Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 523/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     523/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3022/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (του άρθρου 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ) ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 29/6/2017 (υπ’ αριθμ. …../29.6.2017 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 24/7/2017 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για την άσκηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 21/12/2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι την 1/3/2000 προσελήφθη από την εναγόμενη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και επί οκτώ ώρες ημερησίως, με την ειδικότητα του υπεύθυνου επιχειρησιακής ανάπτυξης, έναντι μηνιαίας αμοιβής ποσού 2.700.000 δραχμών και από την 1/1/2001 ποσού 8.000 ευρώ, ότι μεταξύ άλλων καθηκόντων που του ανάθετε η εναγόμενη την 1/3/2000, κατόπιν εντολής της, μετέβη στο Γιβραλτάρ για να οργανώσει την εκεί θυγατρική εταιρία της εναγόμενης με την επωνυμία «…………..», όπου παρέμεινε έως την 25/9/2003, ότι ακολούθως κατόπιν εντολής της εναγόμενης μετέβη στην Τζαμάικα για να οργανώσει την εκεί θυγατρική της εταιρία με την επωνυμία «…………», όπου παρέμεινε έως την 30/1/2009, ότι την ίδια ημέρα κατόπιν εντολής της εναγόμενης μετέβη στο Trinidad & Tobaco για να οργανώσει την εκεί θυγατρική της εταιρία «………», ότι την 3/5/2010 και ενώ οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του είχαν ανέλθει στο ποσό των 11.500 ευρώ, κατόπιν εντολής της εναγόμενης, μετέβη στον Παναμά για να οργανώσει την εκεί θυγατρική της εταιρία «………..», όπου παρέμεινε έως τον Ιούνιο του έτους 2015, οπότε επέστρεψε στα γραφεία της εναγόμενης στον Πειραιά, ότι αν και καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα προσέφερε τις υπηρεσίες του προσηκόντως, η εναγόμενη από τον Ιανουάριο του έτους 2015 έπαψε να του καταβάλλει το μηνιαίο μισθό του, ότι μετά από διαμαρτυρίες του η εναγόμενη του έδωσε εντολή να μεταβεί στη Νότια Αφρική για τη διευθέτηση κάποιων θεμάτων στο εκεί σταθμό ανεφοδιασμού της, υποσχόμενη, δια του βασικού μετόχου της, ότι θα του καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές του, ότι σε ένδειξη καλής θέλησης τον Νοέμβριο του έτους 2015 μετέβη στη Νότια Αφρική, ότι σε συζητήσεις που είχε την 20/1/2016 με τους νόμιμους εκπροσώπους της εναγόμενης του προτάθηκε να εργαστεί στη Νότια Αφρική με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 10.000 δολαρίων υπό τον όρο να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του για τις δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2015 έως την 31/12/2015, πρόταση που άμεσα απέκρουσε και ότι την επόμενη ημέρα (21/1/2016) η εναγόμενη του δήλωσε ότι στο εξής δεν θα αποδέχεται την εργασία του, αρνούμενη να τις αποδεχθεί παρά την από 10/3/2016 εξώδικη δήλωσή του που επιδόθηκε στην εναγόμενη την 11/3/2016, με την οποία την καλούσε να συνεχίσει να τον απασχολεί όπως έως τότε. Ζητούσε, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραδεκτά περιόρισε εν μέρει το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με βάση την επικαλούμενη σύμβαση και επικουρικά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη με απειλή χρηματικής ποινής να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και να τον απασχολεί στο μέλλον με τους ίδιους ή αντίστοιχους (ανάλογους) όρους απασχόλησης όπως και πριν από την 20/1/2016, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 19.320 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2016 έως 20/1/2016, επίδομα Πάσχα του έτους 2015 και επίδομα αδείας του έτους 2015 και γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 365.010 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως 31/12/2015, επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015 και μισθούς υπερημερίας λόγω της μη αποδοχής των υπηρεσιών που προσηκόντως της πρόσφερε, όλα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που αφορά του μισθούς υπερημερίας και δέχθηκε αυτή κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε την εναγόμενη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 19.205 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 149.500 ευρώ και τα δυο ποσά με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα κάθε επομένου μήνα από εκείνο στον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό που συμφωνήθηκε και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νόμιμη εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που, συνήθως, συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας και το οποίο αφ’ ενός μεν δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ’ ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το τελευταίο δεν φτάνει μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσεως. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως (ΟλΑΠ 28/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 968/2018, ΑΠ 465/2013 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, της υπ’ αριθμ. …../1.6.2017 ένορκης βεβαίωση του μάρτυρα …………… που κατέθεσε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, για τα οποία ο ενάγων κλήθηκε προ δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …΄/29.5.2017 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των προσκομιζόμενων με επίκληση από τους διαδίκους μη μεταφρασμένων ξενόγλωσσων έγγραφων που λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρο 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 394 παρ. 1α του  ΚΠολΔ, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα του όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1/2011 ΕλλΔνη 2011, 730, ΑΠ 1627/2010 ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…………», η οποία δραστηριοποιείται με την ανά την υφήλιο εμπορία και το φυσικό εφοδιασμό πετρελαϊκών προϊόντων και κυρίως ναυτιλιακών καυσίμων, λιπαντικών και συναφών ειδών και είναι μέλος του Ομίλου επιχειρήσεων της εισηγμένης στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρίας με την επωνυμία «………….», έχει καταστατική έδρα στη Λιβερία, πλην όμως, δυνάμει της με αριθμό ΙΕ/13036/2480/50005/8-6-2006 Απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 και έχει αποκλειστικό σκοπό την παροχή α) υπηρεσιών marketing και προώθησης πωλήσεων, β) συμβουλευτικών υπηρεσιών ελέγχου ποιότητας των διαδικασιών και γ) υπηρεσιών διαπραγμάτευσης για την κατάρτιση πάσης φύσεως συμβάσεων. Την 1/3/2000 ο ενάγων προσλήφθηκε από την ανωτέρω εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να παράσχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του υπεύθυνου της επιχειρησιακής ανάπτυξης, εκτελώντας τα καθήκοντα που του ανέθετε η εναγόμενη εταιρία. Στα πλαίσια των καθηκόντων του αυτών εντάσσονταν οι μεταβάσεις του σε διάφορες Χώρες, κατ’ εντολή της εναγόμενης, με αποστολή τη λειτουργία, οργάνωση και αδειοδότηση σταθμών για τον εφοδιασμό των ελλιμενισμένων πλοίων με πετρελαϊκά προϊόντα της εναγόμενης. Για το σκοπό αυτό από την 1/3/2000 έως την 25/9/2003 εργάστηκε ως διευθυντής της εδρεύουσας στο Γιβραλτάρ εταιρίας με την επωνυμία «…………», από την 21/1/2005 έως την 30/1/2009 εργάστηκε ως διευθυντής της εδρεύουσας στη Τζαμάικα εταιρίας με την επωνυμία «………..», από την 30/1/2009 εργάστηκε ως διευθυντής της εδρεύουσας στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο εταιρίας με την επωνυμία «………..» και από τον Ιανουάριο του έτους 2011 έως τον Ιούνιο του έτους 2015 εργάστηκε ως διευθυντής της εδρεύουσας στο Παναμά εταιρίας με την επωνυμία «……….. και ως διευθυντής στην εδρεύουσα επίσης στον Παναμά εταιρίας με την επωνυμία «…………..». Όλες οι ανωτέρω τοπικές εταιρίες ήταν επίσης μέλη του ίδιου ως άνω όμιλου επιχειρήσεων. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα και κατά την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων του, ο ενάγων τελούσε υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και τις οδηγίες των διευθυντικών στελεχών της εναγόμενης, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο εκτέλεσης των καθηκόντων του, οι οποίοι έλεγχαν τις ενέργειες του, που έπρεπε να αποσκοπούν στην προάσπιση των συμφερόντων της εναγόμενης, ο δε ενάγων δεχόταν τον έλεγχο και τις οδηγίες των ιεραρχικά ανώτερων στελεχών της εναγόμενης, η οποία ήταν εκείνη που όχι μόνο κατέβαλε το μισθό του, αλλά κάλυπτε και τα έξοδα διαμονής του στις Χώρες όπου εργαζόταν. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται εκτός από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τα ακόλουθα: 1) Κατά την αντιδικία που ανέκυψε μεταξύ της εναγόμενης και του …………, εξαιτίας της οποίας ο τελευταίος άσκησε αγωγή κατά της εναγόμενης, ζητώντας από αυτή εργολαβική αμοιβή για υπηρεσίες που της παρείχε στα πλαίσια της ίδρυσης, οργάνωσης και λειτουργίας σταθμού ανεφοδιασμού πλοίων στην Τζαμάικα με πετρελαϊκά προϊόντα της εναγόμενης, εξετάσθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής αυτής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 13/5/2008 ως μάρτυρας ανταπόδειξης και προς απόδειξη των ισχυρισμών της εναγόμενης ο ενάγων, ως εργαζόμενος σε αυτή με την ιδιότητα του διευθυντή του σταθμού της Τζαμάικα. Σύμφωνα με την κατάθεση του, το περιεχόμενο της οποίας είναι αυτονόητο ότι βρισκόταν υπό την πλήρη γνώση και αποδοχή της εναγόμενης, ο ενάγων την εποχή της δημιουργίας του σταθμού συναντήθηκε ως εκπρόσωπος της εναγόμενης με τον ……….. για την παραλαβή του σταθμού και ήταν σαφώς ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του ……… και της εναγόμενης, για τα συμφέροντα της οποίας ο ενάγων μετέβη και εργάστηκε στη Τζαμάικα. 2) Στα πλαίσια της ίδιας αντιδικίας η εναγόμενη υπέβαλε την από 22/5/2008 και με ΑΒΜ …… μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά των ……….. ., στην οποία ο ενάγων κατονομάζεται ως «Διευθυντής της εταιρείας», «Στέλεχος της εταιρείας», «Άνθρωπος της εταιρείας» που μετέβη στην Τζαμάικα κατ’ εντολή της, ενώ αναφέρεται ότι ο ενάγων ως επικεφαλής ομάδας λογιστών, νομικών και τεχνικών συμβούλων επέτυχε επικερδή για την εναγόμενη σύμβαση μεταξύ αυτής και των τζαμαϊκανών διυλιστηρίων. Μάλιστα ο ενάγων κατέθεσε τόσο ενώπιον του Πταισματοδίκη όσο και ενώπιον του Ανακριτή Πειραιώς προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της μήνυσης της εναγόμενης, προφανώς καθ’ υπόδειξη της τελευταίας, λόγω του ενεργού ρόλου του, με την ιδιότητα του διευθυντή της εναγόμενης στην Τζαμάικα. 3) Στην από 18/12/2015 απόφαση του Εμπορικού Δικαστηρίου Παρισίου, το οποίο εκδίκασε την πιο πάνω αγωγή εργολαβικής αμοιβής του ……….. κατά της εναγόμενης, εκθέτεται ότι ο ενάγων την 26/10/2004 όρισε τον ………. στο όνομα της ….. (ενν. την εναγόμενη και όχι τη μητρική εταιρία), να ενεργήσει ως ανεξάρτητος σύμβουλος για την έκδοση των απαραίτητων αδειών και συμβάσεων με τις τοπικές αρχές για τη λειτουργία του σταθμού στη Τζαμάικα, ενώ στη συνέχεια το Δικαστήριο αναφέρεται στον ενάγοντα ως «ο κ. ………. της ……». 4) Η σαφής εργασιακή εξάρτηση του ενάγοντος από την εναγόμενη αποδεικνύεται από μια σειρά από ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ του ενάγοντος και διευθυντικών στελεχών της εναγόμενης, που σχετίζονταν με την παροχή οδηγιών προς αυτόν ως προς τον τρόπο περαίωσης διάφορων εργασιών και άλλα εργασιακά θέματα, όπως το από 27/3/2012 σχετικά με τις άδειες των εργαζομένων στην εναγόμενη, το από 12/12/2012 του Γενικού Διευθυντή της εναγόμενης ………., σχετικά με τον τρόπο καταβολής των επιδομάτων στους εργαζόμενους των σταθμών ανεφοδιασμού, το από 17/10/2006 του νομικού συμβούλου του ομίλου ………. σχετικά με την απαγόρευση ανακοινώσεων προς του δημοσιογράφους για θέματα σχετικά με την εναγόμενη και τις συνδεδεμένες με αυτή εταιρίες, ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ του ενάγοντος, του . .. και του …….., διευθυντικού στελέχους της εναγόμενης, εντός του διαστήματος από 13 έως 19 Μαρτίου 2012 σχετικά με υπόθεση ….., το από 27/10/2011 μήνυμα του ενάγοντος προς τον ……, με το οποίο του ζητεί τη συγκατάθεσή του για ενέργειες του και η με την ίδια ημερομηνία απάντηση του τελευταίου που τον προτρέπει να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατόν, ανταλλαγή μηνυμάτων τον Απρίλιο του έτους 2012 μεταξύ του ενάγοντος, του …….. και του …. . σχετικά με την υπόθεση …., ανταλλαγή μηνυμάτων την 23/6/2011 μεταξύ του ενάγοντος και του …. σχετικά με την υποψηφιότητα Διευθυντή για την ….. και μήνυμα προ τον ενάγοντα του υποψήφιου για τη θέση αυτή με το οποίο του δηλώνει ότι αποδέχεται την προσφορά της θέσης από την ……, το από 30/12/2011 μήνυμα του ……… προς τον ενάγοντα με τον οποίο του εκφράζει τις ευχαριστίες του για τις ενέργειές του για την επίλυση των δυσκολιών που αντιμετώπισε η λειτουργία του Ομίλου στον Παναμά, τα από 28/5/2013 και 22/5/2013 μηνύματα του ………. με το οποίο ζητεί ενημέρωση από το ενάγοντα για τον τερματικό σταθμό στον Παναμά, το από 4/8/2011 μήνυμα του ………. που έδινε εντολή στον ενάγοντα να ενεργήσει για τη διευθέτηση εταιρικού θέματος σε συνεργασία μαζί του, ανταλλαγή μηνυμάτων τον Αύγουστο του 2011 μεταξύ ……. και ενάγοντα σχετικά με την πρόσληψη δυο εργαζομένων, το από 29/12/2011 μήνυμα του ……. με το οποίο στέλνει στον ενάγοντα τροποποιητική σύμβαση καλώντας τον να την υπογράψει, στην οποία επί λέξει αναφέρεται ότι «ο ενάγων, η εναγόμενη και η ……………. κατά περίπτωση, είναι συμβαλλόμενοι σε μια Σύμβαση Απασχόλησης ή/και μια Σύμβαση Συμβουλευτικής (οι «Υφιστάμενες Συμβάσεις») σύμφωνα με τις οποίες το Στέλεχος (ο ενάγων) δεσμεύθηκε να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα που συνδέονται με τη θέση του ή/και να ενεργήσει ως σύμβουλος αντίστοιχα για τις ΑΒΡ (…………), ΑΜΡ (……….) και τυχόν συνδεδεμένες εταιρείες θυγατρικές ή εταιρίες συμμετοχής του Ομίλου …., όπως εντέλλεται από καιρό σε καιρό». 5) Στους υπ’ αριθμ. ….. και …… τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος στην τράπεζα ALPHA BANK, αντίγραφα καταστάσεων των πιστωτικών κινήσεων των οποίων ο ενάγων προσκομίζει κατατίθεντο, κατ’ εντολή της εναγόμενης, ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος και τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και της ετήσιας άδειας, σε συνδυασμό με το από 3/2/2012 ηλεκτρονικό μήνυμα, όπου γίνεται σαφής λόγος ότι η εναγόμενη καλύπτει το ενοίκιο και τα λοιπά έξοδα του σπιτιού του, τους λογαριασμούς των τηλεφώνων και τα τυχόν λοιπά έξοδα του και ότι η μισθοδοσία του γίνεται από την εναγόμενη και μόνο τυπικά φέρεται να μισθοδοτείται από την …….., αφού το εισπραχθέν από αυτόν ποσό επιστρέφεται στην εναγόμενη και σε συνδυασμό με τα από 1/8/2006, 29/8/2006 27/9/2007, 27/3/2009, 4/3/2009, 27/1/2009 τηλεομοιότυπα, με τα οποία η εναγόμενη απέστειλε στον ενάγοντα καταστάσεις με τις χρεωστικές κινήσεις της πιστωτικής κάρτας Amerikan Express, που του είχε χορηγήσει για την κάλυψη των εξόδων του κατά την παραμονή του στις πιο πάνω Χώρες, καλώντας τον να τις αποστέλλει ξανά στην εναγόμενη με τις αντίστοιχες αποδείξεις για κάθε χρέωση και με διευκρινιστικές σημειώσεις δίπλα στα αναγραφόμενα χρεωστικά ποσά, ώστε να γίνονται οι σχετικές καταχωρήσεις στα λογιστικά βιβλία της. Η εναγόμενη αρνούμενη την ιστορική βάση της αγωγής ισχυρίζεται ότι καμία συμβατική σχέση τη συνδέει με τον ενάγοντα, ο οποίος ουδέποτε εργάστηκε για αυτή, αλλά πάντα ήταν εργαζόμενος στις εταιρίες bunkering που κατά καιρούς εργαζόταν, ως προς τις οποίες αυτή διατηρεί επιχειρηματική αυτοτέλεια και διακριτή νομική προσωπικότητα. Ισχυρίζεται ειδικότερα ότι η ίδια για να εκτελέσει τους εμπορικούς σκοπούς της αναθέτει στην «. . …. ..», η οποία είναι εταιρία μεταφορών, τη ναύλωση πλοίων προκειμένου να μεταφέρουν τα πετρελαϊκά προϊόντα της όπου χρειάζεται να πωληθούν, τα οποία παραδίδονται στις κατά τόπους εταιρίες ……….., κάθε μια εκ των οποίων αναλαμβάνει την οργάνωση της φόρτωσης, παράδοσης, προσωρινής αποθήκευσης των πετρελαϊκών προϊόντων και του εφοδιασμού των τελικών αποδεκτών/αγοραστών στη συγκεκριμένη Χώρα όπου εδρεύει, όλες δε οι ως άνω εταιρίες υπάγονται στον ανωτέρω όμιλο επιχειρήσεων και τόνιζε ότι ο ενάγων εργάστηκε πάντοτε ως διευθυντικό στέλεχος στις τοπικές αυτές εταιρίες (στο Γιβραλτάρ, στην Τζαμάικα, στο Τρινιντάντ & Τομπάγκο και στον Παναμά), με τις οποίες και μόνο συνδέεται με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, από τις οποίες μισθοδοτείτο και από τις οποίες ασφαλιζόταν. Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν αποδείχθηκε. Καταρχάς η απόλυτη εξάρτηση και ότι υπόκειτο στο συνεχή έλεγχο, εποπτεία και λήψη οδηγιών από διευθυντικά στελέχη είτε της εναγόμενης είτε του ομίλου των επιχειρήσεων και όχι από τους μετόχους των τοπικών εταιριών bunkering, αλλά και ότι μέσω της εργασίας του στις τοπικές εταιρίες, εξυπηρετούσε τα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα της εναγόμενης και κατ’ επέκταση του ομίλου επιχειρήσεων και ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης κατ’ αρχήν και του ομίλου γενικότερα, συνεργαζόταν και συναλλασσόταν με πελάτες της ……, αποδεικνύεται πρωτίστως από την ιδιότητά του με την οποία ενεπλάκη στην αντιδικία της εναγόμενης (και όχι του ομίλου συνολικά) με τους ………. και ………., όπως ανωτέρω εκτέθηκε, αλλά και από την πιο πάνω ενδεικτικά αναφερόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία, από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν ενεργούσε ως συνεργάτης της εναγόμενης, αλλά ως εργαζόμενος σε αυτή. Η εργασιακή του σχέση ενισχύεται από το γεγονός ότι μόνο αυτή κάλυπτε στο σύνολο του το μηναίο μισθό του, όπως και τα λειτουργικά έξοδα της οικίας του και τα λοιπά έξοδα διαβίωσής του στις Χώρες που εργαζόταν. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι κατόπιν παράκλησης του ενάγοντος του κατέβαλε μέρος της αμοιβής του στην Ελλάδα, στα πλαίσια έκτασης χρέους μεταξύ των τοπικών ……….. και της ίδιας και στη συνέχεια προέβαινε σε εκκαθάριση των εκατέρωθεν απαιτήσεων και οφειλών, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, καθόσον η εναγόμενη δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η βούληση του εκτάσσοντος (της τοπικής εταιρίας) προς το λήπτη της έκταξης (ενάγοντα), προκειμένου να εισπράξει την αμοιβή του από τον εκτασσόμενο (εναγόμενη), έγγραφο που είναι απαραίτητο για την κατάρτιση της έκταξης (μεταξύ άλλων Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, 2006 άρθρο 876 αριθμ. παρ. 3, 4, 6, 7). Εκτός τούτου από τα πιο πάνω αντίγραφα των τραπεζικών λογαριασμών του ενάγοντος στην τράπεζα ALPHA BANK αποδεικνύεται πλήρως ότι στους ανωτέρω λογαριασμούς κατατίθετο το σύνολο και όχι μέρος της μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, πλέον του συνόλου των επιδομάτων εορτών και άδειας κατ’ εντολή της εναγόμενης (και όχι του ομίλου). Από πουθενά δεν αποδεικνύεται αντίστοιχη καταβολή μισθοδοσίας από τις τοπικές εταιρίες, σε όποιες δε από αυτές για τυπικούς λογούς εμφανιζόταν ότι ελάμβανε μισθό (όπως στην …………), το ποσό επιστρεφόταν στην εναγόμενη. Για τη στήριξη του πιο πάνω ισχυρισμού η εναγόμενη προσκομίζει και επικαλείται έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει περιληφθεί στους καταλόγους προσωπικού των τοπικών εταιριών που κατά καιρούς εργαζόταν, είχε ασφαλιστεί από αυτές, καθώς και έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι στις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές των εταιριών αυτών, αναφερόταν, μεταξύ των μισθών των λοιπών εργαζομένων τους και εκείνος του ενάγοντος. Από τα έγγραφα αυτά όμως δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε σχέση νόμιμης εξάρτησης του ενάγοντος με τις τοπικές εταιρίες, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα Αντίθετα ήταν αναγκαίο, κατά τους νόμους του κάθε κράτους, όπου ο ενάγων εργαζόταν ως αλλοδαπός, να έχουν εκδοθεί από τις τοπικές εταιρίες και να διαθέτει όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραμονή και εργασία του στην αλλοδαπή, η δε τοπική εταιρία να τον εμφανίζει ως εργαζόμενο ασφαλισμένο και μισθοδοτούμενο από αυτή, αφού στις σχέσεις της προς τρίτους στην εκάστοτε Χώρα εμφανιζόταν ως νόμιμος εκπρόσωπός της. Εκ του περισσού πρέπει να σημειωθεί ότι ουδεμία εργασιακή εξάρτηση είχε ο ενάγων από τη μητρική εταιρία του ομίλου, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι κάποια από τα στελέχη με τα οποία επικοινωνούσε μέσω των ηλεκτρονικών μηνυμάτων είχαν ηλεκτρονική διεύθυνση του ομίλου (……….). Τέτοια εργασιακή σχέση ούτε αποδείχθηκε ούτε η εναγόμενη επικαλείται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της περί της ανυπαρξίας εργασιακής σχέσης των διαδίκων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι η εναγόμενη από την 1/1/2015 χωρίς να υφίσταται εμφανής νόμιμη αιτία έπαψε να καταβάλει στον ενάγοντα το μισθό του, γεγονός που η ίδια δεν αμφισβητεί. Ο ισχυρισμός της, που πρoέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ότι ο ενάγων δεν έλαβε το μισθό του το έτος 2015, διότι η σχέση εργασίας του λύθηκε το τέλος του έτους 2014, όποτε διακόπηκε η λειτουργία της επιχείρησης του ομίλου στον Παναμά και ότι εντός του 2015 δεν εργάστηκε για οποιαδήποτε εταιρία του ομίλου …. είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Καταρχάς με βάση τα ως άνω εκτεθέντα αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που σημαίνει ότι η διακοπή των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων του ομίλου ….. στον Παναμά δεν ασκεί επιρροή στο εργασιακό καθεστώς του ενάγοντος, ο οποίος δεν προσλήφθηκε για να εργαστεί αποκλειστικά και μόνο στον Παναμά. Ανεξάρτητα αν μετά το πέρας της λειτουργίας της τοπικής εταιρίας στον Παναμά ο ενάγων επέτρεψε στον Πειραιά και παρείχε τις υπηρεσίες του στα γραφεία της εναγόμενης, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται ή δεν επέτρεψε αλλά παρέμεινε στον Παναμά, όπως η εναγόμενη υποστηρίζει, δεν αποδεικνύεται λύση της σύμβασης εργασίας με καταγγελία εκ μέρους της εναγόμενης ή οικειοθελής αποχώρηση του ενάγοντος. Μάλιστα η, υπό το ίδιο καθεστώς, παροχή εργασίας του ενάγοντος προς την εναγόμενη και κατ’ επέκταση προς τον όμιλο επιχειρήσεων ….. αποδεικνύεται εκτός από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τα με ημερομηνίες 8/04/2015, 2/3/2015, 21/1/2016, 29/7/2015, 30/7/2015, 15/12/2015, 14/7/2015, 21/12/2015 και 18/12/2015 ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ του ενάγοντος και των …….. (νομικού συμβούλου του ομίλου), ……… και ……….. (στελεχών της εναγόμενης) με θέμα την άντληση και πώληση του υπολειπόμενου πετρελαίου στο σταθμό του Παναμά, μετά τη διακοπή της λειτουργίας του, που ανήκε στον Όμιλο …. και την αποστράγγιση των δεξαμενών, με τα οποία οι ανωτέρω είτε ζητούν από τον ενάγοντα ενημέρωση για τις ενέργειές του για την επικερδέστερη για την εναγόμενη πώληση του υπολειπόμενου πετρελαίου, είτε γενικές πληροφορίες και στοιχεία για τον καλύτερο χειρισμό της υπόθεσης, στα οποία δεν αποτυπώνεται μόνο μια ενημέρωση στελεχών μιας εταιρίας από το στέλεχος άλλης εταιρίας, όπως διατείνεται η εναγόμενη, αλλά είναι εμφανές ότι ακόμα και για το ανωτέρω θέμα ο ενάγων τελούσε υπό τις οδηγίες και εποπτεία των στελεχών της εναγόμενης. Εξάλλου, η εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης των διαδίκων αποδεικνύεται από το από 22/1/2016 ηλεκτρονικό μήνυμα του …… ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας ανταπόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προς το ….., κοινοποιούμενο προς τον ενάγοντα, με αντικείμενο το συμβόλαιο του ενάγοντος, προκειμένου ο τελευταίος να αναλάβει τα ίδια ως άνω καθήκοντα στην τοπική εταιρία στη Νότια Αφρική και από το από 14/10/2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του ……, προς το ……….., κοινοποιούμενο προς τον ενάγοντα, με αντικείμενο τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει ο ενάγων για να λάβει άδεια διαμονής στη Νότια Αφρική. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο πιο πάνω ισχυρισμός της, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ) ή όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας, του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2009 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η εκκαλούσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι η αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά, διότι ο ενάγων, αν και αμειβόταν και ασφαλιζόταν στις Χώρες όπου εργαζόταν και παράλληλα λειτουργούσε στο όνομα του υιού του εταιρία ανταγωνιστικών συμφερόντων στον Παναμά με την επωνυμία «…………», αναφέρει ψευδώς στην αγωγή του ότι ήταν ανασφάλιστος επί 20 έτη και δεν ελάμβανε αμοιβή για 12 μήνες, ενώ ο πραγματικός σκοπός του είναι να ασκήσει πίεση σε αυτή λόγω της ανταγωνιστικής εταιρίας του υιού του και πρόκληση βλάβης στα συμφέροντά της. Η ένσταση αυτή όμως είναι απορριπτέα, όχι μόνο διότι όπως ανωτέρω αποδείχθηκε πράγματι ο ενάγων είχε συνάψει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εναγόμενη και πράγματι η τελευταία δεν του κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές του για ολόκληρο το έτος 2015, έχοντας κάθε νόμιμο δικαίωμα να αξιώσει την επιδίκασή τους, χωρίς η εναγόμενη να επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία η άσκηση του δικαιώματός του να υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, καθώς τέτοια υπέρβαση δεν συνιστά απλά η πρόκληση απροσδιόριστης βλάβης σε αυτή. Αλλά και διότι από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε ότι ο ενάγων άσκησε ανταγωνιστική επιχειρηματική δραστηριότητα στον Παναμά, όσο χρόνο εργαζόταν στην εναγόμενη. Συγκεκριμένη επιχειρηματική σχέση του ενάγοντος με την εταιρία με την επωνυμία «…………..» δεν αποδείχθηκε, ούτε από τη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος σε κάθε περίπτωση ρητά κατάθεσε ότι η εν λόγω εταιρία δεν ασκεί ανταγωνιστική δραστηριότητα προς την εναγόμενη, ούτε από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την εν λόγω ένσταση ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) δεν έσφαλε και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης αυτής, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3022/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (του άρθρου 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ) κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 11 Σεπτεμβρίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ