήταν γνωστά ούτε ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν κατά το χρόνο καταρτίσεως του ανωτέρω συμβιβασμού. Εξαιτίας της ανωτέρω απρόβλετης δυσμενούς εξελίξεως της υγείας του, υπέστη περαιτέρω ηθική βλάβη, πέραν εκείνης στην οποία αφορά ο συμβιβασμός, για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, καθώς και περαιτέρω ζημία συνιστάμενη στην απώλεια εισοδήματος. Η ανωτέρω άρνηση της εναγομένης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της με το πρόσχημα του συναφθέντος συμβιβασμού αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (άρθρο 281 Α.Κ.), καθόσον αυτή εκμεταλλεύτηκε τη θέση ισχύος της, την αδυναμία του να διαπραγματευθεί και την διαταραγμένη ψυχολογική του κατάσταση. Επιπλέον ο συμβιβασμός είναι άκυρος ως αντίθετος στις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών  γιατί κατά το χρόνο συνάψεώς του δεν είχαν διαγνωσθεί οι προαναφερόμενες δυσμενείς συνέπειες που το ναυάγιο προκάλεσε στην υγεία του, τις οποίες εάν ο ίδιος γνώριζε δεν θα προέβαινε στον ανωτέρω συμβιβασμό αλλά η εναγομένη τον επικαλείται για να αποφύγει την ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεών του Περαιτέρω ο συμβιβασμός είναι άκυρος για τους κάτωθι λόγους: α) διότι οι ένδικες αξιώσεις του δεν ήταν γνωστές κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού κι επομένως δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συνεπώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι παραιτήθηκε από αυτές, διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη μονομερή παραίτηση από αξίωση, β)  διότι το καταβληθέν ποσό του συμβιβασμού υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 15% των αξιώσεών του, γ) διότι κατά το χρόνο κατάρτισής του τελούσε σε τέτοια ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και τον καθιστούσε ανίκανο για την κατάρτισή του και δ) επειδή ο συμβιβασμός συνήφθη λόγω πλάνης που του δημιούργησε η εναγομένη με την ανωτέρω περιγραφείσα συμπεριφορά της, η οποία πλάνη διήρκησε έως το τέλος του έτους 2004.

Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή το ποσό των 19.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει επιπλέον για την ίδια αιτία ποσό 481.000 ευρώ καθώς και τα στην αγωγή αναφερόμενα ποσά για διαφυγόν εισόδημα από τις αρχές του έτους 2001 και επί 14 έτη καθώς και για μελλοντική θετική ζημία (απώλεια εισοδημάτων για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής), όλα τα ποσά  νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της από 13/09/2005 όμοιας αγωγής του, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επικουρικά και σε περίπτωση που κριθεί ότι ο συμβιβασμός εκτείνεται και στις ανωτέρω αξιώσεις του, να αναγνωριστεί η ακυρότητα αυτού για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους άλλως να κηρυχθεί αυτός άκυρος και συνακόλουθα να γίνει δεκτή η αγωγή κατά τα ανωτέρω αιτήματα. Τέλος, ζήτησε να απαγγελθεί κατά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας και ως μέσον εκτελέσεως και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά έξοδα. Επικουρικότερα ζήτησε τα ανωτέρω ποσά λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Η συνεκκαλουμένη  υπ’ αριθ. 3897/2015 απόφαση, κρίνοντας μεταξύ άλλων ότι η αγωγή είχε βάση και από το άρθρο 179 ΑΚ (ακυρότητα του ένδικου  συμβιβασμού ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας), με οριστικές διατάξεις της απέρριψε α) ως μη νόμιμη την αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, β) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από το άρθρο 140 ΑΚ βάση της αγωγής (ακύρωση του ένδικου συμβιβασμού λόγω πλάνης) λόγω αποσβέσεως του σχετικού δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 157 Α και γ) ως απαράδεκτη την αξίωση για ακύρωση του συμβιβασμού ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την υπ’ αριθ. 5396/2006 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκρινε την από  13-9-2005 όμοια αγωγή του ενάγοντος και απέρριψε αυτή λόγω αοριστίας δεδομένου ότι και στην υπό κρίση αγωγή η ανωτέρω αξίωση παρίσταται καθ’ όμοιο τρόπο αόριστη για τους αναφερόμενους στην εκκαλουμένη λόγους.  Περαιτέρω, απέρριψε την περί αοριστίας ένσταση που πρότεινε η εναγομένη, έκρινε την αγωγή νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 3, 71, 130, 131, 180, 211, 281, 288, 297, 298, 299, 341, 345, 346, 361, 648 επ., 871, 872, 914, 922, 926, 929, 930, 932 του ΑΚ, 70, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ και 1047 ΚΠολΔ,  53 επ., 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., 1, 2, 3, 4 και 14 Κ.Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25-8-1920 Β.Δ. και ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρ. 38 Εισ.Ν.Α.Κ.) και έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 66 του Κ.Ι.Ν.Δ., και επί ναυτικών ατυχημάτων και της οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και ακολούθως, αφού εκτίμησε τις αποδείξεις, έκρινε ότι αποκλειστικώς υπαίτιοι της προκλήσεως του ένδικου ναυαγίου είναι οι αναφερόμενοι προστηθέντες υπό της εναγομένης και αυτή η ίδια η εναγομένη. Στη συνέχεια, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος και οι εξ αυτής συνέπειες, διέταξε πραγματογνωμοσύνη. Μετά τη διεξαγωγή αυτής, η αγωγή συζητήθηκε εκ νέου και η εκκαλουμένη υπ΄αριθ.4914/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αφού έκρινε ότι ο ενάγων πάσχει από ψυχωσική συνδρομή με συναισθηματικούς συντελεστές-σχιζοφρένεια  υπολειμματικού τύπου εξαιτίας της οποίας κατέστη ανίκανος για εργασία, πάθηση που συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ναυάγιο και αποτελεί απρόβλεπτη δυσμενή εξέλιξη της υγείας του αφού δεν ήταν προβλέψιμη ούτε γνωστή σε κανέναν κατά το χρόνο συνάψεως του ένδικου συμβιβασμού, δέχθηκε κατ΄ουσίαν την αγωγή για το ποσό των 113.800 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 100.000 ευρώ και σε αποζημίωση λόγω διαφυγόντος εισοδήματος ποσού 13.800 ευρώ, απορρίπτοντας την αξίωση για διαφυγόν εισόδημα χρονικού διαστήματος πέραν των 69 μηνών από το έτος 2001 ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω παραγραφής, κατ’ αποδοχή σχετικής ενστάσεως της εναγομένης. Προηγουμένως, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής που πρότεινε η εναγομένη εναντίον και των λοιπών ενδίκων αξιώσεων κρίνοντας , κατ΄αποδοχή της σχετικής αντενστάσεως του ενάγοντος, ότι αυτή έχει διακοπεί με την άσκηση της από 13-9-2005 αγωγής (αριθ.κατ. …../2005), της από 8-1-2010 αγωγής και της από   27-10-2014 αγωγής. Επίσης, απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την αγωγή ως προς τη βάση της για αναγνώριση της ακυρότητας του συμβιβασμού λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του ενάγοντος καθώς και ως  προς τη βάση της για ακύρωση του ένδικου συμβιβασμού ως αντίθετου στα χρηστά ήθη και ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας (παρόλο που η τελευταία αυτή βάση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη από τη συνεκκαλουμένη απόφαση), κεφάλαια της εκκαλουμένης κατά των οποίων δεν υπάρχουν λόγοι εφέσεως. Επίσης απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση της εναγομένης. Τέλος, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για ποσό 10.000 ευρώ, απείλησε σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης προσωπική κράτηση ως μέσον εκτελέσεως και καταδίκασε την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος ποσού 2.500 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (και της συνεκκαλουμένης) ώστε κατά τον μεν εκκαλούντα-ενάγοντα να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή του κατά δε την εκκαλούσα-εναγομένη να απορριφθεί αυτή καθ’ολοκληρία.

Ειδικότερα, ο ενάγων-εκκαλών με την έφεσή του παραπονείται α) για το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως που επιδικάσθηκε και που αναγνωρίσθηκε ότι οφείλεται αιτούμενος το ποσό των 500.000 ευρώ β) για το ύψος του επιδικασθέντος ποσού για διαφυγόν εισόδημα των 69 μηνών από το έτος 2001 αιτούμενος ποσό 48.000 ευρώ και όχι 13.800 ευρώ που έκρινε η εκκαλουμένη γ) για την αποδοχή της περί παραγραφής ενστάσεως που αφορά την αξίωσή του για διαφυγόν εισόδημα του μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος,  με τον πρόσθετο δε λόγο παραπονείται για εσφαλμένη έναρξη της τοκοφορίας από 24-9-2015 ενώ το ορθό είναι  24-9-2005. Κατά των απορριπτικών κρίσεων και διατάξεων της εκκαλουμένης και της συνεκκαλουμένης σχετικά με τις βάσεις της αγωγής που αφορούν αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακυρότητα του ένδικου συμβιβασμού λόγω αδικοπρακτικής ανικανότητας του ενάγοντος, πλάνης, αντίθεσης στα χρηστά ήθη και καταπλεονεκτικής φύσεως αυτού  (συμβιβασμού) δεν υπάρχουν λόγοι εφέσεως.

Η δε εναγομένη-εκκαλούσα με τους 21 λόγους της εφέσεώς της και τους δύο πρόσθετους λόγους αφενός επαναφέρει τις πρωτοδίκως προταθείσες ενστάσεις της περί αοριστίας της ένδικης αγωγής (1ος και 2ος), δεδικασμένου (3ος), αποσβέσεως (4ος και 11ος),  παραγραφής (5ος και πρόσθετοι λόγοι), εξοφλήσεως και συμβιβασμού (9ος) και τέλος, καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος (20ος), ενώ με τους λοιπούς λόγους εφέσεως πλήττει την ουσιαστική κρίση της εκκαλουμένης παραπονούμενη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο τέταρτος λόγος της εφέσεως της εκκαλούσας-εναγομένης αλυσιτελώς προβάλλεται γιατί η εκκαλουμένη και η συνεκκαλουμένη απέρριψαν την αγωγή ως προς την από το άρθρο 140 ΑΚ βάση της λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 157 ΑΚ και εσφαλμένως η εκκαλούσα υπολαμβάνει το αντίθετο.

ΙV. Α. Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38§1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16§1 του κ.ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι` αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (Ολ ΑΠ 1117/1986).  Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16§1 του κ.ν. 551/1915. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του ζημιώσαντος. Η αμέλεια, εξάλλου, συνίσταται στη μη καταβολή της δέουσας προσοχής και επιμέλειας, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 922 ΑΚ “ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος, ΑΠ 876/2014).

Β. Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με την σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η σύμβαση αυτή θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ). Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Ειδικά, για τα δικαιώματα του εργαζόμενου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό, ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό όπου, όμως, υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές, στην περίπτωση δε αυτή, δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5§3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι, έτσι, αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης (ΑΠ 133/2016 βλ. και ΑΠ 80/2016, 955/2018  – “Νόμος”). Η σύμβαση συμβιβασμού είναι υποχρεωτική για τους συμβαλλομένους, που σημαίνει ότι τα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκαν με το συμβιβασμό και αν κάποιο από τα μέρη τις προβάλλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με την ανατρεπτική ένσταση της σύναψης συμβιβασμού. Δηλαδή με το συμβιβασμό τερματίζεται οριστικά η διαφορά και δεν μπορεί πλέον να λυθεί με διαφορετικό τρόπο η έννομη σχέση που ρυθμίστηκε με αυτόν, το δε δικαστήριο, αν προταθεί η ένσταση του συμβιβασμού, οφείλει να διατυπώσει το διατακτικό της απόφασής του, σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού (ΑΠ 617/2016 – “Νόμος”).

Γ. Από τον συνδυασμό των άρθρων 914,  932 , 297, 298 ΑΚ προς τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, ότι το δεδικασμένο το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει στον παθόντα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη περαιτέρω αποζημιώσεως και πρόσθετης χρηματικής ικανοποιήσεως πάλι λόγω ηθικής βλάβης. Τούτο, όμως, προϋποθέτει απρόβλεπτη, δυσμενή εξέλιξη της υγείας του (ήτοι μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες και επιπλοκές), δηλαδή στηρίζεται σε περιστατικά μιας ήδη επελθούσας στο παρελθόν ζημιογόνου αιτίας, τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ` όψη στην προηγούμενη δίκη, γιατί δεν ήσαν αντικειμενικώς διαγνωστά και η επέλευσή των δεν ήταν προβλεπτή, από την αρχή, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης. Επομένως, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αποφάσεως, η οποία εξεδόθη επί της πρώτης αγωγής του παθόντος, οι δυσμενείς συνέπειες, που αποτελούν επιδείνωση της υπάρχουσας καταστάσεως της υγείας αυτού και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από την αρχή ότι θα επέλθουν κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δηλαδή δεν μπορούσε κανείς να υπολογίσει κατά το πέρας της προφορικής συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου δικαστηρίου (AΠ 51/2011 – “Νόμος” για την ηθική βλάβη και  ΑΠ 637/2017 για την υλικη ζημία). ΄Ομοια αντιμετώπιση γίνεται δεκτή και στην περίπτωση κατά την οποία, μετά τη σύναψη του κατ΄άρθρο 871 ΑΚ συμβιβασμού μεταξύ υπαιτίου και παθόντος σε ατύχημα (τροχαίο ή εργατικό/ναυτικό), με τον οποίο έχει ρυθμιστεί καθολικά η διαφορά μεταξύ των μερών, επέρχονται συνέπειες δυσμενείς που συνήθως βρίσκονται έξω από την κανονική ανθρώπινη πρόβλεψη, τις οποίες τα μέρη, κατά το χρόνο συνάψεως του συμβιβασμού, δεν μπορούσαν να σκεφτούν και να προβλέψουν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κι ακολούθως να προσαρμόσουν στην εξέλιξη αυτή το περιεχόμενο του συμβιβασμού. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο παθών έχει δικαίωμα να αναζητήσει περαιτέρω ζημία του και νέα ηθική βλάβη για της μεταγενέστερες του συμβιβασμού και απρόβλεπτες, δυσμενείς στην υγεία του, συνέπειες του ατυχήματος εφόσον υπάρχει μια κραυγαλέα διάσταση μεταξύ του ποσού του συμβιβασμού και της ζημίας ώστε η απόκρουση στον ζημιωθέντα περαιτέρω αξιώσεως αποζημιώσεως, λόγω του ήδη γενόμενου συμβιβασμού, να αποτελεί μεγάλη σκληρότητα, η οποία αντίκειται στην καλή πίστη (ΕφΔωδ 117/2015, ΕφΠειρ. 340/2014 – “Νόμος”, βλ. και Κρητικό Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα σελ. 837 επ με παραπομπές στη διεθνή βιβλιογραφία).

Με την ένδικη αγωγή, ο ενάγων, παθών εργαζόμενος ναυτικός στο πλοίο “Σ” που βυθίστηκε το έτος 2000 έξωθεν του λιμένος Πάρου, ισχυριζόμενος αφενός ότι το ναυάγιο προκλήθηκε από ενδεχόμενο δόλο  άλλως βαρεία αμέλεια των προστηθέντων υπό της εργοδότριάς του -εναγομένης – προσώπων αλλά και αυτής της ίδιας της εναγομένης καθώς και ότι αυτό επήλθε εξαιτίας του ότι δεν τηρήθηκαν οι αναφερόμενες νομικές διατάξεις για την προστασία των εργαζομένων  αφετέρου ότι , μετά τον αναφερόμενο συμβιβασμό που συνήψε με την εναγομένη για τη χρηματική ικανοποίησή του παραιτούμενος από κάθε άλλη αξίωση, η υγεία του εμφάνισε απρόβλεπτη, δυσμενή εξέλιξη, εξαιτίας της οποίας κρίθηκε ανίκανος για κάθε εργασία, ζητεί να του επιδικασθεί αποζημίωση για το διαφυγόν του εισόδημα επί 14 έτη από του ενδίκου ατυχήματος και επί δύο έτη μετά την άσκηση της αγωγής καθώς και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του και επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί ότι οι ένδικες αξιώσεις του περιλαμβάνονται στον ανωτέρω συμβιβασμό να κηρυχθεί ή αναγνωρισθεί άκυρος λόγω του ότι ο ενάγων κατά την κατάρτισή του τελούσε σε πλάνη περί της καταστάσεως της υγείας του, λόγω του ότι ο συμβιβασμός είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη και λόγω του ότι ο ενάγων δεν είχε συνείδηση των πράξεών του κατά την κατάρτιση αυτού.

Η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα  ως προς την κύρια βάση της είναι ορισμένη καθόσον αφορά τόσο στην αξίωση αποζημιώσεως του ενάγοντος για διαφυγόν εισόδημα λόγω του ότι αυτός επικαλείται μεταγενέστερη του αναφερόμενου συμβιβασμού απρόβλεπτη και δυσμενή εξέλιξη της υγείας του καθώς και (ενδεχόμενο) δόλο της εναγομένης και των υπ΄αυτής προστηθέντων ως προς την πρόκληση του ενδίκου ναυαγίου όσο και στην αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας της μεταγενέστερης του αναφερόμενου συμβιβασμού απρόβλεπτης, δυσμενούς επιδεινώσεως της υγείας του καθόσον εκτίθενται σε αυτή (αγωγή) με πληρότητα τα περιστατικά που συνιστούν την υπαιτιότητα της εναγομένης και των υπ΄αυτής προστηθέντων καθώς και το είδος, η έκταση και οι συνέπειες της βλάβης που υπέστη η ψυχική υγεία του ενάγοντος εξ αιτίας του ένδικου ναυαγίου, όπως επίσης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ανωτέρω. Μη νόμιμη παρίσταται η αγωγή κατά το μέρος που ο ενάγων επικαλείται ότι το ένδικο ναυάγιο προκλήθηκε εξαιτίας της παραβάσεως κανόνων που αφορούν στην ασφάλεια των εργαζομένων καθόσον οι νομικές διατάξεις που επικαλείται για τη θεμελίωση της ανωτέρω βάσης της αγωγής του, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του για αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις , όπως, ενδεικτικώς, τα άρθρα 14 περ. γ’ του ΒΔ 683/1960, 219 ΒΔ 187/1973 (αυτοπρόσωπη διακυβερνση του πλοίου από τον πλοίαρχο), 16 ΒΔ 683/1969 και 6 ΠΔ 363/1984 (εκτέλεση γυμνασίων, καθαιρέσεως λεμβών, εγκατάλειψης πλοίου, κλεισίματος υδατοστεγών θυρών),  4 ΠΔ 363/1984 και ΚΑΝ 36 της SOLAS (διαίρεση του πληρώματος σε περίπτωση εγκατάλειψης του πλοίου), καθώς και οι λοιπές μνημονευόμενες στην αγωγή, προστατεύουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και των επιβατών και δεν αποτελούν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που έχουν τεθεί ειδικά για την προστασία των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/1915 ώστε η μη τήρησή τους να μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς με το ναυάγιο (ad hoc ΕφΠειρ. 709/2004, βλ και ΑΠ 1000/2018 – “Νόμος”). Ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή ως προς την κύρια βάση της είναι , κατά τα λοιπά, ορισμένη και νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 ν. 551/1915, 66 ΚΙΝΔ,  και ως προς την επικουρική βάση της σε εκείνες των άρθρων 130, 131, 140, 178 ΑΚ, απορριπτομένων όσων αντίθετων υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους εφέσεως.

Mε τον πέμπτο και τον πρώτο πρόσθετους λόγους εφέσεως, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα και εν μέρει απορριφθείσα ένστασή της περί παραγραφής της ενδίκου αξιώσεως για το λόγο ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, από το χρόνο γεννήσεώς της μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της εκ του άρθρου 937 ΑΚ πενταετίας και ότι αυτή η παραγραφή δεν διεκόπη με την άσκηση των προγενέστερων αναφερόμενων στην εκκαλουμένη αγωγών του ενάγοντος, διότι αυτές είχαν άλλη ιστορική και νομική αιτία. Ο εφεσίβλητος ενάγων προτείνει με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 7-2-2009 προτάσεις του αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής με την άσκηση των προαναφερόμενων αγωγών, όπως ειδικότερα εκθέτει σε αυτές (προτάσεις).

Κατά το άρθρο 247 ΑΚ το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται. Κατά το άρθρο 937 εδ. α’ ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Κατά το άρθρο 261 Α.Κ., την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ΄άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Επίσης, κατά το άρθρο 263 Α.Κ., κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση που η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή, αρχίζει από την άσκηση αυτής.  Εξάλλου, ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, ορίζοντας  ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή. Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαιτήσεως. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (βλ. ΑΠ 190/2008, ΑΠ 172/2018 – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 13-9-2005 (αριθ.κατ. …/2005) αγωγή του κατά της εναγομένης εξέθεσε ότι εργαζόταν ως ναυτικός στο πλοίο “Σ.” πλοιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο ναυάγησε στις 26-9-2000, (χωρίς να περιγράφει τα αίτια προκλήσεως του ναυαγίου ούτε περιστατικά υπαιτιότητας της εναγομένης και των υπ΄αυτής προστηθέντων) και ότι για την ταλαιπωρία που ο ίδιος ως διασωθείς ναυαγός, υπέστη, συνήψε με την εναγομένη, μετά από προτροπές και διαβεβαιώσεις δικές της, τον από 1-11-2000 συμβιβασμό παραιτούμενος από κάθε μελλοντική του αξίωση, ο δε συμβιβασμός αποτυπώθηκε στα υπ’ αριθ. 203/2000 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και δυνάμει αυτού κατεβλήθη στον ενάγοντα ποσό 2.500.000 δραχμών. ΄Οτι μετά το ατύχημα και με την πάροδο του χρόνου η υγεία του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα και υπέστη κατάθλιψη βαρύτατης μορφής εξαιτίας της οποίας κρίθηκε ανίκανος προς εργασία κατά ποσοστό 67% λόγω ψυχιατρικής νόσου. ‘Οτι οδηγήθηκε στον ανωτέρω συμβιβασμό εξαπατώμενος από την εναγομένη, η οποία μέσω των νομίμων εκπροσώπων της του παρέστησε ψευδώς ότι εάν δεχόταν την πρόταση συμβιβασμού θα τον επαναπροσελάμβανε στα πλοία της και θα τον στήριζε οικονομικά αλλά εάν ο ίδιος γνώριζε τις πραγματικές συνέπειες που είχε υποστεί από το ναυάγιο δεν θα τον υπέγραφε. ‘Οτι ο ανωτέρω συμβιβασμός είναι άκυρος  ως αντίθετος στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη και ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητά αυτού σύμφωνα με τα άρθρα 140, 147, 150, 178 και 179 ΑΚ χωρίς να παραθέτει στη αγωγή πραγματικά περιστατικά, πλην των προαναφερομένων, που να συγκροτούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων. Ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει ποσό ευρώ 36.000 για διαφυγόν εισόδημα από τις αρχές του έτους 2001 έως την άσκηση της αγωγής, ποσό ευρώ 19.200 για μελλοντική απώλεια εισοδήματος επί δύο έτη μετά την άσκηση της αγωγής καθώς και ποσό 500.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄αριθ. 5396/2006 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση της με την οποία εζητείτο η ακύρωση του συμβιβασμού λόγω απάτης εξαιτίας του ότι η αξίωση αυτή είχε υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δηλαδή για ουσιαστικό απαράδεκτο (βλ. ΑΠ 172/2018, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006) και όχι κατ’ ουσίαν όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο εφέσεως Περαιτέρω, η ως άνω απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς την από το άρθρο 179 ΑΚ βάση της, στην οποία αυτό έκρινε ότι υπαγόταν η αγωγή, για το λόγο ότι ο ενάγων δεν εξειδίκευε την επικαλούμενη από αυτόν απειρία, κουφότητα ή ανάγκη του ούτε την ύπαρξη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ των εκατέρωθεν παροχών. Η ανωτέρω απόφαση κατέστη τελεσίδικη με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευσή της, η οποία έλαβε χώρα στις  8-11-2006, καθόσον κατ΄αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα (αρθ. 518 παρ. 2 όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το Ν. 4335/2015). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στην υπό στοιχείο V. σκέψη, προκειμένου να κριθεί εάν μια αγωγή πρέπει να απορριφθεί λόγω παραγραφής της αξιώσεως που ασκείται με αυτή ή εάν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση  προηγούμενης αγωγής, πρέπει μεταξύ των δύο αγωγών να υπάρχει ταυτότητα των με αυτές ασκουμένων αξιώσεων ως προς την ιστορική και νομική βάση τους, δηλαδή να υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερόμενη αγωγή του έτους 2005, ο ενάγων άσκησε την αξίωσή του για ακύρωση του αναφερόμενου συμβιβασμού λόγω απάτης και λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (178, 179 ΑΚ) ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ , υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της προηγούμενης κηρύξεως της ακυρότητας του συμβιβασμού ή της αναγνωρίσεως αυτής, ζήτησε να του επιδικασθεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επικαλούμενος ότι υπέστη βλάβη της υγείας του κατά το ένδικο ναυάγιο. Στην υπό κρίση, όμως, αγωγή, ο ενάγων, ισχυρίζεται, κατά την κύρια βάση της, ότι λόγω μεταγενέστερης του ανωτέρω συμβιβασμού απρόβλεπτης και δυσμενούς εξελίξεως της υγείας του υπέστη ζημία και νέα ηθική βλάβη που δεν καλύπτονται από τον ανωτέρω συμβιβασμό και ζητεί αποζημίωση για ζημία που δεν προϋπήρχε του συμβιβασμού και δεν αποτέλεσε μέρος του περιεχομένου του, καθώς και χρηματική ικανοποίηση της νέας ηθικής βλάβης του, χωρίς να διώκει την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του συμβιβασμού για οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, μεταξύ των δύο προαναφερόμενων αγωγών, δεν υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας των αξιώσεων που ασκήθηκαν με αυτές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αξίωση που ασκείται με την υπό κρίση αγωγή έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή εκ του άρθρου 937 ΑΚ γιατί από το χρόνο που κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή έλαβε ο ενάγων γνώση της δυσμενούς εξελίξεως της υγείας του και της εξ αυτής προκληθείσας ανικανότητάς του για εργασία (αρχικά το 2001 και οριστικά το έτος 2004) έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής το έτος 2015 παρήλθαν περισσότερα από πέντε έτη χωρίς να διακοπεί η παραγραφή με την άσκηση της από 13-9-2005 (αριθ.κατ. ……/2005) αγωγής αφού αυτή αφορούσε αξίωση ερειδομένη επί διαφορετικής ιστορικής και νομικής αιτίας.

Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλουμένη, κατά κακή εφαρμογή και ερμηνεία των προαναφερομένων περί παραγραφής διατάξεων, έσφαλε που απέρριψε την περί παραγραφής ένσταση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς την κύρια βάση της, Επομένως, πρέπει η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι του εκκαλούντος-ενάγοντος να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμοι και να γίνει δεκτή η έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης (και οι πρόσθετοι λόγοι) ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη κατ΄αποδοχή του πέμπτου λόγου της και του πρώτου πρόσθετου λόγου.  Στη συνέχεια, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η συνεκκαλουμένη), κατά τα εκκληθέντα μέρη τους, συμπεριλαμβανομένης και της διατάξεως περί δικαστικής δαπάνης, κι αφού κρατηθεί η αγωγή και δικασθεί η υπόθεση κατ΄ουσίαν, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη λόγω παραγραφής της αξιώσεως που ασκήθηκε με αυτή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων γιατί οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου ήταν δυσερμήνευτοι (179 ΑΚ).

Κατά το άρθρο 914 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι “αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Συνεπώς εάν η πρωτόδικη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ολικώς ή μερικώς και εκτελέσθηκε, το εφετείο, όταν δέχεται την έφεση και απορρίπτει, εν όλω ή εν μέρει την αγωγή, ως προς το εκκληθέν κεφάλαιό της, διατάσσει, μετά από αίτηση εκείνου, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση. Επαναφορά των πραγμάτων διατάσσεται όχι μόνο όταν η απόφαση εκτελέσθηκε αναγκαστικά αλλά και όταν εκείνος που καταδικάσθηκε συμμορφώθηκε εκουσίως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως, προκειμένου να αποτρέψει την εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Η αίτηση υποβάλλεται, όσο εκκρεμεί η κατ’ έφεση δίκη, ακόμη και με τις έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος (ΑΠ 1175/2017 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 7-2-2019 προτάσεις της, η εκκαλούσα εκθέτει ότι σε εκούσια εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διατάξεως της εκκαλουμένης για το ποσό των 10.000 ευρώ, κατέβαλε στην πληρεξουσία δικηγόρο του ενάγοντος το ανωτέρω ποσό στις 14.2.2018 και ζητεί σε περίπτωση αποδοχής της εφέσεώς του και απορρίψεως της αγωγής να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει το ανωτέρω ποσό. Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο (914 ΚΠολΔ), η δε καταβολή αποδεικνύεται από την μετ΄επικλήσεως προσκομιζόμενη έγγραφη “απόδειξη για ευρώ 10.000” με ημερομηνία 14.2.2018 που υπογράφουν η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος …….. και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου ………….. Επομένως και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της εναγομένης σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 5.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../5.2.2018),  τους από 20.9.2018 (ΓΑΚ …/2018  ΕΑΚ …/2018) πρόσθετους επ’ αυτής λόγους,  την από 2.2.2018 έφεση (ΓΑΚ …/ΕΑΚ …/5.2.2018) και τους από 7.1.2019 (ΓΑΚ ../2019 και ΕΑΚ …/2019) πρόσθετους επ’ αυτής λόγους.

-Δέχεται αυτά τυπικά.

-Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 5.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../5.2.2018) και τους από 20.9.2018 (ΓΑΚ ……./2018  …. 205/2018) πρόσθετους επ’ αυτής λόγους.

-Δέχεται κατ΄ουσίαν την από 2.2.2018 έφεση (ΓΑΚ …/ΕΑΚ …/5.2.2018) και τους από 7.1.2019 (ΓΑΚ …./2019 και ΕΑΚ …/2019) πρόσθετους επ’ αυτής λόγους.

-Εξαφανίζει τις υπ΄αριθ. 4914/2017 και 3897/2015 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 19.01.2015 (ΓΑΚ/ΑΚ ………./2015) αγωγή.

-Απορρίπτει αυτή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

-Διατάζει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

-Υποχρεώνει τον ενάγοντα να καταβάλει στην εναγομένη ποσό δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 6 Σεπτεμβρίου 2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ