Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 532/2019

Αριθμός    532/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Με την από 09.11.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../09.11.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../09.11.2018) κλήση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης νόμιμα φέρονται προς συζήτηση και έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας σε δεύτερο βαθμό οι από 31.05.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./31.05.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../31.05.2017) και 02.06.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../31.07.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../31.07.2017) εφέσεις  των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της ανωτέρω (ενάγουσας – εφεσίβλητης) και της υπ΄ αριθμ. 901/2016 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση της υπ΄ αριθμ. 555/2018 μη οριστικής αποφάσεως  του Δικαστηρίου τούτου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση των ως άνω εφέσεων για τον λόγο που αναφέρεται στο σκεπτικό της. Οι ως άνω εφέσεις κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, που έκρινε την από 16.01.2014 (αριθμ. καταθ. …../16.01.2014) αγωγή και δέχτηκε αυτή εν μέρει, ασκήθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως εκ μέρους κάποιου από τα διάδικα μέρη. Ασκήθηκαν, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§2, 520§1 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει, αφού διαταχθούν η ένωση και η συνεκδίκασή τους, εφόσον αφορούν τους αυτούς διαδίκους υπό αντίθετες δικονομικές ιδιότητες παριστάμενους, υπάγονται στην αυτή διαδικασία με την ένωση δε και την συνεκδίκασή τους θα διευκολυνθεί και θα επιταχυνθεί η έκβαση της δίκης επιπλέον δε θα προκύψει μείωση των εξόδων, κατά τα άρθρα 246 και 524§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Η ενάγουσα (……….) στην από 16.01.2014 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς, επιβιβάστηκε στο λιμάνι της Σούδας Χανίων, στις 12.10.2012, στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «Ε.», του οποίου πλοιοκτήτρια είναι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία («……….»), με προορισμό το λιμάνι του Πειραιώς Αττικής. Ότι, κατά την διάρκεια του πλου, συνεπεία της περιγραφόμενης συμπεριφοράς (αυνανισμός ενώπιόν της) του μέλους του πληρώματος του πλοίου δεύτερου εναγόμενου (…………), προσβλήθηκε η προσωπικότητά της και υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον ποσό 30.456,00€ (ενόψει του ότι ποσό 44,00€ καταψηφίστηκε υπέρ της με απόφαση ποινικού δικαστηρίου που επελήφθη του ποινικού σκέλους της υποθέσεως) νομιμοτόκως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αντιδίκων της.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 901/29.03.2016) έκρινε της ως άνω έχουσα αγωγή παραδεκτή, νόμιμη, ως προς το κύριο αίτημά της, και κατ΄ ουσίαν βάσιμη προσδιόρισε δε το δικαιούμενο από την ενάγουσα ποσό σε 10.000,00€ με τους νόμιμους τόκους. Τέλος, καταψήφισε υπέρ της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της δίκης προσδιόρισε δε αυτά σε 800,00€.
  1. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται αμφότεροι οι εναγόμενοι με τις ένδικες εφέσεις τους. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος με την έφεσή του που περιέχει ένα λόγο εφέσεως παραπονείται για το ύψος του χρηματικού ποσού που υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, το οποίο δεν θεωρεί εύλογο ενόψει των οικονομικών δεδομένων αυτού και της ενάγουσας. Ζητεί δε να γίνει δεκτή τυπικά και κατ΄ ουσίαν η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί, άλλως να γίνει δεκτή για μικρότερο χρηματικό ποσό, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου του. Περαιτέρω, η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την έφεσή της παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέβλεψε τον ισχυρισμό της σύμφωνα με τον οποίο η πράξη του πρώτου εναγόμενου, μέλους του πληρώματος του πλοίου της, έλαβε χώρα εκτός υπηρεσίας, υπό την επήρεια αλκοόλ και, επιπλέον, δεν συνδέεται με την ιδιότητά του επ΄ ουδενί. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος της αντιδίκου της.
  2. Από την διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ. που ορίζει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως προκύπτει ότι προϋποθέσεις της κατά την διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες: 1) Πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του Α.Κ., όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 Α.Κ., 2) πρέπει να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 Α.Κ. (καταστατικά όργανα), όπως και εκείνων των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, την συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου και γ) πρέπει η πράξη ή παράλειψη να έγινε κατά την άσκηση καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορα για την ευθύνη του νομικού προσώπου αν το όργανο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών και κατά κατάχρηση της εξουσίας του (Ε.Π. 161/2004 ΕΝαυτΔ 2004.3 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος στην οποία και περαιτέρω παραπομπές στην νομολογία). Στην περίπτωση δε που η πράξη ή παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια, αυτή παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, ευθύνεται δε εις ολόκληρο και το νομικό πρόσωπο (Ολ.Α.Π. 1285/1980 ΝοΒ 29.554). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 330 και 914 Α.Κ. προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξεως ή παραλείψεως αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας που έχει επέλθει. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 Α.Κ. (Α.Π. 820/2002 ΕλλΔνη 44.967, 906/2001 ΕλλΔνη 44.122). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105, 106 Κ.Ι.Ν.Δ., 914 και 922 Α.Κ. προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) , όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία αυτή, δηλαδή όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Α.Π. 799/2001 ΕλλΔνη 43.1350 = ΕΕργΔ 62.37, Ε.Π. 161/2004 οπ. π.). Προϋπόθεση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη ήταν ικανή κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρει και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση ζημία (Α.Π. 394/2002 ΕλλΔνη 44. 419). Επιπροσθέτως, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 920 και  932 Α.Κ. σαφώς συνάγεται, ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της πράξεως αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή στη φήμη ή στη προσωπικότητα του προσώπου. Επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημιώσεως καθώς και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκούντος κάθε είδους υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξεως είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281  Α.Κ. ή το άρθρο 25§3 του Συντάγματος. Προσβολή της προσωπικότητας συντελείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκφάνσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής, και κοινωνικής ατομικότητας του προσβαλλόμενου, αφού τα έννομα αυτά αγαθά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποιήσεως το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι τον βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, το είδος και την βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, ο δε καθορισμός του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.Α.Π. 2/2008 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Α.Π.97/2018 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
  3. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως ……… και ……….., που περιέχονται στην έκθεση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, εκπαιδευτικός το επάγγελμα, υπηρετούσε κατά την ενδιαφέρουσα χρονική περίοδο (έτος 2012) σε υπηρεσία της νήσου Κρήτης. Στις 11.10.2012 και πριν την 21:00 ώρα, επιβιβάστηκε στο λιμάνι της Σούδας Χανίων, στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «Ε.», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας, με προορισμό το λιμάνι του Πειραιώς Αττικής. Εξαιτίας της πολυκοσμίας, παρότι προσπάθησε επίμονα, δεν ανεύρε κάθισμα ούτε στις αίθουσες με τα αεροπορικού τύπου καθίσματα, ούτε σε κάποιο σαλόνι και έτσι αποφάσισε να παραμείνει και να κοιμηθεί, ενόψει του ότι η ώρα ήταν περασμένη (01:30 πρωινή), σε χώρο που βρισκόταν σε διάδρομο που οδηγούσε στα ενδιαιτήματα του πληρώματος, γεγονός που πρόσφερε επαρκή απομόνωση για ύπνο και, κατά την εκτίμησή της, σχετική ασφάλεια. Στην πορεία, αφού τοποθέτησε τον υπνόσακό της και μπήκε σε αυτόν, προσπάθησε να διαβάσει για λίγο για να κοιμηθεί γρηγορότερα. Την πρώτη φάση του ύπνου της διέκοπτε το άνοιγμα και το κλείσιμο της εσώθυρας που οδηγούσε στα ενδιαιτήματα του πληρώματος όπως και κάποιες φωνές ή θόρυβοι στην κλίμακα προσβάσεως στο χώρο όπου βρισκόταν. Σε μια τέτοια διακοπή του «ύπνου» της παρατήρησε τον πρώτο εναγόμενο, μέλος του πληρώματος του πλοίου – χυτροκαθαριστή, ο οποίος, κατευθυνόμενος προς την ανωτέρω θύρα την κοίταζε επισταμένως, γυρνώντας μάλιστα το κεφάλι του πολλές φορές προς την μεριά της. Περί την 03:15 πρωινή, τον ύπνο της ενάγουσας διέκοψαν μη συνήθεις ήχοι ομοιάζοντες με «βαριές» αναπνοές ή βογκητά. Τότε, ανοίγοντας τα μάτια της, αντίκρισε πάνω από το κεφάλι της άνδρα με μαύρο παντελόνι και καρό πουκάμισο, ο οποίος αυνανιζόταν στην θέα της. Σε κατάσταση ταραχής βγήκε από τον υπνόσακό της, άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια, πλην όμως ο πρώτος εναγόμενος είχε εξαφανιστεί. Αμέσως, απευθύνθηκε στην υποδοχή του πλοίου όπου δεν βοηθήθηκε αποτελεσματικά, απευθύνθηκε στον υποπλοίαρχο και, ακολούθως, στον ύπαρχο του πλοίου, ο οποίος, ερευνώντας το αρχείο των φωτογραφιών του πληρώματος του μαγειρείου του πλοίου, της υπέδειξε διάφορα πρόσωπα μεταξύ των οποίων η ενάγουσα αναγνώρισε τον δεύτερο εναγόμενο. Κατόπιν, ο πρώτος εναγόμενος κρατήθηκε σε χώρο του πλοίου και, μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιώς, οδηγήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος άσκησε κατ΄ αυτού την δέουσα ποινική δίωξη, τον παρέπεμψε, με την διαδικασία του αυτοφώρου, στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου, δικάστηκε από αυτό και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως, διάρκειας δέκα (10) μηνών. Απολογούμενος, ο πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός της ένδικης και απέδωσε την συμπεριφορά του στην χρήση αλκοολούχου ποτού. Περαιτέρω, από τα προμνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, μετά την ολοκλήρωση της προκαθορισμένης υπηρεσίας του στο μαγειρείο του πλοίου, προσπάθησε να χαλαρώσει από την κόπωση καταναλώνοντας άγνωστο αριθμό μερίδων οινοπνευματώδους ποτού με αποτέλεσμα να καμφθούν τελείως οι αναστολές που υπάρχουν σε ένα ευρισκόμενο, έστω και υπό καθεστώς κοπώσεως, πρόσωπο και να προβεί στην προαναφερόμενη αποδοκιμαζόμενη από κάθε άποψη πράξη, η οποία, όπως και η διαδικασία που ακολούθησε τόσο εντός όσο και εκτός του πλοίου, προσέβαλε την προσωπικότητα της ενάγουσας και προξένησε σε αυτή ηθική βλάβη. Η πράξη αυτή, όμως, ουδόλως συνδέεται με την υπηρεσία του στο πλοίο της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας και έλαβε χώρα επ΄ ευκαιρία αυτής θα μπορούσε δε να συμβεί οπουδήποτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε την αγωγή της ενάγουσας αναφορικά με την δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία. Εξάλλου, αναφορικά με τον πρώτο εναγόμενο υπαίτιο της προπεριγραφείσης συμπεριφοράς πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Ο πρώτος εναγόμενος κατάγεται και κατοικεί στην … (πρώην ….) της Δημοτικής Κοινότητας Αμφιλοχίας της Δημοτικής Ενότητας Αμφιλοχίας του Δήμου Αμφιλοχίας, γεννήθηκε το έτος 1984, είναι άγαμος, στερείται επαγγελματικών προσόντων και περιουσίας, ανεύρε δε επαγγελματική διέξοδο στην απασχόληση σε πλοία της ακτοπλοΐας, ενόψει του ότι η περιοχή που κατοικεί δεν παρέχει ευκαιρίες για την παροχή μισθωτής εργασίας. Εξαιτίας του ένδικου συμβάντος αποναυτολογήθηκε από το πλοίο που εργαζόταν και, έκτοτε, δεν μπόρεσε να επαναυτολογηθεί σε αυτό ή άλλο πλοίο για αυτονόητους λόγους. Καλύπτει τις πάσης φύσεως βιοτικές του ανάγκες με την καταφυγή σε μηχανισμούς κοινωνικής στηρίξεως, σύμφωνα με την τακτική που εσχάτως έχει επικρατήσει και αποτρέπει πρόσωπα, όπως ο πρώτος ενάγων, να αναζητούν εργασία. Ωστόσο, όσο και αν τα περιθώρια ανευρέσεως μισθωτής εργασίας στον τόπο του είναι περιορισμένα, ενόψει της ηλικίας του, της ανυπαρξίας οικογενειακών εμποδίων και της αναζητήσεως εκ μέρους των εργοδοτών ανειδίκευτης κυρίως εργασίας τόσο εντός της Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας όσο και εκτός αυτού, δύναται να αποκομίζει εισόδημα του ύψους του κατώτατου μισθού και πλέον. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνυόμενων πραγματικών περιστατικών το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά την στάθμιση των δεδομένων της εκατέρωθεν οικονομικής καταστάσεως ως στοιχείου προσδιοριστικού του οφειλόμενου προς την ενάγουσα χρηματικού ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως. Έτσι, το ποσό αυτό, αφού ληφθούν υπόψη και τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία, για τα οποία δεν προβάλλεται λόγος εφέσεως, πρέπει να οριστεί σε πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000,00€). Συνεπώς, πρέπει αμφότερες οι ένδικες εφέσεις να γίνουν δεκτές, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί ως προς την δεύτερη ενάγουσα και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00€) νομιμοτόκως.
  • Τα κατατεθέντα για την παραδεκτή άσκηση των εφέσεων παράβολα πρέπει να αποδοθούν στους καταθέσαντες (άρθρο 495§3 εδάφ. προτελευτ. Κ.Πολ.Δ.).
  • Τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα μεταξύ της ενάγουσας – εφεσίβλητης και της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ.) ενώ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να επιβληθούν εις βάρος του πρώτου εναγόμενου – εκκαλούντος (άρθρα 183, 176, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις από 31.05.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../31.05.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../31.05.2017) και  02.06.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../31.07.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../31.07.2017) εφέσεις  κατά της υπ΄ αριθμ. 901/2016 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ΄ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την από 16.01.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./16.01.2014) αγωγή.

Απορρίπτει αυτή ως προς την δεύτερη εναγόμενη.

Δέχεται αυτή εν μέρει ως προς τον πρώτο ενάγοντα.

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00€) νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής.

Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων στους καταθέσαντες.

Και

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των ενάγουσας – εφεσίβλητης και  δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας επιβάλει δε τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των ενάγουσας – εφεσίβλητης  και  πρώτου εναγόμενου – εκκαλούντος εις βάρος του δεύτερου ορίζει δε το ποσό αυτών σε οκτακόσια ευρώ (800,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ