Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 416/2019

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 416/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της άνω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως, κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η αγωγή ως εάν ο απολιπόμενος διάδικος ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 1015/2005 Ελλ.Δ/νη 46.1100, Εφ.Αθ. 1600/2004 Ελλ.Δ/νη 2004.1078, ΕφΑθ. 5224/2003 Ελλ.Δ/νη 2004.555, ΕφΔωδ 136/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση του άρθρ. 528 ΚΠολΔ ισχύει ανεξαρτήτως διαδικασίας για όλες τις εφέσεις που ασκούνται από διάδικο που δικάσθηκε σαν να ήταν παρών στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας, Συμπληρ.Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρ. 528 παρ. 2, ΕφΠειρ 180/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη, από 30.8.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ.  ……/19.9.2014), έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης εταιρείας, κατά της υπ΄αριθ. 3041/23.6.2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε την από 11.4.2013, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../12.4.2013) αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη 2ου και 3ου των εναγομένων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα όπως προκύπτει από την από 23.7.2014 επισημείωση του Δικαστικού επιμελητή ………. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος στην εκκαλούσα αντιγράφου της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την από 19.9.2014 έκθεση κατάθεσης αυτής του Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τους πρόσθετους λόγους έφεσης που ασκήθηκαν με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο από την εκκαλούσα από 15.3.2018 προτάσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 674 παρ. 1 ΚΠολΔ, [όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του άρθρου αυτού με το ν. 4335/2015, (ΦΕΚ Α 87), η ισχύς του οποίου καταλαμβάνει τις εφέσεις που ασκήθηκαν μετά την 1.1.2016] και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, διότι η έφεση κατατέθηκε πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και οι οποίοι αφορούν τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, (520 παρ. 2 ΚΠολΔ).   Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, ενόψει της ερημοδικίας της  εναγομένης και ήδη εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό και εφόσον αυτή προβάλλει άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνουν τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτά η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο αυτό, να χωρήσει αναδίκαση αυτής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 528, 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από το άρθρο 1 παρ 2 του Ν 435/76 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ΝΔ 515/70 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Εξάλλου, με την υπ΄ αριθμ 25/83 απόφαση του ΔΔΔΔ Αθηνών, καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους εργαζόμενους στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, εφόσον απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους. Με το άρθρο 6 της από 14.2.84 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.2.84 (ΦΕΚ Β΄, 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για  την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/82 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/83. Από το  συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι : α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η  εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται  κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά Κυριακές ή άλλες ημέρες αναπαύσεως, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, και συνεπώς ο  απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το  συμβατικό όριο των 40 ωρών β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην  οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν 435/76, λαμβάνεται υπόψη όχι  η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή  εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχολείται πέρα των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέρα των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από  26.2.75 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το  άρθρο μόνο του Ν 133/75), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν  πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας (ΑΠ 615/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 795/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 633/2004, ΕλΔνη 47, σ.800, ΑΠ 804/2003, ΕΔνη 45, σ.141, ΕφΙωαν 14/2007, σ. 473). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3.385/2005, που αντικατέστησε τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 και  ισχύει από την 1.10.2005, σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό  ωράριο εργασίας  σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να  απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα, κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η , 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 25% και δε συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης (παρ. 1)  Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται  υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες  έγκρισης. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο  ωράριο εργασίας (παρ. 2). Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν  τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ΄ εξαίρεση υπερωρία (παρ. 4). Για κάθε ώρα κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (παρ.5). Από την τελευταία αυτή διάταξη, σαφώς συνάγεται  ότι η αξίωση αμοιβής της «υπερεργασίας» και της παράνομης υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις  περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (βλ. Ληξουριώτη, «Ατομικές εργασιακές σχέσεις», σ. 393, ΑΠ 2126/2007, ΔΕΝ 2009, σ.478, ΜΠρΠειρ 863/2008, Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, με τη διάταξη του  άρθρου 74 παρ 10 του Ν. 3.863/2010 ΦΕΚ Α/15.7.2010 και), η οποία τέθηκε σε ισχύ από την 15.7.2010 (άρθρ. 76 Ν. 3.863/2010), μειώθηκαν τα ως άνω ποσά αμοιβής της υπερεργασίας και της υπερωριακής εργασίας και καθορίσθηκαν  τα εξής : «.1 Σε  επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον  ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι  τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%). 5. Για κάθε  ώρα κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%)» (Χ. Πετίνη-Πηνιώτη, σε ΔΕΝ τόμος 67/2011, τεύχος 1580, σ. 719, 720).

Με την ως άνω αγωγή τους και κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής,  οι ενάγοντες εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτών και της 1ης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των εισαγωγών, εξαγωγών και εμπορίας οίνων,  ποτών, εμφιαλωμένων υδάτων και τροφίμων, οι ίδιοι προσλήφθηκαν προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων, εργαζόμενοι με πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και επί οκτάωρο ημερησίως εντάξει, αντί συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών ποσού 1.100 ευρώ.  Ότι σε όλη τη διάρκεια παροχής της εργασίας τους, οι ίδιοι πραγματοποιούσαν καθημερινά εξάωρη κατ εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή απασχόληση, χωρίς η 1η εναγομένη να τους καταβάλει την αντίστοιχη νόμιμη αμοιβή. Ότι επιπλέον διατηρούν κατά του 2ου και κατά του 3ου εναγομένων, προστηθέντων στις υπηρεσίες της 1ης  εναγομένης, αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνιστάμενες αφενός, στην προσβολή της προσωπικότητάς τους από την εκβιαστική συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων, οι οποίοι ως υπεύθυνοι εργοδοσίας της 1ης εναγομένης, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος τους εξανάγκασαν να πραγματοποιούν καθημερινά παράνομη υπερωριακή απασχόληση υπό την απειλή της απόλυσης και με ζημία της περιουσίας τους προερχόμενη από τη μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών τους αφετέρου στη βλάβη που υπέστη η υγεία τους από την καθημερινή πολύωρη απασχόληση εξ υπαιτιότητας των ως άνω εναγομένων, κατά τη ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσαν όπως παραδεκτά περιορίστηκε εν μέρει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε μέρη αναγνωριστικό, α) να υποχρεωθεί η 1η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες το ποσό των 5.400 € για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση του μηνός Απριλίου 2008 και να αναγνωριστεί ότι οφείλει σε καθέναν από τους ενάγοντες το ποσό των 54.000 €, για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος από Μάιο 2008 έως και Αύγουστο 2011 και τα παραπάνω ποσά, νομιμοτόκως, από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου εργασιακού μηνός και β) να αναγνωριστεί ότι οι 2ος  και 3ος  εναγόμενοι, ευθυνόμενοι  εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλλουν σε κάθε έναν από τους ενάγοντες το ποσό των 50.000 για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τους 2ο και 3ο των εναγομένων,  έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την 1η εναγομένη, την οποία υποχρέωσε  να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 473 € νομιμοτόκως από 1.5.2008 και αναγνώρισε ότι η 1η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 18.458 €, νομιμοτόκως από την 1η ημέρα κάθε επόμενου μήνα από εκείνον στον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επί μέρους εργασία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και ζητεί την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμιση  αυτής με σκοπό την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Περαιτέρω, ως προς τον 6ο ενάγοντα, ………, είχε ασκήσει την από 15.1.2011, (υπ΄αριθ. κατάθ. …/2011) αγωγή του, ζητώντας επίσης να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων,  παράνομες υπερωρίες 6 ωρών ημερησίως που πραγματοποίησε εργαζόμενος στην εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 14.4.2008 έως και 5.11.2010, οπότε και απολύθηκε από την εναγομένη, ύψους 95.260,2 €, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. 5095/27.9.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας η αγωγή απερρίφθη ως αόριστη ως προς την αιτία αυτή. Στη συνέχεια η ανωτέρω απόφαση κοινοποιήθηκε στον τότε μοναδικό και ήδη 6ο ενάγοντα, (βλ. υπ΄αριθ. …./5.10.2011 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Πειραιώς ……..), ο οποίος άσκησε την από 2.11.2011 έφεσή του ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, της οποίας έκτοτε, εκκρεμεί η συζήτηση και δεν έχει προσδιορισθεί σε συγκεκριμένη δικάσιμο. Με την ένδικη αγωγή, ως προς τον 6ο ενάγοντα, δηλώνεται ότι «Επειδή ο 6ος ημών παραιτείται εκ του δικαιώματός του για το αυτό ποσόν, στο αυτό χρονικό διάστημα, έναντι του αυτού εργοδότη – αντίδικου, το οποίον έχει αναζητήσει με το χωριστό δικόγραφο της από 15.1.2011 αγωγής του, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 5095/2011 απόφαση του Μον. Πρωτ. Αθηνών, εκκρεμεί δε η συζήτηση της από 2.11.2011 έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης».  Ως προς  το χρονικό διάστημα μέχρι τις 5.11.2010, στο οποίο αναφέρεται η ανωτέρω δήλωση παραίτησης, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Η ανωτέρω δήλωση του 6ου ενάγοντα, ασκήθηκε νόμιμα και επιφέρει το αποτέλεσμα της παραίτησης από την ένδικη αξίωση, καθώς ο 6ος ενάγων έχει εξουσία διάθεσης του επίδικου αντικειμένου, παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου, τόσο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όσο και του παρόντος, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ενέκρινε με την παρουσία του τη δήλωση που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη με τη νόμιμη  κοινοποίηση της ένδικης αγωγής, τέλος δε, η εκκρεμοδικία της αγωγής εκείνης έχει αναβιώσει αφού η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (πριν την επίδοση της ως άνω απόφασης). Επομένως, τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 296 και 297 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή να ασκείται απαράδεκτα και να καθίσταται απορριπτέα ως αβάσιμη. Η παραίτηση αυτή δεν ταυτίζεται με την παραίτηση του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή δεν προκαλεί απόσβεση του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά υποδηλώνει εγκατάλειψη της υπό διάγνωση έννομης συνέπειας ως αβάσιμης και επιφέρει μόνο δικονομικά αποτελέσματα,  καταργώντας την εκκρεμοδικία, οπότε σε περίπτωση άσκησης νέας αγωγής, αυτή απορρίπτεται ως αβάσιμη, (ΑΠ 1290/2002, ΕφΑθ 3644/2007, ΕφΠατρ 958/2004, ΕφΑθ 579/1996, ΝΟΜΟΣ Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Α/Ι, ΙΙ, εκδ. 1999, σελ. 1078, παρ. 640). Επομένως η ένδικη αξίωση του 6ου ενάγοντα που ασκείται με την παρούσα αγωγή,  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, λόγω της κατά τα ανωτέρω γενομένης νόμιμης παραίτησης αυτού, ως προς το αιτούμενο χρονικό διάστημα μέχρι την απόλυσή του στις 5.11.2010. Τέλος, εκ παραδρομής έγινε η αναφορά στην ένδικη αγωγή ότι ο 6ος ενάγων παραιτείται από την ως άνω προηγούμενη αγωγή που ασκήθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο «Αθηνών», αντί του ορθού Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς αναφέρονται όλα τα στοιχεία της αγωγής, ο αριθμός της εκδοθείσας απόφασης και της κατ΄αυτής ασκηθείσας έφεσης. Τέλος, μη νόμιμα προβάλλει η εναγομένη, α) με τον 7ο λόγο της έφεσης, την αναβλητική ένσταση του άρθρου 295 παρ. 2 ΚΠολΔ, αρνούμενη να απαντήσει στην αγωγή ως προς τον 6ο ενάγοντα,  δοθέντος ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατ΄άρθρ. 294 ΚΠολΔ, αλλά για παραίτηση από το δικαίωμα και δεν αναφέρει  έννομο συμφέρον για την έκδοση οριστικής απόφασης στο οποίο στηρίζεται η αντίρρησή της αυτή, (296 εδ. β ΚΠολΔ) και β) με τον 1ο πρόσθετο λόγο έφεσης, ότι απαιτείται αποδοχή της παραίτησης εκ μέρους της, διότι σύμφωνα με τη διά0ταξη του άρθρου 296 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται συναίνεση του εναγομένου, ενώ δεν υπάρχει εκκρεμοδικία, διότι με την ως άνω δικονομική παραίτηση η προγενέστερη δίκη έχει καταργηθεί. Συνεπώς, ως προς τον 6ο ενάγοντα, η αγωγή είναι εξεταστέα για το χρονικό διάστημα 6.11.2010 – 31.8.2011.

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόντων που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης  και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι υπ΄αριθ. …………/27.5.2011 ένορκες βεβαιώσεις των …………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, (της από 15.1.2011 και υπ΄αριθ. κατάθ. …../2011 αγωγής του ………. – 6ου εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας), χωρίς να παραλείπεται κανένα, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης, εταιρίας εισαγωγών και εξαγωγών εμπορίας οίνων, ποτών, εμφιαλωμένων υδάτων και τροφίμων και των εναγόντων, οι τελευταίοι προσλήφθηκαν κατά τις εξής ημερομηνίες, α) ο 1ος στις 15.10.2007, β) ο 2ος στις 6.8.2008, γ) ο 3ος στις 6.1.2007, δ) ο 4ος την 1.10.2006, ε) ο 5ος στις 17.7.2007 και στ) ο 6ος στις 6.8.2008, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως οδηγοί των φορτηγών αυτοκινήτων της εναγομένης, εργαζόμενοι επί 8ωρο ημερησίως και πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, ενώ όταν απασχολούνταν την ημέρα του Σαββάτου λάμβαναν μία επιπλέον, κυλιόμενη, ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης και με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές 1.100 €. Το ποσό αυτό η εναγομένη δεν αρνείται ειδικά, ούτε αναφέρει το ακριβές ποσό στο οποίο  ανερχόταν ο μηνιαίος μισθός των εναγόντων, ο δε ισχυρισμός της που περιέχεται στον 5ο  λόγο έφεσης, ότι επιδικάστηκαν επιδόματα που δεν δικαιούνται οι ενάγοντες από εσφαλμένη υπαγωγή σε συλλογική σύμβαση εργασίας, δεν ασκεί επιρροή, διότι με την αγωγή τα αιτούμενα κονδύλια ζητούνται και υπολογίζονται με βάση τον καταβαλλόμενο μισθό και ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Οι συμβάσεις εργασίας τους έληξαν, στις 13.11.2012 για τους 1ο, 2ο,  και 5ο, (βλ. αντίστοιχες καταγγελίες συμβάσεων εργασίας τους), στις 13.5.2014 για τον 3ο, με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης και υποβολή εκ μέρους της μήνυσης για υπεξαίρεση και υπεξαγωγή, (βλ. υπ΄αριθ. 383/2015 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και υπ΄ αριθ. 266/2015 αποφάσεις Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Ασφαλιστικών Μέτρων και Διαδικασίας Εργατικών Διαφορών αντίστοιχα), στις 30.11.2010 για τον 4ο, και στις 5.11.2010 για τον 6ο, (βλ. αντίστοιχη καταγγελία) και όχι τον Αύγουστο 2011, όπως ισχυρίζεται στην ένδικη  αγωγή κατά τον υπολογισμό των αιτούμενων κονδυλίων. Συνεπώς, ως προς τον 6ο ενάγοντα, …….., ως προς το χρονικό διάστημα από 6.11.2010 έως και 31.8.2011, η παρούσα αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη διότι όπως προαναφέρθηκε ο 6ος ενάγων απολύθηκε στις 5.11.2010 και συνεπώς, δεν υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας από την οποία να απορρέει η αγωγική αξίωση υπερωριών. Περαιτέρω, στα πλαίσια της εργασίας τους οι ενάγοντες μετέφεραν τα προϊόντα της εναγομένης από τις εγκαταστάσεις της προς  τους χώρους των πελατών της, (εστιατόρια, μπαρ, κέντρα διασκέδασης, καφέ, περίπτερα, σούπερ μάρκετ, κλπ), επικουρούμενοι από βοηθούς εργάτες -φορτοεκφορτωτές. Από τα ίδια ως άνω στοιχεία, αποδείχτηκε ότι οι ενάγοντες απασχολούντο κατά μέσο όρο  ώρες ημερησίως επιπλέον του οκταώρου ωραρίου τους. Συνεπώς, εργάζονταν 50 ώρες εβδομαδιαίως, εκ των οποίων οι 41η, 42η, 43η, 44η και 45η ώρα αποτελούν υπερεργασία, ενώ οι υπόλοιπες 5 ώρες, δηλαδή από την 46η μέχρι την 50η, αποτελούν παράνομη υπερωρία, δεδομένου ότι για την πραγματοποίησή της δεν λήφθηκε άδεια από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, ή δεν επιδόθηκε σχετική αναγγελία στην ίδια Υπηρεσία και δεν τηρείτο βιβλίο υπερωριών. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι οι ενάγοντες λάμβαναν τις νόμιμες αποδοχές τους  τόσο για τις ώρες υπερεργασίας, όσο και για τις ώρες υπερωρίας. Οι αποδοχές τους (μηνιαίος μισθός και υπερεργασία) καταβάλλονταν σε μετρητά στον καθένα σε φακέλλους,  τους οποίους διένειμε ο υπεύθυνος αποθήκης, με βάση κατάλογο που ανέγραφε το όνομα των εργαζομένων και το ποσό και στην οποία υπέγραφε ο κάθε εργαζόμενος,  ενώ από το 2010, πιστώνονταν αντίστοιχα οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί. Σε περίπτωση υπερωρίας, η αντίστοιχη αμοιβή εξακολουθούσε να καταβάλλεται σε μετρητά μέσα σε φακέλλους, όπως κατέθεσε η μάρτυρας της εναγομένης – εκκαλούσας, χωρίς όμως να προκύπτει το αν το καταβαλλόμενο ποσό αφορά σε υπερεργασία, μηνιαίο μισθό, ή υπερωρία και χωρίς να συνοδεύεται η κάθε καταβολή από σχετικό εκκαθαριστικό σημείωμα στο οποίο να αναγράφεται επιπλέον και η αιτία καταβολής. Από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη καταστάσεις, δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό. Ειδικότερα, προσκομίζονται καταστάσεις που επιγράφονται «Μισθοδοσία», ανά εβδομάδα πληρωμής, με αύξοντα αριθμό, ονοματεπώνυμο εργαζομένων, ποσό και υπογραφή των εργαζομένων, για κάθε έτος, χωρίς όμως να διευκρινίζεται αναλυτικά, σε ποια αιτία αφορά το ποσό, αν είναι συνολικό, ή μέρος των αποδοχών, ώστε να εξαχθεί βάσιμο συμπέρασμα για το εάν πρόκειται για υπερωρίες, μισθό, ή υπερεργασία. Το ίδιο ισχύει και για τη συγκεντρωτική κατάσταση που επιγράφεται «Πληρωμές – Υπερωρίες», με στήλες ανά εβδομαδιαία ημερομηνία πληρωμής και ποσό κάτω από το όνομα των εναγόντων και αφορούν στα ίδια ποσά με τις προηγούμενες καταστάσεις. Το ίδιο ισχύει και για τις καταστάσεις ανά ενάγοντα, όπου απεικονίζονται ανά έτος, (2008 – 2011), οι μηνιαίες καταβολές με στήλες ανά μήνα, αριθμό ενσήμων, ημέρες ασθένειας, ώρες υπερεργασίας, μικτό μισθό, ποσό υπερεργασίας, κρατήσεις και πληρωτέο ποσό. Επίσης, στα εκκαθαριστικά μηνιαία σημειώματα των εναγόντων που προσκομίζονται από την εναγομένη, υπάρχει η ένδειξη «υπερεργασία», απέναντι από την οποία εμφανίζονται διάφορα ποσά ανά σημείωμα, χωρίς ένδειξη σχετική με ποσά για αμοιβή υπερωρίας, καθώς, η αμοιβή για την αιτία αυτή, καταβάλλεται, όπως κατέθεσε η μάρτυρας της εναγόμενης εταιρίας, σε φακέλλους, χωρίς να σημειώνεται το ακριβές ποσό και η αιτία, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να σημειώνονται και τα ποσά των καταβληθέντων ποσών υπερωριών, αλλά και οι ώρες αυτών. Επ΄αυτού, η μάρτυρας της εναγομένης κατέθεσε, ότι  οι ενάγοντες πραγματοποιούσας υπερωρίες, αλλά τα σχετικά στοιχεία που προκύπτουν από μηχάνημα ηλεκτρονικής καταγραφής προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζομένων, (κάρτα), χάθηκαν κατά τη μετακόμιση των εγκαταστάσεων της εναγομένης, αλλά το ίδιο συνέβη και με όλα τα σχετικά αρχεία καταγραφών υπερωριών. Τ΄ανωτέρω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι υπερωρίες πραγματοποιούνταν χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και οι σχετικές καταβολές δεν καταγράφονται επίσημα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες πραγματοποιούσαν τις ανωτέρω υπερωρίες κατά μέσο όρο, αναλόγως τα κυκλοφοριακής κίνησης, της ζήτησης της αγοράς, της χρονικής περιόδου, (γιορτές, διακοπές), κλπ. Η εναγομένη προβάλλει την ένσταση εξόφλησης των εναγόντων, άλλως μερικής εξόφλησης κατά το ποσό των 20.000 €, πλην όμως αόριστα, (216 ΚΠολΔ), καθώς δεν αναφέρει ειδικότερα, ποιο ακριβώς ποσό έλαβε ο κάθε ενάγων, για ποιο χρονικό διάστημα, για ποιο αριθμό υπερωριών και πότε εξόφλησε ολικώς ή μερικώς τους ενάγοντες ως προς τις αγωγικές αξιώσεις.  Εξάλλου, κάτι διαφορετικό, ως προς τη διάρκεια της υπερωριακής απασχόλησης, δεν αποδεικνύεται  από τους προσκομισθέντες από τους εφεσίβλητους ταχογράφους, και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι ενάγοντες είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ειδικότερα, Α) ο 1ος ενάγων, …….., δεν προσκομίζει ταχογράφους, Β) ο 2ος ενάγων, ………, προσκομίζει α) 15 ταχογράφους για το μήνα Ιούνιο 2009, εκ των οποίων προκύπτει ότι κατά την 1η εβδομάδα του μήνα  εργάστηκε επί 45,5 ώρες,  κατά τη 2η  εβδομάδα εργάστηκε 20 ώρες, κατά την 3η εβδομάδα εργάστηκε 29 ώρες και κατά την 4η εβδομάδα εργάστηκε 18 ώρες και β) 1 ταχογράφο για το μήνα Δεκέμβριο 2008, (31.12.2008) κατά τον οποίο εργάστηκε επί 13 ώρες, Γ) Ο 3ος ενάγων ……., προσκομίζει 1 ταχογράφο της 13.1.2007, 2 ταχογράφους των 14 και 15.12.2007 και 1 ταχογράφο της 27.3.2008, δηλαδή για χρονικά διαστήματα που δεν ζητούνται με την αγωγή, καθώς και 1 ταχογράφο της 30.12.2009, κατά τον οποίο εργάστηκε επί 15 ώρες και 1 ταχογράφο της 31.5.2010, κατά τον οποίο εργάστηκε επί 13 ώρες, Δ) Ο 4ος ενάγων, ……….., προσκομίζει 2 ταχογράφους για το μήνα Απρίλιο 2011, κατά τους οποίους εργάστηκε 10 ώρες στις 14.4.2011 και 13,5 ώρες στις 19.4.2011, 1 ταχογράφο της 18.6.2011, κατά τον οποίο εργάστηκε 12 ώρες, καθώς και 1 ταχογράφο της 1.9.2011 που δεν ζητείται με την αγωγή, Ε) Ο 5ος ενάγων, ………., προσκομίζει 2 ταχογράφους των 11 και 16.7.2009, κατά τους οποίους εργάστηκε επί 16 και 5 ώρες αντίστοιχα και ΣΤ) ο 6ος ενάγων, ………, προσκομίζει 1 ταχογράφο για το μήνα Μάιο 2008, 19 ταχογράφους για το μήνα Ιούνιο 2008, 1 ταχογράφο για το μήνα Σεπτέμβριο 2008, 5 ταχογράφους για το μήνα Οκτώβριο 2008, 14 για το μήνα Σεπτέμβριο 2009, 17 για το μήνα Οκτώβριο 200921 για το μήνα Νοέμβριο 2009 και 11 για το μήνα Δεκέμβριο 2009. Σε αυτούς παρατηρούνται τα εξής : οι ταχογράφοι α) της 18.9.2009, β) της 19.11.2009 και γ) της 4.12.2009, δείχνουν ότι ο ανωτέρω εφεσίβλητος, πραγματοποίησε αντίστοιχα, α) δύο δρομολόγια από Ασπρόπυργο προς Αχαρνές και από Ασπρόπυργο προς Αθήνα, οδηγώντας τα υπ΄αριθ. ….και ……… φορτηγά αυτοκίνητα, αντίστοιχα, σε χρονικά διαστήματα που αλληλοκαλύπτονται, ήτοι  από 19.45 – 02.15 και από 15.15 – 00.20, β) δύο δρομολόγια από Ασπρόπυργο προς Αθήνα, οδηγώντας τα υπ΄αριθ. …. και …….. φορτηγά αυτοκίνητα, αντίστοιχα, σε χρονικά διαστήματα που αλληλοκαλύπτονται, ήτοι  από 05.40 – 12.00 και από 07.53 – 16.10 και γ) δύο δρομολόγια από Ασπρόπυργο προς Αθήνα και από Ασπρόπυργο προς Πειραιά, οδηγώντας τα υπ΄αριθ. ….  και ….. φορτηγά αυτοκίνητα, αντίστοιχα, σε χρονικά διαστήματα που αλληλοκαλύπτονται, ήτοι  από 08.00 – 14.20 και από 08.00 – 17.05. Είναι δε αδιανόητο, με βάση τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να πραγματοποιήθηκαν τα ανωτέρω δρομολόγια από τον ίδιο άνθρωπο ταυτόχρονα, επίσης δε να πρόκειται για παραδρομή, δεδομένης της επιμέλειας με την οποία ο ανωτέρω ενάγων φρόντισε να αποκομίσει φωτοτυπικά αντίγραφα των ταχογράφων επί 1 μήνα τον Ιούνιο 2008 (19 ταχογράφοι), επί 4 μήνες το έτος 2009, (Σεπτέμβριος  : 15 ταχογράφοι, Οκτώβριος : 17 ταχογράφοι,  Νοέμβριος : 21 ταχογράφοι, Δεκέμβριος 2009 : 11 ταχογράφοι) και κατά το μήνα Οκτώβριο  2008 (: 5 ταχογράφοι). Συνακόλουθα, τόσο λόγω του μικρού αριθμού των προσκομιζομένων ταχογράφων σε σχέση με το χρονικό διάστημα των 36 μηνών που ζητούνται υπερωρίες με την αγωγή, (πράγμα που δεν δικαιολογείται εν όψει της ισχυριζόμενης μακροχρόνιας καθυστέρησης καταβολής των υπερωριών), όσο και της εκτός των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής συμπλήρωσης ορισμένων εξ αυτών, δεν αποδεικνύεται ανώτερο διάστημα απασχόλησης και δη των 6 ωρών ημερησίως όπως ζητείται με την αγωγή. Σημειωτέον,  ότι από τους ως άνω ταχογράφους προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκαν από τον 6ο ενάγοντα, ………, α) για το μήνα Μάιο (1 ταχογράφος) 11 ώρες εργασίας στις 29.5.2008, και 3 ώρες υπερωρίας, β) για το μήνα Ιούνιο 2008 : 49 ώρες εργασίας για την 1η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρίας στις 3/3 και στις 4/6, 3 ώρες στις 5/6 και στις 6/6, 37 ώρες για τη 2η  και 2,5 ώρες υπερωρίας στις 9/6 και 2 ώρες στις 10/6 και στις 13/6, 12,5 ώρες για την 3η, και 38 ώρες για την 4η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρίας στις 25/6 γ) για το μήνα Σεπτέμβριο (1 ταχογράφος) 15 ώρες εργασίας στις 11.9.2008 και 7 ώρες υπερωρίας, δ) για το μήνα Οκτώβριο 2008, 26 ώρες εργασίας για την 3η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρίας στις 15.10.2008 και 18 ώρες εργασίας για την 4η εβδομάδα και 1,5 ώρα υπερωρίας στις 21.10 και ½ ώρα υπερωρίας στις 22/10, ε) για το μήνα Σεπτέμβριο 2009, 32,5 ώρες εργασίας για την 2η εβδομάδα και 1,5 ώρα υπερωρίας στις 15.9 και 7 ώρες στις 11/9,  19,5 ώρες εργασίας για την 3η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρίας στις 17/9,  2,5 ώρες στις 24/9 και 5 ώρες στις 25/9, 43,5 ώρες για την 4η εβδομάδα και 1,5 ώρα στις 29/9 και 21 ώρες για την τελευταία εβδομάδα, στ) για το μήνα Οκτώβριο 2009, πραγματοποιήθηκαν 14,5 ώρες για την 1η εβδομάδα, 44 ώρες για τη 2η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρία στις 6/10, 3 ώρες στις 8/10 και 2,5 ώρες στις 9/10, 31,5 ώρες για την 3η εβδομάδα και 44 ώρες για την 4η εβδομάδα και 5 ώρες υπερωρία στις 21/10 και 2,5 ώρες στις 24/10, ζ) για το Νοέμβριο 2009, πραγματοποιήθηκαν, 27,5 ώρες εργασίας για την 1η εβδομάδα και ½ ώρα υπερωρία, 29 ώρες για τη 2η εβδομάδα και 1,5 ώρα υπερωρίας στις 10/11, 43 ώρες για την 3η εβδομάδα και 4 ώρες υπερωρίας στις 16/11, 5 ώρες στις 20/11 και 2 ώρες στις 21/11 και 53 ώρες για την 4η εβδομάδα και 1,5 ώρα υπερωρίας στις 24/11, 6 ώρες στις 25/11 και 5 ώρες στις 27/11, η) για το μήνα Δεκέμβριο 2009 πραγματοποιήθηκαν 13 ώρες εργασίας κατά την 1η εβδομάδα και ½ ώρα υπερωρίας στις 3/12, 45 ώρες κατά τη 2η εβδομάδα και 4 ώρες υπερωρίας στις 8/12, 2 ώρες στις 10/12 και στις 11/12 και 5 ώρες εργασίας κατά την 4η εβδομάδα.

Εξάλλου, από τους προσκομισθέντες από το 2ο ενάγοντα, ………, ταχογράφους αποδείχτηκε ότι, αυτός πραγματοποίησε α) για το μήνα Ιούνιο 2009, 45, 5 ώρες εργασίας κατά  την 1η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρίας στις 2/6 και 3,5 ώρες στις 5/6 και στις 6/6,   β) 20 ώρες κατά τη 2η εβδομάδα και 3 ώρες υπερωρίες στις 9/6, 29 ώρες κατά την 4η εβδομάδα και 2 ώρες υπερωρίας στις 25/6 και 6 ώρες στις 26/6 και 18 ώρες την τελευταία εβδομάδα και 5 ώρες υπερωρίας στις 30/6, ενώ πραγματοποίησε εργασία 13 ωρών κατά την 31.12.2008, ήτοι  5 ώρες υπερωρίας. Για τον 3ο ενάγοντα, ……….., αποδεικνύεται ότι πραγματοποίησε 15 ώρες εργασίας στις 30.12.2009, ήτοι 7 ώρες υπερωρίας και 13 ώρες στις 31.5.2010, ήτοι 5 ώρες υπερωρίας. Για τον 5ο ενάγοντα ………, αποδεικνύεται ότι πραγματοποίησε 16 ώρες εργασίας στις 11.7.2009, ήτοι 8 ώρες υπερωρίας και 5 ώρες εργασίας στις 16.7.2009 και για τον 4ο ενάγοντα, ………, αποδεικνύεται ότι πραγματοποίησε 10 ώρες εργασίας στις 14.4.2011, ήτοι 2 ώρες υπερωρίας, 13,5 ώρες στις 19.4.2011, ήτοι 5,5 ώρες υπερωρίας  και 12 ώρες στις 18.6.2011, ήτοι 4 ώρες υπερωρίας.

Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο 4ος ενάγων, ………., είχε ασκήσει την από 15.1.2011, (υπ΄αριθ. κατάθ. …./2011) αγωγή του, ζητώντας επίσης να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων,  παράνομες υπερωρίες 6 ωρών ημερησίως που πραγματοποίησε εργαζόμενος στην εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2006 έως και 30.11.2010, οπότε και απολύθηκε από την εναγομένη, ύψους 120.581,25 €. Η δίκη εκείνη καταργήθηκε με την υπογραφή του από 1.3.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού – πρακτικού συμβιβασμού (υπ΄αριθ. …../2011), στο οποίο ο, τότε μοναδικός και ήδη 4ος  ενάγων ανέφερε ότι παραιτείται ρητά, ολοσχερώς και ανεπιφύλακτα του δικογράφου και του δικαιώματος της ως άνω αγωγής του, μεταξύ άλλων και ως προς τα επί μέρους κονδύλια αυτής, δηλαδή και της αξίωσης  υπερωριών, όπως αυτό ειδικώς αναφερόταν στην αγωγή εκείνη, δηλώνοντας ότι αποφεύγει έτσι να εμπλακεί σε μακροχρόνιο και αβέβαιης διάρκειας και αποτελέσματος  για εκείνον, έκβασης δικαστικό αγώνα. Ειδικότερα,  από το ως άνω πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού προκύπτει ότι ο ήδη 4ος ενάγων έλαβε το ποσό των 15.000 € σε πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του για τις ένδικες αιτίες, παραιτούμενος από αυτές και από κάθε δικαίωμα προσβολής του εν λόγω συμβιβασμού και των ενδίκων μέσων κατ΄αυτού. Επίσης, με το πρακτικό εκείνο συμφωνήθηκε η επαναπρόσληψή του για χρονικό διάστημα ενός έτους, με νέα σύμβαση εργασίας, κατατιθέμενη στην Επιθεώρηση Εργασίας εντός της νόμιμης προθεσμίας και μηνιαίο μισθό 1.160 €. Η τέτοια δικαστική επίλυση της διαφοράς εκείνης με συμβιβασμό, (ΑΚ 871), πριν την έκδοση οριστικής απόφασης, υπό τους όρους του άρθρου 293 ΚΠολΔ, είναι επιτρεπτή, χωρίς να υποκρύπτεται άφεση χρέους ή παραίτηση του 4ου ενάγοντος από  τις αξιώσεις του για τις οποίες υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση και δεν ήταν βέβαιες, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ως άνω πρακτικού, το οποίο δεν προσβλήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο και έχει καταστεί τελεσίδικο, (ΑΠ 138/2014, ΕφΑθ 2630/2003, ΕφΘεσσ 124/1990, ΝΟΜΟΣ).  Η εναγομένη προτείνει τη σχετική ανατρεπτική ένσταση που αποδεικνύεται από το προαναφερθέν πρακτικό. Ο 4ος ενάγων αντιπροτείνει ότι κατά το χρονικό εκείνο διάστημα της υπογραφής του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού – πρακτικού συμβιβασμού, ήταν ψυχικά ευάλωτος και βρισκόταν υπό καθεστώς μεγάλης στενοχώριας και οικονομικής αδυναμίας, λόγω του θανάτου του πατέρα και του πεθερού του σε μικρό χρονικό διάστημα, πριν την υπογραφή του συμφωνητικού. Ο ισχυρισμός αυτός, δεν αποδεικνύεται βάσιμα από κανένα στοιχείο, ο δε ανωμοτί  εξετασθείς 3ος ενάγων που κατέθεσε σχετικά, δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προς επίρρωση του ανωτέρω ισχυρισμού, ούτε προσκομίστηκε αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι από την υπογραφή του ανωτέρω πρακτικού (1.3.2011), αλλά και από την απόλυσή του λόγω του ορισμένου χρόνου της νέας πρόσληψης, (Μάρτιος 2012), μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, (16.4.2013), αυτό προσβλήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατά το μέρος που αφορά στον 4ο εναγόμενο και για τις αξιώσεις που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 2008, (όπως ζητείται με την αγωγή) έως και 30.11.2010, εξεταζόμενη για χρονικό διάστημα έξι μηνών, ήτοι από 1.3.2011, οπότε προσλήφθηκε με νέα σύμβαση, έως 31.8.2011.

Περαιτέρω, από την απόφαση και ταυτάριθμα πρακτικά της υπ΄αριθ. 3578/11.5.2015 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, επί της από 10.4.2013 μήνυσης που υπέβαλαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά υπ΄ΑΒΜ ……….., προκύπτει ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγομένης, αθωώθηκαν για την παράβαση του άρθρου 690/45, από κοινού, κατά συρροή, και κατ΄εξακολούθηση, που αφορούσε τις ένδικες απαιτήσεις αυτών και τεσσάρων ακόμη εργαζομένων. Στη δίκη εκείνη, οι ενάγοντες, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, κατέθεσαν όλοι ότι έπαιρναν επιπλέον χρήματα για υπερωρίες και υπέγραφαν γι΄αυτά, καθώς επίσης ότι τα ποσά που ζητούν με την ένδικη αγωγή υπολογίστηκαν κατά προσέγγιση από τον υπογράφοντα αυτήν δικηγόρο, χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν τον ακριβή αριθμό υπερωριών, ότι είχαν καταθέσει περισσότερους ταχογράφους άλλα χάθηκαν στο δικαστήριο και ότι για τις τυχόν ανώτερες αξιώσεις ευθύνεται ο υπογράφων τότε δικηγόρος τους.

Επίσης, από τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις, που συντάχθηκαν το έτος 2011, δηλαδή πριν την άσκηση της αγωγής, (η οποία κοινοποιήθηκε στις 16.4.2013, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ………., επί του κοινοποιηθέντος αντιγράφου αυτής), στα πλαίσια της ως άνω, μεμονωμένης αγωγής του 6ου ενάγοντα, (από 15.1.2011, υπ΄αριθ. κατάθ. …../2011), προκύπτουν τα εξής : Οι 1ος, 3ος και 4ος των ήδη εναγόντων,  κατέθεσαν ότι λόγω της φύσης της εργασίας τους και τις τυχόν καθυστερήσεις που μπορεί να προκύψουν κατά την οδήγηση των φορτηγών οχημάτων της εναγομένης, υπάρχουν φορές που αναγκάζονται να δουλέψουν υπερωριακά για να ολοκληρωθεί η διανομή, πλην όμως η εναγομένη τους έχει καταβάλει πλήρως  την υπερωριακή αμοιβή που αντιστοιχεί στις ώρες αυτές και οι οποίες είχαν υπολογιστεί επακριβώς με βάση το ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής (κάρτα) που τηρούσε η εναγομένη και ότι όλοι οι εργαζόμενοι αμείβονται κανονικά και με συνέπεια χωρίς καθυστερήσεις, τόσο τους μηνιαίους μισθούς τους, όσο και τις τυχόν υπερωρίες, ανερχόμενες σε μισό μισθό επιπλέον, ήτοι 600 – 700 € μηνιαίως, νόμιμες προσαυξήσεις, επιδόματα, ενώ η εναγομένη είναι συνεπής και ως προς τα ένσημα, τις άδειες και τα ρεπό. Επιπλέον, ο 4ος ενάγων, ………., κατέθεσε ότι ως προς την προαναφερθείσα αγωγή του, η επί της οποίας δίκη καταργήθηκε με τον ως άνω συμβιβασμό, (την από 15.1.2011, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/2011), ήταν αποτέλεσμα της κακής ψυχολογικής του κατάστασης λόγω της απόλυσής του και του «δέλεαρ πολλών δεκάδων χιλιάδων ευρώ» που του είπαν ότι μπορεί να διεκδικήσει, όταν όμως διάβασε αντιλήφθηκε το λάθος του και συμβιβάστηκε.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο διάδικος  ………, (3ος ενάγων), κατέθεσε ότι ο ίδιος, όπως και λοιποί ενάγοντες, έχουν πληρωθεί για τις υπερωρίες που πραγματοποίησαν στο επίδικο χρονικό διάστημα, (χωρίς να αναφέρει ποιος ο αριθμός αυτών), αλλά με την ένδικη αγωγή διεκδικούν επιπλέον 6 από τις 10 ή 12 ώρες υπερωρίας τις οποίες επίσης πραγματοποίησαν, πράγμα που όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχτηκε.

Εν όψει όλων των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες πραγματοποίησαν υπερωρίες για τις οποίες δεν έχουν λάβει τη νόμιμη αμοιβή τους, καθώς δεν αποδείχθηκε ούτε κατά προσέγγιση ο αριθμός και ο χρόνος πραγματοποίησης αυτών, ούτε ότι ο αριθμός τους υπερβαίνει τις ώρες για τις οποίες έχουν λάβει τη νόμιμη αμοιβή τους, για δε τους α) 6ο ενάγοντα, ………, δεν αποδείχτηκε ότι εργαζόταν στην εναγομένη μετά τις 5.11.2010 και β) 4ο ενάγοντα ………., έχει καταρτιστεί το προαναφερθέν πρακτικό συμβιβασμού.  Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή που είναι παραδεκτή και ορισμένη, καθώς αναφέρεται ο αριθμός των επιπλέον ωρών απασχόλησης ανά ημέρα και ανά μήνα, χωρίς να ζητείται αμοιβή για την εργασία του Σαββάτου και έτσι μπορεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό να εξαχθεί με βάση τις αποδείξεις ο αριθμός των υπερωριών για κάθε ενάγοντα, (ΑΠ 1412/2018, 132/2015, ΝΟΜΟΣ), παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με τον 4ο λόγο έφεσης, είναι δε και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 361, 648, 649, 652, 653, 655, 656 ΑΚ, 4 ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 ν. 3385/2005 και 1, 74 παρ. 10 ν. 3863/2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 2 ν. 435/19763 νδ 515/1970, 29 ν. 1346/1983, εκτός από το μέρος του κονδυλίου που αφορά στον 6ο ενάγοντα, ………., για το χρονικό διάστημα μέχρι τις 5.11.2010, για το οποίο είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα της προηγούμενης, προαναφερθείσας αγωγής του το οποίο είναι μη νόμιμο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται  ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθεί στους ενάγοντες η δικαστική δαπάνη της εναγομένης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς δεν υποβλήθηκε σε έξοδα στον πρώτο βαθμό λόγω της ερημοδικίας της, (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 30.8.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ.  …../19.9.2014) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 3041/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την από 11.4.2013, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../12.4.2013) αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επιβάλλει εις βάρος των εφεσιβλήτων τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300 €) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 15 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

        Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    H  ΓPAMMATEAΣ