Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 536/2019

Αριθμός    536/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Σύμφωνα με το άρθρο 288 της Σ.Λ.Ε.Ε. (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως), πρώην άρθρο 249 της Σ.Ε.Κ. (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) και παλαιότερα Σ.Ε.Ο.Κ. (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), ο κανονισμός που εκδίδεται από τα θεσμικά όργανα της Ενώσεως έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο κανονισμός αποτελεί πηγή παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου (της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) και ότι έχει άμεση εφαρμογή, τιθέμενος σε ισχύ από την έκδοση και δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αποτελώντας πλέον μέρος του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται, κατ΄ αρχήν, για την εφαρμογή του η λήψη μέτρων από τις εθνικές αρχές (ΑΠ 93/2017 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, 7/2009 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Εξάλλου, από την 01.03.2002, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ο αριθμ. 44/2001 Κανονισμός του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αριθμ. L012, της 16.01.2001. Ο εν λόγω Κανονισμός αντικατέστησε την από 27.09.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της από τη Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26.05.1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τους νόμους 1814/1988 και 2004/1992, αντίστοιχα (ΑΠ 1028/2009 ΕΠολΔ 2010.51 όπου και παρατηρήσεις Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος) και έχει, όπως προαναφέρθηκε, αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1027/2011 ΕΠολΔ 2011.606 όπου και παρατηρήσεις Π. Αρβανιτακη = ΕφΑΔ 2011.1195 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Ειδικότερα δε, ο κανονισμός (Ε.Κ.) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Ε.Ε.) της 20ης Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» ισχύει, όπως ήδη σημειώθηκε, στην Ελλάδα, όπως και σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε., από την 1η Μαρτίου 2002. Η διαδικασία κηρύξεως της εκτελεστότητας που προβλέπεται στον κανονισμό περιλαμβάνει δύο στάδια, κατά το πρότυπο της προϊσχύσασας κοινοτικής συμβάσεως των Βρυξελλών. Το πρώτο στάδιο αφορά την κήρυξη της εκτελεστότητας και ρυθμίζεται από τα άρθρα 38 έως 42 του κανονισμού. Η απόφαση που κηρύσσει εκτελεστή την αλλοδαπή απόφαση γνωστοποιείται στον καθού η εκτέλεση, ο οποίος μπορεί να αμφισβητήσει την διαδικασία και το κύρος της κατά το δεύτερο στάδιο, που ρυθμίζεται από τα άρθρα 43 έως 47 του κανονισμού, αν θεωρεί ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους μη εκτελέσεως, που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35. Έτσι, θεραπεύεται ο αποκλεισμός του κατά το πρώτο στάδιο, με αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματός του προς υπεράσπιση, αφού μπορεί, κατά το δεύτερο αυτό στάδιο, να προκαλέσει, με το ένδικο μέσο που του παρέχεται, το οποίο ασκείται, κατά το παράρτημα III του κανονισμού, ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπον εφετείου και δικάζεται κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (άρθρο 43§3). Το ένδικο αυτό μέσο, που παρέχεται στον καθού η εκτέλεση, δεν αποτελεί έφεση με την τεχνική έννοια του όρου. Ειδικότερα, η απόφαση που εκδίδεται κατά το πρώτο στάδιο και δέχεται κατ’ ουσίαν την αίτηση, δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά απλή δικαστική διαταγή, που υπόκειται από τον καθού η εκτέλεση σε προσφυγή. Αυτό ήταν γνωστό στους συντάκτες του κανονισμού και γι’ αυτό απέφυγαν να ονομάσουν το εν λόγω ένδικο μέσο έφεση. Άλλωστε, αν έκαναν κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν δογματικά ανεκτό, αφού η μεν διαταγή του μονομελούς πρωτοδικείου εκδίδεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, το δε ένδικο μέσο (προσφυγή) εισάγει στο εφετείο γνήσια ιδιωτική διαφορά, που δικάζεται κατά τους κανόνες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Το εφετείο, δικάζοντας την προσφυγή αυτή, δεν ενεργεί ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δεν δικάζει έφεση, αλλά ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 12§2 Κ.Πολ.Δ. . Στην λειτουργική αυτή θέση του εφετείου δεν είναι αντίθετη η διάταξη του άρθρου 44 του κανονισμού, κατά την οποία προβλέπεται η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεώς του, που θα εκδοθεί επί της προσφυγής. Η λειτουργική αυτή ιδιότητα του εφετείου έχει και αξιολογική πρακτική σημασία, που εκδηλώνεται στο θέμα του τρόπου ασκήσεως της προσφυγής. Έτσι, για την άσκηση της προσφυγής αυτής, που δεν είναι ένδικο μέσο αλλά ανακοπή, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 495 επόμ. Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες ρυθμίζεται ο τρόπος ασκήσεως των ενδίκων μέσων, αλλά εκείνες του άρθρου 585§1 Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες ορίζεται ότι οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και την συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή. Άρα, η προσφυγή ασκείται, κατά το άρθρο 215§1 Κ.Πολ.Δ., με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με εμπρόθεσμη επίδοση αντιγράφου της στον καθού απευθύνεται. Το έγγραφο αυτής (προσφυγής) πρέπει να περιέχει, κατά το άρθρο 585§2 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ. και τους λόγους της ( ΕΑ 93/2017 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, ΕΘ 434/2010  Αρμ 2011.79 = ΕΠολΔ 2011.199 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος  ΕΑ 7701/2004 ΔΕΕ 2005.441 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Αναφορικά δε, με την έρευνα των λόγων της προσφυγής, ο δικαστής ελέγχει αν πρόκειται για δικαστική απόφαση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, αν προσκομίστηκαν τα σχετικά δικαιολογητικά, αν είναι αρμόδιος και αν νομιμοποιούνται ο αιτών και ο καθού. Οι λόγοι αρνήσεως της εκτελεστότητας, που μπορεί να προβάλει ο καθού με την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως που κήρυξε την εκτελεστότητα, διαγράφονται -κατά τα ανωτέρω- στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού (βλ. ΔΕΕ C-139/10, δημοσιευμένη στην τράπαζα νομικών πληροφοριών Νόμος, ΕΘ 434/2010 οπ. π. , ΕΠ 617/2004 ΠειρΝομ 2004.351 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Εκτός, όμως, από τα προβλεπόμενα στα παραπάνω άρθρα κωλύματα κηρύξεως της εκτελεστότητας, μπορεί ο καθού να προβάλει ως λόγους της προσφυγής του, την απουσία των τυπικών όρων και των θετικών προϋποθέσεων για την κήρυξη της εκτελεστότητας (π.χ. την μη υπαγωγή της αποφάσεως στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, την έλλειψη των απαιτούμενων κατά τα άρθρα 53-54 εγγράφων, την έλλειψη εκτελεστότητας του τίτλου ή το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ΕΑ 93/2017 οπ.π.). Περαιτέρω, στο άρθρο 34§1 του αριθμ. 44/2001 ορίζονται τα ακόλουθα: «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1. αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως» ενώ στο ουσιωδώς όμοιας διατυπώσεως άρθρο 27§1 της από 27.09.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων που κυρώθηκε με τον ν. 1817/1988 και τροποποιήθηκε με την από 26.05.1989 Σύμβαση του Σαν Σεμπαστιάν που κυρώθηκε με τον ν. 2004/1992, ορίζονταν τα ακόλουθα: «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1. Αν η αναγνώριση αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως».  Στην Ελλάδα θα θεωρηθεί ότι η αλλοδαπή απόφαση αντίκειται στην δημόσια τάξη, «εάν δια της εκτελέσεως αυτής πρόκειται να πραγματοποιηθούν εις την περιοχήν της Ελληνικής Πολιτείας καταστάσεις, απροσάρμοστοι προς την κρατούσαν εις την Ελλάδα ηθικήν, δικαιολογικήν, πολιτειακήν, οικονομικήν τάξιν, την θεμελιούσαν τον κρατούντα βιοτικόν ρυθμόν» (ΕΠ 110/2004 ΠειρΝομ 2004.92 όπου και παρατηρήσεις Χάρη Μεϊδάνη = Δ 2005.831 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, Μαριδάκη, Η εκτέλεσις αλλοδαπών αποφάσεων, κατά το ισχύον εις την Ελλάδα δίκαιον, έκδοση 1970, σελ. 65). Η κήρυξη αποφάσεως αλλοδαπού Δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται, όταν εξαιτίας του περιεχομένου της, η εκτέλεσή της θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στην Χώρα. Μόνο το γεγονός ότι το Ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση ή ότι στο Ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται, όμως, να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντιθέσεως που ενυπάρχει σ΄ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα (ΟλΑΠ 17/1999 Ελλ Δνη 40.1288 = ΔΕΕ 2000.181 όπου και παρατηρήσεις Ιω. Καράκωστα και Χρυσ. Μιχαηλίδου = ΕΔΚΑ 1999.785 = ΕΕΝ 2000.20 = ΝοΒ 2000.461 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος).
  2. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Μονομελές Εφετείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) ασκήθηκε η από 22.02.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../27.02.2018, αριθμ. καταθ. …./27.02.2018) «προσφυγή – έφεση» της εταιρείας «…………..» με την οποία ζητείται η «εξαφάνιση και η ακύρωση» της εκδοθείσης κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας υπ΄ αριθμ. 263/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα δια της οποίας έγινε δεκτή η από 23.05.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./24.05.2017 , αριθμ. καταθ. …./24.05.2017) αίτηση της καθής η «προσφυγή – έφεση» εταιρείας «………….» και να καταδικαστεί η τελευταία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων στα δικαστικά έξοδα.
  • Η εν λόγω «προσφυγή- έφεση» ασκήθηκε νόμιμα πλην όμως δεν είναι δυνατός ο έλεγχος του εμπροθέσμου της ασκήσεώς της δεδομένου ότι δεν προσκομίζεται, εκτός άλλων, το αποδεικτικό επιδόσεως της υπ΄ αριθμ. 263/2018 αποφάσεως στην «προσφεύγουσα – εκκαλούσα». Ειδικότερα, η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διέλαβε στο διατακτικό της διάταξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης, επιμέλεια του Δικαστηρίου, αμελλητί α) στην αιτούσα και β) στην εταιρεία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ………., στην οποία πρέπει να επιδοθεί και η αναφερόμενη στην αμέσως προηγούμενη διάταξη απόφαση.». Συνεπώς, πρέπει, αφού αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ένδικης «προσφυγής – εφέσεως», να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ.), ώστε κατά την, νόμιμα ορισθησομένη, επόμενη δικάσιμο, να προσκομιστεί το αποδεικτικό επιδόσεως των αποφάσεων για τις οποίες έγινε ήδη λόγος ή υπηρεσιακή βεβαίωση για τον λόγο της μη πραγματοποιήσεως της επιδόσεως. Σημειώνεται ότι η προσκομιδή του ως άνω αποδεικτικού απαιτείται όχι για την αξιολόγηση του δεύτερου λόγου της «προσφυγής – εφέσεως», αλλά για τον έλεγχο του εμπρόθεσμου ασκήσεως αυτής («προσφυγής – εφέσεως»), δεδομένων ότι η επίδοση της «προσφυγής – εφέσεως» εξετάζεται με τις προβλέψεις των άρθρων του Κανονισμού (Ε.Κ.) αριθμ.1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13.11.2007 και πρέπει να είναι πραγματική (Α.Π. 1978/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της από 22.02.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../27.02.2018, αριθμ. καταθ. ……/27.02.2018) «προσφυγής – εφέσεως». Και

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ώστε κατά την, νόμιμα ορισθησομένη, επόμενη δικάσιμο, να προσκομιστεί (ούν) το (τα) αποδεικτικό (ά) επιδόσεως των αποφάσεων για τις οποίες έγινε ήδη λόγος ανωτέρω, στο σκεπτικό της παρούσας, ή υπηρεσιακή βεβαίωση για τον λόγο της μη πραγματοποιήσεως της επιδόσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ