Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 505/2019

Αριθμός    505 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1β, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση, ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παρ. 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστηρίου του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι, η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (Μον.Εφ.Θεσσαλ. 2277/2017 ΝΟΜΟΣ).

Β) Στο άρθρο 937 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: 1.Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση: α)…….β)Σε περίπτωση εκτέλεσης ,που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2 κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων εδαφίων, η άσκηση ένδικη μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00΄ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού, γ)Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το Δικαστήριο…..3.Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι: α) αν μετά την πρώτη πράξη της εκτέλεσης (επιταγή προς εκτέλεση) επακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης οι αντιρρήσεις που αφορούν την απαίτηση της διαταγής πληρωμής υποβάλλονται με ανακοπή του άρθρου 933 στο Δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης (Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο), β)κατά της απόφασης που απορρίπτει την ανακοπή του άρθρου αυτού επιτρέπεται έφεση, γ)το εφετείο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να χορηγήσει με αίτηση του ανακόπτοντος-εκκαλούντος, που υποβάλλεται και με αυτοτελές δικόγραφο αναστολή εκτελέσεως, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει, ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου, δ) Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης που υποβάλλεται κατά τα άνω στο Εφετείο, προϋποθέτει απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι απλώς απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 632 εκτός και αν στην τελευταία έχει σωρευθεί και αίτημα αναστολής εκτέλεσης, αν δε αφορά τη μη διενέργεια πλειστηριασμού, πρέπει με ποινή το απαράδεκτο να κατατεθεί πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία του πλειστηριασμού (η ημερομηνία της καταθέσεως της αιτήσεις και του πλειστηριασμού δεν υπολογίζεται), ε) η αίτηση εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο, αλλά ρυθμιστικό μέτρο της αναγκαστικής εκτελέσεως και στ) το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πρόοδο της εκτέλεσης, αφού δοθεί εγγύηση (βλ.σχετ. ΜΕφΘες 1014/2018 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΕφΛαρ 41/2018 ΤΝΠ-ΔΣΑ, ΕφΔωδ 109/2017, ΕφΑΔ 2017/1083, Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, εκδ.2016, σελ. 54 επ., Χ. Απαλαγάκη/Π. Βαφειάδου, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθ. 937 ΚΠολΔ, ΜΕφΘεσσαλ. 2396/2018 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και όπως το περιεχόμενό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει της υπ’ αρ. ……/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από 3/9/2019 (αρ.καταθ. …………/2019) εφέσεώς του που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της υπ’ αρ. οριστικής 2774/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η υπ’ αρ.καταθ. ………/2019 ανακοπή του με την οποία ζήτησε να ακυρωθεί η διαδικασία της αρξάμενης αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της περιουσίας του με εκτελεστό τίτλο την ως άνω διαταγή πληρωμής.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αίτηση αναστολής εκτελέσεως αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη (άρθρο 937 ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι προ πέντε εργάσιμων ημερών πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (άρθρ. 937 περ.β΄ ΚΠολΔ), ο οποίος επισπεύδεται 11.9.2019. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστικής της βασιμότητα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ.α Α.Κ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αναφερόμενη σ’ αυτήν αυτοτελώς και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννάται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θα εξακριβωθεί απ’ αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις (Ολ, ΑΠ 2088/1986, ΑΠ 3/2011), γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας, όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως (Ολ.ΑΠ 2088/2986). Εξάλλου, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ, αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσεως που  διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1424/2017, 678/2010 ,Εφ.Αθ. 7105/202 δημοσιευμένες στον ηλεκτρονικό τύπο ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 65/2015, ΑΠ 523/2001, ΑΠ 863/1996 δημοσιευμένες στον ηλεκτρονικό τύπο ΝΟΜΟΣ). Ο εναγόμενος από αφηρημένη αναγνώριση χρέους για ανύπαρκτη αιτία προστατεύεται από τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, δικαιούμενος να αντιτάξει κατ’ ένσταση το ανύπαρκτο της αιτίας και να ελευθερωθεί έτσι, ως έχοντας αναγνωρίσει χρέος χωρίς νόμιμο λόγο (ΑΠ 843/2012, Αρμ. 2018.289, ΑΠ 192/2005, Ελλ.Δνη 2006.458, ΑΠ 65/2015, ΑΠ 878/2018, Εφ.Θεσσαλ. 742/1999, Εφ.Κερκ. 1/2017, Εφ.Αθ. 829/2019 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 5.3.2007 καταρτίσθηκε στον Πόρο Τροιζηνίας και στο κατάστημα Πόρου της καθ’ ής η αίτηση η υπ’ αρ. …./2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, μεταξύ του αιτούντος, της ……….. (μη διαδίκου) και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……… (καθ’ ής), δυνάμει της οποίας οι οφειλέτες ανέλαβαν από την Τράπεζα το συμφωνηθέν προϊόν του δανείου τμηματικά. Ακολούθως, στις 28.3.2013 με Πρόθεση Πράξη τροποποιητική της ένδικης ως άνω σύμβασης δανείου και της από 4.3.2013 Πρόσθετης Πράξης ο αιτών αναγνώρισε εγγράφως και ανεπιφύλακτα ότι το ποσό της οφειλής που απορρέει από την ως άνω σύμβαση ανέρχεται σε 479.280,22 ευρώ και η ρυθμιζόμενη τούτη οφειλή θα εξυπηρετείται από τον δανειακό λογαριασμό ….. Στις 22.5.2007 με εξώδικη δήλωση που επιδόθηκε νομίμως στον αιτούντα έκλεισε η καθ’ ης Τράπεζα ανήγγειλε ότι η ληξιπρόθεσμη και απαιτητή στο σύνολό της οφειλή ανέρχεται σε 506.057,63 ευρώ και κάλεσε αυτόν όπως εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών καταβάλει αυτήν (ως άνω οφειλή) εντόκως. Ακολούθως, λόγω μη καταβολής του ανωτέρω ποσού από τον αιτούντα (αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενο με την ………), η καθ’ ής η αίτηση ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αρ. …../2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε ο αιτών (αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενος) να καταβάλει στην καθ’ ής το ποσό των 510.367,44 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων.

Για την απόδειξη της απαιτήσεώς της η καθ’ ής, στον εκδόσαντα τη διαταγή πληρωμής Δικαστή, προσκομίσθηκαν πλην της από 28.3.2015 Πρόσθετης Πράξης αναγνωρίσεως της ως άνω ανερχομένης κατά την ημεροχρονολογία αυτή οφειλής, νομίμως και ακριβές απόσπασμα του υπ΄αριθ. …… λογαριασμού παρακολούθησης του προαναφερόμενου δανείου, εξηγμένο κατά πρωτότυπη εκτύπωση, από τα μηχανογραφικά τηρούμενα επίσημα εμπορικά βιβλία της αιτούσας, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, η ακρίβεια του οποίου βεβαιώνεται από τους αρμοδίους υπαλλήλους της που ενήργησαν την εκτύπωση και επικυρώνεται από την πληρεξούσια δικηγόρο της, και το οποίο, σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης δανείου (άρθρο 10) σε συνδυασμό με τον όρο υπό τον τίτλο «ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ» της από 28.03.2013 πρόσθετης πράξης, αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής των καθ’ ων. Το ως άνω απόσπασμα εμφανίζει με σαφήνεια και ακρίβεια την αναλυτική κίνηση του υπ’ αριθ. …… λογαριασμού του δανείου, από το άνοιγμά του στις 28.03.2013 (ημερομηνία υπογραφής της από 28.03.2013 Πρόσθετης Πράξης, κατά την οποία οι Οφειλέτες αναγνώρισαν ρητά και ανεπιφύλακτα την οφειλή τους ποσού € 494.319,85 το οποίο μετά την διαγραφή των τόκων του άρθρου 88 του Ν. 3601/2007 σε ποσοστό 30% διαμορφώθηκε στο ποσό των € 479.280,22) και εφεξής, έως την 29.02.2018 (στην οποία περιλαμβάνεται και η ημερομηνία της 02.05.2017, ημερομηνία μεταφοράς της οφειλής σε οριστική καθυστέρηση, ανερχομένης σε € 506.057,63) οπότε εμφάνιζε χρεωστικό σε βάρος των καθ’ ων υπόλοιπο ποσού Ευρώ 510.367,44.

Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει και αποδεικνύεται ότι, ο ……… (α΄ των καθ’ ων) και η …………. (β΄ των καθ’ ων), ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, οφείλουν να καταβάλουν στην αιτούσα από την παραπάνω σύμβαση δανείου το συνολικό ποσό των Ευρώ πεντακοσίων δέκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα επτά και σαράντα τεσσάρων λεπτών (€ 510.367,44) (αναλυόμενο σε € 481.002,08 για χρεωλύσια, € 16.162,97 για τόκους κεφαλαίου, € 12.773,33 για τόκους υπερημερίας και € 429,06 για έξοδα/ασφάλιστρα), εντόκως από την 29.02.2018 με το εκάστοτε ισχύον, για την απαίτηση αυτή, τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων μέχρις εξοφλήσεως.

Η καθ’ ής την 1/2/2019 κοινοποίησε στον αιτούντα την υπ’ αριθμ. …. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ……… δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο περιγραφόμενο σε αυτή ακίνητο ιδιοκτησίας αυτού (αιτούντα) για το ποσό των 50.000 ευρώ προς αποφυγή χρέωσης υπερβολικών εξόδων αναγκαστικής εκτέλεσης, ποσό το οποίο υπερκαλύπτεται από το ποσό των 479.280,22 ευρώ, το οποίο αναγνώρισε ρητά και ανεπιφύλακτα αυτός (αιτών) ως οφειλή απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου.

Οι ισχυρισμοί του αιτούντος που προβάλλονται με την ανακοπή που απορρίφθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση και με τους λόγους της εφέσεως,  αφορούν τους συνομολογηθέντες όρους της δανειακής σύμβασης σχετικούς με την καταχρηστικότητα και την αντίθεση αυτών στο νόμο σχετικούς με την εισφορά του Ν. 128/1975. Οι προβαλλόμενοι όμως ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι αυτοί, ως πηγάζοντες από τη βασική σύμβαση του δανείου δεν προτείνονται κατά της σύμβασης αναγνωρίσεως χρέους του κλεισθέντος δανειακού λογαριασμού, που αποτελεί σωρευτικά μια από τις βάσεις εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, καθόσον η αναγκαστική εκτέλεση, όπως προαναφέρθηκε, επισπεύδεται για μέρος του επιδικασθέντος με την ως άνω διαταγή πληρωμής ποσού που περιλαμβάνεται στην από 28.3.2013 Πρόσθετη Πράξη συμβατικής αναγνωρίσεως χρέους.

Από όλα τα ανωτέρω πιθανολογηθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απόρριψε την ανακοπή με τον ίδιο λόγο δεν έσφαλε και κατά συνέπεια δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 937 παρ. 1β ΚΠολΔ και πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναστολής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης Τράπεζας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στον αιτούντα (άρθρ. 176, 183 ΝΟΜΟΣ), όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει  σε τριακόσια(300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Για τη δημοσίευση)