Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 537/2019

Αριθμός   537/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 18.01.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./18.01.2019, ειδ. αριθμ. καταθ. …./18.01.2018) έφεση των εναγομένων κατά της ενάγουσας και της υπ΄ αριθμ. 5031/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, με την οποία κρίθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, η από 21.12.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …../21.12.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …../21.12.2016) αγωγή και έγινε εν μέρει δεκτή, ασκήθηκε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως επιδόθηκε στις 19.12.2017 (βλ. την σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας επί του επιδοθέντος αντιγράφου) και το πρωτότυπο της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 18.01.2018. Ασκήθηκε, επομένως, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 Κ.Πολ.Δ.. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ. Πολ.Δ.) και να εξεταστούν περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Η ενάγουσα εταιρεία («………….») στην από 21.12.2016 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι είναι εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, δραστηριοποιούμενη στην εμπορία (αγορά, πώληση, παράδοση) ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες παντός είδους πλοίων. Ότι τα μέλη της εναγόμενης συμπλοιοκτησίας («….» ………») ………… και ………., τυγχάνουν συμπλοιοκτήτες, κατά ποσοστό 50% έκαστος, του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου, με το όνομα «Ε», νηολογίου Πειραιώς, αριθμ. …., Ι.Μ.Ο. …., κ.οχ. 74,37 κ.κ.χ. 24,97. Ότι, μετά από παραγγελίες της συμπλοιοκτησίας δια του διαχειριστή της ή του πλοιάρχου του πλοίου, οι οποίες έλαβαν χώρα στον Πειραιά Αττικής, στις 22.08.2015, στις 03.09.2015 και στις 17.09.2015, σε εκτέλεση των συναφθεισών συμβάσεων πωλήσεως, πώλησε και παρέδωσε στην συμπλοιοκτησία τις ποσότητες καυσίμων που αναλυτικά κατ΄ είδος, ποιότητα και τιμή αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, αντί του συμφωνηθέντος και αναφερόμενου τιμήματος, άλλως του ειθισμένου στον τόπο και κατά τα χρονικά σημεία των πωλήσεων τιμήματος, συνολικού ύψους 20.279,53€, εκδοθέντων των προβλεπομένων (τριών) τιμολογίων. Ότι οι παραδοθείσες ποσότητες καυσίμων, στις οποίες γίνεται ανωτέρω αναφορά, παραδόθηκαν στο πλοίο και παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τα ορισμένα πρόσωπα, πλην όμως, παρότι παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα, δεν έχει καταβληθεί το οφειλόμενο τίμημα, αν και χώρησαν οχλήσεις εκ μέρους της. Ότι, πέραν τούτου, σύμφωνα με ειδικότερη συμφωνία μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και των μελών της συμπλοιοκτησίας, σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής κάθε τιμολογίου, τα μέλη της συμπλοιοκτησίας θα ήσαν υποχρεωμένα να καταβάλουν σε αυτή (ενάγουσα) τόκο υπερημερίας ποσοστού 2% μηνιαίως για κάθε μήνα καθυστερήσεως, μετά την πάροδο είκοσι πέντε (25) ημερών από την ημερομηνία παραδόσεως και παραλαβής της παραγγελθείσας ποσότητας καυσίμου. Ότι, για την αιτία αυτή (υπερημερία σχετικά με την καταβολή του τιμήματος, κατά τα ανωτέρω), εκδόθηκαν από αυτή (ενάγουσα) τρία (3) τιμολόγια, συνολικού ποσού 5.678,25€, που αφορούν τόκους υπερημερίας, κατά τις αγωγικές διακρίσεις. Με βάση το ιστορικό αυτό, άλλως κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη συμπλοιοκτησία να της καταβάλει ποσό 25.957,78€ και συγκεκριμένα έκαστος των συμπλοιοκτητών ποσό 12.978,89€ (10.139,76€ + 2.839,12€) νομιμοτόκως και να καταδικαστούν τα μέλη της συμπλοιοκτησίας στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα), με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 5031/2017), έκρινε την ως άνω έχουσα αγωγή παραδεκτή, εν μέρει νόμιμη ως προς την κύρια αυτής νομική βάση, απέρριψε ενστάσεις από τα άρθρα 416 και 281 Α.Κ. των μελών της εναγόμενης συμπλοιοκτησίας και, ακολούθως, δέχτηκε ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη την αγωγή, υποχρέωσε κάθε μέλος αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 10.139,765€ νομιμοτόκως ως και τα δικαστικά έξοδα, ποσού 1.100,00€.
  1. Η μερικώς ηττηθείσα, κατά τα ανωτέρω, εναγόμενη συμπλοιοκτησία με την από 18.01.2018 έφεσή της, που απευθύνεται στο Δικαστήριο τούτο και διαρθρώνεται σε δύο (2) λόγους, παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, παραπονείται για την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με το ορισμένο της ένδικης αγωγής και την απόρριψη σχετικού ισχυρισμού περί αοριστίας αυτής όπως επίσης και για το μη ορισμένο του ισχυρισμού της για ολοσχερή εξόφληση του αγωγικού χρέους μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα συμπλοιοκτησία παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα τον ισχυρισμό της περί ολοσχερούς εξοφλήσεως της ενάγουσας που προσεπιβεβαιωνόταν από ένορκη κατάθεση μάρτυρα αποδείξεως (σε σχέση με τον εν λόγω ισχυρισμό). Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης.
  2. Η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή εμπορευμάτων προς καταβολή του τιμήματος, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει την σύμβαση και τον χρόνο καταρτίσεώς της, τα πωληθέντα είδη και τις επιμέρους τιμές μονάδας κάθε πωληθέντος είδους (ΑΠ 818/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 1399/2011 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος) ενώ, κατά την διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262§1 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για καθεμία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε, εκτός αν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (Α.Π. 417/2018 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, στην διάταξη του άρθρου 417 Α.Κ. ορίζονται τα ακόλουθα: «Η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν.». Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 211, 236, 361 και 424 εδάφ. α΄ Α.Κ. συνάγεται ότι για να έχει αποσβεστικό αποτέλεσμα της ενοχής η εκπλήρωση της παροχής που συντελείται με καταβολή πρέπει να γίνει: 1. Είτε προς τον δανειστή προσωπικά ή τον επιτετραμένο από το δικαστήριο ή τον νόμιμο ή δικαστικό αντιπρόσωπο του δανειστή, εφοδιασμένο, στην τελευταία περίπτωση, με πληρεξούσιο έγγραφο, 2. Είτε προς τον έχοντα ειδική εξουσιοδότηση του δανειστή, ρητή ή σιωπηρή, προκύπτουσα είτε από την σχέση του με τον δανειστή με τον εξουσιοδοτημένο να λάβει την παροχή ενεργώντας στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό με την συγκατάθεση του δανειστή, 3. είτε προς τρίτο δεκτικό καταβολής πρόσωπο, το οποίο προσδιόρισε ο δανειστής, με σύμβαση με τον οφειλέτη, παρέχοντας δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλει με αποσβεστικά αποτελέσματα την παροχή προς τον δεκτικό καταβολής, ο οποίος δεν είναι μονομερώς ανακλητός. Ο οφειλέτης φέρει το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως της καταβολής κατά τον προσήκοντα τρόπο (Α.Π. 134/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
  3. Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα συμπλοιοκτησία με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό της περί αποσβέσεως του επίδικου χρέους με καταβολές και έκδοση επιταγών χάριν καταβολής. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος και η αιτιολογία απορρίψεως του ισχυρισμού εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήρης. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της εναγόμενης συμπλοιοκτησίας που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 416 Α.Κ. και 262§1 Κ.Πολ.Δ. με την ακόλουθη σκέψη: «Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα πρωτίστως λόγω αοριστίας, καθόσον δε διαλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, αφού αναφέρεται σε αυτήν συλλήβδην το συνολικώς καταβληθέν (δυνάμει διαδοχικών καταβολών) ποσό των 182.112,25 Ευρώ, χωρίς να προσδιορίζεται, για κάθε επιμέρους καταβολή, η αιτία για την οποίαν έγινε αυτή, ήτοι εν προκειμένω, το επιμέρους ποσό που καταβλήθηκε για κάθε επιμέρους σύμβαση πώληση μεταξύ της εδώ ενάγουσας και εδώ εναγομένης, για τις οποίες εκδόθηκαν τα επίδικα (τρία) τιμολόγια, συνολικού ύψους 20.279,53 Ευρώ, ενόψει και του ότι στον ίδιο τον ισχυρισμό αυτό η εναγομένη επικαλείται ότι οι εν λόγω καταβολές έγιναν για σύνολο απαιτήσεων της ενάγουσας, που αφορούν περισσότερες συμβάσεις πώλησης καυσίμων μεταξύ της ενάγουσας και διαφορετικών αγοραστών – πλοιοκτητών, για περισσότερα, πέραν του επιδίκου, πλοία.». Η σκέψη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή διότι είναι σύμφωνα προς την κρατούσα νομολογία και οι παραδοχές της βασίζονται στους παρατιθέμενους στις προτάσεις ισχυρισμούς της εκκαλούσας συμπλοιοκτησίας εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι είναι αληθείς. Περαιτέρω, με τον λόγο που συνιστά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως διατυπώνεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως είναι αβάσιμος διότι, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ανενδοίαστα ότι στο εν λόγω δικόγραφο περιέχονται όλα τα απαιτούμενα, κατά τα ανωτέρω, υπό στοιχείο V, στοιχεία για το ορισμένο αυτής (αγωγής). Εξάλλου, ως προς τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον τα συνιστώντα τις τρις συμβάσεις πωλήσεως καυσίμων πραγματικά περιστατικά συνομολογούνται, τα κακώς εκτιμηθέντα πραγματικά περιστατικά πρέπει να αφορούν τον ισχυρισμό περί εξοφλήσεως της εναγόμενης συμπλοιοκτησίας. Όμως, αφού ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους δεν υπήρχε στάδιο πρωτοδίκως για τον έλεγχο αποδεικτικά του αποδεικτικού υλικού στο οποίο αναφέρεται η εκκαλούσα συμπλοιοκτησία. Επομένως, ο λόγος αυτός της εφέσεως κρίνεται αλυσιτελής. Μετά από αυτά, η γενόμενη τυπικά δεκτή έφεση πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της.
  • Το προκαταβληθέν για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως παράβολο πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
  • Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή αιτήματος της νικώσας εφεσίβλητης, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττώμενης εκκαλούσας (άρθρα 183, 179 περ. γ΄, 178, 176 εδάφ. α΄, 189§1 και 191§2 Κ.Πολ.Δ.), όπως στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 18.01.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./18.01.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../18.01.2018) έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ορίζει δε το ποσό αυτών σε 800,00€.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ