Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 535/2019

Αριθμός   535 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Οι από 12.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/13.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../13.12.2017), 20.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../21.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../21.12.2017) και 22.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../22.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../22.12.2017) εφέσεις των πρώτης και δεύτερου εναγομένων κατά του ενάγοντος, ενάγοντος κατά των εναγομένων, τρίτης, τετάρτου, πέμπτου, έκτης και εβδόμου εναγομένων κατά του ενάγοντος ως και κατά της υπ΄ αριθμ. 4567/2017 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ΄  αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικών διαφορών επί της από 06.07.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …../07.07.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …../07.07.2016) αγωγής  και έκανε αυτή (αγωγή) δεκτή εν μέρει, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους  (μάλιστα οι εκκαλούντες με τις από 12.12.2017 και 22.12.2017 εφέσεις προσκόμισαν και το μη προβλεπόμενη στον νόμο για την κατηγορία των υποθέσεων όπως η ένδικη παράβολο – άρθρα 495§3 εδάφ. τελευτ. Και 614 αριθμ. 3 Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, εφόσον νόμιμα επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως επιδόθηκε με μέριμνα του ενάγοντος στους εναγομένους στις 24.11.2017 (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία …………/24.11.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών …………) ενώ τα πρωτότυπα των ενδίκων εφέσεων κατατέθηκαν στην γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου στις 13.12.2017, 21.12.2017 και 22.12.2017 (βλ. σχετικές βεβαιώσεις της αρμόδιας γραμματέα). Ασκήθηκαν δηλαδή σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 496, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρα 532, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) και, αφού διαταχθούν η ένωση και η συνεκδίκασή τους, εφόσον υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία, αφορούν τους ίδιους διαδίκους και, με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται η διαδικασία (άρθρα 246, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.), να εξεταστούν, κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 533§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.).
  2. Στην από 06.07.2016 αγωγή του ο ενάγων (……………) που ήγειρε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και έστρεψε κατά των εναγομένων (……………….) ισχυρίστηκε ότι είχε προσληφθεί από το έτος 1998 από τον νόμιμο εκπρόσωπο στην Ελλάδα και πλοίαρχο του πλοίου αναψυχής, με το όνομα «MS», σημαίας Βαϊλάτου του Γκέρνσεϊ της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, με την ειδικότητα του ναύτη, για να υπηρετεί στο προαναφερόμενο πλοίο προσφέροντας τις προσιδιάζουσες στην ειδικότητά του υπηρεσίες, αμειβόμενος με μηνιαίο κλειστό μισθό, ανελθόντα στο έτος 2014 στο ποσό των 3.210,00€, δικαιούμενος, κατά την γενόμενη συμφωνία, 14 μισθούς ετησίως. Ότι το ανωτέρω αναφερόμενο πλοίο, με εντολή του δευτέρου εναγομένου πλοιάρχου του, στις 17.04.2015, κατέπλευσε στο ναυπηγείο της τρίτης εναγομένης εταιρείας, ομόρρυθμοι εταίροι και νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας τυγχάνουν οι τέταρτος, πέμπτος και έκτη εναγόμενοι, προκειμένου να διενεργηθούν σε αυτό οι προγραμματισμένες εργασίες συντηρήσεως, οι οποίες άρχισαν την επομένη ημέρα (18.04.2015). Ότι είχε λάβει εντολή από τον δεύτερο εναγόμενο να υποδεικνύει στους νόμιμους εκπροσώπους της τρίτης εναγομένης τα σημεία του πλοίου που θα έπρεπε να βαφούν και, επιπλέον, να επιβλέπει τις εργασίες βαφής που θα διενεργούνταν στις 20.04.2015, από το προσωπικό του ναυπηγείου. Ότι τις πρωινές ώρες της 20.04.2015 και ενώ ο δεύτερος εναγόμενος απουσίαζε, ο μη εναγόμενος …………, υπεύθυνος του ναυπηγείου, τον κάλεσε να εξέλθει από το πλοίο και να σταθεί σε σημεία των ικριωμάτων που είχε τοποθετήσει ο έβδομος εναγόμενος, υπεργολάβος του ναυπηγείου, ώστε να υποδείξει στους βαφείς τα σημεία που έπρεπε να βαφούν. Ότι εξήλθε από το πλοίο από θύρα που βρισκόταν στο ύψος του τρίτου επιπέδου των ικριωμάτων και ενώ εκινείτο επί των ικριωμάτων, ένα ξύλινο μαδέρι, που δεν είχε στερεωθεί επαρκώς, «έφυγε» από την θέση του και τον παρέσυρε στο κενό, με αποτέλεσμα να επιπέσει επί του εδάφους από ύψος περίπου τεσσάρων (4) μέτρων. Ότι, λόγω της πτώσεώς του, κτύπησε στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να υποστεί βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και θλάσεις εγκεφάλου. Ότι διακομίστηκε στο πλησιέστερο κρατικό νοσοκομείο και παρέμεινε σε αυτό νοσηλευόμενος επί μακρόν εξήλθε δε από αυτό με βαριά υπολειμματική νευρολογική συνδρομή με αδυναμία βαδίσεως και αυτοεξυπηρετήσεως. Ότι συνυπαίτιοι για την πρόκληση του ενδίκου εργατικού ατυχήματος τυγχάνουν τα εναγόμενα πρόσωπα, τα οποία παρέλειψαν, το καθένα στον τομέα ευθύνης του, να λάβουν τα ειδικώς θεσπισμένα μέτρα για την προστασία και ασφάλεια των εργαζομένων στις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Ότι, λόγω της καταστάσεως της υγείας του υποβλήθηκε και θα υποβληθεί στο μέλλον σε δαπάνες, απώλεσε εισοδήματα, υπέστη ηθική βλάβη ενώ δεν έλαβε τους δικαιούμενους μισθούς ασθενείας. Ότι δικαιούται να λάβει, για τις ανωτέρω νόμιμες αιτίες, συνολικά ποσό 564.435,68€. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του, να υποχρεωθούν τα εναγόμενα πρόσωπα να καταβάλουν σε αυτόν το ανωτέρω χρηματικό ποσό, αφού αφαιρεθεί από αυτό μέρος του, ύψους 50,00€, για την διεκδίκηση του οποίου θα παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου που θα επακολουθήσει. Ζήτησε, επίσης, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση, διαρκείας δώδεκα (12) μηνών, λόγω της γενομένης αδικοπραξίας, κατά των δευτέρου, τετάρτου, πέμπτου, έκτης και εβδόμου των εναγομένων και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των εναγομένων.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα για να εκδικάσει την αγωγή κατά την ειδική διαδικασία που προαναφέρθηκε ακολούθως δε έκρινε ότι από συντρέχουσα αμέλεια όλων των εναγομένων επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος και, μετά ταύτα, δέχθηκε ότι ο ενάγων δαπάνησε τα εξής χρηματικά ποσά: α) Ποσό 4.730,84€ για αμοιβές αποκλειστικών νοσοκόμων, β) ποσό 500,00€ για την αγορά γυαλιών οράσεως και γ) ποσό 500,00€ για την αγορά φαρμάκων για τα οποία δέχθηκε ότι ο ανωτέρω έχει αποζημιωθεί. Περαιτέρω, δέχθηκε: α) Ότι ο ενάγων απώλεσε εισόδημα συνολικού ποσού 44.940,00€ (στο οποίο περιέλαβε και τους μισθούς ασθενείας) ενόψει του ότι θα εργαζόταν όπως προηγουμένως στο ένδικο πλοίο, β) ότι για δύο έτη από την έγερση της αγωγής θα απασχολούσε άλλο  πρόσωπο για να τον βοηθά στις ανάγκες του επιβαρυνόμενος με ποσό 300,00€   μηνιαίως, ήτοι με συνολικό ποσό 7.200,00€, απέρριψε δε ως προώρως ασκηθέν το σχετικό αίτημα για καταψήφιση αποζημιώσεως για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, γ) ότι για δύο έτη από το αυτό, ως άνω, χρονικό σημείο, θα χρειαζόταν την συνδρομή φυσικοθεραπευτή άπαξ μηνιαίως και ιατρού νευρολόγου κάθε εξάμηνο επιβαρυνόμενος με το συνολικό ποσό των 1.400,00€ (24 μήνες χ 50,00€ μηνιαίως + 4 ιατρικές επισκέψεις χ 50,00€ κάθε φορά), απέρριψε δε ως προώρως ασκηθέν το σχετικό αίτημα για καταψήφιση αποζημιώσεως για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δ) ότι δεν αποδείχθηκε η ανάγκη καταψηφίσεως υπέρ αυτού (ενάγοντος) χρηματικών ποσών για κάλυψη κομίστρων μεταφοράς με Δ.Χ.Ε. όχημα και υποβολής του σε νέα νευροχειρουργική επέμβαση, ε) ότι ο ενάγων υπέστη, λόγω του βαρύτατου τραυματισμού του και των επακολούθων του ηθική βλάβη και για την ανακούφιση και παρηγορία του πρέπει να λάβει χρηματικό ποσό ύψους 100.000,00€ και στ)  ότι για όλες τις ανωτέρω νόμιμες αιτίες ο ενάγων πρέπει να λάβει ποσό 153.540,00€ (44.940,00€ + 7.200,00€ + 1.400,00€ + 100.050,00€ – 50,00€). Συνεπώς, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν το  προαναφερόμενο χρηματικό ποσόν (153.540,00€) εις ολόκληρον στον ενάγοντα με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής, απήγγειλε κατά των εναγομένων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση, διάρκειας δώδεκα (12) μηνών για την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος εις βάρος των εναγομένων καθόρισε δε το ποσό αυτών σε 3.000,00€.
  1. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται, παραπονούνται με τις ένδικες εφέσεις τους τόσο τα εναγόμενα πρόσωπα όσο και ο ενάγων αποδίδοντας στην εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού το οποίο εισφέρθηκε κατά την πρωτόδικη δίκη. Ζητούν δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή των εφέσεών τους, την ολική ή μερική εξαφάνιση, άλλως την μεταρρύθμιση, της εκκαλούμενης αποφάσεως (κατά περίπτωση), την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την καθ΄ ολοκληρίαν, την εν μέρει απόρριψή της ή  την  εν όλω παραδοχή της (κατά περίπτωση) και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος των αντιδίκων τους.
  2. Kατά την έννοια του άρθρου 1 ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε με το από 24.7/25.8.1920 β. δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., κατ΄ άρθρον 38 Εισ.Ν.Α.Κ. , ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατά τα άρθρα 2 του ίδιου νόμου και 66 περίπτ. β΄ του κυρωθέντος με τον ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Κ.Ι.Ν.Δ.), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημιώσεως θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις (Ολ.Α.Π. 1287/1986 ΝοΒ 35.160, Α.Π. 1616/2003 ΕλλΔνη 45.767). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ., πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνο την αγωγή από τον ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής (ασφαλείας των εργαζομένων). Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ.Α.Π. 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, Α.Π. 274/2000 ΕλλΔνη 39.105) όπως αυτές του π. δ. 70/1990 (Α.Π. 1238/2018 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 1509/2011 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 2014/2007 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος ) όχι όμως της Συμβάσεως ναυτικής Εργασίας, 2006 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με τον ν. 4078/2012 (Μον.Ε.Π. 102/2015 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 Α.Κ.), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (Ολ.Α.Π. 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, Α.Π. 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι΄ αυτή απαιτείται υπαιτιότητα (Α.Π. 274/2000 οπ. π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση  αποζημιώσεως του  ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα, κατά της οποίας (αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση) νόμιμα αντιτάσσεται και λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της και το συντρέχον πταίσμα του παθόντος κατ΄ άρθρο 300 Α.Κ., καθόσον η διάταξη του άρθρου 16§4 ν. 551/1915 που ορίζει ότι επί εργατικού ατυχήματος το συντρέχον πταίσμα του παθόντος αντιτάσσεται νόμιμα μόνον αν αφορά παραβίαση όρων και διατάξεων ή κανονισμών που θέτουν όρους ασφαλείας στην εργασία, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη (Α.Π. 1438/2002 οπ. π.,  1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420). Σε περίπτωση λοιπόν ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχειρήσεως είτε την περιορισμένη κατ΄ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914,922,928-932 Α.Κ., εφόσον, όμως, στην δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στην μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μίας από αυτές τις αξιώσεις αποζημιώσεως (κοινού δικαίου ή  ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 Α.Κ., που αφορά τη διαζευκτική ενοχή, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μίας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (Α.Π. 1132/1997 ΕλλΔνη 40.621,  600/1996 ΕλλΔνη 40.117, Μον.Ε.Π. 360/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Η επιλογή αυτή, που μπορεί να γίνει και με την άσκηση της σχετικής αγωγής, είναι μονομερής, απευθυντέα, διαπλαστική δικαιοπραξία, ανεπίδεκτη αιρέσεως και προθεσμίας, ενώ είναι και αμετάκλητη, αφότου δηλαδή περιέλθει στο άλλο μέρος δεν μπορεί να ανακληθεί μονομερώς από τον δικαιούχο και επιφέρει την ανάλωση των λοιπών αξιώσεων που συρρέουν διαζευκτικά (Ε.Π. 281/2011 ΕΝΔ 2011.304 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).  Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84 εδάφ. β΄, 86, 105, 106  Κ.Ι.Ν.Δ., 914 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα (προστηθέντες) κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, όταν η αδικοπραξία βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με αυτήν (Α.Π. 776/2010 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΝΔ 2011.314 = Ε7 2012.373 = ΕφΑΔ 2012.531 όπου και παρατηρήσεις Β. Σταματόπουλου σ.534). Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 66§§1 – 3 Κ.Ι.Ν.Δ. ορίζεται ότι: «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθενείας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών (§ 1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βιαίου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (§ 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός (Ε.Π. 984/2001 ΠειρΝομ 2002.277, Μον.Ε.Π. 330/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος), παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π. δ.  1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2652/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α΄ 299/9.10.1981), συνίσταται δε σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια. Υπολογίζεται, δηλαδή, με βάση την ισχύουσα σ.σ.ν.ε., εκτός αν έχει συμφωνηθεί κλειστός μισθός (Ε.Π. 951/2013 ΕλλΔνη 2014.151,  648/2008 ΕΝαυτΔ 36.388). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθενείας και λοιπών εξ αυτής παροχών είναι το τετράμηνο από της απολύσεως λόγω της ασθενείας (Ε.Π. 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003.270). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, υπό την έννοια ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε κατά την διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (Μον.Ε.Π. 619/2014 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Μον.Ε.Π. 251/2013 ΕΝαυτΔ 2013.300, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 214 επόμ., Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 56, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, σελ. 350 επόμ., Ι. Ρόκα – Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 147, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 152). Η έναρξη της υποχρεώσεως, για την καταβολή του μισθού ασθενείας αρχίζει από την λύση της σύμβασης λόγω ασθενείας, η οποία συμπίπτει κατά το πλείστον με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στη ξηρά (Ε.Π.499/2011 ΕΝαυτΔ 2011.393 = Αρμ. 2012.752, 498/2000, ΕΝαυτΔ 2008.281, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του ν. δ. 2652/1953 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 “περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α΄ 297/30.10.1953), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 295 § 2  Κ.Ι.Ν.Δ., των διατάξεών του θεωρουμένων ότι αποτελούν προσθήκη στο άρθρο 66  Κ.Ι.Ν.Δ., η προστασία του ασθενούς ναυτικού για ασθένεια που προϋπήρχε της ναυτολογήσεως και υποτροπίασε ή για ασθένεια χρόνια που παροξύνθηκε, ορίζεται σε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παλιννόστηση και καταβολή του μισθού ασθενείας έως δύο μήνες. Εάν ο πλοιοκτήτης ισχυριστεί ότι η ασθένεια του ενάγοντος υπήρχε κατά το χρόνο της ναυτολογήσεως του, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού (Ε.Π. 155/2006 ΑρχΝ 2007.311,  602/1995 Νομ. Ναυτ. Τμημ. Ε.Π. 1, σελ. 30, Ι. Κοροτζής, οπ .π., § 335). Η προστασία που παρέχεται στο ναυτικό με τις πιο πάνω διατάξεις καλύπτει ολόκληρο το χρόνο της σχέσεως ναυτικής εργασίας, αφορά δε ασθένεια οποιαδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται με ειδικές διατάξεις (Ε.Π. 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013.22, 837/2010 ΕΝαυτΔ 2011.116). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 932 Α.Κ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο αυτό, δύναται να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου εξ αδικοπραξίας, αφού συνεκτιμήσει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, τα πραγματικά περιστατικά (κριτήρια καθορισμού) που τίθενται υπόψη του, όπως είναι οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου – δράστη, το είδος και οι συνέπειες της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και η περιουσιακή κατάσταση των μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, με κρίσιμο χρόνο εκείνον της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν υπόκειται, κατ΄ αρχήν, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561§1 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, ερειδόμενη επί του άρθρου 25§1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 65/2019 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Επιπροσθέτως, το άρθρο 346 Α.Κ., το οποίο όριζε ότι: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από τις 02.04.2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με την νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά την σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (Α.Π. 1207/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος,  2033/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, για την νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσεως, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρεώσεως. Αν όμως αποδειχθεί ότι η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποιήσεως, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η από μέρους του εναγόμενου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Ο αναιρετικός έλεγχος της κατά κανόνα νομιμοποιήσεως, κατά την άποψη που επικράτησε μετά την Ολ.Α.Π. 18/2005 (ομοίως και την Ολ.Α.Π. 25/2008), γίνεται με τον λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. διότι κατά τον Κ.Πολ.Δ. η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσεως αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποιήσεως κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, αν η σχετική με την νομιμοποίηση αιτίαση συνδέεται με τις παραδοχές της αποφάσεως επί της ουσίας, ο αναιρετικός έλεγχος για έλλειψη νομιμοποιήσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στον λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου (Α.Π. 59/2019 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Επειδή, με την διάταξη του άρθρου 1047§1 Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, διατηρήθηκε ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως για απαιτήσεις από αδικοπραξία, μη εφαρμοζομένου εν προκειμένω του δικαιοκωλυτικού κανόνα που θεσπίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 11 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και του Τετάρτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της από 04.11.1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ολ. Α.Π. 23/2005 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = Αρμ. 2006.405 όπου και σημείωση Α.Δ.Μ. = ΕΕμπΔ 2006.54 = ΕλλΔνη 2005.718, Α.Π. 1232/2014 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος). Ειδικότερα, η οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως χρηματικής παροχής καθιστά την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ανεπίτρεπτη μόνο στην περίπτωση ενοχής από σύμβαση (άρθρο 11 του κυρωθέντος με τον ν. 2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), ενώ επί αδικοπρακτικής ενοχής η επιβολή αυτού του μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 25§1 του Συντάγματος, 6§1, 8§2, 9§2 και 10§2 της Ε.Σ.Δ.Α. ούτε στην αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 1438/2008 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 780/2005 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος) και απαγγέλλεται χωρίς να απαιτείται η αναφορά στην εκκαλουμένη απόφαση των οικονομικών δυνατοτήτων, της αφερεγγυότητας και της δυνατότητας εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, δεδομένου ότι η απαγγελία προσωπικής κρατήσεως λόγω αδικοπραξίας είναι δυνητική και απόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αρκεί δε στην αιτιολογία της αποφάσεως να αναφέρεται το αποδεδειγμένο της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου οφειλέτη και των επιδίκων αξιώσεων του ενάγοντος δανειστή, χωρίς να απαιτείται να γίνει επιπλέον αναφορά στην αφερεγγυότητα ή στην απόκρυψη τυχόν περιουσίας του οφειλέτη και σε άλλες ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (Ε.Λαμ. 3/2016 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος, Ε.Π. 29/2007 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος).  Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535§1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: Πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσης εφέσεως (άρθρο 532§1 Κ.Πολ.Δ.), έπειτα το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και, ακολούθως, η ουσιαστική βασιμότητα αυτών (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ΄ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529§§1, 2 Κ.Πολ.Δ. Το εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ., μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη και β) να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως, όταν κατά την μελέτη και διάσκεψη της υποθέσεως παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ.), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττομένη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ΄ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγουμένη διάγνωση από το εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά από αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 535§1 Κ.Πολ.Δ., αλλά τουναντίον από την διάταξη του άρθρου 254§1 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524§1 του ιδίου Κώδικα, και στην έκκλητη δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και  από την έχουσα, επίσης, εφαρμογή στην δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524§1 Κ.Πολ.Δ.) διάταξη του άρθρου 245§1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στην διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι΄ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση (Α.Π. 1844/2011 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγομένου μέτρου για την διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς(Ε.Α. 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453 = ΕφΑΔ 2012.881 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχομένη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές», αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δηλαδή γνώσεις ιδιαίτερες, με μοναδικά χαρακτηριστικά ή, τουλάχιστον, μοναδικά χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως (Α.Π. 498/2018 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, αφενός μεν κατά το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση   διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που   προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν,   εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά αφετέρου δε κατά το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ. η   απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία   της ιστορικής και όχι της νομικής βασεώς της. Ιστορική βάση της αγωγής είναι,   κατά το άρθρο 216§1 εδάφ. α΄  Κ.Πολ.Δ. το σύνολο των γεγονότων που   θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η   διάγνωση της επίδικης σχέσεως. Αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται   επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια,   είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα   περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν   την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα   εκτιθέμενα στην αγωγή (Α.Π. 848/2001 αδημοσίευτη σε νομικά περιοδικά ή σε ηλεκτρονικές συλλογές, 483/2001 ΝοΒ 2002.520 = ΕλλΔνη 2002.382 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2019, τ. Ι, σελ. 46, §2, αρ. 26).
  3. Με τον πρώτο λόγο της από 12.12.2017 εφέσεώς τους παραπονούνται οι πρώτη και δεύτερος εναγόμενος ότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την ένδικη αγωγή παραδεκτή και νόμιμη ενώ με αυτή είχα παραβιασθεί η απαγόρευση της εγέρσεως αγωγής υπό αίρεση (άρθρα 219§§1, 2, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) καθότι ο ενάγων δι΄ αυτής επιδιώκει να αποζημιωθεί επικαλούμενος τόσο την ιδιότητα της πρώτης εναγόμενης ως εργοδότριάς του και του δεύτερου εναγόμενου ως εκπροσώπου αυτή όσο και την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, χωρίς οι αξιώσεις του να ασκούνται επικουρικά. Ο λόγος αυτός της από 12.12.2017 εφέσεως προβάλλεται παραδεκτά πλην όμως είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής διαπιστώνεται ότι αυτή (αγωγή) έχει ως νόμιμα ερείσματα τις διατάξεις των άρθρων 16§1 ν. 551/1915, 914, 932 Α.Κ. και 66§§1 – 3 Κ.Ι.Ν.Δ., οι οποίες επιτρέπεται από τον νόμο να ασκηθούν παραλλήλως σε κάθε δε περίπτωση οι αξιώσεις από την σύμβαση ή την αδικοπραξία είναι δυνατόν να συρρέουν και να ασκηθούν παράλληλα, δεν μπορούν όμως να αλληλοκαλύπτονται και να ικανοποιηθούν μαζί, αφού η ικανοποίηση της μιας καθιστά χωρίς αντικείμενο την άλλη, εκτός εάν από την τελευταία παρέχεται πρόσθετη έννομη προστασία, μη παρεχόμενη από την συρρέουσα αντικειμενικά (Α.Π. 737/2011 ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΈΝΗ ΣΤΗΝ Τ.Ν.Π. Νόμος = ΕΕμπΔ 2011.817 = ΧρΙΔ 2012.116 όπου και παρατηρήσεις Κ. Α. Χριστακάκου = ΝοΒ 2012.537).
  • Με τον τρίτο λόγο της αυτής εφέσεως (πρώτο σκέλος) παραπονούνται οι αυτοί διάδικοι ότι ο ενάγων με την αγωγή του άσκησε όχι επικουρικά, αλλά σωρευτικά ανεπιτρέπτως αξιώσεις τόσο από το άρθρο 3 ν. 551/1915 όσο και από τα άρθρα 914 επόμ. Α.Κ.. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και, για τον λόγο αυτό, είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, ο ενάγων δεν αξιώνει με την αγωγή του την κατ΄ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 ν. 551/1915, αλλά την πλήρη αποζημίωσή του με έρεισμα τις σχετικές διατάξεις των άρθρων του Α.Κ.. Η μόνη απαίτησή του αποκλειστικά από την σχέση εργασίας του με την πρώτη εναγόμενη είναι αυτή από το άρθρο 66§§1 – 3 Κ.Ι.Ν.Δ., την οποία επιδιώκει, κατά τα ανωτέρω, επιτρεπτά.
  • Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της αυτής εφέσεως οι αυτοί διάδικοι παραπονούνται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ότι ο ενάγων νομιμοποιούταν να αξιώσει αποζημίωση για απώλεια εισοδημάτων και δαπάνες για λήψη ιατρικής κτλ περιθάλψεως ενώ στις αξιώσεις του αυτές είναι υποκατασταθεί το Ν.Α.Τ. και η ασφαλιστική εταιρεία ….., που κατέβαλε διάφορα χρηματικά ποσά σε αυτόν (ενάγοντα), σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 14§§1 – 3 ν. 2496/1997. Οι λόγοι αυτοί, σε σχέση με την επικαλούμενη αμέσως προηγουμένως, αιτίαση παραδεκτά προβάλλονται πλην όμως είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, το Ν.Α.Τ. είναι συνταξιοδοτικό ταμείο και δεν υποκαθίσταται στην ανωτέρω αξίωση του ενάγοντος (άρθρο 34 π. δ. 913/1978) ενώ η ασφαλιστική εταιρεία που φέρεται να κάλυψε ανάγκες του ενάγοντος υποκαθίσταται στις αξιώσεις του ασφαλισμένου μόνο μετά την καταβολή των συμφωνημένων παροχών, γεγονός που συνάπτεται με τον έλεγχο της ουσίας της υποθέσεως.
  1. Με τον όγδοο λόγο της αυτής εφέσεως παραπονούνται οι πρώτη και δεύτερος εναγόμενοι διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν όρισε ότι το καταψηφιζόμενο εις βάρος τους χρηματικό ποσό είναι καταβλητέο με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι με τον τόκο επιδικίας. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται και είναι βάσιμος και τούτο διότι το μεγαλύτερο κονδύλιο της αγωγής αφορά αξίωση εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως και, επιπλέον, η πλοκή του πραγματικού υλικού της υποθέσεως (εργατικό ατύχημα χωρίς έκθεση των συνθηκών από αρμόδια αρχή) καθιστά δικαιολογημένη την αντιδικία μεταξύ του ενάγοντος και των ανωτέρω εναγομένων και της στερεί την ιδιότητα της στρεψοδικίας.
  2. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……….. και την ανώμοτη κατάθεση του δεύτερου εναγόμενου ……….., που περιέχονται στην έκθεση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της εμμάρτυρης διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………., που δόθηκαν, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης στον νόμο προδικασίας (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ………… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………..), ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. …/06.03.2017 και …./06.03.2017 ενόρκων βεβαιώσεων, και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων,  που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση, στα οποία συγκαταλέγονται και φωτογραφίες που επισκοπούνται, εξαιρουμένων αυτών που είναι συνταγμένα σε γλώσσα την οποία ο Δικαστής που συγκροτεί το Δικαστήριο τούτο αγνοεί και δεν συνοδεύονται από μετάφρασή τους στην Ελληνική γλώσσα, αποδεικύονται τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Στην Ελλάδα, το έτος 1962, ναυπηγήθηκε το Θ/Γ πλοίο, που έχει το όνομα «MS», φέρει σημαία του Bailiwick of Jersey, έχει αριθμό Ι.Μ.Ο. ….., αριθμό M.M.S.I. …. και Δ.Δ.Σ. …. ανήκει δε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία που εδρεύει στο … of Jersey και είναι συμφερόντων της οικογένειας ευγενών του Βασιλείου του Βελγίου ……. Από το έτος 1964 το πλοίο βρίσκεται μόνιμα στην Ελλάδα και χρησιμοποιείται την χρονική περίοδο των μηνών Μαΐου – Σεπτεμβρίου κάθε έτους για την πραγματοποίηση θαλάσσιων περιηγήσεων των μελών της οικογένειας και των φιλοξενουμένων τους. Το πλοίο βρίσκεται κατά το λοιπό χρονικό διάστημα ελλιμενισμένο σε τουριστικό λιμένα και τελευταία σε αυτόν της Ζέας στελεχώνεται δε με πλήρωμα συνταξιούχων κυρίως ναυτικών που αποτελείται από τον πλοίαρχο, τον μηχανικό τον θαλαμηπόλο και τον ναύτη. Εξαιτίας της παλαιότητάς του και του γεγονότος ότι είναι κατασκευασμένο από χάλυβα το πλοίο ανελκύεται κάθε χρόνο, λίγο πριν αρχίσει η χρονική περίοδος των πλόων του, σε χώρο ναυπηγείου, συντηρείται εξωτερικά και εσωτερικά, ακολούθως δε καθελκύεται και παραμένει στον τουριστικό λιμένα όπου ναυλοχεί. Το ναυπηγείο που προτιμά για πολλά χρόνια η πρώτη εναγόμενη για την ανωτέρω διαδικασία είναι αυτό της τρίτης εναγόμενης, που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής. Έτσι και το έτος 2015 ακολουθήθηκε η αυτή διαδικασία, το πλοίο κατέπλευσε στον θαλάσσιο χώρο προ του ναυπηγείου της τρίτης εναγόμενης στις 17.04.2015, ημέρα Παρασκευή,  ανελκύστηκε στην στεριά και στερεώθηκε. Την επόμενη ημέρα, 18.04.2015, ημέρα Σάββατο, η επιχείρηση του έβδομου εναγόμενου, που ως ένα από τα αντικείμενά της είναι η  «ενοικίαση ικριωμάτων», με συνεργείο της, αποτελούμενο από τρεις εργαζόμενους (δύο αλλοδαπούς και ένα ημεδαπό), άρχισε τις εργασίες τοποθετήσεως ικριωμάτων γύρω από το πλοίο ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και βαφής αυτού (πλοίου). Τα  ικριώματα των οποίων άρχισε η τοποθέτηση ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές της κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εργασίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας υπ΄ αριθμ. 16440/Φ. 10.4/445/16.09.1993 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 756/26.09.1993) και περιελάμβαναν πλαίσια, βίδες, αντιρίδες και μεταλλικά μαδέρια. Οι εργασίες τοποθετήσεως των ικριωμάτων δεν ολοκληρώθηκαν την ημέρα εκείνη (18.04.2015) και θα συνεχίζονταν την Δευτέρα (20.04.2015), οπότε θα ήταν δυνατή η έναρξη κάποιων εργασιών καθαρισμού της εξωτερικής επιφάνειας του πλοίου. Στο μεταξύ, ο πλοίαρχος του πλοίου, δεύτερος εναγόμενος, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας (πρώτης εναγόμενης) και κατ΄ ενάσκηση της εντολής που του είχε δοθεί όρισε τον ενάγοντα υπεύθυνο από πλευράς του πλοίου για να υποδεικνύει στο συνεργείο καθαρισμού και βαφής συγκεκριμένα σημεία της «γάστρας» του πλοίου που έπρεπε να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής και, επιπλέον, να επιβλέπει την καλή και σύμφωνα με την σύμβαση εκτέλεση των εν λόγω εργασιών ενόψει μάλιστα και της απουσίας αυτού (πλοιάρχου) την Δευτέρα, 20.04.2015. Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω εργασίες (εγκατάσταση ικριωμάτων, καθαρισμού και βαφής) θα διενεργούνταν από συνεργεία συνεργαζόμενα με το ναυπηγείο και υποδειχθέντα, μαζί με άλλα, από αυτό (ναυπηγείο) με εργοδότρια την πρώτη εναγόμενη εταιρεία εκπροσωπούμενη από τον πλοίαρχο του πλοίου, δεύτερο εναγόμενο. Η τρίτη εναγόμενη ουδεμία ανάμειξη είχε στην τελική επιλογή των συνεργείων και την εκτέλεση των εργασιών, ενώ η υπόδειξη συνεργείων υποψήφιων για την ανάληψη των έργων έλαβε χώρα λόγω της μακράς συνεργασίας της πρώτης εναγόμενης και της τρίτης εναγόμενης και σε ένδειξη ευαρέσκειας για την προτίμηση του χώρου του ναυπηγείου ως εργοταξίου. Στις ανωτέρω παραδοχές καταλήγει το Δικαστήριο από τα εξής αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά: α) Ο εργολάβος εγκαταστάσεως των ικριωμάτων κατήρτισε την σχετική συμφωνία με τον πλοίαρχο του πλοίου, β) ο εργολάβος των εργασιών καθαρισμού και βαφής κατήρτισε την σχετική συμφωνία με το αυτό πρόσωπο, γ) ο τεχνικός ασφαλείας του έργου (……….) προσλήφθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου, δ) η αίτηση προς την αρμόδια αρχή ώστε να επιτραπεί η εκτέλεση «ψυχρών» εργασιών στο πλοίο υποβλήθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίο και ε) η πρώτη εναγόμενη επιφύλαξε για το πρόσωπό της την εξουσία επιβλέψεως των ανωτέρω εργασιών και παρεμβάσεως στις εργασίες των συνεργείων. Επομένως, οι τρίτη, τέταρτος, πέμπτος και έκτη εναγόμενοι βασίμως παραπονούνται με τον πρώτο λόγο της από 22.12.2017 εφέσεώς τους για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με τα πρόσωπά τους και, για τον λόγο αυτό, δεκτής γενομένης της εφέσεώς τους και από ουσιαστική άποψη, πρέπει να εξαφανιστεί ως προς αυτούς η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή και να απορριφθεί ως προς τους προαναφερόμενους εναγόμενους, απορριπτομένης και της από 20.12.2017 εφέσεως καθόσον στρέφεται κατ΄ αυτών. Εξάλλου, από τα αυτά, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι την Δευτέρα, 20.04.2015, και ώρα 07:30, μέλη του πληρώματος του πλοίου (μάγειρας, μηχανικός, ενάγων – ναύτης) βρίσκονταν εντός αυτού και έπιναν τον πρωινό καφέ ενώ δεν είχαν προλάβει να βάλουν τις φόρμες εργασίας τους. Τότε, κλήθηκε από πρόσωπο, συνδεόμενο με το ναυπηγείο, ο ενάγων για να προβεί σε κάποιες υποδείξεις σε μέλη του συνεργείου καθαρισμού και βαφής που περίμεναν να αναλάβουν εργασία στην πλευρά του πλοίου στην οποία είχε ολοκληρωθεί η εγκατάσταση των ικριωμάτων. Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα αυτό ο ενάγων δεν κατέβηκε από την κλίμακα του πλοίου στον χώρο του επιπέδου του ναυπηγείου, αλλά εξήλθε αυτού (πλοίου) από θυρίδα («πορτάκι»), μέσω του οποίου ήταν δυνατή η έξοδος στο τρίτο επίπεδο των ικριωμάτων, σε ύψος περί τα 6,00 μ. από το επίπεδο του ναυπηγείου, και προσπάθησε να κατέλθει χρησιμοποιώντας τα πλαίσια των ικριωμάτων, με σκοπό να επιταχύνει την προσέλευσή του στο σημείο όπου ήταν αναγκαία η παρουσία του. Στην προσπάθειά του αυτή, ο ενάγων, λόγω του ότι δεν ήταν εξασκημένος σε τέτοιες κινήσεις (που, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπονται, αλλά, παρά ταύτα, συνηθίζονται) και λόγω του προβεβηκότος της ηλικίας του, καθότι διήνυε το εβδομηκοστό έτος, γλίστρησε και κατέπεσε στο επίπεδο του ναυπηγείου. Για το ατύχημα που προπεριγράφηκε ο έβδομος εναγόμενος, εργολάβος εγκαταστάσεως των ικριωμάτων, δεν φέρει ευθύνη εφόσον η πτώση του ενάγοντος δεν προήλθε από ενέργεια ή παράλειψη του συνεργείου του, αλλά οφείλεται στις αιτίες που θα αναλυθούν παρακάτω. Επομένως, ο έβδομος  εναγόμενος βασίμως παραπονείται με τον πρώτο λόγο της από 22.12.2017 εφέσεώς του για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το πρόσωπό του και, για τον λόγο αυτό, δεκτής γενομένης της εφέσεώς του και από ουσιαστική άποψη, πρέπει να εξαφανιστεί και ως προς αυτόν η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή και να απορριφθεί ως προς αυτόν, απορριπτομένης και της από 20.12.2017 εφέσεως καθόσον στρέφεται κατ΄ αυτού. Περαιτέρω, από τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι το ένδικο ατύχημα επεσυνέβη από τις συντρέχουσες αμελείς συμπεριφορές των δεύτερου εναγόμενου, πλοιάρχου του πλοίου, και του ενάγοντος. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος βαρύνεται με παράλειψη των υποχρεώσεών του που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 αριθμ. 1, 2, 3, 4, 7, 14, 15, 3§1, 5Β, 4 αριθμ. 1, 16, 19, 20, 63, 64 αριθμ. 1, 3, 5 π. δ. 70/1990 ενώ ο ενάγων με παράλειψη των υποχρεώσεών του 10 αριθμ. 2, 4 και 32Β αριθμ. 3 ν. 1568/1985. Συγκεκριμένα, ο δεύτερος εναγόμενος δεν επέβλεπε προσωπικά την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, ώστε να υποδείξει στον ενάγοντα τον ενδεδειγμένο τρόπο προσελεύσεως στο σημείο όπου ήταν αναγκαία η παρουσία του, δεν τον εφοδίασε με ατομικά μέσα προστασίας (κράνος, ειδικά υποδήματα, ζώνη ασφαλείας με τα παρελκόμενά της) και, εκ των υστέρων, δεν ειδοποίησε τις αρμόδιες αρχές ώστε να διερευνηθούν οι συνθήκες του ατυχήματος ενώ ο ενάγων δεν ακολούθησε τον ενδεδειγμένο τρόπο να κατέλθει από το πλοίο στο επίπεδο του ναυπηγείου και επιδίωξε να κατέλθει από το πλοίο με τρόπο αφενός μεν μη επιτρεπόμενο αφετέρου δε περικλείοντα πλήθος κινδύνων. Επιπροσθέτως, από τα ανωτέρω μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι μετά το ατύχημα ο ενάγων διακομίστηκε με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β. στο Γ.Ν.Ν.Π. «Άγιος Παντελεήμων» όπου αρχικά έλαβε τις ενδεδειγμένες ιατρικές φροντίδες και κατόπιν εισήλθε στην Μ.Ε.Θ. στην οποία παρέμεινε έως τις 16.06.2015. Η διάγνωση εισαγωγής ήταν η εξής: «Πολυτραυματίας. Βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση (πολλαπλά ενδοκρανιακά μη χειρουργικά αιματώματα – κατάγματα κρανίου).Κάταγμα δεξιάς ωμοπλάτης. Κατάγματα πλευρών ΔΕ. Πνευμονικές θλάσεις. Κάταγμα αριστεράς άκρας χειρός». Στην Μ.Ε.Θ. υποβλήθηκε σε ενδοτραχειακή διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό ενώ του τοποθετήθηκε ενδοκράνιος καθετήρας για την μέτρηση της ενδοκράνιας πιέσεως. Εξήλθε από την Μ.Ε.Θ. στις 16.06.2015 και οδηγήθηκε στην Ν/Χ κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου για περαιτέρω ιατρική αντιμετώπιση. Εξήλθε από το νοσοκομείο στις 10.07.2015 με βαριά υπολειμματική νευρολογική συνδρομή, αδυναμία βαδίσεως και αυτοεξυπηρετήσεως συστήθηκε δε αναρρωτικά άδεια, διάρκειας έξι (6) μηνών. Μετά ταύτα, στις 14.10.2015, ο ανωτέρω εξετάστηκε στο Ε.Ι. της Ν/Χ κλινικής του αυτού νοσοκομείου και, αφού επιβεβαιώθηκε η διάγνωση εξόδου του από το νοσοκομείο, συστήθηκε η παράταση της αναρρωτικής του άδειας για έξι (6) ακόμη μήνες. Επανήλθε στο αυτό Ε.Ι. στις 27.04.2016 και, αφού επιβεβαιώθηκε η ανωτέρω διάγνωση εξόδου, διαπιστώθηκε επιπλέον η ύπαρξη οργανικού ψυχοσυνδρόμου με διαταραχές συμπεριφοράς προσωπικότητας. Διαπιστώθηκε, επίσης, η συνέχιση της αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεώς του και η ανάγκη συνδρομής τρίτου προσώπου όπως και η ανάγκη εξακολουθήσεως λήψεως φαρμακευτικής αγωγής. Έκτοτε, δεν προκύπτει άλλη επίσκεψη σε ιατρό οποιασδήποτε ειδικότητας εκ μέρους του ενάγοντος, με αποτέλεσμα η όποια κρίση για την κατάσταση της υγείας του στις 07.03.2017, ημερομηνία συζητήσεως της αγωγής του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και οι μελλοντικές προοπτικές αυτής να στηρίζονται στην ένορκη κατάθεση της θυγατέρας του και σε υποθέσεις. Συντρέχει, επομένως, νόμιμη περίπτωση, αφού αναβληθεί η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας για τις από 12.12.2017 και 20.12.2017 εφέσεις, να  διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 254, 524§1 εδάφ. α΄ και 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., και  να διαταχθεί η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από ιατρό νευρολόγο, κατά τα άρθρα 368 επόμ. και 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., ενόψει του ότι απαιτούνται ιδιάζουσες επιστημονικές γνώσεις για τα εριστά ζητήματα και σχετικό αίτημα υποβάλουν η πρώτη και ο δεύτερος εναγόμενος, σύμφωνα με όσα αναλυτικά περιλαμβάνονται στο διατακτικό.
  3. Το παράβολο που προσκόμισαν οι τρίτη, τέταρτος, πέμπτος, έκτη και έβδομος εναγόμενοι – εκκαλούντες για την τυπική παραδοχή της εφέσεώς τους πρέπει να τους αποδοθεί.
  • Tα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας τα αφορώντα τους τρίτη, τέταρτο, πέμπτο, έκτη, έβδομο των εναγομένων – εκκαλούντων εφεσιβλήτων και τον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν εις βάρος του δεύτερου και κατά το λοιπό μέρος να συμψηφιστούν για τον λόγο ότι η ερμηνεία των διατάξεων του νόμου που εφαρμόστηκαν υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 179 περίπτ, γ΄, 189§1, 191§2 και 591§1 εδάφ. α΄, κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των  από 12.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../13.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./13.12.2017), 20.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./21.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./21.12.2017) και 22.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./22.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./22.12.2017) εφέσεων κατά της υπ΄   αριθμ. 4567/2017 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συνεκδικάζει αυτές αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές κατά τύπους.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν την από 22.12.2017 έφεση.

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 20.12.2017 έφεση καθόσον στρέφεται κατά των τρίτης, τέταρτου, πέμπτου, έκτης και έβδομου των εφεσιβλήτων.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς του εκκαλούντες με την από 22.12.2017 έφεση.

Κρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την από 06.07.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …./07.07.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …../07.07.2016) αγωγή ως προς τους τρίτη, τέταρτο, πέμπτο, έκτη και έβδομο των εναγομένων.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους αμέσως προαναφερόμενους εναγόμενους.

Καταδικάζει τον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αμέσως προαναφερόμενων εναγομένων – εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, ορίζει το ποσό αυτών σε χίλια ευρώ (1.000,00€) και συμψηφίζει τα λοιπά δικαστικά έξοδα.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στους ανωτέρω διαδίκους.

Αναβάλλει  να αποφανθεί επί της ουσίας των από από 12.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …/13.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./13.12.2017) και  20.12.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./21.12.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./21.12.2017) εφέσεων κατά τα λοιπά.

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ώστε πριν την επόμενη, νομίμως οριστέα δικάσιμο, διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη διεξακτέα, κατά τα κατωτέρω, από τον ………, ιατρό νευρολόγο, σμηναγό (Υ.Ι.), …………, κάτοικο ….. Αττικής (………….), αριθμ. τηλ. …., …., διευθ. ηλεκτρ. ταχ. ………, ο  οποίος, αφού δώσει, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τον ορισμένο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, από την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της αποφάσεως αυτής, πρέπει, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από της ορκωμοσίας τους, με ειδικά εμπεριστατωμένη και λεπτομερή έκθεσή τους συνοδευόμενη ενδεχομένως από αποτελέσματα απεικονιστικών κτλ εξετάσεων στις οποίες θα υποβάλει τον ενάγοντα, αφού μελετήσει όλα τα κρίσιμα της δικογραφίας έγγραφα και προβεί σε κλινική εξέταση του ενάγοντος, να παράσχει την επιστημονική του άποψη στο Δικαστήριο αναφορικά με τα εξής εριστά θέματα: Ποια ήταν η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος στις 07.03.2017 και  αν η κατάσταση αυτή (την οποία θα περιγράψει αναλυτικά) εξελίσσεται ευμενέστερα ή δυσμενέστερα για τον ενάγοντα ή παραμένει σταθερή. Ποια είναι η παρούσα κατάσταση της υγείας του ενάγοντος. Εάν δύναται αυτός (ενάγων) να βαδίζει αυτοδυνάμως ή με την χρήση βοηθημάτων. Εάν ο ενάγων δύναται να αυτοεξυπηρετείται και σε ποια έκταση. Εάν ο ενάγων χρειάζεται την συνδρομή τρίτου προσώπου και ποιες ιδιότητες πρέπει να έχει το πρόσωπο αυτό. Εάν ο ενάγων χρειάζεται ιατρική συνδρομή, με ποια συχνότητα, για πόσο χρονικό διάστημα, από ποιες ειδικότητες ιατρών και ποιο είναι το εκτιμώμενο κόστος. Εάν ο ενάγων χρειάζεται φυσικοθεραπευτική υποστήριξη, με ποια συχνότητα, για πόσο χρονικό διάστημα και ποιο είναι το εκτιμώμενο κόστος. Τι είδους φαρμακευτική αγωγή πρέπει (αν πρέπει) να ακολουθήσει  ο ενάγων στο μέλλον και ποιο το εκτιμώμενο κόστος. Εάν οι μετακινήσεις του ενάγοντος μπορούν να γίνονται με μέσα μαζικής μεταφοράς. Τέλος, δε ποιες είναι οι προοπτικές του ενάγοντος σε σχέση με την ποιότητα της ζωής του στο άμεσο και σε απώτερο μέλλον. Την έκθεση που θα συντάξει ο ανωτέρω οφείλει να καταθέσει εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την λήξη του τριμήνου στο αρμόδιο τμήμα του Δικαστηρίου τούτου και για το γεγονός της καταθέσεως να συνταχθεί σχετική έκθεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ