Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 511/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 511/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 14.3.2018 έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος – …………, κατά της οριστικής απόφασης 786/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 30.6.2014 ανακοπή του τελευταίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει   επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της, αφού η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε στις 16.3.2016 και η έφεση ασκήθηκε (με κατάθεση στην Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), στις 15.3.2018 (άρθρα 495§§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ.,  όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το  ν. 4335/2015). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. (μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4446/22.12.2016), όπως προκύπτει από  το ………….ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με το από 14.3.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα    – βεβαίωση πληρωμής, του ως άνω Υπουργείου προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως   προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ.  Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, με την από 30.6.2014 ανακοπή του, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 §1 Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους,  την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ……/2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε (ο ανακόπτων) να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία, το ποσό των 40.431,25 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από τέσσερα τιμολόγια – δελτία αποστολής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), με την εκκαλούμενη 786/2016 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους της ανακοπής και επικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ανακόπτων      με την έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής 719/2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΙΙΙ.  Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ανακόπτων – εκκαλών σύναψε με την καθ’ ης ανακοπή – εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών, την      από 14.3.2008 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με την οποία η τελευταία ανέλαβε, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, να εφοδιάζει, κατ’ απόλυτη αποκλειστικότητα, το πρατήριο υγρών καυσίμων του πρώτου, που βρισκόταν στη …. του Δήμου …. του Νομού Λακωνίας. Εξάλλου, σύμφωνα  με τον όρο Β του Παρατήματος Α, που αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος  της ως άνω σύμβασης, η εφεσίβλητη, κατόπιν αιτήματος του εκκαλούντος,  του χορήγησε εμπορευματική πίστωση σε πετρελαιοειδή, ποσού 50.000 ευρώ, το οποίο θα εξοφλούνταν σταδιακά κάθε μήνα, με την έκδοση πιστωτικού σημειώματος από την πρώτη και, κατά τη λήξη της σύμβασης, εφόσον δεν είχε εξοφληθεί το ποσό της πίστωσης, ο εκκαλών θα όφειλε να καταβάλει τη διαφορά. Για την εμπορευματική πίστωση αυτή εκδόθηκαν τα τιμολόγια : α) ………../6.6.2008, ποσού 16.612,32 ευρώ, β) ………… /12.6.2008, ποσού 14.642,94 ευρώ, γ) ……/18.6.2008, ποσού 14.087,21 ευρώ και δ) ……/20.6.2008, ποσού 12.197,25 ευρώ, ήτοι και τα τέσσερα συνολικού ποσού 57.539,78 ευρώ, τα οποία ήταν τα πρώτα τιμολόγια σ’ εκτέλεση της ως άνω της σύμβασης. Επειδή το συνολικό ποσό υπερέβαινε το ποσό των 50.000 ευρώ, που είχε συμφωνηθεί να δοθεί στον εκκαλούντα ως εμπορευματική πίστωση από την εφεσίβλητη, από το τελευταίο (υπό στοιχείο δ) τιμολόγιο, ποσό 4.657,53 ευρώ, λογίστηκε για τη συμπλήρωση της εμπορευματικής πίστωσης των 50.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό, των 7.539,72 ευρώ, έπρεπε να καταβληθεί από τον εκκαλούντα με επιταγή που θα εκδιδόταν εντός δώδεκα ημερών, σύμφωνα   με τον όρο Α του Παραρτήματος Α της ίδιας σύμβασης. Ο εκκαλών ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, επαναφέροντας τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ότι για τα τιμολόγια αυτά κατέβαλε συνολικά το ποσό των 68.332,64 ευρώ (31.939,58 ευρώ στις 26.6.2008, 7.040,59 ευρώ την 1.7.2008, 16.465,02 ευρώ στις 7.7.2008 και 12.887,45 ευρώ στις 8.7.2008), εξοφλώντας τα πλήρως, το επιπλέον δε ποσό αυτών αφορούσε σε τιμολόγια που θα εκδίδονταν μεταγενέστερα. Ωστόσο, τα ποσά αυτά δεν δόθηκαν για  τα ανωτέρω τιμολόγια, με βάση τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και τα οποία αφορούσαν σε πίστωση που δόθηκε  στον εκκαλούντα, αλλά για μεταγενέστερα, τα οποία ήταν πλέον εκτός της πίστωσης και έπρεπε να πληρωθούν με επιταγές εντός δώδεκα ημερών. Ειδικότερα, α) με το τιμολόγιο ……/25.6.2008 ο εκκαλών παρέλαβε εμπορεύματα αξίας 24.399,86 ευρώ. Το τιμολόγιο αυτό καθώς και το υπόλοιπο ποσό των 7.539,72 ευρώ από το ως άνω υπό στοιχείο δ τιμολόγιο, που δεν καλυπτόταν από την εμπορευματική πίστωση (σύνολο 31.939,58 ευρώ), εξόφλησε ο εκκαλών με την πληρωμή της ………. ισόποσης επιταγής, με πληρώτρια την Αγροτική Τράπεζα, που παρέδωσε στην εφεσίβλητη στις 26.6.2008 και πληρώθηκε στις 7.7.2008. β) Με το τιμολόγιο ……/30.6.2008 ο εκκαλών παρέλαβε εμπορεύματα αξίας 7.040,59 ευρώ, τα οποία εξόφλησε με την πληρωμή της …. ισόποσης επιταγής, με πληρώτρια την Αγροτική Τράπεζα, που παρέδωσε στην εφεσίβλητη  την 1.7.2008 και πληρώθηκε στις 14.7.2008. Τέλος, γ) με το τιμολόγιο …../4.7.2008 παρέλαβε (ο εκκαλών) από την εφεσίβλητη εμπορεύματα αξίας 16.465,02 ευρώ, τα οποία εξόφλησε με την πληρωμή της …… ισόποσης επιταγής, με πληρώτρια την Αγροτική Τράπεζα, που παρέδωσε στην εφεσίβλητη στις 7.7.2008 και πληρώθηκε στις 16.7.2008, ενώ δ) με το τιμολόγιο ……/7.7.2008 ο εκκαλών παρέλαβε από την εφεσίβλητη εμπορεύματα αξίας 12.887,45 ευρώ, τα οποία εξόφλησε με την πληρωμή της ………….. ισόποσης επιταγής, από την ίδια πληρώτρια Τράπεζα, που παρέδωσε στην εφεσίβλητη στις 8.7.2008 και πληρώθηκε στις 21.7.2008. Επομένως, οι καταβολές που επικαλείται ο εκκαλών δεν αφορούσαν στα τιμολόγια με βάση τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αλλά, μόνο σε μέρος του τέταρτου εξ αυτών, ποσού 7.539,72 ευρώ, ποσό το οποίο δεν ζητήθηκε ούτε εκδόθηκε γι’ αυτό η ίδια διαταγή πληρωμής, καθώς και στα μεταγενέστερα τιμολόγια ……/25.6.2008, …../30.6.2008, …../4.7.2008 και …../7.7.2008. Άλλωστε, το ποσό των τιμολογίων αυτών και του υπολοίπου της εμπορευματικής πίστωσης αντιστοιχεί συνολικά στις καταβολές που επικαλείται ο εκκαλών (68.332,64 ευρώ). Μάλιστα, όπως προκύπτει και από τη σχετική καρτέλα πελάτη, πλην των τριών πρώτων τιμολογίων της εφεσίβλητης και μέρους (για ποσό 4.657,53 ευρώ) του τέταρτου, που αφορούσαν στην εμπορευματική πίστωση που δόθηκε στον εκκαλούντα και πιστώθηκε το τίμημά τους, όλα τα υπόλοιπα τιμολόγια πληρώνονταν κατά σειρά με ισόποσες καταβολές του τελευταίου. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης, κατά του λόγου ανακοπής του εκκαλούντος, σχετικά με το ότι οι καταβολές του τελευταίου  δεν αφορούσαν στο επίδικο χρέος (Α.Π. 1927/2008 Ελλ.Δ/νη 2009, σελ.  503), αλλά σε άλλα. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό λόγο της ανακοπής ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε η τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, διότι από τη μεταξύ      των διαδίκων έννομη σχέση, πωλήτριας και αγοραστή, δεν προέβησαν ούτε υπήρχε τουλάχιστον τέτοια δυνατότητα αποστολών και χρεώσεων και για τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές, στοιχείο αναγκαίο για το χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως αλληλόχρεου λογαριασμού. Αντίθετα, υπήρχαν μόνο οφειλές και χρεώσεις αποκλειστικά υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος του εκκαλούντος αντίστοιχα, η δε εφεσίβλητη τηρούσε ένα απλό λογαριασμό,          τα δε τιμολόγια που εξέδιδε διατηρούσαν την αυτοτέλειά τους (ad hoc             Α.Π. 2123/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 857/2006 Χρ.Ι.Δ. 2006, σελ. 727             και Εφ.Αθ. 4058/2012 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επομένως, το πρωτοβάθμιο  δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση και με την ίδια, κατά βάση, ως άνω αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚπολΔ), απέρριψε το σχετικό λόγο της ανακοπής ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος τόσο ο δεύτερος λόγος της έφεσης, καθώς και ο τρίτος λόγος αυτής, κατά το πρώτο σκέλος του.

ΙV.  Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού,  ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη, με την αίτησή της για την έκδοση      της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεν ανέφερε πως του χορηγήθηκε πίστωση 50.000 ευρώ, ότι αυτή θα εξοφλούνταν τμηματικά κάθε μήνα, ούτε  με ποιο τρόπο εξοφλήθηκε, ώστε να μειωθεί το ποσό στο αιτούμενο και επιδικασθέν με την ……./2014 διαταγή πληρωμής ποσό των 40.431,25 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης, ουσιαστικά αφορά σε νέο λόγο της ανακοπής, ο οποίος προβάλλεται το πρώτον κατ’ έφεση. Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι μπορούσε να προβληθεί μόνο με πρόσθετο δικόγραφο να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο, απευθύνεται η ανακοπή και να κοινοποιηθεί τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 585 του Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο  συζήτησης της ανακοπής (Α.Π. 1229/2007 Χρ.Ι.Δ. 2008, σελ. 240, Α.Π. 192/2005 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 460, Α.Π. 50/2004 Νο.Β. 2004, σελ. 1369 και Α.Π. 1779/2001 Ελλ.Δ/νη 2002, σελ. 1377). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία, απέρριψε τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμο, και, κατόπιν τούτου, απέρριψε την από 30.6.2014 ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, όλων των λόγων της έφεσης του ανακόπτοντος.

  1. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα και να καταδικαστεί     ο τελευταίος, λόγω της ήττας του (άρθρα 69 §1, 68 §§1, 2, 66, 65, 63 §1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,     όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 14.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση του εκκαλούντος, κατά       της οριστικής απόφασης 786/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από       τον εκκαλούντα παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων  της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει  στο ποσό των οκτακοσίων δέκα (810) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις  9    Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ