Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 506/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Κτηματολόγιο, έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο κτήμα,  βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, νήσος Σαλαμίνα.

 

Αριθμός  απόφασης : 506/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η   από 13-10-2014 και με αρ. καταθ. ………../2018 έφεση του εκκαλούντος- εναγόμενου, κατά της με αρ. 1345/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική  διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι η  εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 5.9.2014, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε στο εφεσίβλητο  η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 14.10.2014 (άρθρα 518 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 11  του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (ΑΠ 775/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Δημόσιο, κατά το άρθρο 19  §  1 του ιδίου διατάγματος σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931) απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).

Ο ενάγων  και ήδη εφεσίβλητος   ισχυρίστηκε στην κρινόμενη αγωγή του  ότι έχει καταστεί αποκλειστικός κύριος  κάτοχος και νομέας του αναλυτικά περιγραφόμενου ακινήτου – αγροτεμαχίου, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Αμπελακίων, κατά τον τίτλο κτήσης, Σεληνίων, κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας. Ότι την κυριότητα αυτού απέκτησε με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω πώλησης με το  υπ’ αριθ. …../1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας κι επικουρικώς, με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας το χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του (άμεσου και απώτερων), τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, και οι οποίοι νέμονταν το ακίνητο με καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως, πριν από το έτος 1850 με  τις διακατοχικές πράξεις που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το εν λόγω ακίνητο καταχωρίστηκε με ΚΑΕΚ ……….,  ανακριβώς, ως ανήκοντας στην κυριότητα του εναγόμενου  Ελληνικού Δημοσίου.  Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του και να  διορθωθεί η πρώτη εγγραφή του οικείου βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να εγγραφεί αυτός  ως αποκλειστικός κύριος του επιδίκου γεωτεμαχίου.   Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση η οποία την έκανε δεκτή και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε  κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης (όπως αντικ. από το  σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου(εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή  έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωστικό – διορθωτικό και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής κι επιπλέον η απόδοση  του ακινήτου, αν ασκείται ως διεκδικητική. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο(έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της άσκησης της αγωγής του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ΄άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Eξάλλου κατά τις κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ.1 Κωδ.(7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πρ.Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ.3 Πανδ.(23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν από τις 23.2.1946), σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ’ αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ΄ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος άλλου (ΑΠ 1103/2018 σε www.areiospagos.gr) Στην προκείμενη περίπτωση το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια, χωρίς να είναι αναγκαίος ο  προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο, το οποίον είχε αποκτήσει η απώτερη  δικαιοπάροχος της ενάγουσας, από την κατάτμηση του οποίου αυτό προήλθε, δεδομένου ότι, αναφέρεται ο αριθμός του ΚΑΕΚ  του ιδίου και των ομόρων ακινήτων, ώστε μην μπορεί να δημιουργηθεί  αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του.  Επίσης αναφέρονται με σαφήνεια  οι εμφανείς  προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις, τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο επίδικο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη ο ενάγων (επιτήρηση φύτευση δέντρων) και προηγουμένως στην μείζονα έκταση από την  οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί του από το έτος 1850 (γεωργικές καλλιέργειες βόσκηση ζώων) και προσδιορίζεται επίσης ο τρόπος που κατέστησαν αυτοί καθολικοί/ ειδικοί  διάδοχοι ο καθένας του επόμενου έως τον ενάγοντα. Eπισημαίνεται ότι η αναφορά ως δικαιοπαρόχου της κοινότητας Αμπελακίων δεν ενέχει αντίφαση, αλλά έγινε επικουρικώς. Κατόπιν αυτών η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, ώστε ο πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήσις των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» (βλ. ΑΠ 222 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και Γ. Καριψιάδη «Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος», έκδοσιν 2000, σελ. 137 – 145 και 178επ.). Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά  ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 73/2018, ΑΠ 638/2016).  Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”,  οι οποίες έκτοτε  ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (ΑΠ Ολομ. 75/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤNΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Β. Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 -1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ της 31.1./18.2.1864 “περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τις 11.9.1915 (ΑΠ 1281/2002, ΑΠ 956/1990). Επομένως η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακρβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν  στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης)  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων και των φωτοτυπημένων φωτογραφιών, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά : To επίδικο ακίνητο αποτελεί αγροτεμάχιο, εμβαδού 280 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Σεληνίων, κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας, στην ειδικότερη θέση «. ή . . ή …», αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Απριλίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ……. (στο οποίο φέρεται με εμβαδό 280,08 τ.μ.), έχει καταχωριστεί με ΚΑΕΚ …….., και συνορεύει, κατά το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος, ανατολικά με οδό, δυτικά με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……., βόρεια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……., και νότια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ/……….  To ακίνητο αυτό στο κτηματολόγιο Σαλαμίνας φέρεται  ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο,  ως τμήμα του με αρ.  ……. Δημόσιου κτήματος, έκτασης 280.180 τμ., όπως   απεικονίζεται στο  από 27-02-1939, τοπογραφικό διάγραμμα (βλ. σχετ. το από 18-10-2011 τοπογραφικό διάγραμμα του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. πρωτ. …./15-04-2011 έγγραφο του Τμήματος Δημόσιων Κτημάτων της ίδιας Υπηρεσίας).    Το ακίνητο αυτό κατά το  τίτλο κτήσεώς του,  απέκτησε ο ενάγων από αγορά από τον  ………, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1983 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….. Ο προηγούμενος είχε αποκτήσει το άνω ακίνητο από αγορά από τον  …….. με το  υπ’ αριθ. …/1982 συμβόλαιο  της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …. και ο …….., από αγορά από την  …….. με  το υπ’ αριθ. …/1971 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .. με αύξοντα αριθμό …..  Η ………. είχε καταστεί κύρια ευρύτερης  έκτασης 95.987 τ.μ. δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών .., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….,  αμέσως μετά την αγορά της οποίας  προέβη σε κατάτμηση αυτής  σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….., τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, και ακολούθως, μεταβίβασε αυτά, λόγω πώλησης,  στον απώτερο   δικαιοπάροχο του ενάγοντος ……., ένα από τα οποία απέκτησε ο ενάγων. Οι δικαιοπάροχοι της ……..  είναι 25 άτομα τέκνα, διάδοχοι λόγω κληρονομικής διαδοχής του αρχικού – απώτερου δικαιοπαρόχου αυτών …….., που απεβίωσε αδιάθετος το έτος 1932 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του …………. και τα δέκα τέκνα του …………. οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομιά ασκώντας τις υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος ξύλευσης και βόσκησης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου.  Ειδικότερα, η  …….. κατέστη, κατά τα ανωτέρω συγκυρία κατά ποσοστό 450/1800 και κατά ποσοστό 135/1800, οι λοιποί κληρονόμοι, εξ αδιαιρέτου με παράγωγο τρόπο λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Όταν, κατά το έτος 1937, απεβίωσε και η ………, οι ανωτέρω, τέκνα αυτής και του . …  κατέστησαν κληρονόμοι αυτής στο από 450/1800 ποσοστό συγκυριότητας της και συγκύριοι μεταξύ τους κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομιά και ασκώντας τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Στη συνέχεια απεβίωσε από τους συγκύριους ο ……. ……, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του ……., και τα πέντε (5) τέκνα του: …………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά,  ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατρός τους (1951), συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε από τους συγκύριους  ο …………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και συνεπώς  εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του ………, και τα έξι (6) τέκνα του: ……………, ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του …….. (6°ς), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και  εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του …….., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ………., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, ………., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, ……….., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού,  αποτελούμενη  από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, ………, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό (συγκυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε  από τους συγκυρίους ο  ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατ’ επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του …….., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: ……………., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του . ……..: …………., και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του ………: …………, οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1800 = 180/1800 + 10/1800, όπου 10/1800 = 180/1800 : 2 : 9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800 = 27/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800: 5), 28,25/1800 (28,25/1800 = 26,25/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800 : 5), 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση.  Το έτος 1960 απεβίωσε από τους συγκύριους  η ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς, και κατ΄επέκταση  εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγο της, ………, και τα πέντε (5) τέκνα της: …………., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. ¨Όπως ήδη προαναφέρθηκε οι  ανωτέρω συγκύριοι  δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό .., οι ανωτέρω συγκύριοι, δηλαδή οι: 1) ……… (190/1800), 2) ……. (190/1800), 3) …….. (190/1800), 4) ……. (190/1800), 5) … . (190/1800), 6) ……….. (190/1800), 7) ……… (45/1800), 8) ……… (29/1800), 9) ……… (29/1800), 10) ……….. (29/1800), 11) ………. (29/1800), 12) ……… (29/1800), 13) ……… (48,75/1800), 14) …….. (28,25/1800), 15) ………….. (28,25/1800), 16) ………. (28,25/1800), 17) ……… (28,25/1800), 18) ……….. |28,25/1800), 19) ………. (90/1800), 20) ……….. (47,50/1800), 21) ……….(28,50/1800), 22) ………. (28,50/1800), 23) ………. (28,50/1800), 24) ………. (28,50/1800), και 25) ……….. (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., στην …………, και της παρέδωσαν τη νομή αυτού.  Ο δικαιοπάροχος των ανωτέρω …………. είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό ως ευρύτερη έκταση 111.987 τμ, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία από τον  πατέρα του …., που απεβίωσε το έτος 1899, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου,  ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμους του, που αναμίχθηκε στην κληρονομιά, ασκώντας τη συννομή επ’ αυτού, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας του, και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου,  Λίγα χρόνια μετά, ο ανωτέρω ………, αποκτά και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του ακινήτου αυτού, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω αγοράς από τους συγκυρίους – λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου-, υιούς του …………., δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …. Εδαφικό τμήμα 16.000 τμ. πώλησε το έτος 1925 στον ………, οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τμ., που όπως προεκτέθηκε, απέκτησε το έτος 1961 η ………..  Οι δικαιοπάροχοι αυτού ………… πατέρας των  .. και …  και ο αδελφός του … είχαν καταστεί κύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, της ανωτέρω μείζονος έκτασης, η οποία συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων …, δυτικά με ακίνητο κληρονόμων ………..,  κλπ. και βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και ακίνητα αγνώστων, επιφανείας 111.987 τμ, καθώς, είχαν εγκαταστήσει εντός αυτής ποιμνιοστάσια, τη χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα της, (όπως και όλοι οι μετέπειτα διάδοχοι αυτών), στους οποίους είχε περιέλθει, πριν από το 1845, τις ίδιες δε πράξεις νομής αυτών συνέχισε ο ………, αρχικά ως συννομέας και τελικώς ως αποκλειστικός κύριος και νομέας. Το έτος 1845  ολοκληρώθηκαν στη νήσο Σαλαμίνα οι εργασίες της αρμόδιας, επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής, η οποία, με την υπ’ αριθ. 305/24-01-1845 απόφαση της, αναγνώρισε αυτά (δάση) ως ιδιωτικά, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή ………. (καθώς και εκείνων που είχαν καταχωριστεί στα βιβλία δημόσιων κτημάτων), στα οποία  όμως, δεν περιλαμβανόταν το προπεριγραφόμενο ακίνητο εμβαδού 111.987 τ.μ., καθώς περί αυτού  δεν υπάρχει και ισχυρισμός από πλευράς του εκκαλούντος.  Τα όρια του  ακινήτου, το ½ του οποίου αγόρασε ο ………..,  ενώ ήδη κατείχε το υπόλοιπο ½, όπως   αναφέρονται  στο με αρ. …/1908  συμβόλαιο  είναι ανατολικώς αγρός ………., δυτικώς  … και αγρός ………., αρκτικώς και μεσημβρινώς θάλασσα. Ως έκταση  αναφέρεται έκταση 50 περίπου στρέμματα, όμως  την εποχή εκείνη ήταν συνήθης πρακτική η έκταση να αναφέρεται κατά προσέγγιση (ώστε μπορεί να είναι και παραπάνω)  με απλή  αναφορά των ορίων. Το ίδιο ανατολικό όριο (κληρονόμοι …) αναφέρεται και στον τίτλο κτήσεως της ……….., ταυτίζονται επίσης το βόρειο και νότιο όριο (αρκτικώς – μεσημβρινώς), που είναι η θάλασσα (προς βορράν κόλπος Αμπελακίων και νότο θάλασσα Σεληνίων). Το επίδικο ακίνητο  βρίσκεται  στο νοτιοανατολικό  κτήμα της ιδιοκτησίας της ……… και του δημοσίου κτήματος με αρ.  …. εντός του οποίου αυτή οριοθετείται,  πλησίον της θάλασσας (προέκταση ανατολικού ορίου, βλ. την τοποθέτηση του επιδίκου ακινήτου από την κτηματική υπηρεσία Πειραιά  στο από 16.10.1970 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………),  ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι περιλαμβάνεται στο  τίτλο κτήσεως του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ……., χωρίς την ανάγκη αποσαφήνισης του δυτικού ορίου. Στο από 27.3.1939  τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου ………, απεικονίζεται με αύξοντα αριθμό 12  το δημόσιο κτήμα με …….., το οποίο έχει εμβαδό  288.190 τ.μ., εντός του οποίου, όπως εκτέθηκε  οριοθετείται ιδιοκτησία της ……., όπου καταγράφεται ανατολικώς επίσης η  ιδιοκτησία ……… και στη συνέχεια, προς νότον, (όπως είναι η διαμόρφωση της Χερσονήσου) ακολουθεί η θάλασσα. Κατά το άνω τοπογραφικό διάγραμμα (το από 16-1-1970 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, …………. είναι αντιγραφή αυτού  και ο  σχετικός κτηματολογικός πίνακας στηριχθεί στο  ίδιο) ο ………., φέρεται να κατέχει μία πολύ μικρή έκταση  στο βόρειο τμήμα της Χερσονήσου, από το έτος  1928  μόλις 3,860 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό 7.  Στο υπόμνημα του άνω τοπογραφικού αναφέρεται ότι η έκταση από την οδό προς Σελήνια έως τον αγρό του ……… είχε κατατμηθεί σε 8 μεγάλα γήπεδα έκτοτε δημοπρατείτο από την Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας. Όμως παράλληλα αναφέρεται για το …… που καταγράφεται ως έκταση του Δημοσίου, ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων. Οι κοινότητες αυτές άσκησαν  αγωγές κατά της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ………. και ειδικότερα η Κοινότητα Σεληνίων,  την από 5.8.1963 αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθ. έκθ. κατ.: ………./16-08-1963), ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία  εδαφικού τμήματος  τυγχάνει εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, που είχε καταλάβει η εναγόμενη, ως κυρία (2) ακινήτων ακινήτων  εμβαδών 456,250 και 6 στρεμμάτων, που  είχε αποκτήσει, ως καθολική διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας και κατά τη σύσταση του ο Δήμος Σαλαμίνας και την από 15-04-1965 αγωγή της (αριθ. έκθ. κατ.: …./05-05-1965), με όμοιο περιεχόμενο, αγωγές όμως που  ουδέποτε συζητήθηκαν. Η κοινότητα  Αμπελακίων άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την   από 30-12-1964 αγωγή της κατά της ……..,(αριθ. έκθ. κατ.: …../30-12-1964), με την οποία, αφού στήριζε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγόμενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η αγωγή όμως αυτή καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό (με αρ. αριθ. …./1969  ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. …/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. …/1969 απόφαση, και την υπ’ αριθ. πρωτ. …/10-06-1969 και κατόπιν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 17802/1969 απόφασης της Νομαρχίας Πειραιώς, μετά την καταβολή από την τότε εναγόμενη προς την Κοινότητα Αμπελακίων ποσού 200.000 δρχ. Εξάλλου, το εκκαλούν προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία  (θα σχολιασθεί και παρακάτω) προσκομίζει τα εξής έγγραφα :  – δημοπρασίες εκποίησης ετών 1928-1934 – παραγγελία του Οικονομικού Εφόρου  προς Αστυνομικό σταθμάρχη (αρ.πρωτ. …./18.11.1939) για φύλαξη της έκτασης, πρωτόκολλα αποζημίωσης (μισθώματος) που εκδόθηκαν από τον Οικονομικό Έφορο σε βάρος του …. (και όχι …)  …  για τα έτη 1928-1939 και πρακτικά γνωμοδοτήσεως για το καταβλητέο μίσθωμα  έκτασης 18, 280 στρεμμάτων του Δημοσίου στη θέση «………» από την ………… Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι τα πρωτόκολλα αποζημίωσης  ακυρώθηκαν δυνάμει της υπ’αριθ. 27/23.7.1940 απόφασης του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, η δε μίσθωση  από την …….. δεν  προκύπτει ότι αφορούσε την έκταση που αγόρασε η ……… και κατ’ επέκταση το επίδικο ακίνητο,  καθώς αναφέρονται στα πρακτικά γνωμοδοτήσεως έκταση 18 στρεμμάτων  στον κόλπο στον κόλπο «…..» (όπου όμως υπάρχει και το δημόσιο κτήμα …) και όχι 280,190 τ.μ.  που αφορούν το ………… Εξάλλου το έτος 1969  με την Ε13862/5745/2.8.1969 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών κι Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 167/13.9.1969) κηρύχθηκε απαλλοτρίωση στη Χερσόνησο Κυνόσουρας στο βόρειο τμήμα αυτής καταλαμβάνοντας  και τμήμα του …… (βλ. το από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των αγρονόμου τοπογράφου …….. και τοπογράφου μηχανικού … .. της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς) για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένα του Πειραιά, υπέρ και με δαπάνες του ΟΛΠ. Διενεργήθηκε επίσης απαλλοτρίωση και στο νότιο τμήμα  με την ΚΥΑ 342/175/16.2.1972 (ΦΕΚ 45/25.2.1972),  η οποία ανακλήθηκε με την με αρ ΚΥΑ 4159/2170/Ν 11549/20.4.1975.  Οι αποφάσεις κήρυξης απαλλοτρίωσης μεταγράφηκαν κανονικά στις μερίδες των φερόμενων ως ιδιοκτητών και  μεταξύ αυτών και της ………., η οποία  αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης με την με αρ. 44/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (πρώτη απαλλοτρίωση). Αν  δε επρόκειτο για  αδιαμφισβήτητη έκταση που ανήκε στο Δημόσιο, δεν θα παρίστατο ανάγκη καθόλου να κηρυχθούν οι άνω απαλλοτριώσεις.   Με αφορμή την πρώτη απαλλοτρίωση  διενεργήθηκε  έρευνα για τα δικαιώματα του Δημοσίου και τις καταπατήσεις εκτάσεων στη Χερσόνησο Κυνόσουρας, από την οποία προέκυψε ότι, εκτός από τις ίδιες τις καταχωρήσεις στα βιβλία δημοσίων κτημάτων,  δεν κατέστη δυνατό να  τεκμηριωθούν με άλλο τρόπο δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς δεν υπήρχε  καταχωρημένος  τίτλος κτήσεως του Δημοσίου, ούτε  στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων,  ούτε  στο υποθηκοφυλακείο (βλ. το με αρ. πρωτ. 15.10.1970  έγγραφο του μηχανικού …….. και Επιθεωρητή ……… και το με αρ. πρωτ. …/3.8.1974 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας ……….).  Κατόπιν αυτών η καταχώρηση του επιδίκου (και της ευρύτερης έκτασης που αυτό βρίσκεται) ως Δημοσίου κτήματος δεν τεκμηριώνει την κυριότητα του Δημοσίου και   δεν αναιρεί τις πράξεις νομής του ενάγοντος  και  του  δικαιοπαρόχων αυτού,  οι οποίες ήταν συνεχείς και αδιάλλειπτες με αφετηρία, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το έτος 1845,  (νομή από τους απώτερους δικαιοπαρόχους ευρύτερης έκτασης  111.987 τμ και μετά  πώληση τμήματος αυτής 16.000 τμ, έκτασης 95.987 τμ, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο).   Έτσι, στις 11.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ………… είχε καταστεί κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής και πώλησης, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τριακονταετή νομή με καλή πίστη, με προσμέτρηση  και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του. Σημειώνεται ότι τα  περί άσκησης των προαναφερόμενων διακατοχικών πράξεων από τους  δικαιοπαρόχους του ενάγοντος ……… έως την αγορά από την ……….. έχουν γίνει δεκτά και με τις με αρ.  634/2017,  650/2017,  199/2018 και 499/2018 ήδη τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου,   επί αγωγών  που άσκησαν οι  κάτοικοι στην ίδια  περιοχή που αγόρασαν ομοίως εδαφικά τμήματα  από την ……….. Η κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως υπαλλήλου της κτηματικής υπηρεσίας Πειραιώς,  ότι το Δημόσιο ασκούσε διακατοχικές πράξεις στο επίδικο,  δεν προσέθεσε κάτι επιπλέον διαφορετικό, πέραν των όσων ήδη σχολιάσθηκαν, αφού βασίζεται στο φάκελο της υπηρεσίας.  Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με την έφεσή του, ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει και πρωτοδίκως,  επικαλούμενο ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ως τμήμα του υπ’ αριθ. …….. δημοσίου κτήματος συνολικής έκτασης 288.190 μ2, απέκτησε α) «δικαιώματι πολέμου», διότι  αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο  Οθωμανικό Δημόσιο, β)  άλλως ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και κατελήφθη από αυτό την 21-1/3-2-1830, γ) άλλως  ως δημόσια δασική έκταση, δ) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3/15-12-1833, ε) άλλως με τα προσόντα της  έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενο αυτό με καλή πίστη από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής,  στ) άλλως, διότι ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10-7-1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του. Όμως, ο άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος : κατά το (α) σκέλος του ως μη νόμιμος,  με δεδομένο ότι η Αττική και η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων,  αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως,  κατά τα (δ), (ε) και (στ) σκέλη του ως αόριστος,  διότι το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά (ποιός ήταν  ο οθωμανός κύριος του επιδίκου ή  πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας). Ο ισχυρισμός του επίσης ότι αποτελούσε δασική έκταση  δεν επάγει σ’ αυτό κυριότητα, αφού με την προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής όλα τα δάση της νήσου Σαλαμίνας εκτός αυτών που ανήκαν στη διαλελυμένη μονή ….. ., που δεν ανήκε το επίδικο αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά, γεγονός που επικυρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 3208/2003. Σημειώνεται ότι ο τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου  θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη μιας τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η ύπαρξη κυριότητας του Δημοσίου (ΑΠ 368/2015). Σε κάθε περίπτωση ως άνω ισχυρισμοί, όπως και ο ισχυρισμός για κτήση κυριότητας από αυτό με έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικώς αβάσιμοι, αφού από το  αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε  ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό κτήμα ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ημερομηνία της 3/15-12-1833 ή ότι ήταν αδέσποτο.  Εξάλλου,  η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα  προς τον ν. 2308/1995 και κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης  το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε  ανακριβώς με ΚΑΕΚ …….  ως ιδιοκτησία του εναγομένου  ΚΑΕΚ. Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου,  η οποία αφορά στο επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, βάσει των προαναφερθέντων, αυτό ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και κάνοντας δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα ως κύριο του επιδίκου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, εμβαδού 280,00 τμ. να εμφαίνεται ο ενάγων ως κύριος αυτού κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το με αριθ. …/1983 συμβόλαιο  της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …..,   δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν αυτού, καθώς δεν υπάρχει  άλλος  λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα του  εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την από 13-10-2014 και με αρ. καταθ. ………../2018, έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1345/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  9 Σεπτεμβρίου 2019.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ