Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 531/2019

Αριθμός    531/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 05.07.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./05.07.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. ./…/05.07.2018) έφεση των εναγόντων κατά των πρώτης, δεύτερης, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων και της υπ΄ αριθμ. 1832/2017 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 15.09.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …/15.09.2015, ειδ. αριθμ. καταθ. …../15.09.2015), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591§1 εδάφ. α΄, 614 αριθμ. 3, 621 – 622 Κ.Πολ.Δ.), ερήμην των εναγομένων, και απέρριψε αυτή, ασκήθηκε, καθόσον στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα προσκομιζόμενα με νόμιμη επίκληση έγγραφα της δικογραφίας, δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, στ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§2, 520§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.). Αναφορικά τώρα με την πρώτη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη έφεση ασκείται απαράδεκτα, εφόσον ως προς αυτή την διάδικο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κηρύξει την συζήτηση επί της ως άνω αγωγής απαράδεκτη με αποτέλεσμα η απόφαση να μην προσβάλλεται με έφεση (Α.Π. 7/2003 ΕλλΔνη 44.482, Ε.Α. 1380/2008 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Μον.Ε.Α. 2866/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, ως προς τον τέταρτο εφεσίβλητο (…….), οι εκκαλούντες μετά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο παραιτήθηκαν του δικογράφου της εφέσεως με αποτέλεσμα η δίκη ως προς αυτόν  πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη (άρθρα 294, 295§1 εδάφ. α΄, 524§1 εδάφ. α΄, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, όσον αφορά τον πρόσθετο λόγο εφέσεως που άσκησαν οι εκκαλούντες με τις από 09.05.2019 προτάσεις τους, αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή του με την έφεση (άρθρα 246, 524§1 εδάφ. α΄, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως ασκηθείς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 591§1 στοιχ. ζ΄ Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015.
  2. Στην από 15.09.2015 αγωγή τους, η οποία απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ενάγοντες (………….) ισχυρίστηκαν ότι είναι συγγενείς (αδελφοί οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος, πέμπτη και ανεψιές οι έκτη και έβδομη, θυγατέρες της …….., αποβιωσάσης αδελφής του αναφερθησομένου θανόντος σε ναυτεργατικό ατύχημα) του …….., που ήταν μέλος του πληρώματος του Φ/Γ πλοίου «SF», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας («……»), το οποίο βυθίστηκε, στις 17.02.1996, κατά τον πλου  του από την Ινδία στην Κίνα, σε απόσταση 60 ν.μ. από την νήσο  Φορμόζα, υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι διαχειρίστρια του πλοίου τύγχανε η δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, εταιρεία («………….»), της οποίας οι λοιποί εναγόμενοι (………….) υπήρξαν διαχρονικά νόμιμοι στην Ελλάδα εκπρόσωποι. Ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά των εναγομένων και των προστηθέντων από αυτούς στην λειτουργία του πλοίου, επειδή παρέβησαν ειδικούς κανόνες για την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων, καθώς και ότι ο συγγενής τους με βεβαιότητα απώλεσε την ζωή του στο ναυάγιο καίτοι η σορός του δεν ανευρέθηκε, ενόψει των συνθηκών του ναυαγίου (δυσμενείς καιρικές συνθήκες, μεγάλη απόσταση από την πλησιέστερη ξηρά, πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος απουσίας χωρίς ειδήσεις). ‘Ότι από τον θάνατο του συγγενούς τους  κατέλαβαν αισθήματα άφατης οδύνης και, για τον λόγο αυτό, δικαιούνται προς ανακούφιση και παρηγορία τους να λάβουν από τους εναγόμενους, οι οποίοι ενέχονται εις ολόκληρον, ποσό εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000,00€) έκαστος. Ζήτησαν δε να γίνει δεκτή η αγωγή τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό νομιμοτόκως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αντιδίκων τους.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα ώστε να επιληφθεί της αγωγής, έκρινε αυτή κατά το Ελληνικό δίκαιο και κήρυξε καταργημένη την δίκη ως προς τον τρίτο εναγόμενο, κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία και τον έκτο εναγόμενο ενώ, κατά τα λοιπά, απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη.
  1. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στρέφονται με την ένδικη έφεσή τους οι ενάγοντες αποδίδοντάς της, με τους τέσσερις λόγους αυτής (εφέσεως), εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος κατά την πρωτόδικη συζήτηση αποδεικτικού υλικού. Ζητούν δε την τυπικά και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς τους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση από το Δικαστήριο τούτο της υποθέσεως, την διακράτηση της αγωγής του, την παραδοχή αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος των αντιδίκων τους.
  2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1§§1 εδάφ. α΄, 2  ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 Κ.Ι.Ν.Δ., εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι΄ απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος διά την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού. Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς, εις ολόκληρον, διά τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα.». Εξάλλου, η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου του πιο πάνω νόμου ορίζει: «Αξιώσεις του ναυτικού εκ του παρόντος νόμου κατά του, συμφώνως προς τας προηγούμενας παραγράφους, συνάψαντος της σύμβασιν αντιπροσώπου του εργοδότου, υπόκεινται εις εξάμηνον παραγραφήν, εκτός των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, αίτινες υπόκεινται εις παραγραφήν τριάκοντα μηνών, των παραγραφών τούτων αρχομένων από της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως.». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από την σχέση ναυτικής εργασίας. Αν την σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μέχρι τον χρόνο της ασκήσεως από τον ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (Α.Π. 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, Ε.Π. 761/2013 ΕΝαυτΔ 2013.197 όπου και σημείωση Κων. Πανόπουλου = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 435/2011 ΕΝαυτΔ 2012.21 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 457/2011 ΕΝαυτΔ 2012.21,  672/2010 ΕΝαυτΔ 2010.410,  235/2010 ΕΝαυτΔ 2010.131,  305/2005 ΕΝαυτΔ 2005.82). Οι αξιώσεις του ναυτικού κατά του αντιπροσώπου αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας και, εάν πρόκειται περί νομικού προσώπου, και κατά του νομίμου εκπροσώπου του τελευταίου βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, εξαιρουμένων των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, οι οποίες παραγράφονται μετά πάροδο τριάντα μηνών (Ε.Π. 464/2011 ΕΝαυτΔ 2012.8), ειδικότερα δε η παραγραφή αυτή αρχίζει από την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεως (Ε.Π. 352/2007 ΕΝαυτΔ2007.312, 973/2005 ΕΝαυτΔ 2005.432,  140/2004 ΕΝαυτΔ 2004.114,  1138/1996 Νμλ Ναυτ. Τμημ. Ε.Π. 1996 – 1997, σελ.612,  375/1995 ΕΝαυτΔ 1996.206,  545/1994 ΕΝαυτΔ 1994.353).
  3. Στην ένδικη περίπτωση, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ως νόμιμο έρεισμα της αγωγής τους κατά των εναγομένων (πλην της πρώτης εξ αυτών) τις προβλέψεις του ν. 762/1978 και, επομένως, με βάση το νομικό αυτό έρεισμα πρέπει να χωρήσει ο έλεγχος της εφέσεως κατά των δεύτερης και τρίτου των εφεσιβλήτων. Όμως, οι διάδικοι αυτοί, παριστάμενοι το πρώτο στον παρόντα, δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας προβάλλουν παραδεκτά και νόμιμα την ένσταση της παραγραφής της κατ΄ αυτών αγωγικής αξιώσεως ενόψει του ότι το ατύχημα έλαβε χώρα στις 17.02.1996, οπότε λύθηκε, λόγω του θανάτου του συγγενούς των εναγόντων και απώλειας του πλοίου, η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενώ η ένδικη αγωγή επιδόθηκε σε αυτούς στις 22.10.2015 (βλ. την προσκομιζόμενη με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ……./22.10.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….). Συνεπώς, κατά την επίδοση της αγωγής είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο των τριάντα μηνών, το οποίο προβλέπει ο νόμος για την ένδικη περίπτωση, με αποτέλεσμα η αγωγική αξίωση των εναγόντωνν να έχει υποκύψει σε παραγραφή (άρθρα 247, 251, 261§1 εδάφ. α΄, 272§1, 240, 241§1, 242, 243§2 Α.Κ., 3 ν. 762/1978). Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η απορρίπτουσα την αγωγή λόγω παραγραφής δικαστική απόφαση είναι επωφελέστερη για τον ενάγοντα εκείνης με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη (Ε.Α. 1108/1988 ΕλλΔνη 1990.124 = ΝοΒ 1988.1459 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος), ενόψει του ότι μια δικαστικώς αξιολογηθείσα ως ανύπαρκτη αξίωση μετουσιώνεται σε μια ατελή ενοχή (Α.Π. 361/2019 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος), πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή και να απορριφθεί για τον ανωτέρω λόγο.
  • Το παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου από την πρώτη εφεσίβλητη, πρέπει να οριστεί στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00€), σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 501, 502, 505 παρ 2 ηφ. ητ. Γ΄, 591 παρ 7 και 614 οριζ. 3 ΚΠολΔ.
  • Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά ένα μέρος τους πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των εφεσιβλήτων, ενώ κατά το λοιπό μέρος τους πρέπει να συμψηφιστούν για τον λόγο ότι η ερμηνεία των διατάξεων του νόμου που εφαρμόστηκε υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 περ. γ΄, 183, 189§1, 191§2, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.).

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Κηρύσσει καταργημένη την δίκη ως προς τον τέταρτο εφεσίβλητο.

Δικάζει ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00€).

Απορρίπτει κατά τύπους την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά των λοιπών εφεσιβλήτων.

Εξαφανίζει ως προς αυτούς την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει αυτή. Και

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων, ποσού χιλίων ευρώ (1.000,00€) και συμψηφίζει τα λοιπά δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ