Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 504/2019

Αριθμός    504 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Η από 26.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2018 έφεση, κατά της με αριθμό  2402/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμωλία των εδώ διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών-αυτοκινητικών διαφορών (άρθρο 614 παρ.6 ΚΠολΔ),  έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ),  δεδομένου  ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την  από 19-4-2017 (αριθμ. καταθ. δικογρ. ………./2017) αγωγή της που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι  κατά το χρόνο, τόπο και υπό τις περιστάσεις, τις οποίες ανέφερε σε αυτήν, ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εφεσίβλητος οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας  ….. ΙΧΦ ημιφορτηγού κλειστού τύπου, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων προξενούμενες από την κυκλοφορία του ζημίες στην δεύτερη εναγόμενη-εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα τη σύγκρουση με το  οδηγούμενο απ αυτήν υπ’αριθμ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο,  ιδιοκτησίας της, εξαιτίας της οποίας υπέστη υλικές ζημίες αυτό ( αυτοκίνητο) και τραυματίσθηκε η ίδια. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά τον παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων της από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την πρωτοβάθμια απόφαση πρακτικά, καθώς και με τις έγγραφες πρωτόδικες προτάσεις της ζητούσε  1) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 20.745,36 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, εκ των οποίων: ι) 3.056,20 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για υλικές ζημίες του οχήματός της, ιι) 350 ευρώ για μείωση της εμπορικής αξίας του αυτοκινήτου της, ιιι) 186,20 ευρώ για στέρηση της χρήσης του οχήματος της – μίσθωση ταξί, ιν) 152,96 ευρώ για δαπάνες αγοράς φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων, ν) 17.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 2) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 3) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη. Ο ως άνω πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου  κατά της εκκαλούσας-ενάγουσας την από 7.6.2017 και με αριθμό καταθέσεως ………../2017 αντίθετη αγωγή του με την οποία ισχυρίσθηκε ότι το ένδικο ατύχημα, εξαιτίας του οποίου υπέστη υλικές ζημίες το προαναφερόμενο αυτοκίνητό του, προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα της ως άνω ενάγουσας, οδηγού του ως άνω ζημιογόνου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της, ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες του στην μη διάδικο στην παρούσα δίκη ασφαλιστική εταιρία  με την επωνυμία «……………- δεύτερη εναγομένη στην ως άνω αγωγή. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, μετά τον παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων του από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την πρωτοβάθμια απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις έγγραφες πρωτόδικες προτάσεις του ζητούσε: 1) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον εκάστη το συνολικό ποσό των 2.454,76 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, εκ των οποίων: ι) 2.354,76 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για υλικές ζημίες του οχήματός του και ιι) 100 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 2) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 3) να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην δικαστική του δαπάνη.

Επί των παραπάνω αγωγών,  που συνεκδικάσθηκαν, αντιμωλία των ως άνω διαδίκων, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.  2402/2018 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκαν καθ όλα ορισμένες και νόμιμες αμφότερες οι αγωγές, πλην του αναφερομένου σ αυτήν κονδυλίου της αγωγής της ενάγουσας και των ως άνω παρεπόμενων αιτημάτων αμφοτέρων,  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πρωτοβάθμια απόφαση  (κρίση της που δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεση), έγιναν εν μέρει δεκτές αυτές ως βάσιμες και στην ουσία τους και αναγνωρίσθηκε α) η υποχρέωση των εναγόμενων της από 19.4.2017 αγωγής της ενάγουσας να καταβάλλουν σ αυτήν (εις ολόκληρον ο καθένας) το ποσό των 1.131,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και 2) η υποχρέωση των εναγομένων της από 7.6.2017 αγωγής, ήτοι της εναγόμενης-ενάγουσας και της ως άνω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ασφαλιστικής της εταιρίας να καταβάλουν στον ενάγοντα αυτής-πρώτο εφεσίβλητο α) η μεν εναγόμενη-ενάγουσα το ποσό των 1.999 ευρώ, το οποίο μέχρι του ποσού των 1.019,50 ευρώ το οφείλει εις ολόκληρον με την συνεναγόμενη της ως άνω ασφαλιστική εταιρία και β) η τελευταία δε το ποσό των 1.019,50 ευρώ, εις ολόκληρον με την ως άνω συνεναγόμενή της, αμφότερα δε τα εν  λόγω ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.   Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης  παραπονείται η ενάγουσα-εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους αναφερόμενους στην κρινόμενη έφεση λόγους της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο, ζητά δε, κατ ορθή εκτίμηση της κρινόμενης έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε αφ ενός μεν να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη στην ουσία της η ασκηθείσα και εναντίον της ως άνω από 7.6.2017 αγωγή   αφ ετέρου δε να  μεταρρυθμισθεί αυτή (εκκαλουμένη) προς όφελός της, όσον αφορά την από 19.4.2017 αγωγή της, με την επιδίκαση μεγαλύτερου του πρωτοδίκως αναγνωριζόμενου ως οφειλόμενου σ αυτήν από τους εναγόμενους ποσού.

Κατά το άρθρο 591 παρ. 1  ΚΠολΔ «1. Τα άρθρα 1  έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις  δεν ορίζεται διαφορετικά …….α) οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση β) τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά  και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα…….» Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι  οι διάδικοι οφείλουν, στις αγωγές που δικάζονται κατά τις ειδικές διαδικασίες, ως στην προκείμενη περίπτωση, να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση συνυπαιτιότητος (και κάθε άλλη ένσταση) και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 ΚΠολΔ), ειδάλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Η προφορική, δηλαδή,  πρόταση των ισχυρισμών αυτών πρέπει να προκύπτει από τη σχετική σημείωση στα πρακτικά  και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής τους είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 376/2018, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 220/2014, ΑΠ 450/2013, ΑΠ 1414/2012, ΑΠ 128/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ Αρθρο, τόμος ΙΙ, 4η έκδοση, Αρθρο 591, σελ.1580-1581). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ «είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως».  Ως δικαιολογημένη θεωρείται η αιτία που δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα (ακόμη και σε αμέλεια) του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, αλλά σε «ανώτερη βία» ( ΕΑ 7469/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση όπως σαφώς προκύπτει από την επιτρεπτώς γενόμενη επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικών του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η εκκαλούσα-πρώτη εναγόμενη στην από 7.6.2017 και με αριθμό καταθέσεως ………./2017 αγωγή με δεύτερη εναγόμενη σ αυτήν την ομόδικό της, μη διάδικο στην παρούσα δίκη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..», που σημειωτέον, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στην ένδικη έφεσή της, εκπροσωπήθηκαν από διαφορετικούς δικηγόρους και δη η μεν εκκαλούσα-πρώτη εναγόμενη από τον …….., η δε δεύτερη από τον ………, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση δεν προέβαλε,   σε αντίθεση με την ως άνω συνεναγόμενη ασφαλιστική εταιρία,  προφορικά και φυσικά δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά, την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην ως άνω αγωγή οδηγού-ήδη πρώτου εφεσίβλητου στη πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος. Συγκεκριμένα ως επί λέξει αναγράφεται στα ως άνω πρακτικά ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας-πρώτης εναγόμενης σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου αναφορικά με την προβολή των υπερασπιστικών ισχυρισμών της κατά της ως άνω αγωγής προέβαλε «. …Αρνηση της αγωγής λόγω αποκλειστικής  υπαιτιότητας του κυρίου …… ( ενάγοντος) για το ένδικο συμβάν και άρνηση των κονδυλίων….», ισχυρισμούς που ανέπτυξε διεξοδικά και στις επ ακροατηρίω κατατεθείσες  έγγραφες προτάσεις του. Ως εκ τούτου, με βάση τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό, ως αναφέρει η εκκαλούσα στο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της ότι ο εν λόγω ισχυρισμός περιλαμβάνεται στις κοινές έγγραφες προτάσεις αυτής και της ως άνω ομοδίκου της ασφαλιστικής εταιρίας, με βάση τα  προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί για την παραδεκτή προβολή και λήψη του από το Δικαστήριο.   Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του  έκρινε ότι δεν προβλήθηκε ο σχετικός ισχυρισμός από την πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα προς αντίκρουση της εναντίον της στρεφόμενης από 7.6.2017 αγωγής, παρά μόνο από την συνεναγόμενή της δεύτερη των εναγόμενων ασφαλιστική εταιρία  και ως εκ τούτου  περιόρισε το επιδικασθέν από την εκκαλουμένη  υπέρ του ως άνω ενάγοντος ποσό για τις υλικές ζημίες που υπέστη αυτός στο ένδικο ατύχημα, συνολικού ύψους 1.899 ευρώ (για τον ως άνω προσδιορισμό  των οποίων, σημειωτέον, από την εκκαλουμένη δεν πλήττεται η τελευταία με σχετικό λόγο έφεσης) λαμβάνοντας υπόψη της μόνο την παραδεκτή εκ μέρους της τελευταίας ( ασφαλιστικής εταιρίας) σχετική ένσταση, ορθά το νόμο εφάρμοσε τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στο πρώτο λόγο  της έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, με βάση τα ως άνω αναφερόμενα στην ίδια νομική σκέψη, η ως άνω ένσταση  περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην ένδικη σύγκρουση,  ενόψει του ότι   αυτή  δεν άγει σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως αλλά σε ανατροπή της εκκαλουμένης αποφάσεως και προβάλλεται για πρώτη φορά από την εκκαλούσα-εναγόμενη, χωρίς να συντρέχει ουδείς των αναφερομένων στο άρθρο 527  ΚΠολΔ λόγων που να δικαιολογεί  την μη έγκαιρη προβολή του,  αφού η επικαλούμενη απ αυτήν στον ίδιο ως άνω  λόγο της έφεσης παράλειψη προβολής του στην πρωτοβάθμια δίκη  από αμέλεια και δη, ως χαρακτηριστικά αναφέρει στο εφετήριο «εκ παραδρομής» του τότε (και νυν) πληρεξουσίου δικηγόρου της, δεν συνιστά «δικαιολογημένη αιτία», κατά την έννοια που προεκτέθηκε, για τη μη έγκαιρη προβολή του, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στον ως άνω πρώτο αλλά και στο  δεύτερο λόγο της έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την επανεκτίμηση των ανωμοτί καταθέσεων των εναγόντων εκάστης των ως άνω αγωγών,  που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που  νομότυπα, με επίκληση, προσκομίζονται από τους διαδίκους, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), από τις μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444 αριθ.3,448 παρ.2, 457 ΚΠολΔ), από την με αριθμό …./29.9.2017 ένορκη βεβαίωση της …………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγόμενης, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ………., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων να παραστούν σ αυτή (βλ. τις με αριθμό ……./27.4.2017 και …./25.4.2017 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς, …… και ……… αντίστοιχα), τα όσα συνομολογούν οι διάδικοι καθώς και από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 21-1-2017 και περί ώρα 8:40 πμ ο ενάγων-εναγόμενος-πρώτος εφεσίβλητος ……… οδηγούσε επί της Λεωφόρου Κυνοσούρας στη Σαλαμίνα με κατεύθυνση από Τύμβο προς Σελήνια το με αριθμ. κυκλοφορίας ……. ΦΙΧ αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην δεύτερη εναγόμενη-δεύτερη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……..». Κατά την ίδια χρονική στιγμή, η ενάγουσα-εναγόμενη-εκκαλούσα ……. οδηγούσε επί της ως άνω Λεωφόρου με κατεύθυνση από Σελήνια προς Τύμβο το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας της, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην μη διάδικο στην παρούσα δίκη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….». Σημειώνεται ότι στο ύψος περίπου της 7ης οδού, που τέμνει κάθετα τη Λεωφόρο Κυνοσούρας, η άνω οδός (Κυνοσούρας) είναι διπλής κατεύθυνσης, χωρίς διαχωριστική λωρίδα, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και συνολικό πλάτος περίπου πέντε (5) μέτρων, εμφανίζει δε ανωφέρεια στο ρεύμα πορείας προς Τύμβο με ελαφρά αριστερόστροφη κλίση και αντίστοιχα για τα κινούμενα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας οχήματα με κατεύθυνση προς Σελήνια μικρή κατωφέρεια με ελαφρά δεξιόστροφη κλίση, γεγονός που καθιστά την ορατότητα στο οδόστρωμα περιορισμένη για αμφότερα τα ρεύματα πορείας. Κατ’εκείνο το χρόνο, όπως άπαντες οι διάδικοι ομολογούν  (έκθεση αυτοψίας από την τροχαία δεν συντάχθηκε) επικρατούσε καλοκαιρία και φως ημέρας, ενώ η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν καλή και ξηρά. Φθάνοντας στο σημείο εκείνο, οι ως άνω οδηγοί, οι οποίοι σημειωτέον δεν οδηγούσαν τα οχήματά τους, ως όφειλαν, πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος του ρεύματος πορείας εκάστου, εισερχόμενοι ο καθένας στο ρεύμα πορείας του άλλου  συγκρούστηκαν με τα εμπρόσθια αριστερά τμήματα των οχημάτων τους. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ως αυτά προέκυψαν από τη συνεκτίμηση του συνόλου του ως άνω αποδεικτικού υλικού, το ένδικο ατύχημα και οι εξ αυτού συνέπειες που θα αναφερθούν κατωτέρω οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα και των δύο οδηγών των ως άνω οχημάτων,  καθόσον αμφότεροι δεν κατέβαλαν την προσήκουσα (απαιτούμενη) επιμέλεια και προσοχή,  την οποία μπορούσαν, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και όφειλαν κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλουν, ως μέσοι συνετοί και ευσυνείδητοι οδηγοί και η οποία θα οδηγούσε σε πρόβλεψη του ζημιογόνου αποτελέσματος (άρθρο 330 εδ.β ΑΚ). Συγκεκριμένα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ΚΟΚ, αμφότεροι οι οδηγοί δεν οδηγούσαν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους, δεν είχαν ρυθμίσει την ταχύτητα των οχημάτων τους ανάλογα με τις συνθήκες της οδού (στενότητα οδοστρώματος, περιορισμένη ορατότητα, στροφή με αριστερή κλίση για την …….. και δεξιά κλίση για τον . ….), ούτε ασκούσαν τον απαραίτητο έλεγχο και εποπτεία στα σχήματά τους, ώστε να είναι ικανοί ανά πάσα στιγμή να εκτελέσουν τους κατάλληλους χειρισμούς προς αποφυγή οποιοσδήποτε δυναμένου να προβλεφθεί ορατού εμποδίου με αποτέλεσμα να εκτιμήσουν εσφαλμένα τις επικρατούσες συνθήκες. Επιπλέον, δεν έβαιναν, κατά τα προαναφερόμενα,  πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος του ρεύματος πορείας του ο καθένας τους, όπως ήταν υποχρεωμένοι, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1β ΚΟΚ, αλλά εισήλθαν αμφότεροι σε μέρος του οδοστρώματος που προορίζεται για την αντίθετη προς την κατεύθυνσή του κυκλοφορία, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 4 του ΚΟΚ. Αποτέλεσμα των ενεργειών τους αυτών ήταν να αποκλείσει ο ένας την πορεία του άλλου και, αναπόφευκτα πλέον, να συγκρουστούν τα οχήματά τους,  με την πτώση του ενός επάνω στο άλλο. Αντίθετα, αν καθένας από τους ανωτέρω οδηγούς είχε συμμορφωθεί με τις παραπάνω διατάξεις του ΚΟΚ και οδηγούσε το όχημά του εντός του δικού του ρεύματος πορείας και, μάλιστα, πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος αυτού (ρεύματος πορείας), όπως όφειλε, οπωσδήποτε τα οχήματά τους θα διέρχονταν ανεμπόδιστα και ακίνδυνα από το σημείο συνάντησής τους και το επίδικο ατύχημα θα είχε αποτραπεί. Σταθμίζοντας δε την προαναφερόμενη αμελή συμπεριφορά καθενός, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αμέλεια εκάστου οδηγού  στην πρόκληση του ατυχήματος ανέρχεται σε ποσοστό 50% για τον καθένα.  Επομένως, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς  την εκτίμηση των αποδείξεων, που με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε συνυπαιτιότητα αμφοτέρων των οδηγών στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και δη κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, κάνοντας εν μέρει δεκτές ως βάσιμες και  κατ ουσίαν τις σχετικές εκ του άρθρου 300 ΑΚ  νόμιμες ενστάσεις  των εναγόμενων στην από 19.4.2017 αγωγή-εφεσιβλήτων καθώς και  της δεύτερης εναγόμενης στην από 7-6-2017 αγωγή-συνεναγόμενης με την εναγόμενη-εκκαλούσα  μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ασφαλιστικής εταιρίας  και οι σχετικοί περί του αντιθέτου δεύτερος και έβδομος λόγος της έφεσης, κατ ορθή εκτίμηση αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.

Από τη συνεκτίμηση επίσης του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού και παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την ενάγουσα τόσο με την κρινόμενη αγωγή της όσο και στην ένδικη έφεσή της δεν αποδείχτηκε ότι αυτή τραυματίσθηκε κατά την ένδικη σύγκρουση, και δη στον θώρακα, ως αβασίμως ισχυρίζεται.  Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το υπ’αριθμ. πρωτ. ../21-2-2017 ιατρικό σημείωμα του . …., ιατρού χειρούργου – διευθυντή ΕΣΥ του Π.Γ.Ν. «….», όπου  αυτή διακομίστηκε αυθημερόν, αμέσως μετά το ατύχημα και στο οποίο, μετά τον ενδελεχή ιατρικό έλεγχο στον οποίο η ενάγουσα υποβλήθηκε,  βεβαιώνεται ότι αυτή  ουδεμία απολύτως σωματική βλάβη  υπέστη  εξ αυτού , αφού σύμφωνα με  τα επί λέξει αναγραφόμενα στο εν λόγω  ιατρικό σημείωμα  : «Η ασθενής ………, 66 ετών,  προσήλθε στο ΤΕΠ/Χειρουργικής του Π.Γ.Ν. «…»           στις 21-1-2017 μετά από αναφερόμενο τροχαίο (προ 5ώρου). Αιμοδυναμικά ήταν σταθερή…. Η αδρή νευρολογική εξέταση ήταν κατά φύση. Η ακρόαση του θώρακα ανέδειξε φυσιολογικό ομότιμο πνευμονικό ψιθύρισμα και η κοιλιά της ήταν μαλακή και ευπίεστη. Η ασθενής ανέφερε θωρακαλγία χωρίς κακώσεις. Διενεργήθηκε ακτινογραφία θώρακος η οποία δεν ανέδειξε κατάγματα πλευρών ή πνευμοθώρακα. Εκ του διενεργηθέντος ελέγχου δεν ανευρέθη οξεία χειρουργική παθολογία και η ασθενής εξήλθε με οδηγίες……». Συνεπώς, απορριπτέα  τυγχάνουν τα αιτούμενα απ αυτήν ( ενάγουσα) κονδύλια, για δαπάνες αγοράς φαρμάκων, συνολικού ποσού 119,36 ευρώ, ως και των διενεργηθέντων απ αυτήν από υπερβολική πρόνοια διαγνωστικών εξετάσεων, στις 31.3.2017, συνολικού ποσού 33,60 ευρώ,  ως ουσία αβάσιμα. Ως ουσία αβάσιμο επίσης τυγχάνει και το αιτούμενο απ αυτήν  κονδύλιο για μίσθωση ταξί, που κατά την αγωγή,  αναγκάστηκε η ενάγουσα να χρησιμοποιήσει για τις  απαραίτητες μεταβάσεις της στους θεράποντες ιατρούς για τον έλεγχο του τραυματισμού  της και στα συνεργεία για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών του αυτοκινήτου της, αφού αφ ενός μεν οι όποιες μετακινήσεις της σε ιατρούς και διαγνωστικά κέντρα δε συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, καθώς, ως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχτηκε η πρόκληση σ αυτήν σωματικών βλαβών εξαιτίας αυτού αφ ετέρου δε, ως η ίδια ομολογεί στην αγωγή της, δεν προέβη σε αποκατάσταση των υλικών ζημιών του αυτοκινήτου της από την ένδικη σύγκρουση, λόγω της οικονομικής της αδυναμίας.   Επομένως, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς  την εκτίμηση των αποδείξεων, που με την εκκαλουμένη απόφαση, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες,  έκρινε ότι η ενάγουσα δεν υπέστη σωματική βλάβη εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος και απέρριψε  τα ως άνω αγωγικά κονδύλια και οι σχετικοί περί του αντιθέτου τρίτος, πέμπτος και έκτος λόγος της έφεσης, κατ ορθή εκτίμηση αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Αντιθέτως, αποδείχτηκε ότι από το ένδικο ατύχημα προκλήθηκαν υλικές ζημίες στο αυτοκίνητο της ενάγουσας και δη στο εμπρόσθιο τμήμα αυτού,  για την αποκατάσταση των οποίων  θα απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 1.923 ευρώ, κρίση, σημειωτέον,   της εκκαλουμένης που δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση. Το εν λόγω ποσό όμως πρέπει να περιορισθεί κατά το ποσοστό (50%) κατά το οποίο κρίθηκε η ίδια συνυπαίτια του ατυχήματος, ήτοι κατά το ποσό των (1.923 χ 50% =) 961,50 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου προς καταβολή (1.923 – 961,50 =) 961,50 ευρώ, που δικαιούται η ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχτηκε  ότι το όχημα αυτής, το οποίο ουδέποτε στο παρελθόν είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα,  είναι εργοστασίου κατασκευής HYUNDAI τύπου ATOS, κυλινδρισμού 1.086 cc, το οποίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά στις 5-4-2004, δηλαδή κατά το χρόνο του ατυχήματος είχε παλαιότητα 13 ετών. Συνεπώς, η αξία του, κατά τον επίδικο αυτό χρόνο, ως προέκυψε από τη συνεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ανερχόταν στο ποσό των 2.650 ευρώ. Μετά όμως το ατύχημα, ακόμα και αν ακολουθήσει η όποια  επιμελή επισκευή και αντικατάσταση των μερών που καταστράφηκαν  με καινούρια ανταλλακτικά,  μειώθηκε η πιο πάνω  αξία πωλήσεως του εν λόγω οχήματος,   λόγω της παρατηρούμενης από το αγοραστικό κοινό αποφυγής αγοράς οχημάτων, τα οποία έχουν υποστεί βλάβες, συνήθως συνεπεία συγκρούσεως, και έχουν κατόπιν επισκευασθεί. Το ύψος της μειώσεως αυτής, λαμβανομένου υπόψη το είδος και τη σημασία των ζημιών που υπέστη, αφού το εν λόγω αυτοκίνητο  δε  βλάφθηκε  σε καίρια για την οδική αξιοπιστία του σημεία, ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε  200 ευρώ, ποσό, όμως, το οποίο, πρέπει, επίσης,  να περιορισθεί κατά το ποσοστό (50%) κατά το οποίο κρίθηκε η δικαιούχος αυτού ενάγουσα  συνυπαίτια του ατυχήματος, ήτοι κατά το ποσό των (200 χ 50% =) 100 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου προς καταβολή (200 – 100 =) 100 ευρώ στην ενάγουσα. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ενάγουσα δικαιούται για τις ως άνω αιτίες τα αυτά ως άνω ποσά,  ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, και επομένως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (όγδοος και ένατος) πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.  Τέλος, εξαιτίας της σε βάρος της αδικοπραξίας η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη. Για την ανόρθωση αυτής  δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, το εύλογο ποσό της οποίας, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, των συνεπειών αυτού, και δη του είδους της βλάβης που αυτή υπέστη, της συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκλησή του, ως και της προεκτεθείσας κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, σημειουμένου ότι ως προς την δεύτερη  εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, η ευθύνη αυτής   είναι εγγυητική (ΑΠ 71/2011, ΑΠ 1670/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος),καθορίζεται στο ποσό των 200 ευρώ, ποσό, το οποίο,  λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων όρων του άρθρου 932 ΑΚ, αλλά και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται εύλογο και ικανό να οδηγήσει στην ανόρθωση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, ενώ το ως άνω ποσό κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται, (και μάλιστα καταφανώς) των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ.σχ. ΜονΕφΠειρ 101/2016, ΜονΕφΠατρ 134/2016, ΜονΕφΠειρ 682/2014, ΜονΕφΠειρ 593/2014, ΜονΕφΠειρ 276/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε την χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, στο ποσό των 70 ευρώ,  έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου και κατά την αποδεικτική εκτίμηση και συνεπώς πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί  ως βάσιμοι οι σχετικοί τέταρτος και δέκατος λόγος της έφεσης, κατ ορθή εκτίμηση αυτών.

Κατ΄ακολουθίαν των προεκτεθέντων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει  η έφεση  να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος αυτής που αφορά την από 19.4.2017 αγωγή,  ως  προς το κεφάλαιό της  με το οποίο καθορίσθηκε το ύψος της  χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, που δικαιούται η ενάγουσα,  όμως για την ενότητα της εκτέλεσης, προκειμένου να υπάρχει ενιαίος εκτελεστός τίτλος, και ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της,  ήτοι και ως προς αυτά με τα οποία καθορίσθηκε η αποζημίωση για τη θετική ζημία της  και αναγκαίως και ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη που θα καθοριστεί εξαρχής. Ακολούθως δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό για την κατ’ ουσίαν έρευνα της διαφοράς (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.∆), πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη στην  ουσία της  η από 19.4.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή και να  αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι  να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 1.261,5 ευρώ (961,50+100+200), με το νόμιμο τόκο  επιδικίας από την  επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.  Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι,  στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά το νόμιμο σχετικό αίτημά της (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προκατατεθέντος  παραβόλου, συνολικού ποσού 100 ευρώ στην εκκαλούσα-ενάγουσα, λόγω της κατ΄ουσίαν παραδοχής του ένδικου μέσου που άσκησε(άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση    κατά της υπ΄ αριθμ. 2402/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων,  κατά  την ειδική διαδικασία  των  περιουσιακών-αυτοκινητικών διαφορών, κατά το μέρος της που αφορά την από 19.4.2017 και με αριθμό καταθέσεως ………/2017 αγωγή.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη  απόφαση, κατά το ως άνω μέρος της,    ως προς όλες τις διατάξεις της και αναγκαίως και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης.

ΚΡΑΤΕΙ   την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ  την από 19.4.2017 και με αριθμό καταθέσεως ………/2017 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει   την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των χιλίων διακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (1.261,5 ευρώ),   με το νόμιμο τόκο  επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους-εφεσιβλήτους  σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του προκατατεθέντος παραβόλου (υπ΄αριθμ.. ………)  ποσού εκατό  (100) ευρώ, στην εκκαλούσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε  στο ακροατήριο του δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις   απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ