Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 533/2019

Αριθμός    533/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 14.11.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../14.11.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../14.11.2018) έφεση του δεύτερου εναγόμενου κατά της ενάγουσας και της υπ΄ αριθμ. 3148/2018 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, έκρινε δε την από 08.01.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …./16.01.2015, αριθμ. καταθ. …../16.01.2015) αγωγή, την οποία δέχτηκε στο σύνολό της, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον, όπως προκύπτει από την με στοιχεία …../16.10.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …….., η οποία προσκομίζεται με νόμιμη επίκληση, νόμιμα επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως, περιβληθείσα τον εκτελεστήριο τύπο, με εντολή προς εκούσια συμμόρφωση, επιδόθηκε στον δεύτερο εναγόμενο – εκκαλούντα στις 16.10.2018 και το πρωτότυπο της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στην γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις  14.11.2018 (βλ. σχετική έκθεση της αρμόδιας δικαστικής υπαλλήλου). Ασκήθηκε δηλαδή σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπι να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Στην από 08.01.2015 αγωγή της, που απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και στράφηκε κατά των εναγομένων («……..», ……..), η ενάγουσα («……..») ισχυρίστηκε ότι έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών προστασίας του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος. Ότι, κατόπιν διενέργειας ανοικτού πλειοδοτικού διαγωνισμού, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία ανέλαβε την απομάκρυνση του Ε/Γ πλοίου «M.» από την θαλάσσια περιοχή βορειοανατολικά της νησίδας Αταλάντη, όπου αυτό είχε προσαράξει και ήταν ημιβυθισμένο. Ότι, στις 13.08.2013 και στις 21.08.2013, εντοπίστηκαν στοιχεία θαλάσσιας ρυπάνσεως από πετρελαιοειδή, τα οποία προέρχονταν από το ανωτέρω πλοίο. Ότι τα περιστατικά αυτά οφείλονται σε υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, νόμιμου εκπρόσωπου της πρώτης, συνιστάμενη στο ότι αυτός μερίμνησε μόνο για την αποκοπή της υπερκατασκευής του πλοίου, αφήνοντας τα ύφαλά του μέσα στην θάλασσα παραλείποντας αφενός μεν να απαντλήσει τα εντός των δεξαμενών του πλοίου αποθηκευμένα καύσιμα αφετέρου δε να κλείσει τις σωληνώσεις και τα συστήματα αερισμού, ώστε να εμποδίζονται τα εναπομείναντα καύσιμα να ανέρχονται και να διαχέονται στην θαλάσσια επιφάνεια. Ότι, υπό τον συντονισμό, τις οδηγίες και τον έλεγχο της αρμόδιας λιμενικής αρχής, προέβη σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρυπάνσεως, χρησιμοποιώντας προσωπικό, εξοπλισμό και υλικά, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι με βάση τον γνωστό στον ναυτιλιακό χώρο τιμοκατάλογο, ο οποίος έχει εγκριθεί αρμοδίως και του οποίου οι τιμές τυγχάνουν εύλογες και συνήθεις στην Ελληνική επικράτεια, δικαιούται να λάβει ποσό 22.003,00€, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., ποσού 5.060,69€. Ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία εδρεύει καταστατικά στα νησιά Μάρσαλ, αλλά πραγματικά στον Χολαργό Αττικής, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι τασσόμενες στον νόμο προϋποθέσεις ιδρύσεώς της, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως εν τοις πράγμασι λειτουργούσα ομόρρυθμη εταιρεία και ο δεύτερος εναγόμενος ομόρρυθμος εταίρος της. Ζήτησε δε, με βάση το ιστορικό αυτό, να γίνει δεκτή η αγωγή της, να υποχρεωθούν τα εναγόμενα πρόσωπα να της καταβάλουν εις ολόκληρον συνολικά ποσό 27.063,69€ νομιμοτόκως και να καταδικαστούν οι αντίδικοί της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα για να επιληφθεί της αγωγής. Ακολούθως, έκρινε αυτή (αγωγή) παραδεκτή, νόμιμη, κατά τις διακρίσεις που γίνονται στο σκεπτικό της, και ουσιαστικά βάσιμη. Τέλος, δέχτηκε την αγωγή, αφού απέρριψε ό, τι κρίθηκε απορριπτέο, υποχρέωσε τα εναγόμενα πρόσωπα να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα ποσό 22.003,00€ νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής και ποσό 5.060,69€, υπό τον όρο εκδόσεως εκ μέρους της ενάγουσας των σχετικών φορολογικών στοιχείων, νομιμοτόκως από της εκδόσεως και της παραδόσεως στα εναγόμενα πρόσωπα των σχετικών φορολογικών στοιχείων.
  1. Κατά της αποφάσεως που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονείται ο δεύτερος εναγόμενος με την από 14.11.2018 έφεσή του που διαρθρώνεται σε τρεις λόγους εφέσεως. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος της αντιδίκου του.
  2. Από την διάταξη του άρθρου 10 Α.Κ. συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, την νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχειρήσεως (πραγματική έδρα). ΄Ετσι, αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου, λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρείες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22  Εμπ.Ν., 249§1 και 258§3  ν. 4072/2012. Σημειωτέον, ότι τα προεκτεθέντα δεν ισχύουν προκειμένου περί α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24§3 εδάφ. β΄ της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο  ν. 2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών σύμφωνα με την νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιρειών, πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό Ελληνική σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνον σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό Ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγουμένης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1  ν. 791/1978 και 25  ν. 27/1975, ως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4  ν. 2234/1994 και 11Δ  ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς την σύσταση, την νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (Ολ.Α.Π. 2/2003 ΕλλΔνη 2003 . 388, Α.Π. 803/2010 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 812/2008 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Ε.Π. 151/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013 . 100,  586/2012 ΔΕΕ 2013 . 145,  40/2010 ΔΕΕ 2011 . 314). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 19, 22  Εμπ.Ν. και 748§1, 749§1, 754§1, 756, 760 και 724 Α.Κ., όπως εκείνες περί ομόρρυθμης εταιρίας ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 249-270  ν. 4072/2012, προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρείες, όπως η ομόρρυθμη, η εξουσία (και το καθήκον) διαχειρίσεως είναι συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί η διαχείριση να ανατεθεί με το καταστατικό ή μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτο, ως επιτρεπτώς συμβαίνει  στις κεφαλαιουχικές εταιρείες. Μόνοι οι απεριορίστως ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρείας, κατ’ αποκλεισμό τρίτου προσώπου. Σημειωτέον, ότι με σύμβαση εντολής μπορεί να ανατεθεί από εταίρους σε τρίτο μη εταίρο η διεξαγωγή και ενέργεια κάποιων διαχειριστικών πράξεων, χωρίς όμως αυτός να γίνεται διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας κατά την έννοια του νόμου, ούτε όργανο του νομικού προσώπου αυτής, ώστε να έχει επ’ αυτού εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 68 εδάφ. δ΄ Α.Κ., σύμφωνα με την οποία στα όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή. Αντίθετα, την ιδιότητα αυτή διατηρούν οι ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρίας, με δικαίωμα παράλληλα διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως αυτής (Ολ.Α.Π. 13/1997 ΕλλΔνη 1997 . 771, Α.Π. 1896/2014 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος,  1374/2013 ΕΕμπΔ 201 . 836, Ε.Π. 151/2016 οπ.π.). Εξάλλου, από τα άρθρα 11 και 12 ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10§§11 και 12, αντιστοίχως,  ν. 2252/1994 και  κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίστηκαν στην δημοτική γλώσσα με το π.δ. 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος», λαβόντα τους ίδιους αριθμούς 11 και 12, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση ρυπάνσεως ή πιθανού κινδύνου προκλήσεως αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια λιμενική αρχή ή στο υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρυπάνσεως και αν αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που  απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις ευθυνόμενοι για τις συνέπειες κάθε καθυστερήσεως. Η αρμόδια λιμενική αρχή αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό  ρυπάνσεως ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο προκλήσεως ρυπάνσεως, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη  ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή  άλλον αρμόδιο του πλοίου. Η λιμενική αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη  σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Η χρησιμοποίηση  των μέσων που ανήκουν σε οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση, ενώ και οι εργασίες αντιμετωπίσεως της ρυπάνσεως, εκτελούνται πάντοτε κάτω από την άμεση εποπτεία της αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολεμήσεως της ρυπάνσεως, έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου για την λήψη των προβλεπόμενων μέτρων προλήψεως και καταπολεμήσεως της ρυπάνσεως και εκτελούν τις σχετικές εργασίες κάτω από την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της λιμενικής αρχής, με ποινή ανακλήσεως της άδειας, που τους έχει χορηγηθεί. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση προερχόμενη από πλοίο, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή  την εξουδετέρωση αυτής υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο προκλήσεως αυτής (πταισματική ευθύνη) και μαζί με αυτόν ευθύνεται εις ολόκληρο  ο πλοίαρχος του πλοίου ή δεξαμενόπλοιου, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρείες ο πρόεδρος του δ.σ. και ο διευθύνων σύμβουλος (αντικειμενική ευθύνη) αν δεν προκάλεσαν οι ίδιοι υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο προκλήσεως αυτής (Α.Π. 332/2006 ΧρΙΔ 2006.614 = ΕΕμπΔ 2006.405 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, για την νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσεως, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρεώσεως. Αν όμως αποδειχθεί ότι η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποιήσεως, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η από μέρους του εναγόμενου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Ο αναιρετικός έλεγχος της κατά κανόνα νομιμοποιήσεως, κατά την άποψη που επικράτησε μετά την Ολ.Α.Π. 18/2005 (ομοίως και την Ολ.Α.Π. 25/2008), γίνεται με τον λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. διότι κατά τον Κ.Πολ.Δ. η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσεως αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποιήσεως κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, αν η σχετική με την νομιμοποίηση αιτίαση συνδέεται με τις παραδοχές της αποφάσεως επί της ουσίας, ο αναιρετικός έλεγχος για έλλειψη νομιμοποιήσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στον λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου (Α.Π. 59/2019 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
  3. Με τον πρώτο λόγο της από 14.11.2018 εφέσεώς του ο εκκαλών παραπονείτει διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την «ένσταση παθητικής νομιμοποιήσεώς» του καίτοι ισχυρίστηκε και απέδειξε ότι, προτού συμβεί το ζημιογόνο περιστατικό, είχε μεταβιβάσει την πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία σε τρίτο, κατονομαζόμενο, πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται για την αποκατάσταση της βλάβης που προκλήθηκε από την ένδικη ρύπανση. Ο λόγος αυτός της κρινόμενης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται, αλλά είναι αβάσιμος και αποβαίνει απορριπτέος. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών, κατά τα ανωτέρω, υπό στοιχείο V, σημειωθέντα αρνείται την ευθύνη του προς αποζημίωση πλην όμως δεν αρνείται ότι η πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία καταχωρήθηκε ως μη εγχώρια εταιρεία σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας των νησιών Μάρσαλ, στις 18.06.2008, δεν εγκαταστάθηκε νόμιμα στην Ελλάδα, άρχισε να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην Χώρα με νόμιμο εκπρόσωπο τον ίδιο, δεν επανέλαβε την ιδρυτική της διαδικασία με βάση την Ελληνική νομοθεσία, αλλά και δεν μεταβιβάστηκε με τους κανόνες της προαναφερθείσης νομοθεσίας. Επομένως, σύμφωνα με όσα, επίσης ανωτέρω, σημειώθηκαν εξακολουθούσε κατά το χρονικό σημείο του ζημιογόνου περιστατικού να λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία εταιρεία με απεριόριστα ευθυνόμενο εταίρο αυτόν (εκκαλούντα).
  • Με τον δεύτερο λόγο της αυτής εφέσεως, ο εκκαλών παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε προσηκόντως την εκκαλούμενη απόφασή του, ούτε εκτίμησε ορθά τα αποδεικτικά μέσα και, επιπλέον, απέρριψε τον επικουρικά προβληθέντα ισχυρισμό του σύμφωνα με τον οποίο, αν ήθελε κριθεί ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η πραγματική έδρα αυτής (πρώτης εναγόμενης) βρισκόταν στην κατοικία του, στον Χολαργό Αττικής. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως δεν προβάλλεται παραδεκτά διότι αορίστως αναφέρεται σε πλημμέλειες οι οποίες ούτε ακροθιγώς προσδιορίζονται ενόψει του ότι η ιστορική βάση της αγωγής ομολογείται πλην του νομικού ζητήματος το οποίο αποτέλεσε περιεχόμενο του πρώτου λόγου εφέσεως. Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος περί απορρίψεως του επικουρικά προβληθέντος ισχυρισμού του πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, όπως διατυπώνεται εδώ και σε όση έκταση είναι δυνατή η κατανόησή του, έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
  • Με τον τρίτο λόγο της ως άνω εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται διότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντί να απορρίψει την κατ΄ αυτού στρεφόμενη αγωγή, έκανε αυτή δεκτή και τον υποχρέωσε στην πληρωμή των ανωτέρω χρηματικών ποσών. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως δεν προβάλλεται παραδεκτά και αποβαίνει απορριπτέος για τον λόγο ότι οι επικαλούμενες πλημμέλειες της εκκαλούμενης αποφάσεως δεν προσδιορίζονται ούτε ακροθιγώς ενόψει του ότι η ιστορική βάση της αγωγής ομολογείται πλην του νομικού ζητήματος το οποίο αποτέλεσε περιεχόμενο του πρώτου λόγου εφέσεως. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της.
  1. Το παράβολο που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495§3 εδάφ. προτελευτ. Κ.Πολ.Δ.).
  2. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματος της νικώσας εφεσίβλητης, να επιβληθούν εις βάρος του ηττώμενου εκκαλούντος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 178§1, 176 εδάφ. α΄, 189§1 και 191§2 Κ.Πολ.Δ., κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 14.11.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …/14.11.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./14.11.2018) έφεση  κατά  της υπ΄ αριθμ. 3148/2018 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ορίζει δε το ποσό αυτών σε εξακόσια ευρώ (600,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ