Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 512/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης    512 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 25.5.2018 έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος – ν.π.δ.δ.          με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ –  Ε.Φ.Κ.Α.”, κατά της οριστικής απόφασης 2228/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά            την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 3.11.2017 ανακοπή του τελευταίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §§1, 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε            με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, κατ’ άρθρο 495 §3 περ. Α στοιχ. β´ του Κ.Πολ.Δ. (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το ν. 4335/2015), διότι το ανακόπτον απολαμβάνει των απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου (άρθρα 70 §1 εδ. β, 53 §1 Α του         ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με τα άρθρα 21 §9 του ν. 1902/1990, 5 του        ν. 3210/1955 και 19 §1 του α.ν. 1846/1951), άρα και της απαλλαγής που καθιερώνει το άρθρο 19 του Κ.Δ. της 16.6.1944 «Περί Κώδικος Νόμων    Δικών του Δημοσίου» (Α.Π. 1697/2012, Εφ.Πειρ. 799/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Εφ.Αθ. 5187/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 514). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ.   Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 979 §1 του Κ.Πολ.Δ., μέσα σε τρεις (3) ημέρες, αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον, υπέρ του οποίου έγινε και κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές, που αναγγέλθηκαν για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης. Σύμφωνα      με τις διατάξεις του άρθρου 979 §2 του ίδιου Κώδικα, μέσα σε δώδεκα          (12) εργάσιμες ημέρες, αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της §1, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης,       οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του Κ.Πολ.Δ. Αντίγραφο της      ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού… Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη…”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 §1 του Κ.Ε.Δ.Ε.        (ν.δ. 356/1974) “επί δικών του παρόντος ν.δ., το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφο, επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν,  επί τη αυτή ως άνω κυρώσει, απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργών των Οικονομικών”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνες των §§1 και 2 του άρθρου 5 του Δ/τος 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικoς των Νόμων περί δικών του Δημοσίου” συνάγεται ότι σε δίκες του Δημοσίου, η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου,  για να είναι νόμιμη (άρθρο 126 §1 εδ. δ´ του Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει               (με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του Κ.Ε.Δ.Ε., ακυρότητας στις λοιπές)  τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο, που εκπροσωπεί  το Δημόσιο στη συγκεκριμένη δίκη, όπως είναι ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου στις δίκες του Κ.Ε.Δ.Ε. και τούτο προδήλως για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Αν αυτό δεν γίνει, αν δηλαδή επιδοθεί το δικόγραφο μόνο στο αρμόδιο όργανο, όχι δε και στον Υπουργό των Οικονομικών, τότε η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και δεν παράγει  έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο του, κατά του Δημοσίου, δικογράφου στις δίκες του Κ.Ε.Δ.Ε. και την επέλευση της ακυρότητας των σχετικών διαδικαστικών πράξεων, ανεξάρτητα από βλάβη του Δημοσίου,      στις λοιπές δίκες, η οποία (ακυρότητα) εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (Ολ.Α.Π. 34/1988 Νο.Β. 1989, σελ. 1200, Α.Π. 786/2014 και     Α.Π. 1801/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, κατά το άρθρο      91 §1 του Κ.Ε.Δ.Ε. “εις ας περιπτώσεις ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία η είσπραξις των εσόδων Ο.Τ.Α., ετέρων ν.π.δ.δ. ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων, εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος ν.δ., εφόσον αι ιδίαι  περί αυτών διατάξεις, δεν αντίκεινται προς τούτο”. Κατά δε το προστεθέν στο  τέλος της §3 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 εδάφιο α´ με το άρθρο 18 του ν. 1469/1984 “τα δημόσια ταμεία εισπράξεως εσόδων Ι.Κ.Α., που συστήθηκαν και λειτουργούν στις περιοχές Αθήνας, Πειραιά … βάσει διατάξεων … μετονομάζονται σε ταμεία είσπραξης εσόδων Ι.Κ.Α., εξακολουθούν να λειτουργούν με τις αυτές αρμοδιότητες, υπό τον έλεγχο όμως και εποπτεία  του Ι.Κ.Α.”, ενώ κατά το προστεθέν, όμοια όπως ανωτέρω, εδ. δ´ της ίδιας διατάξεως, “οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ και των συνεισπραττομένων από αυτό εσόδων τρίτων οργανισμών. Όπου δε σ’ αυτές αναφέρεται Υπουργός, Διευθυντής Δημοσίου Ταμείου και υπάλληλος του Δημοσίου νοούνται οι: Διοικητής Ι.Κ.Α., Διευθυντής Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων Ι.Κ.Α. ή Διευθυντής Ταμειακής Υπηρεσίας Περιφερειακού ή Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. και υπάλληλοι του Ι.Κ.Α.       από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες”. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, σε δίκες του Ι.Κ.Α., για να είναι νόμιμη (άρθρο 126 §1 εδ. δ´ του Κ.Πολ.Δ.) η προς αυτό, ως ν.π.δ.δ., επίδοση του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει στις δίκες του Κ.Ε.Δ.Ε. τόσο        στο Διοικητή του Ι.Κ.Α., όσο και στο Διευθυντή του οικείου Ταμείου     Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α., οι οποίοι καθίστανται υποχρεωτικοί αποδέκτες  των κοινοποιήσεων αυτών, όπως ακριβώς τα αναφερόμενα στο άρθρο 54             του Κ.Ε.Δ.Ε. όργανα του Δημοσίου καθίστανται υποχρεωτικοί αποδέκτες των αντιστοίχων κοινοποιήσεων, με συνέπεια, εφόσον παραλειφθεί οποιαδήποτε από τις δύο αυτές κοινοποιήσεις, το απαράδεκτο του δικογράφου κατά του Ι.Κ.Α. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.) Η παράλειψη των δύο αυτών κοινοποιήσεων δεν αναπληρώνεται από την κοινοποίηση του δικογράφου στο Διοικητή του Ι.Κ.Α. (σχετ. Α.Π. 537/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 85 και ad hoc Εφ.Πειρ. 1065/2002 Νο.Β. 2003, σελ. 1877 και Εφ.Αθ. 11104/96 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 629).

ΙΙΙ.  Στην προκείμενη περίπτωση το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν – ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ – Ε.Φ.Κ.Α.”, με την από 3.11.2017 ανακοπή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησε, τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης δανειστών …../2017 της υπαλλήλου του πλειστηριασμού – Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., για τον αναφερόμενο σ’ αυτήν λόγο, προκειμένου να καταταγεί αυτό προνομιακά στο ποσό των 131.269,96 ευρώ, αντί της καθ’   ης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την απόφασή του 2228/2018, δεν έλαβε υπόψη του ότι στην έννοια του δικογράφου των διατάξεων του άρθρου 5 §1 του Δ/τος της 26 Ιουνίου/ 10 Ιουλίου 1994 περί κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και του άρθρου 85 §1 του ν.δ/τος 356/1974 περί κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, δεν περιλαμβάνεται και η γνωστοποίηση  του επί πλειστηριασμού υπαλλήλου προς τους δανειστές για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, κατ’ άρθρο 979 §1 του Κ.Πολ.Δ. και επομένως δεν απαιτείται κοινοποίηση της πρόσκλησης, όταν αναγγελθείς δανειστής είναι το Ι.Κ.Α. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.), τόσο στο Διοικητή του τελευταίου, όσο και στο Διευθυντή του οικείου Ταμείου Είσπραξης Εσόδων αυτού, οι οποίοι καθίστανται υποχρεωτικοί αποδέκτες των κοινοποιήσεων, αλλά ότι αρκεί  μόνο η μία επίδοση της πρόσκλησης, οπότε και αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής των τριάντα (30) ημερών. Έτσι, έκρινε ότι αρκούσε η επίδοση της πρόσκλησης δανειστών …../2017 και του πίνακα κατάταξης …../2017 από την υπάλληλο του πλειστηριασμού μόνο στη Διοίκηση του ανακόπτοντος, στις 5.10.2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ………, χωρίς να απαιτείται και επίδοσή της και στον Προϊστάμενο του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, και επομένως, ότι η ανακοπή, που ασκήθηκε στις 8.11.2017, είναι εκπρόθεσμη, αφού παρήλθαν τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης. Πλην, όμως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη,  η μη λήψη υπόψιν του ότι η επίδοση της πρόσκλησης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού στον Προϊστάμενο του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά έγινε στις 12.10.2017, όπως επίσης προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επ’ αυτής του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, είχε ως συνέπεια να αρχίσει έκτοτε (από τις 13.10.2017) η προθεσμία της ανακοπής για το Ε.Φ.Κ.Α., και επομένως εσφαλμένα απορρίφθηκε, η ανακοπή ως εκπρόθεσμη. Πρέπει, επομένως δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου της έφεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η από 25.5.2018 έφεση του ανακόπτοντος, Ν.Π.Δ.Δ., να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση 2228/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να δικαστεί η από 3.11.2017 ανακοπή, ο λόγος της οποίας δεν εξετάστηκε.

ΙV.  Η ένταξη των προνομίων στο ρυθμιστικό πεδίο του δικονομικού δικαίου συνεπάγεται ότι κρίσιμος, προκειμένου να εξακριβωθεί το εφαρμοστέο δίκαιο, δεν είναι ο χρόνος γέννησης της απαίτησης, όπως θα συνέβαινε αν     τα προνόμια θεωρούνταν ότι αποτελούν ύλη του ουσιαστικού δικαίου, αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης δανειστών, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που ισχύει κατά τη διενέργεια της τελευταίας αυτής διαδικαστικής πράξης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η ερμηνευτική αυτή αντίληψη ενισχύεται και από τη διαπίστωση ότι το καθοριζόμενο βάσει του χρόνου επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή εφαρμοστέο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης ενδιαφέρει κυρίως τον επισπεύδοντα δανειστή, όχι όμως και τους αναγγελθέντες, οι οποίοι μετέχουν στην εκτελεστική διαδικασία επιδιώκοντας ικανοποίηση από το πλειστηρίασμα μέσω της αναγγελίας τους, ώστε το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας να είναι ξένο ως προς τις κατ’ ιδίαν διαδικαστικές πράξεις διανομής του πλειστηριάσματος. Περαιτέρω, επί μεταβολής του δικαίου των προνομίων σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης της εκτέλεσης, οι ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά       τη θέση σε κίνηση του μηχανισμού αναγκαστικής πραγμάτωσης, θεωρούνται καταργημένες και εφαρμόζονται αποκλειστικά οι ισχύουσες διατάξεις κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, εκτός αν ο δικονομικός νομοθέτης επιλέξει διαφορετική ρύθμιση κατά τρόπο ρητό, με τη θέσπιση ειδικής διαχρονικού δικαίου διάταξης, όπως έπραξε με το άρθρο 41 §5 του ν. 3863/2010. Η τελευταία διάταξη όρισε ρητά ότι: «οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου». Επομένως, ελλείψει ειδικής διαχρονικού δικαίου πρόβλεψης, ισχύει ο κανόνας ότι, ενώ οι διαδικαστικές πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης οριοθετούνται και κρίνονται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της επιταγής, ο κανόνας αυτός ισχύει για τις διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται έως την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας με τη διενέργεια αναγκαστικού πλειστηριασμού. Κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος στους μετέχοντες δανειστές, εφαρμόζεται το δίκαιο           που ισχύει κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών. Η γενικότερη      αυτή αρχή επιβεβαιώνεται, πρωτίστως, από την ταυτόσημη διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015 διάταξης με τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 50 §1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. Πράγματι, η μεταβατικού δικαίου διάταξη του ν. 4335/2015 ορίζει ως γενική έναρξη ισχύος των νέων ρυθμίσεων την 1η.1.2016 και για την αναγκαστική εκτέλεση ειδικά ορίζει ως κρίσιμο χρόνο την επίδοση της επιταγής, χωρίς επιμέρους διαφοροποιήσεις, όπως αντίστοιχα έπραξε και ο δικονομικός νομοθέτης κατά τη θέσπιση           του άρθρου 50 §1 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε αντίθεση με το άρθρο 41 §5 του ν. 3863/2010. Επομένως, κατ’ αρχήν, δεν προκύπτει βούληση του δικονομικού νομοθέτη να υπαγάγει τη διαδικασία διανομής στο σύστημα κανόνων     δικαίου των άρθρων 975 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, αποκλειστικά και μόνο για τις εκτελεστικές διαδικασίες που εκκινούν με επίδοση επιταγής μετά την 1η.1.2016. Αν ο δικονομικός νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο διαφορετικό, θα το έπραττε ρητά, αφενός μεν, ενόψει αντίστοιχης νομοθετικής «πρακτικής» (άρθρο 41 §5 ν. 3863/2010), αφετέρου, ενόψει της εν γνώσει του νομοθέτη κρατούσας ερμηνευτικής εκδοχής, όπως διαπλάστηκε ήδη υπό την ισχύ του άρθρου         50 §1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., αλλά και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο της ΠολΔ. Επομένως, ελλείψει νομοθετικής πρόβλεψης ειδικά για την έναρξη ισχύος των άρθρων 975 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, οι παραδοχές περί του ότι εφαρμοστέο δίκαιο των προνομίων είναι αυτό που ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης δανειστών, λόγω της δικονομικής τους φύσης, υιοθετούνται απαρέγκλιτα, καθώς δεν υπάρχει νομοθετικό έρεισμα περί του αντιθέτου. Η σύγκρουση των απαιτήσεων που διεκδικούν ικανοποίηση, όπως ήδη αναφέρθηκε, επιλύεται από την υπάλληλο του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, οπότε και ενεργοποιούνται οι εξαιρετικές ρυθμίσεις περί προνομίων. Επομένως, κρίσιμος χρόνος για την εξακρίβωση του εφαρμοστέου δικαίου των προνομίων, δεν είναι αυτός της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή,            η οποία καθορίζει το εφαρμοστέο πλέγμα διατάξεων για τις διαδικαστικές πράξεις έως και την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης, αφενός μεν, λόγω της ενεργοποίησης των προνομίων στο σημείο αυτό, αλλά και του χαρακτήρα τους ως ύλης του δικονομικού δικαίου, αφετέρου δε, ενόψει του χαρακτήρα του πίνακα κατάταξης ως διαδικαστικής πράξης που προσδιορίζει τον τρόπο, τη σειρά  και το ποσοστό ικανοποίησης των μετεχόντων στη διαδικασία διανομής δανειστών και ως εκ τούτου κρινόμενης κατά το δίκαιο του χρόνου  διενέργειάς της (Ολ.Α.Π. 21/1994 Ελλ.Δ/νη 1995, σελ. 574, Α.Π. 1441/2017 και Α.Π. 724/2017 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. ad hoc Μελέτες Χρ. Ευθυμίου Ζητήματα Κατάταξης κατά τη σύγκρουση εμπραγμάτως εξασφαλισμένων – προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών Εφ.Α.Δ. 2018, σελ. 1300, Βασ. Χατζηϊωάννου Το διαχρονικό  δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης Ε.Πολ.Δ. 2017, σελ. 587, ιδίως στοιχ. ΙΧ, σελ. 595 και Πάρι Σ. Αρβανιτάκη Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων μετά τους ν. 4335/2015 και 4336/2015 Ε.Πολ.Δ. 2016, σελ. 373).

  1. Στην προκείμενη περίπτωση το ανακόπτον με το μοναδικό λόγο της ανακοπής του εκθέτει ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού, κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος με τον πίνακα κατάταξης δανειστών ……/2017, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, αφού οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται μόνο εφόσον η επιταγή προς εκτέλεση έλαβε χώρα μετά την 1.1.2016, η δε καθ’ ης η ανακοπή, της επέδωσε την αρχική επιταγή προς εκτέλεση στις 28.3.2013. Ότι το γεγονός πως ακολούθησε η επίδοση  και δεύτερης επιταγής προς εκτέλεση από την καθ’ ης (μετά την 1.1.2016) δεν έχει κάποια έννομη συνέπεια ως προς τον κρίσιμο χρόνο της εφαρμογής      των προνομίων, αφού η αναγκαστική εκτέλεση είναι ενιαία και αρχίζει από  την επίδοση της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση. Ότι εάν η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοζε τις προϊσχύουσες διατάξεις, ως όφειλε, θα έπρεπε να κατατάξει αυτήν, κατά την τρίτη τάξη, για το επιπλέον ποσό των 131.269,96 ευρώ και όχι την καθ’ ης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος, αφού σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, εφαρμοστέο δίκαιο των προνομίων, δεν είναι αυτό, που ισχύει κατά  το χρόνο της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή, η οποία καθορίζει το εφαρμοστέο πλέγμα διατάξεων για τις διαδικαστικές πράξεις έως και την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά το ισχύον κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης δανειστών. Η γενικότερη αυτή αρχή επιβεβαιώνεται και από την ταυτόσημη διατύπωση της μεταβατικής      διάταξης του ν. 4335/2015 με τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου       50 §1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή είχε ερμηνευτεί από τη νομολογία και την Ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.

VΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος            λόγος προς έρευνα πρέπει ν’ απορριφθεί η από 3.11.2017 ανακοπή, να συμψηφιστούν δε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου          που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 25.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 2228/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 3.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2017 ανακοπή.

Απορρίπτει αυτήν.

Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις   9     Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ