Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 418/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  418/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 07/09/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 08/09/2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 08/09/2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν.Αριθμ.Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, κατά της με αριθμ. 2910/16-06-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 2-9-2015 και με αριθμ. καταθ. ………/04-11-2015 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 10/7/2017 (βλ. σχετ. με αριθμ. …. Α΄/10.09.2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Δωδεκανήσου μ’ έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου ………) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 08/09/2017. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 2-9-2015 και με αριθμ. καταθ. ./…./04-11-2015 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, την οποία έστρεψε εναντίον των: 1) Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «………….» και 2) Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», οι οποίες εδρεύουν επί της ………….., περιοχή Αγίου Ιωάννη Ρέντη, όπως νόμιμα εκπροσωπούνται, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης εταιρίας, στις 27-5-2008, συνήφθη σύμβαση πώλησης του αναφερομένου στην αγωγή καινούργιου Ι.Χ. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ……….., τύπου XJ, 2,7 L, DIESEL, αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος 90.000 ευρώ, το οποίο ο ίδιος εξόφλησε, τμηματικά, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους. Ότι ο ενάγων, στις 4-6-2008, παρέλαβε το αυτοκίνητο, για την καλή και ασφαλή λειτουργία του οποίου ο ίδιος είχε λάβει τριετή (έγγραφη) εγγύηση από την πωλήτρια εταιρεία. Ότι λίγο καιρό μετά την παραλαβή διαπιστώθηκε ότι το επίδικο αυτοκίνητο εμφάνιζε ουσιώδη πραγματικά ελαττώματα, συνιστάμενα κυρίως στη μειωμένη απόδοσή του και στην αιφνίδια αύξηση των στροφών, που προκαλούσε ραγδαία αύξηση της ταχύτητας χωρίς αιτία, γεγονός, που καθιστούσε το αυτοκίνητο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και ικανό να προκαλέσει ατύχημα, θέτοντας έτσι σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του ιδίου, της οικογένειάς του και τυχόν τρίτων εμπλεκομένων. Ότι για όλα τα παραπάνω ειδοποίησε αμέσως την πρώτη εναγομένη – πωλήτρια, καθώς και το εξουσιοδοτημένο συνεργείο της ………… Ότι οι παραπάνω εταιρείες, δια των αρμοδίων υπαλλήλων τους, τον καθησύχαζαν κάθε φορά, παρέχοντάς του διάφορες εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις, που, όμως, δεν επέλυσαν το πρόβλημα. Ότι, κατά μήνα Μάιο του 2013, έγινε αντικατάσταση της αριστερής τουρμπίνας, η οποία θεωρήθηκε υπεύθυνη από τους αρμόδιους υπαλλήλους του εξουσιοδοτημένου συνεργείου για τα εν γένει προβλήματα του αυτοκινήτου. Ότι, εντούτοις, το αυτοκίνητο εξακολούθησε να εμφανίζει πραγματικά ελαττώματα. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, δεν αποκαταστάθηκε η σωστή λειτουργία του αυτοκινήτου και για το λόγο αυτό ο ενάγων, στις 27-5-2015, απέστειλε στις ως άνω εταιρείες εξώδικη δήλωση, με την οποία τους δήλωσε ότι υπαναχωρεί από την επίδικη σύμβαση πώλησης λόγω ύπαρξης ουσιωδών ελαττωμάτων, στα πλαίσια της εγγυητικής ευθύνης, που καθιστούσαν ανέφικτη, αλλά και επικίνδυνη, τη χρήση αυτού, ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα τους παρέδωσε το αυτοκίνητο. Ότι η πρώτη εναγομένη, παρότι γνώριζε την ύπαρξη των ανωτέρω πραγματικών ελαττωμάτων ή τουλάχιστον είχε τη βάσιμη υποψία ύπαρξής τους, κατά το χρόνο παράδοσης του οχήματος στον ενάγοντα – αγοραστή, παρέλειψε με δόλο να του τα γνωστοποιήσει, καθώς και ότι το πρόβλημα δεν μπορούσε να αποκατασταθεί, εκθέτοντάς τον έτσι σε κίνδυνο ζωής, από την αδικοπρακτική αυτή δε συμπεριφορά της ο ίδιος υπέστη ηθική βλάβη, που συνίσταται σε έντονο ψυχικό άλγος και ταλαιπωρία. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγομένη εταιρία και τη μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έγινε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις του, ζήτησε: 1) να αναγνωριστεί το νόμιμο της υπαναχώρησής του και ότι, λόγω αυτής, η επίδικη πώληση έχει λυθεί και 2) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης – πωλήτριας να του καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 107.922,75 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 90.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο καταβληθέν από τον ίδιο τίμημα αγοραπωλησίας και ποσό 17.722,75 ευρώ, που αντιστοιχεί σε δαπάνες, που πραγματοποίησε σε αυτό μέχρι την ημέρα της υπαναχώρησης [καθώς η αύξηση του ποσού αυτού, με τις προτάσεις του ενάγοντος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, λόγω μη ορθού υπολογισμού -εκ παραδρομής- κάποιων επιμέρους κονδυλίων, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, είναι ανεπίτρεπτη, διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 223 ΚΠολΔ, κατ’ εξαίρεση ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις ή με δήλωση στα πρακτικά, έως ότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να ζητήσει: 1) τα παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της αγωγής και 2) αντί γι αυτό, που ζητήθηκε αρχικά, άλλο αντικείμενο ή το διαφέρον εξαιτίας μεταβολής που επήλθε». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η επέκταση του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις είναι κατ’ αρχάς απαράδεκτη, αφού κατά τον τρόπο αυτό εισάγεται νέο επίδικο αντικείμενο χωρίς τήρηση της αναγκαίας προδικασίας. Το αντικείμενο της δίκης, άλλωστε, οριοθετείται τόσο από την ιστορική βάση, όσο και από το αγωγικό αίτημα. Ο νόμος, ωστόσο, ορίζει κατ’ αποκλειστικό τρόπο τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις, που συνιστούν εξαιρέσεις στον ανωτέρω κανόνα και με τις οποίες το μεν εξυπηρετείται η οικονομία της δίκης, το δε δεν αιφνιδιάζεται ο αντίδικος, τα όρια άμυνας του οποίου καθορίζονται ομοίως με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν αφενός μεν στον περιορισμό του αιτήματος, αφετέρου δε στη διεύρυνση του αιτήματος σε δύο περιπτώσεις. Διεύρυνση, δηλαδή, του αιτήματος είναι δυνατή με τις προτάσεις μόνο όταν ζητούνται τα παρεπόμενα του κυρίου αιτήματος (π.χ. τόκοι) ή όταν εξαιτίας μεταβολής που επήλθε μετά την άσκηση της αγωγής ζητείται άλλο αντικείμενο από το αρχικό ή το διαφέρον ή το περιελθόν λόγω, ανυπαίτιας αδυναμίας προς εκπλήρωση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται, δηλαδή, προεχόντως για νομική αλλοίωση του αιτήματος λόγω μεταγενέστερης μεταβολής (βλ. λ.χ. άρθρα 1097 και 348 ΑΚ) και όχι για ποσοτική αλλοίωση αυτού (βλ. ΑΠ 503/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 287/2002 ΕλλΔνη 2003,121, ΕφΘεσ 1345/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 452/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 794/2012 Δημ. Νόμος, Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο παρ. 81 στη σελ. 221, Μακρίδου σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ΚΠολΔ I, υπό το άρθρο 223, στους αριθμ. 1,2 4, και 11-14, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Η 230- 233). Η επέκταση του αγωγικού αιτήματος δεν επιτρέπεται ακόμα και όταν η αναγραφή τυχόν μικρότερου αιτούμενου ποσού οφείλεται σε σφάλμα – παραδρομή (βλ. ΑΠ 92/1995 ΕΕΝ 1996.127, ΕφΘεσ 1345/2018 ό.π., ΕφΘεσ 794/2012 ό.π., ΜονΕφΠειρ 291/2016, ΜονΕφΘρακ 174/2016, Δημ. Νόμος). ΄Αλλωστε, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όταν επεκτείνεται το αρχικό αίτημα σε μείζον επέρχεται απαγορευμένη κατά το ανωτέρω άρθρο μεταβολή της βάσης της αγωγής (βλ. σχετ. ΑΠ 503/2009 Δημ. Νόμος)] και όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από το χρόνο καταβολής κάθε επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικαλούμενος κυρίως τις διατάξεις περί πώλησης άλλως – και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι, λόγω της ως άνω υπαναχώρησης, η συμβατική ενοχή καταργήθηκε αυτοδικαίως και αναδρομικά – τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και β) το ποσό των 25.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και 3) να καταδικαστεί η πρώτη εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2910/16-06-2017 οριστική απόφασή του, αφού θεώρησε ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε όσον αφορά στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, με την επωνυμία «……………..» και το διακριτικό τίτλο «. …..» και κατήργησε τη δίκη ως προς αυτήν, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στις 22-02-2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, κατά την κύρια βάση της από τη σύμβαση της πώλησης και την αδικοπρακτική ευθύνη, στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 301, 330, 340, 341, 345, 346, 513 επ., 540, 547, 914, 932 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ και απορριπτέα, ορθώς, ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση αυτής, αναφορικά με την αναγνώριση της υποχρέωσης της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 107.922,75 ευρώ, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι, με τη συντέλεση της υπαναχώρησης, οι εκατέρωθεν ληφθείσες παροχές – έξοδα – δαπάνες επιστρέφονται με βάση την ΑΚ 547 παρ. 1 ΑΚ, όπου ρυθμίζονται ειδικώς οι συνέπειες περί υπαναχώρησης του δικαίου της πώλησης (ΑΠ 663/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 45/2015 Δημ. Νόμος, Απ. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ, υπό άρθρο 547 αριθμ. 2- 3, σελ. 1086), ενώ, επιπλέον, δεν προβάλλονται πρόσθετα πραγματικά διαφορετικά από εκείνα, που ο ενάγων επιχειρεί να στηρίξει την κύρια αγωγική βάση, στις διατάξεις περί πώλησης (ΑΠ 16/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 222/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 355/1999 ΕλλΔνη 40.1535), απέρριψε την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, από τη σύμβαση της πώλησης και την αδικοπρακτική ευθύνη, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 και 516 ΑΚ, με τη σύμβαση της πώλησης ο μεν πωλητής έχει την υπο­χρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα, ο δε αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα, που συμφωνήθηκε (ΑΠ 1558/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 653/2008 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης, δυνάμει του Ν. 3043/2002, προκύπτει ότι, σε περίπτωση, που, κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά, με τα ανωτέρω δικαιώματα να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία, που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Εξάλλου, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 499/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 575/2013). Τα ανωτέρω δικαιώματα παρέχονται στον αγοραστή κατά εκλεκτική ή διαζευκτική συρροή και ναι μεν δεν μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά και η επιλογή του αγοραστή να ασκήσει ένα από αυτά είναι αμετάκλητη και αποκλείει πλέον άλλη επιλογή, είτε πρόκειται για το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως από την πώληση, το οποίο, σημειωτέον, μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή και παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σ` αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση από την πώληση, ή για εκείνο (δικαίωμα) της μειώσεως του τιμήματος είτε για αυτό της αξιώσεως αποζημιώσεως, όμως, δεν πρέπει να αποκλεισθεί η επιβοηθητική κατά το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ άσκηση των δικαιωμάτων αυτών για την περίπτωση, που κριθεί ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα επιλογή και μάλιστα έγκυρη του δικαιώματος, που πρώτον προβάλλεται με την αγωγή ή δεν συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις της αξιώσεως αποζημιώσεως, αφού, ναι μεν ορίζει η διάταξη του άρθρ. 306 παρ. 1 του Α.Κ., ότι η επιλογή, που γίνεται σε περίπτωση διαζευκτικής ενοχής, δεν επιδέχεται αίρεση ή προθεσμία, όμως, η διαζευκτική ενοχή αφορά περισσότερες παροχές της αυτής ενιαίας αξίωσης και όχι διαζευκτικά συρρέουσες περισσότερες αξιώσεις ή δικαιώματα, οπότε, κατά την ορθότερη γνώμη, δεν συντρέχει ταυτότητα του νομικού λόγου για την αναλογική εφαρμογή της ως άνω διάταξης και στην περίπτωση της εκλεκτικής ή διαζευκτικής συρροής περισσότερων δικαιωμάτων (ΑΠ 402/2018 ό.π., ΑΠ 1596/2014). Περαιτέρω, στην περίπτωση που συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα, αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Αντίστοιχα, ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ή να στηρίξει την ενιαία αξίωσή του σε οποιαδήποτε από τις περισσότερες βάσεις της ή και σε όλες κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό. Τις περισσότερες, όμως, συρρέουσες αξιώσεις του ο δανειστής μπορεί να ασκήσει από κοινού μόνον επικουρικά τη μια της άλλης, αφού δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια απ` αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επί πλέον (ΑΠ 402/2018 ό.π.). Όταν επέλθει δε η υπαναχώρηση λύνεται η σύμβαση αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται αμοιβαίως σε απόδοση των παροχών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τα ως άνω δικαιώματα, που έχει ο αγοραστής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 540 παρ. 1 ΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, η υπαναχώρηση, με την άσκηση της οποίας καταλύεται εξ ολοκλήρου η αρχική σύμβαση της πώλησης και στη θέση της εντάσσεται η αποκαλούμενη σχέση της εκκαθάρισης, συνιστά διαπλαστικό δικαίωμα, αφού με την άσκηση της διαπλάσσεται μία νέα έννομη κατάσταση, κατά την οποία είναι υπόχρεοι να αποδώσουν ο μεν αγοραστής το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος που αποκόμισε ο δε πωλητής το τίμημα και τα έξοδα της πώλησης. Ειδικότερα, οι αξιώσεις, που απορρέουν για τα μέρη σε περίπτωση υπαναχώρησης από την πώληση, ρυθμίζονται από το άρθρ. 547 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 3043/2002, ο μεν αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που αυτός πρόσθεσε, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε από το πράγμα, ο δε πωλητής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το τίμημα, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Το δικαίωμα υπαναχώρησης της πώλησης ενδέχεται να έχει ασκηθεί εξώδικα και αρκεί προς τούτο η άτυπη δήλωση του αγοραστή από την περιέλευση της οποίας στον πωλητή ανατρέπεται αμέσως και αναδρομικά η σύμβαση της πώλησης, το γεγονός δε αυτό, δηλαδή της εξώδικης υπαναχώρησης από την πώληση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά το άρθρ. 70 ΚΠολΔ. Επίσης, μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή, η οποία, όμως, έχει στην περίπτωση αυτή διαπλαστικό χαρακτήρα, και παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σ` αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση της πώλησης (ΑΠ 663/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 996/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1596/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 733/2001, ΕφΛαρ 50/2015 Δικογραφ. 2015.574). Σε κάθε, όμως, περίπτωση το δικαίωμα της υπαναχώρησης πρέπει να ασκηθεί πριν τη συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρ. 554 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όπως ισχύει, τα δικαιώματα του αγοραστή (για υπαναχώρηση ή μείωση του τιμήματος ή για αποζημίωση λόγω ελαττώματος) παραγράφονται μετά την πάροδο δύο ετών για τα κινητά, με έναρξη της παραγραφής, όπως το άρθρ. 555 του ίδιου Κώδικα ορίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή (ΑΠ 663/2016 ό.π., ΑΠ 1596/2014). Δηλαδή στην αποσβεστική αυτή διετή προθεσμία για τα κινητά, υπόκειται το ανωτέρω, πρωτογενές, δικαίωμα του αγοραστή για υπαναχώρηση, λόγω της ύπαρξης των πραγματικών ελαττωμάτων, και όχι και οι δευτερογενείς αξιώσεις του, εκ του άρθρου 547 ΑΚ, που απορρέουν από την άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης- όπως η απόδοση του καταβληθέντος τιμήματος- που υπόκεινται στη συνήθη παραγραφή, εφόσον βεβαίως ασκήθηκε εμπρόθεσμα, κατά τα ανωτέρω, το πρωτογενές δικαίωμα της υπαναχώρησης, καθόσον ανατρέπονται τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα της σύμβασης της πώλησης, λόγω λύσης αυτής, εξαιτίας της έγκυρης άσκησης της υπαναχώρησης, ώστε να μην υπάρχει νόμιμη αιτία καταβολής του τιμήματος (ΑΠ 663/2016 ό.π., πρβλ. ΑΠ 1596/2014, ΕφΝαυπλ 82/2012, ΕφΙωαν 322/2004, ΕφΑθ 6250/1999 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 274 ΑΚ: “όταν παραγραφεί η κύρια αξίωση, συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες από αυτήν αξιώσεις, και αν ακόμη δεν συμπληρώθηκε η παραγραφή που ισχύει γι` αυτές”. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι αφενός η παραγραφή της κυρίας αξιώσεως και αφετέρου η ύπαρξη παρεπομένων αξιώσεων. Τέτοιες είναι εκείνες, των οποίων η γένεση προϋποθέτει κυρία αξίωση, η οποία παραγράφηκε, και δεν συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτές, οι εκ του άρθρου 547 ΑΚ δευτερογενείς αξιώσεις, που απορρέουν από την άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης- όπως η απόδοση του καταβληθέντος τιμήματος- καθόσον οι τελευταίες αποτελούν την αναγκαία συνέπεια της ενέργειας της υπαναχώρησης και συνιστούν κύρια αξίωση του αγοραστή ως συνέπεια της λύσης της σύμβασης πωλήσεως λόγω της ασκηθείσης εγκύρως απ’ αυτόν της υπαναχώρησης (ΑΠ 663/2016 ό.π.). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 557 ΑΚ, ο πωλητής δεν μπορεί να επικαλεστεί την πιο πάνω παραγραφή, αν απέκρυψε ή αποσιώπησε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, οπότε θα ισχύσει γι’ αυτόν η εικοσαετής παραγραφή της διάταξης του άρθρου 249 ΑΚ). Πρόκειται για αντένσταση, την οποία οφείλει να προτείνει και να αποδείξει ο αγοραστής. Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 557 ΑΚ αρκεί είτε η δόλια απόκρυψη, δηλαδή η χρήση παραπλανητικών μέσων για να εμποδιστεί ο αγοραστής να αντιληφθεί το πραγματικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, είτε η δόλια αποσιώπηση, δηλαδή να μην γνωστοποίησε ο πωλητής στον αγοραστή το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, του οποίου την ύπαρξη είτε γνώριζε είτε βασίμως υποπτευόταν, εφόσον αυτό γίνεται με πρόθεση να επηρεαστεί ευνοϊκά η απόφαση του τελευταίου για την αγορά του πράγματος (ΑΠ 177/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1341/2007 ΕλλΔνη 2008.1683). Κατά την ορθότερη άποψη, κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της δόλιας συμπεριφοράς του πωλητή είναι στις πωλήσεις είδους ο χρόνος κατάρτισης της πώλησης και στις πωλήσεις γένους ο χρόνος μετάθεσης του κινδύνου, αφού σε αυτό το χρονικό σημείο επικεντρώνεται η προσπάθεια του πωλητή να «πείσει» τον αγοραστή να αγοράσει το πράγμα (Π. Κορνηλάκης. ό.π, σελ. 309 – 310). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 260 του Α.Κ., που ορίζει ότι “η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο”, συνάγεται ότι για τη διακοπή της παραγραφής αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη έναντι του δανειστή από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι αυτός (οφειλέτης), γνωρίζοντας την εναντίον του αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται, κατά το χρόνο της ενεργείας ή της συμπεριφοράς του, κατά τρόπο, που να μη θεωρείται αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής από το δανειστή. Ενέργειες δε, που συνιστούν αναγνώριση (εκτός βεβαίως από την ρητή τοιαύτη) είναι, μεταξύ των άλλων, η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφαλείας της αξιώσεως, η μερική καταβολή και η μερική προσφορά του χρέους. Δεν εξετάζεται αν η ενέργεια του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 Α.Κ., ούτε απαιτείται η ενέργεια αυτή να υποβληθεί σε κάποιον τύπο ή να γίνει δεκτή από τον δανειστή. Συνεπώς, αρκεί κάθε εκδήλωση του υπόχρεου έναντι του δικαιούχου, αναγνωριστική του υποστατού της υποχρεώσεώς του είτε ρητή είτε σιωπηρή, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστού και όχι έναντι τρίτου προσώπου (ΑΠ 315/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2015, 1052/2013, 794/2012, 1043/2010, ΑΠ 1909/2009 Δημ. Νόμος), ενώ η αναγνώριση της αξίωσης πριν από τον χρόνο έναρξης της παραγραφής δεν έχει έννομες συνέπειες (άρθρα 260, 270 ΑΚ) (ΑΠ 148/2006, Νόμος, ΑΠ 683/2002 ΧρΙΔ 2002.593, ΑΠ 382/2002 Δ/νη 44. 436, ΑΠ 819/1984 ΝοΒ 33. 612, ΕφΑθ 56/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 4754/2008 ΔΕΕ 2009.817, Απ. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ, υπ’ άρθρο 260 σελ. 497 παρ. 1). Η διακοπή της παραγραφής με την αναγνώριση πρέπει να γίνει μετά την έναρξή της, δηλαδή κατά τη διαδρομή του χρόνου της παραγραφής και όχι κατά την ημέρα της έναρξής της, γιατί τότε δεν επιφέρει το καθορισμένο από το νόμο αποτέλεσμα, είναι δηλαδή αλυσιτελής (ΑΠ 683/2002 ΧρΙΔ 2002.593, Απ. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ, υπ’ άρθρο 260 σελ. 497 παρ. 1). Το βάρος απόδειξης της ενέργειας ή της συμπεριφοράς του οφειλέτη, που επέφερε τη διακοπή, βαρύνει το δικαιούχο της αξίωσης, ο οποίος – προβάλλοντας τη σχετική αντένσταση του στην ένσταση παραγραφής – πρέπει για το ορισμένο της να αναφέρει, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση της αξίωσης από τον οφειλέτη, την εξαιτίας αυτής διακοπή της παραγραφής, καθώς και τον ακριβή χρόνο αναγνώρισης της αξίωσης, ώστε να προκύπτει αν αυτή έγινε πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής (ΑΠ 819/1984 ΝοΒ 1985.1612, ΕφΘ 596/2008 Αρμ 2009.38, ΕφΑΘ 6221/2005 ΕΤρΑξΧρΔ 2007.561, Μιχαηλίδου σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Τόμος I, 2010, υπό το άρθρο 260 ΑΚ στον αριθμό περιθ. 8). Περαιτέρω, ενώ, εναρκτήριο χρονικό σημείο της παραγραφής αποτελεί η υλική παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 556 ΑΚ, η έναρξη της παραγραφής μετατίθεται στο χρόνο εμφάνισης του ελαττώματος, αν μεταξύ αγοραστή και πωλητή συνήφθη πρόσθετη εγγυοδοτική σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο πωλητής ανέλαβε την ευθύνη για την επί ορισμένο χρόνο καλή κατάσταση και λειτουργία του πωληθέντος πράγματος και υπό την προϋπόθεση ότι το ελάττωμα εμφανίστηκε εντός της προθεσμίας ευθύνης (ΕφΠατρ 9/2006 ΑχΝομ 2007.26, ΕφΠατρ 666/2005 ΑχΝομ 2006.132). Η συμφωνία αυτή (καλής λειτουργίας του πωληθέντος αυτοκινήτου) έχει, κατά το άρθρο 556 ΑΚ, την έννοια της απλής μετάθεσης του χρόνου έναρξη της παραγραφής των σχετικών με τα πραγματικά ελαττώματα αξιώσεων του αγοραστή (ΕφΑΘ 479/2012 ΕλλΔνη 2013.200,206) και δεν παράγει πρόσθετη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ βάση στήριξής της, για την ελαττωματικότητα του πωληθέντος, ευθύνη του πωλητή προς αποζημίωση, εκτός αν τα μέρη όρισαν διαφορετικά με την εν λόγω συμφωνία (ΑΠ 874/2000 ΕλλΔνη 2000.1659, ΕφΑθ 1060/2008 ΔΕΕ 2008.1284, Απόστολος Γεωργιάδης ΣΕΑΚ υπ’άρθρο 556 σελ. 1096). Ο σχετικός ισχυρισμός, ωστόσο, αποτελεί και αυτός αντένσταση του αγοραστή και δεν είναι δυνατόν να ληφθεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (ΕφΘεσ 1756/1999 Αρμ 1999.1196). Μετά την άσκηση δε του δικαιώματος υπαναχώρησης από το δανειστή (αγοραστή) αποκλείεται η άσκηση του δικαιώματος προς καταβολή της οφειλομένης από τον οφειλέτη παροχής, αφού με την υπαναχώρηση επήλθε συγκέντρωση στο διαζευκτικώς παρεχόμενο στον δανειστή κατ` επιλογή του δικαίωμα, απλοποιουμένης έτσι της ενοχής, υπό την έννοια, ότι η υποχρέωση του οφειλέτη περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή, που επιλέχτηκε, η οποία και είναι η μόνη εκπληρωτέα από τον οφειλέτη (ΑΠ 653/2008 ό.π.). Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος για υπαναχώρηση απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός η οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αν υπάρχει τέτοια υπέρβαση, η υπαναχώρηση είναι παράνομη και επομένως άκυρη, κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόμενων με αυτή αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις οι οποίες μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 20/2018 ό.π.). Επίσης, ο πωλητής είναι υποχρεωμένος να αποδώσει όσες αναγκαίες ή επωφελείς δαπάνες έκανε ο αγοραστής για το πράγμα (ΕφΘεσ 1045/2009 Αρμ 2010.971,1649), μεταξύ των οποίων είναι και οι δαπάνες των άρθρων 526 και 528 ΑΚ. Ως τέτοιες δαπάνες για το πράγμα νοούνται οι δαπάνες συντήρησης και διαφύλαξης αυτού, δηλ. δαπάνες επισκευών, ασφάλιστρα, αποθήκευτρα, καθώς και τέλη κυκλοφορίας οχημάτων. Αντίθετα, δεν αποδίδονται οι δαπάνες διαχείρισης του πράγματος. Για την αξία των δαπανών αυτών ο πωλητής οφείλει νόμιμο τόκο από το χρόνο της διενέργειας κάθε δαπάνης, ενώ δεν οφείλονται τόκοι για δαπάνες, που έγιναν σε αντικείμενο, που πρέπει να αποδοθεί, για όσο χρονικό διάστημα αυτός, που έχει το δικαίωμα αποζημίωσης, αποκομίζει τα ωφελήματα ή τους καρπούς του αντικειμένου, κατ’ άρθρο 301 ΑΚ (ΑΠ 605/1991 ΕλλΔνη 32.1257, ΕφΠειρ 287/2013 Δημ. Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Γ’, έκδοση 2004, υπ’ άρθρο 547, σελ. 397, αρ. 14, Αποστ. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος ΑΚ Ερμηνεία κατ’ άρθρο 547 σελ. 195, Καυκάς, Ενοχ. Ειδ. Μέρος, σελ. 182). Στην ως άνω δε αγωγή του αγοραστή πρέπει για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται: α) η σύναψη σύμβασης με τον εναγόμενο για πώληση ορισμένου πράγματος και η περιγραφή του πράγματος, β) ο τόπος και ο χρόνος σύναψης της σύμβασης, γ) το συμφωνημένο τίμημα και η τυχόν καταβολή του στον πωλητή, δ) η γενόμενη παράδοση του πράγματος από τον πωλητή, ε) ποιο συγκεκριμένα είναι το πραγματικό ελάττωμα, που εμφάνισε το πωληθέν, ή ποια ιδιότητα του λείπει, καθώς και ότι τα ανωτέρω συνέτρεχαν κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου, στ) η δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση, ζ) η ζημία, που υπέστη, και το ύψος της αποζημίωσης και η) ορισμένο αίτημα, συγκεκριμένα στην περίπτωση υπαναχώρησης του αγοραστή, να αναγνωρισθεί ότι έχει λυθεί η σύμβαση πώλησης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πωλητής να του επιστρέφει το τίμημα με τόκο, τα έξοδα πώλησης και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα (άρθρο 547 ΑΚ), καθώς και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος – πωλητής σε αποζημίωση του ενάγοντος από τυχόν ζημία (άρθρο 543 ΑΚ), που υπέστη, η οποία δεν καλύπτεται από την λύση της πώλησης με την υπαναχώρηση (ΕφΠειρ 374/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 495/2007 Αρμ. 2008.685, ΕφΠατρ 743/2007 ΑχαΝομ 2008.108, ΕφΑθ 9455/2002 ΕλλΔνη 2003.858, I. Κατράς Αγωγές Αστικού Δικαίου Γ έκδοση 2006 σελ. 425).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των ίδιων ως άνω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 914 του ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως πωλήσεως, ή η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, κατά την έννοια των διατάξεων του τελευταίου άρθρου, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση της πωλήσεως δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν, όμως, ο πωλητής, ενώ τελεί εν γνώσει της ελλείψεως της συμφωνηθείσας ιδιότητας ή της υπάρξεως του πραγματικού ελαττώματος, αποσιωπά τούτο δολίως, τότε συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, μαζί με την συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και δη αστική απάτη (ΑΚ 147, 149), κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, εφόσον συνιστούν συμπεριφορά, η οποία αντίκειται στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη αυτή να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, αλλά και ενέχει προσβολή δικαιώματος, που αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο, επομένως, αυτός όφειλε να σεβαστεί. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για συρροή αξιώσεων από τη σύμβαση και την αδικοπραξία. Επί συρροής δε των αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων όχι, όμως, και η ικανοποίηση αυτών, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την αδικοπραξία, οπότε σώζεται, ως προς αυτό (ΑΠ 3/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1703/2013, ΑΠ 560/2010 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 Α.Κ. προκύπτει ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας, και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων του Α.Κ. 904 παρ. 1 εδ. α΄, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και 938, που ορίζει, ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, προκύπτει, ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από τη διάταξη του άρθρο 909 Α.Κ., κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση ο λήπτης της ωφελείας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 Α.Κ., με ανάλογη εφαρμογή αυτής, η οποία, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδαφ. β΄ Α.Κ., που εφαρμόζεται στην περίπτωση αποδόσεως ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία, η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση, αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 Α.Κ.) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις, ως άνω, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνο η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ` ένσταση (άρθρο 277 Α.Κ.), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξιώσεως από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 Α.Κ. επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π.).

Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι, εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται δε, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, Ολ. ΑΠ 11/2017, ΑΠ 3/2019 Δημ. Νόμος). Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικαστικός συλλογισμός και δυνατόν η παραβίαση να εντοπισθεί και στην ελάσσονα πρόταση, όταν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ. ΑΠ 36/1988, ΑΠ 3/2019 ό.π.). Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015, ΜονΕφΠειρ 400/2016 Δημ. Νόμος), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί, αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή (522 ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή, όσο και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι, το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι, οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε, με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011). Τέλος, σε περίπτωση, που κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης, που πλήττονται με την έφεση, αλλά επεκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις της αγωγής, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή, η, δε, έρευνα των βάσεων, που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οίκοθεν, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκατάστασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβαθμίου. Επομένως, για την εξέταση αυτή δεν απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 39/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1248/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1316/2008 ΕλλΔνη 2008. 1434, ΑΠ 834/2008 ΝοΒ 2008. 2458, ΕφΑθ 6601/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 4644/2006 ΝοΒ 2008. 581). Αν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του εναγομένου, που παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν δύναται να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 221/2015 Δημ. Νόμος ό.π., ΕφΑθ 6601/2011 ό.π., ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 47/2011 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις υπ’ αριθμ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των ……………….. αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον του Συμβ/φου Ρόδου …….., με την επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της πρώτης εναγομένης (βλ. την υπ’ αρ. ……./31-1-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), τη με αριθμ. ……/28-12-2017 ένορκη βεβαίωση της ……….., η οποία λήφθηκε νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρόδου (βλ. σχετ. τη με αριθμ. ……./4-12-2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..), την υπ’ αριθμ. …../15-2-2017 ένορκη βεβαίωση του …….., που λήφθηκε, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ν. Ιωνίας, με την επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, μετά από τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. …… Α΄/8-2-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δωδεκανήσου ……..)], από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίστηκε, στις 27-05-2008, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στη Δημοτική Κοινότητα Αγίου Ιωάννη Ρέντη του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά (… …..), νόμιμα εκπροσωπουμένης και η οποία ασχολείται με το εμπόριο αυτοκινήτων, η τελευταία (ανώνυμη εταιρία) ανέλαβε την υπο­χρέωση να μεταβιβάσει στον ενάγοντα, λόγω πωλήσεως, την κυριότητα ενός καινούργιου, ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ……….. XJ, 2,7 L, DIESEL, με αριθμό πλαισίου ……. και αριθμό κυκλοφορίας …….., το οποίο παρέδωσε σε αυτόν, στις 4-6-2008, αντί συνολικού συμφωνηθέντος τιμήματος 90.000 ευρώ, το οποίο και εξοφλήθηκε τμηματικά από τον αγοραστή. Για την καλή δε και ασφαλή λειτουργία του πωληθέντος αυτοκινήτου ο ενάγων έλαβε τριετή (έγγραφη) εγγύηση από την άνω πωλήτρια εταιρεία, η οποία έληγε στις 4-6-2011. Οι εργασίες σέρβις του συγκεκριμένου τύπου οχήματος διεξάγονταν κατά τα ειδικότερα διαστήματα χιλιομετρικής κάλυψης ή κατά τα χρονικά διαστήματα, που αναγράφονται σε σχετικό πίνακα (όποιο προηγείται), ο οποίος (πίνακας) συμπεριλαμβάνεται στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα δελτίο συντήρησης της ……….. (βλ. ειδικότερα 9η σελίδα αυτού). Έτσι, σύμφωνα με το ως άνω δελτίο, το πρώτο τακτικό σέρβις έπρεπε να γίνει όταν το αυτοκίνητο κάλυπτε 24.000 χλμ ή κατά μήνα Ιούνιο του 2009 (πρώτο έτος από την αγορά του), το δεύτερο σέρβις στις 48.000 χλμ ή κατά μήνα Ιούνιο του 2010 (δεύτερο έτος), το τρίτο στις 72.000 χλμ ή κατά μήνα Ιούνιο του 2011 (τρίτο έτος), το τέταρτο τακτικό σέρβις στις 96.000 χλμ ή κατά μήνα Ιούνιο του 2012 (τέταρτο έτος) κ.ο.κ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το πρώτο ετήσιο τακτικό σέρβις, το οποίο έπρεπε να γίνει κατά μήνα Ιούνιο του 2009, κατά τα προεκτεθέντα, είχε παραληφθεί από τον ενάγοντα με δική του πρωτοβουλία, ενώ, στις 25-5-2010, με 16.081 χλμ στο δείκτη χιλιομέτρων, το αυτοκίνητο του ενάγοντος εισήλθε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «…………» (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), η οποία είναι το εξουσιοδοτημένο από την ……….. Αγγλίας συνεργείο επισκευής και συντήρησης οχημάτων ……….., για τη δεύτερη ετήσια, κατά τ’ ανωτέρω, τακτική συντήρησή του. Στο υπό την αυτή ημερομηνία (25-5-2010) έντυπο του ως άνω συνεργείου με τον τίτλο «ΕΝΤΟΛΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ» και ειδικότερα στη στήλη «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΕΛΑΤΗ», αναγράφεται, μεταξύ άλλων, επί λέξει ότι: «1. ΣΕΡΒΙΣ 2 ΕΤΩΝ……3. ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΓΚΑΖΙ ΣΤΑ 140 ΧΛΜ ΧΑΝΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΒΓΑΖΕΙ ΕΝΔΕΙΞΗ ΟΤΙ ΧΑΝΕΙ ΔΥΝΑΜΗ ΤΡΕΜΕΙ ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Η ΜΗΧΑΝΗ. ΟΤΑΝ ΠΑΕΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΠΟ ΜΟΝΟ ΤΟΥ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ…». Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο εκείνο το αυτοκίνητο του ενάγοντος είχε εμφανίσει τα ως άνω προβλήματα στη λειτουργία του, για τα οποία ο ενάγων ενημέρωσε σχετικά τους τεχνικούς του εξουσιοδοτημένου συνεργείου της ….., στα πλαίσια της συντήρησής του αυτής (δεύτερης στη σειρά). Κατά την ανωτέρω ημερομηνία (25-5-2010) αντικαταστάθηκε το εμπρόσθιο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ακολούθως, στις 27-5-2010, οπότε και πάλι το αυτοκίνητο εισήλθε στο συνεργείο, έγινε αντικατάσταση αισθητήρα αερόσακου συνοδηγού, ενώ, στις 16-7-2010, αντικαταστάθηκε το ένα εμπρόσθιο αμορτισέρ λόγω ένδειξης βλάβης στο σύστημα αερανάρτησης (βλ προσκομιζόμενα έγγραφα – εντολές εργασιών του ως άνω συνεργείου). Εν συνεχεία, το τρίτο τακτικό σέρβις, το οποίο έπρεπε να γίνει τον Ιούνιο του 2011, ομοίως, παραλήφθηκε από τον ενάγοντα. Μετά την πάροδο δε δύο ετών και δη κατά μήνα Σεπτέμβριο του 2012, στα πλαίσια του τέταρτου κατά σειρά τακτικού σέρβις, που έγινε στις 12-9-2012 και ενώ το αυτοκίνητο είχε διανύσει 34.684 χλμ ο ενάγων απέστειλε με ΦΑΞ την από 10-9-2012 επιστολή του προς την αντιπροσωπεία της ….., με την οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην κακή λειτουργία του κινητήρα, τη μειωμένη απόδοση αυτού, καθώς και την αιφνίδια επιτάχυνση του αυτοκινήτου. Μετά δε από παρόμοια προβλήματα που εμφάνισε το αυτοκίνητο, κατά μήνα Μάιο του έτους 2013, το όχημα – με ένδειξη στο δείκτη χιλιομέτρων 39.516 χλμ – εισήλθε εκ νέου στις εγκαταστάσεις του εξουσιοδοτημένου συνεργείου της ….. για έλεγχο, μετά τη διενέργεια του οποίου οι τεχνικοί υπάλληλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την αποκατάσταση του προβλήματος αυτού απαιτείτο αντικατάσταση της αριστερής τουρμπίνας, η οποία και πράγματι έγινε (βλ. τις από 23-5-2013 και 28-5-2013 επιστολές της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά στις από 10-9-2012 και 27-5-2013 επιστολές του ενάγοντος). Εντούτοις, και παρά την ως άνω αντικατάσταση, κατά μήνα Απρίλιο του 2015, το ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο – με ένδειξη στο δείκτη χιλιομέτρων 52.833 χλμ – εμφάνισε και πάλι τα ίδια προβλήματα στη λειτουργία του, με αποτέλεσμα ο ενάγων να απευθυνθεί σε μηχανικό αυτοκινήτων της Ρόδου, ο οποίος μετά από έλεγχο και δοκιμή του οχήματος διαπίστωσε ότι: «…έχει σοβαρή βλάβη στον κινητήρα. Παίρνει περίπου στις 4.000 με 4.500 στροφές εν κινήσει από μόνο του με χαμηλό γκάζι. Το αυτοκίνητο είναι επικίνδυνο για να οδηγηθεί. Έχουμε ενημερώσει τον πελάτη (εννοεί τον ενάγοντα) να το ακινητοποιήσει….» (βλ. το από 18-4-2015 έγγραφο της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…….. .»). Ακολούθως, στις 22-4-2015, ο ενάγων απέστειλε το αυτοκίνητο από τη Ρόδο, όπου και η μόνιμη κατοικία του, στο ως άνω εξουσιοδοτημένο συνεργείο της ……….., ενώ στις 27-4-2015 κοινοποίησε στην πωλήτρια εταιρεία την από 24-4-2015 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία δήλωνε ότι υπαναχωρούσε, κατ’ άρθρο 540 ΑΚ, από την επίδικη σύμβαση πώλησης λόγω ουσιωδών πραγματικών ελαττωμάτων του οχήματος, ζητώντας παράλληλα από την πρώτη εναγομένη να του επιστρέψει το τίμημα της αγοραπωλησίας νομιμοτόκως. Τα ως άνω πραγματικά ελαττώματα, όμως, εκδηλώθηκαν το πρώτον λίγο πριν το δεύτερο τακτικό σέρβις κατά μήνα Μάιο του 2010, όπως προαναφέρθηκε, επανεμφανίστηκαν δε κατά μήνα Σεπτέμβριο του 2012, οπότε και το αυτοκίνητο εισήλθε εκ νέου στις εγκαταστάσεις της ως άνω εταιρείας (μη εναγόμενης) για την τέταρτη ετήσια τακτική συντήρησή του, τα όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο ενάγων κρίνονται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα, διότι, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, και τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αν πράγματι τα προβλήματα στη λειτουργία του οχήματος είχαν εμφανιστεί από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2008, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται, ο τελευταίος θα είχε μεριμνήσει να εξετασθεί το αυτοκίνητό του (για την αγορά του οποίου δαπάνησε το ποσό των 90.000 ευρώ) αμέσως από το εξουσιοδοτημένο συνεργείο της ……….. για εκτεταμένο έλεγχο, ζητώντας επιτακτικά την επίλυση του προβλήματος, σε κάθε δε περίπτωση δεν θα παρέλειπε το πρώτο ετήσιο (κατά μήνα Ιούνιο του 2009) τακτικό σέρβις του οχήματος. Δεδομένης δε της επαγγελματικής ιδιότητας του ενάγοντος, ως Δικηγόρου, γνώριζε ο τελευταίος τη δυνατότητα άσκησης των νομίμων δικαιωμάτων του, όχι μόνον δια προφορικών οχλήσεων, αλλά και δια της κοινοποιήσεως σχετικών εξωδίκων δηλώσεων. Στην ίδια κρίση καταλήγει το Δικαστήριο και για το χρονικό διάστημα που ακολούθησε έως το Σεπτέμβριο του 2012, οπότε έλαβε χώρα το τέταρτο τακτικό σέρβις του οχήματος, αφού, εάν πράγματι τα επίδικα ελαττώματα συνέχιζαν να εμφανίζονται από το Μάιο του 2010 έως 2012, ο ενάγων – όχι μόνο δεν θα παρέλειπε το τρίτο ετήσιο (κατά μήνα Ιούνιο του 2011) τακτικό σέρβις, αλλά θα φρόντιζε να το αποστείλει άμεσα για έλεγχο στο συνεργείο της πρώτης εναγομένης, αληθής υποτιθέμενος και ο ισχυρισμός του ότι τα ελαττώματα αυτά επανεμφανίστηκαν κατά μήνα Απρίλιο του 2011, ήτοι δύο μήνες πριν το τρίτο τακτικό σέρβις. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι, από το μήνα Μάϊο του έτους 2010, οπότε και άρχισε η διετής παραγραφή κατ’ άρθρο 556 ΑΚ, έως και το μήνα Σεπτέμβριο του 2012 (και ενώ είχε ήδη λήξει, την 04/06/2011, η χορηγηθείσα τριετής έγγραφη εγγύηση καλής λειτουργίας του οχήματος), οπότε επανεμφανίστηκαν τα αυτά ελαττώματα, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, το δικαίωμα υπαναχώρησης υπέπεσε στη διετή παραγραφή κατ’άρθρα 554 και 556 ΑΚ. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί διακοπής της διετούς παραγραφής, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 556 ΑΚ (και αφορά την επικαλούμενη εξακολουθητική εμφάνιση ελαττωμάτων από Νοέμβριο 2008 έως Σεπτέμβριο 2012), ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσία αβάσιμος, το γεγονός δε ότι το αυτοκίνητο εμφάνιζε εξακολουθητικά από Σεπτέμβριο του 2012 έως Απρίλιο του 2015 πραγματικά ελαττώματα ουδεμία άσκησε έννομη επιρροή στη διακοπή της ως άνω παραγραφής, αφού αυτή είχε ήδη συμπληρωθεί κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη τυγχάνει και η προβληθείσα αντένσταση διακοπής παραγραφής, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται ότι έγινε αναγνώριση της ένδικης αξίωσης από την πρώτη εναγομένη κατά τη διαδρομή του κρίσιμου χρόνου της παραγραφής, η δε όποια – μεταγενέστερη της συμπλήρωσης της διετούς παραγραφής – αναγνώριση ομοίως ουδεμία απολύτως έννομη επιρροή άσκησε, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η πωλήτρια εταιρεία δολίως απέκρυψε, άλλως αποσιώπησε, από τον ενάγοντα τα άνω πραγματικά ελαττώματα, με πρόθεση να επηρεαστεί ευνοϊκά η απόφαση του ιδίου για την αγορά του αυτοκινήτου, οι δε προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα κοινοποιήσεις – αναρτήσεις στο διαδίκτυο δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για την εδραίωση πλήρους δικανικής πεποίθησης δεδομένου ότι αυτές προέρχονται από διάφορα μέλη, η ταυτότητα των οποίων είναι άγνωστη, και ως εκ τούτου η αξιοπιστία και η αυθεντικότητα των δηλώσεών τους ουδεμία εγγύηση παρέχουν, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Συνεπώς, η σχετική αντένσταση του ενάγοντος, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 557 ΑΚ, ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, είτε δια των νομίμων εκπροσώπων της είτε δια των προστηθέντων της, απέτρεψε δόλια τον ενάγοντα από την εμπρόθεσμη άσκηση των ένδικων δικαιωμάτων του. Περαιτέρω, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ειδοποίησε εγκαίρως, ήτοι εντός διετίας από την εμφάνιση των ελαττωμάτων, την εναγομένη πωλήτρια εταιρία για το πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος αυτοκινήτου και ως εκ τούτου το σχετικό του δικαίωμα κατέστη απαράγραπτο, ο ισχυρισμός αυτός, αναφορικά με τον οποίο ο ενάγων επιχειρεί να αρυσθεί τη νομική του θεμελίωση από το άρθρο 558 Α.Κ., τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον δια της ως άνω διατάξεως, με την οποία περιορίζεται απλώς το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 273 Α.Κ., καθίσταται απαράγραπτη η κατ` ένσταση προβολή, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος υπαναχώρησης από τον αγοραστή, στην περίπτωση που ο τελευταίος ειδοποίησε τον πωλητή εντός του χρόνου παραγραφής και εν συνεχεία, μετά το πέρας του χρόνου παραγραφής, ενάγεται από τον πωλητή για καταβολή του τιμήματος από την πώληση. Τότε μόνο είναι δυνατή η παρά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής κατ` ένσταση άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Αντιθέτως, η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά περιπτώσεις, ως η υπό κρίση, όπου ο ενάγων ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης επιθετικά, ήτοι με άσκηση αγωγής, και όχι αμυντικά, ήτοι με προβολή ενστάσεως ή ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, προκειμένου να αντιμετωπίσει αξίωση του πωλητή από την πώληση. Συνακόλουθα, το δικαίωμα υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση πώλησης είχε υποπέσει σε παραγραφή, δεκτής γενομένης ως ουσία βασίμου της νομίμου ενστάσεως παραγραφής, την οποία η εναγομένη παραδεκτώς υπέβαλε, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και παραδεκτώς επαναφέρθηκε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του και επαναφέρει με την υπό κρίση έφεσή του είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα. Ούτε, άλλωστε, προβλήθηκε παραδεκτώς άλλος λόγος περί αναστολής ή διακοπής της παραγραφής της ένδικης αξίωσης από τη συμβατική σχέση, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα τέτοιου λόγου. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η ως άνω ένσταση περί διετούς παραγραφής προβάλλεται καταχρηστικά, δεδομένου ότι η πωλήτρια εταιρία, καθ’ όλο το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, τον καθησύχαζε ότι το ανακύψαν πρόβλημα θα επιλυόταν οριστικά, αποτρέποντάς τον παράλληλα από την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του από την πώληση, ενώ στην πραγματικότητα του απέκρυπτε την αλήθεια, ήτοι ότι το πραγματικό ελάττωμα δεν επρόκειτο να αποκατασταθεί, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως νόμω αβάσιμος, καθώς η διετής προθεσμία του άρθρου 554 ΑΚ, ως προς το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης, έχει χαρακτήρα αποσβεστικής προθεσμίας (άρθρα 297, 298 ΑΚ), η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Εξάλλου, τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αν ακόμη υποτεθούν αληθινά, ούτε μόνα τους, αλλά ούτε και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος της πρώτης εναγομένης περί προβολής του ως άνω ισχυρισμού. Αλυσιτελώς δε προσβάλλεται η επάλληλη αιτιολογία της εκκαλουμένης περί εσφαλμένης απορρίψεως του ισχυρισμού του ενάγοντος περί καταχρηστικής άσκησης της ενστάσεως παραγραφής. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, παρότι γνώριζε, είτε δια των νομίμων εκπροσώπων, είτε δια των προστηθέντων της, την ύπαρξη των ανωτέρω πραγματικών ελαττωμάτων ή τουλάχιστον είχε τη βάσιμη υποψία ύπαρξής τους, είτε κατά το χρόνο παράδοσης του οχήματος στον ενάγοντα – αγοραστή, είτε μεταγενέστερα έως την άσκηση των ενδίκων δικαιωμάτων, παρέλειψε με δόλο να του τα γνωστοποιήσει και ότι από την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά της ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, αλλά ούτε και αποδείχθηκε αμέλεια τους συνισταμένη στο γεγονός ότι αυτοί δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου ανθρώπου, που απαιτεί ο νόμος, η δικαιοπραξία και η καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η αμέλεια τους αυτή να ήταν ικανή και να μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και επέφερε πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση το επιζήμιο αποτέλεσμα για τον ενάγοντα. ΄Αλλωστε, μόνη η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Η πλημμέλεια δε, που αποδίδεται στην εκκαλουμένη, περί μη εξέτασης της αδικοπρακτικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς, από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει ότι δεν έγινε δεκτό με αυτήν ότι υπέκυψε σε παραγραφή και η ένδικη, στηριζόμενη στην αδικοπρακτική βάση αξίωσή του, καθώς δεν απορρίφθηκε η βάση αυτή της αγωγής λόγω παραγραφής, αλλά διότι έγινε δεκτό, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική αδικοπρακτική βάση αυτής και ειδικότερα ότι δεν υφίσταται παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της εναγόμενης πωλήτριας εταιρίας και κατ’ επέκταση δεν υφίσταται δόλος της εναγομένης σε σχέση με όλες τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος, εφόσον είναι φανερό από τις άνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης το αποδεικτικό της πόρισμα περί μη δόλιας απόκρυψης του εν λόγω ελαττώματος, αλλά ούτε και αποδείχθηκε αμελής συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της πρώτης εναγομένης και, συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση αδικοπρακτικής της ευθύνης. Ως εκ τούτου η αγωγή, καθόσον αφορά στην εκ της αδικοπραξίας βάση της, ορθώς κρίθηκε απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ακόμη και εάν ήθελε κριθεί ότι απορρίφθηκε τούτη σιωπηρώς με την εκκαλουμένη, στα πλαίσια έρευνας της σχετικής αντενστάσεως του ενάγοντος. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία αφενός μεν απέρριψε, για τους ως άνω λόγους, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί πωλήσεως βάση της αγωγής, αφετέρου δε δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η πωλήτρια εταιρεία δολίως απέκρυψε άλλως αποσιώπησε από τον ενάγοντα τα άνω πραγματικά ελαττώματα, με πρόθεση να επηρεαστεί ευνοϊκά η απόφαση του ιδίου για την αγορά του αυτοκινήτου, αλλά και μεταγενέστερα, απορρίπτοντας, κατ’ ορθή εκτίμηση, και την αδικοπρακτική βάση της αγωγής και συνακόλουθα απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα όλα τα κονδύλια της υπό κρίση αγωγής, μεταξύ των οποίων και το κονδύλιο ηθικής βλάβης του ενάγοντος και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, απορρίπτοντας την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων), ορθά δε εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και οι προσκομιζόμενες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων, που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα, όπως εν προκειμένω (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 2910/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 16/07/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ